Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρέας Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρέας Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Ομόφυλα ζευγάρια: Ας συζητήσουμε ψύχραιμα και χωρίς τις εντάσεις του 1982 ή του 2000

    Ανεξάρτητα αν ήταν, όπως ορισμένοι έσπευσαν να υποστηρίξουν, μια απλή απόπειρα άντλησης επιχειρηματολογίας ώστε να υπερψηφιστεί η νομοθετική πρωτοβουλία που έχει εξαγγείλει για την επέκταση του πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το έμμεσο mea culpa το οποίο είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την αρνητική στάση που τήρησε κατά το παρελθόν η παράταξή του σε κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με την πρόοδο των ολοένα και πιο πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων.

     «Θυμάμαι ακόμα, το 1982, όταν ήρθε η μεγάλη επανάσταση στο οικογενειακό δίκαιο, και η Νέα Δημοκρατία καταψήφισε διατάξεις οι οποίες τώρα μας φαίνονται απολύτως προφανείς: η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η ποινικοποίηση της οικογενειακής βίας, η δυνατότητα στη γυναίκα να κρατήσει το επώνυμό της», ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός στην συνέντευξη που παραχώρησε την Τετάρτη στη δημόσια τηλεόραση.

    «Βλέπετε, λοιπόν, ότι οι κοινωνίες προχωρούν…», συμπέρανε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος την επίμαχη περίοδο ήταν 14 ετών και ενδεχομένως να διατηρεί -αμυδρές έστω- μνήμες από το κλίμα της ακραίας πόλωσης που είχε προκαλέσει η παράταξή του εκτοξεύοντας βαρύτατες κατηγορίες κατά της τότε κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία, υποτίθεται, ότι με τις πρωτοβουλίες που αναλάμβανε, «υπέσκαπτε τα θεμέλια της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας».

    Και όλα αυτά διότι οι «μοιχοί» δεν θα προσάγονταν πλέον με τα σεντόνια στα αστυνομικά τμήματα, οι οικογένειες των γυναικών δεν θα πλήρωναν προίκα με προγαμιαίο συμβόλαιο, ενώ όσοι -για πολλούς και διάφορους λόγους, συχνά αντικειμενικούς- δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τη γαμήλια θρησκευτική τελετουργία αποκτούσαν δικαίωμα να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου πηγαίνοντας απλώς στο δημαρχείο της περιοχής τους και υπογράφοντας τα σχετικά έντυπα που επικύρωναν την αστική σύμβαση της μεταξύ τους συμφωνίας για συμβίωση.  

    Στις τέσσερις δεκαετίες που παρήλθαν έκτοτε, πάμπολλοι συνάνθρωποί μας επέλεξαν τον πολιτικό γάμο, ο οποίος με έναν έξυπνο ελιγμό της τότε πολιτικής ηγεσίας δεν κατέστη υποχρεωτικός, όπως απαιτούσαν οι φανατικοί της άλλης πλευράς, αλλά θεωρήθηκε ισοδύναμος με τον θρησκευτικό. 

    Στις μέρες μας, μάλιστα, τείνει να γίνει επικρατούσα συνήθεια, για λόγους που σχετίζονται ευθέως με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές, η σύναψη αρχικά πολιτικού γάμου και η μεταγενέστερη γαμήλια θρησκευτική τελετή, συχνά από κοινού με τη βάφτιση του πρώτου παιδιού.

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην επελθούσα καταλλαγή των παθών συνέβαλλε και το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία, ενώ στο παρελθόν ήθελε να στείλει στο… πυρ το εξώτερον όλους όσοι έκαναν πολιτικό γάμο, έβαλε νερό στο κρασί της, αποδεχόμενη την κοινωνική πραγματικότητα που στο μεταξύ διαμορφώθηκε. 

    Στο διαρρεύσαν, άλλωστε, διάστημα δεν βρήκαν έρεισμα οι ισχυρισμοί περί της επερχόμενης καταστροφής του θεσμού της οικογένειας, όπως ορισμένοι προφήτευαν, επειδή, με καθυστέρηση σε σχέση με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, καθιερώθηκαν οι περί ων ο λόγος αλλαγές που τότε ήταν όντως «μεγάλη επανάσταση», όπως τις χαρακτήρισε ο κ. Μητσοτάκης, πλην, όμως, στις μέρες μας μοιάζουν τόσο αυτονόητες.

