Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στουρνάρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στουρνάρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Είναι οι τραπεζίτες τα «κακομαθημένα παιδιά» της ελληνικής οικονομίας;

    «Σε νέα μείωση των επιτοκίων της, κατά 0,25%, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τέταρτη φορά από την αρχή του έτους. Μετά τη μείωση, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επιτόκιο καταθέσεων) διαμορφώνεται στο 3% από 4% που ήταν στις αρχές του 2024».

    Η συγκεκριμένη είδηση που προέρχεται από τη χθεσινή (Πέμπτη 12/12/24) επικαιρότητα πέρασε σχεδόν στα ψιλά της εσωτερικής ειδησεογραφίας από τη στιγμή που η επίπτωσή της στη μικροοικονομική πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά είναι στη σφαίρα της εικασίας.

    «Υποτίθεται ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων περίπου 400 χιλιάδων πολιτών», ήταν το σχόλιο με το οποίο συνόδευαν την είδηση ορισμένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί και ειδησεογραφικοί ιστότοποι.

    Ο τόνος ήταν στο ρήμα «υποτίθεται» διότι, κακά τα ψέματα, ουδείς ανέμενε να κάνουν οι τράπεζες αυτό που έκαναν όταν τα επιτόκια είχαν πάρει την ανιούσα. Τότε με το που γινόταν γνωστή η απόφαση της ΕΚΤ να ανεβάσει τα επιτόκια, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα προχωρούσαν αυθωρεί και παραχρήμα στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων με τα οποία χρεώνουν τους δανειολήπτες. 

    Όσοι έχουμε στεγαστικά επιτόκια με κυμαινόμενο επιτόκιο το ξέρουμε πολύ καλά. Δεν προλάβαινε να φθάσει η πληροφορία από τη Φρανκφούρτη ότι συνεδρίασε το ΔΣ της ΕΚΤ για να συζητήσει αύξηση των επιτοκίων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, και οι ελληνικές τράπεζες είχαν αναπροσαρμόσει τα επιτόκια. Με ρυθμό… «ομοθυμαδόν» μάλιστα, αγνοώντας πλήρως τους κανόνες του ανταγωνισμού και τους υποτιθέμενους θεσμούς προστασίας των καταναλωτών.

    Είναι εξοργιστικό ότι, κάθε φορά που βρισκόμαστε στη φάση της ανοδικής τροχιάς των επιτοκίων, η εξυπηρέτηση των κάθε λογής δανείων γίνεται σχεδόν με αυτόματο τρόπο πιο αλμυρή για τους δανειολήπτες, σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η ΕΚΤ αποφασίζει να μειώσει τις επιτοκιακές επιβαρύνσεις του δανεισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ευρωπαϊκό σύστημα. 

    Ακόμη πιο εξοργιστικό είναι ότι η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί την ελληνική εξαίρεση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων που δίνουν οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τα επιτόκια που οι ίδιες χρεώνουν τους δανειολήπτες τους να είναι μακράν η μεγαλύτερη σε ολόκληρο τον πλανήτη.

    Το δυστύχημα είναι ότι στις μέρες μας η απληστία των τραπεζιτών δεν περιορίζεται στο spread καταθέσεων και χορηγήσεων. Από το αναβαλλόμενο φόρο, που τους δόθηκε με αποφάσεις περισσότερων της μιας κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, έως τις οριζόντιες προμήθειες που επιβάλλουν στους πολίτες, οι οποίοι εκόντες άκοντες υποχρεώνονται από τις κρατικές αρχές να συναλλάσσονται μέσω των τραπεζών, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται.

    Τι και αν ουσιαστικά χρεωκόπησαν την περίοδο του Μνημονίων και χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν με χρήματα των φορολογουμένων; Τα κεφάλαια αυτά εξανεμίστηκαν. Προφανώς διότι στις άφρονες αποφάσεις των διοικούντων τους, που δάνειζαν χωρίς υγιή τραπεζικά κριτήρια, δόθηκε οριζόντια ασυλία η οποία ήταν σαν να μπήκε σφουγγάρι στις ευθύνες. 

