Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ματέο Ρέντσι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ματέο Ρέντσι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Ο Ματαρέλα ίσως τους γλιτώσει από τα πανάκριβα δίδακτρα



            Η Ιταλία υπήρξε ανέκαθεν μια πολιτικά παράδοξη χώρα. Οι συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων είναι το κύριο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας. Όπως και το γεγονός ότι οι πολίτες της ψήφιζαν  και έστελναν στα κοινοβουλευτικά έδρανα ιδιόρρυθμες προσωπικότητες. Σαν την ουγγρικής καταγωγής πορνοστάρ Ιλόνα Στάλερ, γνωστότερη ως Τσιτσιολίνα, η οποία εξελέγη βουλευτής το 1987 με το «Ριζοσπαστικό Κόμμα» του αντισυμβατικού πολιτικού Μάρκο Πανέλα.
            Στις προηγούμενες ευρωεκλογές, τον Μάιο του 2014, στη γείτονα κατέβηκε ψηφοδέλτιο με την ονομασία «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα». Ναι, καλά διαβάσατε, πήρε μέρος στις κάλπες σχηματισμός που είχε στον τίτλο του το όνομα του Έλληνα νυν πρωθυπουργού και, τότε, αρχηγού, του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος διεκδικούσε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν απέναντι στον δεξιό Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς και την πράσινη Σκα Κέλερ.
Το «ψηφοδέλτιο Τσίπρα» πήρε σε όλη την ιταλική επικράτεια 4,03% ή 1,1 εκατομμύρια ψήφους και εξέλεξε 3 ευρωβουλευτές, καταγράφοντας 8,91% στη Φλωρεντία, 8,89% στην Μπολόνια, 6,16% στη Ρώμη, 6,57% στο Τορίνο, 6,48% στο Μιλάνο, 6,05% στο Μπάρι, 5,83% στη Βενετία, 5,67% στη Νάπολη και 5,34% στο Παλέρμο.
Στην προ τετραετίας αυτή εκλογική αναμέτρηση νικητής είχε αναδειχθεί το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι που με ποσοστό 40,81% είχε καταγράψει δεκαπλάσια δύναμη από τη «λίστα Τσίπρα». Το λαϊκίστικο «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» του κωμικού Μπέπε Γκρίλο που ήταν η ανερχόμενη δύναμη είχε φθάσει στο 21,15%, ενώ η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά είχε περιοριστεί στο 6,15%.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές που έγιναν τον περασμένο Μάρτιο ήρθαν τα πάνω κάτω. Η Κεντροαριστερά του Ρέντσι κατέρρευσε, αφήνοντάς μας με την απορία για το που να κατέληξαν οι πάνω από ένα εκατομμύριοιταλοί… «τσιπριστές» του 2014, αφού η χώρα στράφηκε προς τα δεξιά. Νικητές από την κάλπη αναδείχθηκαν οι λαϊκιστές του Γκρίλο που έφθασαν στο 32,61% και η Λέγκα που εκτινάχθηκε στο 18,71%.
Με μόνη κοινή συνισταμένη την αντιευρωπαϊκή ατζέντα τους, οι «πεντάστεροι» λαϊκιστές και οι πάλαι ποτέ αποσχιστές του ιταλικού Βορρά αποφάσισαν να συνασπιστούν συγκροτώντας κυβέρνηση με υπουργό Οικονομικών έναν υπέργηρο εξωκοινοβουλευτικό αρνητή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Η φαεινή τους, όμως, αυτή ιδέα προσέκρουσε στο βέτο του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα, ενός, κατά τα φαινόμενα, νουνεχή πολιτικού.
