Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσίπρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσίπρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Οι αγέλες του Διαδικτύου διψούν για διχαστικές αφορμές

    Παλαιότερα οι άνθρωποι κάθε φορά που συναντώταν στους καφενέδες και σε άλλους χώρους κοινωνικής συναναστροφής, όπως τα γιορτινά τραπέζια, αντλούσαν επιχειρήματα για τις μεταξύ τους συζητήσεις από την ανάγνωση των εφημερίδων, η οποία αποτελούσε μια διαδικασία πιστοποίησης της εγκυρότητας για όσα επικαλούνταν προκειμένου να υπερκεράσουν την περιρρέουσα φημολογία. 
    «Μα έτσι το έγραψε ο Τύπος. Εγώ το διάβασα στην εφημερίδα!», ήταν ο συνήθως καταλυτικός ισχυρισμός που άλλοτε έτεμε και άλλοτε σφράγιζε τις διαφωνίες τόσο για γεγονότα όσο και για τις ερμηνείες τους.
    Αργότερα η… πιστοποίηση για το τι συνέβαινε γύρω μας προερχόταν, τουλάχιστον για ένα μέρος της κοινής γνώμης και κυρίως για τα τμήματα του πληθυσμού που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με την ανάγνωση, από την παρακολούθηση όσων μετέδιδε η μικρή οθόνη η οποία συν τω χρόνω «εισέβαλε» και εγκαταστάθηκε σχεδόν σε όλα τα σαλόνια: αστικά και λαϊκά.     
    «Το… είπε η τηλεόραση!», υπήρξε η «ατάκα» στην οποία κατέφευγαν πλείστοι όσοι συμπολίτες μας όταν ήθελαν να πείσουν για τη δική τους πρόσληψη της πραγματικότητας.
    Η τηλεοπτική ενημέρωση ήταν «εύπεπτη» αλλά ταυτόχρονα και δωρεάν. Οπότε εύκολα απέσπασε τα ηνία έναντι της έντυπης ενημέρωσης, η οποία πέρα από το κόστος που την επιβάρυνε, καθώς για να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στο περιεχόμενο μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού έπρεπε να καταβάλει αντίτιμο ή να πληρώσει συνδρομή, χρειαζόταν συχνά να μετακινηθεί από το σπίτι ή το γραφείο του για να βρεθεί στο σημείο πώλησης. 
    Μοιραία, λοιπόν, ο πληθυσμός των ανθρώπων που ενημερώνονταν από τα έντυπα μέσα συρρικνώθηκε, ενώ η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών έγινε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό εγχείρημα.
    Η σημαντικότερη, όμως, επίπτωση ήταν η κατά γενική ομολογία υποβάθμιση της ποιότητας της ενημέρωσης. Η οπτικοποίηση των ειδήσεων που μεταδίδουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί βασίζονται πρωτίστως στην εικόνα και λιγότερο στον λόγο και άρα στην ουσία της είδησης. 
    Όσο πιο έντονες είναι οι εικόνες που έχουν στη διάθεσή τους οι ιθύνοντες των καναλιών τόσο περισσότερο «αιχμαλωτίζουν» το φιλοθεάμον κοινό. 
    Ένα εντυπωσιακό τροχαίο, ακόμη και αν είναι αναίμακτο, βρίσκει ευκολότερα -με εξαιρέσεις πάντα- θέση σε ένα τηλεοπτικό δελτίο συγκριτικά, για παράδειγμα, με τη βράβευση ενός εξέχοντα επιστήμονα που μπορεί να ξεχώρισε με μια διεθνών διαστάσεων εφεύρεση. 
    Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να είναι κανείς τεχνοφοβικός για να αναγνωρίσει ότι τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα μετά την επέλαση του Διαδικτύου και την άνθηση των λεγόμενων μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) τα οποία έδωσαν -χωρίς υπερβολή- τη δυνατότητα σε κάθε κάτοχο ενός smart phone ή ενός tablet να μετατραπεί σε παραγωγό υποτιθέμενου «ειδησεογραφικού» περιεχομένου. 
    Το αποτέλεσμα ήταν, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας να αλλάξουν άρδην οι συνήθεις ροές της πληροφόρησης για το ευρύ κοινό, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πάψει όχι μόνον να διαβάζουν εφημερίδες και περιοδικά αλλά και να βλέπουν τηλεόραση για να «μάθουν τα νέα». 
    Όπως δείχνουν τα ευρήματα πολλών πρόσφατων μετρήσεων, η -εντός ή εκτός εισαγωγικών- ενημέρωση ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης γίνεται πλέον από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 
    Το facebook, η πλατφόρμα X (το πρώην Twitter), που έχει περάσει στον έλεγχο του ανεκδιήγητου μεγιστάνα και φανατικού τραμπιστή Έλον Μασκ, το Instagram και άλλα ΜΚΔ της νεότερης γενιάς, αποτελούν στις μέρες μας βασικοί διαύλοι μέσω των οποίων γίνεται λήπτης της τρέχουσας πληροφόρησης ένα συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. 
    Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι και τα λεγόμενα συστημικά μέσα προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερο κοινό διοχετεύουν το δικό τους περιεχόμενο στα social media. 
    Στα καθ΄ ημάς η κατάσταση είναι από τις χειρότερες, εξαιτίας και του γεγονότος ότι μια μεγάλη μερίδα των παραδοσιακών μέσων έπεσαν θύματα της οικονομικής κρίσης που οδήγησαν στα Μνημόνια αλλά και των δικών τους ανομημάτων που σχετίζονται κυρίως με το γεγονός ότι «εκπαίδευσαν» το κοινό τους ότι τα σύνθετα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπιστούν με εύκολες λύσεις του τύπου «όλα είναι άσπρο ή μαύρο». 
    Και ακόμη χειρότερα ότι η ευημερία είναι μια αέναη κατάσταση που δεν έχει αντίστροφη πορεία.
    Ειδικά στη χώρα μας, η ευρεία διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνέπεσε χρονικά με τις εξαλλοσύνες της μνημονιακής περιόδου κατά την οποία ο δημόσιος βίος κατακλύζονταν από κάθε είδους αστείρευτες λαϊκίστικες υπερβολές για τα αίτια της κρίσης, ενώ εκπέμπονταν από πολλές πλευρές ασύμμετρες τοξικές επιθέσεις κατά προσώπων και θεσμών που σe πλείστες περιπτώσεις εύρισκαν έρεισμα σε fake news. 
    Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις υποτιθέμενες δωροδοκίες βουλευτών των ΑΝΕΛ ή τις κατασκευές για τροχήλατες βαλίτσες στο Μαξίμου από τον υπόκοσμο που καθοδηγούσε ο διαβόητος «Ρασπούτιν»;  
    Το δηλητήριο που χύθηκε εκείνη την περίοδο ήταν τόσο πολύ και τόσο έντονο που η επίδρασή του είναι, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα παρούσα στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της πατρίδας μας. 
    Μπορεί οι πρωταγωνιστές να άλλαξαν, αλλά οι μέθοδοι της δολοφονίας χαρακτήρων και της καλλιέργειας του διχαστικού πνεύματος είναι ίδιες και απαράλλακτες. 
    Με το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανακαλύπτουν εχθρούς ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν, εξαπολύοντας τοξικές επιθέσεις σε όποιον θεωρούν ότι δεν ταυτίζεται με τις δικές τους ιδεοληπτικές εμμονές. 
    Αντιγράφοντας τον φανατισμό με τον οποίο οι υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα και κατόπιν του Στέφανου Κασσελάκη καθύβριζαν όποιον δεν συμφωνούσε μαζί τους, ανώνυμα, κυρίως, τρολ ξιφουλκούν εναντίον όποιου διαφωνεί με τη δική τους κοσμοθεώρηση.
    Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπήρξε η καταιγιστική αναπαραγωγή από δεκάδες λογαριασμούς στο «Χ» των ισχυρισμών ότι δήθεν ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας οργάνωσε πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση προς… τιμήν του ΠΑΣΟΚ. 
    Κι όλα αυτά επειδή κάποιος χρήστης του Διαδικτύου απομόνωσε ένα φωτογραφικό ενσταντανέ που έδειχνε το έμβλημα του πράσινου ήλιου το οποίο εμφανίστηκε δι΄ ολίγον σε μια πολύωρη παράσταση με μουσικές και ιστορικά δρώμενα στην οποία όσοι την είδαν διαβεβαιώνουν ότι μόνον έπαινο δεν συνιστούσε για το σημερινό κόμμα  της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
    Τι σημασία, όμως, είχε; Οι αγέλες του εγχώριου Διαδικτύου που διψούν για διχαστικές αφορμές δεν μπορούσαν να αφήσουν να περάσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια… ευκαιρία. Πολύ περισσότερο που ο… κόπος τους ανταμείφθηκε από αμέτρητα likes και πάμπολλα σχόλια άλλων χρηστών που κατάπιαν αμάσητες τις αναρτήσεις λογαριασμών που προβάλλονται ως «opinionmakers». 
    Μπορεί λίγοι να είδαν τη συγκεκριμένη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων, η οποία μεταδόθηκε μόνον διαδικτυακά, αλλά οι αυτόκλητοι (;) μαχητές του πληκτρολογίου δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να κάνουν αναπαραγωγή μιας ψευδούς παράστασης για να επιτεθούν στον κ. Δούκα, λες και είχε ο ίδιος προσωπικά την καλλιτεχνική επιμέλεια της επίμαχης εκδήλωσης.
    Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που επιδόθηκαν στο συγκεκριμένο «άθλημα». Παλαιά τους τέχνη κόσκινο. Και σιγά που θα άφηναν την πραγματικότητα να τους χαλάσει το «αφήγημα», χωρίς το οποίο θα έχαναν τα likes και τις αναπαραγωγές. 
    Όπως και να το κάνουμε, ο διχασμός «πουλάει». Και «πουλάει» τρελά. Μόνον που οι άνθρωποι που «ενημερώνονται» κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μόνον ενημερωμένοι δεν είναι. 
    Υ.Γ.: Τη μόνη απορία που έχω από όλο αυτό το σκηνικό είναι πως άραγε να ένοιωσαν όλοι αυτοί που επί μέρες πολλές καλλιεργούσαν τον διχασμό ανάμεσα στην πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων στο Σύνταγμα και την αντίστοιχη που οργάνωσε την ίδια ώρα η Περιφέρεια Αττικής στο Πεδίο του Άρεως όταν έμαθαν ότι το ίδιο βράδυ ο Χάρης Δούκας και ο Νίκος Χαρδαλιάς βρέθηκαν στο ίδιο κλαμπ και αντάλλαξαν εγκάρδιες ευχές…

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Οι «φωτοβολίδες» των… Μεσσήνιων κόντρα στη συναίνεση για την προεδρική εκλογή


Η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα λήγει στις 13 Μαρτίου 2025, ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την ορκωμοσία και την ανάληψη των καθηκόντων της.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 32), «η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Bουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Bουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας».