    Εξίσου αυτονόητη μοιάζει, εξάλλου, σήμερα και η απόφαση να μη αναγράφεται το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες. Απόφαση την οποία με αντίστοιχη ένταση πολέμησε το στελεχιακό δυναμικό της σημερινής κυβερνητικής παράταξης συμμετέχοντας στα συλλαλητήρια που οργάνωσε η ηγεσία της Εκκλησίας το -όχι και τόσο μακρινό- 2000 με ισχυρισμούς για υποτιθέμενο αφανισμό της ορθόδοξης πίστης εξαιτίας της συγκεκριμένης επιλογής της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη που έγινε για λόγους προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    Δεν πέρασε απαρατήρητο ότι ο τότε αρχηγός της ΝΔ και μετέπειτα πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχε σπεύσει, έστω και χωρίς να αποτυπωθεί από τον φωτογραφικό φακό, να υπογράψει το αίτημα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο οποίο τόσο επιτακτικά επέμενε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ο οποίος είχε φθάσει μέχρι του σημείου να μεταφέρει στην Πλατεία Σύνταγμα το λάβαρο της Αγίας Λαύρας για να πείσει περί του δήθεν τεράστιου κακού που επέρχετο για το έθνος των Ελλήνων.

    Τόσο το 1982, με το νέο οικογενειακό δίκαιο, όσο και το 2000, με τη διοικητική πράξη περί μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η κυριαρχία του φανατισμού δεν είχε επιτρέψει την ψύχραιμη και ουσιαστική συζήτηση. Και στις δύο περιπτώσεις, η ελληνική κοινωνία βίωσε, ως μη όφειλε, διχαστικές καταστάσεις που δεν δικαιολογούνταν από τα πραγματικά επίδικα της εποχής. 

    Αντιμέτωποι, δυστυχώς, με αντίστοιχα διχαστικές καταστάσεις βρισκόμαστε και το 2024, καθώς, στο όνομα της επαπειλούμενης δήθεν ανατροπής των παραδοσιακών κανόνων της οικογενειακής συμβίωσης, μια πλειάδα συμπολιτών μας δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με την υποχρέωση να προστατευθούν τα δικαιώματα μιας μερίδας συνανθρώπων μας οι οποίοι συμβαίνει να έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό και επιθυμούν να επικυρώσουν νομικά τη συμβίωσή τους με πρόσωπα του ίδιου φύλου συνάπτοντας πολιτικό γάμο. 

    Αν όλες οι πλευρές προσέλθουν με καλή πίστη και χωρίς ιδεοληπτικές προκαταλήψεις στον διάλογο που μόλις άνοιξε, είναι βέβαιο ότι και στο ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών θα βρεθούν συναινετικές λύσεις τέτοιες που δεν θα χρειαστεί να περάσουν είκοσι ή και σαράντα χρόνια για να αναγνωριστεί ότι ήταν κοινωνικά επιβεβλημένη η κατοχύρωσή τους.

    Προσωπικά αντιλαμβάνομαι την άποψη εκείνων που με ειλικρινή διάθεση υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά ζητήματα τα οποία επιβάλλεται να κυριαρχήσουν στον δημόσιο διάλογο, όπως είναι η ανεξέλεγκτη επέλαση της ακρίβειας ή η κακή κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία. Πλην όμως, ακριβώς γι΄ αυτό, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνεται αντικείμενο οξύτατων αντιπαραθέσεων ένα ζήτημα σεβασμού δικαιωμάτων επειδή αφορά μια μειοψηφία συνανθρώπων μας. 

    Από την άλλη, βεβαίως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσο ιερός είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ενηλίκων συμπολιτών μας, οι οποίοι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα, ανεξαρτήτως του σεξουαλικού προσανατολισμού της αρεσκείας τους. Την ίδια ώρα, όμως, πολύ περισσότερο ιερά και απαραβίαστα επιβάλλεται να είναι τα δικαιώματα των ανηλίκων μελών της κοινωνίας μας να ζήσουν μέσα σε ένα περιβάλλον ουσιαστικής αγάπης, αληθινής στοργής και πραγαμτικής ευημερίας. 

    Υπό αυτή την έννοια, οι… ευγονικής προαίρεσης επιθυμίες για -καθ΄ εικόνα και ομοίωση- απόκτηση παρένθετων τέκνων δεν συνιστούν πρόοδο της κοινωνίας. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, πέρα από ναρκισσιστικές αυταρέσκειες και ιδεοληπτικές εμμονές που ίσως σε λιγότερο από μια ή δύο δεκαετίες αργότερα θα μας υποχρεώσουν να αναθεωρήσουμε άρδην τις απόψεις μας.

    Τη λύση άλλωστε την έχουν υποδείξει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με την ιστορικά αξεπέραστη ρήση «παν μέτρον άριστον»! 

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ποιος είναι ο γκαντέμης και ποιος ο προληπτικός

Την παραμονή της τελευταίας προεκλογικής ομιλίας που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο Σύνταγμα πριν από τις θριαμβευτικές για τον ίδιο και το ΠΑΣΟΚ εκλογές του Οκτωβρίου του 1981, η πρόβλεψη της μετεωρολογικής υπηρεσίας έδειχνε βροχή. Πλην, όμως, η πρόβλεψη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε.

