Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκλογές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκλογές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Γυρίζει το παιχνίδι;

    Δεν είναι η πρώτη φορά που η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται στριμωγμένη «στα σκοινιά» κατά τη διάρκεια των πεντέμισι χρόνων που είναι στην εξουσία. Υπήρξαν και πολλές άλλες αφορμές εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκαν έντονα αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη με αποτέλεσμα οι δημοσκοπικές επιδόσεις της κυβερνητικής παράταξης να υποχωρούν. 
    Μικρότερη ή μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στους πολίτες, όπως και αμφιβολίες για την ικανότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να δίνει αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα και τις χρόνιες παθογένειες της χώρας και να αντιμετωπίζει κρίσεις, προκλήθηκαν και με άλλες αιτίες. Το είδαμε, για παράδειγμα, μετά τις αποκαλύψεις τον Αύγουστο του 2021 για τις υποκλοπές, αλλά και έπειτα από μείζονες αστοχίες του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει φυσικές καταστροφές, όπως το φιάσκο με τους εγκλωβισμούς οδηγών στα χιόνια της Αττικής Οδού, οι ετησίως επαναλαμβανόμενες  καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική που έφθασαν έως και το Χαλάνδρι, οι δίχως προηγούμενο βιβλικές καταστροφές στη Θεσσαλία, κ.λπ.
    Η κάμψη, ωστόσο, των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας στην πρόθεση ψήφου, αλλά και του Κυριάκου Μητσοτάκη στα ηγετικά χαρακτηριστικά του, αποδεικνυόταν ότι ήταν πρόσκαιρο φαινόμενο το οποίο έπειτα από μερικές εβδομάδες αντιστρεφόταν. Η πιο εντυπωσιακή αντιστροφή καταγράφηκε την άνοιξη του 2023 όταν, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, η δημοσκοπική κατρακύλα την οποία υπέστη το κυβερνών κόμμα ήταν, ειδικά το πρώτο διάστημα, πολύ ηχηρή. 
    Δύο εβδομάδες μετά την ανείπωτη τραγωδία που συγκλόνισε την κοινή γνώμη οι τάσεις των περισσότερων μετρήσεων έδειχναν ότι «η ΝΔ έχανε από 2 έως 5 μονάδες» στην πρόθεση ψήφου και «η διαφορά της με τον ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονταν στις 3 με 4 μονάδες». Ως εκ τούτου, σοβαροί -κατά τεκμήριο- αναλυτές προεξοφλούσαν ότι «στις πρώτες εκλογές (σ.σ.: οι οποίες επέκειντο και θα διεξάγονταν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) το ποσοστό της ΝΔ θα είναι κάτω από 30% και ίσως να είναι κοντά στο 25%». 
    Με δεδομένο όμως, ότι ούτως ή άλλως δεν θα προέκυπτε βιώσιμο σχήμα διακυβέρνησης και θα χρειαζόταν μετά βεβαιότητας επαναληπτική εκλογή, οι ίδιοι αναλυτές απέκλειαν την πιθανότητα να καταφέρει το κυβερνών κόμμα να υπερβεί τον πήχη του 37% με 38% που θα του επέτρεπε να κατακτήσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Ενώπιον αυτού του προφανούς κινδύνου, το Μέγαρο Μαξίμου μετέθεσε τις εκλογές, που το πιθανότερο ήταν ότι θα γίνονταν τον Απρίλιο. Ταυτόχρονα επιδόθηκε σε μια εργώδη προσπάθεια να αλλάξει το έντονα δυσμενές κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία η οποία είχε υποστεί συγκλονισμό από τον άδικο χαμό των 57 συνανθρώπων μας που επέβαιναν στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν στα Τέμπη.
    Μέρος, δυστυχώς, αυτής της προσπάθειας για αλλαγή του κλίματος υπήρξε και η άρον άρον απομάκρυνση των συντριμμιών της σύγκρουσης από τον τόπο της τραγωδίας. Απομάκρυνση η οποία έγινε με τέτοια σπουδή που δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι δεν υπέκρυπτε ευρύτερες σκοπιμότητες.     Πολύ περισσότερο που η εισαγγελία της Λάρισας ζήτησε να ασκηθούν διώξεις και έστειλε στη Βουλή τη δικογραφία με βάση την οποία την περασμένη Τρίτη αποφασίστηκε να συγκροτηθεί Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης για να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του τότε υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου.
    Παρά ταύτα, πάντως, στις κάλπες που εν τέλει στήθηκαν στις 23 Μαΐου 2023, η Νέα Δημοκρατία απέσπασε, πέραν πάσης δημοσκοπικής πρόβλεψης ή άλλης προσδοκίας, το εντυπωσιακό ποσοστό της τάξης του 40,79%. Το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο της επίδοσης του ΣΥΡΙΖΑ που περιορίστηκε στο 20,07%. Πέντε εβδομάδες αργότερα, στις 25 Ιουνίου 2023, οπότε έγιναν οι επαναληπτικές με το νέο εκλογικό σύστημα, οι πολίτες επιβεβαίωσαν τη βούλησή τους να κυβερνήσει αυτοδύναμα η ΝΔ. Της έδωσαν ποσοστό 40,56% και την ίδια ώρα έστελναν τον ΣΥΡΙΖΑ στο ταπεινωτικό 17,83% που τον έβγαλε μάλλον οριστικά εκτός του παιχνιδιού διεκδίκησης της εξουσίας. Όπως τουλάχιστον έδειξαν οι εξελίξεις που ακολούθησαν με την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στη θέση του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος, κατά δήλωσή του, «παραμέρισε». 
    Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ακριβώς αυτή η μεγάλη επιτυχία της κυβερνητικής παράταξης ήταν στην πραγματικότητα η απαρχή της πορείας της προς τη φθορά. Υποστηρίζουν ότι το 41% υπήρξε η μεγάλη φενάκη, η παγίδα στην οποία υπέπεσαν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, οι οποίοι πίστεψαν ότι ήταν άτρωτοι. Και από την στιγμή που ουδείς από τους αντιπάλους τους έδειχνε ικανός να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία, την οποία κατείχαν ήδη από το 2016 που έγινε αρχηγός της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έδειξαν να πιστεύουν ότι το σκηνικό αυτό θα παρέμενε εσαεί αμετάβλητο.
    Η αλαζονική ερμηνεία ότι «δεν υπάρχει αντίπαλος που θα μας απειλήσει» κυριάρχησε στα μετεκλογικά έργα και ημέρες της κυβέρνησης η οποία βολεύονταν από τον κατακερματισμό των δυνάμεων ένθεν κακείθεν της ΝΔ. Ούτε η ανώμαλη προσγείωση που σηματοδότησε η υποχώρηση της ΝΔ στο 28,31% των ευρωεκλογών του περασμένου Ιουνίου εξελήφθη ως αφορμή αφύπνισης. 
    Τα προμηνύματα των μετρήσεων που έδειχναν ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο ότι επτά στους δέκα πολίτες είχαν πεποίθηση ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση δεν συγκίνησαν κανέναν από τους κυβερνώντες. Οι περισσότεροι αρκούνταν στις αυτάρεσκα προκλητικές πομφόλυγες του τύπου ότι «η Ελλάδα είναι ζάχαρη». Πομφόλυγες που ακούγονταν από υπουργικά χείλη και απευθύνονταν σε πολίτες για τους οποίους στην πλειοψηφία τους «δεν βγαίνει ο μήνας» με τις απολαβές που έχουν. Το μαρτυρά, άλλωστε, το πρόσφατο δημοσκοπικό εύρημα σύμφωνα με το οποίο το 52% των Ελλήνων πιστεύει ότι το 2019 ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Όπως επίσης και το αντίστοιχο ποσοστό που θεωρεί ότι υπό τις παρούσες συνθήκες είναι προτιμότερη η προσφυγή στις κάλπες.
    Τα συλλαλητήρια της 26ης Ιανουαρίου και της 28ης Φεβρουαρίου κατέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση έχει χάσει την ικανότητα να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων στο πολιτικό σκηνικό. Μόνον και μόνον το γεγονός ότι επί έξι συναπτές εβδομάδες η εγχώρια πολιτική επικαιρότητα μονοπωλείται από την υπόθεση των Τεμπών καταδεικνύει την αδυναμία των σημερινών κυβερνώντων να επηρεάσουν και να καθορίσουν το πολιτικό παιχνίδι όπως έκαναν πολύ πριν από το 2019 που ανέλαβαν τα ηνία της διακυβέρνησης.
    Υπό αυτή τη συνθήκη, το ερώτημα για το κατά πόσο μπορούν ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του να γυρίσουν το παιχνίδι αποτελεί ένα στοίχημα με πολύ υψηλή απόδοση στο οποίο μόνον ριψοκίνδυνοι παίκτες θα μπορούσαν να ποντάρουν. Υπάρχουν, άραγε, τέτοιοι; 


Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Τα συλλαλητήρια δεν ρίχνουν κυβερνήσεις, τους προκαλούν, όμως, (ενίοτε ανήκεστο) βλάβη


Για πέμπτη συναπτή εβδομάδα ο πολιτικός χρόνος στη χώρα μας μοιάζει να έχει παγώσει αφού από την 26η Ιανουαρίου, οπότε οργανώθηκαν τα πρώτα μαζικά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας έως και σήμερα που είναι προγραμματισμένος ένας χωρίς ιστορικό προηγούμενο πάνδημος ξεσηκωμός των Ελλήνων όπου γης, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα γύρω από την τραγωδία των Τεμπών.