Ορίζεται, με άλλα λόγια, από τον καταστατικό χάρτη του Πολιτεύματός μας ότι η ψηφοφορία για την εκλογή του/της επόμενου/ης Αρχηγού του Κράτους πρέπει να γίνει σε συνεδρίαση της Βουλής η οποία θα διεξαχθεί το αργότερο έως τις 13 του προσεχούς Φεβρουαρίου.

Υπό αυτή τη συνθήκη, το λογικό είναι οι διαδικασίες για την προεδρική εκλογή να εκκινήσουν το τρίτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, όπως συνέβη τις περισσότερες φορές κατά το παρελθόν. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 η εκλογή Προέδρου έπαψε να αποτελεί λόγο -ή και πρόσχημα- για πρόωρη προσφυγή σε βουλευτικές κάλπες.

Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση, γίνονται αλλεπάλληλες ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους πέντε ημέρες. Στην πρώτη και στη δεύτερη ψηφοφορία για να εκλεγεί κάποιος υποψήφιος χρειάζεται να συγκεντρώσει 200 ψήφους βουλευτών. 

Στην τρίτη ψηφοφορία ο πήχης κατεβαίνει στις 180 ψήφους και εφόσον πάλι δεν τις συγκεντρώσει κανείς, τότε γίνεται τέταρτη ψηφοφορία, στην οποία για την εκλογή απαιτείται να συμπληρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής (151 ψήφοι). 

Αν και αυτή αποβεί άκαρπη, ακολουθεί ο πέμπτος και καταληκτικός γύρος ψηφοφορίας, στον οποίο το αξίωμα αναλαμβάνει όποιος αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων στη διαδικασία μελών ου Κοινοβουλίου.

Περιέγραψα κάπως αναλυτικά τη διαδικασία για να υποστηρίξω την άποψη ότι ο «συνταγματικός νομοθέτης», όπως συνηθίζουν να λένε οι νομικοί, ήθελε η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνεται με ευρύτερη συναίνεση και, για την ακρίβεια, με τη θετική ψήφο βουλευτών οι οποίοι να υπερβαίνουν την κυβερνητική πλειοψηφία και να προέρχονται από περισσότερα κόμματα. 

Οι τέσσερις, άλλωστε, πρόεδροι που εξελέγησαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (Στεφανόπουλος, Παπούλιας, Παυλόπουλος και Σακελλαροπούλου) δεν ήταν μονοκομματικές επιλογές.

Από την άλλη, βεβαίως, επειδή είχε επανειλημμένα γίνει κατάχρηση της σύνδεσης της απαιτούμενης αυξημένης πλειοψηφίας με την πρόωρη διάλυση της Βουλής, στην τελευταία Αναθεώρηση του Συντάγματος απαλείφθηκε η συγκεκριμένη πρόβλεψη. Έτσι, πλέον, η προεδρική εκλογή δεν αποτελεί αφορμή ή και απειλή για τη διασάλευση της κυβερνητικής σταθερότητας, αφού το αξίωμα του Προέδρου θα το αναλάβει, εν τέλει, όποιος πλειοψηφήσει χωρίς να τίθεται όριο για τον αριθμό των βουλευτών που θα τον ψηφίσουν.

Από μια πρώτη ανάγνωση μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η συνταγματική αναθεώρηση «λύνει τα χέρια» της εκάστοτε κυβέρνησης, αφού αφαίρεσε από την αντιπολίτευση τον μοναδικό όπλο που διέθετε για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παραβλεφθεί ότι την ίδια ώρα η νέα ρύθμιση υποχρεώνει τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να επιλέξει ως υποψήφιο πρόσωπο που να μην είναι στενά συνδεδεμένο με το κόμμα του.

Η επιλογή την οποία έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020 στο πρόσωπο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ήταν μια τέτοια περίπτωση και γι΄ αυτό η έως τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εκλέχτηκε από την πρώτη ψηφοφορία με 261 ψήφους βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (με εξαίρεση τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος απουσίαζε σε οικογενειακό ταξίδι στο εξωτερικό και σε επιστολή του είχε περιοριστεί να αναφέρει ότι «αν ήμουν παρών, θα ψήφιζα σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας»), του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής.

Είναι άξιο επισήμανσης ότι η κυρία Σακελλαροπούλου ήταν η μοναδική υποψήφια για το αξίωμα. Το μόνο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ανακοίνωσε την πρόθεση να προτείνει άλλη υποψηφιότητα ήταν το ΜέΡΑ25, που υπέδειξε, δια του αρχηγού του Γιάνη Βαρουφάκη, τη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του δολοφονημένου από τη Χρυσή Αυγή ράπερ Παύλου Φύσσα, πλην, όμως, η ίδια απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι δεν είχε ενημερωθεί.

Στην παρούσα φάση, τη… δόξα του κ. Βαρουφάκη έδειξαν διάθεση να διεκδικήσουν δύο πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους που το μόνο που τους συνδέει είναι η εκλογική περιφέρεια της Μεσσηνίας στην οποία εκλέγονται αμφότεροι. Πρόκειται, αφενός, για τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πρότεινε ως υποψήφιο τον Κώστα Καραμανλή, και, αφετέρου, για τον νεόκοπο αρχηγό της της Νέας Αριστεράς Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος υπέδειξε την υποψηφιότητα του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστου Ράμμου. Ο πρώτος αρνήθηκε την πρόταση, ο δεύτερος δεν είχε προσώρας εκφράσει τη βούλησή του.

Θεωρητικά και οι δύο συγκεκριμένες υποψηφιότητες πληρούν τα κριτήρια για την εκλογή στο ύπατο αξίωμα, αφού καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση έχει δημιουργηθεί παράδοση ανάδειξης απόμαχων από την ενεργό πολιτικό, όπως είναι ο κ. Καραμανλής, καθώς και πρώην ανώτατων δικαστικών, όπως είναι ο κ. Ράμμος. Πρακτικά, όμως, πρόκειται για προτάσεις που δεν είναι τίποτε περισσότερο από πολιτικά άστοχες «φωτοβολίδες» οι οποίες εκτοξεύονται μόνον και μόνον προς άγραν εντυπώσεων.

Είναι νομίζω πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και οι δύο υποψηφιότητες δεν έχουν, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, πιθανότητες να ευδοκιμήσουν. Καλώς ή κακώς, τον κ. Καραμανλή είναι μάλλον αδύνατο να τον ψήφιζε κάποιος πέρα από τους βουλευτές της ΝΔ. 

Οπότε αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθετούσε την πρόταση Σαμαρά θα εγκλωβίζονταν σε μια μονοκομματική επιλογή που για να περάσει θα χρειαζόταν να γίνουν τέσσερις ψηφοφορίες. Με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για έναν πρωθυπουργό ο οποίος διακηρύσσει ότι θέλει να κινείται στο Κέντρο και επιδιώκει τη σύνθεση και τη συναίνεση.

Η «φαεινή» ιδέα του κ. Χαρίτση είναι ακόμη πιο άστοχη διότι, ακόμη και αν συμφωνούσε μαζί του η υπόλοιπη αντιπολίτευση, η υποψηφιότητα του κ. Ράμμου είναι πλέον ή βέβαιο ότι δεν ψηφιζόταν από βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης. 

Υπό αυτό το πρίσμα, όχι μόνον δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα εκλογής ο αξιοσέβαστος πρώην ανώτατος δικαστής, αλλά μάλλον θα διευκόλυνε όσους στη Νέα Δημοκρατία επιθυμούν να εκλέξουν «δικό τους Πρόεδρο», αγνοώντας την αντιπολίτευση αλλά και την έμμεση συνταγματική επιταγή για ευρύτερη συναίνεση.

Αν δεχθούμε ότι ο Αντώνης Σαμαράς με την πρόταση για τον Κώστα Καραμανλή επεδίωκε να εγκλωβίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια δεξιά μονοκομματική επιλογή, το ερώτημα που ανακύπτει είναι για τη σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας του Αλέξη Χαρίτση να ρίξει στην «πολιτική αγορά» το όνομα του προέδρου της ΑΔΑΕ προτού να ανοίξει τα χαρτιά του ο πρωθυπουργός και να γίνει γνωστή η πρόταση της πλειοψηφίας.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα της Νέας Αριστεράς, όπως και όλων των κομμάτων, να ψηφίσουν το πρόσωπο της αρεσκείας τους για λόγους πολιτικής ουσίας ή απλώς συμβολισμού. Έχει γίνει αρκετές φορές φορές στο παρελθόν και σίγουρα δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που γίνεται απόπειρα «εργαλειοποίησης» των θεσμικών λειτουργιών της Δημοκρατίας μας. Με αποκορύφωμα τα παίγνια του 2014 – 2015.

Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς από έναν νεοσύστατο πολιτικό σχηματισμό ο οποίος δείχνει να θέλει να απογαλακτιστεί από τις αυταπάτες, τις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις της τσιπρικής περιόδου να πολιτεύεται με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και λιγότερες μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Όχι τίποτε άλλο αλλά ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του προσωπικού rebranding που επιχειρεί, φαίνεται να έχει χαράξει άλλη πορεία, αφήνοντάς τα «ορφανά» του να εκτίθενται και να εκθέτουν -εν προκειμένω και σοβαρά πρόσωπα, όπως ο κ. Ράμμος…

Σε κάθε περίπτωση, αν, όπως πολλοί πιστεύουν, είναι προβληματικό για το πολίτευμά μας οι περιορισμένες αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα, ο καθένας μπορεί να φανταστεί πόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα αν στο αξίωμα βρεθεί κάποιος/α με μόνο προσόν το κομματικό «διαβατήριο». 

Διότι έτσι θα χαθεί και ο συμβολισμός της εθνικής ενότητας που αποτελεί ίσως και τη σπουδαιότερη χρησιμότητα του θεσμού.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Το νέο πολιτικό τοπίο που αναδύεται μετά τον… «άκλαυτο» ΣΥΡΙΖΑ

         Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι στην πραγματικότητα ήταν μια εξέλιξη η οποία είχε προεξοφληθεί εδώ και αρκετό καιρό, δεν παύει, ωστόσο, να είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η (χθεσινή) έκπτωση του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η διαδοχή του από το ΠΑΣΟΚ έγινε σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό.

Αργά αλλά σταθερά, η πολιτική ζωή του τόπου μοιάζει να επιστρέφει στην εποχή πριν από την κρίση, καθώς το ένα μετά το άλλο τα γεννήματα της περιόδου της μνημονιακής εξαλλότητας αποτελούν παρελθόν. Ένα παρελθόν το οποίο ελάχιστοι πρέπει να είναι εκείνοι που το νοσταλγούν.  Γι΄αυτό και δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξεμέτρησε το ζην του χωρίς να… κλάψει κανείς για το άδοξο τέλος του.

