Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2004. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2004. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Στη χώρα με τους περισσότερους αστυνομικούς…

Με μια προσωπική εξομολόγηση αισθάνομαι την ανάγκη να ξεκινήσω τούτο το κείμενο: Στη μία και μόνη φορά που επιβιβάστηκα σε περιπολικό της Αστυνομίας ήταν για χρήση που άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως… υπηρεσία ταξί.

Μου συνέβη πριν από μια εικοσαετία, εκείνον τον φοβερό Αύγουστο του 2004 που η Αθήνα φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και όλη η Ελλάδα ζούσε απογειωμένη στον ρυθμό τους.

Είχαμε μόλις αφήσει πίσω μας το ΟΑΚΑ, όπου είχα βρεθεί με τα παιδιά μου, που ήταν σε νηπιακή ηλικία, για να παρακολουθήσουμε αθλήματα του στίβου. Και καθώς μέσα στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο κατευθυνόμαστε προς τον σταθμό του Προαστιακού στη Νερατζιώτισσα, ένα όχημα με τα διακριτικά της ΕΛ.ΑΣ. σταμάτησε δίπλα μας.

«Βάλτε γρήγορα μέσα τα παιδιά, μην πάθουν καμία ηλίαση…», μας προέτρεψε ο ένστολος οδηγός του περιπολικού που είχε εκείνη την ώρα βάρδια στον περιβάλλοντα χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου. Με την έκπληξη ακόμη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας, μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο ολόκληρη η οικογένεια, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μην τον ρωτήσω: «Μου λέτε, σας παρακαλώ, τι πάθαμε; Μας μεταμόρφωσε κάποιος αυτές τις μέρες;».

Ο αστυνομικός, ένας ευπροσήγορος σαραντάρης, αντιλήφθηκε αμέσως το νόημα του ερωτήματός μου: «Έχετε δίκιο, κύριε. Και εγώ με αυτά που βλέπω καθημερινά στη βάρδια μου αναρωτιέμαι πως αλλάξαμε τούτες τις μέρες και γιατί δεν είμαστε συνέχεια έτσι», μου αντέτεινε. Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Για να καταλάβετε, χθες που ήμουν εκτός υπηρεσίας στην Πλατεία Συντάγματος, επειδή έχουν αφαιρέσει για λόγους ασφαλείας όλους τους κάδους, μόλις τελείωσα το τσιγάρο που κάπνιζα έβαλα τη γόπα στην τσέπη μου. Ντρεπόμουν να την πετάξω κάτω….».

Μέχρι να ανταλλάξουμε λίγες ακόμη εμπειρίες για τη συγκινητική συμπεριφορά των εθελοντών, που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στη διοργάνωση εκείνης της υπέρλαμπρης Ολυμπιάδας, η διαδρομή του περιπολικού – ταξί, που έτσι και αλλιώς ήταν κοντινή, ολοκληρώθηκε και αποχαιρετιστήκαμε με την εκατέρωθεν ευχή: «Μακάρι να μείνουμε για πάντα έτσι…». Ευχή, η οποία ίσως και από την επομένη της τελετής λήξης των Αγώνων, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα.

Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι προέβλεπαν τα αστυνομικά πρωτόκολλα του 2004 για τους έχοντες δικαίωμα επιβίβασης στα αστυνομικά οχήματα, αλλά, όπως και να έχει, είναι εξοργιστικό είκοσι χρόνια αργότερα να πληροφορείται κανείς ότι χρησιμοποιήθηκε ο ισχυρισμός ότι «το περιπολικό, κυρία μου, δεν είναι ταξί» για να αρνηθούν στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας σε μια δυστυχή νέα γυναίκα, που κατήγγειλε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, τη συνδρομή τους. Συνδρομή η οποία, μάλιστα, προβλέπεται ρητά από τους ισχύοντες κανονισμούς της εποχής μας για τον χειρισμό καταγγελιών περί κακοποίησης.