Τα δύο χρόνια που συμπληρώθηκαν από την αποφράδα εκείνη 28η Φεβρουαρίου δεν στάθηκαν αρκετά για να απαλύνουν τον συλλογικό πόνο που προκάλεσε στο κοινωνικό σώμα η μοιραία εκείνη σιδηροδρομική σύγκρουση που έφερε στην επιφάνεια όλες τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής Πολιτείας, ανέδειξε τα αιώνια κακώς κείμενα που ταλανίζουν την καθημερινότητά μας και, το σημαντικότερο, εξανέμισε την ούτως ή άλλως πενιχρή εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους.

Η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα, η Δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση καταρρακώθηκαν στη συνείδηση της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας  η οποία δυσκολεύεται να αντιληφθεί όχι μόνον τη συγχορδία των εγκληματικών λαθών και παραλείψεων που προκάλεσαν την τραγωδία, αλλά κυρίως το γεγονός ότι όλο αυτό το διάστημα που παρήλθε έχουν γίνει ελάχιστα για να είναι ασφαλείς οι σιδηροδρομικές μεταφορές στη χώρα μας, όπως τόσο παραστατικά καταγράφεται στο πόρισμα του εθνικού οργανισμού για τη διερεύνηση των δυστυχημάτων (ΕΟΔΑΣΑΑΜ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βγαίνουν σήμερα στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν δεν το κάνουν μόνον επειδή αποδείχθηκε σαθρό το κυβερνητικό αφήγημα με το οποίο επιχειρήθηκε να περιοριστεί η σκανδαλώδης αυτή υπόθεση σε ένα απλό ανθρώπινο λάθος ενός αναμφισβήτητα ανεύθυνου σταθμάρχη που έθεσε σε πορεία σύγκρουσης τους δύο συρμούς. Κακά τα ψέματα, οι λόγοι που οδήγησαν τόσο πολύ κόσμο να κινητοποιηθεί είναι πολύ περισσότεροι και σχετίζονται με τη διάψευση των προσδοκιών που είχε η πλειονότητα των πολιτών ότι στη μεταμνημονιακή εποχή θα ζούσαν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους σε ένα ασφαλέστερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία το 2019 επειδή έπεισε τους ψηφοφόρους ότι άξιζαν μια καλύτερη διακυβέρνηση η οποία θα βελτίωνε σταθερά τις συνθήκες της καθημερινότητάς τους. Το περίφημο «επιτελικό κράτος», άλλωστε, που ήταν το πρώτο νομοσχέδιο που ψήφισε, εκεί κατέτεινε. Να κάνει αποτελεσματική τη λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής και κατ΄ επέκταση του κρατικού μηχανισμού.

Η περιγραφή, η οποία γίνεται στο πόρισμα των εμπειρογνωμόνων του ΕΟΔΑΣΑΑΜ για τις απίστευτες συνθήκες που επικράτησαν στον τόπο της τραγωδίας μετά τη μοιραία σύγκρουση των τρένων, είναι αποκαλυπτική. Και παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλουν αρμόδιοι αξιωματούχοι, ισχυριζόμενοι ότι όλα έγιναν χωρίς κεντρική κυβερνητική καθοδήγηση, η συγκεκριμένη παραδοχή δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες για το περιβόητο «μπάζωμα». Επιλήψιμες, εξάλλου, δεν είναι μόνον οι πράξεις, είναι και οι παραλείψεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι λίγους μήνες μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και σε πείσμα του συγκλονισμού που είχε αισθανθεί όλος ο κόσμος από τον άδικο χαμό των 57 επιβαινόντων στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν, οι πολίτες έδωσαν στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αυξημένα ποσοστά. Η πλειονότητα της κοινής γνώμης είχε ακόμη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής μηχανής και, ως εκ τούτου, «αγόρασε» το αφήγημα ότι θα έπεφτε άπλετο φως στα αίτια της τραγωδίας και θα γινόταν ό,τι απαιτούνταν για να γίνουν ασφαλείς οι μετακινήσεις με τα τρένα.

Μετά τις εκλογές του 2023 οι όροι άρχισαν να αλλάζουν. Η κυβέρνηση επαναπαύτηκε στο αναπάντεχο 41% που έλαβε στις κάλπες και αισθάνθηκε άτρωτη εξαιτίας του μοναδικού στα χρονικά κατακερματισμού που επικράτησε στην ένθεν κακείθεν της ΝΔ αντιπολίτευσης. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την επανάπαυση ότι δεν υπάρχει αξιόμαχος αντίπαλος και εκφράστηκε δια της αποχής στις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου, υπήρξε ένας κώδωνας κινδύνου, ο οποίος ήχησε μεν, πλην, όμως, δεν έφθασε στα αυτιά εκείνων που επιβαλλόταν να τον ακούσουν.

Κάπως, έτσι, φθάσαμε στην ψυχρολουσία της 26ης Ιανουαρίου που μπορεί να πανικόβαλε την κυβέρνηση, αλλά, την ίδια ώρα, αιφνιδίασε την αντιπολίτευση στο σύνολό της. Και μόνο το γεγονός ότι ενόψει των σημερινών συλλαλητηρίων σπεύδουν η μια μετά την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις να λάβουν θέσεις, ενώ οι μαζικές συγκεντρώσεις του περασμένου μήνα εξελίχθηκαν σχεδόν ερήμην όλων τους, καταδεικνύει τη δυσκολία να εναρμονίσουν τα προτάγματά τους με τη βούληση της κοινωνίας.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα άλλοι φοβούνται και άλλοι ελπίζουν ότι τα σημερινά συλλαλητήρια θα «ρίξουν την κυβέρνηση». Και οι μεν και οι δε παραβλέπουν ότι στις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπως αναμφίβολα είναι η ελληνική Δημοκρατία, οι κυβερνήσεις ανατρέπονται με έναν και μόνον τρόπο: όταν χάνουν τη δεδηλωμένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Από την άλλη, ωστόσο, όταν εκατοντάδες χιλιάδες και ίσως εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν για πράξεις και παραλείψεις των θεσμών της Πολιτείας, είναι προφανές ότι αν δεν υπάρξουν άμεσες και ριζοσπαστικές διορθωτικές κινήσεις, η βλάβη την οποία θα υποστεί το κύρος και η υπόσταση της υφιστάμενης κυβερνητικής εξουσίας θα είναι ανήκεστος.

Τα παραδείγματα που το μαρτυρούν είναι αναρίθμητα, καθώς οι περισσότερες κυβερνήσεις επαναπαύονται στην «αγορά χρόνου» που βολεύει τα στελέχη τους, ακόμη όταν η κοινωνία είναι… αλλού.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Το νέο πολιτικό τοπίο που αναδύεται μετά τον… «άκλαυτο» ΣΥΡΙΖΑ

         Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι στην πραγματικότητα ήταν μια εξέλιξη η οποία είχε προεξοφληθεί εδώ και αρκετό καιρό, δεν παύει, ωστόσο, να είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η (χθεσινή) έκπτωση του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η διαδοχή του από το ΠΑΣΟΚ έγινε σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό.

Αργά αλλά σταθερά, η πολιτική ζωή του τόπου μοιάζει να επιστρέφει στην εποχή πριν από την κρίση, καθώς το ένα μετά το άλλο τα γεννήματα της περιόδου της μνημονιακής εξαλλότητας αποτελούν παρελθόν. Ένα παρελθόν το οποίο ελάχιστοι πρέπει να είναι εκείνοι που το νοσταλγούν.  Γι΄αυτό και δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξεμέτρησε το ζην του χωρίς να… κλάψει κανείς για το άδοξο τέλος του.