Με εξαίρεση, άλλωστε, κάποιες ξέπνοες δηλώσεις ξεπεσμένων αξιωματούχων της Κουμουνδούρου, οι οποίοι κατέφυγαν σε στερεοτυπικά αναμασήματα και ανιστόρητες αναλογίες περί «αποστασίας», ουδείς φαίνεται να συγκινήθηκε από την πιο πρόσφατη τροπή των πολιτικών πραγμάτων και τη νέα διάσπαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που του στέρησε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Διότι μπορεί το «syrisafication» να διδάσκεται εφεξής στις σχολές της πολιτικής επιστήμης ως case study για το πως ένα κόμμα μπορεί να διαλυθεί ακόμη και όταν είναι στην κατά τεκμήριο βολική θέση της αντιπολίτευσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τεκταινόμενα στην πάλαι ποτέ κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά έχουν πάψει προ πολλού να κόβουν εισιτήρια.   

Η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει πλέον με αφόρητη βαρεμάρα τα τελευταία πολύ κουραστικά επεισόδια που έχει το σήριαλ της προδιαγεγραμμένης πορείας προς τη διάλυση στην οποία εισήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που ο ουσιαστικός δημιουργός του Αλέξης Τσίπρας πέταξε «λευκή πετσέτα» επειδή, κακά τα ψέματα, δεν άντεξε να καταγράφει στο παθητικό του συνεχόμενες εκλογικές ήττες.

Τέσσερις ημέρες μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, στις οποίες η δύναμη του κόμματός του υποχώρησε στο ισχνό 17,83%, ο κ. Τσίπρας πήγε στο Ζάππειο για να παραιτηθεί, αλλά η λέξη «παραίτηση» δεν βγήκε από τα χείλη του. «Κατανοώ την ανάγκη για ένα νέο κύμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και αποφάσισα να παραμερίσω για να περάσει», ήταν τα πολύ προσεκτικά λόγια τα οποία επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο πρώην πρωθυπουργός.

«Έχω εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο δυναμικό του κόμματός μας. Στις αστείρευτες δυνάμεις της κοινωνίας και της Αριστεράς», είπε και είναι απορίας άξιον αν είχε κατά νου την τετράδα των τωρινών υποψήφιων αρχηγών (Γκλέτσος, Πολάκης, Φάμελος και Φαραντούρης) που θα αναμετρηθούν την προσεχή Κυριακή και τους οποίους είδαμε την περασμένη Τετάρτη να διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε ένα πολύ χαμηλών προσδοκιών ντιμπέιτ που οργάνωσε η δημόσια τηλεόραση.

«Αποφάσισα λοιπόν να προτείνω την εκλογή νέας ηγεσίας από τα μέλη του Κόμματος, όπως ορίζει το καταστατικό του. Την άμεση προσφυγή στις σχετικές διαδικασίες. Στις οποίες φυσικά δεν θα είμαι υποψήφιος», είχε συμπληρώσει ο Τσίπρας πριν από 17 μήνες. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Πρόσθεσε ακόμη μια παράγραφο που ήταν αποκαλυπτική των πραγματικών προθέσεων του: «Θα είμαι όμως παρών πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά από αυτές».

Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή, τουλάχιστον για όσους δεν είχαν θαμπωθεί από τους ψευτομακιαβελικούς υπολογισμούς του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Στην αρχή «ευνόησε» και «ευλόγησε» την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, επειδή προφανώς θεώρησε ότι ο «ουρανοκατέβατος» Ελληνοαμερικανός θα ήταν κάτι σαν «το παιδί για τα θελήματα» που συμβιβαζόταν με την προοπτική να κρατάει ζεστό τον θώκο της Κουμουνδούρου.

Όταν, όμως, φάνηκε ότι ο ναρκισσιστικός χαρακτήρας του Κασσελάκη δεν του επέτρεπε να παραστήσει τον «αχυράνθρωπο», με ενορχηστρωτή τον κ. Τσίπρα, ξεκίνησε, ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, η αποδόμησή του που κατέληξε με την πρωτοφανή απόφαση να μην του επιτρέψουν να είναι εκ νέου υποψήφιος για την αρχηγία στην οποία ένα εξάμηνο νωρίτερα τον είχαν αναδείξει σχεδόν πανηγυρικά.

Όχι ότι δεν έδωσε κι ο ίδιος αφορμές, με όσα έλεγε και όσα έκανε, αποκορύφωμα των οποίων ήταν το αμφιλεγόμενο αφήγημα για την προηγούμενη ζωή του, όπως και η διάτρητη δήλωση πόθεν έσχες που δημοσιοποίησε. Οι μέθοδοι, όμως, με τις οποίες οι άνθρωποι του Τσίπρα τον έβγαλαν από το παιχνίδι δεν… διεκδικούν δάφνες δημοκρατικότητας.

Αλλά επειδή το μόνο βέβαιο είναι ότι η δράση προκαλεί αντίδραση, οι αμφιλεγόμενες επιλογές που έκαναν οι άνθρωποι του κλασσικού ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που πέτυχαν ήταν να επιταχύνουν τον χρόνο της δικής τους περιθωριοποίησης, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την έναρξη μιας εποχής η οποία, μπορεί να έχει στοιχεία από τον κλασσικό δικομματισμό του παρελθόντος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια νέα πολιτική κατάσταση η οποία είναι μάλλον πιο θετική από εκείνη που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.

Οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις, οι οποίες κράτησαν την Ελλάδα καθηλωμένη στα Μνημόνια περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, έχουν πια υποχωρήσει με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων να διεξάγεται πλέον με περισσότερο ρεαλιστικούς όρους.

Έτσι ώστε να μην… ψάχνουμε για μπαταρίες για να παράγουν ρεύμα οι ανεμογεννήτριες ούτε να αναζητούμε δισεκατομμύρια για να επανακρατικοποιήσουμε τις τράπεζες και τις εταιρίες ενέργειας που ξεπουλήθηκαν την περίοδο του τρίτου και πιο επαχθούς Μνημονίου το οποίο ήρθε ως απότοκο του δήθεν ηρωικού ψευτοδημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.

Όπως και να έχει, είναι καιρός να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω και η προϊούσα ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ -για την οποία, όπως προείπαμε, κανείς δεν θα… κλάψει- μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη απόδειξη ότι εισήλθαμε σε ένα νέο -και κατά τεκμήριο πιο ελπιδοφόρο- πολιτικό τοπίο.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Μαθήματα από τη «Novartis»: Οι κυβερνήσεις κυβερνούν και οι εισαγγελείς και οι δικαστές δικάζουν


                Η εξέλιξη την οποία προσέλαβε η διαβόητη «υπόθεση Novartis» μετά την ηχηρή δικαστική απόφαση για την αποκάλυψη των ονομάτων των κουκουλοφόρων μαρτύρων είναι μια καλή αφορμή για να αποφασίσει το πολιτικό μας σύστημα να αποκαταστήσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών για την οποία μίλησε πρώτος ο Αριστοτέλης και την συνόψισε ο Μοντεσκιέ την περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Το υποτιθέμενο μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους κατέληξε να είναι μάλλον η μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία όλων των εποχών. Και ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν διότι μια συνήθης υπόθεση μικροδιαφθοράς γιατρών, από εκείνες στις οποίες καταφεύγουν φαρμακευτικές εταιρίες όταν θέλουν να προωθήσουν τα σκευάσματα που παράγουν, εργαλειοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας κομματικής εκμετάλλευσης.

 Με στόχο να εξοντώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστράτευσε σκανδαλοθήρες της συμφοράς οι οποίοι έστησαν μια παράσταση η οποία από μακριά φώναζε ότι δεν βασίζονταν σε στοιχεία ή έστω ενδείξεις ενοχής και δεν ήταν περισσότερο από προϊόν μια κακοστημένης ενορχήστρωσης από ευφάνταστους και μισαλλόδοξους σεναριογράφους που ήθελαν να εκδικηθούν όποιον πολιτικό αντίπαλο αντιστρατευόταν το «σχέδιο» της τότε κυβέρνησης για παράταση της παραμονής της στην εξουσία.

Άλλωστε, πολύ πριν καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος η «υπόθεση Novartis» είχαν διαφανεί οι αθέμιτες σκοπιμότητες που είχαν επενδυθεί σε αυτήν. Απροκάλυπτα και ως μη όφειλε, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επισκεπτόταν τον Άρειο Πάγο για να πιέσει τις δικαστικές αρχές να στείλουν το γρηγορότερο τον φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή ώστε να κρεμαστούν στα μανταλάκια οι πλέον επιφανείς αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Ενώ στο ενδιάμεσο είχε στηθεί έξω από το Μέγαρο Μαξίμου παράσταση με κεντρικό πρωταγωνιστή τον γνωστό και μη εξαιρετέο «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος από αρχηγός της ΕΥΠ επί κυβέρνησης Καραμανλή προβιβάστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης και… Διαφάνειας επί των… ένδοξων ημερών της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.  

Το γεγονός ότι, όπως επισημάναμε από αυτή τη στήλη την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να διαψεύσει ότι εξέφρασε τη συγγνώμη του προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ουδείς από τους ενορχηστρωτές της σκευωρίας δεν μεταμελήθηκε για τις αθλιότητες με τις οποίες δηλητηρίασαν την κοινή γνώμη, συνιστά ίσως την καλύτερη εξήγηση για την πορεία προς την κατάρρευση στην οποία κινείται έκτοτε ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Η επένδυση στη σκανδαλοθηρία, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, απεδείχθη απολύτως ανεπαρκής για να καλύψει τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσαν στους άμοιρους Έλληνες πολίτες οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε ως πούρα αντιμνημονιακή προτού να εφαρμόσει το πιο σκληρό -και μάλλον αχρείαστο- τρίτο Μνημόνιο, μετατρέποντας σε «ναι» το «όχι» που έβαλαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα.

Παρατηρώντας, ωστόσο, την μεγάλη εικόνα, διαπιστώνει κανείς ότι μία από τις μεγάλες και χρόνιες παθογένειες της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ότι το πολιτικό δυναμικό της χώρας δεν περιορίζεται στα καθήκοντα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας που ανήκουν στη δικαιοδοσία του. Επιμένει, αντιθέτως, να διεκδικεί για τον εαυτό του αρμοδιότητες που στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου ανήκουν στη δικαστική εξουσία.

Πρωτίστως η νομοθεσία για την ποινική ευθύνη των υπουργών που σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος εμπλέκει τους απαρτίζοντες τη νομοθετική εξουσία στα χωράφια της δικαστικής εξουσίας, αλλά και το συναφές ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας, η οποία, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ζητείται, αίρεται μόνον με απόφαση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, συνιστούν δύο σοβαρούς λόγους αλλοίωσης της αρχής διάκρισης των εξουσιών.  