Η πρωτοβουλία του Ματαρέλαπροκάλεσε διαμαρτυρίες, αλλά ο ίδιος δεν κάμφθηκε. «Έχω την υποχρέωση, βάσει του Συντάγματος, να προστατέψω τις αποταμιεύσεις των Ιταλών», είπε σε δραματικό διάγγελμα που εκφώνησε. «Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η ιταλική κυριαρχία, ενώ στέλνουμε πίσω απαράδεκτες κρίσεις για τη χώρα μας που διαβάσαμε στον Τύπο άλλης ευρωπαϊκής χώρας», συμπλήρωσε.
«Έκανα ό,τι μπορούσα για να σχηματισθεί πολιτική κυβέρνηση, αλλά υπερασπίζομαι το Σύνταγμα», τόνισε απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του. «Η συμμετοχή στο ευρώ είναι βασική για τη χώρα μας και την προοπτική των νέων μας. Αν κάποιος θέλει να το συζητήσει, χρειάζεται σαφής εμβάθυνση», συνέχισε υπερασπιζόμενος το βέτο του το οποίο, όπως διευκρίνισε, αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον διορισμό στο υπουργείο Οικονομικών ενός εξωκοινοβουλευτικού οικονομολόγου.
Η συμπεριφορά του ιταλού Προέδρου σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως τόσο στην ίδια τη χώρα του, όσο και διεθνώς. Οι επικριτές του κ. Ματαρέλα επιστράτευσαν όλα τα συνωμοσιολογικά σενάρια για τη «δικτατορία των αγορών και του… Σόρος» ή την «τυραννία των Βρυξελλών και του Βερολίνου» τα οποία εμείς εδώ στη χώρα μας τα έχουμε ακούσει τόσες και τόσες φορές. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν αστείο να ακούς όσους κατάπιαν το δημοψηφισματικό «όχι» που έγινε «ναι» να θέτουν ζήτημα «πολιτικής νομιμοποίησης» του προεδρικού βέτο και να ζητούν σεβασμό στη λαϊκή ετυμηγορία.   
Οι υπερασπιστές του, από την άλλη, αντέτειναν την «ελληνική περιπέτεια» του 2015 και το βαρύτατο τίμημα που πληρώσαμε –και ακόμη πληρώνουμε- εξαιτίας της απίθανης, δήθεν, διαπραγμάτευσης που, τάχατες, διεξήγαγε ο αλήστου μνήμης Γιάνης Βαρουφάκης, περιδιαβαίνοντας τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με τα παρδαλά πουκάμισα έξω από το παντελόνι.
Είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός-και παραδεκτό ακόμη και από τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος τον αποκαλούσε «asset» της κυβέρνησης του, πριν αντιληφθεί ότι είχε να κάνει με «ανόητο»- ότι αν κάποιος είχε βάλει φρένο στον Βαρουφάκη πριν οδηγηθούμε στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ίσως να είχαμε γλιτώσει τα capital controls και να μη χρειαζόταν να καταβάλουμε τόσο ακριβά δίδακτρα για να μάθουμε ότι η παραμονή στο ευρώ είναι όρος επιβίωσης για τη χώρα και τον λαό.
Ο Σέρτζιο Ματαρέλα έδειξε να συνειδητοποιεί ότι το δικό μας πάθημα μπορεί να γίνει σε κάποιους μάθημα. Μένει τώρα να πειστούν και οι συμπατριώτες του ότι η πρόθεσή του είναι να τους γλιτώσει από το να πληρώσουν και εκείνοι πανάκριβα δίδακτρα όπως αυτά που καταβάλαμε εμείς. Αν το αντιληφθούν -οι ιταλοί πολιτικοί κατ΄ αρχήν και εν συνεχεία οι πολίτες- έχει καλώς. Αν όχι, τότε «με τις υγείες τους», όπως θα έλεγε και ο μεταμεληθείς –μετά την καταβολή των διδάκτρων- Αλέξης Τσίπρας.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Αλλάζουν οι κάλπες την κοινή λογική;



