Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημόσιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημόσιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Στη χώρα με τους περισσότερους αστυνομικούς…

Με μια προσωπική εξομολόγηση αισθάνομαι την ανάγκη να ξεκινήσω τούτο το κείμενο: Στη μία και μόνη φορά που επιβιβάστηκα σε περιπολικό της Αστυνομίας ήταν για χρήση που άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως… υπηρεσία ταξί.

Μου συνέβη πριν από μια εικοσαετία, εκείνον τον φοβερό Αύγουστο του 2004 που η Αθήνα φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και όλη η Ελλάδα ζούσε απογειωμένη στον ρυθμό τους.

Είχαμε μόλις αφήσει πίσω μας το ΟΑΚΑ, όπου είχα βρεθεί με τα παιδιά μου, που ήταν σε νηπιακή ηλικία, για να παρακολουθήσουμε αθλήματα του στίβου. Και καθώς μέσα στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο κατευθυνόμαστε προς τον σταθμό του Προαστιακού στη Νερατζιώτισσα, ένα όχημα με τα διακριτικά της ΕΛ.ΑΣ. σταμάτησε δίπλα μας.

«Βάλτε γρήγορα μέσα τα παιδιά, μην πάθουν καμία ηλίαση…», μας προέτρεψε ο ένστολος οδηγός του περιπολικού που είχε εκείνη την ώρα βάρδια στον περιβάλλοντα χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου. Με την έκπληξη ακόμη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας, μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο ολόκληρη η οικογένεια, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μην τον ρωτήσω: «Μου λέτε, σας παρακαλώ, τι πάθαμε; Μας μεταμόρφωσε κάποιος αυτές τις μέρες;».

Ο αστυνομικός, ένας ευπροσήγορος σαραντάρης, αντιλήφθηκε αμέσως το νόημα του ερωτήματός μου: «Έχετε δίκιο, κύριε. Και εγώ με αυτά που βλέπω καθημερινά στη βάρδια μου αναρωτιέμαι πως αλλάξαμε τούτες τις μέρες και γιατί δεν είμαστε συνέχεια έτσι», μου αντέτεινε. Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Για να καταλάβετε, χθες που ήμουν εκτός υπηρεσίας στην Πλατεία Συντάγματος, επειδή έχουν αφαιρέσει για λόγους ασφαλείας όλους τους κάδους, μόλις τελείωσα το τσιγάρο που κάπνιζα έβαλα τη γόπα στην τσέπη μου. Ντρεπόμουν να την πετάξω κάτω….».

Μέχρι να ανταλλάξουμε λίγες ακόμη εμπειρίες για τη συγκινητική συμπεριφορά των εθελοντών, που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στη διοργάνωση εκείνης της υπέρλαμπρης Ολυμπιάδας, η διαδρομή του περιπολικού – ταξί, που έτσι και αλλιώς ήταν κοντινή, ολοκληρώθηκε και αποχαιρετιστήκαμε με την εκατέρωθεν ευχή: «Μακάρι να μείνουμε για πάντα έτσι…». Ευχή, η οποία ίσως και από την επομένη της τελετής λήξης των Αγώνων, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα.

Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι προέβλεπαν τα αστυνομικά πρωτόκολλα του 2004 για τους έχοντες δικαίωμα επιβίβασης στα αστυνομικά οχήματα, αλλά, όπως και να έχει, είναι εξοργιστικό είκοσι χρόνια αργότερα να πληροφορείται κανείς ότι χρησιμοποιήθηκε ο ισχυρισμός ότι «το περιπολικό, κυρία μου, δεν είναι ταξί» για να αρνηθούν στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας σε μια δυστυχή νέα γυναίκα, που κατήγγειλε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, τη συνδρομή τους. Συνδρομή η οποία, μάλιστα, προβλέπεται ρητά από τους ισχύοντες κανονισμούς της εποχής μας για τον χειρισμό καταγγελιών περί κακοποίησης.

Προσωπικά αισθάνομαι πολύ μεγαλύτερη θλίψη αναλογιζόμενος ότι η τόσο άδικα δολοφονημένη Κυριακή είχε πάνω κάτω την ηλικία που έχουν τώρα τα παιδιά τα οποία μετέφερε εκείνος ο αστυνομικός από το ΟΑΚΑ στη Νερατζιώτισσα για να μην πάθουν… ηλίαση. Διότι είμαι βέβαιος ότι ο συγκεκριμένος ένστολος συμπολίτης μας, καλή του ώρα όπου και αν είναι, δεν θα παρότρυνε τη νέα γυναίκα «πάρε το “100” για να σου διαθέσει περιπολικό» και ούτε θα την άφηνε να φύγει χωρίς συνοδεία από το Αστυνομικό Τμήμα με αποτέλεσμα να πέσει θύμα ενός τόσο ειδεχθούς εγκλήματος λίγο έξω από αυτό.

