Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποκρατικοποιήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποκρατικοποιήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Για το φιάσκο της «Δωδώνης» ποιος θα πληρώσει;

Ήταν αρχές του 2011, όταν σε μια από τις εκθέσεις – «φετφάδες» που κατά καιρούς συντάσσουν οι τροϊκανοί υπολόγισαν ότι η Ελλάδα για να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της και να σωθεί από την χρεοκοπία  θα έπρεπε μέχρι το τέλος του 2015 να φέρει εις πέρας ένα γιγάντιο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων από το οποίο θα εισέπραττε το ασύλληπτο ποσό των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Βρισκόμαστε ήδη στο μέσον αυτής της περιόδου και οι εισπράξεις είναι μέχρι στιγμής μηδενικές, αφού η μια μετά την άλλη οι αποκρατικοποιήσεις που επιχειρούνται οδηγούνται σε φιάσκο, με βασική αιτία την προχειρότητα στο σχεδιασμό, μέσα στην οποία εμφιλοχωρούν η αδιαφάνεια, το σκοτεινό παρασκήνιο και η μεθοδευμένη προώθηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η περίπτωση της γαλακτοβιομηχανίας «Δωδώνη», που είναι η πρώτη και μόνη μέχρι στιγμής ελεγχόμενη από το δημόσιο επιχείρηση που πέρασε σε ιδιωτικά χέρια, είναι άκρως χαρακτηριστική. Και τα καταστροφικά αποτελέσματα της σπουδής να ξεπουληθεί τα βιώνουν πρωτίστως οι κτηνοτρόφοι της Ηπείρου και μαζί τους όλη η οικονομία της φτωχότερης περιφέρειας της Ευρώπης.
Η «Δωδώνη» που ανήκε πλειοψηφικά στην Αγροτική Τράπεζα, η οποία διαχωρίστηκε σε «καλή», η οποία ιδιωτικοποιήθηκε, και «κακή» τράπεζα, η οποία έμεινε στο δημόσιο, βγήκε άρον – άρον στο σφυρί προκειμένου το τελευταίο να έχει κάποιο όφελος από ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο που διέθετε, αφού η γαλακτοβιομηχανία ήταν επί σειρά ετών κερδοφόρα.
Με έναν διαγωνισμό - παρωδία από τον οποίο απεχώρησαν όλοι οι σοβαροί παίκτες από την διεθνή αγορά που είχαν αρχικά εκδηλώσει ενδιαφέρον, ίσως και επειδή στις διαδικασίες του ενεπλάκησαν δυνάμεις και πρόσωπα που δεν είχαν καμία θεσμική αρμοδιότητα, όπως ο «γαλάζιος» περιφερειάρχης που ομολογημένα καλούσε στο γραφείο του υποψήφιους επενδυτές για να κάνει έλεγχο (!) της οικονομικής τους φερεγγυότητας,  η εταιρία κατέληξε σε ένα ρωσικό, όπως λέγεται, fund, το οποίο, όμως, σχετιζόταν με έναν από τους μεγάλους χρεώστες της «Δωδώνης».
Μήνες μετά την ανάληψη της εταιρίας από τους νέους ιδιοκτήτες, που μπήκαν φουριόζοι υποσχόμενοι νέες επενδύσεις, μυστήριο παραμένει αν καταβλήθηκε αυτό καθεαυτό το συμφωνημένο τίμημα εξαγοράς. Αλλά ακόμη και αν καταβλήθηκε, αυτό σε τίποτε δεν αλλάζει τον «Γολγοθά» που βιώνουν οι χειμαζόμενοι κτηνοτρόφοι της Ηπείρου, από το «φέσι» που τους έχει φορέσει η ιδιωτικοποιημένη «Δωδώνη».
