Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κρίση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κρίση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Η βολική καρικατούρα και ο λογαριασμός που θα πληρωθεί

Όποιος πάρει τοις μετρητοίς την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ και προσέλθει την μεθεπόμενη Κυριακή στην ψηφοφορία για την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα για να βάλει στην κάλπη, αντί για ψηφοδέλτιο, τον λογαριασμό του ρεύματος, κινδυνεύει να έχει την τύχη εκείνων που σήκωναν παλαιότερα τις μπάρες των διοδίων και μετά έτρεχαν στα δικαστήρια για να καταβάλουν με πρόστιμο το αντίτιμο για τις διελεύσεις των οχημάτων τους, το οποίο είχαν νωρίτερα αρνηθεί επηρεασμένοι από όσους τους είχαν παρασύρει στο κίνημα «δεν πληρώνω».

Το σύνθημα «στις 15 Μαΐου ψηφίζουμε όλοι και τους στέλνουμε πίσω τον λογαριασμό», το οποίο λανσάρει τις τελευταίες ημέρες η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θεωρώντας ότι έτσι θα προσελκύσει περισσότερους ψηφοφόρους, δείχνει ότι οι απαρτίζοντες το επιτελείο της Κουμουνδούρου έχουν μάλλον στερέψει από πρωτοτυπία, όχι μόνον σε υλοποιήσιμες προτάσεις, που ποτέ δεν ήταν το δυνατό τους σημείο, αλλά ακόμη και στη συνθηματολογία στην οποία, κακά τα ψέματα, διακρίνονταν για τη φαντασία τους.

Είναι, υπό αυτές τις συνθήκες, απορίας άξιον ποιος είχε τη φαεινή ιδέα ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία να επικεντρώσει στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού την καμπάνια του με την οποία υποτίθεται ότι σκοπεύει να αποδείξει ότι αποτελεί πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξωφρενικοί λογαριασμοί που φθάνουν τις τελευταίες πολλές εβδομάδες στα περισσότερα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις της χώρας αποτελούν τη βασική πηγή της δυσφορίας και σε κάποιες περιπτώσεις και της αγανάκτησης που αισθάνονται οι πολίτες.

Την ίδια ώρα, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην πληρώνονται από τους πολίτες οι φουσκωμένοι λογαριασμοί δεν συνιστά εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση. Ακόμη και αν ήταν η κυβέρνηση αποκλειστικά υπεύθυνη για την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, που δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να το ισχυριστεί βασίμως, το «δεν πληρώνω» από έχοντες και μη έχοντες έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι λύση.

Έπειτα, μάλιστα, από τα μέτρα που ανακοίνωσε την Πέμπτη ο πρωθυπουργός για τους λογαριασμούς του ρεύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να χάσει να χάσει κατά κράτος στο επικοινωνιακό πεδίο. «Επένδυσε» -λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά- στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα τολμούσε να λάβει τις απαιτούμενες αποφάσεις για την ανακούφιση της κοινωνίας από τα δυσβάστακτα βάρη που επωμίζεται τόσο από την ενεργειακή κρίση όσο και από τις γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις που προϋπήρχαν ως απότοκα της πανδημίας και επιδεινώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για το γνωστό λάθος το οποίο επανειλημμένα έχει διαπράξει τα τελευταία χρόνια η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία, αντί του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντιπολιτεύεται μια βολική καρικατούρα -ένα «σκιάχτρο» που η ίδια κατασκευάσει. Μόνον όμως που το κατασκευασμένο «σκιάχτρο» δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον τη βιώνει η πλειοψηφία της κοινωνίας.

Από την εποχή που ο κ. Τσίπρας όντας ακόμη πρωθυπουργός, αδιαφορούσε πλήρως για τα συντριπτικά εις βάρος του δημοσκοπικά ευρήματα και δήλωνε βέβαιος ότι δεν υπήρχε «ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει τις εκλογές από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει προσκολλημένη σε μια εικόνα των πραγμάτων που βολεύει την ίδια. Έχει παγιδευτεί σε ένα -μάλλον ιδεοληπτικού τύπου- αφήγημα ότι έχει απέναντι της μια ανάλγητη κυβέρνηση η οποία αντιστρατεύεται το δικό της συμφέρον και παύει κόντρα στα συμφέροντα όσων την ψήφισαν και προσδοκά να την ξαναψηφίσουν.

Το αποτέλεσμα των λανθασμένων εκτιμήσεων για τις προθέσεις της κυβέρνησης είναι ότι ο πήχης τον οποίο της βάζει η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι μόνον υπερβάσιμος, αλλά της δίνει και το πλεονέκτημα να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως υπεύθυνη και κοινωνικά ευαίσθητη. Το καταδεικνύει το γεγονός ότι, την ώρα που ο κ. Τσίπρας ζητούσε να μην πληρώνεται η διαβόητη «ρήτρα αναπροσαρμογής», ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνον την απενεργοποίησε για το μέλλον αλλά δεσμεύθηκε και να επιστραφούν στους καταναλωτές ένα μέρος των επιπλέον χρημάτων τα οποία πλήρωσαν εξαιτίας της.

Σε αντίθεση με τον πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος διατύπωσε προτάσεις, όπως το πλαφόν στις τιμές λιανικής τιμής της ενέργειας, που συνάδουν με τα λογικά ευρωπαϊκά δεδομένα, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτίμησε να καταφύγει στις λαϊκίστικου τύπου μαξιμαλιστικές υπερβολές, οι οποίες μπορεί να ακούγονται ευχάριστα από ένα μέρος των ψηφοφόρων, πλην όμως, δεν πείθουν την πλειοψηφία της κοινωνίας που μάλλον έχει αποκτήσει… ανοσία σε υποσχέσεις για παραδείσιες καταστάσεις που θα προκύψουν αίφνης «με ένα νόμο και με ένα άρθρο».

Όπως και να έχει, πάντως, ο λογαριασμός δεν θα αργήσει να έρθει και να απαιτεί την πληρωμή του. Το κόστος θα το διαπιστώσουμε στις προσεχείς έρευνες της κοινής γνώμης, που κάποιοι έχουν αρχίσει ήδη να φοβούνται. Η πληρωμή, όμως, του τιμήματος, το οποίο αντιστοιχεί στον καθέναν, θα γίνει στις επόμενες εκλογές. Και τότε το «δεν πληρώνω» δεν θα μετρήσει...

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Αφού τα αγέννητα μωρά δεν είναι ψηφοφόροι τους!