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια -κατά τα φαινόμενα- βολική κατάσταση την οποία εκμεταλλεύονται όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, αγνοώντας φυσικά ότι αυτές δεν είναι αιώνιες. Από τον συγκεκριμένο «πειρασμό», κακά τα ψέματα, δεν απέχουν ούτε οι σημερινοί υπουργοί, όπως μαρτυρούν δύο πολύ πρόσφατα κρούσματα θεσμικού αλαλούμ τα οποία, μπορεί να μην είναι εφάμιλλα των έργων και των ημερών του «Ρασπούτιν», καταδεικνύουν, όμως, την σύγχυση που μαστίζει την πολιτική ζωή της χώρας.

Τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε αυτοπροσώπως τον Άρειο Πάγο για να καταθέσει την τρίτη (!) κατά σειράν μήνυση που σχετίζονταν με περιστατικά τα οποία αφορούν την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Ο ίδιος προέβη σε δηλώσεις αλλά απέφυγε να διευκρινίσει ποιος είναι ο ρόλος που ζητεί να διαδραματίσει η εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κυρία Γεωργία Αδειλίνη και πως μπορεί μια ανώτατη δικαστικός λειτουργός να διασφαλίσει την ασφαλή κυκλοφορία των τρένων.

«Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι σε κάθε κατεύθυνση, εργαζόμαστε μεθοδικά και επίμονα, προκειμένου να βελτιώσουμε και να ενισχύσουμε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών και να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτήν την προσπάθεια παίγνια με οποιαδήποτε στόχευση δεν γίνονται αποδεκτά. Οφείλουμε όλοι μας να μην είμαστε υπεράνω αξιολόγησης, ελέγχου και εφαρμογής του νόμου», ισχυρίστηκε ο κ. Σταϊκούρας αποχωρώντας από το κτήριο του Αρείου Πάγου. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...

Τις ίδιες μέρες πληροφορηθήκαμε, από τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ίδιου, ότι ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επικοινώνησε προσωπικά με μια γιατρό από τη Λέσβο η οποία προέβαινε σε μαζικές μεταμεσονύκτιες συνταγογραφήσεις φαρμάκων προς συγγενικά της πρόσωπα ζημιώνοντας το ελληνικό δημόσιο με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Είναι απορίας άξιον γιατί ένας υπουργός, ο οποίος διαπιστώνει ακραία κατασπατάληση δημόσιων πόρων, επιλέγει να επικοινωνήσει με τον παραβάτη και δεν περιορίζεται στην άσκηση των θεσμικών αρμοδιοτήτων του που είναι, αφενός, να λάβει αυθωρεί και παραχρήμα τα προβλεπόμενα διοικητικά μέτρα για να σταματήσει η παρανομία, όπως η άμεση παύση της δυνατότητας για συνταγογράφηση, αν όχι και η αποβολή από το δημόσιο σύστημα, και, αφετέρου, να απευθυνθεί στις εισαγγελικές αρχές, καλώντας τες να κινητοποιηθούν άμεσα για τα περαιτέρω.

Η επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία για να ξεκαθαριστεί άπαξ δια παντός ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων και των υπουργών τους είναι να κυβερνούν. Ενώ το καθήκον της απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστική υποχρέωση των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Το τέρας που ο ίδιος δημιούργησε, δεν αφήνει τον Τσίπρα να ζητήσει συγνώμη


          Μπορεί ο σοφός λαός μας να λέει σε κάποιες περιπτώσεις ότι «από τότε που ανακαλύφθηκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο», πλην, όμως, ο γενικά παραδεδεγμένος κανόνας είναι ότι η έκφραση αυθεντικής και ειλικρινούς συγνώμης αποτελεί απόδειξη της γενναιότητας εκείνου ο οποίος αναγνωρίζει ότι υπέπεσε σε ένα ή περισσότερα σφάλματα.

Κοινή είναι επίσης η παραδοχή ότι «ο έξυπνος παραδέχεται, ο πονηρός δικαιολογείται και ο ηλίθιος επιμένει» Και, υπό αυτό το πρίσμα, νομίζω ότι δεν ξένισε πολλούς η αμεσότητα της αντίδρασης που είχε ο -κατά τα λοιπά σιωπηλός- Αλέξης Τσίπρας όταν ένας απόμαχος πολιτικός και πάλαι ποτέ δημοσιογράφος, ο Γιώργος Λιάνης, τον εμφάνισε να έχει ζητήσει συγνώμη από τον Ευάγγελο Βενιζέλο για την «υπόθεση Novartis» που εμφανίστηκε ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους» πριν καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος.

Δικαίως του λόγου, η λανθασμένη, όπως αποδείχθηκε, εικασία στην οποία προέβη ο Λιάνης προκάλεσε αίσθηση. Γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και το πιο σύνηθες να ακούγονται συγνώμες από τα χείλη πολιτικών μας. Πολύ περισσότερο όταν είχαμε κα κάνουμε με τον πρώην πρωθυπουργό, ο οποίος δεν έδειξε την παραμικρή μεταμέλεια για τόσα και τόσα μικρά, μεγάλα, αλλά και κάποια εγκληματικά λάθη που έγιναν στα τεσσεράμισι χρόνια που κυβέρνησε τη χώρα.

Με αποκορύφωμα ίσως το ψευδεπίγραφο και διχαστικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 στο οποίο έσυρε τον τόπο για να υπογράψει την επομένη το πιο σκληρό μνημόνιο που μπορεί να φανταστεί κανείς και είχαν αποκρούσει οι προκάτοχοί του, ο Τσίπρας δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι έκανε λάθος και έβλαψε τη χώρα και τους πολίτες της.

Από μια λιτή, πλην όμως αρκούντως αποκαλυπτική, διαρροή συνεργατών του πρώην πρωθυπουργού, που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τις εικασίες Λιάνη, πληροφορηθήκαμε τα εξής: «Πηγές από το περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα αναφέρουν πως δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για συνάντηση που είχε ο πρώην πρωθυπουργός με πολιτικούς του αντιπάλους για το θέμα της Novartis, δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα και στερούνται σοβαρότητας».

Ναι, ναι, καλά διαβάσατε: ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μετά την τελευταία βαριά ήττα που υπέστη πέρυσι τον Ιούνιο δήλωσε ότι «παραμέρισε» για να ανοίξει τον δρόμο στα νεότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εν συνεχεία έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να αναλάβει τα ηνία του κόμματος ο ουρανοκατέβατος Στέφανος Κασσελάκης, τον οποίο ακολούθως υπονόμευσε με κάθε τρόπο, εξακολουθεί να θεωρεί ότι έχει πολιτικούς αντιπάλους.

Τον περασμένο Μάρτιο σε ένα συνέδριο για την Μεταπολίτευση που οργάνωσε η «Καθημερινή» είχε δείξει ότι είχε διάθεση να τηρήσει κάποιες διακριτικές αποστάσεις από τους άθλιους χειρισμούς της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, λέγοντας: «Είχαμε ένα μεγάλο σκάνδαλο, η πρόθεση μας να μην παρέμβουμε σε αυτό το σκάνδαλο, έδινε την εντύπωση ότι βάζαμε στο ίδιο τσουβάλι ανθρώπους που ενδεχομένως είχαν εμπλοκή, με ανθρώπους που δεν είχαν. Υπήρξαν λάθη στους χειρισμούς μας».

Φαίνεται, όμως, ότι δεν εννοούσε τα λάθη που όλοι οι καλοπροαίρετοι παρατηρητές αντιληφθήκαμε και είχαν να κάνουν με το ότι διασύρθηκαν γνωστά πολιτικά στελέχη που εμφανίστηκαν να έχουν δωροδοκηθεί με βάση μαρτυρίες κουκουλοφόρων που δεν προσκόμισαν ούτε στοιχειώδεις ενδείξεις για να στηρίξουν τους υπαγορευμένους, κατά τα φαινόμενα, ισχυρισμούς τους. «Η υπόθεση της Novartis δημιούργησε εχθρούς, σε μια περίοδο που αναζητούσαμε συμμάχους», υποστήριξε ο κ. Τσίπρας, αναγνωρίζοντας γενικώς και αορίστως ότι «υπήρχαν λάθη στους χειρισμούς μας».

Εν ολίγοις, το πρόβλημά του πρώην πρωθυπουργού δεν ήταν ότι κατηγορήθηκαν αδίκως σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα άλλων παρατάξεων. Εκείνο που τον προβληματίζει ακόμη και τώρα είναι ότι έκανε εχθρούς σε μια στιγμή που ήθελε να βρει συμμάχους. Γι΄ αυτό προφανώς και μπορεί να δικαιολογήθηκε για τους λανθασμένους χειρισμούς του, επ΄ ουδενί, όμως, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να εκφράσει μεταμέλεια, πολύ περισσότερο να ζητήσει συγνώμη από όσους διασύρθηκαν, όπως και από όσους απλούς πολίτες δηλητηρίασε με την εχθροπαθή επιμονή του ότι εκείνοι που δεν συμφωνούσαν μαζί του το έκαναν διότι δωροδοκούνταν και εξυπηρετούσαν αλλότρια συμφέροντα.

Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις κυκλοφόρησαν οι εικασίες Λιάνη για την υποτιθέμενη «συγνώμη Τσίπρα», ο πρώην πρωθυπουργός δέχθηκε σφοδρά πυρά από παραδοσιακούς πολιτικούς και mediaκούς συμμάχους του οι οποίοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν ότι το «ίνδαλμα» τους αναιρούσε όλες τις θεωρίες συνωμοσίας που είχαν εξυφανθεί κατά τα χρόνια της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛοκρατίας και με τις οποίες είχαν γαλουχηθεί.

Δικαιολογημένα αισθάνθηκαν σαν να τους είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, καθώς ήταν ο ίδιος ο Τσίπρας που τους είχε «εκπαιδεύσει» να πιστεύουν στα απλοϊκά λαϊκίστικα σχήματα, σύμφωνα με τα οποία όσοι συμφωνούν με την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνιστούσαν τις δυνάμεις του καλού και της προόδου και όλοι οι υπόλοιποι που μετείχαν του πολιτικού παιχνιδιού δεν είναι παρά εκφραστές του… απόλυτου κακού.

Στο μεταξύ εκείνο που μάλλον δεν αντελήφθη ο πρώην πρωθυπουργός είναι ότι στο συγκεκριμένο γήπεδο εμφανίστηκε νέος αστέρας που αποδίδει καλύτερα στο συγκεκριμένο παιχνίδι. Αυτός δεν είναι άλλος από το δημιούργημα του κ. Τσίπρα που ακούει στο όνομα Στέφανος Κασσελάκης. Οι υποστηρικτές του τελευταίου είναι οι πρώτοι που αντέδρασαν μόλις δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι θα μπορούσε να μεταμεληθεί ο πρώην πρωθυπουργός για τα έργα και τις ημέρες της διακυβέρνησής του.

Με λίγα λόγια, το «τέρας», το οποίο ο ίδιος ο Τσίπρας εξέθρεψε όταν έγινε πρωθυπουργός με τη στήριξη του Καμμένου, του Ζουράρι, του Χαϊκάλη, της Ραχήλ Μακρή, αλλά και μιας πλειάδας άλλων… απολειφαδιών από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, έδειξε τα δόντια του και γύρισε να κατασπαράξει τον ίδιο τον δημιουργό του, ο οποίος δυσκολεύεται πλέον να το ταΐσει με νέες αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.

