Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Άμυνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Άμυνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Ο σουρεαλισμός του «άλλα κάνω κι άλλα λέω»



            «Προγραμματισμένη εκπαιδευτική αποστολή», έσπευσε να χαρακτηρίσει το υπουργείο Άμυνας τις υπερπτήσεις πολεμικών αεροσκαφών πάνω από το «Πεντάγωνο» στη διάρκεια της τελετής παράδοσης του υπουργικού χαρτοφυλακίου από τον Πάνο Καμμένο στον Ευάγγελο Αποστολάκη.
            Με τον τρόπο αυτό αποφεύχθηκε και η υπερρεαλιστική απορία «Στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος;» την οποία μπορεί να είχε κανείς, ενθυμούμενος τον εμβληματικό στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου από το ποίημα «Μπολιβάρ».
            Διότι αν θεωρήσουμε την ανακοίνωση ως δείγμα γραφής για το πως σκοπεύει να πολιτευθεί ο μέχρι πρότινος αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, φαίνεται ότι η επιλογή του –είτε έγινε από τον Αλέξη Τσίπρα είτε από τον Πάνο Καμμένο ή κατόπιν συνεννόησης των δυο τους- δεν ήταν διόλου τυχαία. Η συμπεριφορά του μοιάζει να «ταιριάζει γάντι» με την κυβέρνηση στην οποία δέχθηκε να συμμετάσχει. 
            Ο νέος υπουργός θα πρέπει να ήταν… αυθεντικός ΣΥΡΙΖΑίος –ή να προέρχεται από το «υβρίδιο» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛιτών - πολύ πριν βγάλει τη στολή του ναυάρχου για να φορέσει το κοστούμι του πολιτικού. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι άρχισε την κυβερνητική θητεία του, παίρνοντας, κατ΄ αρχάς, μια τέτοια απόφαση και επιτρέποντας, εν συνεχεία, να δικαιολογηθεί με τόσο προκλητική προσβολή του κοινού νου.
            Άλλωστε, τέσσερα χρόνια τώρα ζούμε μέσα σε μια ζοφερή πολιτική κατάσταση, σε μια πραγματική φαρσοκωμωδία, οι πρωταγωνιστές της οποίας δεν εννοούν σχεδόν τίποτε από όσα λένε. Τι να θυμηθεί κανείς και τι να ξεχάσει;
Μιλούν για «προοδευτικά μέτωπα» αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να μοιράζονται υπουργικά χαρτοφυλάκια με εγνωσμένους δεξιούς παλαιάς κοπής. Δηλώνουν, από τη μια, ανακουφισμένοι για το (εικονικό, κατά τα φαινόμενα) διαζύγιο που πήραν από τους ΑΝΕΛ, ενώ, από την άλλη, ο ίδιος ο  Αλέξης Τσίπρας χαρακτηρίζει «αναντικατάστατο» τον Πάνο Καμμένο.
Κατακεραυνώνουν τον λαϊκισμό οι άνθρωποι που έχουν υιοθετήσει κάθε αστειότητα για «κατάργηση των Μνημονίων με ένα νόμο», ισχυριζόμενοι, μάλιστα, ότι μόλις θα το έκαναν οι ξένοι θα παρακαλούσαν να μας δανείσουν. Κατηγορούν το «παλαιό πολιτικό σύστημα» και επιστρατεύουν κάθε απολειφάδι που αυτό αφήνει πίσω του. Υιοθετούν τις πιο αντισυνταγματικές και αντιθεσμικές πρωτοβουλίες, τέτοιες που ουδείς στο παρελθόν είχε διανοηθεί να αναλάβει.
Υποστηρίζουν ότι λειτούργησε ως καταλύτης για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού η συμφωνία των Πρεσπών, μόνον, όμως, που η πλειονότητα των πάλαι ποτέ «Μακεδονομάχων» από το κόμμα του Πάνου Καμμένου άλλαξαν θέση επειδή διατήρησαν τους υπουργικούς θώκους.   