Σε ολόκληρο τον πλανήτη δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος –με την έννοια του έχοντος την ευθύνη για αυτά που λέει ή πράττει- ηγέτης ο οποίος να έχει πάρει θέση στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους πιστωτές της χώρας και να μην έχει ταχθεί υπέρ του συμβιβασμού και της ανάληψης από τη δική μας πλευρά της υποχρέωσης να φέρουμε εις πέρας μεταρρυθμίσεις που να –επιχειρούν, έστω, να- αλλάξουν το λανθασμένο παραγωγικό πρότυπο που δεκαετίες τώρα ακολουθούμε.
Δεν είναι μόνον η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που επιμένουν στερεότυπα, ήδη από των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι η Ελλάδα πρέπει «να κάνει τα μαθήματα της» και μόνον έτσι θα μπορεί να απαιτεί την έκφραση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Είναι και ο Μάρτιν Σουλτς με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, όπως και ο Φρανσουά Ολάντ με τον Ματέο Ρέντσι, αλλά και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και τόσοι άλλοι από τον δυτικό –για να μιλήσουμε με παραδοσιακούς όρους- κόσμο που, λίγο ως πολύ, κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή.
Από τους –πέστε τους και «γκρινιάρηδες»- Σλοβάκους ή τους –ας τους θεωρήσουμε, λόγω «Ποδέμος», «φοβητσιάρηδες»- Ισπανούς, έως τους Αυστριακούς, τους Βέλγους, τους Λουξεμβούργιους, ακόμη και τους ομοεθνείς Κυπρίους, δεν υπάρχει ούτε μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που να στέκεται στο πλευρό μας και να συμμαχεί μαζί μας στο Eurogoup ή σε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο forum.
Για όλους όσοι έχουν επίγνωση της πραγματικότητας των διαπραγματεύσεων, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι έχουν μικρή σχέση με την πραγματικότητα οι «διαρροές» περί δήθεν διαφωνιών είτε ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε ή μεταξύ των  εκπροσώπων των τριών «θεσμών», που παλαιότερα λέγαμε «τρόικα». Σε κάθε περίπτωση, οι υποτιθέμενες αυτές διαφωνίες, οι οποίες και επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης προβαλλόταν ως άλλοθι για τα συνεχή «ναυάγια», δεν είναι αρκετές για να δικαιολογηθούν τη διάσταση που επιχειρείται να τους δοθούν.
 Αν σε όλους αυτούς προσθέσουμε Ρώσους και Κινέζους, οι οποίοι όχι μόνον δεν ανοίγουν πιστωτικές γραμμές, όπως φαντασιώνονται διάφοροι από αριστερά και δεξιά, αλλά μας προτρέπουν να βρούμε λύση στα προβλήματά μας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας στην οποία ανήκουμε, δεν είναι να απορεί κανείς για την τύχη που θα μας επιφυλαχθεί αν, παρ΄ ελπίδα, συμβεί το αδιανόητο της εξόδου από την ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα ενός πτωχευτικού «ατυχήματος», και χρειαστούμε βοήθεια για να σταθούμε στα πόδια μας.
 Όπως και να έχει, όμως, τεσσεράμισι μήνες μετά τις εκλογές, η προεκλογική «προφητεία» του Αλέξη Τσίπρα για «τα νταούλια και τις αγορές» μοιάζει να… εκπληρώνεται. Μόνον που μάλλον εκπληρώνεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε προφητέψει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνες που χορεύουν δεν είναι οι αγορές, οι οποίες μια… χαρά την βγάζουν. Είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ο οποίος επί 130 μέρες τώρα βολοδέρνει αδύναμος να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει».
Γιατί τι άλλο από αδυναμία και αναποφασιστικότητα εκπέμπει η στάση που τηρεί η ελληνική κυβέρνηση, η οποία την ίδια ακριβώς ώρα που προετοιμάζει τον συμβιβασμό, με συναντήσεις και τηλεφωνήματα προς εκείνους που κρατούν τα κλειδιά της λύσης στο εξωτερικό, για λόγους εσωτερικών ισορροπιών διστάζει να ολοκληρώσει την προσαρμογή στην πραγματικότητα, όπως σε όλους τους τόνους και σε όλες τις γλώσσες της ζητείται με επίκληση της κοινής λογικής που ενστερνίζονται οι πάντες στον υπόλοιπο πλανήτη;
 Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση, αντί να προσπαθεί να αίρει την διάχυτη αβεβαιότητα που προκαλεί η αναποφασιστικότητά της επιδεινώνοντας την αδηφάγο ύφεση, που υποτίθεται ότι θέλει να αποφύγει, πυροδοτεί την παραλυτική ανασφάλεια με την μάλλον παιδαριώδη αντίδραση της καλλιέργειας εκλογικών σεναρίων.
Αλήθεια, ποιο ακριβώς πρόβλημα της κυβέρνησης -και πολύ περισσότερο της χώρας- θα μπορούσε να επιλυθεί με το πρόωρο στήσιμο κάλπης για βουλευτικές εκλογές; Μάλλον κανένα, αφού και μετά τις εκλογές οι συσχετισμοί είναι μάλλον απίθανο να αλλάξουν. Και διότι, αν ήταν να αλλάζουν έτσι εύκολα τα πράγματα δεν είχαμε παρά να κάνουμε κάθε τρεις και λίγο εκλογές. Και εννοείται με όλο και πιο… φιλολαϊκά προεκλογικά προγράμματα… 
Δεν νομίζω να αμφιβάλει κανείς ότι μόνον ασυγχώρητα αφελείς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι ξένοι –εταίροι και δανειστές μας- θα μας έδιναν μια καλύτερη συμφωνία επειδή θα εκφραζόταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός λαός. Έχουμε, νομίζω, υποστεί πολλές διαψεύσεις τα τελευταία χρόνια και από πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις για να πιστέψουμε ότι με τις κάλπες μπορεί να ανατραπεί αυτό που για όλους τους άλλους συνιστά κοινή λογική. Ή μήπως όχι;