Με εξαίρεση, άλλωστε, κάποιες ξέπνοες δηλώσεις ξεπεσμένων αξιωματούχων της Κουμουνδούρου, οι οποίοι κατέφυγαν σε στερεοτυπικά αναμασήματα και ανιστόρητες αναλογίες περί «αποστασίας», ουδείς φαίνεται να συγκινήθηκε από την πιο πρόσφατη τροπή των πολιτικών πραγμάτων και τη νέα διάσπαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που του στέρησε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Διότι μπορεί το «syrisafication» να διδάσκεται εφεξής στις σχολές της πολιτικής επιστήμης ως case study για το πως ένα κόμμα μπορεί να διαλυθεί ακόμη και όταν είναι στην κατά τεκμήριο βολική θέση της αντιπολίτευσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τεκταινόμενα στην πάλαι ποτέ κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά έχουν πάψει προ πολλού να κόβουν εισιτήρια.   

Η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει πλέον με αφόρητη βαρεμάρα τα τελευταία πολύ κουραστικά επεισόδια που έχει το σήριαλ της προδιαγεγραμμένης πορείας προς τη διάλυση στην οποία εισήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που ο ουσιαστικός δημιουργός του Αλέξης Τσίπρας πέταξε «λευκή πετσέτα» επειδή, κακά τα ψέματα, δεν άντεξε να καταγράφει στο παθητικό του συνεχόμενες εκλογικές ήττες.

Τέσσερις ημέρες μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, στις οποίες η δύναμη του κόμματός του υποχώρησε στο ισχνό 17,83%, ο κ. Τσίπρας πήγε στο Ζάππειο για να παραιτηθεί, αλλά η λέξη «παραίτηση» δεν βγήκε από τα χείλη του. «Κατανοώ την ανάγκη για ένα νέο κύμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και αποφάσισα να παραμερίσω για να περάσει», ήταν τα πολύ προσεκτικά λόγια τα οποία επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο πρώην πρωθυπουργός.

«Έχω εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο δυναμικό του κόμματός μας. Στις αστείρευτες δυνάμεις της κοινωνίας και της Αριστεράς», είπε και είναι απορίας άξιον αν είχε κατά νου την τετράδα των τωρινών υποψήφιων αρχηγών (Γκλέτσος, Πολάκης, Φάμελος και Φαραντούρης) που θα αναμετρηθούν την προσεχή Κυριακή και τους οποίους είδαμε την περασμένη Τετάρτη να διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε ένα πολύ χαμηλών προσδοκιών ντιμπέιτ που οργάνωσε η δημόσια τηλεόραση.

«Αποφάσισα λοιπόν να προτείνω την εκλογή νέας ηγεσίας από τα μέλη του Κόμματος, όπως ορίζει το καταστατικό του. Την άμεση προσφυγή στις σχετικές διαδικασίες. Στις οποίες φυσικά δεν θα είμαι υποψήφιος», είχε συμπληρώσει ο Τσίπρας πριν από 17 μήνες. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Πρόσθεσε ακόμη μια παράγραφο που ήταν αποκαλυπτική των πραγματικών προθέσεων του: «Θα είμαι όμως παρών πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά από αυτές».

Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή, τουλάχιστον για όσους δεν είχαν θαμπωθεί από τους ψευτομακιαβελικούς υπολογισμούς του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Στην αρχή «ευνόησε» και «ευλόγησε» την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, επειδή προφανώς θεώρησε ότι ο «ουρανοκατέβατος» Ελληνοαμερικανός θα ήταν κάτι σαν «το παιδί για τα θελήματα» που συμβιβαζόταν με την προοπτική να κρατάει ζεστό τον θώκο της Κουμουνδούρου.

Όταν, όμως, φάνηκε ότι ο ναρκισσιστικός χαρακτήρας του Κασσελάκη δεν του επέτρεπε να παραστήσει τον «αχυράνθρωπο», με ενορχηστρωτή τον κ. Τσίπρα, ξεκίνησε, ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, η αποδόμησή του που κατέληξε με την πρωτοφανή απόφαση να μην του επιτρέψουν να είναι εκ νέου υποψήφιος για την αρχηγία στην οποία ένα εξάμηνο νωρίτερα τον είχαν αναδείξει σχεδόν πανηγυρικά.

Όχι ότι δεν έδωσε κι ο ίδιος αφορμές, με όσα έλεγε και όσα έκανε, αποκορύφωμα των οποίων ήταν το αμφιλεγόμενο αφήγημα για την προηγούμενη ζωή του, όπως και η διάτρητη δήλωση πόθεν έσχες που δημοσιοποίησε. Οι μέθοδοι, όμως, με τις οποίες οι άνθρωποι του Τσίπρα τον έβγαλαν από το παιχνίδι δεν… διεκδικούν δάφνες δημοκρατικότητας.

Αλλά επειδή το μόνο βέβαιο είναι ότι η δράση προκαλεί αντίδραση, οι αμφιλεγόμενες επιλογές που έκαναν οι άνθρωποι του κλασσικού ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που πέτυχαν ήταν να επιταχύνουν τον χρόνο της δικής τους περιθωριοποίησης, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την έναρξη μιας εποχής η οποία, μπορεί να έχει στοιχεία από τον κλασσικό δικομματισμό του παρελθόντος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια νέα πολιτική κατάσταση η οποία είναι μάλλον πιο θετική από εκείνη που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.

Οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις, οι οποίες κράτησαν την Ελλάδα καθηλωμένη στα Μνημόνια περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, έχουν πια υποχωρήσει με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων να διεξάγεται πλέον με περισσότερο ρεαλιστικούς όρους.

Έτσι ώστε να μην… ψάχνουμε για μπαταρίες για να παράγουν ρεύμα οι ανεμογεννήτριες ούτε να αναζητούμε δισεκατομμύρια για να επανακρατικοποιήσουμε τις τράπεζες και τις εταιρίες ενέργειας που ξεπουλήθηκαν την περίοδο του τρίτου και πιο επαχθούς Μνημονίου το οποίο ήρθε ως απότοκο του δήθεν ηρωικού ψευτοδημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.

Όπως και να έχει, είναι καιρός να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω και η προϊούσα ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ -για την οποία, όπως προείπαμε, κανείς δεν θα… κλάψει- μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη απόδειξη ότι εισήλθαμε σε ένα νέο -και κατά τεκμήριο πιο ελπιδοφόρο- πολιτικό τοπίο.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Ο Τραμπ σάρωσε, αλλά ο τραμπισμός δεν αποτελεί λύση στα πλανητικά προβλήματα

             Η συζήτηση για τα αίτια της σαρωτικής επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ και των συμμάχων του στο αμερικανικό Κογκρέσο κατά τις πρόσφατες εκλογές θα διαρκέσει καιρό καθώς δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς σε ένα σαφές πόρισμα που να αποτυπώνει τα «χαρίσματα» του νικητή και να απαριθμεί τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αστοχίες των ηττημένων αντιπάλων του.

Διότι, κακά τα ψέματα, η επανάκαμψη στον Λευκό Οίκο ενός τόσο αμφιλεγόμενου και κυνικού προσώπου, το οποίο ηττήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας, συνιστά ένα φαινόμενο για την ανάλυση του οποίου χρειάζεται να επιστρατευθούν ερμηνευτικά εργαλεία από πολλές επιστήμες: η πολιτική επιστήμη αδυνατεί να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις χωρίς συνδρομή της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και όχι μόνο.

Στον απόηχο των πανηγυρισμών από τους ένθερμους υποστηρικτές του, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν γνωστές και μη εξαιρετέες προσωπικότητες της διεθνούς σκηνής, όπως ο Βίκτορ Όρμπαν και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και της εγχώριας, όπως ο Κυριάκος Βελόπουλος, η Αφροδίτη Λατινοπούλου και κάθε άλλο ακροδεξιό απολειφάδι, είναι νομίζω χρήσιμο να ειπωθούν ορισμένα πράγματα τα οποία δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα. Επειδή η λαϊκή ψήφος δεν αποτελεί κολυμβήθρα του Σιλωάμ, αλλά και διότι πολλά από αυτά τα στοιχεία για τα οποία εκλέχθηκε ο Τραμπ, αν πράγματι εφαρμοστούν, θα έχουν δραματικές συνέπειες για τις ζωές όλων μας, μηδέ εξαιρουμένων των ψηφοφόρων του.     

Με λίγα λόγια, όσο και αν ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος λαϊκιστής πολιτικός που καταφέρνει να «ισοπεδώσει» τους αντιπάλους τους χρησιμοποιώντας απλοϊκά λεκτικά σχήματα -συνθήματα του τύπου «I’ll fix it» («θα το διορθώσω»), η περίπτωσή του παραμένει εξαιρετική για τον απλούστατο λόγο ότι δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια για να δείξει ότι άλλαξε και, ως εκ τούτου, στη νέα θητεία του, η οποία ξεκινά στις 20 Ιανουαρίου 2015, προτίθεται να κάνει κάτι διαφορετικό από όσα έκανε την πρώτη τετραετία.