Πριν από λίγες ημέρες ήταν η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία που σήμανε τον κώδωνα του κινδύνουφέρνοντας στο προσκήνιο αποκαλυπτικά στοιχεία για τη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού. Οι γεννήσεις παιδιών το 2017 υποχώρησαν κατά 4,7% σε σχέση με το 2016,  ενώ οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 4,8%. Με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να μειωθεί κατά περισσότερο από 30.000 άτομα, που σημαίνει ότι με αυτούς τους ρυθμούς θα αφανίζεται κάθε χρόνο μια πόλη σαν την Άρτα ή τη Φλώρινα.
Ακολούθησε η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που πιστοποίησε κάτι που όλοι υποψιαζόμαστε: ότι, δηλαδή, η ατελεύτητη οικονομική κρίση που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία δεν συρρικνώνει μόνον την ελληνική οικονομία, αλλά και την ελληνική οικογένεια. Ο δείκτης γονιμότητας από το 1,5 που ήταν το 2008 υποχώρησε στο 1,3 το 2016 και όλα δείχνουν ότι στην καθοδική αυτή πορεία δεν μπαίνει κανένα φρένο.
Θα περίμενε κανείς ότι η δημοσιοποίηση αυτών των τόσο ανησυχητικών για το μέλλον του ελληνικού έθνους στοιχείων να είχε σημάνει συναγερμό στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.Και πρωτίστως στην κυβέρνηση που είναι εκείνη που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μπορεί να δώσει τον τόνο του επείγοντος χαρακτήρα που έχει η ανάγκη να ληφθούν μέτρα για να περιοριστεί η προϊούσα συρρίκνωση.
Ειδικότερα στην ελληνική περιφέρεια, η κατάσταση είναι παραπάνω από δραματική. Χωριά ολόκληρα και κωμοπόλεις, ιδίως στις μη τουριστικές περιοχές, ερημώνουν μέρα με την ημέρα, καθώς οι γεννήσεις σπανίζουν και οι θάνατοι αυξάνονται ραγδαία ως αποτέλεσμα και της ανασφάλειας που δημιουργεί η εγκατάλειψη των τόπων αυτών από τους νέους άνδρες και τις νέες γυναίκες που αναζητούν τον δικό τους ζωτικό χώρο είτε στις μεγάλες πόλεις είτε στο εξωτερικό.    
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος αυξημένες εθνικές ευαισθησίες ή και ανησυχίες για το μέλλον του Ελληνισμού ώστενα αναγνωρίσει ότιηπληθυσμιακή γήρανση αποτελεί στις μέρες μας το υπ΄ αριθμόν ένα ζήτημα που θα έπρεπε να μας συνεγείρει όλους. Αρκεί ίσως για να κινητοποιηθούμε το κοινωνικό ενδιαφέρον για το «τι τέξεται η επιούσα» για τους νυν και επόμενους απόμαχους της εργασίας στη χώρα μας.
Αν, με άλλα λόγια, δεν ανανεώνεται ο πληθυσμός της Ελλάδος, ποιος θα εργαστεί για να μπορέσουν να ζήσουν οι τωρινοί και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι; Ποιος θα πληρώνει φόρους και εισφορές για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται συντάξεις και να υπάρχουν κοινωνικές υπηρεσίες για την αρωγή ολόκληρου του πληθυσμού;
Ορισμένοι ίσως απαντήσουν στα προφανή αυτά ερωτήματα υποδεικνύοντας ως λύση το Μεταναστευτικό ζήτημα και την ενσωμάτωση όλων εκείνων οι οποίοι «πολιορκούν» τη χώρα μας θέλοντας να την καταστήσουνείτε μόνιμο τόπο εγκατάστασης ή προσωρινό σταθμό για τηνμετακίνησή τους προς την κεντρική Ευρώπη.
Αν και δεν υπάρχουν ακόμη επίσημες μελέτες, η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από τις δύο προηγούμενες δεκαετίες κατά τις οποίες η χώρα μας, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, δεν είναι και πολύ θετική.
Η συμβολή των μεταναστών στην αύξηση του Εγχώριου Προϊόντος υπήρξε μάλλον μικρή. Και ακόμη μικρότερη ήταν η συνεισφορά τους στην πληρωμή φόρων και εισφορών, λόγω της φύσης των εργασιών που αναλάμβαναν και οι οποίες ήταν κατά βάση σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που κυριαρχούσε η φοροδιαφυγή. Για να μην μιλήσουμε για τις εκροές από τα εμβάσματα αρκετών εξ αυτών προς τις πατρίδες τους. Όπως άλλωστε, κακά τα ψέματα, έκαναν δεκαετίες ολόκληρες νωρίτερα οι συμπατριώτες μας απόδημοι που συνεισέφεραν σημαντικά στην ελληνική οικονομία. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος γιατί οι σημερινοί κυβερνώντες έχουν ρίξει σχεδόν αποκλειστικά όλο το βάρος των προσπαθειών τους στο πως θα αποφύγουν τον -κατά τα φαινόμενα απολύτως επικοινωνιακό- σκόπελο της μη (περαιτέρω) μείωσης των συντάξεων. Ενώ την ίδια ώρα δεν… δίνουν δεκάρα τσακιστή για να πάνε όλα τα παιδιά σε παιδικούς σταθμούς. Και, πολύ περισσότερο, δεν στίβουν το μυαλό τους για να βρουν κίνητρα που θα βοηθήσουν τα νέα ζευγάρια να ανοίξουν το δικό τους νοικοκυριό και να κάνουν παιδιά τα οποία όταν μπουν στην παραγωγική δραστηριότητα θα συντηρήσουν τους σημερινούς μεσήλικες.
Παρακολουθώντας βεβαίως τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα με αυτή την, εκ πρώτης, αντιφατική συμπεριφορά του μονομερούς ενδιαφέροντος για τους τωρινούς συνταξιούχους. Βλέπετε οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα ψήφου και είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι τους, όπως και οι 17ρηδες που μπορεί να πιστέψουν ότι ο υπουργός Παιδείας θα τους αφήσει να κοιμούνται περισσότερο και θα τους επιτρέψει να εισαχθούν στα (υποβαθμισμένα, τι σημασία έχει;) Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.
Ενώ τα αγέννητα μωρά, δεν είναι… ψηφοφόροι τους. Οπότε ποιος και γιατί να ενδιαφερθεί γι΄ αυτά;

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Καραμανλής – Παπανδρέου: Σιωπή ή ρεβάνς;