Γι΄ αυτό και ο ξεχωριστός, από κάθε άποψη, πολιτικός αυτός ηγέτης, μόλις βγήκε στην εξέδρα, ξεκίνησε την ομιλία του με την επική φράση ότι «ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ έδωσε μάχη με το μετεωρολογικό δελτίο και το κέρδισε». 

Το μεγάλο πλήθος του κόσμου, το οποίο είχε κατακλύσει στην πλατεία για να τον ακούσει, παραληρούσε από την υψηλή αίσθηση του χιούμορ με την οποία ο χαρισματικός πολιτικός σχολίασε το γεγονός ότι το κέντρο της Αθήνας ήταν λουσμένο από το φως ενός υπέροχου φθινοπωρινού ήλιου.

Το περασμένο Σάββατο που ο καιρός ήταν βροχερός στη Βόρεια Ελλάδα, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας από τη Θέρμη, μια περιοχή έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου περιόδευε, ξεκίνησε την ομιλία του, που ήταν η πρώτη της επίσημης προεκλογικής περιόδου, λέγοντας: «Ούτε η βροχή ούτε κανένα καιρικό φαινόμενο δεν μπορεί να σταματήσει τον ενθουσιασμό και τη μεγάλη επιθυμία να έρθει η αλλαγή στη χώρα μας».

Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Σήμερα είναι μία σπουδαία ημέρα. Σήμερα που ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε την προσφυγή στις κάλπες έγινε σεισμός στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη βρέχει από το πρωί». 

Αναλογιζόμενος, ίσως, ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν ήταν ούτε ορθολογικοί, ούτε αριστεροί, έσπευσε να συνεχίσει, υποστηρίζοντας: «Δεν είμαι προληπτικός, δεν πιστεύω στις προλήψεις, αλλά καλού κακού στις 21 του Μάη μαζί με την ψήφο μας θα σπάσουμε και το ρόδι, για να έρθει καινούργια μέρα στον τόπο, να ανασάνει η κοινωνία, να ξεφύγουμε από μία πολιτική που τα δίνει όλα στους ισχυρούς». 

Για κάποιον -όχι και τόσο περίεργο- λόγο, όμως, φαίνεται ότι τα όσα είπε ο πρώην πρωθυπουργός σε εκείνη στην ομιλία του φάνηκαν ότι «έπιασαν τόπο» και έτσι τρεις μέρες αργότερα όταν βρέθηκε στο πρωινάδικο της τηλεόρασης του Alpha και ρωτήθηκε σχετικά από την Σταματίνα Τσιμτσιλή, μιλώντας σε άψογη συριζαϊκή διάλεκτο, είπε τα εξής εκπληκτικά: 

«Ξέρετε, γενικά έχω χιούμορ και μ’ αρέσει όταν μιλάω πλατιά στον κόσμο, να σπάω και λίγο την… απεύθυνσή μου στον κόσμο, να μη μιλάω μονάχα για τα πολύ μεγάλα και σημαντικά, να κάνουμε και λίγο χιούμορ…».

Και αφού διευκρίνισε για μια ακόμη φορά ότι δεν είναι «καθόλου προληπτικός» και δεν πιστεύει σε όλα αυτά, δεν έχασε την ευκαιρία να πει: «Έχει βγει το όνομα στον κ. Μητσοτάκη, είναι αλήθεια, όπως είχε βγει και στον συγχωρεμένο τον πατέρα του το όνομα. Αλλά νομίζω εν πάση περιπτώσει ότι η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη αλλαγή και έτσι είπα να σπάσουμε και το ρόδι, εν πάση περιπτώσει, να μη μας βρει άλλη κακοτυχία…».

Για να πείσει, μάλιστα, ότι δεν είναι προληπτικός -που να ήταν κιόλας!- διευκρίνισε αμέσως μετά: «Εγώ έμεινα τρεις μέρες στην Κέρκυρα, τις δυο είχε ηλιοφάνεια όσο ήμουν...». 

Δύο μέρες αργότερα, εξάλλου, στο πρωινάδικο του ANT1 αυτή τη φορά, επανήλθε για να επαναλάβει την ίδια ατάκα που φαίνεται να του άρεσε: «Να σπάσουμε το ρόδι στις 21 του Μάη να μη μας βρούνε άλλα δεινά», είπε.

Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι χειρότερο: να πιστεύει, πράγματι, ο κ. Τσίπρας ότι ο πολιτικός του αντίπαλος είναι όντως γκαντέμης και προκαλεί κακοτυχία στη χώρα με σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς ή απλώς να λέει όσα λέει για το… σπασμένο ρόδι επειδή δεν έχει πρόβλημα να ψαρεύει σε θολά νερά, καλλιεργώντας τα πιο χαμηλά ένστικτα με τα οποία λειτουργεί μια αξιοσημείωτη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας;

Ό,τι, πάντως, κι αν ισχύει από τα δύο, η αλήθεια είναι πως η μέχρι στιγμής πολιτική πραγματικότητα μαρτυρεί ότι οι δοξασίες για την καλοτυχία του Αλέξη Τσίπρα και την κακοτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν βρίσκουν έρεισμα. 