    Το αποτέλεσμα ήταν, λίγο ως πολύ να εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη και τώρα στο τιμόνι των τραπεζών τα ίδια πρόσωπα που τις χρεοκόπησαν. Πρόσωπα τα οποία δεν αρκεί ότι δεν πλήρωσαν για τις παλαιές τους «αμαρτίες», αλλά αποθρασυμένοι πλέον αμείβονται πλουσιοπάροχα με «μπόνους» που οι ίδιοι αποφασίζουν για τους εαυτούς τους και τα οποία δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τα δικαιούνται επειδή επέδειξαν κάποια αξιομνημόνευτη διοικητική ικανότητα.

    Μιλάμε για προκλητικές αμοιβές που είναι τόσο υψηλές ώστε να προκαλούν τη μήνη ακόμη και του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος τόσο με την τωρινή ιδιότητα του επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος όσο και με την προηγούμενη, αυτή του υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, ήταν από εκείνους που προέταξαν τα στήθη τους για να μείνει όρθιο το -κατά τα άλλα «αμαρτωλό»- εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

    Για κάποιον περίεργο λόγο, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος που άσκησε τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία χρόνια και πιο πολύ η σημερινή κυβέρνηση δείχνουν να αντιμετωπίζουν τους τραπεζίτες όπως συμπεριφέρονται οι γονείς τα «κακομαθημένα παιδιά» τους που πιστεύουν ότι παραστράτησαν και θέλουν «κανάκεμα» για να ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Άλλοτε με υποτιθέμενα «γαλλικά» και άλλοτε με παραινέσεις για να δείξουν λίγο καλό πρόσωπο. 

Δεν εξηγείται αλλιώς η ανοχή την οποία απολαμβάνουν παρά τα τόσα προκλητικά «παραστρατήματα» που έχουν συσσωρευθεί. Εκτός όλων των άλλων, έχουν μειώσει το προσωπικό τους στο ναδίρ και τα καταστήματα στο μη περαιτέρω, ταλαιπωρώντας αφάνταστα τους πολίτες τους με άθλιες διαδικτυακές υπηρεσίες δήθεν εξυπηρέτησης πελατών που αν υπήρχαν πραγματικές υπηρεσίες προστασίας του καταναλωτή θα τους είχαν εξοντώσει στις ποινές και στα πρόστιμα. 

Αποκορύφωμα όλων αυτών είναι οι ασύμμετρες προμήθειες που χρεώνουν και τις οποίες πρέπει να περιμένουμε την Κυριακή και την ομιλία του πρωθυπουργού στο κλείσιμο της συζήτησης επί του προϋπολογισμού για να μάθουμε πόσο θα μειωθούν από το… 2025. 

    Γιατί αλήθεια; Και, πολύ περισσότερο, ποιος είναι ο λόγος που τους επιτρέπεται να συμπεριφέρονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο όταν αφέθηκαν να καταρρεύσουν τόσες άλλες -μικρές και μεγάλες- επιχειρήσεις από πολλούς και διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας που δεν άντεξαν στην κρίση; 

    Μόνον τα εσαεί «κακομαθημένα παιδιά» αξίζουν τη διάσωση και τον εξασφαλισμένο πλουτισμό με πολιτικές αποφάσεις; Τι είδους, άραγε, καπιταλισμός είναι αυτός και που αλλού εφαρμόζεται; 

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Η «μετάλλαξη» της ΝΔ, ο γάμος των ομόφυλων, οι νέοι και το στεγαστικό

 

Υπό την αίρεση ότι μεταφέρθηκαν σωστά και με ακρίβεια όλα όσα ειπώθηκαν από τους «πικραμένους» βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που μίλησαν στη συνεδρίαση που έκανε η «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα την περασμένη Τετάρτη για την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 9ης Ιουνίου, (μού) δημιουργείται η εντύπωση ότι η πλειονότητα τους είτε εξέφρασε υποκριτικές ενστάσεις ή είναι απλώς εκτός τόπου και χρόνου.