Σε όλη, άλλωστε, την προεκλογική περίοδο εμφανίστηκε ακόμη περισσότερο κυνικός, αμετροεπής και τοξικός από όσο ήταν όταν στη διάρκεια της Προεδρίας του όταν αρνούνταν την πανδημία και προέτρεπε τους συμπολίτες του να… πίνουν χλωρίνη ή όταν αμφισβητούσε την κλιματική κρίση αποσύροντας τις ΗΠΑ από τις παγκόσμιες Διασκέψεις για το Κλίμα, δίνοντας στους πραγματικούς φίλους τους από την επιχειρηματική τάξη να μολύνουν ανεξέλεγκτοι την ατμόσφαιρα.

Με περισσή, εξάλλου, ελαφρότητα μοίραζε αφειδώς εύπεπτες υποσχέσεις για τιθάσευση του πληθωρισμού («με ένα νόμο και ένα άρθρο», ίσως;), εξαφάνιση της μετανάστευσης σε μια χώρα που δημιουργήθηκε από μετανάστες και κατάπαυση του πυρός στις πολεμικές συγκρούσεις της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής μέσα στο πρώτο Σαββατοκύριακο από την ανάληψη των καθηκόντων του.

Με αναίδεια ταυτόχρονα δαιμονοποιούσε τους αντιπάλους του, χαρακτηρίζοντας -αν είναι δυνατόν!- «κομμουνίστρια» την Κάμαλα Χάρις, αλλά και τους εισαγγελείς και τους δικαστές που τον δίωκαν για διαπιστωμένα ποινικά αδικήματα ανάμεσα στα οποία ήταν προκλητικές φοροαπάτες, αλλά και δωροδοκίες, όπως εκείνη της πορνοστάρ που πληρώθηκε για να μην αποκαλύψει την παράνομη σεξουαλική συνεύρεση τους ενόσω ο μετέπειτα πλανητάρχης παρίστανε τον θεοσεβούμενο οικογενειάρχη.

Δεν δυσκολευόταν, την ίδια ώρα, να επικαλείται κάθε είδους fakenews για μετανάστες που τρώνε κατοικίδια στο Οχάιο, αλλά και να καταφύγει σε κάθε λογής συνομωσιολογικές θεωρίες, υπαινισσόμενος ότι μεθοδευόταν η δολοφονία του ή ισχυριζόμενος ότι σχεδιαζόταν νοθεία την οποία ήταν έτοιμος να καταγγείλει εφόσον δεν ήταν ο ίδιος νικητής στην προεδρική κάλπη της περασμένης Τρίτης.

Αναμφίβολα, οι εξαγγελίες για επιβολή δασμών στα γερμανικά αυτοκίνητα και εν γένει στις εισαγωγές ευρωπαϊκών και ασιατικών προϊόντων, τις οποίες με ψηφοθηρική άνεση μοίρασε, ακούστηκαν ευχάριστα στα αυτιά του μέσου Αμερικανού ψηφοφόρου που αισθάνεται ανασφάλεια επειδή τα φέρνει δύσκολα πέρα και δεν δελεάζονταν από τους ισχυρισμούς των Δημοκρατικών ότι οι… αριθμοί ευημερούν και κινδύνευε η Δημοκρατία από την επανεκλογή του Τραμπ ο οποίος δεν δίσταζε να πει ότι θα ήθελε να επιβάλει δικτατορία για μια μέρα.

Εξίσου ευχάριστα αντιμετωπίζονταν από τον οποιοδήποτε φορολογούμενο που ζει σε μια τις μεσοδυτικές Πολιτείες της «βαθιάς Αμερικής» υποσχέσεις ότι θα πάψουν να κατευθύνονται δεκάδες ή και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτηθεί το ΝΑΤΟ ή για να προασπιστεί η ακεραιότητα της Ουκρανίας από την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν.

Η αλήθεια είναι ότι θέλει πολλή σκέψη και ακόμη περισσότερη γνώση και μεγαλύτερη περίσκεψη για να αντιληφθεί κανείς ότι ο δασμολογικός πόλεμος δεν υπήρξε ποτέ λύση στα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Η τελευταία φορά που διάφορες χώρες ύψωσαν δασμολογικά σύνορα για να περιορίσουν το ελεύθερο εμπόριο ήταν την περίοδο του Μεσοπόλεμου και είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση των εξελίξεων που οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όποιος διαθέτει στοιχειώδεις ιστορικές γνώσεις ξέρει ότι το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η τακτική του κατευνασμού που επικράτησε στις ΗΠΑ, αλλά και στη Σοβιετική Ένωση, κατά τα πρώτα χρόνια της επέκτασης της χιτλερικής Γερμανίας η οποία κατέπινε τη μια μετά την άλλη χώρα της γειτονιάς της. Η «ουδετερότητα» και οι αποστάσεις που τήρησαν τότε οι αντίπαλες στον Χίτλερ δυνάμεις εκείνης της εποχής όχι μόνον δεν απέτρεψαν τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει αλλά τον κατέστησαν αναπότρεπτο και φονικότερο.

Όπως και να έχει, η επιβολή δασμών δεν υπήρξε ποτέ λύση στα πλανητικά προβλήματα. Ούτε φυσικά ο απομονωτισμός μεγάλων χωρών, όπως οι ΗΠΑ οι οποίες με την -έστω- καθυστερημένη είσοδό τους στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους καθόρισαν την έκβασή τους.

Ο καθένας, υπό αυτή τη συνθήκη, μπορεί να αντιληφθεί τι θα συμβεί αν ισχύσουν οι «εύπεπτοι» προεκλογικοί ισχυρισμοί του εκλεγμένου Αμερικανού Προέδρου τόσο για την εφαρμογή δασμών στα προϊόντα τα οποία εισάγονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για την ουσιαστική διάλυση της Ευρωατλαντικής αμυντικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, αν πάψει να έχει τη στήριξη της Ουάσιγκτον.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο κόσμος που μας περιβάλλει θα είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν που ξέρουμε. Και, μάλλον αναμφίβολα, θα είναι ένας πολύ χειρότερος κόσμος από αυτόν στον οποίο ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες, αν όχι και τους τελευταίους αιώνες. Το αντέχουμε; Μάλλον όχι, τουλάχιστον όλοι όσοι δεν επιθυμούμε να ζούμε σε έναν πολυδιασπασμένο πλανήτη που κυριαρχείται από τον απομονωτικό αυταρχισμό.

Το ευτύχημα είναι ότι σχεδόν όλοι οι λαϊκιστές είναι ευεπίφοροι στις κωλοτούμπες, όπως καλύτερα από κάθε άλλον ξέρουμε εμείς εδώ σε αυτή τη χώρα. Και, άρα, εκείνο στο οποίο έχουμε να προσδοκούμε είναι ότι ο Τραμπ αποκλείεται να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Γιατί πρέπει να κρατάμε την αναπνοή μας για την έκβαση των αμερικανικών εκλογών