Πέραν όμως της προσωπικής συμπεριφοράς ενός εκάστου, αλλά και την ενσυναίσθηση ή την προσήλωση στο υπηρεσιακό καθήκον που έχει ή δεν έχει κάποιος, το μείζον και συνάμα πιο αποκαρδιωτικό ζήτημα, το οποίο αναδεικνύεται από την τραγική υπόθεση που διαδραματίστηκε μόλις ελάχιστα μέτρα από την είσοδο του Αστυνομικού Τμήματος των Αγίων Αναργύρων Αττικής, είναι η απόλυτη παράλυση των μηχανισμών για την προστασία των πολιτών σε μια χώρα που αναλογικά με τον πληθυσμό της διαθέτει τους περισσότερους αστυνομικούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ο μέσος όρος των υπηρετούντων στις αστυνομικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 334 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους, ενώ στη χώρα μας φθάνουν στους 517, αριθμός που είναι ο δεύτερος υψηλότερος, μετά την Κύπρο που μας ξεπερνά κάτι τι. Υπό αυτή τη συνθήκη, το πρόβλημα δεν είναι η υποστελέχωση που παρατηρείται στις περισσότερες αστυνομικές υπηρεσίες και κατά βάση σε εκείνες που θεωρούνται «μάχιμες» και είναι επιφορτισμένες με το καθήκον της προστασίας του πολίτη.

Αναμφίβολα, το μεγάλο πρόβλημα είναι η ανορθολογική κατανομή του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ., που βεβαίως σχετίζεται και με μια σειρά ανορθολογικών καταστάσεων που διέπει ολόκληρη τη διάρθρωση του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και αφορούν στις ελλείψεις διαδικασιών ουσιώδους εκπαίδευσης και κυρίως αξιολόγησης, τις ισοπεδωτικές αμοιβές και πολύ περισσότερο την αδυναμία των περισσότερων υπηρετούντων στην Αστυνομία να ζήσουν αξιοπρεπώς με μόνες τις απολαβές της εργασίας τους.

Δύσκολα, εξάλλου, περνάει απαρατήρητο ότι, εκτός από τους περισσότερους αστυνομικούς υπαλλήλους, στη χώρα μας διαθέτουμε τους περισσότερους δικαστικούς, τους περισσότερους ιατρούς και τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, την ίδια ώρα που τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η βιομηχανία, το εμπόριο, η αγροτική παραγωγή και οι κατασκευές.

Είναι, άραγε, τυχαίο ότι οι μεγάλες πληγές της ελληνικής κοινωνίας, όπως προκύπτει από την κοινή πεποίθηση αλλά και όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, σχετίζονται με την ασφάλεια του πολίτη, την απονομή της Δικαιοσύνης, την κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία; Προφανώς όχι. Διότι δεν είναι μόνον ότι ισχύει το γνωστό δόγμα «ουκ εν τω πολλώ το εύ». 

Είναι κυρίως που το ελληνικό Δημόσιο χρειάζεται εκ βάθρων επανίδρυση για να τεθεί επιτέλους στην υπηρεσία του πολίτη.

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Η μεταρρυθμιστική ορμή κόλλησε στα αβαθή της πεπατημένης

Ας επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε την πραγματικότητα με δύο -φανταστικές μεν, πλην όμως όχι και τόσο εξωπραγματικές- σκηνές που αποτυπώνουν την συνήθως αγεφύρωτη απόσταση η οποία διαχρονικά χωρίζει τα μεγάλα λόγια από τα δυσανάλογα πενιχρά έργα.

Σκηνή πρώτη: Τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και οι συνεργάτες τους κάθισαν τις προηγούμενες ημέρες γύρω από ένα τραπέζι για να καταλήξουν στα τελικά μεγέθη του κρατικού προϋπολογισμού για τον επόμενο χρόνο. Το έφεραν από δω, το έφεραν από εκεί, το ισοζύγιο δεν έκλεινε. Έλειπαν από το έσοδα το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 606 εκατ. ευρώ. Το brain storming που ακολούθησε δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.

Ώσπου κάποιος -από τους φανταστικούς, όπως προείπαμε- συνδαιτυμόνες- θυμήθηκε τη θηριώδη φοροδιαφυγή για την οποία είχε μιλήσει προεκλογικά αλλά και τον περασμένο Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ο οποίος είχε μιλήσει για την αναγκαία μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος που θα ήταν μια από τις μεγάλες προτεραιότητες της νέας τετραετίας την οποία με τόση άνεση εξασφάλισε το κυβερνών κόμμα στις κάλπες του Μαΐου και του Ιουνίου.