Γι΄ αυτό και μάλλον άσκοπα ο πρώην πρωθυπουργός πληρώνει αλλοδαπές εταιρίες επικοινωνίας για να του κάνουν rebranding. Από τη στιγμή που δεν διαθέτει τη γενναιότητα να αναγνωρίσει πανθομολογούμενα λάθη, κανένα rebranding δεν μπορεί να του αλλάξει την εικόνα, κυρίως όταν συνεχίζει να παίζει σε ένα γήπεδο στο οποίο υπάρχει πλέον καλύτερος παίκτης.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Από το… μαγιό ως το «πόθεν έσχες», σταθερά χωρίς κανόνες


Ξεπερνούν πλέον κάθε όριο διακωμώδησης, αν όχι και διασυρμού, των θεσμικών λειτουργιών που διέπουν μια ευνομούμενη Πολιτεία τα νέα επεισόδια στο μακρόσυρτο σήριαλ της διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην εξελισσόμενη φαρσοκωμωδία φαίνεται ότι έχουν αναλάβει οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Στέφανου Κασσελάκη. 

Είναι κωμικοτραγικό να βλέπει κανείς όλους εκείνους που έφεραν, υποστήριξαν, χειροκρότησαν, επέβαλαν και ανέχθηκαν για ηγέτη τους ένα τόσο αμφιλεγόμενο πρόσωπο, το οποίο ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές και έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να μηχανεύονται αίφνης κάθε είδους αντιδημοκρατικά τεχνάσματα για να αποκλείσουν τον κ. Κασσελάκη από την εκ νέου διεκδίκηση της προεδρίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Το γεγονός ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή οι δημοσκοπήσεις αλλά και η εν γένει περιρρέουσα ατμόσφαιρα μαρτυρούν ότι ο έκπτωτος αρχηγός εμφανίζεται ως φαβορί για να κερδίσει τη νέα κούρσα για την ηγεσία δείχνει παντελή έλλειψη σεβασμού στο δημοκρατικό ιδεώδες που θέλει τον ηγέτη ενός κόμματος να είναι ο εκλεκτός που επιλέγει η πλειοψηφία των μελών και φίλων του.       

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο εγχώριο πολιτικό προσκήνιο ο φέρελπις αμερικανοτραφής επιχειρηματίας (σ.σ.: εδώ μπορούν εισαγωγικά) λειτούργησε «αντισυμβατικά», φιλοτεχνώντας για τον εαυτό του ένα προφίλ το οποίο μόνον όποιος εθελοτυφλούσε δεν αναγνώριζε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. 

Το «αφήγημα» του τάχατες αυτοδημιούργητου νέου, ο οποίος υποτίθεται ότι υποχρεώθηκε να φύγει από την Ελλάδα επειδή η οικογένεια του καταδιώχθηκε από κάποιο ακατονόμαστο παραδικαστικό κύκλωμα, δεν έβγαζε καθόλου νόημα. 

Η διαφημιζόμενη μεγάλη οικονομική άνεση, την οποία δήθεν διέθετε και, κατά δήλωσή του, του παρείχε την άνεση να μην ξαναδουλέψει στην ζωή του, ήταν ένα εύπεπτο παραμύθι που μόνον αφελείς κατανάλωναν με θαυμασμό για το επιχειρηματικό δαιμόνιο ενός εφοπλιστή που πλούτισε με δύο… παροπλισμένα αστακοκάραβα. 

Αλλά -ω της αφελείας το ανάγνωσμα!- αντελήφθη πόσο… διεφθαρμένο ήταν το Κεφάλαιο και ανένηψε με τη βοήθεια προφανώς του αγίου Ιάκωβου Τσαλίκη, ο οποίος όταν τον βάφτιζε, κατά τη διήγηση του ίδιου του Στέφανου, είδε να σχηματίζεται στο νερό ένας σταυρός από το λάδι και προέβλεψε ότι «θα γίνει ή παπάς ή κάτι μεγάλο». Οπότε δεν είχε άλλη επιλογή από το να αφήσει πίσω του τη διαβόητη Goldman Sacs για να επιστρέψει για να επαναφέρει στην εξουσία την Αριστερά.  

Παρόλο που η δημοσιογραφική έρευνα (κυρίως μέσα από το «Πρώτο Θέμα») φώτισε πολλές από τις σκοτεινές πτυχές της προηγούμενης ζωής του κ. Κασσελάκη και της οικογενείας του, καταρρίπτοντας τους περισσότερους από τους ισχυρισμούς που ο ίδιος είχε διατυπώσει, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όταν δεν τον επαινούσαν για το «βαρύ βιογραφικό», σιωπούσαν παριστάνοντας τους ανήξερους. 

Δεν προβληματίστηκαν καν όταν στο ερώτημα για το ποια είναι η περιουσιακή του διάρθρωση -που είναι εύλογο να τίθεται για ένα δημόσιο πρόσωπο, πολύ περισσότερο όταν παριστάνει τον αυτοδημιούργητο- απαντούσε δημοσίως και προπετώς ότι «δεν είναι ο λογιστής μου για να σου πω!» 

Ουδείς εξ αυτών διαμαρτυρήθηκε όταν τις παραμονές των τελευταίων ευρωεκλογών ο αρχηγός τους εμφάνισε σε προεκλογική συγκέντρωση ένα διάτρητο μονοσέλιδο excel που εμφάνισε ως «πόθεν έσχες». Και το οποίο στην πραγματικότητα μόνον τέτοιο δεν ήταν. Σίγουρα δεν ήταν «πόθεν» και μάλλον ούτε καν το «έσχες» δεν περιλάμβανε. 

Νωρίτερα, άλλωστε, οι ίδιοι είχαν… καταπιεί αμάσητες τις αποκαλύψεις ότι ο μετέπειτα αρχηγός τους αρθρογραφούσε στον ομογενειακό Τύπο της Αμερικής υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως και τους κομπασμούς συνεργατών του ότι είχε δεχθεί πρόταση του σημερινού πρωθυπουργού να αναλάβει υπουργικό αξίωμα στην κυβέρνηση της ΝΔ. 

Έπειτα από όλα αυτά είναι τουλάχιστον υποκριτικό να θέλουν τώρα πλέον να τον αποβάλλουν από την επαναληπτική κούρσα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που προκηρύχθηκε πριν καν συμπληρωθεί ένας χρόνος από την σχεδόν πανηγυρική του εκλογή στον αρχηγικό θώκο της Κουμουνδούρου. 

Χωρίς περιστροφές, ο Στέφανος Κασσελάκης έχει κάθε δημοκρατικό δικαίωμα να είναι εκ νέου υποψήφιος αρχηγός. Και αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να του το στερήσει καμία μεθοδευμένη καταγγελία για «μπούλινγκ» κατά στελεχών του κόμματός του και κανένα φωτογραφικό κριτήριο για δήθεν «σεβασμό στις αρχές και τις αξίες του ΣΥΡΙΖΑ».

Όλοι όσοι συναίνεσαν στην παλαιότερη κραυγαλέα συγκάλυψη του πρεσβευτή της Βενεζουέλας, ο οποίος είχε επιτεθεί σεξουαλικά σε τέκνα στελεχών του κόμματός τους, και δεν ψέλλισαν το παραμικρό σχόλιο όταν οι θύτες της κακοποιητικής συμπεριφοράς ήταν από τη δική τους όχθη, δεν έχουν δικαίωμα να εμφανίζουν μεροληπτικά τις ευαισθησίες τους ισχυριζόμενοι ότι κάπου κάποτε δέχθηκαν «μπούλινγκ» από τον Κασσελάκη αλλά το θυμήθηκαν τώρα. 

Στις ευνομούμενες πολιτείες ισχύουν κανόνες, οι οποίοι δεν αλλάζουν ανάλογα με τις συγκυρίες της στιγμής. Αν ο Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος έγινε αρχηγός επειδή έτσι βόλευε τότε τον Αλέξη Τσίπρα και τους συν αυτώ, μπορεί να κερδίσει και πάλι τους ψηφοφόρους (που ο Τσίπρας και οι συν αυτώ «εκπαίδευσαν» να λειτουργούν έτσι), δεν υπάρχει δύναμη που να μπορεί με δημοκρατικά μέσα να τον εμποδίσει.

Το πιθανότερο είναι ότι όπως τους κέρδισε όταν ήρθε πέρυσι το καλοκαίρι με το μαγιό, έτσι θα τους κερδίσει και τώρα που επιχειρούν να ορθώσουν στον δρόμο του διάφορα προσκόμματα, επικαλούμενοι πότε το «πόθεν έσχες» που τώρα θυμήθηκαν ότι ήταν διάτρητο και πότε το «μπούλιγκ» που ασκούσε σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (και εκείνα δεν μιλούσαν).

Κακά τα ψέματα, είναι πολύ αργά για… δάκρυα. Ο Κασσελάκης δικαιούται να (επαν)εκλεγεί αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, όσο υπάρχει ακόμη, έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Είναι καιρός να κλείσει η «σηπτική δεξαμενή»

Αναζητώ επιμελώς τις τελευταίες μέρες -και φυσικά δεν βρίσκω αρκετούς- ανθρώπους της πραγματικής ζωής, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα προηγούμενα χρόνια το ΠΑΣΟΚ και κατευθύνθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, για να μου εξηγήσουν πόσο περήφανοι αισθάνονται με όσα ασύλληπτα για την πολιτική ζωή της χώρας βλέπουμε να εκτυλίσσονται πέριξ της Κουμουνδούρου.

Με εξαίρεση ελάχιστους, που ήταν και παραμένουν αφιονισμένοι, επειδή γοητεύονται από λαϊκίστικες υπερβολές και παραμένουν προσκολλημένοι σε συνωμοσιολογικές αναλύσεις της πραγματικότητας, οι περισσότεροι οπαδοί, φίλοι και ψηφοφόροι του πάλαι ποτέ κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύονται να κρύψουν άλλοι την αμηχανία και άλλοι τη δυσφορία που αισθάνονται για τα τεκταινόμενα σε έναν πολιτικό φορέα ο οποίος διαψεύδει καθημερινά τις φρούδες ελπίδες που καλώς ή καλώς καλλιεργήθηκαν στο θυμικό μιας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας του ελληνικού λαού.

Δεν είναι μόνον τα απερίγραπτα καμώματα του επιδειξία αρχηγού τους Στέφανου Κασσελάκη, πότε με τη «σηπτική δεξαμενή» -τον βόθρο, κατά το κοινώς λεγόμενο- που μετέτρεψε παράνομα σε πισίνα και πότε με τις προκλητικές διακοπές την ώρα που οι εργαζόμενοι στο κόμμα του παραμένουν απλήρωτοι.