    Είχα τη σπάνια ευκαιρία να περάσω δύο φορές το κατώφλι του εμβληματικού Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο και να παρακολουθήσω από κοντά τις συναντήσεις που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τους δύο τελευταίους Προέδρους των ΗΠΑ: η πρώτη τον Ιανουάριο του 2020 με τον Ντόναλντ Τραμπ και η δεύτερη τον Μάιο του 2022 με τον Τζο Μπάιντεν.
    Η πιο ζωηρή ανάμνηση που έχει καταγραφεί -ίσως και ανεξίτηλα- στη μνήμη μου από τις δύο αυτές εμπειρίες είναι η εντελώς διαφορετική αύρα που εκπέμπονταν στην ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στον διασημότερο χώρο εργασίας ολόκληρου του πλανήτη, όπου τις τελευταίες πολλές δεκαετίες έχουν ληφθεί σημαντικές αποφάσεις που καθόρισαν το ιστορικό γίγνεσθαι σύμπασας της Υφηλίου και έχουν γίνει άπειρες συναντήσεις ανάμεσα στον εκάστοτε Αμερικανό Πρόεδρο και ηγέτες από όλον τον κόσμο.
    Στη συνάντηση Τραμπ - Μητσοτάκη το κυρίαρχο αίσθημα ήταν η αγωνία της ελληνικής πλευράς για την τυχόν απρόβλεπτη διάσταση που θα μπορούσε να έχει το τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε μια κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία η ελληνική διπλωματία αναζητούσε ερείσματα για να αποκρούσει την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα που είχε κορυφωθεί με την υπογραφή του διαβόητου παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου το οποίο παραβίαζε τα δικαιώματα της Ελλάδας στις θαλάσσιες ζώνες.
    Για του λόγου το αληθές, λίγες μόνον ώρες πριν από την επίμαχη συνάντηση, ο υπογράφων, αποτυπώνοντας την αγωνία που διακατείχε την ελληνική αντιπροσωπεία, επεσήμαινε χαρακτηριστικά στο protothema.gr: «Σε αντίθεση τόσο με το Κογκρέσο που ψήφισε διακομματικά τον νόμο EastMed Act που αποτελεί κόλαφο για την Τουρκία, όσο και με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έχει πάρει σαφή θέση κατά της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ο Λευκός Οίκος εμφανίζεται διστακτικός να προχωρήσει σε μια απερίφραστη καταδίκη των συνεχιζόμενων προκλήσεων της Άγκυρας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
    Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο ήταν παγκοίνως γνωστό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, κυρίως μέσω της παρασκηνιακής επαφής που διατηρούσε η Άγκυρα -και πιο συγκεκριμένα η οικογένεια Ερντογάν- με τον περίφημο Αμερικανό επενδυτή Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος συνέβαινε να είναι γαμπρός και ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ (και ο οποίος έχει ρίξει οικονομικά «δίχτυα» στην ευρύτερη περιοχή μας και τελευταία φέρεται να έχει κάνει «κολεγιά» με τον κύκλο του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα).
    Η ελληνική αποστολή στην αμερικανική πρωτεύουσα ανέπνευσε βαθιά όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία θεωρήθηκε ότι «πήγε καλά, επειδή δεν πήγε άσχημα», όπως ήταν ο αρχικός φόβος για το απρόοπτο που διακατείχε τους πάντες: από τον ίδιο πρωθυπουργό έως τον χαμηλότερο διπλωματικό υπάλληλο.
Σε κάθε περίπτωση, η ατμόσφαιρα στον Λευκό Οίκο δεν είχε καμία σχέση με την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν την επόμενη μέρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η συνοδεία του από τον υπουργό των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, παρουσία και του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Και οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν φείσθηκαν εγκωμίων για την Ελλάδα και, υπό τα θερμά χειροκροτήματα των παρισταμένων, έκαναν πρόποση υπέρ του φωτεινότερου μέλλοντος στη σχέση των δύο χωρών υψώνοντας συμβολικά ποτήρια με… ούζο.
    Είκοσι οκτώ μήνες αργότερα, όταν επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσιγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όλα ήταν διαφορετικά. Η υποδοχή την οποία έτυχε από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ήταν πολύ θερμή. Ενώ ακόμη θερμότερη -κατ΄ άλλους μάλλον αποθεωτική- υπήρξε η ανταπόκριση την οποία είχε η ιστορική ομιλία που απηύθυνε στο Καπιτώλιο ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διάρκεια της Κοινής Συνόδου Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων, παρουσία, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις και της Προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
    Την ίδια περίοδο, ο Τούρκος Πρόεδρος κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Πλην, όμως, ματαίως. Το αίτημα του Ερντογάν δεν ικανοποιήθηκε ούτε όταν έστησε σόου στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης με περαστικούς που τάχατες εκθείαζαν τη συμβολή του στην ουκρανική κρίση, ενώ ήταν γνωστό σε όλους το διπλό παιχνίδι που έπαιζε στηρίζοντας την εισβολή της Ρωσίας.
Μεταφέρω τα συγκεκριμένα -βιωματικού, κατά βάση, χαρακτήρα- στιγμιότυπα, χωρίς, ωστόσο, να τρέφω αυταπάτες ή να είμαι θιασώτης των απλοϊκών προσεγγίσεων για «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες» όταν πρόκειται για ηγέτες άλλων χωρών που εκλέγονται από τους λαούς τους για να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Από την άλλη, όμως, αρνούμαι να ενστερνιστώ την ισοπεδωτική λογική ότι «όλοι το ίδιο είναι». Και, υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για το ποιος θα εκλεγεί την προσεχή Τρίτη ώστε να αναλάβει από τις 20 Ιανουαρίου 2025 καθήκοντα ως επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
    Κακά τα ψέματα και πέρα από τον δικό μας μικρόκοσμο σε τούτη τη γωνιά της Υφηλίου, η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων ανάμεσα στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στη νυν Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, η οποία ατυχώς πήρε πολύ αργά το χρίσμα για να διεκδικήσει το ύπατο αξίωμα, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, αποτελεί ένα καθοριστικό διακύβευμα για τις τύχες όλων μας, ανεξαρτήτως από το μήκος και το πλάτος του πλανήτη στο οποίο κατοικούμε.
    Ο Ντόναλτ Τραμπ έχει, δίχως αμφιβολία, δώσει σαφή δείγματα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε κατά το παρελθόν: από την αμφισβήτηση της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας έως την εχθροπάθεια προς κάθε τι διαφορετικό, τα fake news και την παρουσίαση των οικονομικών ανισοτήτων ως νέα κανονικότητα. Υπό αυτή τη συνθήκη, μόνον αφελείς μπορεί να πιστέψουν ότι, εφόσον πετύχει να επανέλθει στον Λευκό Οίκο, μπορεί να είναι διατεθειμένος να πολιτευθεί με διαφορετικό τρόπο στο μέλλον.
Πολύ περισσότερο όταν ο κατά γενική ομολογία αδίστακτος τέως Πρόεδρος, εφεξής δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τον παραμικρό φόβο απώλειας της θέσης του, αφού δεν προβλέπεται να τεθεί άλλη φορά στη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Αν την προηγούμενη φορά που έχασε τις εκλογές ξεσήκωσε τον φιλικό προς το πρόσωπό του όχλο και τον οδήγησε στην αιματηρή πολιορκία του Καπιτωλίου, ευλόγως μπορεί ο καθείς να σκεφθεί τι «τέξεται η επιούσα» στη σφόδρα πιθανή εκδοχή της ανάδειξής του ως νικητή στην κάλπη της προσεχούς Τρίτης.
    Ο λαός (των Ηνωμένων Πολιτειών) της Αμερικής να… βάλει το χέρι του!

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Τα δύσκολα είναι μπροστά για τον «αναβαπτισμένο» Νίκο Ανδρουλάκη

 

Πολύ πριν από την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τα οποία εξήχθησαν από τη χθεσινή κάλπη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η εκ νέου επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν δίχως αμφιβολία η πιθανότερη εκδοχή την οποία θα μπορούσε να έχει η κούρσα για το τιμόνι της Χαριλάου Τρικούπη  

Η σύνθεση του εκλογικού σώματος το οποίο κλήθηκε να λάβει την απόφαση αν θα άλλαζε ή όχι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ μετά το ανεπιτυχές αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιουνίου, σε συνδυασμό με τις πρωτοβουλίες που πήρε ο ίδιος κ. Ανδρουλάκης και κυρίως η απόφασή του να προσφύγει χωρίς χρονοτριβή στην εκλογική βάση του κόμματος, εξασφάλισαν πλεονέκτημα επανεκλογής στον 45χρονο πολιτικό από την Κρήτη.   

Σε αντίθεση με την αβουλία που μάλλον δικαίως τού καταμαρτυρείται ότι επέδειξε το διάστημα των τριών ετών που παρήλθε από τον Δεκέμβριο του 2021, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά τον θώκο που κατέχει, το τελευταίο τρίμηνο κατά το οποίο ήταν υπό πίεση, καθώς ακόμη και παραδοσιακοί σύμμαχοί του πήραν αποστάσεις ή βρέθηκαν απέναντι από την υποψηφιότητά του, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έδειξε ότι διαθέτει πολιτικά ανακλαστικά. Πολύ, δε, περισσότερο κατέδειξε ότι στις σημερινές συνθήκες αποτελεί τον προνομιακό εκφραστή της εκλογικής βάσης του κόμματός του.

Παρότι αντιμετώπισε τουλάχιστον τρεις ισχυρές υποψηφιότητες, κατάφερε να βγει «αναβαπτισμένος» από μια εκλογική διαδικασία που ο ίδιος οργάνωσε με τρόπο που, τηρουμένων των αναλογιών, υπήρξε υποδειγματικός. Όσο και αν συνέβαλαν σε αυτό και όλοι οι υποψήφιοι οι οποίοι συμμετείχαν στην κούρσα, εκείνος που το πιστώνεται περισσότερο είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης. Το… αναγνώρισε, άλλωστε, και ο Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος, θέλοντας να εκθέσει τους «συντρόφους» του, έσπευσε να τον συγχαρεί εκθειάζοντας τις αναμφισβήτητα «άψογες δημοκρατικές διαδικασίες» που ακολούθησαν στη Χαριλάου Τρικούπη.  

Είναι, λοιπόν, όλα καλά και ευοίωνα για το ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρο του μετά το χθεσινό αποτέλεσμα; Κάθε άλλο, είναι η απάντηση για όποιον δεν εθελοτυφλεί και δεν θαμπώνεται από τα χειροκροτήματα και τα συνθήματα (ανάμεσά τους και το -μάλλον υπερβολικό στην παρούσα φάση- «να ‘τος, να ΄τος ο πρωθυπουργός») που ακούστηκαν χθες έξω από την ιστορική έδρα του κόμματος.