«Ναι, αλλά η φορολογική μεταρρύθμιση θέλει μακρόπνοο και συνεκτικό σχέδιο για να αποφέρει έσοδα στο Δημόσιο και εμείς τώρα καιγόμαστε να κλείσουμε τον προϋπολογισμό που πρέπει να στείλουμε στους Ευρωπαίους», είπε ο κυνικός της ομήγυρης. Ο ίδιος θύμισε ότι στη χώρα μας συζητάμε σχεδόν από την αρχή της μνημονιακής περιόδου, πάνω από μια δεκαετία δηλαδή, για την ολοκλήρωση της διασύνδεσης των POS με τις ταμειακές μηχανές, καθώς και την καθολική επέκταση του myDATA, έτσι ώστε να εκδίδονται ηλεκτρονικά τιμολόγια. 

Κάποιος άλλος παρατήρησε ότι η εφαρμογή των συγκεκριμένων μέτρων έχουν μετατεθεί πάμπολλες φορές. Άλλωστε επεσήμανε ότι και τώρα γίνεται λόγος για τους πρώτους μήνες του 2024, προκαλώντας τον ψίθυρο του διπλανού του: «Ας το δούμε ως το επόμενο καλοκαίρι και πάλι ευχαριστημένοι θα είμαστε…». 

Από το προφανές αδιέξοδο επιχείρησε να τους βγάλει ο παλαιότερος όλων που είχε δει να συντάσσονται προϋπολογισμοί και προϋπολογισμοί, χωρίς οι συντάκτες τους να πολυνοιάζονται για την εφαρμογή τους. «Τώρα βέβαια με τους Ευρωπαίους πάνω από το κεφάλι μας δεν μπορούμε να βάλουμε το γενικό και αόριστο για “πρόσθετα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής” που έβαζαν όλες ανεξαίρετα οι κυβερνήσεις του παρελθόντος. Οπότε πρέπει να επιβάλλουμε επιπλέον φόρους ή να κόψουμε δαπάνες», κατέληξε. 

«Η κυβέρνηση αυτή έχει δεσμευτεί ότι μόνον θα μειώνει και δεν θα αυξάνει φόρους», αντέδρασε ο πολιτικός που προήδρευε της σύσκεψης. «Εκτός αν πρόκειται για φοροφυγάδες…», συμπλήρωσε και άρχισε να διαβάζει από ένα σημείωμα που του ενεχείρησε συνεργάτης του: «Σήμερα το 71% των ελεύθερων επαγγελματικών εμφανίζουν εισόδημα κάτω από 10.920 ευρώ, δηλαδή χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό, οι μισοί (47%) πληρώνουν φόρο έως 1.000 ευρώ τον χρόνο και το 27% πληρώνουν από 1.000 έως 3.000 ευρώ».

Η λύση που τελικά επιλέχθηκε ήταν πιο απλή και από το… «αβγό του Κολόμβου». Όποιος ελεύθερος επαγγελματίας δηλώνει εισοδήματα που υπολείπονται του ετήσιου κατώτατου μισθού με τον οποίο αμείβεται ένας εργαζόμενος, θα θεωρείται a priori φοροφυγάς. Ενώ για όποιον ξεπερνάει το πλαφόν των 10.920 ευρώ, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Με άλλα λόγια, στο εξής όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα μπουν στην προκρούστεια κλίνη της οριζόντιας επιβολής φόρου επί τεκμαρτών εισοδημάτων που στο παρελθόν αυτοί που σήμερα τα επιβάλλουν τα θεωρούσαν… επάρατα.

Τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη; Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, «σε σύνολο 735.320 ελεύθερων επαγγελματιών, οι 138.000 θα έχουν μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 560 ευρώ κατά μέσο όρο ο καθένας, λόγω μείωσης του τέλους επιτηδεύματος. Οι 124.000 δεν θα έχουν ούτε επιβάρυνση ούτε ελάφρυνση. Και οι υπόλοιποι 473.000 θα πληρώσουν μεγαλύτερο φόρο, κατά μέσο όρο 1.444 ευρώ ο καθένας». 

Δεν μοιάζει και πολύ… μεταρρυθμιστικό το μέτρο, το οποίο είχαν υιοθετήσει και άλλοι παλαιότερα. Φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο… ευφάνταστοι όσο το τωρινό οικονομικό επιτελείο που δεν δυσκολεύεται να βαφτίσει μεταρρύθμιση πρωτοβουλίες που ανασύρει από το χρονοντούλαπο..  

Σκηνή δεύτερη: Μερικά οικοδομικά τετράγωνα πιο πέρα από εκεί που συνεδρίαζε το οικονομικό επιτελείο, μια ακόμη πολυδιαφημισμένη μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία, το νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων στους φορείς του Δημοσίου, κολλούσε επίσης στα… αβαθή της πεπατημένης. 

Στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών, που ψηφίστηκε από τη Βουλή, ο αριθμός των διοικούντων που υποτίθεται ότι θα επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια και διαφάνεια περιορίστηκε δραστικά, ο ρόλος του ΑΣΕΠ περιθωριοποιήθηκε και έγινε μάλλον διακοσμητικός ενώ η προφορική συνέντευξη μπορεί να αλλάξει τα αποτελέσματα των υπολοίπων δοκιμασιών. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, τον τελευταίο λόγο πριν το διορισμό θα τον έχουν τα κυβερνητικά στελέχη, που θα βαθμολογούν τους υποψηφίους προτείνοντας τρεις για να επιλέξει έναν εξ αυτών ο αρμόδιος υπουργός.

Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, οι παρασκηνιακές αντιδράσεις με τις οποίες έγιναν δεκτοί οι αρχικοί κυβερνητικοί σχεδιασμοί για πλήρη «αποπολιτικοποίηση» του Δημοσίου. Οι κομματικές «ομάδες πίεσης» αποδεικνύονται πολύ ισχυρότερες από την υποτιθέμενη μεταρρυθμιστική ορμή της κυβέρνησης και οι σημερινοί υπουργοί, όπως και οι προηγούμενοι, δεν δείχνουν διάθεση να απεμπολήσουν το δικαίωμα να διορίζουν τα «δικά τους παιδιά». 

Δεν είναι τυχαίο που ο υπουργός Υγείας Μιχάλης Χρυσοχοΐδης σχεδόν σε κάθε μια από τις επισκέψεις που πραγματοποίησε από το καλοκαίρι και έπειτα σε νοσοκομεία όλης της χώρας έφευγε καρατομώντας κάποιον από τις διοικήσεις τους. Με δεδομένη την κατάσταση που επικρατεί στα περισσότερα από αυτά, αν συνέχιζε τις περιοδείες του θα έμενε ακέφαλη η πλειονότητα των νοσηλευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Ο ίδιος έχει πολύ μικρή συνάφεια με τον γαλάζιο κομματικό μηχανισμό και, ως εκ τούτου, θεωρητικώς τουλάχιστον, διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία για να κάνει αξιοκρατικές επιλογές όταν κάποια στιγμή θα ανοίξουν οι σχετικές διαδικασίες.

Αφού, λοιπόν, η μεταρρυθμιστική ορμή «κόλλησε», ας επενδύσουμε στις εξαιρέσεις των τυχόν μεταρρυθμιστών που απέμειναν -στην επαναπαυμένη στο 41%- κυβέρνηση. 

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Άλλο υποκριτική και άλλο υποκρισία


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κάθε είδους πολιτιστικά αγαθά έχουν κάποιες ιδιοτυπίες που τα διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγονται στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές κοινωνίες και προσφέρονται προς τέρψη στο φιλοθεάμον κοινό.

Από αρχαιοτάτων άλλωστε χρόνων, οι λεγόμενες καλές τέχνες και οι λειτουργοί τους για να εκπληρώσουν τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτιζαν είχαν ανάγκη τις συνεισφορές των χορηγών ή τη συνδρομή φιλότεχνων «μαικήνων» και, μεταγενέστερα, τις κρατικές επιχορηγήσεις.

Χωρίς τους χορηγούς, έναν θεσμό που δημιουργήθηκε δια νόμου ο οποίος υποχρέωνε τους πιο εύπορους πολίτες να αναλαμβάνουν τα έξοδα των παραστάσεων και των μεγάλων εορταστικών εκδηλώσεων, η Αρχαία Αθήνα ίσως να μην είχε περάσει στην Ιστορία ως «γενέτειρα» του Θεάτρου και της εν γένει καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Παρά ταύτα, ούτε στον «Χρυσούν Αιώνα» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ούτε αργότερα στη Ρώμη του Γάιου Μαικήνα και όσων τον μιμήθηκαν στη συνέχεια με τις ευεργεσίες τους, οι θεράποντες των Τεχνών και των Γραμμάτων δεν διεκδίκησαν και δεν απέκτησαν το status του δια βίου κρατικοδίαιτου υπαλλήλου, όπως φαίνεται να απαιτούν κάποιοι στις μέρες μας οι οποίοι δεν αρκούνται στις αμοιβές που αντιστοιχούν στο έργο που προσφέρουν και στις ικανότητες που διαθέτουν.

Με τις πρόσφατες, μάλιστα, κινητοποιήσεις τους, που είχαν ως αφορμή το Προεδρικό Διάταγμα για το νέο προσοντολόγιο - κλαδολόγιο, με βάση το οποίο θα γίνονται εφεξής οι προσλήψεις στο Δημόσιο, έδωσαν την εντύπωση ότι επιδιώκουν να αμείβονται χάρις και μόνον στην ιδιότητα του καλλιτέχνη που με κάποιον τρόπο κατάφεραν να τους απονεμηθεί και χωρίς -ειδικά γι΄ αυτούς- να λαμβάνεται διόλου υπόψιν το επίπεδο σπουδών που έκαναν.