Στηλιτεύουν, υποτίθεται, τις αποστασίες του ανώμαλου πολιτικού παρελθόντος, την ίδια ώρα που εκμαυλίζουν βουλευτές πάσης προελεύσεως για να γαντζωθούν με… νύχια και με δόντια στις καρέκλες της εξουσίας. Κάνουν, υποτίθεται, αγώνα κατά της Ακροδεξιάς, αλλά δεν… βρίσκουν αίθουσα για να ολοκληρωθεί η δίκη της Χρυσής Αυγής που θα σπάσει όλα τα ρεκόρ βραδυπορίας.
Ομνύουν όρκους πίστης στο όνομα της κάθαρσης, χωρίς να διστάζουν να στήνουν απροκάλυπτες σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων. Και όταν οι δικαστές δεν τους κάνουν τα χατίρια, αναλαμβάνουν να τους επαναφέρουν στην τάξη τραμπούκοι υπουργοί και εκλεκτά μέλη του «δημοσιογραφικού» υπόκοσμου που έχουν αναλάβει ρόλους «Ηρακλέων του Στέμματος».
Εμφανίζονται ως διαπρύσιοι πολέμιοι των επιχειρηματικών συμφερόντων, αλλά συναλλάσσονται με μηντιάρχες και ολιγάρχες, χαρίζοντας πρόστιμα και δίνοντας συγχωροχάρτια με αντάλλαγμα υποταγή και προπαγανδιστική υποστήριξη.
Παριστάνουν τους πατριώτες και έχουν αποδειχθεί στην πράξη οι πιο εθελόδουλοι πολιτικοί που λειτουργούν ως delivery boys των επιθυμιών του Αμερικανού πρεσβευτή και των Ευρωπαίων αξιωματούχων. Δέχθηκαν ταπεινωτικούς όρους, όπως η εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας, στο ελεγχόμενο από τους ξένους Υπερταμείο, που καμία άλλη κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει νωρίτερα.                    
            Ισχυρίζονται ότι μας έβγαλαν από τα Μνημόνια, αλλά από τον περασμένο Αύγουστο ως τώρα δεν μπορούν να αυξήσουν ούτε τον κατώτατο μισθό, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει πριν από πολύ καιρό. Λένε και ξαναλένε ότι προσεχώς θα… συνωστίζονται στα σύνορα οι επενδυτές και μέχρι στιγμής ούτε οι… Σύριοι πρόσφυγες που ήθελε να προσελκύσει ο Δημήτρης Μάρδας δεν μας εμπιστεύονται τα λεφτά τους.
Καμώνονται τους ευαίσθητους αριστερούς και αποστρέφουν το βλέμμα τους από την αθλιότητα των προσφυγικών καταυλισμών, κάνοντας τα στραβά μάτια και στο φαγοπότι που έχει στηθεί με τα κονδύλια. Δηλώνουν υπερασπιστές των οικονομικά αδύναμων, αλλά έκοψαν ακόμη και το ΕΚΑΣ. Ενώ όλως τυχαίως έχουν κόψει κάθε επαφή με τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και έχουν παρτίδες μόνον με φίλα προσκείμενους προς την κυβέρνηση ανθρώπους του επιχειρηματικού κόσμου. Απολαμβάνουν με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τη χλιδή από τα αξιώματα τους και είναι διατεθειμένοι να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια παραμονής σε αυτά.
Διυλίζουν τον κώνωπα κάθε φορά που δέχεται κριτική κάποιος δικός τους –«πογκρόμ» είδε ο Αλέξης Τσίπρας στη στοχοποίηση των κυβερνητικών βουλευτών που θα ψηφίσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών- και επί των ημερών τους συλλαμβάνονται έπειτα από πολλά χρόνια αφισοκολλητές. Καταπίνουν, όμως, την κάμηλο όταν χλευάζονται όσους θεωρούν οι ίδιοι αντιπάλους τους. Ο χαρακτηρισμός «τσόκαρο» σε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κινητοποίησε το προεδρείο της Βουλής, το οποίο σιώπησε όταν σε βουλευτή της αντιπολίτευσης αποδόθηκε ο χυδαίος χαρακτηρισμός «νυφούλα».