            Όταν ερωτάται για την κρίση και τους υπαιτίους που οδήγησαν σε αυτή, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, αν και παραμένει βαθειά διχασμένη, σε δύο ονόματα πολιτικών επικεντρώνεται: σε εκείνο του Κώστα Καραμανλή, που κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του κορυφώθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ξεκίνησε η ύφεση, καθώς και σε εκείνο του Γιώργου Παπανδρέου, επί των ημερών της διακυβέρνησης του οποίου η χώρα αποκλείστηκε από τις αγορές και εκούσα-άκουσα οδηγήθηκε στο Μνημόνιο.
            Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί ο καθένας να έχει για το ποιος από τους δύο συνεχιστές των δύο ισχυρότερων πολιτικών «δυναστειών» της μεταπολεμικής Ελλάδας φταίει περισσότερο ή λιγότερο για την κρίση, σε μια διαπίστωση δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει: ότι ακολούθησαν και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όπως και για να προασπίσουν την υστεροφημία τους και την ενδεχόμενη μύχια βούληση για να επανακάμψουν στο προσκήνιο, όπως λογικά συμπεραίνεται από το γεγονός ότι διατηρούν τις βουλευτικές έδρες τους.
            Ο Κώστας Καραμανλής έχει επιλέξει την απόλυτη σιωπή. Επί πέντε χρόνια ούτε στη Βουλή, ούτε πουθενά αλλού δεν έχει ανοίξει το στόμα του για να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή του, παρά τις κατά καιρούς βολές που δέχεται. Στήριξε και στηρίζει την παράταξή του, συμμετέχει στις επετειακές και άλλες εκδηλώσεις της και αποφεύγει να δημιουργεί προβλήματα στον διάδοχό του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και όταν ο τελευταίος είχε ανοιχτά στραφεί κατά παλαιών συνεργατών του.
Ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος επηρεάζει μεγάλο αριθμό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, υπερψήφισε, αν και θα μπορούσε να τα ανατρέψει με ένα νεύμα, όλα ανεξαιρέτως τα νομοθετήματα της κυβέρνησης που συμμετέχει το κόμμα του, φθάνοντας μέχρι του σημείου να πει –και ο ίδιος- «ναι» ακόμη και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2013 που κατατέθηκε επί υπουργίας Γιάννη Στουρνάρα και συνιστούσε έναν ηχηρά επιβεβαιωτικό κόλαφο για τα τρομακτικά ελλείμματα που παρέδωσε η κυβέρνησή του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, από την άλλη, δείχνει να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική τακτική, παρότι κι αυτός τα τρία χρόνια που παρήλθαν από την παράδοση της πρωθυπουργίας στον Λουκά Παπαδήμο, δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, του οποίου παραμένει μέλος. Μιλάει, ωστόσο, αλλού, σε ξένα πανεπιστήμια, σε παρουσιάσεις βιβλίων και μέσω ανακοινώσεων που εκδίδονται επ΄ ονόματί του, όπως οι τελευταίες που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον διάδοχό του Ευάγγελο Βενιζέλο με τις οποίες ζητεί έκτακτο συνέδριο και αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν συμμετέχει στις εκδηλώσεις του κόμματός του, το οποίο, εξάλλου, κατηγορεί ότι δεν προωθεί τη… «συμμετοχή», δικαιολογούμενος, συνήθως, ότι έχει σοβαρές απασχολήσεις στο εξωτερικό. Οργανώνει δικές του εκδηλώσεις, στις οποίες οι άνθρωποί του γιουχάρουν τον διάδοχό του κι ο ίδιος επικαλείται «τα γυρίσματα του καιρού». Καταψηφίζει, χωρίς να εξηγήσει το «γιατί», κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, παρόλο που όταν ήταν εν τη «βασιλεία» του δεν ανεχόταν διαφοροποιήσεις και έφθασε ως τη διαγραφή, για ελάσσονος σημασίας διαφωνία, του προκατόχου του Κώστα Σημίτη.
Όπως για τον βαθμό ευθύνης ενός εκάστου εκ των δύο βασικών πρωταγωνιστών της κρίσης, που τα «νωπά» ακόμη γεγονότα της περιόδου 2004-2010, δεν επιτρέπουν τελεσίδικες ετυμηγορίες, σε όσους τουλάχιστον δεν αναζητούν έναν και μόνον «αποδιοπομπαίο τράγο», έτσι, αν ακόμη όχι περισσότερο, δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς ποιος από τους δύο πρωθυπουργούς δικαιώνεται για τα μετέπειτα: εκείνος που απλώς σιωπά ή ο άλλος που θέλει να πάρει την… εκδικητική ρεβάνς;        
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι είναι προφανείς κάποιες διαπιστώσεις για τα αποτελέσματα που έχουν η πορεία που ο καθένας από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς χάραξε και ακολουθεί, είτε η πορεία αυτή αποτελεί προϊόν προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και μόνον, είτε οφείλεται στην «ποιότητα» των ανθρώπων που τους περιτριγυρίζουν και τους επηρεάζουν.  
Το βέβαιο είναι ότι ο «σιωπηλός» Κώστας Καραμανλής εξακολουθεί να απολαμβάνει τον σεβασμό και την εκτίμηση όχι μόνον των πολυπληθών οπαδών, μελών και στελεχών που έχουν παραμείνει στο κόμμα που ίδρυσε ο θείος του και ηγήθηκε ο ίδιος, αλλά και ευρύτερων δυνάμεων της Κεντροδεξιάς –και όχι μόνον- παράταξης, σε βαθμό που να συζητείται -στα σοβαρά!- ακόμη και ως ένας από τους επικρατέστερους που πριν ή μετά τις εκλογές θα αναρριχηθούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το ακριβώς αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον «θορυβώδη» Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, κακά τα ψέματα, ακόμη και αν ξανάπαιρνε το «δαχτυλίδι» για να επιστρέψει στο αποδεκατισμένο κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του, μάλλον δεν θα εύρισκε οπαδούς, μέλη ή στελέχη για να ηγηθεί. Οι περισσότεροι φίλοι του, άλλωστε, έχουν, ακολουθώντας, ίσως, το δικό του παράδειγμα, εγκαταλείψει το σκάφος και έχουν ανοίξει πλώρη για άλλες πολιτείες. Ενώ οι λίγοι που έχουν απομείνει πίσω για να… «μαζέψουν τα ασυμμάζευτα», μάλλον δεν έχουν διάθεση να ακούν αδιαμαρτύρητα εγκλήσεις για (ψευδεπίγραφη) «συμμετοχή», με τις οποίες επιχειρείται να αποκρυβεί το αίσθημα της εκδικητικής όσο και (αυτο)καταστροφικής ρεβάνς.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Τα «κενά» στα σχολεία και η «κανονικότητα»

Με μεγάλες ελλείψεις στο εκπαιδευτικό προσωπικό ξεκινά σε λίγες μέρες μια ακόμη σχολική χρονιά. Το πρόβλημα με τα «κενά» στα σχολεία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αφού και στο παρελθόν της αμέριμνης ευημερίας δάσκαλοι και καθηγητές διορίζονταν με καθυστέρηση εβδομάδων και μηνών μετά την έναρξη του νέου σχολικού έτους. Η αέναη επανάληψή του, όμως, δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους.
Υποτίθεται, άλλωστε, ότι τα αμέσως προηγούμενα χρόνια έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες για τον εξορθολογισμό στην κατανομή του προσωπικού που υπηρετεί στην εκπαίδευση, αυξήθηκαν οι ώρες υποχρεωτικής διδασκαλίας και περιορίστηκαν δραστικά οι αποσπάσεις όσων υπηρετούσαν επί χρόνια σε διάφορα γραφεία –υπουργικά, βουλευτικά και άλλα- και απέφευγαν τις αίθουσες διδασκαλίας.      
Η δημόσια παραδοχή εκ μέρους του αρμόδιου υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου ότι, παρά ταύτα, η ελληνική Πολιτεία αδυνατεί να καλύψει, έστω και με αναπληρωτές, τις τεράστιες ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια από τις συνταξιοδοτήσεις εκπαιδευτικών, θα περίμενε κανείς να σημάνει συναγερμό στην κυβέρνηση.
Φαντάζομαι ότι σε οποιαδήποτε «κανονική» χώρα -όπως αυτάρεσκα ισχυρίζονται ότι θέλουν να μετατρέψουν την Ελλάδα οι σημερινοί κυβερνώντες- θα άνοιγε μια συζήτηση μεταξύ των συναρμόδιων υπουργείων, θα συνεδρίαζε, αν θέλετε, το υπουργικό συμβούλιο και θα αναζητούσε άμεσα λύση σε ένα τόσο φλέγον ζήτημα με το οποίο θα έρθουν σε λίγες μέρες αντιμέτωπα χιλιάδες –υπερφορολογούμενα, ειρήσθω εν παρόδω- νοικοκυριά.   
Δυστυχώς, όμως, τίποτε εξ αυτών δεν συνέβη. Ο μνημονιακός «κορσές» που θέλει μια μόνο πρόσληψη για κάθε δέκα αποχωρήσεις παραμένει άκαμπτος ακόμη και στην Παιδεία που αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς και οι υπόλοιπες υπηρεσίες, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι η εκπαίδευση αποτελεί τη σημαντικότερη επένδυση για το μέλλον κάθε χώρας.
Δεν κατανοώ, ειλικρινά, τι νόημα έχει να ανακοινώνεται μήνα με το μήνα όλο και μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα και να διατυμπανίζεται η «επιτυχία» της θετικής υπέρβασης των στόχων που μας έχει θέσει η τρόικα όταν αυτό γίνεται εις βάρος της νέας γενιάς που επωμίζεται –και αυτό!- το κόστος με την παροχή χαμηλού επιπέδου εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Το χειρότερο όλων, όμως, δεν είναι αυτό καθεαυτό το επίπεδο των υπηρεσιών και η έμμεση προτροπή για στροφή στην παραπαιδεία που εκπέμπεται από το φαινόμενο της έλλειψης εκπαιδευτικών κυρίως προς τις τάξεις των φιλομαθών νέων. Είναι, πολύ περισσότερο, το μήνυμα της αδιαφορίας για τις ουσιώδεις ανάγκες της κοινωνίας, κορωνίδα των οποίων είναι η προετοιμασία της επόμενης γενιάς που θα κληθεί να βγάλει τη χώρα από το τέλμα της σημερινής κρίσης.    
Σε κάθε περίπτωση, μια χώρα που δεν μπορεί να προσλάβει τους δασκάλους που της χρειάζονται για να μορφώσει τα παιδιά της, δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει μια «κανονική χώρα»…