Θέλω να ανοίξω εδώ μια παρένθεση για να επισημάνω ότι, αν και έπειτα από τόσα χρόνια ενασχόλησης με το πολιτικό ρεπορτάζ, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι με την ποιότητα του δυναμικού που έχει κατά καιρούς καθίσει στα κοινοβουλευτικά έδρανα, δεν μπορώ να μην εκφράσω την αλγεινή εντύπωση που μου προκάλεσε η αήθης επίθεση την οποία εξαπέλυσε κατά της Προέδρου της Δημοκρατίας μια αδαής κυρία η οποία θεωρείται καλλιτέχνης και, παρόλο που πέρασε για κάποιους μήνες από το Κοινοβούλιο, ο κομματικός φανατισμός δεν της επέτρεψε να μάθει ότι το περιεχόμενο των προεδρικών διαταγμάτων είναι στην αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης και ο εκάστοτε Ανώτατος Άρχων απλώς προσυπογράφει.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν ήταν μόνον η συγκεκριμένη κυρία η οποία επιδόθηκε σε ένα κρεσέντο υποκρισίας για το περιεχόμενο του επίμαχου Προεδρικού Διατάγματος. Πολλοί ομότεχνοι και ομοϊδεάτες της επιχείρησαν -φαντάζομαι κάποιοι λίγοι ηθελημένα και οι περισσότεροι αθέλητα και ακολουθώντας τον… συρμό- να δημιουργήσουν εντυπώσεις για δήθεν υποβάθμιση των τίτλων σπουδών που χορηγούνται στους αποφοίτους των δημοσίων και ιδιωτικών Σχολών Δραματικής Τέχνης ή Χορού οι οποίες δεκαετίες τώρα λειτουργούν υπό το καθεστώς των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) που τις κατατάσσει στην κατηγορία της μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

Το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι επισπεύδοντες στον θόρυβο και στη διαμαρτυρία είναι τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρόλο που είναι διπλά υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση: αφενός, διότι επί των ημερών της διακυβέρνησης τους δημιουργήθηκε κατά τον μέγιστο βαθμό το ζήτημα που τώρα ήρθε στην επιφάνεια, και, αφετέρου, επειδή είναι εκείνοι που με τις ιδεοληψίες τους εμποδίζουν την εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.

Με απόφαση, λοιπόν, της προηγούμενης κυβέρνησης, που ελήφθη όταν υπουργός Πολιτισμού ήταν η ηθοποιός κυρία Λυδία Κονιόρδου, όλοι ανεξαιρέτως οι αποφοιτήσαντες μεταξύ των ετών 1981 και 2003 από δημόσιες και ιδιωτικές καλλιτεχνικές σχολές της χώρας –υπολογίζεται ότι είναι περισσότερες από 120 δραματικές σχολές και σχολές χορού και περίπου 700 ωδεία- εξομοιώθηκαν με τους κατόχους τίτλων σπουδών από Ιδρύματα Ανώτερης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, δηλαδή ΤΕΙ.

Επί των ημερών της ίδιας κυβέρνησης, όμως, τα ΤΕΙ καταργήθηκαν και -χωρίς υπερβολή- εν μια νυκτί η τριτοβάθμια εκπαίδευση έγινε μία και ενιαία. Κανείς τότε δεν σκέφθηκε που θα εντάσσονταν όσοι αποφοιτούν μετά το 2003 από την καλλιτεχνική εκπαίδευση αφού καταργείται ο κλάδος της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Θα μπορούσε ίσως να είχαν υπολογίσει ότι όσοι θέλουν να κάνουν καριέρα στο Δημόσιο έχουν την ευκαιρία να φοιτήσουν σε ένα από τα υφιστάμενα ΑΕΙ, αλλά δεν τους έχω ικανούς για τόσο… σύνθετες σκέψεις.

Ακόμη και αν παραβλέψει κάποιος τον τραγέλαφο που δημιουργεί η ρύθμιση με την οποία το 2017 η κυρία Κονιόρδου τακτοποίησε στην κατηγορία ΤΕ μόνον όσους αποφοίτησαν μέχρι το 2003, αφήνοντας -με ποια λογική άραγε;- εκτός νυμφώνος όλους όσοι συνέχισαν να σπουδάζουν στις ίδιες σχολές, το ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο είναι σωστό να ακολουθήσουν την πορεία των παλαιότερων και να ενταχθούν στην ενιαία τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΠΕ).

Στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε με μαθηματική ακρίβεια θα επερχόταν διπλός «ξεσηκωμός»: από τη μια θα εξεγείρονταν -και δικαίως- όσοι φοιτούν σε τμήματα ΑΕΙ που παρέχουν καλλιτεχνικές σπουδές και από την άλλη θα έβγαιναν στον δρόμο και θα ανέβαιναν στα κεραμίδια όλοι όσοι τάσσονται κατά της πανεπιστημιακού επιπέδου ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τις προηγούμενες μέρες αναρωτήθηκαν αν η Μελίνα Μερκούρη, η Κατίνα Παξινού, η Ειρήνη Παπά, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Χορν, ή η Τζένη Καρέζη και τόσοι άλλοι που υπηρέτησαν τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό είχαν ανάγκη να τους αναγνωριστεί καθεστώς… ΤΕΙ για να προσφέρουν όσα πρόσφεραν στο ελληνικό και στο διεθνές κοινό τους.