Αδυνατώ ειλικρινά να αντιληφθώ ότι οι συγκεκριμένοι αιρετοί εκπρόσωποι του λαού συνομίλησαν ή ήρθαν σε κάποιου είδους επαφή με όλους εκείνους οι οποίοι πριν από ένα χρόνο είχαν ψηφίσει ΝΔ, αλλά τώρα απείχαν ή έκαναν άλλη επιλογή ψήφου. Και από αυτές τις συνομιλίες και επαφές απεκόμισαν την εντύπωση ότι σχεδόν 1,3 εκατ. Έλληνες ψηφοφόροι -αριθμός μεγαλύτερος από τους 1,125 εκατ. που έριξαν και πάλι το γαλάζιο ψηφοδέλτιο στην κάλπη- διαφοροποίησαν την εκλογική τους συμπεριφορά επειδή διαπίστωσαν «μετάλλαξη του ιδεολογικού χαρακτήρα» της κυβερνητικής παράταξης.

«Μετάλλαξη» η οποία επήλθε τώρα εξαιτίας της επιμονής της ηγεσίας της ΝΔ να στοχεύει προς το Κέντρο και είχε ως αποκορύφωμα την καθιέρωση πριν από λίγους μήνες της δυνατότητας να συνάπτεται γάμος από ομόφυλα ζευγάρια.

Δεν είναι μόνον ότι ορισμένοι από τους ενιστάμενους γαλάζιους βουλευτές δεν διαθέτουν την έξωθεν καλή μαρτυρία της συνεπούς προσήλωσης στην παράταξή τους, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι έχουν κατά καιρούς πολιτευθεί και οι ίδιοι με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς.

Είναι κυρίως διότι τα στοιχεία από την ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς που διατύπωσε μια πλειάδα εξ αυτών για τους λόγους που οδήγησαν στην υποχώρηση της εκλογικής δύναμης του κυβερνώντος κόμματος.

Η εστίαση των περισσότερων στην καθιέρωση του γάμου των ομόφυλων ως βασικού λόγου της νεοδημοκρατικής καθίζησης δεν βρίσκει έρεισμα στην πραγματικότητα. Όσο και αν, κακά τα ψέματα, είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο ζήτημα ενόχλησε την πλειονότητα των οπαδών και ψηφοφόρων της ΝΔ.

Εξίσου αληθές, όμως, είναι ότι, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες ηλικίες οι οποίες, αν και ενοχλήθηκαν σφόδρα από τη νομική κατοχύρωση της ισότητας στον γάμο, έμειναν πιστές στο κυβερνών κόμμα, εκείνοι που γύρισαν την πλάτη στη γαλάζια ευρωκάλπη ήταν κυρίως οι νεότερες γενιές για τις οποίες δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η εκλογική τους συμπεριφορά επηρεάστηκε από την επίμαχη νομοθετική πρωτοβουλία.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι όπως έδειξε το exit poll το οποίο ακτινογράφησε τον τρόπο με τον οποίο ψήφισαν όσοι συμμετείχαν στην αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου, ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε προβάδισμα ψήφου στις ηλικίες 17 έως 34 ετών, συγκεντρώνοντας σε αυτή την ηλιακή ομάδα ποσοστό 18,2%, την ίδια στιγμή που η ΝΔ συγκέντρωσε μόλις το 15,9% των ψηφοφόρων από τη συγκεκριμένη δεξαμενή. Στον αντίποδα, το κυβερνών κόμμα ψηφίστηκε από το 39,9% των συνταξιούχων και η αξιωματική αντιπολίτευση απέσπασε από την ίδια ηλιακή ομάδα ποσοστό 17,4%.

Ακόμη και στους φοιτητές, για τους οποίους η Νέα Δημοκρατία πανηγυρίζει κάθε χρόνο ανακοινώνοντας θηριώδη ποσοστά για λογαριασμό της ΔΑΠ, της φοιτητικής παράταξής της στα Πανεπιστήμια, το ποσοστό που έλαβε ήταν μόλις 13%. Με αποτέλεσμα να την υπερκεράσει κι εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αν και πατώνει εκλογικά κάθε χρόνο στις φοιτητικές εκλογές, αφού έχει μια πολύ αναιμική οργάνωση νεολαίας, κατετάγη πρώτος με 17,4%. Η πολυδιαφημισμένη νομοθετική πρωτοβουλία για τα μη κρατικά ΑΕΙ, που πολλοί προεξοφλούν ότι θα οδηγήσει στην λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν έδειξε να ενθουσιάζει ιδιαίτερα τους νέους ψηφοφόρους.

Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης που να δείχνει παραστατικά τη διαφοροποίηση, αρκεί να επισημάνουμε ότι στις περυσινές βουλευτικές εκλογές η ΝΔ είχε καθαρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις ηλιακές ομάδες. Ειδικά, όμως, στις ηλικίες μεταξύ 17 και 24 ετών το κυβερνών κόμμα προηγήθηκε με 28,8% και ακολούθησε η αξιωματική αντιπολίτευση με 19,2%. Επίσης και στις ηλικίες από 25 έως 34 έτη, η ΝΔ το 2003 ήταν πρώτη με 27,6%, αφήνοντας δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ με 20,6%.

Πέραν τούτων, εξάλλου, βέβαιο είναι ότι τα κόμματα που ξιφούλκησαν κατά του γάμου των ομόφυλων δεν κατάφεραν να εκτοξευθούν στα… ουράνια, αν εξαιρέσει κανείς την αξιοσημείωτη άνοδο του κόμματος του Κυριάκου Βελόπουλου, η οποία είναι μάλλον πολυπαραγοντική και οφείλεται και σε προσέλκυση ψήφων από αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες που ήθελαν να εκφράσουν δυσαρέσκεια για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική που τους αφορά.

Υπό αυτή τη συνθήκη, έχω την αίσθηση ότι, αν όντως οι βουλευτές της ΝΔ διέθεταν την απαραίτητη κοινωνική γείωση και τους κατάλληλους αισθητήρες, θα απέφευγαν να… «κάνουν τον πόνο τους τραγούδι», σηκώνοντας τους τόνους της κριτικής τους επειδή υπουργοποιήθηκαν στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι και όχι οι ίδιοι.

Ή, όπως ειπώθηκε στην ίδια συνεδρίαση, επειδή δεν αντικαθίστανται οι εξωκοινοβουλευτικοί, κάτι το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ισχύει αν θυμηθούμε την πρόσφατη καρατόμηση των Σταύρου Παπασταύρου και Γιάννη Μπρατάκου. Εκτός και αν εξαιρούνται οι συγκεκριμένοι επειδή προέρχονται από τα… «γαλάζια σπλάχνα».

Αν οι γαλάζιοι βουλευτές μιλούσαν με κάποιους από τους νέους που επέλεξαν την αποχή ή την υπερψήφιση άλλων κομμάτων, θα αντιλαμβάνονταν ενδεχομένως πόσο δυσκολότερη έχει γίνει η ζωή τους συγκριτικά με τους γονείς και τους παππούδες τους. Μπορεί την τελευταία πενταετία να υποχώρησε αισθητά η ανεργία και να αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός με τον οποίο αμείβονται οι πιο πολλοί νέοι, το επίπεδο ζωής, όμως, ακόμη και όσων εργάζονται με πλήρες ωράριο, πόρρω απέχει, για τη μεγάλη πλειονότητα, από το να τους επιτρέπει να ζήσουν χωρίς τη στήριξη των οικογενειών τους.

        Η ακρίβεια γενικά, η οποία με διαβαθμίσεις πλήττει όλο τον πληθυσμό, αλλά ειδικότερα το οξύ στεγαστικό πρόβλημα, που επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο, κάνει τον βίο αβίωτο στις γενιές που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν μέσα στην κρίση και δεν πρόλαβαν να γευθούν τους γλυκούς καρπούς της ευημερίας των προηγούμενων δεκαετιών. Ο στόχος για το δικό τους «κεραμίδι» που ήταν εφικτός για τους περισσότερους που ανήκαν στις μεταπολεμικές γενιές, στις μέρες μας έχει μετατραπεί σε άπιαστο όνειρο.

        Ένας νέος της εποχής μας είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει τη δική του στέγη με την κατάσταση που επικρατεί στην κτηματαγορά. Ούτε φυσικά θα μπορέσει να «τα φέρει βόλτα» και να ζήσει αξιοπρεπώς εφόσον επιλέξει να μισθώσει το δικό του ακίνητο, εγκαταλείποντας το παιδικό δωμάτιο στο πατρικό σπίτι.

Όσα λοιπόν δεν είπαν οι γαλάζιοι βουλευτές, που έδειξαν να «κόπτονται» για την ιδεολογική καθαρότητα του κόμματός τους, το οποίο υποτίθεται ότι κινδυνεύει με μετάλλαξη από τους… εξωτικούς που ήρθαν να τους πάρουν τους υπουργικούς θώκους, τα είπε την ίδια μέρα ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος στην νομισματική έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος επεσήμανε ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος στέγης που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση.