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ζητείται Έλληνας… Ρέντσι

«Από πλευράς προσέλευσης πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι ήταν πολλά τα άσπρα μαλλιά. Από αυτή την άποψη, θέλει πολλή δουλειά. Να πείσουμε ότι αυτή η κίνηση είναι όντως η πιο νεανική που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα», σχολίασε ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, που ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας που οργάνωσε η πρωτοβουλία των «58» για την ενοποίηση της Κεντροαριστεράς.

Ο καθηγητής Αλιβιζάτος είναι 64 ετών και η δική του ηλικία μάλλον αποτελούσε τον μέσο όρο όσων βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο θέατρο Ακροπόλ, όπου κυριαρχούσαν οι… «ασπρομάλληδες». Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διάγει το 77ο έτος και ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος του, για να αναφερθούμε σε δύο από τους πλέον επιφανείς πολιτικούς της «παλαιάς φρουράς» που η παρουσία τους σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως.

Ο επίσης παρών στην εκδήλωση πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος μπορεί να κλείνει… μόλις τα 57 του στην αρχή του νέου χρόνου, αλλά η έντονη παρουσία του στα πολιτικά πράγματα την τελευταία 25ετία τον καθιστά δυσανάλογα μεγαλύτερο από τη βιολογική του ηλικία, χαρακτηριστικό που βαραίνει και πολλούς ακόμη πολιτικούς της γενιάς του αλλά και της αμέσως προηγουμένης, όπως ο -απών από την περί ης ο λόγος σύναξη- 65χρονος πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.

Το ίδιο βράδυ στη γειτονική μας Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι, άρτι εκλεγείς στην ηγεσία του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς, του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως λέγεται τώρα το μετεξελιγμένο -πάλαι ποτέ- Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Παλμίρο Τολιάτι και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρουσίαζε τη νέα 12μελή γραμματεία του κόμματός του που απαρτίζεται από πέντε άνδρες και επτά γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη.

Μόλις στα 38 του και έχοντας στο ενεργητικό του μια πετυχημένη θητεία δημάρχου στη Φλωρεντία, ο Ματέο Ρέντσι κινητοποίησε την περασμένη Κυριακή δυόμισι εκατομμύρια Ιταλούς, οι οποίοι πήγαν στις εσωκομματικές κάλπες που έστησε το Δημοκρατικό Κόμμα και τον ανέδειξαν πανηγυρικά στην ηγεσία της Κεντροαριστεράς, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσε απέναντι του ο παραδοσιακός μηχανισμός του κόμματός του.