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ανασχηματισμός. Ε, και;


 
Δεν κομίζουν, σίγουρα, γλαύκα στην Αθήνα όλοι όσοι εδώ και μέρες επισημαίνουν ότι ποτέ κανένας ανασχηματισμός δεν άλλαξε τον ρου των πολιτικών πραγμάτων, αλλά  όσο διαβάζω και ξαναδιαβάζω τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, μου δημιουργείται η αίσθηση ότι η κατάσταση μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή που υπονοεί η συγκεκριμένη επωδός.
Αν εξαιρέσει κανείς την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη, ο οποίος διαθέτει όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για να ασκήσει τον σημαντικό ρόλο που του ανατέθηκε, δύσκολα μπορεί να βρεθεί μια από τις υπόλοιπες αλλαγές του κυβερνητικού σχήματος που να υπακούει σε κριτήρια αξιοσύνης και γνώσης του τομέα που αναλαμβάνει.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά οι κυβερνητικοί ιθύνοντες φαίνεται να προέκριναν και να ακολούθησαν την πεπατημένη των ισορροπιών -εσωκομματικών, γεωγραφικών και άλλων- στην ανάθεση των υπουργικών χαρτοφυλακίων, όπως μαρτυρά, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, η αύξηση των μελών του νέου υπουργικού συμβουλίου με την προσθήκη επιπλέον θέσεων υφυπουργών που μόνο στόχο έχει να βολευθούν μερικοί ακόμη κυβερνητικοί βουλευτές.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό. Είναι πρωτίστως ποιοτικό και αφορά τους στόχους που μπορεί να έχει και να υπηρετεί μια κυβέρνηση, στην οποία «αποκεφαλίζεται» σύσσωμη η πολιτική ηγεσία σε δύο νευραλγικά υπουργεία, όπως είναι το Παιδείας και το Υγείας –στο δεύτερο, μάλιστα, δεύτερη φορά σε δύο χρόνια.
Δικαίως, λοιπόν, πολλοί αναρωτιούνται, ήδη, για το πότε οι νεοείσακτοι υπουργοί και υφυπουργοί στα δύο αυτά υπουργεία, αλλά και σε άλλα, θα προλάβουν να ενημερωθούν για τις αρμοδιότητες τους και θα δρομολογήσουν λύσεις στα προβλήματα που θα βρουν εκεί και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν οι προκάτοχοί τους που απομακρύνθηκαν.
Πιστεύει, για παράδειγμα, κάποιος ότι ο Μάκης Βορίδης, που είναι νομικός, ο Λεωνίδας Γρηγοράκος, τουλάχιστον αυτός είναι γιατρός, και η Κατερίνα Παπακώστα, επίσης νομικός, θα καταφέρουν να βρουν κοινή γλώσσα, να μοιράσουν αρμοδιότητες και να βάλουν, σε εύλογο χρόνο, τάξη στο χάος που επικρατεί στον χώρο της Υγείας.
Το ίδιο ισχύει και για το υπουργείο Παιδείας, στο οποίο, από «καραμπόλα», όπως φαίνεται, βρέθηκε ο Ανδρέας Λοβέρδος, που είχε άλλες φιλοδοξίες και τώρα καλείται να «συγκατοικήσει» σε ένα υπουργείο που δεν ήθελε με δύο άπειρους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που βρέθηκαν εκεί, επειδή, μάλλον, δεν χωρούσαν πουθενά αλλού: ο ένας είναι πολιτικός μηχανικός και ο άλλος αθλητής που σπούδασε στη Γυμναστική Ακαδημία.
Δεν περιορίζεται, όμως, μόνον στα δύο αυτά υπουργεία ο αρνητικός αιφνιδιασμός που προοιωνίζεται ότι οι προοπτικές του νέου κυβερνητικού σχήματος δεν θα είναι –και δεν μπορεί να είναι- καλύτερες από εκείνες του προηγούμενου και της προσφοράς που είχε στους χειμαζόμενους από την κρίση Έλληνες πολίτες.
Η αντικατάσταση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης του Αθανάσιου Τσαυτάρη, ενός από τους ελάχιστους εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς που διέθεταν το σπάνιο προσόν να συνδυάζουν την τεχνοκρατική επάρκεια με το πολιτικό αισθητήριο, είναι ίσως η καλύτερη επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης.
Και μόνον το γεγονός ότι η σημερινή κυβερνητική ηγεσία έχει εξαγγείλει ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προτείνει το ασυμβίβαστο βουλευτή και υπουργού, αλλά, με εξαίρεση τον κ. Χαρδούβελη, στο νέο σχήμα έβαλε μόνον βουλευτές, δείχνει ότι τα κυβερνητικά λόγια απέχουν πολύ από τις πράξεις.
Γι΄ αυτό και οι όποιες εντυπώσεις μπορεί να δημιούργησε η καρατόμηση ορισμένων από τους υπουργούς που δικαιολογημένα βρέθηκαν εκτός κυβέρνησης –και σίγουρα δεν θα λείψει η παρουσία τους- θα είναι, μάλλον, πολύ πρόσκαιρες. Λίαν συντόμως οι πολίτες όταν θα ακούν ότι έγινε ανασχηματισμός, θα απαντούν: Ε, και; Αν δεν το κάνουν ήδη…

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;