Ο κεντρικός τραπεζίτης έθεσε «το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων» υπογραμμίζοντας ότι «η συνεχής αύξηση των τιμών, την οποία τροφοδοτεί η ζήτηση από το εξωτερικό, και το αυξημένο κόστος κατασκευής και δανεισμού διαμορφώνουν επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα, δυσχεραίνοντας την απόκτηση πρώτης κατοικίας και συμπαρασύροντας ανοδικά τόσο τις τιμές κατοικιών υποδεέστερων χαρακτηριστικών όσο και τα μισθώματα».

Τα στοιχεία είναι συντριπτικά: οι τιμές των ακινήτων τα τελευταία χρόνια αυξάνονται με ρυθμούς της τάξης πάνω από10% ετησίως και προσεγγίζουν τα επίπεδα προ κρίσης, ενώ στις απολαβές των εργαζομένων δεν έχει καλυφθεί ούτε το μισό χαμένο έδαφος από την εποχή που ξεκίνησε η μνημονιακή επέλαση. Και η οποία μεταξύ πολλών άλλων κατάπιε και θεσμούς όπως ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας που χορηγούσε σπίτια σε αστέγους ή επιδοτούσε το επιτόκιο των δανείων για την αγορά κατοικίας.

Αναρωτιέμαι ειλικρινά τι ανταπόκριση θα εύρισκε από τους συναδέλφους του αν ένας από τους διαμαρτυρόμενους βουλευτές της ΝΔ που πήραν τον λόγο στη γαλάζια Κ.Ο. επέλεγε να προτάξει το συγκεκριμένο ζήτημα ως ένα από τα μείζονα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία.

Τι λέτε; Θα συγκινούνταν οι υπόλοιποι ή θα επέμεναν να θέτουν τον γάμο των ομόφυλων για να μη δυσαρεστηθεί ο… πνευματικός τους; Ας ελπίσουμε ότι το αίσθημα της (πολιτικής) επιβίωσης θα πρυτανεύσει οδηγώντας την κυβερνητική ηγεσία στη βέλτιστη επιλογή για τους πολίτες.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Απαιτούνται πολλές συγγνώμες

 

            Οι άνθρωποι γενικώς την έχουμε πολύ δύσκολη τη συγγνώμη. Αν και δεν ζούμε σε έναν κόσμο αλάνθαστων όντων, είναι λίγοι εκείνοι που στην καθημερινή ζωή έχουν τη δύναμη να αναγνωρίσουν λάθη και το θάρρος να ζητήσουν συγγνώμη για λανθασμένες ενέργειες, συμπεριφορές ή εκτιμήσεις. Στην πολιτική τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αφού η αναγνώριση λαθών είναι κάτι πολύ σπάνιο και η έκφραση συγγνώμης αποτελεί είδος σε πλήρη ανεπάρκεια.

            Είναι άκρως χαρακτηριστική η περίπτωση του Σταύρου Παπασταύρου, του συμβούλου του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος έπειτα από δικαστικές περιπέτειες που διήρκεσαν μια ολόκληρη εξαετία απαλλάχθηκε από όσα του είχαν καταμαρτυρήσει οι αντίπαλοι του πολιτικού του προϊσταμένου για παράνομες εμπλοκές στη διαβόητη «λίστα Lagarde» και τα περίφημα «PanamaPapers».

Από το βήμα του πρωθυπουργού, ο Αλέξης Τσίπρας είχε, ως μη όφειλε, υιοθετήσει πλήρως τα καταγγελλόμενα κατά του Παπασταύρου. Φαίνεται, μάλιστα, πως ήταν τόσο πεπεισμένος (;) για την ενοχή του που συγκατένευσε όταν ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης τον προκάλεσε να δεσμευτεί ότι θα ζητήσει συγνώμη εφόσον η δικαστική έρευνα θα κατέρριπτε τις εις βάρος του κατηγορίες.

