Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ολυμπιακοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ολυμπιακοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

«Μπλοκάκι» ή εκδρομικός σάκος;



Η πρόσφατη τηλεοπτική εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ήρθε να υπογραμμίσει με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την αέναη διαπάλη ανάμεσα στις δύο Ελλάδες: την Ελλάδα της σοβαρότητας, των τεκμηριωμένων θέσεων και της εστίασης στο αποτέλεσμα, που  αντιπαλεύει με την Ελλάδα της μπουρδολογίας, των μεγαλόστομων διακηρύξεων και της επιδίωξης των πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων. 
Η εικόνα του πρώην πρωθυπουργού (στον Σκάι) να επιχειρηματολογεί, παραθέτοντας πίνακες με στοιχεία σχεδόν για κάθε τι το οποίο έλεγε, υπήρξε εντυπωσιακή, κυρίως αν επιχειρήσει να την αντιπαραβάλει κανείς με το θέαμα που εμφανίζουν αρκετοί από εκείνους οι οποίοι στελέχωσαν τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την οκταετία Σημίτη με τα γνωστά αποτελέσματα και της μιας και της άλλης περιόδου.
Τι να πρωτοθυμηθεί κάποιος; Τον υπουργό Οικονομικών της διάδοχης κυβέρνησης ο οποίος άφησε άναυδη τη νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ όταν, κατά τον ισχυρισμό της τελευταίας, κάνοντας λογαριασμούς πάνω στη… χαρτοπετσέτα από το τραπέζι που της παρέθετε, προσπάθησε να την πείσει ότι είχε καταφέρει να σώσει από την παγκόσμια κρίση την ελληνική οικονομία που μερικούς μήνες αργότερα χρεοκόπησε;
Αλλά δεν είναι μόνο η… σημειολογία των λογαριασμών της χαρτοπετσέτας που μπορεί να θεωρηθεί και μεμονωμένο περιστατικό. Είναι, πολύ περισσότερο, το «σύνδρομο του… εκδρομικού σάκου» που φαίνεται να βαρύνει τους περισσότερους ιθύνοντες της ελληνικής οικονομίας κατά την μνημονιακή περίοδο. Το θέαμα της προσέλευσης στις συνεδριάσεις του Ecofin ή του Eurogroup με εκδρομικό σάκο πλάτης αντί για χαρτοφύλακα είναι αποκλειστικά ελληνική πατέντα. Και αποτελεί μάλλον δηλωτικό της νοοτροπίας που διακατέχει όσους ακολουθούν τον συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα. 
Με αποκορύφωμα την περίοδο Βαρουφάκη, που η προσέλευση της ελληνικής αντιπροσωπείας περιλάμβανε και την μοναδικότητα των εμφανίσεων στις επίσημες συνεδριάσεις με… τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος για τη σκοπιμότητα τέτοιων επιλογών. Όποια εξήγηση, ωστόσο, και αν δοθεί, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι… εκδρομικοί τύποι που μας εκπροσωπούν στις Βρυξέλλες και αλλού αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που δεν αρέσκεται στα στοιχεία, απορρίπτει την αντιπαράθεση που βασίζεται σε αυτά και προτιμά την καταφυγή στην ευκολία αστείων επιχειρημάτων του τύπου «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς».
Όλοι αυτοί, όπως και όσοι συμπορεύονται μαζί τους, αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που θεωρούσε και θεωρεί τον Κώστα Σημίτη «λογιστάκο». Την Ελλάδα που λοιδορούσε το περιβόητο «μπλοκάκι» στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός κατέγραφε όλα όσα αφορούσαν τη δουλειά τη δική του και των συνεργατών του: σχεδιασμούς, προτεραιότητες, εκκρεμότητες, εξαγγελίες και ό,τι άλλο έπρεπε να υλοποιηθεί εντός ορισμένου χρονικού ορίου.  