            Μαζί με μας τους Έλληνες, σε περίπου δέκα μέρες καλούνται να ψηφίσουν και εκατομμύρια άλλοι πολίτες σε άλλες 27 ευρωπαϊκές χώρες. Σε χώρες με οικονομική κρίση και μνημόνια ή και χωρίς οικονομική κρίση και μνημόνια. Σε χώρες πλουσιότερες, όπως είναι οι περισσότερες βόρειες, ή φτωχότερες, όπως είναι οι πιο κοντινές μας βαλκανικές. Σε χώρες με ευρώ ή με εθνικά νομίσματα. Σε χώρες με υπερτροφικές ακραίες δυνάμεις, αλλά και σε χώρες με συμβατικά πολιτικά συστήματα και αδιατάρακτη πολιτική ομαλότητα.
            Παρακολουθώντας κανείς τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων, ενόψει των ευρωεκλογών, δυσκολεύεται να βρει πουθενά αλλού, ακόμα και εκεί που ανθούν εθνικιστικά και λαϊκίστικα αντιευρωπαϊκά κινήματα, το φραστικό πάθος και την εμφυλιοπολεμική ένταση που κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο με τον οποίο αντιμάχονται οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις.
            Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, αποτελεί, ίσως, ευτύχημα που ο πολύς κόσμος παρακολουθεί απαθώς από τον… καναπέ του τα όσα καταμαρτυρούν οι μεν στους δε. Γιατί, πραγματικά, αν έπαιρναν οι πολίτες τοις μετρητοίς τα όσα ένθεν κακείθεν λέγονται ή υπονοούνται πίσω από διχαστικές κορώνες για «δωσίλογους» και «υποτελείς των δυνάμεων κατοχής» ή για «υπονομευτές» και «επίδοξους καταστροφείς», το επόμενο βήμα θα ήταν να πάρουμε όλοι ό,τι πρόσφορο όπλο έχει ο καθένας στη διάθεσή του και να γίνει η Ελλάδα μέσα σε λίγες ώρες κάτι σαν την… ανατολική Ουκρανία.
            Δεν ξέρω αν είναι απλή απάθεια που οφείλεται, ενδεχομένως, στην… ανοσία που αποκτήσαμε ως λαός από τα πολλά χρόνια που τα αυτιά μας ακούν προεκλογικά να επαναλαμβάνονται «τα ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα» ή αν, ενδεχομένως, λειτουργεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο αυτό που είπε τις προηγούμενες μέρες φωναχτά ο Μανώλης Γλέζος, αναφερόμενος στην ενδεχόμενη ανάγκη στο άμεσο μέλλον για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας του κόμματός του με άλλες πολιτικές δυνάμεις.
            Είναι, αλήθεια, δύσκολο και θέλει πολλή σοφία και ίσως και… τρέλα σαν αυτή που διαθέτει ο Γλέζος για να παραδεχτεί προεκλογικά ένας πολιτικός ότι η χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται μπορεί να κάνει αποφασιστικά βήματα μπροστά μόνον με τη συνεργασία των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων και κυρίως εκείνων που θέλουν πραγματικά να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη και να μη διολισθήσει ακόμη περισσότερο στην υπανάπτυξη και στην ανέχεια.
            Ακόμη, όμως, και αν δεν είχε βρεθεί ο Γλέζος για να το πει δημόσια, θέτοντας ως μοναδική προϋπόθεση την αποκήρυξη των μνημονίων, που για το κόμμα του ως τώρα δεν αρκούσε ούτε καν για συνεργασία με πρόσωπα από άλλους χώρους σε Δήμους και Περιφέρειες, είναι η ίδια η πραγματικότητα που θα υποχρεώσει τον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει συμμαχίες εκεί που εμφανίζεται να βλέπει μόνον θανάσιμους εχθρούς και όχι απλά πολιτικούς αντιπάλους.
            Αν, για παράδειγμα, στις επικείμενες ευρωεκλογές πλειοψηφήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πετύχει, όπως υποστηρίζουν τα στελέχη του, τον μείζονα στόχο που είναι να ανατραπεί η σημερινή κυβέρνηση, ώστε, αργά ή γρήγορα, να οδηγηθεί η χώρα σε βουλευτικές εκλογές, ποια θα είναι η συνέχεια; Υπό τα σημερινά δεδομένα, η περίπτωση να κυβερνήσει αυτοδύναμα ούτε στα όνειρα των πιο φανατικών οπαδών του δεν βρίσκει έρεισμα.
            Εφόσον, λοιπόν, όλα πάνε κατ΄  ευχήν για τον ΣΥΡΙΖΑ, η πλέον πιθανή εξέλιξη είναι ότι θα χρειαστεί κυβερνητικούς συμμάχους, ακόμη, αν θέλετε, και για πρακτικούς λόγους, όπως είναι η πλειοψηφία των 180 βουλευτών που απαιτείται για να εκλεγεί νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και που στην παρούσα φάση η αξιωματική αντιπολίτευση διακηρύσσει ότι δεν δέχεται να αναδειχθεί από τη σημερινή Βουλή επειδή θεωρεί ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, πριν καν αυτή εκφραστεί.
            Και αν, υποτιθέστω, γίνουν βουλευτικές εκλογές τους επόμενους μήνες και δεν σχηματίζεται, όπερ και το απολύτως πιθανότερο, η αυξημένη προεδρική πλειοψηφία, θα αντέξει η χώρα και η οικονομία να ξαναπάμε σε νέες εκλογές στις αρχές του 2015, εξαιτίας της αδυναμίας να εκλεγεί νέος Ανώτατος Άρχοντας; Ο καθένας μπορεί, προσχηματικά ή από εμμονή, να δώσει όποια απάντηση θέλει στο ερώτημα, αλλά η μόνη που ακούγεται λογική είναι η αρνητική απάντηση.
Κακά τα ψέματα, όσοι δεν εθελοτυφλούν αναγνωρίζουν ότι το περισσότερο που μπορεί να προσδοκά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κυβερνητική συνεργασία είτε με τα υπολείμματα της όποιας Κεντροαριστεράς θα υπάρχει μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές, είτε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» με τη Νέα Δημοκρατία, που μοιάζει και το πιθανότερο, εφόσον καταφέρει, πράγματι, να την υποσκελίσει εκλογικά.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, παρακολουθώντας κανείς το διχαστικό κλίμα που επικρατεί τούτες τις προεκλογικές μέρες, δεν μπορεί παρά να επαναλάβει την εμβληματική φράση που αναφωνεί ο Χρήστος Τσαγανέας στην παλαιά ελληνική ταινία με τον (τόσο… ταιριαστό, στην περίσταση) τίτλο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται»: «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός»...