Εκείνη η ώρα ήρθε τώρα, αφού είναι γνωστή η… ταχύτητα με την οποία κινείται η ελληνική Δικαιοσύνη ακόμη και όταν πρόκειται για μείζονες δικαστικές υποθέσεις με έντονο αντίκτυπο στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο τότε πρωθυπουργός, όμως, αντί της συγγνώμης που είχε υποσχεθεί και την οποία, ούτως ή άλλως, οφείλει γιατί δεν ήταν στα καθήκοντα να αποφαίνεται ποιος είναι ή δεν είναι ένοχος, προτίμησε τη σιωπή.

Κακά τα ψέματα, όμως, η στάση του κ. Τσίπρα δεν εκπλήσσει. Ο Σταύρος Παπασταύρου, άλλωστε, δεν ήταν ο μόνος που στοχοποιήθηκε αδίκως από αξιωματούχους της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το εκδικητικό και αναιτιολόγητο άνοιγμα των λογαριασμών του Κώστα Σημίτη; Ή τον απίστευτο δικαστικό Γολγοθά του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου;

Και τι να ξεχάσουμε από όσα απίθανα σκαρφίστηκαν την προηγούμενη δεκαετία διάφοροι πολιτικοί σαλτιμπάγκοι για να αναρριχηθούν στην εξουσία; Τις πολύχρονες περιπέτειες του Ανδρίκου Παπανδρέου ο οποίος προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν αγόρασε ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) για τη χρεωκοπία της χώρας στην οποία τάχατες ήθελε να οδηγήσει ο αδελφός του; Ή την επιστράτευση κουκουλοφόρων μαρτύρων για τον διασυρμό και την ηθική εξόντωση κορυφαίων προσώπων της «απέναντι πλευράς», όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Παναγιώτης Πικραμένος που βρέθηκαν «στα μανταλάκια» ως δήθεν εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο Novartis πριν να απαλλαγούν πανηγυρικά;

Είναι, λοιπόν, πολλές οι συγγνώμες που θα έπρεπε να ζητήσουν ο Αλέξης Τσίπρας και οι νυν και πρώην συνεργάτες του για τις άκομψες, αντιθεσμικές αλλά και σε πολλές περιπτώσεις παράνομες ενέργειες στις οποίες επιδόθηκαν εναντίον όσων εκείνοι θεωρούσαν ότι αντιστρατεύονταν το πάθος τους για να αποκτήσουν αρχικά και εν συνεχεία για να διατηρήσουν την εξουσία. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι αν, άρχιζαν να ζητούν συγγνώμες, δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν στον Παπασταύρου.

Αν, πάντως, αποφάσιζαν κάποια στιγμή να το κάνουν, θα ήταν ίσως καλύτερο για τους ίδιους τη μεγαλύτερη συγγνώμη να τη ζητήσουν από τον ελληνικό λαό. Και, ακόμη καλύτερα από όσους τους πίστεψαν και έγιναν ψηφοφόροι τους επειδή τους «δηλητηρίαζαν» επί χρόνια. Και το έκαναν χρησιμοποιώντας το άκρως αντιπολιτικό και απολύτως λαϊκίστικο «δηλητήριο» ότι τα προβλήματα της χώρας οφείλονταν αποκλειστικά και μόνον στο γεγονός ότι οι αντίπαλοι τους ήταν διεφθαρμένοι. Οπότε, όλα θα λύνονταν δια μαγείας, αν, κατά την… Πολάκεια έκφραση, «κλείναμε κάποιους στη φυλακή».

Αλλά για να μην τα φορτώνουμε όλα στον Παύλο Πολάκη, προσωπικά δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη που αισθάνθηκα όταν άκουσα τον ανταγωνιστή του στα Χανιά Γιώργο Σταθάκη, ο οποίος ήταν και πανεπιστημιακός δάσκαλος, να απαντά στο ερώτημα «που θα βρει η παράταξή του τα 12 δισ. ευρώ για να εφαρμόσει το περίφημο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» με την παράθεση μιας απλής αριθμητικής πράξης: «Τρεις τέσσερις δώδεκα».