Δεν χρειάζεται να συμπαθεί κανείς τον τελευταίο για να αναγνωρίσει ότι από τους πρώτους μήνες του 2016 που ο επονομαζόμενος «γκαντέμης» αναδείχθηκε στην ηγεσία της ΝΔ, προπορεύεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, διαψεύδοντας τις κάθε είδους προλήψεις, έβαλε τέρμα στην πολιτική κυριαρχία του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε πείσμα της δημόσιας εκφρασμένης πεποίθησης του πρώην πρωθυπουργού ότι δεν υπήρχε ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να χάσει από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο αρχηγός της συντηρητικής παράταξης -που θα δικαιολογούνταν να ήταν και προληπτικός…- τον κέρδισε κατά κράτος στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019. Και όλα τα προγνωστικά δείχνουν ότι το ίδιο θα συμβεί και στην επερχόμενη εκλογική μάχη της 21ης Μαΐου.

Ίσως γιατί στην πολιτική, όπως, εξάλλου, και στη ζωή, ο κρίσιμος παράγων που κινεί τους τροχούς της Ιστορίας δεν είναι ούτε τα ρόδια, ούτε τα γούρια. Είναι η δουλειά του καθενός και ο τρόπος που αυτή αποτιμάται από τους πολίτες.

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

Ο Ανδρέας, ο Μαρκ Τουέιν και η πίστη στην πατρίδα ή στην κυβέρνηση

Σε μια συγκυρία κατά την οποία στη διεθνή ειδησεογραφία κυριαρχούν οι ιστορικές αποφάσεις δύο παραδοσιακά «αδέσμευτων» και ειρηνόφιλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Φινλανδία και η Σουηδία, να ζητήσουν να μπουν κάτω από την αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, στη χθεσινή συνεδρίαση του ελληνικού Κοινοβουλίου οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις «σκοτώνονταν» για την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία με επιχειρηματολογία που έδειχνε να ανασύρεται από το χρονοντούλαπο παλαιότερων δεκαετιών.

Όποιος άκουγε τη συζήτηση έμενε έκπληκτος και μόνον από το γεγονός ότι… πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιπαράθεση είχαν οι αναφορές στον αλήστου μνήμης Πιουριφόι και στους χειρισμούς τους οποίους έκανε πριν από τρεις και τέσσερις δεκαετίες ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ανεξαρτήτως από ποια άποψη μπορεί να έχει κάποιος για την εξωτερική πολιτική του αείμνηστου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, είναι απορίας άξιον πως μπορεί υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες της εποχής μας να αναζητούν αναλογίες σε περιόδους οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως συνάφεια με τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα.

Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες, το γεωστρατηγικό περιβάλλον των ημερών μας είναι εντελώς διαφορετικό και δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα προηγούμενο και στη Βουλή των Ελλήνων κυριάρχησε το αν είχε δίκιο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που χαρακτήριζε «Ιανό» τον Ανδρέα Παπανδρέου ή αν ο τελευταίος σωστά έλεγε «έξω οι βάσεις του θανάτου» προτού η κυβέρνησή του υπογράψει, τη δεκαετία του ΄80, νέα συμφωνία για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα.

Δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη Φινλανδία και στη Σουηδία, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ ότι στη Στοκχόλμη και στο Ελσίνκι επικαλούνται λόγια και κινήσεις του Ούλοφ Πάλμε για να αξιολογήσουν τις πρωτοβουλίες της σημερινής πρωθυπουργού Μαγκνταλένα Άντερσον και να (επι)κρίνουν την απόφαση της ίδιας και της Φινλανδής ομολόγου της Σάνα Μάριν να υποβάλουν αίτημα για ένταξη των χωρών τους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Το αστείο(;) είναι ότι υπήρξαν δημοσιεύματα στη χώρα μας που χαρακτήριζαν «αντιδημοκρατική» τη στάση τους. Το ό,τι οι υπογράφοντες αυτά τα δημοσιεύματα τάσσονται συγκεκαλυμένα ή και ανοικτά υπέρ της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία και ζητούν να τερματιστεί η αντίσταση των Ουκρανών στην καταπάτηση τη ανεξαρτησίας τους, προφανώς μόνον τυχαία δεν είναι…

Επιστρέφοντας, ωστόσο, στα δικά μας και στη σφοδρή χθεσινή αντιπαράθεση στη Βουλή για το περιεχόμενο που έχει η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας-ΗΠΑ, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η κατάρτισή της άρχισε επί των ημέρων της προηγούμενης κυβέρνησης και η οριστικοποίησή της έγινε από τη σημερινή, χωρίς, όμως, ουσιώδεις αποκλίσεις από τα τετελεσμένα της προηγούμενης περιόδου. Ακόμη και αν δεν πάρει κάποιος τοις μετρητοίς όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει ο απελθών πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ για την αγαστή συνεργασία που είχε με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι άλλαξαν πολλά πράγματα στην εξωτερική πολιτική μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019.

Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, αρκεί να ανατρέξει κανείς στα λεγόμενα από τον κ. Τσίπρα στην περί ης ο λόγος κοινοβουλευτική συζήτηση. «Ναι, πράγματι, επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν πάρα πολύ ουσιαστικά βήματα», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να συμπληρώσει: «Είχαμε απόλυτη αίσθηση της ευθύνης να υπερασπιστούμε την εθνική γραμμή και είχαμε πατριωτική αίσθηση της ευθύνης και προχωρήσαμε σε επιλογές που ενίσχυσαν τον ρόλο της χώρας διεθνώς και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».

Απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, συνέχισε λέγοντας: «Ξέρετε πολύ καλά ότι επί ΣΥΡΙΖΑ καθιερώθηκε ο στρατηγικός διάλογος και το σχήμα 3+1. Επί ΣΥΡΙΖΑ προωθήθηκε και στηρίχθηκε όσο ποτέ άλλοτε ο αγωγός EastMed. Επί ΣΥΡΙΖΑ πέρασε το EastMed Act που πίεζε το State Department για πρώτη φορά να καταγράψει τις τουρκικές παραβιάσεις και να άρει το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησαν επενδύσεις αμερικανικές όπως το FSRU που εγκαινιάσατε προχθές. Καλά κάνατε και το εγκαινιάσατε, αλλά είπατε “δικό μας έργο”. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε αυτό. Μαζί με τον Μπορίσοφ το υπογράψαμε». 

Και δεν έμεινε εκεί: «Εγκαινιάσατε και τα Ναυπηγεία της Σύρου. Επί ΣΥΡΙΖΑ έγινε και αυτό το έργο», πρόσθεσε για να συνοψίσει ο ίδιος: «Η Ελλάδα και κάθε Έλληνας πρωθυπουργός, κύριε Μητσοτάκη, οφείλει να διαπραγματεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση των διμερών μας σχέσεων, αλλά σε αμοιβαία επωφελή βάση. Για εμάς αμοιβαία επωφελής βάση συνεργασίας στον τομέα της άμυνας είναι η εξασφάλιση ανταλλαγμάτων και εγγυήσεων σε σχέση με τα αμυντικά συμφέροντα της χώρας».

Το καλύτερο όλων, ωστόσο, ήταν όταν ο κ. Τσίπρας -άθελά του, κατά τα φαινόμενα- επικαλέστηκε την ίδια ακριβώς ρήση του Μαρκ Τουέιν που είχε χρησιμοποιήσει λίγο νωρίτερα ο κ. Μητσοτάκης. «Πατριωτισμός σημαίνει πίστη στην πατρίδα πάντα, πίστη στην κυβέρνηση μόνο όταν το αξίζει», ήταν η επίμαχη φράση στην οποία, όμως, οι δύο αρχηγοί… κατάφεραν να δώσουν διαφορετική ερμηνεία. Ο μεν πρωθυπουργός είπε ότι στο θέμα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας «συμπίπτουν και ισχύουν απόλυτα και οι δύο αυτές προϋποθέσεις». Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντέτεινε ότι «εσείς αποδεικνύετε, μέρα με τη μέρα, ότι δεν το αξίζετε».

Για να αποδειχθεί, έτσι, πως όταν ένας πολιτικός θέλει να διαφωνήσει, μπορεί να το κάνει ακόμη και όταν συμφωνεί…

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

 

Μια ενδιαφέρουσα έκπληξη επεφύλαξε την περασμένη Τετάρτη στους θεατές της, η εκπομπή της ΕΡΤ 1 «Μουσικό Κουτί» που κοσμεί τη δημόσια τηλεόραση. Ο τραγουδοποιός Νίκος Πορτοκάλογλου, ο οποίος, μαζί με την ταλαντούχα τραγουδίστρια Ρένα Μόρφη, παρουσιάζει την εκπομπή, είχε φιλοξενούμενο τον ομότεχνό του Σταμάτη Κραουνάκη, για τον οποίο όποια άποψη κι αν έχει κανείς, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι είναι ένας χαρισματικός καλλιτέχνης.