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ο τζίρος της τρόικας

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας είχε πει ότι «όταν έρχονται οι δανειστές μας στην Ελλάδα πέφτει ο τζίρος των καταστημάτων καθώς ο κόσμος νιώθει φόβο όποτε καταφθάνει  η τρόικα».
Δεν ξέρω αν υπάρχουν αξιόπιστες έρευνες που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κ. Στουρνάρα, ή αν πρόκειται για ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογηθεί η βαθιά ύφεση στην οποία εξακολουθεί να παραμένει η ελληνική οικονομία τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες που ο ίδιος έχει την ευθύνη της άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Θα είχε, πάντως, αξία αυτές τις μέρες που οι ελεγκτές της τρόικας κατέφθασαν και πάλι στα μέρη μας, να έβγαιναν στους δρόμους και στις πλατείες οι ερευνητές της ΕΛΣΤΑΤ για να μετρήσουν τις πραγματικές επιπτώσεις από τον φόβο που προκαλούν στον κόσμο οι τροϊκανοί και να τις συγκρίνουν με εκείνες που προκαλούνται από τα συνεχή «μπρος –πίσω» της κυβέρνησης.
Χωρίς να αμφισβητώ την ψυχολογική επίδραση που έχει στο εν γένει οικονομικό κλίμα και ειδικά στη λειτουργία της αγοράς η διαρκής ανασφάλεια που βιώνουμε για το αν και πότε θα λάβουμε την επόμενη δόση και ποια μέτρα θα θεωρηθούν κάθε φορά ως προαπαιτούμενα για την εκταμίευσή της, έχω την αίσθηση ότι είναι η αμφιθυμία της κυβέρνησης εκείνη που εντείνει περισσότερο την οικονομική αβεβαιότητα.
Γιατί, άραγε, από τις αρχές Δεκεμβρίου, που οι εκπρόσωποι των δανειστών μας εγκατέλειψαν την Αθήνα με την ιταμή δικαιολογία ότι θα πάνε πρώτα για σκι, χρειάστηκε να φθάσουμε στο τέλος Φεβρουαρίου για να καθοριστεί η ατζέντα της ελληνικής πλευράς απέναντι στις απαιτήσεις της τρόικας για απαρέγκλιτη εφαρμογή της περίφημης «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ;
Ποιος εμπόδισε όλο αυτό το διάστημα την κυβέρνηση να νομοθετήσει όσα από τα διαρθρωτικά μέτρα περιέχονται στην έκθεση του διεθνούς οργανισμού θεωρεί ότι μπορούν να γίνουν αποδεκτά από τη δική μας πλευρά, απορρίπτοντας την ίδια ώρα εκείνα που πιστεύει ότι είναι απαράδεκτα και βλαπτικά για την ελληνική κοινωνία;
Αν όντως η πλειονότητα των προτάσεων του ΟΟΣΑ, έστω το 80%, όπως λένε κυβερνητικοί παράγοντες, ευνοούν την ελληνική οικονομία, ποιος είναι ο λόγος για την καθυστέρηση που «έπαιξε» η κυβέρνηση, οδηγούμενη, εν τέλει, σε αποφάσεις που θα ληφθούν με το πιστόλι στον κρόταφο στέλνοντας στους Έλληνες πολίτες το μήνυμα ότι μας επιβάλλονται μέτρα που είναι εις βάρος μας;
Ας μην παραπονούνται, λοιπόν, ο κ. Στουρνάρας και οι άλλοι κυβερνητικοί ιθύνοντες για την πτώση του τζίρου που επιφέρει στην ελληνική αγορά η έλευση της τρόικας στη χώρα μας. Γιατί, αν μη τι άλλο, το μόνο σίγουρο είναι ότι τα παράπονά τους δεν πρόκειται να συγκινήσουν τον κ. Τόμσεν και την παρέα του, αφού δεν είναι εκείνοι που θα πληρώσουν τον «λογαριασμό».
Καλώς ή κακώς, οι παχυλές απολαβές των ελεγκτών της τρόικας και των τόσων άλλων εμπειρογνωμόνων της αλλοδαπής που επιστρατεύονται κάθε τρεις και λίγο για να μας επιβάλουν τα διάφορα –παραδεκτά και μη- μέτρα δεν εξαρτώνται από τον μειωμένο τζίρο των ελληνικών καταστημάτων.
Τον βαρύ λογαριασμό τον πληρώνουν με την φρενήρη άνοδο της ανεργίας οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι είναι πολύ πιθανόν ότι μόλις βρουν την ευκαιρία –στις επικείμενες εκλογές, για παράδειγμα- θα τον στείλουν στην κυβέρνηση.


(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 24.2.2014)

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αξεπέραστη κρίση της πολιτικής

            Την ώρα που η ΔΗΜΑΡ υπερψήφιζε* –και σωστά, αφού, καλώς ή κακώς, επρόκειτο για συμμόρφωση με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- τη διάταξη για την κατάργηση της δυνατότητας των νομίμων μεταναστών να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές, η εκλεγμένη με το ΠΑΣΟΚ ευρωβουλευτής κυρία Μαριλένα Κοππά, επικαλούνταν τη συγκεκριμένη –αναγκαστική, κατ΄ άλλα- νομοθετική πρωτοβουλία ως δικαιολογία για την αποχώρησή της από κόμμα που την ανέδειξε και την απόφασή της να συμπορευθεί με το κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη.
            Η υπόθεση αυτή δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία αν δεν ήταν ένα από τα πάμπολλα παραδείγματα που μαρτυρούν τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο (εξακολουθεί να) διεξάγεται η πολιτική στη χώρα μας και δεν έδειχνε πόσο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και της χώρας κινείται το λεγόμενο πολιτικό προσωπικό, το οποίο μάλλον δεν διδάχθηκε τίποτε από την γενικευμένη κρίση που βιώνουμε και αντανακλάται στην δικαιολογημένη απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται οι «επαγγελματίες» πολιτικοί.
            Από τον τρόπο που εξακολουθούν να δίνονται τα χρίσματα για τους εκλεκτούς των κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έως τη σπουδή της κυβέρνησης να διανείμει –προτού καν αυτό επικυρωθεί- το πρωτογενές πλεόνασμα με κριτήρια που ικανοποιούν μάλλον ψηφοθηρικές επιδιώξεις, είναι μακρύς ο κατάλογος με τα φαινόμενα πολιτικής αναξιοπιστίας που καταδεικνύουν ότι τα παθήματα του παρελθόντος που οδήγησαν στην κρίση δεν έγιναν μαθήματα.
Ο πολιτικός αμοραλισμός που συνιστούν οι μετακινήσεις πολιτικών στελεχών που χάνουν τα οφίτσια που είχαν ή προσδοκούσαν να έχουν, η παρεοκρατία που ζει και βασιλεύει, καταργώντας στην πράξη κάθε έννοια ιδεολογικής συνέπειας και προσήλωσης σε αρχές και αξίες, όπως και η εμμονή στην υιοθέτηση αιτημάτων με όρους «πελατειακής» ικανοποίησης, αποτελούν απτά δείγματα ότι ο δρόμος για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση είναι ακόμη πολύ μακρύς.
Όσο οι πολιτικοί θα αλλάζουν κόμματα επειδή, δήθεν, δεν συμμετέχουν στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση οι ελάχιστοι αλλοδαποί που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκλογές και όχι γιατί αυξήθηκαν σε αυτή την τετραετία κατά ένα εκατομμύριο οι άνεργοι και ανάμεσα τους είναι σίγουρα αρκετοί από τους μετανάστες ψηφοφόρους των τελευταίων δημαρχιακών αρχαιρεσιών, όσο θα σχεδιάζεται η διανομή του πλεονάσματος σε ομάδες πληθυσμού που θέλει να προσεταιρισθεί ή να μη χάσει το κυβερνών κόμμα, αποκλείοντας από αυτό εκείνους που απώλεσαν το 100% του εισοδήματος τους και είναι όσοι έχασαν τη δουλειά τους και την ελπίδα να την ξαναβρούν, η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Η βασικότερη αιτία, άλλωστε, για τα όσα βιώνουμε σήμερα που, σχεδόν κατά γενική ομολογία, δεν είναι άλλη από την έλλειψη σεβασμού σε κανόνες και θεσμούς σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και των συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων κομμάτων ως τις διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης και την συνδικαλιστική δράση, δεν φαίνεται, δυστυχώς, να αναιρείται.
Γι΄ αυτό προφανώς και αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους φανατικούς της μιας ή της άλλης πλευράς, ο πήχης των προσδοκιών της κοινωνίας, με ή χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα και ανεξαρτήτως του αν θα έχουμε ή όχι «αλλαγή φρουράς» το επόμενο διάστημα στην κυβερνητική εξουσία, παραμένει πολύ χαμηλά.  
             