Είχε αμέσως μετά ο ίδιος εξηγήσει, αφήνοντας άφωνους τους συνομιλητές του, ότι υπολόγιζε σε πρόσθετα έσοδα του Δημοσίου τα οποία θα προέχονταν ως εξής: τρία δισ. από τη φοροδιαφυγή, τρία από την πάταξη του λαθρεμπορίου, τρία από τη λίστα «λίστα Lagarde» και άλλα τρία από την εν γένει καταπολέμηση της διαφθοράς. Επρόκειτο, εν ολίγοις, για τη «λογική» του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο» που αποτυπώνεται στη σχετική λαϊκή παροιμία.

«Λογική» την οποία, δυστυχώς, κατάπιαν αμάσητη εκατομμύρια συνέλληνες. Και η οποία, αν θέλετε, ήταν αυτή που έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά από την ενορχήστρωση των συκοφαντικών επιθέσεων κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, αφού έπεισε πολύ κόσμο ότι αρκεί να πεις «όχι» σε ένα ψευτοδημοψήφισμα, σαν αυτό που έγινε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια, για να σε… παρακαλούν οι άλλοι για να σε δανείσουν. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους μας…

Υ.Γ.: Εννοείται ότι αν αθωωθεί ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παπάς που εγκαλείται από τους δικούς του αντιπάλους για παράβαση καθήκοντος, επειδή έκανε όσα έκανε με τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, οι τωρινοί διώκτες του θα πρέπει να εκφράσουν απερίφραστα τη συγγνώμη τους.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

«Θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…»