Ξορκίζουν, τάχατες, τον διχασμό, με επιχειρήματα του τύπου «ή εμείς ή αυτοί». Ανέχονται, όμως, τα κάθε είδους… καραγκιοζιλίκια υπουργών και στελεχών τους και υποδύονται τους θιγμένους όταν τους αμφισβητείται το διαβόητο… ηθικό πλεονέκτημα που οι ίδιοι απένειμαν στους εαυτούς του. Έχουν μετατρέψει σε καθημερινή πρακτική τον καθεστωτισμό και κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να φιμωθούν μέσα ενημέρωσης που δεν τους λιβανίζουν ή δεν συνταυτίζονται με τη «γραμμή» των non paper του Μαξίμου.   
Αν, μετά από όλα αυτά τα… σουρεαλιστικά, αλλά και την ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής που πήρε η κυβέρνηση Τσίπρα από την πιο «παρδαλή» πλειοψηφία που έχει υπάρξει ποτέ στα ελληνικά κοινοβουλευτικά χρόνια, υπάρχει ένα βέβαιο συμπέρασμα, αυτό είναι το εξής: Μέχρι να φύγουν, δεν θα αφήσουν τίποτε όρθιο. Ούτε στην οικονομία, ούτε στους θεσμούς, ούτε στις αξίες!

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Η φωτεινή πλευρά της Μεταπολίτευσης



            Ήταν από τους τελευταίους πολιτικούς κρατούμενους που αφέθηκαν ελεύθεροι μετά την πτώση της χούντας. Κι ας είχε προϋπάρξει βουλευτής ήδη από την προδικτατορική περίοδο. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε και βασανίστηκε –ο ίδιος και μέλη της οικογένειας του-, επειδή οι παράφρονες που είχαν σφετεριστεί την εξουσία δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ένας γενναίος στρατιωτικός που πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και στη Μέση Ανατολή κατά της φασιστικής και ναζιστικής κατοχής μπορούσε να υπερασπίζεται με την ίδια γενναιότητα και με το ίδιο αίσθημα καθήκοντος και τη Δημοκρατία που είχε καταλυθεί.
            Πολιτευόταν για περισσότερο από 40 χρόνια και εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής στη μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια, χωρίς να διακριθεί επειδή ακολούθησε την πεπατημένη του ψηφοθήρα πολιτευτή που διόριζε τους φίλους του στο δημόσιο. Μεσουράνησε πολιτικά την πρώτη οκταετία της διακυβέρνησης της χώρας του ΠΑΣΟΚ και κανείς από τους πολιτικούς αντιπάλους του, με τους οποίους δεν δίσταζε να συγκρουστεί, δεν επεχείρησε να του προσάψει το παραμικρό που να πλήττει το κύρος και την αξιοπρέπεια με την οποία πορεύθηκε στη μακρά διάρκεια της πολιτικής διαδρομής του.
            Ακόμη και η θητεία του στο πολύπαθο υπουργείο Εθνικής Άμυνας υπήρξε ανεπίληπτη και δεν τη σκίασαν ούτε καν υποψίες σκανδάλων που να συνδέονται με το πρόσωπό του. Δεν σίτισε ούτε τότε, όπως ούτε και νωρίτερα που ως υπουργός Εξωτερικών διαχειριζόταν «μυστικά κονδύλια», image makers ή «δημοσιογράφους» για να δει το όνομα του στις παραπολιτικές στήλες των εφημερίδων, από τις οποίες η απουσία τους ήταν άκρως χαρακτηριστική.