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 19.2.2013)
*Υ.Γ.: Εκ των υστέρων η ΔΗΜΑΡ ανακοίνωσε ότι έδωσε αρνητική ψήφο στη διάταξη, αλλά αυτό σε τίποτε δεν αναιρεί τις επισημάνσεις της ανάρτησης.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Κάνε κι εσύ ένα κόμμα, μπορείς…

Ένας αστικός μύθος που, εν είδει ανεκδότου, κυκλοφορούσε τις προηγούμενες δεκαετίες ήθελε σε μια από τις «φυλές» της Αριστεράς και συγκεκριμένα τους αποκαλούμενους «τροτσκιστές» να ισχύει το εξής φαινόμενο: μόλις γίνονταν τρία τα μέλη μιας οργάνωσης διασπώνταν για να δημιουργήσουν ένα ακόμη νέο σχήμα.
Η παροδοξότητα αυτή που συντηρούσε επί δεκαετίες -και εν πολλοίς συντηρεί ακόμη- την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, φαίνεται να λαμβάνει, πλέον, πανδημικές διαστάσεις, αφού ανάλογες τάσεις δημιουργίας όλο και περισσότερων κομματικών σχηματισμών παρατηρούνται τόσο στο Κέντρο όσο και στη Δεξιά, τους χώρους που κατά το παρελθόν κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα και δεν άφηναν, παρά σπανίως και κατ΄ εξαίρεση, ζωτικό χώρο για να επιβιώσουν άλλα μικρότερα σχήματα.
Φιλοδοξίες –θεμιτές και μη-υπήρξαν πάντοτε, αλλά επί πολλές δεκαετίες έμοιαζε αξεπέραστη η περίφημη έκφραση του Ευάγγελου Αβέρωφ για «τα πρόβατα που τα τρώει ο λύκος όταν μένουν έξω από το (κομματικό) μαντρί». Έτσι, ακόμη και κάποια από τα ελάχιστα κόμματα που, ως αποσχίσεις από τους μεγάλους κομματικούς σχηματισμούς, κατάφεραν να επιβιώσουν προσωρινά, παίρνοντας το «εισιτήριο» για το Κοινοβούλιο, όπως η Εθνική Παράταξη το 1977, η ΔΗΑΝΑ το 1989, η Πολιτική Άνοιξη το 1993,το ΔΗΚΚΙ το 1996 και ο ΛΑΟΣ το 2007, στην επόμενη ή στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, έμεναν εκτός Βουλής και αργά ή γρήγορα εξαφανίζονταν από τον πολιτικό χάρτη.
Η βαθιά κρίση, ωστόσο, του πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η έλευση της μνημονιακής εποχής και η συνακόλουθη κατάρρευση του παραδοσιακού πελατειακοκεντρικού τρόπου συγκρότησης των κομμάτων εξουσίας που οδήγησε στην  υποχώρηση των δυνάμεων της Νέας Δημοκρατίας και στην καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, άφησαν ελεύθερο πεδίο σε νεοπαγή σχήματα, τα οποία από το ιδεολογικό… πουθενά βρέθηκαν, στις εκλογές του 2012, να διεκδικούν και σε ορισμένες περιπτώσεις να πετυχαίνουν την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση.
Στην πρώτη από τις δύο απανωτές κάλπες που στήθηκαν προ διετίας, τα κόμματα που κατήλθαν στον εκλογικό στίβο  έφθασαν τα τριάντα, αριθμός που, όπως όλα δείχνουν, θα ξεπεραστεί κατά πολύ στις επικείμενες ευρωεκλογές του Μαΐου, καθώς ο χαρακτήρας της αναμέτρησης και ο περιορισμένος αριθμός των υποψηφίων που απαιτείται για να συγκροτηθεί το ευρωψηφοδέλτιο διευκολύνουν την κάθοδο στην αναμέτρηση σοβαρών και μη σχημάτων, όπως αυτά που «φυτρώνουν» τελευταία σαν τα… μανιτάρια.
Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι σχεδόν δεν περνάει μέρα που να μην ακούσουμε ή να μη διαβάσουμε για τη δημιουργία κάποιου νέου σχήματος, μάλλον δεν θα αποτελέσει έκπληξη ότι σε αυτές τις εκλογές πιθανότατα θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ, στη χώρα μας, αλλά ίσως και πανευρωπαϊκά, συμμετοχής στις κάλπες κομματικών σχηματισμών που διεκδικούν την ψήφο μας και ορισμένοι εξ αυτών –οι πλέον «ψωνισμένοι»- τη δυνατότητα να μας… σώσουν.
Το εκπληκτικό, πάντως, είναι ότι αρκετά από τα εμφανιζόμενα ως «νέα» σχήματα, δεν είναι παρά ηγετικά μορφώματα, χωρίς κανένα πραγματικό λαϊκό έρεισμα, που στήνονται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από πρόσωπα τα οποία διαδραμάτισαν ρόλους κατά το παρελθόν –με θητείες σε υπουργικούς θώκους ή σε άλλα κρατικά αξιώματα- χωρίς να καταφέρουν να αφήσουν κάποιο ουσιώδες αποτύπωμα ή να έχουν να παρουσιάσουν μια στοιχειώδη συμβολή στην επίλυση προβλημάτων.
Θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι ορισμένα, έστω, ψήγματα  αυτογνωσίας ή και η αποδοκιμασία που στο παρελθόν έχουν εκφράσει στο πρόσωπό τους οι εκλογείς, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για αρκετούς εξ αυτών. Όπως θα ανέμενε από πολύ περισσότερους να συναισθανόταν ότι, τουλάχιστον, σε αυτή τη φάση της γενικευμένης κρίσης η χώρα έχει, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη την συνένωση των δυνάμεων.
Πλην, όμως, φεύ! Με τα τόσα… «ψώνια» που έστειλε στα κοινοβουλευτικά έδρανα η τελευταία, ιδιαιτέρως οργισμένη, ετυμηγορία των συμπολιτών μας, δυστυχώς έχουν ανοίξει τόσο πολλές… ορέξεις που είναι μάλλον αδύνατον να αποφύγουμε αυτό που μας περιμένει όσο θα πλησιάζουμε προς τις κάλπες του Μαΐου.
Από μια άποψη, βεβαίως, μπορεί αυτή η διαδικασία να αποδειχθεί, εν τέλει, «καθαρτήρια». Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι οι Έλληνες πολίτες, που θα έχουν ενώπιον τους τόσες πολλές επιλογές, θα καταφέρουν να διακρίνουν και να κρατήσουν στον αφρό το πραγματικά νέο -ανεξαρτήτως ηλικίας. Και συνάμα θα στείλουν στα εκλογικά «Τάρταρα» τα παλαιά και φθαρμένα υλικά, έστω και αν εμφανίζονται ως αναπαλαιωμένα ή αν έχουν φορέσει τη μάσκα του καινούργιου. Για να δούμε…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 30.1.2014)