Στη διάρκεια της εκπομπής, λοιπόν, όταν ήρθε η ώρα να πει ένα αγαπημένο του τραγούδι, ο Κραουνάκης επέλεξε το φορτισμένο «θα περάσει κι αυτό…», το οποίο όταν το έγραψε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια ο Πορτοκάλογλου είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από μια πλειάδα οπαδών της τότε κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που το είχαν θεωρήσει… αντικαθεστωτικό και υπονομευτικό για τη μακροημέρευση εκείνης της αλλοπρόσαλλης συγκυβέρνησης.

Έχει, νομίζω, σημασία, να θυμηθούμε τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού που είχε προκαλέσει τη μήνη των τότε κυβερνώντων που δεν ήθελαν να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ούτε καν υπαινιγμός ότι, όπως συνήθως συμβαίνει στις δημοκρατικές χώρες, δεν ήταν αιώνια η εξουσία που μόλις είχαν αποκτήσει.

«Δεν κοιμάμαι πια τις νύχτες κι ανεβάζω πυρετό, δηλητήριο στο αίμα τρικυμία στο μυαλό. Κάποιος θέλει να με σώσει μ’ ένα φάρμακο φριχτό, ίσως και να με σκοτώσει αν τολμήσω ν’ αρνηθώ», ανέφερε το πρώτο κουπλέ του άσματος που ακολουθούνταν από το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

«Θέλω να στο τραγουδήσω, θέλω να το μοιραστώ, το ηφαίστειο να σβήσω που μου καίει το λαιμό. Διχασμένη μου πατρίδα, διχασμένη μου καρδιά, μεσ’ τα ερείπια σε είδα να μετράμε τη ζημιά», έλεγε το δεύτερο κουπλέ για να ακολουθήσει και πάλι το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

«Πέφτει γύρω μου σκοτάδι ή εγώ είμαι τυφλός κι όποιος βγαίνει απ’ το κοπάδι εφιάλτης και εχθρός. Είναι η πόλη μου καμένη, ειν’ η χώρα μου μισή, νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί», συνέχιζε το τρίτο κουπλέ και το τραγούδι έκλεινε με το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

Με την απόσταση των χρόνων, είναι λογικό να δυσκολεύεται κάποιος να αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που είχε αφιονίσει τόσους συμπατριώτες μας που εκφράζονταν με τόσο πάθος και μισαλλοδοξία σε βάρος όσων είχαν διαφορετική από τη δική τους άποψη και δεν ενστερνίζονταν τις λαϊκίστικες απλοϊκότητες του τύπου «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο και με ένα άρθρο» και «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι πως, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς με μια σύντομη περιήγηση στο Διαδίκτυο, εκείνο που είχε περισσότερο ενοχλήσει ήταν το μάλλον συμφιλιωτικό σημείωμα με το οποίο ο Πορτοκάλογλου συνόδευε το άσμα του: «Αφιερωμένο από καρδιάς σε όλους μας με την ευχή να θυμόμαστε πιο συχνά ότι και “εμείς” και οι “άλλοι” είμαστε όλοι ταξιδιώτες στο ίδιο καράβι…», έγραφε ο τραγουδοποιός.

Το τι ειπώθηκε και γράφηκε τότε εναντίον του είναι ασύλληπτο. Μύδροι επί μύδρων. Και επιθέσεις επί επιθέσεων. Δεν του συγχωρούσαν, λέει, το γεγονός ότι «δεν κινητοποιήθηκε με τέτοιο πείσμα και σπουδή να γράψει πολιτικότροπο τραγούδι ούτε όταν άρχισε η χώρα να καταρρέει, όταν χάσαμε τις δουλειές μας, όταν πύκνωναν οι άνεργοι και μαζί τα ασφυκτικά οικονομικά μέτρα, όταν θερμαίνονταν οι διαδηλώσεις, όταν άρχισαν οι αυτοκτονίες, όταν ισοπεδώνονταν ζωές και άλλαζαν συνθήκες».

Αντιθέτως, όπως διατείνονταν οι επικριτές του, εκείνος «όταν συνέβαιναν όλα αυτά συνιστούσε ψυχραιμία, αυτοκριτική και ομαδική ανάληψη ευθυνών» και «σε συνέντευξή του αποκάλεσε “λαϊκίστικο σύνθημα το ότι οι πολιτικοί μας είναι διεφθαρμένοι που μας καταπιέζουν”». Αυτά τότε. Διότι τώρα, έξι χρόνια μετά, ήταν χάρμα ιδέσθαι να ακούει κανείς τον διαπρύσιο υπερασπιστή εκείνης της συγκυβέρνησης Σταμάτη Κραουνάκη να τραγουδά από τη συχνότητα της δημόσιας τηλεόρασης το πάλαι ποτέ επάρατο «θα περάσει κι αυτό».