Σε μια γερασμένη, όσο και η Ελλάδα, χώρα, στην οποία ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έχει την ηλικία του Παρασκευά Αυγερινού και ο μέχρι πριν από ένα χρόνο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που είναι συνομήλικος του Κώστα Σημίτη, δεν λέει να το βάλει κάτω, ο Ρέντσι με μια επιθετική προεκλογική καμπάνια επέμεινε στο ανανεωτικό εγχείρημα που σηματοδοτούσε η υποψηφιότητά του και βγήκε νικητής, παρότι πριν από περίπου ένα χρόνο είχε χάσει στην κούρσα των προκριματικών εκλογών για την πρωθυπουργία από τον «γκρίζο» Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι.

«Ξεκινάμε μια νέα πορεία. Η γενιά που ήταν στο γυμνάσιο όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, αναλαμβάνει το πηδάλιο», είπε ο μεταρρυθμιστής δήμαρχος της Φλωρεντίας στις πρώτες δηλώσεις μετά την εκλογή του στη θέση του γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος με ποσοστό 69%, για να συμπληρώσει: «Θα ζητήσουμε τη βοήθεια των γηραιότερων, αλλά η ευθύνη, τώρα, είναι δική μας».

Επιστρέφοντας στα δικά μας, δεν μπορεί παρά να νοιώσει κανείς απογοήτευση αναλογιζόμενος ότι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ευρύτερο πολιτικό στερέωμα μοιάζουν να είναι στα πράγματα όχι μόνον από την πτώση του τείχους στην πάλαι ποτέ διαιρεμένη γερμανική πρωτεύουσα, αλλά ίσως και από την ίδια την ανοικοδόμησή του, στην οποία το δυναμικό ορισμένων, τουλάχιστον, εγχώριων πολιτικών δυνάμεων ευχαρίστως, αν ήταν στο χέρι τους, θα συνέβαλαν να… ξανακτιστεί.

Γιατί, βλέπετε, το ζήτημα της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι μόνον ηλικιακό, είναι μάλλον πολύ περισσότερο θέμα νοοτροπιών που μοιάζουν εμπεδωμένες στις ηγετικές ομάδες των παλαιών αλλά και των νεοπαγών κομμάτων της ελληνικής πολιτικής που, παρά την κρίση, παραμένουν προσκολλημένα στο παρελθόν. Και δεν θέλουν να αλλάξουν σε τίποτε, καθοδηγώντας, μάλιστα, την ελληνική κοινωνία προς την ίδια κατεύθυνση και αναπαράγοντας το ίδιο μοντέλο που οδήγησε στη χρεωκοπία και στην απαξίωση της πολιτικής.

Υπό αυτή την έννοια, η επικράτηση του Ματέο Ρέντσι δεν είναι μόνον σημαντική επειδή ο ίδιος είναι 38άρης και πλαισιώνεται από συνομηλίκους του. Είναι πολύ περισσότερο για τα μηνύματα που εξέπεμψε κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και της γραφειοκρατίας που δεν διακρίνει τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς. Και πάνω από όλα για το ευδιάκριτο δείγμα γραφής που είχε να επιδείξει, ασκώντας την εξουσία στο Δήμο του με πρωτοβουλίες πέρα από τα καθιερωμένα, που έφθασαν μέχρι τη μείωση του προσωπικού τους στο μισό. Αυτά ήταν που τον έφεραν στην κορυφή της ιταλικής πολιτικής σκηνής και τον καθιστούν κεντρικό πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις που αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν στην, επίσης χειμαζόμενη από την κρίση, γειτονική χώρα.

«Ο κόσμος είναι κουρασμένος και απογοητευμένος. Δεν έχει πίστη. Εγώ πιστεύω στην αλλαγή, και γι' αυτό κάνω πολιτική, επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλα μπορούν να αλλάξουν», είπε ο Ματέο Ρέντσι. Και είμαι βέβαιος ότι πολλοί Έλληνες θα ήθελαν να ακούσουν το ίδιο από τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας τους. Αρκεί να τους έπειθε ότι τα εννοεί και να έχει, έστω, προσπαθήσει να τα κάνει πράξη στον προγενέστερο βίο του.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 12.12.2013)