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα του Σημίτη δεν ήταν… επίγειος παράδεισος. Χάρις, όμως, και στο πολυσυζητημένο «μπλοκάκι», υπήρξε, από πολλές απόψεις και κυρίως από τη σκοπιά της γενικής ευημερίας των Ελλήνων, η καλύτερη περίοδος από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, όπως καταδεικνύουν οι… επάρατοι αριθμοί. Γι’ αυτό, μάλλον μόνον όποιος φοράει παραμορφωτικούς φακούς μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 ήταν μια χώρα που προσέγγιζε την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Ήταν, αναμφισβήτητα, η πλέον αισιόδοξη εποχή που βίωσε η χώρα, η οποία, με τα καλά της και τα στραβά της, έβαζε υψηλούς στόχους, πάσχιζε γι΄ αυτούς και τις περισσότερες φορές τούς πετύχαινε. Όση, για παράδειγμα, προπαγανδιστική διαστρέβλωση και αν ασκηθεί από τους αρνητές των αριθμών, η Ολυμπιάδα του 2004 δεν πρόκειται να πάψει να είναι το πιο περίπλοκο εγχείρημα που έφερε εις πέρας η μικρή Ελλάδα. Αν μάλιστα είχαν αξιοποιηθεί καταλλήλως από τους επόμενους τα έργα, τα οποία μαζί με τις συνοδευτικές υποδομές κόστισαν, σύμφωνα με επίσημη μελέτη, περίπου 10 δισ. ευρώ, οι Αγώνες όχι μόνον δεν θα συνέβαλαν στην χρεοκοπία, που εξελίχθηκε πέντε χρόνια μετά, αλλά θα μπορούσαν να την είχαν αποτρέψει.
Σε αντίθεση με τους μάλλον μετριοπαθείς τόνους που χαρακτήρισαν την κριτική την οποία άσκησε ο πρώην πρωθυπουργός στη συνέντευξή του, οι αντιδράσεις από τους επικριτές του υπήρξαν οξύτατες. Δεν προκαλεί, πάντως, εντύπωση ότι οι περισσότεροι από όσους αντέδρασαν στα λεγόμενά του –τωρινοί αλλά και παλαιότεροι κυβερνώντες, κατά βάση- δεν βρήκαν σοβαρά στοιχεία για να τον αντικρούσουν.
Προτίμησαν, έτσι, να οχυρωθούν πίσω από γενικότητες για τα κρούσματα διαφθοράς και διαπλοκής που σημειώθηκαν επί των ημερών του. Λες και η Ελλάδα πριν ή μετά τη δική του εποχή ήταν το απαύγασμα της διαφάνειας ή ότι μετέπειτα τα έργα δεν τα έπαιρναν και τα παίρνουν οι ίδιοι ακριβώς εργολάβοι. Πόσω μάλλον που ο ίδιος όχι μόνον δεν ενεπλάκη προσωπικά σε σκοτεινές υποθέσεις –παρόλο που κάποιοι αετονύχηδες ενθυλάκωσαν μέχρι τη σύνταξη του καθηγητή που είχε παραχωρήσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- αλλά, οπότε υπέπεσαν στην αντίληψή του καταγγελίες ή στοιχεία, υπήρξε άτεγκτος με τον περίγυρό του.
Για να έχουμε, πάντως, ένα μέτρο των πραγμάτων, αρκεί να δει κανείς τη σύνθεση των επικριτών του: η μεγάλη πλειονότητά τους προέρχεται είτε από την κατηγορία εκείνων που επικρότησαν το άρον – άρον κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τυχόν αδικήματα που θα μπορούσαν να βαρύνουν πολιτικούς της επόμενης περιόδου είτε από τις τάξεις όσων τους είχαν συνεπάρει… πρωτότυπες ιδέες όπως το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» και αποκαλούσαν στην αρχή «asset της κυβέρνησης» και εν συνεχεία «ανόητο» τον «διαπραγματευτή με τα πουκάμισα έξω».