Προσωπικά αισθάνομαι πολύ μεγαλύτερη θλίψη αναλογιζόμενος ότι η τόσο άδικα δολοφονημένη Κυριακή είχε πάνω κάτω την ηλικία που έχουν τώρα τα παιδιά τα οποία μετέφερε εκείνος ο αστυνομικός από το ΟΑΚΑ στη Νερατζιώτισσα για να μην πάθουν… ηλίαση. Διότι είμαι βέβαιος ότι ο συγκεκριμένος ένστολος συμπολίτης μας, καλή του ώρα όπου και αν είναι, δεν θα παρότρυνε τη νέα γυναίκα «πάρε το “100” για να σου διαθέσει περιπολικό» και ούτε θα την άφηνε να φύγει χωρίς συνοδεία από το Αστυνομικό Τμήμα με αποτέλεσμα να πέσει θύμα ενός τόσο ειδεχθούς εγκλήματος λίγο έξω από αυτό.

Πέραν όμως της προσωπικής συμπεριφοράς ενός εκάστου, αλλά και την ενσυναίσθηση ή την προσήλωση στο υπηρεσιακό καθήκον που έχει ή δεν έχει κάποιος, το μείζον και συνάμα πιο αποκαρδιωτικό ζήτημα, το οποίο αναδεικνύεται από την τραγική υπόθεση που διαδραματίστηκε μόλις ελάχιστα μέτρα από την είσοδο του Αστυνομικού Τμήματος των Αγίων Αναργύρων Αττικής, είναι η απόλυτη παράλυση των μηχανισμών για την προστασία των πολιτών σε μια χώρα που αναλογικά με τον πληθυσμό της διαθέτει τους περισσότερους αστυνομικούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ο μέσος όρος των υπηρετούντων στις αστυνομικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 334 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους, ενώ στη χώρα μας φθάνουν στους 517, αριθμός που είναι ο δεύτερος υψηλότερος, μετά την Κύπρο που μας ξεπερνά κάτι τι. Υπό αυτή τη συνθήκη, το πρόβλημα δεν είναι η υποστελέχωση που παρατηρείται στις περισσότερες αστυνομικές υπηρεσίες και κατά βάση σε εκείνες που θεωρούνται «μάχιμες» και είναι επιφορτισμένες με το καθήκον της προστασίας του πολίτη.

Αναμφίβολα, το μεγάλο πρόβλημα είναι η ανορθολογική κατανομή του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ., που βεβαίως σχετίζεται και με μια σειρά ανορθολογικών καταστάσεων που διέπει ολόκληρη τη διάρθρωση του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και αφορούν στις ελλείψεις διαδικασιών ουσιώδους εκπαίδευσης και κυρίως αξιολόγησης, τις ισοπεδωτικές αμοιβές και πολύ περισσότερο την αδυναμία των περισσότερων υπηρετούντων στην Αστυνομία να ζήσουν αξιοπρεπώς με μόνες τις απολαβές της εργασίας τους.

Δύσκολα, εξάλλου, περνάει απαρατήρητο ότι, εκτός από τους περισσότερους αστυνομικούς υπαλλήλους, στη χώρα μας διαθέτουμε τους περισσότερους δικαστικούς, τους περισσότερους ιατρούς και τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, την ίδια ώρα που τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η βιομηχανία, το εμπόριο, η αγροτική παραγωγή και οι κατασκευές.

Είναι, άραγε, τυχαίο ότι οι μεγάλες πληγές της ελληνικής κοινωνίας, όπως προκύπτει από την κοινή πεποίθηση αλλά και όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, σχετίζονται με την ασφάλεια του πολίτη, την απονομή της Δικαιοσύνης, την κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία; Προφανώς όχι. Διότι δεν είναι μόνον ότι ισχύει το γνωστό δόγμα «ουκ εν τω πολλώ το εύ». 

Είναι κυρίως που το ελληνικό Δημόσιο χρειάζεται εκ βάθρων επανίδρυση για να τεθεί επιτέλους στην υπηρεσία του πολίτη.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αναπολώντας την Ελλάδα των Ολυμπιακών