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ο ναύαρχος Τούμπας και οι σύγχρονοι κωλοτούμπες

Ο ναύαρχος Ιωάννης Τούμπας υπήρξε ένας από τους πιο μπαρουτοκαπνισμένους ήρωες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Διακρίθηκε και έτυχε διεθνούς αναγνώρισης για τα παράτολμα κατορθώματά του ως κυβερνήτης σκαφών του συμμαχικού στόλου που ναυμαχούσαν με γερμανικά υποβρύχια για τον έλεγχο της Μεσογείου.
Μεταπολεμικά έφθασε ως το αξίωμα του Αρχηγού Στόλου και μετά την αποστρατεία του πολιτεύθηκε, εκλεγόμενος ανελλιπώς από το 1956 βουλευτής με το Κέντρο. Στην πρώτη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, το 1963, έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και στην επόμενη που σχηματίστηκε λίγο αργότερα, μετά τη δεύτερη θριαμβευτική εκλογική νίκη της παράταξής του, ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών.
Όταν, στις αρχές του -καθοριστικού για τις επελθούσες πολιτικές εξελίξεις- 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να τον μετακινήσει από το υπουργικό πόστο, ο ναύαρχος Τούμπας, κατά τα δημοσιεύματα της εποχής, «αντετάχθη δια σοβαρούς εθνικού λόγους» στη διαδοχή του από τον Ηλία Τσιριμώκο, επειδή ο τελευταίος προερχόταν από την Αριστερά και ο Τύπος της αντιπολιτευόμενης τότε Δεξιάς τον αποκαλούσε «κατσαπλιά».
Ο τιμημένος στρατιωτικός, μάλιστα, ζήτησε ακρόαση από τον Βασιλιά για να διαμαρτυρηθεί, ενώ αρνήθηκε να συμμετάσχει στο νέο Υπουργικό Συμβούλιο του Παπανδρέου, με το επιχείρημα ότι η υπουργοποίηση του Τσιριμώκου οδηγούσε «εις Κυβέρνησιν Κερένσκυ», από το όνομα του τελευταίου πρωθυπουργού της τσαρικής Ρωσίας πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Επτά μήνες αργότερα, όπως εύστοχα σημειωνόταν πρόσφατα στη στήλη «Ο Φιλίστωρ» της Καθημερινής, ο ναύαρχος Τούμπας συμμετέσχε ως υπουργός Δημοσίων Έργων στη δεύτερη κυβέρνηση των «Αποστατών» που σχηματίστηκε με πρωθυπουργό τον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος είχε πλέον τις ευλογίες του Παλατιού αλλά και όλων όσοι επιθυμούσαν την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου.
Θυμήθηκα την υπόθεση αυτή με αφορμή τα όσα συμβαίνουν τελευταία στο Κοινοβούλιο με τις αποστασιοποιήσεις, τις μετακινήσεις και τις διαγραφές βουλευτών, που παραπέμπουν στα ακραία φαινόμενα πολιτικού αμοραλισμού που προηγήθηκαν των γεγονότων του 1965 και στις ανώμαλες πολιτικά εξελίξεις που επέφεραν.
Μισό αιώνα αργότερα, θα περίμενε κανείς ότι στο συλλογικό ιστορικό υποσυνείδητο η κάθε είδους αποστασία να ήταν μια πράξη απολύτως καταδικαστέα, όπως και οι συνεχείς «κωλοτούμπες» στις οποίες επιδίδονται εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Έθνους. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι τα κόμματα ως συλλογικοί φορείς θα έπαυαν να είναι αρχηγικά και θα λειτουργούσαν με -στοιχειώδεις, έστω- δημοκρατικές διαδικασίες.
Δυστυχώς, ωστόσο, δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αφού ούτε τα κόμματα λειτουργούν δημοκρατικά, ούτε καταδικάζονται οι αποστασιοποιηθέντες, οι οποίοι τις περισσότερες φορές διατηρούν τις έδρες τους, με το επιχείρημα –βάσιμο, σε λίγες περιπτώσεις- ότι δεν παρέβησαν την –μάλλον… ευρύχωρη- δεοντολογία. Κάπως έτσι, μόνον στην τρέχουσα σύνθεση της Βουλής, που μετρά θητεία μόλις ενάμισι έτους, είναι περισσότεροι από 20 βουλευτές, οι οποίοι έχουν αλλάξει στέγη, είτε παραμένοντας «ανεξάρτητοι» είτε έχοντας ενταχθεί σε άλλες κοινοβουλευτικές ομάδες από εκείνες με τις οποίες εξελέγησαν.
Το ακόμη πιο απογοητευτικό, πάντως, είναι το πολύ χαμηλό επίπεδο που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του σημερινού πολιτικού προσωπικού, προϊόν, προφανώς, των επιλογών θυμού που έκαναν πολλοί ψηφοφόροι στη δίδυμη εκλογική αναμέτρηση του 2012, στέλνοντας στη Βουλή πρόσωπα που δεν τιμούν το αξίωμα που κατέχουν.
Διότι όσο και αν συμφωνεί κάποιος με τις -μάλλον δικαιολογημένες-… συνταξιοδοτήσεις στις οποίες οδηγήθηκε ένα μεγάλο μέρος του παλαιού και, κατά πολλούς, φθαρμένου πολιτικού δυναμικού, δύσκολα μπορεί να εκφραστεί θετικά για τους αντικαταστάτες τους, αρκετοί εκ των οποίων συμπεριφέρονται, εντός και εκτός Βουλής, ως... τυχάρπαστα μέλη περιοδεύοντος θιάσου παρά ως υπεύθυνοι εκπρόσωποι σκεπτόμενων πολιτών.
Το αρχέτυπο του ψηφοθήρα βουλευτή που έδινε βάση στις πελατειακές σχέσεις, το οποίο επικράτησε τις προηγούμενες δεκαετίες, τείνει, δυστυχώς, να αντικατασταθεί από το νέο πρότυπο του θορυβοποιού πολιτικού, ο οποίος κερδίζει πόντους όχι επειδή ασκεί τα νομοθετικά και ελεγκτικά του καθήκοντα, για τα οποία εξελέγη, αλλά γιατί στήνει καβγάδες, εκτοξεύει απειλές και χρησιμοποιεί ακραίο βερμπαλιστικό λόγο που χαϊδεύει αυτιά.
Τουλάχιστον ο ναύαρχος Τούμπας, με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το σημείωμα, μπορεί να αποστάτησε, αλλά έμεινε στην Ιστορία και για τις ηρωικές του πράξεις στα πραγματικά δύσκολα χρόνια της Κατοχής, ενώ μεταγενέστερα έγινε και Πρόεδρος στην Ακαδημία Αθηνών. Αναρωτιέμαι, για ποιους… ηρωισμούς μπορεί να μείνουν στη συλλογική μνήμη ορισμένοι από τους θορυβοποιούς του σήμερα, οι οποίοι, ελέω κρίσης, κάθονται στα κοινοβουλευτικά έδρανα, παρότι ψηφίστηκαν από 800 ή 1.000 συμπολίτες τους και χωρίς να έχουν να επιδείξουν κάποια ουσιώδη – επαγγελματική ή άλλη- διάκριση στην προηγούμενη ζωή τους…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.1.2014)