Για πρώτη φορά, ενώ έχει τελειώσει η γαλακτοκομική περίοδος, οι παραγωγοί, που είχαν συνηθίσει δεκαετίες τώρα να πληρώνονται στην ώρα τους, παραμένουν επί μήνες απλήρωτοι και το γεγονός αυτό έχει αλυσιδωτές αρνητικές αντιδράσεις στην τοπική οικονομία ολόκληρης της Ηπείρου που μαστίζεται από ένα τα υψηλότερα ανεργίας σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Οι ιθύνοντες της επιχείρησης επικαλούνται προβλήματα ρευστότητας και αδυναμία εξασφάλισης κεφαλαίων κίνησης, πρόβλημα το οποίο, είν΄ αλήθεια, αντιμετωπίζουν και χιλιάδες άλλες ελληνικές επιχειρήσεις που αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στο προβληματικό εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Μόνον, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα δεν είναι ακριβώς ίδια. Διότι εδώ μιλάμε για επενδυτές, οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν πρόθεση και κυρίως οικονομικές και διαχειριστικές δυνατότητες που δεν διέθετε η χρεωκοπημένη Αγροτική Τράπεζα για να επεκτείνουν τη δυναμικότητα της επιχείρησης, η οποία, κατά τους αντικρατιστές, δεν απέδιδε τα μέγιστα γιατί –εμμέσως, έστω- ελεγχόταν από το δημόσιο.
Αν ήταν να αγοραστεί μια τέτοια επιχείρηση με δανεικά, που μάλιστα δεν ήταν εξασφαλισμένα, τότε θα μπορούσε ο καθένας να την αγοράσει. Και σε μια τέτοια περίπτωση γίνεται ακόμη πιο εξωφρενικός ο αποκλεισμός από τον διαγωνισμό των συνεταιριστικών ενώσεων που κατέχουν ποσοστό μειοψηφίας στη «Δωδώνη». 
Τα ερωτήματα που μοιραία προκύπτουν από το πελώριο φιάσκο στο οποίο οδηγείται αυτό το εγχείρημα αποκρατικοποίησης είναι πολλά. Ας μείνουμε μόνον σε δύο: Θα πληρώσει κανείς για το αποτυχημένο πείραμα που μετέτρεψε μια κερδοφόρα επιχείρηση σε προβληματική; Θα αναλάβει κάποιος την ευθύνη να ζητήσει το λόγο από τους αγοραστές, απαιτώντας να τηρήσουν τους όρους της συμφωνίας με βάση την οποία ανέλαβαν την επιχείρηση;

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.7.2013)

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Οι βουλευτές και οι αποκρατικοποιήσεις


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι βουλευτές –και δη οι κυβερνητικοί- περνούν πολύ δύσκολα το τελευταίο διάστημα, όπως, άλλωστε, το ίδιο συνέβαινε και με όσους κάθησαν στα αντίστοιχα έδρανα κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο της μνημονιακής επέλασης. «Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους», δεν θα θέλαμε να είμαστε πολλοί εξ ημών που σχολιάζουμε τη στάση τους.
Αναμφισβήτητα δεν είναι καθόλου εύκολο να καλούνται, κάθε τρεις και λίγο και υπό ασφυκτικές –χρονικές και όχι μόνον- συνθήκες, να ψηφίσουν αντιδημοφιλείς νομοθετικές ρυθμίσεις που τους φέρνουν αντιμέτωπους με ισχυρά «λόμπι», τα οποία, άλλοτε δικαιολογημένα και άλλοτε αδικαιολόγητα, αντιδρούν στις προωθούμενες αλλαγές που συχνά είναι επώδυνες για την ελληνική κοινωνία.
Ο εύκολος αντίλογος, που λέει «όσοι διαφωνούν, ας παραιτηθούν», δεν νομίζω ότι συνιστά αποτελεσματική λύση στο δράμα ούτε των ίδιων των βουλευτών, που –μην ξεχνάμε- ψηφίστηκαν από εμάς τους πολίτες μόλις πριν από λίγους μήνες, ούτε, πολύ περισσότερο, της χώρας και της κοινωνίας που βρίσκονται στο χείλος της αβύσσου.