Κατά τα φαινόμενα, δεν είναι τυχαία η συμπόρευση των δύο αυτών κατηγοριών. Τους ενώνει η απέχθεια προς τα στοιχεία που μπορεί να είναι καταγεγραμμένα σε «μπλοκάκια» και να εκθέτουν όσους προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις με εκδρομικούς σάκους στην πλάτη.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Το Μουντιάλ, οι Γερμανοί και εμείς

Την ώρα που οι δικοί μας ποδοσφαιριστέςοι οποίοι συμμετείχαν στο Μουντιάλ έστελναν από τη Βραζιλία γράμμα απόγνωσης στον πρωθυπουργό για να του πουν ότι δεν θέλουν πριμ για τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά ένα προπονητικό κέντρο που λείπει παντελώς από τη χώρα μας μετά το κλείσιμο του Αγίου Κοσμά, οι Γερμανοί συνάδελφοί τους απολάμβαναν κάτι που καμία άλλη ομάδα από τις συμμετέχουσες στο Μουντιάλ δεν μπορούσε να διανοηθεί: ένα ολόδικο τους προπονητικό κέντρο που κατασκευάστηκε μέσα σε λίγους μήνες στην άλλη άκρη του κόσμου.
Αμέσως μετά την κλήρωση των αγώνων, τον περασμένο Δεκέμβριο, Γερμανοί αρχιτέκτονες ταξίδεψαν στη Βραζιλία και επέλεξαν ένα ιδανικό μέρος για να εγκλιματισθούν οι συμπατριώτες τους ποδοσφαιριστές στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής και έστησαν εκεί ένα προπονητικό κέντρο που, εκτός των άλλων, εξασφάλιζε την απομόνωση των παικτών αλλά,ταυτόχρονα, καιτην εύκολη πρόσβασή τους προς τα στάδια που επρόκειτο να αγωνιστούν.
Μετά τους αγώνες του Μουντιάλ, οι εγκαταστάσεις θα αξιοποιηθούν ως τουριστικός προορισμός και τα χρήματα που επενδύθηκαν σε 14 διώροφες επαύλεις θα αποσβεστούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και θα αφήσουν και κέρδη σε εκείνους που εκπόνησαν και χρηματοδότησαν το σχέδιο. 
Η συνέχεια της ίδιας είδησης θα μπορούσε να είναι αυτό που τώρα αποκαλύπτεται: επί δύο χρόνια οι σπουδαστές της Αθλητικής Σχολής της Κολωνίας (κάτι, υποτίθεται, σαν τα δικά μας ΤΕΦΑΑ) μελετούσαν τα πάντα γύρω από τους Βραζιλιάνους παίκτες και έδωσαν έτοιμη δουλειά στο προπονητικό τημ της Εθνικής Ομάδας τους, το οποίο κατέστρωσε το σχέδιο που οδήγησε στο αδιανόητο 7-1 με το οποίο σάρωσαν οι Γερμανοί τους διοργανωτές του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κανείς ότι ένα ελληνικό Πανεπιστήμιο –από τα ουκ ολίγα που έχουμε…- μπορούσε να αναλάβει και να φέρει σε πέρας ένα αντίστοιχο πρόγραμμα;  Δεν νομίζω. Όταν οι ιθύνοντες του ποδοσφαίρου μας δεν ήξεραν ποιος και γιατί έβγαλε εισιτήριο στον Φερνάντο Σάντος για να γυρίσει στην Πορτογαλία και να μην συνοδεύσει τους ποδοσφαιριστές του στην επιστροφή στην Αθήνα, πάει πολύ να σκεφθεί κάποιοςότι θα κάνουν τόσο… πολύπλοκα πράγματα.
Αλλά, ακόμη χειρότερα, πως μπορεί να περιμένει κανείς σχέδια για κατασκευή προπονητικού κέντρου στο εξωτερικό, από μια χώρα στην οποία, μόλις πριν από δέκα χρόνια καταχρεώθηκε για να διασπαρούν σε όλη την Αττική στάδια, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, που τώρα προορίζονται για… εμπορικά κέντρα, ενώ η Εθνική Ομάδα παραμένει ανέστια και απαιτείται η παρέμβαση του πρωθυπουργού για να μπορέσουν να προπονούνται οι διεθνείς ποδοσφαιριστές μας για τις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις.