Καλή και άγια, λοιπόν, η υποκριτική τέχνη, η οποία, όμως, επ΄ ουδενί δεν πρέπει να συγχέεται με την υποκρισία του πολιτικαντισμού και της κρατικοδίαιτης «τέχνης».

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Στην εποχή των τεράτων…

 

«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων», έγραψε πριν από σχεδόν έναν αιώνα ο ιταλός αριστερός διανοητής Αντόνιο Γκράμσι, περιγράφοντας ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο την αιώνια διαπάλη ανάμεσα στο παλαιό, το οποίο αντιστέκεται και επιμένει, και στο νέο, το οποίο επέρχεται και μοιραία κάποια στιγμή θα επικρατήσει.

Θυμήθηκα τα λόγια του Γκράμσι, καθώς συμμετείχα στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του Open στην οποία εμφανίστηκε συνδικαλιστής για να καταγγείλει ότι οι συνάδελφοί του εργαζόμενοι στα ΚΕΠ δεν εξυπηρετούν τους νέους 18 έως 25 ετών που απευθύνονται εκεί για να εκδώσουν τα αποκαλούμενα «freedom pass» που αντιστοιχούν στην προπληρωμένη χρεωστική κάρτα των 150 ευρώ την οποία δικαιούνται όσοι από τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα εμβολιάζονται.

Η καταγγελία του συνδικαλιστή δεν στρεφόταν φυσικά κατά των συναδέλφων του, αλλά κατά του… ανάλγητου κράτους το οποίο, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, είχε παραλείψει να στείλει σχετική εγκύκλιο (σ.σ.: τι ωραία λέξη βγαλμένη από το βαθύ παρελθόν της ελληνικής γραφειοκρατίας;) και είχε περιοριστεί να κάνει ανακοινώσεις από τα μέσα ενημέρωσης.

Από πρώτης άποψης, μάλιστα, η συνδικαλιστική διαμαρτυρία φαινόταν εύλογη, ακόμη και αν αφορούσε μια μικρή μερίδα δικαιούχων των «freedom pass» και συγκεκριμένα όσους δεν διαθέτουν κωδικούς taxisnet με τους οποίους θα μπορούσαν οι ίδιοι εύκολα και από το κινητό τηλέφωνο τους να ολοκληρώσουν την όλη διαδικασία, κάτι που έχουν κάνει πολλές χιλιάδες άλλοι νέοι.

 Όπως, όμως, απεδείχθη αμέσως μετά, ο συνδικαλιστής μάλλον δεν είχε ασχοληθεί επί της ουσίας με το αντικείμενο της καταγγελίας του, παρόλο που εκπροσωπούσε έναν κλάδο ο οποίος τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει συνώνυμο της μείωσης της ταλαιπωρίας που συνήθως βιώνουμε όλοι μας στις δημόσιες υπηρεσίες.

Διότι, αν το είχε κάνει, θα ήξερε ότι οι συνάδελφοί του είχαν ήδη διεκπεραιώσει περί τις 4.500 τέτοιες υποθέσεις, όπως ανέφερε αμέσως μετά ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Γιώργος Γεωργαντάς, ο οποίος παρενέβη στην ίδια εκπομπή για να (υπο-)δείξει ότι στη διαδικτυακή πλατφόρμα υπάρχει ένδειξη που αφορά την είσοδο σε αυτήν των εργαζομένων στα ΚΕΠ.  

Οι τελευταίοι, άλλωστε, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, τόσο παλαιότερα όσο, πολύ περισσότερο, την περίοδο της πανδημικής κρίσης, έχουν συνδράμει τους πολίτες οι οποίοι είτε δεν έχουν ευχέρεια χρήσης των ψηφιακών μέσων είτε αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες που δεν μπορούν να υπερβούν οι ίδιοι.

Είναι νομίζω εύκολο να αντιληφθεί κανείς ποια θα ήταν η επιδημιολογική εικόνα που θα επικρατούσε στη χώρα αν δεν είχαν προχωρήσει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια οι ψηφιακές συναλλαγές και η εξ αποστάσεως διεκπεραίωση πάμπολλων δραστηριοτήτων που στο παρελθόν απαιτούσαν αυτοπρόσωπη παρουσία και πολύωρη αναμονή στις ουρές των τραπεζών, της εφορίας, των ασφαλιστικών ταμείων και εν γένει υπηρεσιών που σχετίζονται με το Δημόσιο αλλά και με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Εύκολα επίσης μπορεί να υπολογίσει κάποιος πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα της σημερινής κυβέρνησης στην κοινή γνώμη αν η ομάδα που συγκρότησε ο Κυριάκος Πιερρακάκης στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης συνέχιζε να κυνηγάει διαστημικές χίμαιρες και φαντασιακούς εμπρηστές–επετειακή μέρα που είναι σήμερα- στο Μάτι, όπως έκαναν οι προκάτοχοι του στο ίδιο πόστο και δεν έπεφτε με τα μούτρα στην προσπάθεια για την πάταξη της περιττής και κοστοβόρας γραφειοκρατίας μέσω του ψηφιακού εκσυγχρονισμού.