Ανταποδίδοντας τις φιλοφρονήσεις αλλά και τον ενθουσιασμό των συγκεντρωμένων οπαδών και φίλων του ο κ. Ανδρουλάκης επέμεινε να υποστηρίζει ότι «τα δύσκολα για το ΠΑΣΟΚ είναι πίσω, τα καλύτερα είναι μπροστά». Ήταν προφανώς ένας δικαιολογημένος ισχυρισμός από εκείνους που συνήθως βρίσκουν θέση σε επινίκιες δηλώσεις. Πλην, όμως, υπήρξε ταυτόχρονα ναι έκφραση που δεν καλύπτει τις εύλογες απορίες που δημιουργούνται για τους λόγους που κάτι τέτοιο δεν συνέβη έως τώρα.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι καινούργιος στο πολιτικό κουρμπέτι, γεγονός που έχει τα θετικά του, διότι διαθέτει εμπειρία αλλά μηχανισμό που του επιτρέπει να κερδίζει τις εσωκομματικές αναμετρήσεις. Την ίδια ώρα, όμως, το ίδιο αυτό δεδομένο, το ότι δηλαδή δεν είναι νέος και άγνωστος, έχει και την αρνητική ανάγνωση, σύμφωνα με την οποία η κοινή γνώμη, δηλαδή η ευρύτερη κοινωνία πέρα από τον στενό πυρήνα όσων ψήφισαν στην εσωκομματική κάλπη, δεν τρέφει μεγάλες προσδοκίες για το πρόσωπο του.

Υπό αυτή το πρίσμα, ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να αναβαπτίστηκε στην εσωκομματική κάλπη, αλλά, κακά τα ψέματα, πρόκειται για μια αναβάπτιση που δεν του παρείχε ούτε την παραμικρή παράταση στη μηδενική περίοδο χάριτος που ούτως ή άλλως διέθετε εξαιτίας του ότι σε τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις δεν κατάφερε… «να σπάσει το ταβάνι» που εμποδίζει το ΠΑΣΟΚ να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας και να προβάλλει ως αξιόμαχη εναλλακτική δύναμη ικανή να αναλάβει την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2023 δεν εκμεταλλεύτηκε την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στις ευρωεκλογές του 2024 δεν επωφελήθηκε από την σημαντική υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας. Η μικρή έως αμελητέα αύξηση της εκλογικής δύναμης την οποία πέτυχε δεν δικαίωσε τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί όταν εξελέγη πρώτη φορά στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Και ακριβώς γι΄ αυτό, τώρα που επανεξελέγη, η θέση του κ. Ανδρουλάκη είναι πολύ δύσκολη, δυσκολότερη από κάθε άλλη φορά.

Από σήμερα κιόλας και με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές, που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πότε θα προκηρυχθούν, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τελεί υπό καθεστώς καθημερινής αξιολόγησης. Με δεδομένη την προϊούσα διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αποκλείεται να αποφύγει και νέες διασπάσεις, σε κάθε δημοσκόπηση που θα βλέπει το φως της δημοσιότητας το επόμενο διάστημα, το βασικό εύρημα στο οποίο θα στρέφουν την προσοχή τους οι αναλυτές και θα ενδιαφέρει τους πολίτες δεν θα είναι άλλο από το πόσο ανοίγει ή κλείνει η ψαλίδα ανάμεσα στην κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία και στο κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μπορεί να υπερασπίστηκε επιτυχώς την καρέκλα του στην εσωκομματική κάλπη, αλλά αν θέλει να τη διατηρήσει πρέπει το γρηγορότερο να λάβει γενναίες πρωτοβουλίες προς πολλές κατευθύνσεις:

*Να πάψει, πρώτον, να λειτουργεί με την «ενός ανδρός αρχή» και να αξιοποιήσει ένα από τα σοβαρά πλεονεκτήματα του κόμματός του που είναι ότι διαθέτει πολλά αξιόλογα στελέχη. Η διανομή ρόλων και γενικά η αξιοποίηση των ανθυποψηφίων του, αλλά και όχι μόνον αυτών, αποτελεί συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ.

*Να εγκαταλείψει, δεύτερον, την περιχαράκωση στο γερασμένο εκλογικό σώμα που ψηφίζει ΠΑΣΟΚ και να ανοιχθεί σε ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις και κυρίως στις νεότερες γενιές οι οποίες δεν δελεάζονται από τη νοσταλγία του παρελθόντος, όταν δεν τους εκνευρίζει κιόλας επειδή θεωρούν ότι εκείνοι καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα από την κραιπάλη στην οποία δεν συμμετείχαν.

*Να προχωρήσει, τρίτον, στην επεξεργασία και στην παρουσίαση προς τους πολίτες ενός εφαρμόσιμου κυβερνητικού προγράμματος με ρεαλιστικές προτάσεις που να ανταποκρίνονται στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και να μην επηρεάζονται από τις σειρήνες του εύκολου λαϊκισμού.

Κάποιοι παρατήρησαν ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης σταμάτησε να εμφανίζεται συνεχώς θυμωμένος και άρχισε να χαμογελά. Απέδωσαν αυτή την αλλαγή στα μαθήματα που πήρε από τους επικοινωνιολόγους που τον συμβουλεύουν. Μένει να φανεί αν πήρε και τα υπόλοιπα μαθήματα ώστε να τον δούμε να αλλάζει και στα πιο ουσιώδη ζητήματα της πολιτικής του παρουσίας.

Δύσκολα, αλλά ίσως ποτέ δεν είναι αργά!

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Τα ανακλαστικά των φίλων του ΠΑΣΟΚ έδειξαν προτίμηση στη σταθερότητα

                Όποιος είδε, είτε δια ζώσης, είτε μέσα από τα τηλεοπτικά πλάνα, εικόνες από τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ είναι βέβαιο ότι δεν εξεπλάγη από το αποτέλεσμα που έβγαλαν οι κάλπες και κατά βάση από το προβάδισμα που πήρε ο Νίκος Ανδρουλάκης.

                Αναμφίβολα, η μεγάλη πλειονότητα των περισσότερων από τις 300 χιλιάδες ανθρώπους που προσήλθαν μαζικά και περίμεναν υπομονετικά στις ουρές για να εκλέξουν τον επόμενο αρχηγό του κόμματος το οποίο φιλοδοξεί να αποτελέσει την εναλλακτική πολιτική δύναμη για τη διεκδίκηση της διακυβέρνησης, ήταν άτομα μεγάλης ηλικίας.

Άτομα που δεν χρειαζόταν να είναι κάποιος κοινωνιολόγος για να διαπιστώσει ότι τα κυρίαρχα στοιχεία που τους κινητοποίησαν ήταν, αφενός, η νοσταλγία για ένα παρελθόν ευημερίας που οι συγκεκριμένες γενιές βίωσαν και απόλαυσαν επί των ημερών που κυβέρνησε το ΠΑΣΟΚ, και, αφετέρου, το γεγονός ότι, λόγω κυρίως της ηλικίας τους, δεν αρέσκονται στις απότομες αλλαγές και στις ανατροπές καθώς είναι θιασώτες των σταθερών και προβλέψιμων καταστάσεων.

Κακά τα ψέματα, ο Νίκος Ανδρουλάκης, παρότι απείχε χθες πάνω από επτά μονάδες από την προ τριετίας αντίστοιχη επίδοσή του (29,64%, έναντι 36,88% που συγκέντρωσε στην αντίστοιχη κάλπη τον Δεκέμβριο του 2021), απεδείχθη ότι ήταν εκείνος που πληρούσε περισσότερο από όλους τους άλλους υποψηφίους  αρχηγούς τα συγκεκριμένα κριτήρια. Και έτσι εξηγείται η επικράτησή του στον πρώτο γύρο απέναντι σε συνδιεκδικητές που αποτελεί «ιεροσυλία» να συγκρίνονται με ιστορικούς ηγέτες του χώρους, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου και -γιατί όχι;- ο Κώστας Σημίτης.

Οι επιδόσεις των πέντε ανθυποψηφίων του κ. Ανδρουλάκη δείχνουν ότι το εκλογικό σώμα των μελών, οπαδών και φίλων του ΠΑΣΟΚ δεν πείσθηκε από κάποια άλλη εναλλακτική πρόταση για την ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη, όσο και αν οι αντίπαλοί του αντιτείνουν ότι επτά στους δέκα ζήτησε αλλαγή ηγεσίας. Το οριακό πλασάρισμα στη δεύτερη θέση που πέτυχε ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας, ο οποίος με βραχεία κεφαλή υπερσκέλισε τον αξιόμαχο, όπως απεδείχθη, Παύλο Γερουλάνο, αλλά και την εξίσου μαχητική Άννα Διαμαντοπούλου, δεν δείχνει να προβάλει ως σοβαρή απειλή για την καρέκλα του νυν προέδρου του ΠΑΣΟΚ.