Χωρίς, λοιπόν, να είμαι από εκείνους που ρίχνουν τον εύκολο «λίθο του αναθέματος» στη Βουλή και στους βουλευτές, θεωρώ ότι στην περίπτωση της τροπολογίας για τις αποκρατικοποιήσεις, το δίκιο δεν είναι με το μέρος όσων απειλούν να καταψηφίσουν την επίμαχη ρύθμιση, επιμένοντας σε μεγαλύτερη εμπλοκή των βουλευτών στο κρίσιμο αυτό ζήτημα.
Όσο και αν δεν ήταν πολιτικά «κομψή» η πρωτοβουλία του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα να καλέσει τους βουλευτές στο γραφείο του, όπως και η δημόσια δήλωσή του ότι «δεν δέχεται η τρόικα να γίνεται κύρωση των ιδιωτικοποιήσεων από τη Βουλή», το επιχείρημά του ότι, υπό αυτή την προϋπόθεση «πολύ δύσκολα ένας ξένος επενδυτής θα ερχόταν στην Ελλάδα», θεωρώ ότι είναι βάσιμο.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι ισχυρές πολιτικές αντιδράσεις που είχαν καταγραφεί κατά το παρελθόν για υποθέσεις αυτού του είδους, όπως η εξαγορά της τουρκικής τράπεζας Finansbank από την Εθνική Τράπεζα ή η σύμβαση της κινεζικής Cosco για την μακροχρόνια μίσθωση του λιμανιού του Πειραιά, δεν… δικαιώθηκαν από τις (οικονομικές) εξελίξεις.
Όποιος, εξάλλου, έχει στοιχειώδη εμπειρία για τον τρόπο με τον οποίο, δυστυχώς, γίνονται οι ακροάσεις στις διάφορες επιτροπές της Βουλής, δεν μπορεί να φανταστεί σοβαρό ιδιώτη επενδυτή που να δεχθεί να βάλει τα χρήματά του και να υποχρεωθεί, κατόπιν, να περάσει από τις πολιτικές «συμπληγάδες» της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δέχθηκε την πρόταση στελεχών των συγκυβερνώντων κομμάτων και περιλήφθηκε στην επίμαχη νομοθετική ρύθμιση πρόβλεψη ότι θα γίνεται παρουσίαση των όρων της προκήρυξης στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, ώστε, δι΄ αυτού του τρόπου, να ενημερώνονται οι βουλευτές για κάθε αποκρατικοποίηση που αποφασίζεται από το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ).
Από το Σύνταγμα, αλλά και από τη διεθνή κοινοβουλευτική εμπειρία, ο ρόλος της Βουλής και των βουλευτών είναι καθαρά πολιτικός και όχι τεχνοκρατικός. Δεν έχουν, δηλαδή, το ρόλο, αλλά, αν θέλετε, ούτε και τις γνώσεις για να εξετάζουν μια προς μια τις αποκρατικοποιήσεις και να αποφαίνεται σε ποιον θα δοθεί μια ΔΕΚΟ ή ένα ακίνητο του δημοσίου.
Η απαίτηση, για παράδειγμα, να ενημερωθεί η Βουλή για τους όρους μιας επικείμενης προκήρυξης για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και, ενδεχομένως, για το τίμημα που προσδοκάται να εισπραχθεί από το δημόσιο, είναι εύλογη και σίγουρα υπηρετεί την απαιτούμενη διαφάνεια που θα πρέπει να έχει το συνολικό σχέδιο των αποκρατικοποιήσεων.
Από εκεί και πέρα, κάθε βουλευτής έχει απεριόριστο δικαίωμα, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, να διατυπώσει την πολιτική (αντί-)θεση του και –γιατί όχι;- εφόσον διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία να καταγγείλει τυχόν σκανδαλώδεις διαστάσεις που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μπορεί να διαπιστωθούν.  
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.