Δεν είναι, άλλωστε, υπερβολή να υποστηριχθεί ότι στη διάρκεια της τελευταίας διετίας ο μόνος τομέας στον οποίο οι πολίτες είδαν απτές αλλαγές στην καθημερινότητά τους είναι ακριβώς αυτός. Σχεδόν για κάθε ζήτημα που ανακύπτει σχετικά με την εξυπηρέτηση του πολίτη, η λύση αναζητείται μέσω της εμπλοκής του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης: από τα SMS της καραντίνας και τη συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα και από την επικαιροποίηση των προσωπικών στοιχείων μας στις τράπεζες, μέσω της πλατφόρμας KYC Know your customers») έως την επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης συντάξεων ή κτηματογράφησης των περιουσιακών δικαιωμάτων στην ελληνική επικράτεια.

Χωρίς διάθεση να τα ισοπεδώσουμε όλα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στον τομέα τους ψηφιακού εκσυγχρονισμού τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν αρκετά περισσότερα συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους. Ο Πιερρακάκης και οι συν αυτώ δεν επανεφηύραν την πυρίτιδα ούτε ανακάλυψαν εκ νέου την Αμερική. Πορεύτηκαν σε δρόμους που άλλοι άνοιξαν πρωτύτερα τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Αλλά το έκαναν με σχέδιο και προσήλωση, με συνέπεια και συνέχεια και προπαντός με μετρήσιμη αποτελεσματικότητα.

Μένουν, ωστόσο, να γίνουν πάρα πολλά ακόμη ώστε να αρθεί ανυπολόγιστος αριθμός από αχρείαστα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά μας, κάνοντας δύσκολη τη ζωή όλων όσοι ζούμε και εργαζόμαστε στην Ελλάδα. Και όπως κατέδειξε η αφορμή γι΄ αυτό το κείμενο που ήταν η καταγγελία του συνδικαλιστή, χρειάζεται ακόμη μεγάλος αγώνας για να κατανικηθεί η παλαιά και κακώς εννοούμενη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία «δεν γίνεται τίποτε αν δεν το λέει η εγκύκλιος».

Ίσως είναι και αυτό ένα απτό στοιχείο που μαρτυρεί ότι βρισκόμαστε στην, κατά τον Γκράμσι, «εποχή των τεράτων», αφού, παραφράζοντάς τον ιταλό διανοητή, πρέπει να παραδεχθούμε ότι μπορεί το νέο να γεννήθηκε, πλην, όμως, όπως όλα δείχνουν γύρω μας, μη εξαιρουμένης και της περιορισμένης συμμετοχής στα εμβολιαστικά προγράμματα παγκοσμίως, το παλαιό πασχίζει να μείνει ακόμη ζωντανό.

Με κάθε τρόπο και με όλα τα μέσα!

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

«Ζήτω το Κράτος», αλλά «ποιο Κράτος»;