Κακοφάνηκε σε πολλούς Έλληνες ο αποκλεισμός της Εθνικής Ομάδας από το Μουντιάλ. Όπως στους περισσότερους εξ αυτών μάλλονκακοφάνηκε,για λόγους που έχουν να κάνουν με τα εθνικά μας στερεότυπα –«να μη χαρεί η Μέρκελ» και άλλα τέτοια φοβερά «επιχειρήματα»- η σαρωτική επικράτηση των Γερμανών επί των Βραζιλιάνων, αλλά και η υψηλή πιθανότητα να φέρουν το τρόπαιο πίσω στην Ευρώπη.
Κακά τα ψέματα, όμως, και οι αυταπάτες. Όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω, ήταν μια επικράτηση που δεν ήρθε διόλου τυχαία, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας επιστημονικά οργανωμένης δουλειάς που στη συγκεκριμένη χώρα γίνεται ακόμη και στο ποδόσφαιρο. Το ίδιο ακριβώς, δηλαδή, που δεν γίνεται εδώ. Και φυσικά όχι μόνο στο πδοδόσφαιρο…

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αναπολώντας την Ελλάδα των Ολυμπιακών


Στην αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της Ολυμπιάδας του Λονδίνου, η μνήμη γυρνά πίσω στους «δικούς μας» Αγώνες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στην Ελλάδα του 2004, που ήταν στο επίκεντρο όλου του πλανήτη ως θετικό πρότυπο μικρής χώρας που μπορεί να φέρει σε πέρας μεγάλα εγχειρήματα.
Είμαι από εκείνους που “έζησαν” έντονα την ανάταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας εκείνη την περίοδο, με τους χιλιάδες εθελοντές και όχι μόνο που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Προμηθεύτηκα έγκαιρα εισιτήρια για να παρακολουθήσω τους Αγώνες και συμμετείχα –συν γυναικί και τέκνοις- στις δύο λαμπαδηδρομίες που έγιναν με την ολυμπιακή φλόγα, τη μια εξ αυτών στη διαδρομή από την Πλαταριά προς τα Σύβοτα.  
Μεταφέροντας, μάλιστα, την εμπειρία μου –που την επανέλαβα και στους Παραολυμπιακούς- έγραφα τότε («Το Βήμα» 10.08.2004) τα εξής: «Κι όταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με τις γνωστές γκρίνιες για το κόστος των Αγώνων και τη συμβολή του στην ερήμωση της περιφέρειας, διανθισμένες με τοπικά παράπονα, όπως γιατί δεν πέρασε η φλόγα από την ακριτική Σαγιάδα ή το ιστορικό Σούλι, νοιώθεις έντονη την ανάγκη να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης».
«Και το κάνεις εύκολα περιγράφοντας ως αυτόπτης την ευλάβεια και το δέος με το οποίο ντόπιοι αλλά και ξένοι παραθεριστές στην παραλία των Συβότων, κρατούσαν στα χέρια τους τη δάδα που ευγενικά σού είχαν ζητήσει να τους επιτρέψεις να φωτογραφηθούν μαζί της», κατέληγα σε εκείνο το κείμενο.
Δεν ξέρω πόσο ακριβώς συνέβαλε η διεξαγωγή των –αναμφισβήτητα- υπερβολικά «πολυτελών» Αγώνων, που οργανώσαμε, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου που κατέληξαν στη δεινή οικονομική κρίση που “εγκαταστάθηκε” στη χώρα τέσσερα χρόνια και είναι ακόμη εδώ.
Βλέπετε, από ό,τι γνωρίζω, αναλυτικός οικονομικός απολογισμός για το συνολικό κόστος των Αγώνων δεν έγινε ποτέ, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη όταν αφορά μια χώρα που ακόμη σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιη για τους ποιους, πόσο και γιατί πληρώνει το ελληνικό δημόσιο.
Έχω, ωστόσο, υπόψη μου κάποιους παλαιότερους υπολογισμούς που ήθελαν το κόστος να κυμαίνεται περί τα 10 δισ. δραχμές, ποσό που δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο αν είχαν αξιοποιηθεί όλα τα έργα που έγιναν εξ αφορμής των Αγώνων και ορισμένα από τα οποία παραμένουν ως σήμερα ανεκμετάλλευτα.  
Για να έχουμε μια αίσθηση της τάξης των μεγεθών, επικαλούμαι επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία την 6ετία 2004-2009, οι κρατικές δαπάνες (χωρίς τους τόκους) αυξήθηκαν 50%, όταν η μέση αύξηση στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου (σχεδόν το 70% των συνολικών) αυξήθηκαν 41%, όταν στους 27 αυξήθηκαν 20%.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 25%, ενώ στους 27 μόνο κατά 11%. Κάπως έτσι, στο δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί από τα 183 δισ., που ήταν στο τέλος του 2003, στα 300 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2009, αυξημένο, δηλαδή, κατά 63%, ενώ στους 27 μόνο 33%.
Άρα, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν δεν είχαμε οργανώσει τους Ολυμπιακούς, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά για μας και με αυτές τις επιδόσεις κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο δεν βρίσκω πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθιά ύφεση, όταν εκείνο που έλειψε τα επόμενα χρόνια ήταν το οικονομικό σχέδιο για την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Οκτώ χρόνια μετά, έχω την εντύπωση ότι από εκείνο το μοναδικό επίτευγμα των Ολυμπιακών του 2004, μας έμεινε μόνον η αίσθηση του Έλληνα «καταφερτζή». Και, δυστυχώς, τίποτε άλλο. Αλλά και αυτό, πιστεύω ότι δεν είναι λίγο. Αν, ακόμη και τώρα, πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και, όπως τότε πήραμε “χρυσό μετάλλιο” στην οργάνωση των Αγώνων, τώρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μετάλλιο στην προσπάθεια για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Και στις δημοκρατίες υπάρχουν αδιέξοδα!

Με τόσα ελλείμματα να κατατρύχουν αυτή τη χώρα (εμπορικό, δημοσιονομικό και πάει λέγοντας), δεν θα μπορούσε παρά όλα αυτά να ισοσκελίζονται με κάποια πλεονάσματα, όπως τα… πλεονάσματα του ανορθολογισμού, του λαϊκισμού και της γενικευμένης ανευθυνότητας, που βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, με αποτέλεσμα να οδηγούνται οι μετεκλογικές εξελίξεις σε ένα άνευ προηγουμένου πολιτικό αδιέξοδο.
Άλλωστε, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεν θα βρισκόμαστε στην προ των τελευταίων εκλογών κατάσταση, η οποία καθόρισε, εν πολλοίς, και το αποτέλεσμα της κάλπης της 6ης Μαΐου. Επί σειρά ετών οι Έλληνες πολίτες «εκπαιδεύονται» να ζουν στο παρόν, να «ωραιοποιούν» το παρελθόν, να αδιαφορούν για το μέλλον και, κυρίως, να πιστεύουν ότι σε αυτή τη χώρα όλα μπορούν να γίνονται και μάλιστα χωρίς συνέπειες.
Μπορούν, επί παραδείγματι, να γίνονται Ολυμπιακοί Αγώνες και το δυσβάστακτο κόστος τους να πληρώνεται με δανεικά. Μπορεί, επίσης, μια τόσο μικρή χώρα να πρωταγωνιστεί, επί δύο δεκαετίες, στο ευρωπαϊκό μπασκετικό στερέωμα και κανείς να μη συνδέει το γεγονός αυτό με τον πολλαπλασιασμό από χρόνο σε χρόνο της φαρμακευτικής δαπάνης που καταγράφηκε την ίδια περίοδο.
Με αυτά και με πολλά άλλα, μικρά και μεγάλα, η παγκόσμια οικονομική κρίση βρήκε παντελώς απροετοίμαστη την ελληνική κοινωνία για τα δύσκολα που είχε και έχει μπροστά της. Μοιραία, λοιπόν, οι ψηφοφόροι επέλεξαν, για μια ακόμη φορά, τον διαφαινόμενο δρόμο της ευκολίας, αδιαφορώντας για το κρίσιμο διακύβευμα όλων των εκλογικών αναμετρήσεων, που, κατά τη γνώμη μου, δεν άλλο από την απόφαση για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ορισμένοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα γεγονότα των ημερών με ανιστόρητες αναλογίες, όπως ο παραλληλισμός του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου, συγχέοντας πρόσωπα, εποχές και περιστάσεις και θυμίζοντας τη γνωστή ρήση για τη «φάρσα» της ιστορικής επανάληψης.
Αγνοούν όλοι αυτοί ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, εκτός από χαρισματική πολιτική προσωπικότητα, είχε ένα μοναδικό, για την ελληνική πολιτική τάξη της εποχής του, επιστημονικό υπόβαθρο, αλλά κυρίως δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι κινήθηκε σε γεωπολιτικές προσλαμβάνουσες που καμία σχέση δεν έχουν με τη σημερινή πραγματικότητα.
Αναμφίβολα, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ο ηγέτης της εποχής του. Υπήρξε ο πολιτικός που εξέφρασε τα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα εκείνης της περιόδου, αλλά, συνάμα, καθοδήγησε, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο επιτυχημένα, τις ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις σε μια εποχή, εντελώς διαφορετικής από τη σημερινή.
Ναι μεν, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, ερχόμενος στην εξουσία, το 1981,  εφήρμοσε τις -αναγκαίες για την εποχή- κεϊνσιανές πολιτικές, προς την κατεύθυνση της αναδιανομής των εισοδημάτων, είναι, όμως, ο ίδιος που, όταν απαιτήθηκε από τις εσωτερικές και διεθνείς περιστάσεις, έδωσε το «σήμα» της περιοριστικής πολιτικής και του περιορισμού του δημοσίου χρέους, προσπάθεια που ξεκίνησε επί των ημερών της δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας του και κατέληξε με την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ.
Εκείνο, όμως, που, κατά την άποψή μου, τον διαφοροποιεί περισσότερο από πολλούς άλλους ηγέτες εκείνης της περιόδου, αλλά και μεταγενέστερους, είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, στις κρίσιμες στιγμές για τη χώρα, δεν αρνήθηκε την ανάληψη της ευθύνης. Ξανοίχτηκε στον διπολικό, τότε, κόσμο, έκανε συμμαχίες, όπου μπορούσε, χωρίς να αποφύγει τις συγκρούσεις με προσωπικότητες όπως ο Ρ. Ρήγκαν και η Μ. Θάτσερ.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, όλα αυτά δεν αποτελούν παρά παρελθοντολογία, πολύ μακρινή και άσχετη από τις σημερινές ανάγκες. Ένοιωσα, ωστόσο, την ανάγκη να κάνω τούτες τις επισημάνσεις, παρακολουθώντας, με μεγάλη ανησυχία, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο μετεκλογικός δημόσιος διάλογος, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, πόρρω απέχει από τη συνειδητοποίηση της δραματικής κατάστασης που βιώνουμε.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τούτες τις μέρες, μου μοιάζει ως απόλυτη… κουταμάρα η περιώνυμη ρήση «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Βλέποντας όσα συμβαίνουν γύρω μας νομίζω ότι πρέπει να αναθεωρηθεί και να αντικατασταθεί από τη φράση και στις δημοκρατίες, τουλάχιστον σε όσες πορεύονται στον αστερισμό του χθες, υπάρχουν αδιέξοδα….


*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.