Για να μην σχολιάσουμε την επιθυμία του να… ντυθεί, εκτός από γαμπρός με το… διαβόητο για τα δικά μας ήθη honeymoonfunding, και βουλευτής, εκβιάζοντας με προκλητικά αντιθεσμικό τρόπο την παραίτηση όσων προηγούνταν εκείνου στη λίστα Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ που ενέκριναν οι πολίτες πέρυσι τον Ιούνιο.

Είναι και πολλά ακόμη που δείχνουν ότι μπορεί ο βόθρος στη βίλα των Σπετσών να μετατράπηκε -έστω και χωρίς να ομολογηθεί- σε πισίνα, ο βόθρος της Κουμουνδούρου, όμως, παραμένει ανοικτός και αναδύει αφόρητη πολιτική και κοινωνική δυσοσμία και τοξικότητα που έρχεται από την περίοδο της αντιμνημονιακής υστερίας αλλά δεν συνάδει με την εποχή μας.

Κακά τα ψέματα, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ παράγει περισσότερη χυδαιότητα και τοξικότητα από όση μπορεί να καταναλώσει η ελληνική κοινωνία.

-Πως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστούν οι αδιανόητες χυδαιολογίες του ΣΥΡΙΖΑίου ευρωβουλευτή που δεν αποδοκιμάστηκαν ποτέ από την κομματική ηγεσία και έδωσαν αφορμή στον Θάνο Πλεύρη να ζητά -αν είναι δυνατόν!- να ποινικοποιηθεί η λέξη «μπάτσος»;

-Και πως μπορεί να εξηγηθούν οι ίσες αποστάσεις ανάμεσα στην καθηγήτρια Αθηνά Λινού και στον γνωστό σκανδαλοθήρα Παύλο Πολάκη για τα κονδύλια που ισχυρίζεται ο δεύτερος ότι ενθυλακώνει η πρώτη μέσω ΜΚΟ;

-Γιατί, άραγε, ο αυτοπροβαλλόμενος ως παμμέγιστος οικονομολόγος κ. Κασσελάκης, που ανακάλυψε τα «μαύρα» τα οποία διακινούνταν επί της ηγεσίας του προκατόχου του Αλέξη Τσίπρα, δυσκολεύεται να αποφανθεί αν έχει δίκιο η Λινού ή ο Πολάκης, ο οποίος κάποτε επαίρονταν δημοσίως ότι ως δήμαρχος Σφακίων τηρούσε διπλά βιβλία;

-Μήπως εκείνο που τον εμποδίζει είναι ο βάσιμος φόβος του ότι ο «αψύς Σφακιανός», που τον επέβαλε στην περυσινή κούρσα για την ηγεσία, δεν θα αργήσει να του ζητήσει να του παραδώσει τα κλειδιά της Κουμουνδούρου, αφού οι πολακιστές αποτελούν πλέον πλειοψηφία στον εναπομείναντα ΣΥΡΙΖΑ;

Κατόπιν όλων αυτών είναι απορίας άξιον πως παραμένουν στο τύποις ακόμη «κόμμα Κασσελάκη» και οσονούπω «κόμμα Πολάκη» κάποια ελάχιστα στελέχη που έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία και διαθέτουν στοιχειώδη προσωπική και πολιτική αξιοπρέπεια. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι πολλοί, αλλά, όσοι και να είναι, η παραμονή τους εκεί είναι πλέον απολύτως αδικαιολόγητη. Δεν χρειάζεται, για παράδειγμα, ο Αλέξης Τσίπρας να προσλάβει κι άλλους ξένους ειδικούς για να αντιληφθεί ότι κανένα rebranding δεν μπορεί να κάνει αν δεν πάρει εγκαίρως αποστάσεις από τον «βόθρο» που άφησε πίσω του στην Κουμουνδούρου.

Η παθητικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις άμεσες και έμμεσες ύβρεις και λοιδορίες που εκτοξεύουν εναντίον τους ο Πολλάκης, ο Κασσελάκης και οι συν αυτοίς δεν τους απαλλάσσει από την ευθύνη την οποία έχουν να συμβάλλουν στο να κλείσει το συντομότερο δυνατόν η «σηπτική δεξαμενή» η οποία μπορεί να γνώρισε μέρες δόξης στους χαλεπούς μνημονιακούς καιρούς αλλά η διαιώνισή της μέχρι τις μέρες μας το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι να λειτουργεί ως βολικό άλλοθι για τις αστοχίες της σημερινής κυβέρνησης.

Υ.Γ.: Με την επιφύλαξη ότι δεν θα αλλάξει άρδην η εικόνα η οποία επικρατεί στο ΠΑΣΟΚ, η σύγκριση με όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ είναι συντριπτική. Μπορεί και τα δύο κόμματα μετά τα ατυχή αποτελέσματα που είχαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές να μπήκαν στη δίνη της εσωστρέφειας, η ποιοτική διαφορά, ωστόσο, που τα χωρίζει είναι παραπάνω από εμφανής.

Την ώρα που στον ΣΥΡΙΖΑ αλληλομαχαιρώνονται δίχως κανόνες και χωρίς έλεος, στο ΠΑΣΟΚ, παρά την πληθώρα των υποψηφίων αρχηγών, η κούρσα για την ηγεσία γίνεται με τήρηση των κανόνων που επιβάλλουν τα καθιερωμένα πολιτικά ήθη μιας ευνομούμενης Πολιτείας. Αν τα πράγματα εξακολουθήσουν να κινούνται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, τότε, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τον θώκο της Χαριλάου Τρικούπη στις 6 ή στις 13 Οκτωβρίου, οι πολίτες στις επόμενες εκλογές θα έχουν πιθανότατα την ευκαιρία να επιλέξουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Είναι αυτό που έχει περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο ανάγκη ο τόπος!

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Οι «αλυσιτέλειες» της δημόσιας ζωής και οι «λυσιτέλειες» των πολιτικάντηδων

 

«Δεν είναι κάτι που το αποφασίζω εγώ. Άρα, όπως όπως λέμε και στα νομικά, αλυσιτελώς με ρωτάτε…», ήταν η άμεση αντίδραση της Κατερίνας Σακελλαροπούλου όταν στη διάρκεια της δεξίωσης για τα 50 χρόνια από την αποκατάστασης της Δημοκρατίας έγινε αποδέκτρια του ερωτήματος αν θα είναι εκείνη οικοδέσποινα της εκδήλωσης και την επόμενη πενταετία, καθώς, ως γνωστόν, την προσεχή άνοιξη ολοκληρώνεται η πρώτη θητεία της στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα.

Η απάντηση την οποία έδωσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκάλεσε αίσθηση όχι μόνον για τον «διπλωματικό» της χαρακτήρα, αλλά και για το επίρρημα «αλυσιτελώς» το οποίο χρησιμοποίησε. Ως ωτακουστής του διαλόγου μπορώ να μεταφέρω την έκπληξη ορισμένων από τους παρισταμένους που αγνοούσαν τη σημασία της συγκεκριμένης σπάνια χρησιμοποιούμενης λέξης, με την οποία εκφράζεται το ανωφελές των πραγμάτων.

Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας δεν είναι συχνή η χρήση της λέξης «λυσιτέλεια», που σημαίνει ωφέλεια. Ούτε και τα παράγωγά της, από τα οποία πιο γνωστοί είναι οι επιθετικοί προσδιορισμοί «λυσιτελής» (σ.σ.: επωφελής) και «αλυσιτελής» (σ.σ.: ανώφελος). Και είναι μάλλον ευτυχής η συγκυρία που η κ. Σακελλαροπούλου την εισήγαγε, έστω ως δάνειο από τα νομικά, στην εγχώρια δημόσια ζωή στην οποία συχνά δυσκολεύεται κανείς να ξεχωρίσει το λυσιτελές από το αλυσιτελές, δηλαδή το ωφέλιμο από το ανώφελο.

Μόνον και μόνον τα ζητήματα τα οποία κυριάρχησαν κατά τη χθεσινή μέρα στη δημόσια σφαίρα, αποτελούν αψευδείς μαρτυρίες του φαινομένου.

Την επαύριο, για παράδειγμα, της επετείου αποκατάστασης της Δημοκρατίας, η βουλευτής Επικρατείας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία έχει οριστεί αρμόδια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αισθάνθηκε την ανάγκη να στηλιτεύσει την ενδυματολογική επιλογή μιας από τις εκατοντάδες προσκεκλημένες στη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο, επειδή αναγνώρισε ότι προερχόταν από τον οίκο που έχει ιδρύσει η Μαρέβα Γκραμπόφσκι, η σύζυγος του πρωθυπουργού, με την οποία βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη και εξαιτίας της οποίας μια μέρα νωρίτερα η Βουλή ήρε ομοφώνως την ασυλία της.

Πόσο, άραγε, ωφέλιμο, δηλαδή λυσιτελές, είναι για το κόμμα της κυρίας Έλενας Ακρίτα και για τους ανθρώπους που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να είναι εκείνη βουλευτής, η στοχοποίηση ενός οποιουδήποτε ανθρώπου για τον τρόπο που ντύνεται; Αν μάλιστα πιστέψουμε την ίδια τη βουλευτή, δεν είχε ιδέα ότι το πρόσωπο το οποίο σχολίασε επικριτικά για τον τρόπο που είχε ντυθεί ήταν η δημοσιογράφος – τηλεπαρουσιάστρια Κατερίνα Παναγοπούλου.

Αφού, όπως -άκουσον, άκουσον!- έσπευσε να διευκρινίσει δεν… παρακολουθεί το δελτίο ειδήσεων του Mega το οποίο συμβαίνει να παρουσιάζει το θύμα της επίθεσής της. Εν ολίγοις, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην δημοσιογράφος θέλησε να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αναγνώρισε το φόρεμα και τον οίκο που το έραψε, αλλά όχι εκείνη που το φορούσε…

Κάπως έτσι, πάντως, όλο το πρωινό της χθεσινής ημέρας αναλώθηκε γύρω από το… δικαίωμα κάθε ανθρώπου να φορά ρούχα τα οποία δεν αρέσουν σε κάθε είδους αυτόκλητους… αστυνόμους της καλαισθησίας. Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να είναι για κάποιες ώρες το κεντρικό πρόσωπο της επικαιρότητας, αφού μπορεί κάποιοι να την έψεξαν, πλην όμως την ίδια ώρα άλλοι την αποθέωναν και δήλωναν έτοιμοι να δείρουν τη δημοσιογράφο του Mega.

Η… δόξα, ωστόσο, την οποία εξασφάλισε η κυρία Ακρίτα, απεδείχθη πρόσκαιρη, καθώς δεν θα μπορούσε να αφήσει ο Παύλος Πολάκης να του πάρει άλλος τα ηνία στις τυφλές και μισαλλόδοξες επιθέσεις εναντίον οποιουδήποτε τυγχάνει να μην είναι «δικός μας».