            Αντιμετώπισε με στωική δωρικότητα το προκλητικό «προσπέρασμα» του Μένιου Κουτσόγιωργα όταν ως αντιπρόεδροι της κυβέρνησης –και έχοντας εκείνος το τυπικό προβάδισμα- εισήλθαν στη αίθουσα που γίνονταν τα εγκαίνια της ΔΕΘ, το φθινόπωρο του 1988, για να εκπροσωπήσουν τον ασθενή πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου που χειρουργείτο στο Χέρφιλντ. Και όταν αργότερα σχεδόν το «όλο ΠΑΣΟΚ» συνωστιζόταν στην Εκάλη για να αποκτήσει την εύνοια του νέου κύκλου επιρροής που περιστοίχιζε τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνος -ο πιστότερος, ίσως, «ανδρεϊκός»- ήταν από τους ελάχιστους που έμειναν, οικεία βουλήσει, μακριά.
            Χωρίς παρασκηνιακές κινήσεις ή τυμπανοκρουσίες, διεκδίκησε την πρωθυπουργία, το 1996, ακολουθώντας την προτροπή φίλων του στην κοινοβουλευτική ομάδα και, παρότι ήξερε έναν προς έναν τους άλλους δέκα που τον ψήφισαν, δεν διαπραγματεύτηκε αυτή τη μικρή, έστω, επιρροή που διέθετε με τους ανθυποψηφίους του. Αποδέχθηκε, χωρίς δημόσια πικρία, το αποτέλεσμα, όπως και το γεγονός ότι η νέα κομματική ηγεσία στο ΠΑΣΟΚ μοίραζε θώκους και αξιώματα σε όσους ήλεγχαν εσωτερικούς μηχανισμούς ή είχαν τρόπους να πιέζουν.
Λιτός και ευθυτενής σε όλα του, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση, το έκανε, πριν από δέκα χρόνια, χωρίς μεμψιμοιρίες και περιοριζόμενος σε μια και μόνη νουθεσία: «να επιστρέψει το ΠΑΣΟΚ στις σοσιαλιστικές του ρίζες», όπως ο ίδιος αισθανόταν και πίστευε.
            Αυτός ήταν, με πολύ συνοπτικά λόγια, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, μια σπάνια μορφή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που, πλήρης ημερών, έφυγε από τη ζωή και πέρασε στην Ιστορία αθόρυβα και διακριτικά, όπως διακριτική και αθόρυβη υπήρξε και η μακρά και τόσο ξεχωριστή διαδρομή του στα πολιτικά πράγματα. Η περίπτωσή του δεν αποτελεί, σίγουρα, το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα πολιτικού, όπως τουλάχιστον το γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Και, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρότυπο του πολιτικού που κυριαρχεί στις μέρες μας.
            Με όρους επικοινωνιακούς, ο αείμνηστος «Τίμιος Τζον», όπως τον αποκαλούσαν οι παλαιότεροι πολιτικοί συντάκτες, επειδή μιλούσε σπανίως (σ.σ.: όσο και οι… ομώνυμοι πυρηνικοί πύραυλοι, όπως έλεγαν όσοι του προσήψαν το προσωνύμιο), θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας «γκρίζος» πολιτικός, που, προσηλωμένος καθώς ήταν στο καθήκον του, δεν έδινε, παρά σπανίως, τροφή για σχολιασμούς, αφού δεν μετείχε σε παρασκηνιακές κινήσεις και δεν πρωταγωνιστούσε σε εσωκομματικές ίντριγκες.
Με όρους πολιτικής ουσίας, ωστόσο, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος αποτελεί το χαρακτηριστικότερο ίσως υπόδειγμα μεταξύ των πολιτικών εκείνων που με το διάβα τους σε τούτο τον κόσμο έδωσαν χρώμα στην πιο φωτεινή πλευρά της Μεταπολίτευσης, η οποία, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα, που δικαίως ή αδίκως της αποδίδονται, υπήρξε η μακροβιότερη περίοδος οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ευημερίας που γνώρισε ο τόπος μας.