Παλαιότερα, κάποιοι είχαν υποστηρίξει ότι ο αιματηρός και αδελφοκτόνος Εμφύλιος Πόλεμος της περιόδου 1945-1949 έληξε ουσιαστικά όταν συναντήθηκαν και έδωσαν τα χέρια οι δύο πρωταγωνιστικές μορφές του: ο επικεφαλής του εθνικού στρατού στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος και ο αρχηγός του αντάρτικου ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης.

Η συνάντηση Τσακαλώτου -Βαφειάδη έγινε το 1984 και τα μέσα ενημέρωσης της εποχής κατέγραψαν τον εξής διάλογο που είχαν οι δύο άνδρες: «Κάναμε λάθος τότε», είπε ο στρατηγός Τσακαλώτος και ο καπετάν Μάρκος απάντησε: «Μάλλον, στρατηγέ μου». Για να συμπληρώσουν και οι δύο για τα θύματα του εμφυλίου: «Ήταν όλοι καλοί Έλληνες».

Εκείνο το ιστορικό τετ α τετ πανηγυρίστηκε από όλες τις πλευρές, παρόλο που, μόλις δύο χρόνια πριν, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είχε αναγνωρίσει και τη συμμετοχή της Αριστεράς στην Εθνική Αντίσταση, η αξιωματική αντιπολίτευση του Ευάγγελου Αβέρωφ είχε αντιδράσει με οξύτητα και είχε αποχωρήσει από τη Βουλή.

Όσο και αν οι αναλογίες δεν είναι ευθείες, η συνύπαρξη του Κραουνάκη με τον Πορτοκάλογλου στη δημόσια τηλεόραση ήταν μια εξίσου καλή στιγμή της ελληνικής ιστορίας όσο και η χειραψία Τσακαλώτου – Βαφειάδη. Και μακάρι να αποτελέσει το έναυσμα για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τις διχαστικές λογικές του χθες με τις εντάσεις και τους «ψόφους»…

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Αν υπήρχαν κουκουλοφόροι το 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου θα είχε πάει φυλακή


Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν… διασκεδαστική η απέλπιδα προσπάθεια την οποία καταβάλουν τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι συνδεδεμένοι μαζί τους επικοινωνιακοί μηχανισμοί να μην αποκαλυφθούν οι «κουκουλοφόροι» που χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες για να εξοντωθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι της προηγούμενης κυβέρνησης.
Με την τροπή, όμως, που έχουν πάρει τα πράγματα, κάθε άλλο παρά… διασκεδαστική καταλήγει να είναι η μάχη την οποία δίνουν για να μην βγουν οι κουκούλες. Είναι μια μάχη άκρως αποκαλυπτική. Είναι αποκαλυπτική τόσο για τα μέσα με τα οποία ασκήθηκε η κυβερνητική εξουσία κατά την αλήστου μνήμης υπερτετραετή θητεία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όσο και για το γεγονός ότι η πολλαπλή εκλογική ήττα που υπέστη το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα τον προηγούμενο χρόνο δεν δίδαξε τίποτε ούτε τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό ούτε τους συνεργάτες του.
Θα περίμενε κανείς από μια πολιτική δύναμη που θέλει να περνιέται ως «προοδευτική» να έχει την παρρησία να ταχθεί, αν όχι και να πρωταγωνιστήσει, υπέρ της πλήρους διαφάνειας σε μια υπόθεση που προαναγγέλθηκε ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών» και πλέον όλα μαρτυρούν ότι θα καταλήξει σε ένα χωρίς προηγούμενο φιάσκο για όσους ενορχήστρωσαν μια τόσο κακοφτιαγμένη σκευωρία.
Πέρασαν, άλλωστε, δύο ολόκληρα χρόνια αφότου η προηγούμενη Βουλή αποφάσισε, στηριγμένη στην ανώνυμη μαρτυρία τριών προσώπων, να παραπέμψει δέκα κορυφαίους πολιτικούς. Στο διάστημα αυτό, ωστόσο, δεν προέκυψε κανένα απολύτως στοιχείο που να δικαιολογεί την παραπομπή ή να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των τριών «κουκουλοφόρων», ένας εκ των οποίων αυτοαποκαλύφθηκε και συνάμα αποκάλυψε την ταυτότητα των άλλων δύο.
Γι΄ αυτό και μάλλον δεν έχει πλέον κανένα νόημα το δήθεν κρυφτούλι που εξακολουθεί να παίζεται για το ποιοι είναι οι υποτιθέμενοι «ανώνυμοι» μάρτυρες. Είναι πρόσωπα που τα γνωρίζει όποιος από το πανελλήνιο έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί με την βορβορώδη αυτή υπόθεση. Γνωρίζουν επίσης οι πάντες ότι όταν κλήθηκαν να καταθέσουν με τα κανονικά τους ονόματα δεν είχαν να εισφέρουν απολύτως τίποτε για να «δεθούν» οι κατηγορίες για δωροδοκίες πολιτικών που εκτόξευσαν πίσω από τις κουκούλες.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι ίδιοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί οι οποίοι είχαν πάρει τις αρχικές καταθέσεις των «κουκουλοφόρων» και έστειλαν στη Βουλή τον φάκελο της δικογραφίας, στον οποίο περιείχοντο οι διαβόητοι ισχυρισμοί για… τροχήλατες βαλίτσες με μαύρο χρήμα και άλλα ευφάνταστα σενάρια κινηματογραφικού τύπου, υποχρεώθηκαν να αρχειοθετήσουν τις κατηγορίες για τους περισσότερους πολιτικούς.
Πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι τις αρχειοθέτησαν αφού προηγουμένως άνοιξαν… διάπλατα τους τραπεζικούς λογαριασμούς και ερεύνησαν ακόμη και τις θυρίδες όλων όσοι στοχοποιήθηκαν, χωρίς, σε πείσμα ενός ορυμαγδού δημοσιευμάτων ότι εντοπίστηκαν μίζες, να βρεθεί στους ίδιους ή σε συγγενείς τους κανένα ίχνος που να παραπέμπει σε δωροδοκία ή άλλη διάσταση διαφθοράς που να επιβεβαιώνει, έστω και κατ΄ ελάχιστον, τις καταθέσεις των κουκουλοφόρων.
Κατόπιν όλων αυτών, τι πιο λογικό από το να εξεταστούν οι συγκεκριμένοι μάρτυρες από τα μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής ώστε να διαπιστωθούν τα κίνητρα που τους οδήγησαν να καταθέσουν όσα κατέθεσαν και τα οποία κανείς άλλος δεν επιβεβαίωσε;
Αν υποθέσουμε ότι το έκαναν επειδή ήταν οι ίδιοι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο ή διότι κάποιος τους υποσχέθηκε ότι θα αμειφθούν, π.χ. από το FBI, για την ψευδομαρτυρία τους, οι πρώτοι που θα έπρεπε να θέλουν την αποκάλυψη της αλήθειας είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που, αν δεν συμμετείχε στην ενορχήστρωση, όπως πολλοί υποπτεύονται και εξαιτίας της τωρινής αντίδρασης, τότε «έπεσε θύμα απατεώνων».
Κάποιος, άλλωστε, από τα εκατοντάδες παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είναι τώρα στρατευμένα στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να θυμίσει στους «συντρόφους» της Κουμουνδούρου ότι αν το 1989 είχαν καταθέσει με κουκούλες οι ψευδομάρτυρες που είχαν εμφανιστεί να δηλώνουν ότι «ο Ανδρέας Παπανδρέου έπαιρνε χρήματα σε κούτες πάμπερς», η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου θα ήταν μάλλον διαφορετική από εκείνη που, κόντρα στη βούληση πολλών στελεχών του τότε Συνασπισμού, εκδόθηκε τελικά.
Αν δεν εμφανιζόταν με τις… φάτσες τους ενώπιον του δικαστικού ακροατηρίου «μπουμπούκια», όπως ο Μαμανέας και άλλοι σωματοφύλακες του Κοσκωτά, που υποτίθεται ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της μεταφοράς των χρημάτων, δεν θα είχαν καταρρεύσει με πάταγο οι αρχικές καταθέσεις τις οποίες –«δασκαλεμένοι», προφανώς- είχαν δώσει στις εισαγγελικές αρχές.
Ακόμη και ο «σκληρός» Βασίλης Κόκκινος που προήδρευε του Ειδικού Δικαστηρίου, υποχρεώθηκε να αποπέμψει ορισμένους εξ αυτών, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν όσα είχαν καταθέσει στην ανάκριση. Αν είχαν καταφέρει να το κάνουν από την ασφάλεια που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η ανωνυμία της κουκούλας, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η καταδίκη του πρώην πρωθυπουργού και ενδεχομένως και η φυλάκισή του θα ήταν αναπόφευκτες.
Ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο οποίος έζησε στο πετσί του το άθλιο κλίμα εκείνης της εποχής και είναι τώρα νομικός παραστάτης του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, θα μπορούσε, αν ήθελε, να επισημάνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει η επιστράτευση ψευδομαρτύρων.
Αν δεν το κάνει ο παθών κ. Τσοβόλας, που πλέον δεν πολιτεύεται, ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί κάποιος άλλος από τους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ που βρήκαν στέγη στην Κουμουνδούρου, για να προειδοποιήσει τον κ. Τσίπρα ότι στη Δημοκρατική Παράταξη, στην παράταξη του μέτρου και της λογικής, δεν μπορεί να φιλοδοξεί ότι θα ηγηθεί κάποιος ο οποίος βλέπει μπροστά του να εκτυλίσσεται μια σκευωρία και, αντί να ζητάει να πέσει φως στην υπόθεση, μάχεται για να επικρατήσει το σκοτάδι.