Αν δεν ήταν η -λυσιτελής, όπως εξελίχθηκε- συγνώμη της κυρίας Αθηνάς Λινού και ο λυγμός με τον οποίο τοποθετήθηκε η καθηγήτρια Επιδημιολογίας που είναι κι εκείνη -με τη λαϊκή ψήφο- βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αποκλείεται ο πολλάκις παρεκτραπείς βουλευτής Χανίων να περνούσε αβρόχοις ποσί και μετά τη νέα άθλια επίθεση κατά της υπουργικής συνεργάτιδας που έτυχε να είναι απέναντι του στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής Επιτροπής.

Αν και είχε απωλέσει προ πολλού το μέτρο, ίσως και επειδή ως «άθλιος ζήτουλας της προσοχής μέσω ύβρεων», όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε ο Πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας, ο κ. Πολάκης φαίνεται να είχε προεξοφλήσει την προσωπική ωφέλεια που απολάμβανε με τις άμετρες επιθέσεις που εξαπέλυε κάθε φορά.

Είναι προφανές ότι ουδόλως τον απασχόλησε που η εκτός ορίων συμπεριφορά του επισκίασε καταλυτικά την κριτική του κόμματός του και της υπόλοιπης αντιπολίτευσης για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση αλλά και για τις εμβαλωματικές λύσεις με τις οποίες αποπειράται η κυβέρνηση να θεραπεύσει τις βαθιές πληγές του ΕΣΥ.

Είναι αποκαλυπτικό, άλλωστε, το γεγονός ότι δεν συνειδητοποίησε την τεράστια απαξία του είχε η συμπεριφορά του ούτε και μετά την ομόφωνη καταδίκη από όλες τις πτέρυγες της Βουλής. Γι΄ αυτό και στη συνέχεια αμετανόητος περιφερόταν στους διαδρόμους ζητώντας από το Κοινοβούλιο αλλά και από το κόμμα του να άρουν τη βαρύτατη μομφή που του απέδωσαν.

Την ίδια ώρα, εξάλλου, το φανατικό κοινό, με το οποίο επικοινωνεί και στο οποίο απευθύνεται, τού εξέφραζε διαδικτυακά την συμπαράστασή του. Είναι το κοινό το οποίο φοβούνταν έως τώρα τόσο ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, όσο και ο νυν Στέφανος Κασσελάκης και γι΄ αυτό δεν τού έδειξαν την πόρτα της εξόδου, παρόλο που είχε υποπέσει σε επανειλημμένα ατοπήματα.

Με τη δικαιολογία ότι αποκάλυπτε, εντός ή εκτός εισαγωγικών, σκάνδαλα -κάποια ελάχιστα από τα οποία είχαν όντως βάση, αλλά θα μπορούσαν άνετα να καταγγελθούν χωρίς τον ακραίο τοξικό λόγο που συνόδευε τη δημοσιοποίησή τους-, ο βουλευτής Χανίων είχε εξασφαλίσει το απυρόβλητο και αισθανόταν πλέον ανεξέλεγκτος να κάνει και να λέει ό,τι θέλει.

Γέννημα ο ίδιος, αλλά συνάμα και απομεινάρι, των ακροτήτων της μνημονιακής περιόδου, έχει, όπως φαίνεται από τις πράξεις του, την εντύπωση ότι θα παραμείνει αιωνίως στον αφρό της επικαιρότητας με μόνα «προσόντα» την αμετροεπή θρασύτητα και τους λαϊκίστικους βερμπαλισμούς που τον ανέδειξαν στο πολιτικό στερέωμα, όταν διαφήμιζε τα διπλά βιβλία που τηρούσε ως δήμαρχος στα Σφακιά ή όταν απειλούσε ότι θα βάλει τρία μέτρα κάτω από τη γη όποιον τολμούσε να ασκήσει κριτική στα έργα και στις ημέρες του.

Το βήμα απαλλαγής από τον κ. Πολάκη που έκανε χθες ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, θέτοντάς τον εκτός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, δεν είναι βέβαιο ότι θα ολοκληρωθεί. Είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει και πάλι ο φόβος ότι μπορεί να κάνει το δικό του κόμμα και να συσπειρώσει γύρω του όλους όσοι -λιγότεροι από το παρελθόν, αλλά όχι πολύ λίγοι- εξακολουθούν να γοητεύονται από την επικράτηση των τοξικών σχέσεων στην αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.

Βλέπετε πολύ συχνά οι αλυσιτέλειες της δημόσιας ζωής συνιστούν… λυσιτέλειες για τους κάθε λογής πολιτικάντηδες, οι οποίοι, προκειμένου να επωφεληθούν οι ίδιοι, δεν… δίνουν δεκάρα ούτε για το κόμμα τους, ούτε για τη δημοκρατική ομαλότητα και τον υγιή πολιτικό διάλογο, ούτε για την χώρα.

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Δεν κρύβονται τα 2 εκατ. των χαμένων ψηφοφόρων με το… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»

Το γνωστό και αρκούντως μακάβριο ανέκδοτο με το θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος το οποίο, προκειμένου να αποφύγει την επαπειλούμενη εκτέλεση από τον υπαίτιο του βαρύτατου τραυματισμού του, κρύβει επιμελώς τις πληγές του, αναφωνώντας «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε…», θύμιζαν στην πλειονότητά τους οι χθεσινοβραδινές αναλύσεις του εκλογικού αποτελέσματος.

Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων που παρήλασαν από τα στούντιο των τηλεοπτικών καναλιών έδειχναν να μην έχουν συναίσθηση ότι η έκβαση της ευρωκάλπης βοούσε από τα ηχηρά μηνύματα αποδοκιμασίας του συνόλου του εγχώριου πολιτικού συστήματος. 

Αποδοκιμασία η οποία εκφράστηκε πρωτίστως μέσω της συντριπτικής αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία και δευτερευόντως από το γεγονός ότι, με ελάχιστες -και πάντως όχι αξιομνημόνευτες- εξαιρέσεις, σχεδόν καμία από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν σε αυτό τον εκλογικό στίβο δεν κατάφερε να περάσει τον στόχο που είχε θέσει προεκλογικά.

Αν και, για να μην αδικούμε κανέναν, πρέπει να επισημάνουμε ότι, με εξαίρεση κάποια χειροκροτήματα για την… τόνωση της ψυχολογίας των αρχηγών, έλλειψαν οι πανηγυρισμοί από τους ελάχιστους συγκεντρωμένους οπαδούς έξω από τα κομματικά γραφεία, την ίδια στιγμή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι στις μετεκλογικές δηλώσεις δεν ακούστηκε από κανένα ηγετικό χείλος η αναγνώριση της αυτονόητης αλήθειας που είναι ότι σχεδόν όλοι πέρασαν κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που οι ίδιοι είχαν θέσει.

Όπως και στις τοποθετήσεις που έγιναν στα τηλεοπτικά πάνελ από στελέχη που είχαν πάει εκεί από νωρίς εφοδιασμένα με «σκονάκια» για την ωραιοποίηση της δικής τους κατάστασης και την ανάδειξη των αδυναμιών των αντιπάλων τους, έτσι και από τις δηλώσεις των αρχηγών έλειψαν οι θαρραλέες παραδοχές και η διάθεση για αυτοκριτική.

Αντιθέτως, όλοι είχαν να προβάλλουν κάποιον δικαιολογητικό ισχυρισμό, προκειμένου να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις. Το κυβερνητικό κόμμα, για παράδειγμα, έδωσε έμφαση στο διψήφιο προβάδισμα που το χωρίζει από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι είναι η μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωεκλογές. 

Επεχείρησε έτσι να παρακάμψει το γεγονός ότι όχι μόνον δεν πέτυχε τον στόχο της επανάληψης του 33,12% που είχε λάβει στις προηγούμενες ευρωεκλογές, αλλά και ότι, με το 28,27% στο οποίο υποχώρησε και είναι το χαμηλότερο που έχει πάρει πρώτο κόμμα σε ευρωπαϊκές εκλογές, έχασε και την άτυπη δεύτερη γραμμή άμυνας που ήταν να μην πέσει κάτω από 30%.

Ομοίως, ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος υποχώρησε στο 14,9% και βρέθηκε τρεις μονάδες κάτω από το περυσινό βουλευτικό ποσοστό που πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας και οκτώ μονάδες κάτω από το ποσοστό που είχε στην ευρωκάλπη του 2019, επεχείρησε να ρίξει το βάρος στη μείωση της διαφοράς με τη ΝΔ από τις 23 στις 13,5 μονάδες. 

Πλην, όμως, η επιχείρηση παραπέμπει σε ένα ακόμη γνωστό και μακάβριο ανέκδοτο με τους υδατοσφαιριστές οι οποίοι, ενώ είχαν χάσει συντριπτικά τον αγώνα, πανηγύριζαν έξαλλα επειδή στο προηγούμενο παιχνίδι είχαν και… ανθρώπινες απώλειες από πνιγμό.

Ούτε φυσικά το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη μπορεί να είναι ευχαριστημένο με την επίδοση του 12,8% που πέτυχε σε αυτή την κάλπη διαψεύδοντας δημοσκοπήσεις και αναλυτές. 

Η αύξηση, όμως, της δύναμής του σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του προηγούμενου χρόνου είναι πολύ ισχνή και δεν διασκεδάζει την εντύπωση από το γεγονός ότι δεν πέτυχε τον στόχο της δεύτερης θέσης που είχε θέσει. 

Πολύ περισσότερο που δεν κατάφερε να καρπωθεί από τη φθορά της κυβερνητικής παράταξης αλλά και από την εμφανή κρίση ηγεσίας που αντιμετωπίζει ο όμορος ΣΥΡΙΖΑ. 

Με τους ρυθμούς ανόδου που εμφανίζει θα χρειαστεί να περάσουν πολλές εκλογικές αναμετρήσεις για να μετατραπεί σε εναλλακτική δύναμη διακυβέρνησης.

Επίσης τα ποσοστιαία κέρδη τα οποία αποκόμισαν τα επόμενα στην κατάταξη κόμματα, όπως είναι η Ελληνική Λύση που υπερδιπλασίασε τις δυνάμεις της ή το ΚΚΕ που κινήθηκε μεν ανοδικά αλλά έχασε την τέταρτη θέση και η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου που απέσπασε ευρωέδρα, δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ανατρέπουν τους υφιστάμενους συσχετισμούς δυνάμεων ή δημιουργούν νέα δεδομένα για τους διεκδικητές της μελλοντικής διακυβέρνησης.

Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, από μόνο του το γεγονός ότι από αυτήν την εκλογική αναμέτρηση απουσίασαν πάνω από δύο εκατ. Έλληνες που ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, συνιστά μια δυσμενή πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να την παραβλέψει, χρεώνοντάς την στους αντιπάλους. 

Επειδή τα ποσοστά της αποχής μπορεί να μη δίνουν την πραγματική εικόνα, εξαιτίας του ότι οι εκλογικοί κατάλογοι χρόνια τώρα δεν έχουν εκκαθαριστεί από τεθνεώτες και ίσως και από διπλοεγγεγραμμένους, ας προσεγγίσουμε το θέμα από την μεριά της συμμετοχής.

Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2023 ψήφισαν σχεδόν 6,1 εκατ. Έλληνες πολίτες, αριθμός που στην επαναληπτική εκλογή που έγινε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου υποχώρησε στα 5,3 εκατ. ψηφοφόρους. Σε αυτές τις ευρωεκλογές οι εκλογείς που άσκησαν το δικαίωμά τους μόλις μετά βίας πέρασαν τα 4 εκατ., σπάζοντας κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής. 

Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις που ψήφισαν πέρυσι δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να το επαναλάβει φέτος, παρά τη διευκόλυνση που είχαμε από την καινοτόμα διαδικασία της επιστολικής ψήφου.

Συγκριτικά, εξάλλου, με την αντίστοιχη ευρωκάλπη του 2019, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν από 750 χιλιάδες ψηφοφόρους, ενώ στον αντίποδα η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου κέρδισε 134 χιλιάδες ψηφοφόρους, το ΚΚΕ προσεταιρίστηκε 65 χιλιάδες περισσότερους ψηφοφόρους και το ΠΑΣΟΚ πρόσθεσε στις δυνάμεις του μόλις 62 χιλιάδες επιπλέον ψηφοφόρους.

Κατόπιν τούτων, ποιο αλήθεια από τα κόμματα, δικαιούται να αναλύσει τα αποτελέσματα της Κυριακής καταλήγοντας στο ανεκδοτικό… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»;

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

«Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέπτη»


Σπεύδω να διευκρινίσω ότι τον τίτλο, ο οποίος αποτελεί ρήση του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη, τον «δανείστηκα» από μια πρόσφατη παρέμβαση του καθηγητή Θάνου Βερέμη στην παρουσίαση του συλλογικού βιβλίου «Κύπρος 1974 – 2024, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνοεκδοτική» και περιέχει τριάντα ενδιαφέροντα διηγήματα τα οποία υπογράφονται από ισάριθμους συγγραφείς.

Ο διαπρεπής καθηγητής της Ιστορίας παρέπεμψε στον μεγάλο μας ποιητή, ο οποίος, ως γνωστόν, υπήρξε και διακεκριμένος διπλωμάτης, δίνοντας με τον τρόπο αυτό απάντηση στο ερώτημα για το πως οδηγηθήκαμε στα δραματικά γεγονότα της Κυπριακής Τραγωδίας και φυσικά στη συνεχιζόμενη για μισό αιώνα τουρκική κατοχή.

«Οι Τούρκοι είναι Τούρκοι και όλοι ξέρουμε την αδηφαγία της ηγεσίας τους. Το ερώτημα είναι εμείς τι κάνουμε και γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας ώστε να υποστηρίξουμε τα δικά μας συμφέροντα», εξήγησε ο κ. Βερέμης προκαλώντας την επιδοκιμασία του ακροατηρίου στην πικρή αναγνώριση ότι τα πράγματα θα είχαν πάρει άλλη τροπή για την Κύπρο αν οι εκάστοτε ηγεσίες στην Αθήνα και στη Λευκωσία τα εύρισκαν μεταξύ τους και κινούνταν στη ίδια γραμμή.

Η πραγματικότητα ήταν ωστόσο διαφορετική και ήδη από τις παραμονές της υπογραφής των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου οι Έλληνες διχάστηκαν. Ένας διχασμός που αποσταθεροποιούσε τη νεοσχηματισθείσα Κυπριακή Δημοκρατία και είχε ως αποκορύφωμα το άφρον πραξικόπημα της ανατροπής του Μακαρίου από τη Χούντα των Αθηνών που έδωσε το πρόσχημα στην Άγκυρα για να εισβάλει στην ελληνική Μεγαλόνησο και να κατέχει μισό αιώνα τώρα το 40% των εδαφών της.

Το Κυπριακό δεν είναι, δυστυχώς, το μόνο από τα εθνικά μας ζητήματα στα οποία ιδεοληπτικές εμμονές και μικροκομματικοί υπολογισμοί γίνονται αντικείμενο σφοδρών εσωτερικών συγκρούσεων και εμποδίζουν τη χάραξη μιας ενιαίας εθνικής γραμμής.

Το λεγόμενο «Μακεδονικό» είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές υποθέσεις, όπως εξάλλου επιβεβαιώθηκε με τα πρόσφατα γεγονότα που ακολούθησαν τη εκλογική νίκη των εθνικιστών στα Σκόπια.

Αντί, λοιπόν, να στείλει συντονισμένα αυστηρό τελεσίγραφο για σεβασμό του διεθνούς δικαίου προς την προκλητική νεοεκλεγείσα Πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, η οποία αμφισβήτησε εν τοις πράγματι τη Συμφωνία των Πρεσπών, η ελληνική πολιτική τάξη επιδόθηκε σε αντιπαραθέσεις που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα.

Η 71χρονη νομικός και πανεπιστημιακός, η οποία κέρδισε με άνεση την κούρσα για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα στα Σκόπια, αρνήθηκε να ορκιστεί στην ονομασία που καθιέρωσε η Συμφωνία των Πρεσπών για τη χώρα της και είναι «Βόρεια Μακεδονία». Δικαιολόγησε, ωστόσο, τη στάση της επικαλούμενη το υποτιθέμενο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, καθώς, όπως ισχυρίστηκε στις μετέπειτα εξηγήσεις της, λειτούργησε ως «Μακεδόνας πρόεδρος».

Και εμείς πως αντιδράσαμε στην αναμφισβήτητα… κουτοπόνηρη και αυθεντικά λαϊκίστικη συμπεριφορά της εθνικίστριας Προέδρου της γειτονικής χώρας, με την οποία έσπευσε να συμφωνήσει ο επίσης νεοεκλεγείς πρωθυπουργός και αρχηγός του VMRO Κριστιάν Μίτσκοσκι;

Δεν ασχοληθήκαμε, όπως θα ήταν το λογικό και το αναμενόμενο, με το πως η αυθάδης κυρία Σιλιάνοφσκα θα έπαιρνε το μάθημα ότι η παραβίαση των διεθνών συνθηκών δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες και για την ίδια και για τη χώρα της.

Αντιθέτως, στην ελληνική δημόσια σφαίρα αναδείχθηκε ως κυρίαρχο το έλασσον ζήτημα για τη σκοπιμότητα επικύρωσης ή μη από το ελληνικό Κοινοβούλιο κάποιων ήσσονος πολιτικής σημασίας πρωτοκόλλων που απορρέουν από τη Συνθήκη.

Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, δεν μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά ότι αν -ανεξάρτητα από τους λόγους που δεν το έκανε- η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε επικυρώσει τα συγκεκριμένα πρωτόκολλα, τότε ο Μίτσκοσκι και η Σιλιάνοφσκα θα άφηναν κατά μέρος τις εθνικιστικές ιδεοληπτικές και αλυτρωτικές εμμονές τους με τις οποίες κατέλαβαν την εξουσία.

Όπως και να έχει και πέρα από τους ισχυρισμούς των φανατικών υποστηρικτών της, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένα ξεκάθαρο διπλωματικό κείμενο που έλυσε το «Μακεδονικό», ένα ζήτημα το οποίο επί δεκαετίες είχε λάβει μια δυναμική που ήταν δύσκολο να αναστραφεί.

Για την ακρίβεια, οι γείτονες μας είχαν επί πολλές δεκαετίες εγκολπωθεί το κατασκευασμένο αφήγημα ότι, αν και Σλάβοι που ήρθαν τα μέρη μας πολύ αργότερα, υπήρξαν απόγονοι των… αυθεντικών αρχαίων Μακεδόνων του βασιλιά Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάτι το οποίο, κακά τα ψέματα, ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν ένας -μάλλον αποτυχημένος- συμβιβασμός τον οποίο επέβαλε ο διεθνής παράγων -ΗΠΑ και ΕΕ- σε πείσμα της βούλησης των λαών και στις δύο χώρες που η πλειοψηφία τους ήταν αναφανδόν κατά της Συμφωνίας.

Οι ασφυκτικές πιέσεις, ωστόσο, και οι απροκάλυπτοι εκβιασμοί που ασκήθηκαν σε πολιτικούς στα Σκόπια αλλά και στην Αθήνα, κατά την περίοδο που προηγήθηκαν της επικύρωσης της Συμφωνίας από τα δύο Κοινοβούλια, δεν στάθηκαν ικανοί να αλλάξουν το αρνητικό κλίμα.

Η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ στα Σκόπια καλοδέχτηκε την εξαγορά των βουλευτών της αντιπολίτευσης ώστε να σχηματιστεί η απαιτούμενη πλειοψηφία. Την ίδια ώρα, στην Αθήνα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα «επένδυε» τόσο στον διχασμό που πιθανολογούσε ότι θα προκαλέσει στη ΝΔ το γεγονός ότι η ηγεσία της φλέρταρε με μια λύση, όσο και στο αποτέλεσμα που υπέθετε ότι θα έφερναν οι πιέσεις που ασκούνταν και εδώ από τον διεθνή παράγοντα.

Μοιάζει ασύλληπτο, αλλά είναι γεγονός ότι τον πρώτο και μόνον έξω από το κόμμα του που ενημέρωσε ο τότε πρωθυπουργός για το περιεχόμενο της συμφωνίας, που είχε δεχθεί, ήταν -γιατί άραγε;- ο… Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν επεδίωξε συνάντηση και συναίνεση ούτε με την αξιωματική αντιπολίτευση ή με την ηγεσία κάποιου άλλου κόμμα, ούτε κατέφυγε στη σύγκληση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να ακούσει τι είχαν να πουν και οι άλλες παρατάξεις.

Αρκέστηκε στις παρασκηνιακές επαφές με κάθε λογής πολιτικά «ρετάλια» τα οποία προσείλκυσε για να καταφέρει εν τέλει να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία ήταν σαφές για όσους δεν είχαν αυταπάτες ότι βρισκόταν σε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Έξι χρόνια μετά το πρόβλημα του «Μακεδονικού» είναι και πάλι εδώ. Διότι δεν ήταν δυνατόν να επιλυθεί με τη μεσοβέζικη λύση που επιλέχθηκε και ορίζει ότι η Ελλάδα συνορεύει με μια χώρα η οποία μπορεί ναι μεν λέγεται «Βόρεια Μακεδονία», αλλά οι πολίτες της είναι, όπως διατείνονται η Σιλιάνοφσκα και ο Μίτσκοφσκι, «Μακεδόνες» οι οποίοι ομιλούν «μακεδονική» γλώσσα.

Όλα αυτά, αντί να μας προβληματίζουν και να μας οδηγούν σε αναστοχασμό, μας κάνουν, δυστυχώς, να συγκρουόμαστε μεταξύ μας. Ίσως για να δικαιωθεί ο Σεφέρης που τόσο εύστοχα είχε επισημάνει ότι «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέπτη».