Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελ. Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελ. Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Η «Αναθεωρητική» του κ. Τσίπρα



            Όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από το μοιραίο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου τόσο πληθαίνουν οι πληροφορίες και η γενικότερη αίσθηση ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αυτοπαγιδεύτηκε σε μια πρωτοβουλία που ο ίδιος αδυνατούσε να διαχειριστεί το –κατά τα άλλα, «επιτυχές»- αποτέλεσμα της.
Κόντρα στο ρεύμα όσων τον εμφάνιζαν ανίκανο να λάβει μεγάλες ανατρεπτικές αποφάσεις, λόγω ιδεοληπτικής προσήλωσης ή, κατ΄ άλλους, ιδεολογικής συνέπειας, ήμουν εξ εκείνων οι οποίοι ανέμεναν ήδη από τις παραμονές των εκλογών ότι ο κ. Τσίπρας αργά ή γρήγορα θα έδινε το παρών στο ραντεβού με τον ρεαλισμό που οι νουνεχείς από το περιβάλλον του προετοίμαζαν.
Δεν σας κρύβω ότι διατήρησα την πίστη μου αυτή και μετά την προκήρυξη του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος. Παρακολουθώντας τον να προσέρχεται στην κατάμεστη Πλατεία Συντάγματος την Παρασκευή πριν από τις δημοψηφισματικές κάλπες ήλπιζα μέσα μου να γνώριζε και κυρίως να συναισθανόταν τις ιστορικές αναλογίες μιας κορυφαίας στιγμής του συλλογικού μας παρελθόντος που είχε γραφεί στον ίδιο ακριβώς χώρο πριν από σχεδόν 105 χρόνια.
Στη μεγαλειώδη λαϊκή συγκέντρωση που είχαν ετοιμάσει οι Αθηναίοι τον Σεπτέμβριο του 1910 για να υποδεχτούν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το πλήθος διέκοψε τον άρτι αφιχθέντα στην Παλαιά Ελλάδα Κρητικό πολιτικό, οποίος μιλούσε αναπτύσσοντας το πρόγραμμα της εθνικής ανόρθωσης, για να του απαιτήσει αλλαγή του τότε καθεστώτος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας.
«Συντακτική, θέλουμε, Συντακτική!», κραύγασαν αρκετοί από το συγκεντρωμένους μόλις άκουσαν την εξαγγελία του Βενιζέλου για σύγκληση Αναθεωρητικής Βουλής, η οποία θα τροποποιούσε το ισχύον Σύνταγμα χωρίς να αλλοιώσει το χαρακτήρα του Πολιτεύματος, όπως, αντιθέτως, προνοούσε το αίτημα για Συντακτική.
«Επαναλαμβάνω, Αναθεωρητική Βουλή!», επανήλθε ο Βενιζέλος. Και όταν και πάλι ακούστηκαν από το ακροατήριο νέες φωνές για «Συντακτική», εκείνος με μια κοφτή φράση τούς αποστόμωσε: «Είπα Αναθεωρητική».    
Όσο και να κινδυνεύω να κατηγορηθώ από κάποιους για «ιερόσυλες» συγκρίσεις, δεν μπορώ να κρύψω την κρυφή ελπίδα που είχα να ακούσω εκείνο το βράδυ τον κ. Τσίπρα να αναπτύσσει στους συγκεντρωμένους του Συντάγματος, που παραληρούσαν με το «Όχι» σε μια συμφωνία που δεν υπήρχε στο τραπέζι, και τις αρετές του «Ναι», οι οποίες αρκετές φορές υπερέχουν σε γενναιότητα από την ευκολία μιας οποιασδήποτε αρνητικής θέσης.
Φεύ, όμως! Δεν το έκανε. Ακολουθώντας την πεπατημένη, είπε στους συγκεντρωμένους ό,τι ακριβώς ήθελαν να ακούσουν, φροντίζοντας επιμελώς όχι μόνον να μην τους στενοχωρήσει αλλά ούτε καν να τους προβληματίσει ή να τους προειδοποιήσει για όσα ήταν βέβαιο σε κάθε εχέφρονα και μη εθελοτυφλούντα ότι επέρχονταν, καθώς είχε ήδη επέλθει το κλείσιμο των τραπεζών.
Χωρίς, άλλωστε, να χρειαστεί να καταφύγει κανείς στην όχι κατ΄ ανάγκη αξιόπιστη μαρτυρία του αποπεμφθέντος υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη για το βαρύ κλίμα που συνάντησε ο ίδιος στο Μαξίμου μετά την οριστικοποίηση του αποτελέσματος, μπορεί εύκολα να συγκρίνει τα όσα ελέχθησαν από την Πλατεία Συντάγματος πριν το άνοιγμα της κάλπης με εκείνα που ακούστηκαν τη νύχτα της Κυριακής όταν έγινε γνωστό το θριαμβευτικό για τον κ. Τσίπρα 61,3% που έλαβε το «Όχι» που εκείνος κάλεσε τους πολίτες να ψηφίσουν. 
Με τον κόσμο ακόμη να χορεύει στο Σύνταγμα, ο κ. Τσίπρας προετοίμασε τη μεγάλη στροφή που τον υποχρέωνε να κάνει η ανάγκη να μετατραπεί το στείρο και διχαστικό «Όχι» σε ένα δημιουργικό και ελπιδοφόρο «Ναι» στον συμβιβασμό και στη συνεννόηση με εταίρους που, εκτός των άλλων, ήταν και οι μοναδικοί διαθέσιμοι σε όλο το υπαρκτό Σύμπαν να μας δανείσουν για να καταφέρουμε στοιχειωδώς να επιβιώσουμε.
Αλλοίμονο, όμως, και πάλι! Ο κ. Τσίπρας πήγε να διαπραγματευτεί «σέρνοντας τα πόδια του». Δεν έδειξε ούτε μια στιγμή να πιστεύει σε αυτό που πήγε να κάνει. Όπως, εξάλλου, ακόμη και αυτή η γλώσσα του σώματος μαρτυρούσε, από κοινού ίσως με τον… έρπη που τον κατέτρεχε.
Το χειρότερο όλων, πάντως, είναι ότι και μετά τη συμφωνία που συνομολόγησε, στο όνομα μιας επικαλούμενης δήθεν «ειλικρίνειας», επιμένει να δυσφημεί ο ίδιος το αποτέλεσμα της υποτιθέμενης σκληρής –και που να μην ήταν δηλαδή…- διαπραγμάτευσης που έκανε, εμφανίζοντάς το κείμενο που δέχθηκε ως προϊόν εκβιασμού τον οποίο υπέστη από ανομολόγητες δυνάμεις.
Είναι προφανές -και από τις τελευταίες εμφανίσεις του στη Βουλή, έπειτα από κάθε μια εκ των οποίων αυξάνεται ο αριθμός των βουλευτών του που διαφοροποιούνται- ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών που καλώς ή κακώς τον έχουν μετατρέψει σε κεντρικό πρωταγωνιστή του δράματος της γενικευμένης –οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής- χρεοκοπίας που βιώνουμε. 
Ευχόμενος να διαψευστώ, με λύπη διαπιστώνω ότι το έλλειμμα ηγεσίας που τον χαρακτηρίζει εξακολουθεί να τον εμποδίζει να εκστομίσει το δικό του «Είπα Αναθεωρητική!» και να καθοδηγήσει το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να καθοδηγείται από αυτό προς το ναρκοπέδιο της οικονομικής καταστροφής. Ένα ναρκοπέδιο που ο ίδιος το βλέπει, το ομολογεί, το φωνάζει, αλλά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτει το θάρρος για να το διασχίσει.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Ανεπίδεκτοι μαθήσεως;


Παρακολουθώντας τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, προσπάθησα να διακρίνω αν, στο πρώτο αυτό “δείγμα γραφής” του, το ανανεωμένο κοινοβουλευτικό σώμα που αναδείχθηκε έπειτα από τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου,  διαφέρει από τις προηγούμενες συνθέσεις, στις οποίες καταμαρτυρείται ότι είναι υπαίτιες για την κρίση.

Φοβάμαι ότι ο κόπος μου αποδείχθηκε μάταιος. Παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους ομιλητές έκαναν την «παρθενική» αγόρευσή τους, κάτι που κατά το παρελθόν, οπότε η ανανέωση της σύνθεσης ήταν περιορισμένη, δεν καθίστατο εφικτό για τους νεοεκλεγέντες, η γενικότερη εικόνα της διήμερης αντιπαράθεσης ήταν απογοητευτική, καθώς η ποιότητα της επιχειρηματολογίας, που αναπτύχθηκε ένθεν κακείθεν, υπήρξε φτωχή.

Χωρίς αίσθηση της διαφορετικότητας του βήματος της Βουλής από τα προεκλογικά μπαλκόνια και τα τηλεοπτικά πάνελ, οι περισσότεροι ρήτορες, κυρίως από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αναμασούσαν ατάκες και έκαναν χρήση ενός επιθετικού μεν, πλην, όμως, ρηχού, απλουστευτικού και, εν τέλει, «ξύλινου» λόγου, που, κατά τη δική μου προαίρεση, δεν ανταποκρινόταν στα προτάγματα της δύσκολης περιόδου που διανύουμε.

Ακόμη και στους… κλαυθμυρίζοντες για τα «βάσανα του λαού», ήταν προφανής η έλλειψη πραγματικής αγωνίας για το μέλλον της χώρας. Αλλά το πιο αποκαρδιωτικό ήταν η απουσία νηφάλιας κριτικής, η διχαστική διάθεση και η προφανής επιδίωξη όχι να πιεστεί η κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των δεσμεύσεων της, αλλά, με χαιρέκακη προσέγγιση, να αποδειχθεί ότι αυτές θα εγκαταλειφθούν.

Αποτέλεσμα, ίσως, όλα τούτα της αυτάρεσκης άνεσης που εξέπεμπε η παρουσία της πλειονότητας στα κοινοβουλευτικά έδρανα, εξαιτίας, προφανώς, της ευκολίας με την οποία αρκετοί εξ αυτών εξελέγησαν στο Κοινοβούλιο, καθώς στην πρώτη αναμέτρηση τούς “έφερε στον αφρό” η οργή κατά του παλαιού πολιτικού προσωπικού και στη δεύτερη είχαν, ελέω λίστας, εξασφαλισμένη την επανεκλογή, δεν προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις.

Η απαισιοδοξία μου για το τι μας επιφυλάσσει η αρξάμενη κοινοβουλευτική περίοδος, μπορεί να μην είναι άσχετη με το γεγονός ότι τις ίδιες μέρες που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, διάβαζα το βιβλίο «Η Ελλάδα των δανείων και των χρεωκοπιών» του (πρώην υπουργού) Γιώργου Ρωμαίου, που είναι ένα «ιστορικό οδοιπορικό στην Ελλάδα των οικονομικών κρίσεων και των μεγάλων οικονομικών ζητημάτων», φαινόμενα που συμβαδίζουν με έντονες κομματικές συγκρούσεις που θυμίζουν έντονα το σήμερα.

Από τα πρώτα δάνεια της «Ανεξαρτησίας» (1824) που κατέληξαν στην πρώτη χρεωκοπία και στην επίσημη υποτέλεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το οδοιπορικό περνάει στις επόμενες χρεωκοπίες επί Χαριλάου Τρικούπη, που άνοιξε το δρόμο για την επιβολή ενός μακρόχρονου διεθνούς οικονομικού ελέγχου, και επί Ελευθερίου Βενιζέλου, που οδήγησε στη δικτατορία Μεταξά, για να φθάσει στη μεταπολεμική κηδεμονία του Σχεδίου Μάρσαλ και να καταλήξει με τη διάψευση των ελπίδων και προσδοκιών από την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας με την υπαγωγή της στο μνημόνιο και στις επιταγές της τρόικας.

Στη διαδρομή των δύο αυτών αιώνων, μπορεί  πολλά να έχουν αλλάξει στις σχέσεις που διέπουν την κοινωνία, αλλά και την οικονομία μας, βρίσκει, ωστόσο, κανείς ότι ο βασικός καμβάς παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος, με τις δυνάμεις της δημιουργίας και της προόδου να δίνουν μια αέναη σύγκρουση απέναντι στις δυνάμεις της συντήρησης, του κρατισμού, της εύκολης καταγγελίας και του παραλυτικού λαϊκισμού.

Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση που κάνει ο συγγραφέας για τις στοχεύσεις του Χ. Τρικούπη προς τον περιορισμό του ρόλου του κράτους, τον εξαστισμό και εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών σχέσεων.  «Το κράτος για τον Τρικούπη ήταν εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη, η οποία αποτελούσε και τον βασικό “εθνικό" στόχο του προγράμματός του. Γι΄ αυτό και κατηγορήθηκε ως “πλουτοκράτης”», γράφει, αναφερόμενος στον πολιτικό που έφυγε ηττημένος από το προσκήνιο και χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αναγνωριστεί η θετική συμβολή του.

Την ίδια εποχή ο βασικός του αντίπαλος, Θ. Δηλιγιάννης, που η ιστορία μικρή τιμή έχει να του επιδαψιλεύσει, «απέφευγε τους “ταξικούς” χρωματισμούς για να χωρέσουν όλοι οι “δυσαρεστημένοι” από την “άκρα Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά”. Δεν στρεφόταν κατά του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά ήθελε να το θέσει υπό τον έλεγχο του κράτους. Με στόχο να συσπειρώσει τον “μικροαστισμό”, στηλίτευε την κερδοσκοπία, τον χρηματικό πλούτο και την τραπεζική παντοδυναμία με υπερβάλλοντα λαϊκισμό και υστερικό πάθος».

Ακόμη μεγαλύτερη επικαιρότητα, βρήκα στην έκθεση που,  πολλά χρόνια αργότερα, το 1947, συνέταξε ο Αμερικανός αξιωματούχος Πολ Πόρτερ, ο οποίος, επισημαίνοντας τις πολιτικές αντιθέσεις της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, κατέληγε με την παρατήρηση: «Αν δεν παύσει  η εσωτερική πολιτική ένταση, η οικονομία της Ελλάδας είναι αδύνατον να αναρρώσει». Διαβάζοντάς την, την ώρα που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, αναρωτήθηκα: Μήπως, εν τέλει, είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως; 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Κάλπες εκτόνωσης, αλλά και ευθύνης

Με την ανακήρυξη του Ευάγγελου Βενιζέλου ως μοναδικού υποψηφίου για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ και την επικύρωση της ανάδειξής του στην ηγεσία που ακολουθεί, την προσεχή Κυριακή, με το τυπικό στήσιμο της κάλπης στις οργανώσεις του Κινήματος, ανοίγει ο δρόμος για τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες οδηγούμαστε πλησίστιοι.
Υπό άλλες συνθήκες και με δεδομένη τη συνεχιζόμενη μεγάλη ύφεση, που κατατρώει τα σωθικά της ισχνής μας οικονομίας, όπως και την συνακόλουθη τεράστια ανεργία, που αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό, το μόνο που δεν θα έπρεπε να απασχολεί μια χώρα που βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού και, βαρύτατα τραυματισμένη, διεσώθη την τελευταία στιγμή από την καταστροφή της άτακτης και πλήρους χρεοκοπίας, οι κάλπες θα έμοιαζαν με «αυτοκτονικό ιδεασμό».
Με κορυφαίο, άλλωστε, παράδειγμα τις εκλογές του 1920, όταν, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, προκηρύχθηκαν εκλογές, στις οποίες ηττήθηκε ο «δημιουργός της Ελλάδος των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» Ελευθέριος Βενιζέλος, έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι, σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, η λαϊκή ετυμηγορία δεν διακρίνεται για τη νηφαλιότητα των αποφάσεων στις οποίες οδηγείται και την ψυχραιμία των επιλογών τις οποίες κάνει.
Παρά ταύτα, εκτός από μάταιο, είναι και πολύ δύσκολο να επιχειρηματολογήσει, πλέον, κανείς πειστικά κατά της διεξαγωγής των επερχόμενων εκλογών από τη στιγμή που αυτές έχουν δρομολογηθεί με τρόπο τέτοιο, μάλιστα, που η καθυστέρησή τους, πλέον, μάλλον επιτείνει, αντί να αμβλύνει, το πολιτικό πρόβλημα που δημιουργείται από την παράταση του βίου της σημερινής Βουλής.
Ο κατακερματισμός των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, στον οποίο οδήγησαν οι σκληρές αποφάσεις που κλήθηκε να λάβει το Κοινοβούλιο, προκειμένου να καταρτισθεί το νέο οικονομικό πρόγραμμα και να μειωθεί το δημόσιο χρέος με το περιβόητο «κούρεμα» των ομολόγων, είναι το ένα από τα κεντρικά ζητήματα που καθιστούν τις εκλογές αναπόφευκτες, αν όχι και επιβεβλημένες.
Από την άλλη, σε κοινωνικό επίπεδο έχουν δημιουργηθεί τόσο έντονες συνθήκες αμφισβήτησης και απονομιμοποίησης του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού, που επιβάλλουν την ανανέωση της λαϊκής εντολής. Ανανέωση αναγκαία, ώστε, αφενός, να υπάρξει εκτόνωση του κοινωνικού «ηφαιστείου» που έχει προκληθεί και, αφετέρου, να δοθεί η δυνατότητα στη νέα κοινοβουλευτική σύνθεση να λάβει απρόσκοπτα και σε κλίμα πολιτικής ηρεμίας τις αποφάσεις που θα επανατροχιοδρομήσουν την ελληνική οικονομία στις ράγες της ανάκαμψης.
Υπό αυτή την έννοια, η προεκλογική περίοδος που ήδη ξεκίνησε και οι κάλπες που θα στηθούν εντός των επόμενων εβδομάδων δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσουν μόνον μια διαδικασία απλής εκτόνωσης του συσσωρευμένου θυμού που επικρατεί σε μεγάλη μερίδα των πολιτών για τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, τα λουκέτα και την ανεργία, όπως επιθυμούν οι δυνάμεις του λαϊκισμού και της «ευκολίας», είτε βρέθηκαν είτε όχι σε θέσεις ευθύνης κατά την προηγούμενη περίοδο της αμεριμνησίας.
Εκείνο που κυρίως έχει ανάγκη ο τόπος σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία είναι ο προβληματισμός, αλλά και η έκφραση της ευθύνης των πολιτών για το παρόν και το μέλλον. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το παρελθόν –ίσα, ίσα που πρέπει να μας απασχολεί για να αποφύγουμε την επανάληψη λαθών και παραλείψεων που μας ταλανίζουν-, είναι ανάγκη να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας στο να βελτιώσουμε το σήμερα και να οργανωθούμε για ένα καλύτερο αύριο.
Γιατί, μπορεί με την τελική έγκριση και υπογραφή της δανειακής συμφωνίας, προς το τέλος της επόμενης εβδομάδας, να «ξεφεύγουμε από την κινούμενη άμμο των τελευταίων μηνών», όπως σωστά, κατά την άποψή μου, παρατήρησε ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, και να «πατάμε πια σε στέρεο έδαφος», πλην, όμως, «συνεχίζουμε να έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη ανηφόρα».
Σε αυτή την ανηφόρα, λοιπόν, χρειαζόμαστε στιβαρή ηγεσία και αποφασιστικούς πολιτικούς που δεν προτάσσουν το κομματικό ή το προσωπικό συμφέρον τους, δεν ενδίδουν στις σειρήνες του λαϊκισμού, δεν οργανώνουν πελατειακά δίκτυα και δεν μας καλούν να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στις μεταφυσικές δυνάμεις και να επικαλούμαστε τον... Θεό και την Παναγία. Έχουμε ανάγκη από πολιτικούς που σέβονται το δημόσιο χρήμα, που λένε θαρρετά τις απόψεις τους, που αναλαμβάνουν ευθύνες, που παλεύουν ανυστερόβουλα για τις ιδέες τους και μας ζητούν να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας.
Ζώντας σε μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνία, θα έχουμε στις εκλογές που έρχονται πολλές επιλογές και σε κόμματα και σε πρόσωπα. Ας προβληματιστούμε και ας επιλέξουμε με αίσθημα ευθύνης τους καλύτερους. Εκείνους που κρίνουμε ότι θα αγωνιστούν πραγματικά για να αλλάξουν την οικονομία μας και για να κρατήσουν όρθια την κοινωνία μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.