            Από αρχαιοτάτων χρόνων, στους πολέμους και σε ανάλογες μείζονες κρίσεις, όπως η πρωτοφανής πανδημία την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο, είθισται οι πολίτες να στρέφονται προς το Κράτος ως τον θεσμό και φορέα της συλλογικής βούλησης για ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων της κοινωνίας προκειμένου να δώσουν πιο αποτελεσματικά τον αγώνα για περιορισμό των καταστροφικών συνεπειών της εκάστοτε κρίσης.
            Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη καθώς θεωρείται λογικό και αναμενόμενο οι πολίτες όχι απλώς να θέλουν αλλά και να απαιτούν την εμπλοκή του Κράτους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές ή άλλα ακραία φαινόμενα όπως η παγκόσμια υγειονομική κρίση των ημερών μας, που συνιστούν σημαντική απειλή για τις ζωές πολλών ανθρώπων και την μετέπειτα ευημερία πολύ περισσότερων.
            Το Σύνταγμα της χώρας μας περιέχει ρητή διάταξη (στην παράγραφο 3 του άρθρου 21) σύμφωνα με την οποία «το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Είναι μια διάταξη που ισχύσει από το 1975 όταν ψηφίστηκε για πρώτη ο ισχύων χάρτης της ελληνικής Πολιτείας και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτη.
Ίσως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αφού τέθηκε στη δημόσια σφαίρα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το πως εφαρμόστηκε η εν λόγω συνταγματική πρόνοια είναι θέμα το οποίο σχετίζεται με τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συνάμα, όμως, αποτελεί και ζήτημα το οποίο συναρτάται ευθέως τόσο από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους όσο και από αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο διάθεσης των πόρων.
Οι ασύλληπτες, για παράδειγμα, σπατάλες οι οποίες έγιναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, όταν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η φαρμακευτική δαπάνη, δεν είναι άσχετες από την ανάγκη για σημαντική περικοπή των δαπανών που επιβλήθηκε κατά τη μνημονιακή δεκαετία που ακολούθησε.
Κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν οι σπατάλες της δεκαετίας που οδήγησαν στις περικοπές της επομένης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα μπορούσε με τα ίδια χρήματα να ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση τόσο σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό.
Θα χρειαζόταν, οπωσδήποτε, ενίσχυση για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Θα διέθετε, όμως, περισσότερους υγειονομικούς, έχοντας κρατήσει και στη χώρα αρκετούς από τους νεότερους γιατρούς οι οποίοι, ενώ σπούδασαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλες χώρες. Ενώ θα είχε και λιγότερο επιτακτικές ανάγκες για νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, για αναπνευστήρες και αναλώσιμα. 
            Όσο δικαιολογημένο, λοιπόν, είναι να αναφωνούμε αυτές τις μέρες «ζήτω το κράτος», άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να αναρωτιόμαστε «ποιο κράτος είναι αυτό που θέλουμε;». Θέλουμε ένα σύγχρονο και ευέλικτο Κράτος; Ή προτιμούμε ένα Κράτος «Λεβιάθαν» που παραπέμπει στα χρεωκοπημένα κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος και χρησιμοποιείται ως λάφυρο από κάθε λογής επιτηδείους;
Θέλουμε ένα Κράτος το οποίο υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία των πολιτών; Ή ένα Κράτος που προσλαμβάνει ανεξέλεγκτα υπαλλήλους (κηπουρούς και όχι νοσηλευτές, διοικητικούς και όχι γιατρούς) χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση;
Θέλουμε ένα Κράτος – στρατηγείο που έχει ως κύριο ρόλο να εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας τους κανόνες; Ή βολευόμαστε με ένα Κράτος, το οποίο είναι έρμαιο των κομματικών εγκάθετων που σιτίζονται από αυτό είτε ως διοικούντες είτε ως συνδιοικούντες συνδικαλιστές;    
           Τα ερωτήματα δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε ρητορικά. Είναι απολύτως πρακτικά. Και ανακύπτουν αβίαστα εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα όλων όσοι σήμερα αποθεώνουν την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης είναι οι ίδιοι που ήταν δογματικά αντίθετοι σε όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του Δημοσίου μέσω της θέσπισης διαδικασιών και κανόνων για την αξιολόγηση των κρατικών δομών και των υπηρετούντων σε αυτές στελεχών.
Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση που επιτάσσει την οργάνωση της συλλογικής άμυνας στα «ξύλινα τείχη» -για να θυμηθούμε τον χρησμό της Πυθίας πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.- του Δημοσίου δεν δικαιώνει σίγουρα όλους εκείνους οι οποίοι με φανατισμό υποστήριζαν το κλείσιμο δημόσιων νοσοκομείων, την… κατεδάφιση της ΕΡΤ και άλλες λαϊκίστικες υπερβολές που θα λειτουργούσαν ως «πανάκεια» για την ανάπτυξη.
Εξίσου αδικαίωτη, όμως, παραμένει και η επιμονή όλων όσοι θέλουν την κρατικοποίηση των πάντων και βρήκαν τώρα ευκαιρία να «την πουν» σε όσους δεν ενστερνίζονται τις απόψεις τους κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ή της εκμάθησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών από τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να εξελιχθούν.
Για να το πούμε, αν θέλετε, και με ένα ακόμη ευχερές παράδειγμα: Κράτος ήταν το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, το οποίο, υπό την ηγεσία του Νίκου Παπά, ασχολούνταν με… υψιπετή εγχειρήματα όπως η διανομή των τηλεοπτικών αδειών και η… κατάκτηση του Διαστήματος.
Κράτος είναι και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που το διαδέχθηκε και, υπό την οποία ηγεσία του Κυριάκου Πιερρακάκη, πήρε το νήμα από το 2014, αν όχι και από το… 2012, για να προχωρήσει επιτέλους η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου προς όφελος των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι με τον απλούστερο τρόπο εκδίδουν αυτές τις μέρες τις άδειες για να κυκλοφορούν.        
             Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, στο ερώτημα για «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος;», η λογική απάντηση την οποία πάντοτε ενστερνίζονται οι όπου γης νουνεχείς και μετριοπαθείς ήταν και παραμένει μία: αποτελεσματικό Κράτος. Αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν πριν από τη κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αυτό θα χρειαστούμε και μόλις περάσει η κρίση και αρχίσει η ανάκαμψη.