Ένα από τα ερωτήματα που συχνά τίθεται στον δημόσιο διάλογο είναι το κατά πόσο αποτελεί θεμιτή δημοσιογραφική πρακτική να γίνονται αντικείμενο κριτικής οι θέσεις, οι απόψεις και εν γένει η στάση της αντιπολίτευσης, όπως και οι συμπεριφορές των στελεχών της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα δημοσιογραφικά βέλη πρέπει να εξακοντίζονται αποκλειστικά και μόνον εναντίον της κυβέρνησης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο ρόλος και η αποστολή του Τύπου είναι να ασκεί κριτική στην εκάστοτε εξουσία.
Όσοι υιοθετούν τέτοιους ισχυρισμούς, ηθελημένα ή όχι, αγνοούν ότι στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις δημοκρατικές πολιτείες, η εξουσία δεν ασκείται μόνον από την κυβέρνηση. Μπορεί οι περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται, τυπικώς τουλάχιστον, από τις κυβερνήσεις, η διαμόρφωση, όμως, του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές κινούνται επηρεάζεται από πολύ περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
Για να το πούμε με ένα παράδειγμα από την πρόσφατη ιστορία: όσες καλές προθέσεις και αν είχε η κυβέρνηση Σημίτη όταν το 2001 εισηγήθηκε το σχέδιο Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, από τη στιγμή που σύσσωμη η αντιπολίτευση στάθηκε στο πλευρό των συνδικαλιστών, το ναυάγιο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο.
Οπωσδήποτε, η τότε κυβέρνηση βαρύνεται με την ευθύνη της οπισθοχώρησης την οποία έκανε μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους. Από την άλλη, όμως, και η τότε αντιπολίτευση επωμίζεται την ευθύνη της υιοθέτησης μαξιμαλιστικών θέσεων, όπως τα περίφημα «τρία δεν» του Κώστα Καραμανλή –«δεν θα αυξηθούν οι εισφορές, δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, δεν θα αλλάξουν τα όρια ηλικίας»- τα οποία οδήγησαν τη χώρα χειροπόδαρα δεμένη στη κρίση του 2009.
Το ίδιο έργο, αλλά με ακόμη πιο σκληρές σκηνές, είδαμε να επαναλαμβάνεται και στα χρόνια του Μνημονίου που σχεδόν μοιραία ακολούθησαν. Μέχρι να έρθει η σειρά τους να υπογράψουν τα δικά τους –σκληρότερα το ένα από το άλλο- Μνημόνια, η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα είχαν πείσει την πλειονότητα των Ελλήνων ότι από ένα στιγμιαίο… ατύχημα είχαν μπει στη μέγγενη των θυσιών.
Με την απόσταση των χρόνων που μας χωρίζει πλέον από εκείνη την περίοδο της πολιτικής υστερίας, αντιλαμβάνεται, νομίζω, κάθε εχέφρων άνθρωπος ότι το τίμημα της κρίσης που πληρώσαμε θα ήταν ηπιότερο εφόσον, αντί για τρία Μνημόνια –ένα για κάθε βιαστικό που ήθελε να γίνει πρωθυπουργός-, οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής είχαν συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και είχαν υπογράψει όλοι μαζί ένα Μνημόνιο. Όπως, άλλωστε, συνέβη σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν αντίστοιχα προβλήματα και βγήκαν από την κρίση νωρίτερα και με μικρότερες απώλειες.
Επανερχόμενος στο τώρα, θέλω να εξομολογηθώ ότι κάθε φορά που ψέγω την αξιωματική αντιπολίτευση για πράξεις ή παραλείψεις της ηγεσίας ή στελεχών της, εύχομαι να είναι η τελευταία αφορμή που μου δίνεται, ευελπιστώντας ότι την επόμενη φορά θα ικανοποιήσω την απαίτηση όσων –και φίλων μου!- πιστεύουν ότι ο βασικός στόχος της κριτικής πρέπει να είναι η κυβερνητική εξουσία.
Υπό αυτό το πρίσμα, σχεδίαζα τούτη τη φορά να προσπεράσω τη μίζερη κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για τον υποτιθέμενο «Μεγάλο Αδελφό» στις σχολικές αίθουσες, την μικροπρεπή γκρίνια για τις μάσκες, τις βλακώδεις συγκρίσεις με τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην Αλβανία, τις ανοίκειες επιθέσεις των κατευθυνόμενων τρολ κατά του Σωτήρη Τσιόδρα, τις αντικρουόμενες παραινέσεις προς την κυβέρνηση για χρήση ή μη του περιώνυμου δημοσιονομικού «μαξιλαριού» ή τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τον συνωστισμό που δεν ενοχλεί όταν γίνεται στις πλατείες που πέφτουν μολότοφ και σπάνε βιτρίνες αλλά είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο ως προοπτική στα σχολεία ή στις εκκλησίες.
Αντ’ αυτών σκόπευα να ασχοληθώ με τη διαφαινόμενη δυστοκία της κυβέρνησης να εμφανίσει εγκαίρως ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την αναχαίτηση της ύφεσης με ενοποίηση των διάσπαρτων ανακοινώσεων για μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων που δείχνουν να λαμβάνονται αποσπασματικά και υπό την πίεση των γεγονότων. Και –γιατί όχι;- συχνά και υπό την πίεση της αντιπολίτευσης.
Αλλά, όπως λέει και η γνωστή λαϊκή παροιμία, «θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…». Διαβάζοντας την ανακοίνωση της Κουμουνδούρου μετά την αναγγελία για ανανέωση της θητείας του Γιάννη Στουρνάρα, θεώρησα ότι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη το μισαλλόδοξο περιεχόμενο του κειμένου που υπογράφεται από την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο υποτίθεται ότι ετοιμάζεται να πάρει πρωτοβουλία για τη συγκρότηση… «προοδευτικού μετώπου».
Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, αντί να δείξει ελάχιστη μεταμέλεια και να ζητήσει συγνώμη για τις άθλιες παρακρατικές μεθοδεύσεις κατά του κεντρικού τραπεζίτη και της οικογενείας του που ακολουθήθηκαν στα χρόνια της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης, έχει το θράσος να απειλεί πως όταν και αν επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία θα συνεχίσει τη βεντέτα με τον Γιάννη Στουρνάρα, αγνοώντας ότι την πρώτη φορά το μόνο που πέτυχε ήταν να διασύρει τη χώρα.
Αποτελεί μνημείο ιταμότητας το ύφος με το οποίο καταλήγει η… συγχαρητήρια δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ για τον διακεκριμένο οικονομολόγο που θα εκπροσωπεί τη χώρα μας τα επόμενα έξι χρόνια στον κορυφαίο θεσμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Αλλά έτσι όπως τα φέρνει η ζωή, θα ξανασυναντηθούμε αργά η γρήγορα, οπότε θα έχει και πάλι όλο τον χρόνο στη διάθεσή του να υπονομεύει την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση», είναι το έμπλεο… προοδευτικότητας μήνυμα της Κουμουνδούρου.
Πάτε στοίχημα ότι αν δεν την έγραψε ο Παύλος Πολάκης, ήταν το… προοδευτικό του πνεύμα που την υπαγόρευσε;