Στην αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της Ολυμπιάδας του Λονδίνου, η μνήμη γυρνά πίσω στους «δικούς μας» Αγώνες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στην Ελλάδα του 2004, που ήταν στο επίκεντρο όλου του πλανήτη ως θετικό πρότυπο μικρής χώρας που μπορεί να φέρει σε πέρας μεγάλα εγχειρήματα.
Είμαι από εκείνους που “έζησαν” έντονα την ανάταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας εκείνη την περίοδο, με τους χιλιάδες εθελοντές και όχι μόνο που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Προμηθεύτηκα έγκαιρα εισιτήρια για να παρακολουθήσω τους Αγώνες και συμμετείχα –συν γυναικί και τέκνοις- στις δύο λαμπαδηδρομίες που έγιναν με την ολυμπιακή φλόγα, τη μια εξ αυτών στη διαδρομή από την Πλαταριά προς τα Σύβοτα.  
Μεταφέροντας, μάλιστα, την εμπειρία μου –που την επανέλαβα και στους Παραολυμπιακούς- έγραφα τότε («Το Βήμα» 10.08.2004) τα εξής: «Κι όταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με τις γνωστές γκρίνιες για το κόστος των Αγώνων και τη συμβολή του στην ερήμωση της περιφέρειας, διανθισμένες με τοπικά παράπονα, όπως γιατί δεν πέρασε η φλόγα από την ακριτική Σαγιάδα ή το ιστορικό Σούλι, νοιώθεις έντονη την ανάγκη να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης».
«Και το κάνεις εύκολα περιγράφοντας ως αυτόπτης την ευλάβεια και το δέος με το οποίο ντόπιοι αλλά και ξένοι παραθεριστές στην παραλία των Συβότων, κρατούσαν στα χέρια τους τη δάδα που ευγενικά σού είχαν ζητήσει να τους επιτρέψεις να φωτογραφηθούν μαζί της», κατέληγα σε εκείνο το κείμενο.
Δεν ξέρω πόσο ακριβώς συνέβαλε η διεξαγωγή των –αναμφισβήτητα- υπερβολικά «πολυτελών» Αγώνων, που οργανώσαμε, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου που κατέληξαν στη δεινή οικονομική κρίση που “εγκαταστάθηκε” στη χώρα τέσσερα χρόνια και είναι ακόμη εδώ.
Βλέπετε, από ό,τι γνωρίζω, αναλυτικός οικονομικός απολογισμός για το συνολικό κόστος των Αγώνων δεν έγινε ποτέ, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη όταν αφορά μια χώρα που ακόμη σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιη για τους ποιους, πόσο και γιατί πληρώνει το ελληνικό δημόσιο.
Έχω, ωστόσο, υπόψη μου κάποιους παλαιότερους υπολογισμούς που ήθελαν το κόστος να κυμαίνεται περί τα 10 δισ. δραχμές, ποσό που δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο αν είχαν αξιοποιηθεί όλα τα έργα που έγιναν εξ αφορμής των Αγώνων και ορισμένα από τα οποία παραμένουν ως σήμερα ανεκμετάλλευτα.  
Για να έχουμε μια αίσθηση της τάξης των μεγεθών, επικαλούμαι επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία την 6ετία 2004-2009, οι κρατικές δαπάνες (χωρίς τους τόκους) αυξήθηκαν 50%, όταν η μέση αύξηση στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου (σχεδόν το 70% των συνολικών) αυξήθηκαν 41%, όταν στους 27 αυξήθηκαν 20%.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 25%, ενώ στους 27 μόνο κατά 11%. Κάπως έτσι, στο δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί από τα 183 δισ., που ήταν στο τέλος του 2003, στα 300 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2009, αυξημένο, δηλαδή, κατά 63%, ενώ στους 27 μόνο 33%.
Άρα, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν δεν είχαμε οργανώσει τους Ολυμπιακούς, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά για μας και με αυτές τις επιδόσεις κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο δεν βρίσκω πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθιά ύφεση, όταν εκείνο που έλειψε τα επόμενα χρόνια ήταν το οικονομικό σχέδιο για την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Οκτώ χρόνια μετά, έχω την εντύπωση ότι από εκείνο το μοναδικό επίτευγμα των Ολυμπιακών του 2004, μας έμεινε μόνον η αίσθηση του Έλληνα «καταφερτζή». Και, δυστυχώς, τίποτε άλλο. Αλλά και αυτό, πιστεύω ότι δεν είναι λίγο. Αν, ακόμη και τώρα, πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και, όπως τότε πήραμε “χρυσό μετάλλιο” στην οργάνωση των Αγώνων, τώρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μετάλλιο στην προσπάθεια για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.