Υπό αυτή τη συνθήκη, ορισμένοι έσπευσαν ήδη από το βράδυ της Κυριακής να προδικάσουν ότι το αποτέλεσμα της κάλπης στο ΠΑΣΟΚ ήταν ευνοϊκό για τη σημερινή κυβέρνηση. Διότι, κατά την εκτίμησή τους, όποιος και αν εκλεγεί στην αναμέτρηση της προσεχούς Κυριακής ανάμεσα στον κ. Ανδρουλάκη και στον κ. Δούκα, το αποτέλεσμα θα είναι ευνοϊκό για το σχέδιο του Κυριάκου Μητσοτάκη να διεκδικήσει και να πετύχει, για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, τρίτη συνεχόμενη κυβερνητική θητεία, όπως άφησε να διαφανεί ο πρωθυπουργός στην ομιλία που εκφώνησε την περασμένη Παρασκευή στην εκδήλωση για τα πεντηκοστά γενέθλια της ΝΔ.

Η ζωή, ωστόσο, έχει αποδείξει ότι οι πολιτικές εξελίξεις δεν είναι σχεδόν ποτέ ευθύγραμμες. Τουναντίον επηρεάζονται από τη δυναμική των πραγμάτων, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από την πολυπλοκότητα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που κάθε φορά διαμορφώνονται. Για παράδειγμα, μπορεί ο Νίκος Ανδρουλάκης να βγήκε αποδυναμωμένος από τη χθεσινή ψηφοφορία, ωστόσο συνολικά το ΠΑΣΟΚ ενδυναμώθηκε από την εσωκομματική αναμέτρηση για την ηγεσία, εξαιτίας του υψηλού αισθήματος προσήλωσης στις επιταγές της δημοκρατικής ευθύνης και του πολιτικού πολιτισμού που επέδειξαν όλοι οι υποψήφιοι αρχηγοί καθ’  όλη την προεκλογική περίοδο.

Με αποκορύφωμα τις δηλώσεις που έγιναν μετά τα αποτελέσματα της κάλπης τόσο από τους νικητές όσο και από τους ηττημένους της αναμέτρησης, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ απέδειξαν ότι αξίζουν την ολοένα και πιο αυξημένη εμπιστοσύνη που τους δείχνει η ελληνική κοινωνία ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα που είναι συντριπτική η σύγκριση η οποία μοιραία γίνεται με τα όσα κωμικοτραγικά εκτυλίσσονται στον ΣΥΡΙΖΑ.

Μετά την υπερδεκαετή δοκιμασία της μνημονιακής περιπέτειας μια σημαντική μερίδα των Ελλήνων πολιτών φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη να γυρίσουμε την πλάτη στις γοητευτικές Σειρήνες του λαϊκισμού και να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πολύπλοκη πραγματικότητα που μας περιβάλει. Μια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να εκφράζεται μονοδιάστατα από έναν πολιτικό πόλο. Εξάλλου, όλες οι σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες χρειάζονται εναλλακτικές κυβερνητικές εφεδρείες.

Στην παρούσα συγκυρία, το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τη μόνη πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης που πληροί τις προϋποθέσεις για να ασκήσει αυτόν τον ρόλο. Αν μάλιστα ισχύσουν στην πράξη τα ενωτικά μηνύματα που εξέπεμψαν όλοι οι υποψήφιοι αρχηγοί του μετά τα αποτελέσματα της πρώτης κάλπης και αγωνιστούν πράγματι από κοινού για να παρουσιάσουν εναλλακτική προγραμματική πρόταση για την διακυβέρνηση, τότε οι προοπτικές που διανοίγοντα είναι δίχως αμφιβολία με το μέρος τους.

Άλλωστε, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που είχε η μέχρι πρότινος αρχηγική θητεία του κ. Ανδρουλάκη, το αίτημα για σταθερότητα που διατύπωσαν με την ετυμηγορία τους οι ψηφοφόροι που προσήλθαν στη χθεσινή κάλπη του ΠΑΣΟΚ συνάδει απόλυτα με τα προτάγματα που έχει στη σημερινή εποχή η ελληνική κοινωνία.

Διότι, μπορεί η πλειονότητα των ψηφοφόρων που προσήλθαν στην εσωκομματική εκλογική διαδικασία του ΠΑΣΟΚ να ήταν πράγματι από τις μεγαλύτερες ηλικίες, πλην, όμως, και οι νεότερες γενιές, που είναι κατά τεκμήριο φορείς της αλλαγής, προτιμούν τη σταθερότητα από την αβεβαιότητα. Και απλώς περιμένουν εκείνον που θα τις πείσει να μην καταφεύγουν την αποχή, όπως κάνουν όλο και συχνότερα στις κάλπες των τελευταίων χρόνων.

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Ανέβασαν τον πήχη, αλλά είναι αντιμέτωποι με δύο νέα «στοιχήματα»


Η από πολλές πλευρές εξαιρετική τηλεμαχία ανάμεσα στους έξι υποψηφίους προέδρους του ΠΑΣΟΚ ήταν μια από τις περιπτώσεις που πολύ δύσκολα μπορεί να αποφύγει κάποιος τα συνήθως αμήχανα στερεότυπα ότι «δεν υπήρξε νικητής, ούτε ηττημένος» και «ο μόνος κερδισμένος ήταν η πολιτική» στα οποία καταφεύγουν όσοι δεν θέλουν να πάρουν ευθέως θέση.

Αναμφίβολα, μπροστά στη μεγάλη εικόνα που ήταν ο ξεχωριστός για τα πολιτικά μας ήθη και απόλυτα πολιτισμένος τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε το ντιμπέιτ και κύλησε ο ζωηρός διάλογος που είχαν μεταξύ τους οι διεκδικητές του θώκου της Χαριλάου Τρικούπη, παρέλκει να ανακηρύξει κάποιος τον έναν ή τη μία που κέρδισε τις εντυπώσεις, ανέτρεψε τα προγνωστικά ή απέσπασε το προβάδισμα της κούρσας προς την εσωκομματική κάλπη της 6ης Οκτωβρίου. Κυρίως, διότι για όποιον δεν ήταν προκατειλημμένος, δεν υπήρξε ξεκάθαρος νικητής ή νικήτρια. 

Όπως και να έχει, ανήκει έπαινος και στους έξι που συμμετείχαν στην τηλεμαχία. Σε γενικές γραμμές όλοι τους εξέφρασαν θέσεις, απόψεις και εκτιμήσεις χωρίς να αφυδατώσουν τον λόγο τους ώστε να υπηρετήσουν το αφήγημα μιας επίπλαστης ενότητας. 

Με άλλα λόγια, δεν ήταν διόλου κακό που συγκρούστηκαν, αντιπαρατέθηκαν, αντάλλαξαν αιχμές και επικρίσεις και είχαν ο ένας να καταμαρτυρήσει στον άλλο κάποιο αρνητικό στοιχείο είτε για την προηγούμενη πολιτική του πορεία είτε για τις προγραμματικές του διακηρύξεις. 

Το σημαντικότερό, όμως, ήταν ότι όλα αυτά έγιναν δίχως να επικρατήσει η συνηθισμένη τοξική εχθροπάθεια που συναντούμε στις εμφύλιες διαμάχες και την οποία βλέπουμε να εκτυλίσσεται στον πολιτικά όμορο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται επίσης σε φάση εκλογής νέας ηγεσίας. 

Καλώς ή κακώς, ζούμε σε εποχές που οι «Μεσσίες» δεν ευδοκιμούν πλέον και το «καλούπι» που κατασκεύαζε πολιτικούς όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει σπάσει και δεν ανασυντίθεται. Γι΄ αυτό και μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα των πολιτών απαιτεί από τους πολιτικούς ταγούς του σήμερα να λένε τη δική τους αλήθεια αλλά να ακούνε και την αλήθεια των άλλων. 

Ο αυτάρεσκος ναρκισσισμός των influencer, που… είδαν φως και μπήκαν στον πολιτικό στίβο, μπορεί να κερδίζει βροχή από like στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πλην όμως με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να μεταμορφωθεί αυτομάτως σε εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνησης της χώρας. Σε τρόπον ώστε να αντικαταστήσει την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία αργά ή γρήγορα θα παραδώσει, όπως γίνεται σε όλες τις δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, τα ηνία της εξουσίας. 

Από την άλλη, στον σημερινό πολύπλοκο κόσμο τα σοβαρά κόμματα δεν είναι μονολιθικά και δεν αρκούνται στη μια και μόνη αλήθεια της… θεόπνευστης ηγετικής ομάδας. Τουναντίον, οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να γίνουν πλειοψηφία είναι υποχρεωμένες να αντέχουν στην τριβή των διαφορετικών προσεγγίσεων που μπορεί να έχουν τα στελέχη τους τα οποία εκφράζουν θεμιτές φιλοδοξίες για να αναλάβουν ηγετικούς ρόλους. 

Έτσι, υπήρξε μάλλον κέρδος παρά ζημία για το ΠΑΣΟΚ η κριτική την οποία δέχθηκε στην τηλεμαχία ο απερχόμενος πρόεδρος Νίκος Ανδρουλάκης για τα πεπραγμένα της θητείας του στο θώκο της Χαριλάου Τρικούπη, κυρίως από τους τρεις ανθυποψηφίους του που είναι βουλευτές, δηλαδή τον Παύλο Γερουλάνο, τη Νάντια Γιαννακοπούλου και τον Μιχάλη Κατρίνη που του καταμαρτύρησαν ότι δεν έδρασε συλλογικά και αποτελεσματικά. 

Όπως κέρδος μπορεί να αποδειχθεί ότι ήταν και οι ιδεολογικές αποχρώσεις που περιείχαν οι βολές τις οποίες αντάλλαξαν οι δύο εξωκοινοβουλευτικοί υποψήφιοι αρχηγοί, δηλαδή η Άννα Διαμαντοπούλου και ο Χάρης Δούκας.

Συμπερασματικά, οι υποψήφιοι για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ που συμμετείχαν στο χθεσινοβραδινό ντιμπέιτ ανέβασαν ψηλά τον πήχη στο επίπεδο που πρέπει να έχει η πολιτική αντιπαράθεση σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα. Για να εκπληρωθεί, ωστόσο, η υψηλή υποθήκη την οποία ενέγραψαν με τη συμμετοχή τους στην εξαιρετική τηλεμαχία απαιτείται να κερδίσουν όλοι μαζί δύο ακόμη «στοιχήματα» με τα οποία θα βρεθούν αντιμέτωποι το επόμενο διάστημα.

Το πρώτο από αυτά τα «στοιχήματα» είναι να παλέψουν όλοι μαζί για να πείσουν την ελληνική κοινωνία ότι αξίζει να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία για την εκλογή ενός αρχηγού που, κατά τα φαινόμενα, θα είναι υποψήφιος πρωθυπουργός, ώστε να δώσουν το παρών στην εσωκομματική κάλπη οι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που φαίνεται στην παρούσα φάση να εκφράζουν ενδιαφέρον συμμετοχής. 

Το δεύτερο -και ακόμη πιο καθοριστικό- «στοίχημα» το οποίο καλούνται να κερδίσουν οι υποψήφιοι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ είναι να παραμείνουν και να δώσουν όλοι μαζί τη μάχη στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, διότι η προϊστορία δείχνει ότι αρκετοί από τους χαμένους σε προηγούμενες προεδρικές κούρσες ακολούθησαν τη δική τους διαδρομή. 

Θα τα καταφέρουν αυτή τη φορά; Η απάντηση θα δοθεί μετά τις 13 Οκτωβρίου.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Από το… μαγιό ως το «πόθεν έσχες», σταθερά χωρίς κανόνες


Ξεπερνούν πλέον κάθε όριο διακωμώδησης, αν όχι και διασυρμού, των θεσμικών λειτουργιών που διέπουν μια ευνομούμενη Πολιτεία τα νέα επεισόδια στο μακρόσυρτο σήριαλ της διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην εξελισσόμενη φαρσοκωμωδία φαίνεται ότι έχουν αναλάβει οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Στέφανου Κασσελάκη. 

Είναι κωμικοτραγικό να βλέπει κανείς όλους εκείνους που έφεραν, υποστήριξαν, χειροκρότησαν, επέβαλαν και ανέχθηκαν για ηγέτη τους ένα τόσο αμφιλεγόμενο πρόσωπο, το οποίο ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές και έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να μηχανεύονται αίφνης κάθε είδους αντιδημοκρατικά τεχνάσματα για να αποκλείσουν τον κ. Κασσελάκη από την εκ νέου διεκδίκηση της προεδρίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Το γεγονός ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή οι δημοσκοπήσεις αλλά και η εν γένει περιρρέουσα ατμόσφαιρα μαρτυρούν ότι ο έκπτωτος αρχηγός εμφανίζεται ως φαβορί για να κερδίσει τη νέα κούρσα για την ηγεσία δείχνει παντελή έλλειψη σεβασμού στο δημοκρατικό ιδεώδες που θέλει τον ηγέτη ενός κόμματος να είναι ο εκλεκτός που επιλέγει η πλειοψηφία των μελών και φίλων του.       

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο εγχώριο πολιτικό προσκήνιο ο φέρελπις αμερικανοτραφής επιχειρηματίας (σ.σ.: εδώ μπορούν εισαγωγικά) λειτούργησε «αντισυμβατικά», φιλοτεχνώντας για τον εαυτό του ένα προφίλ το οποίο μόνον όποιος εθελοτυφλούσε δεν αναγνώριζε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. 

Το «αφήγημα» του τάχατες αυτοδημιούργητου νέου, ο οποίος υποτίθεται ότι υποχρεώθηκε να φύγει από την Ελλάδα επειδή η οικογένεια του καταδιώχθηκε από κάποιο ακατονόμαστο παραδικαστικό κύκλωμα, δεν έβγαζε καθόλου νόημα. 

Η διαφημιζόμενη μεγάλη οικονομική άνεση, την οποία δήθεν διέθετε και, κατά δήλωσή του, του παρείχε την άνεση να μην ξαναδουλέψει στην ζωή του, ήταν ένα εύπεπτο παραμύθι που μόνον αφελείς κατανάλωναν με θαυμασμό για το επιχειρηματικό δαιμόνιο ενός εφοπλιστή που πλούτισε με δύο… παροπλισμένα αστακοκάραβα. 

Αλλά -ω της αφελείας το ανάγνωσμα!- αντελήφθη πόσο… διεφθαρμένο ήταν το Κεφάλαιο και ανένηψε με τη βοήθεια προφανώς του αγίου Ιάκωβου Τσαλίκη, ο οποίος όταν τον βάφτιζε, κατά τη διήγηση του ίδιου του Στέφανου, είδε να σχηματίζεται στο νερό ένας σταυρός από το λάδι και προέβλεψε ότι «θα γίνει ή παπάς ή κάτι μεγάλο». Οπότε δεν είχε άλλη επιλογή από το να αφήσει πίσω του τη διαβόητη Goldman Sacs για να επιστρέψει για να επαναφέρει στην εξουσία την Αριστερά.  

Παρόλο που η δημοσιογραφική έρευνα (κυρίως μέσα από το «Πρώτο Θέμα») φώτισε πολλές από τις σκοτεινές πτυχές της προηγούμενης ζωής του κ. Κασσελάκη και της οικογενείας του, καταρρίπτοντας τους περισσότερους από τους ισχυρισμούς που ο ίδιος είχε διατυπώσει, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όταν δεν τον επαινούσαν για το «βαρύ βιογραφικό», σιωπούσαν παριστάνοντας τους ανήξερους. 

Δεν προβληματίστηκαν καν όταν στο ερώτημα για το ποια είναι η περιουσιακή του διάρθρωση -που είναι εύλογο να τίθεται για ένα δημόσιο πρόσωπο, πολύ περισσότερο όταν παριστάνει τον αυτοδημιούργητο- απαντούσε δημοσίως και προπετώς ότι «δεν είναι ο λογιστής μου για να σου πω!» 

Ουδείς εξ αυτών διαμαρτυρήθηκε όταν τις παραμονές των τελευταίων ευρωεκλογών ο αρχηγός τους εμφάνισε σε προεκλογική συγκέντρωση ένα διάτρητο μονοσέλιδο excel που εμφάνισε ως «πόθεν έσχες». Και το οποίο στην πραγματικότητα μόνον τέτοιο δεν ήταν. Σίγουρα δεν ήταν «πόθεν» και μάλλον ούτε καν το «έσχες» δεν περιλάμβανε. 

Νωρίτερα, άλλωστε, οι ίδιοι είχαν… καταπιεί αμάσητες τις αποκαλύψεις ότι ο μετέπειτα αρχηγός τους αρθρογραφούσε στον ομογενειακό Τύπο της Αμερικής υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως και τους κομπασμούς συνεργατών του ότι είχε δεχθεί πρόταση του σημερινού πρωθυπουργού να αναλάβει υπουργικό αξίωμα στην κυβέρνηση της ΝΔ. 

Έπειτα από όλα αυτά είναι τουλάχιστον υποκριτικό να θέλουν τώρα πλέον να τον αποβάλλουν από την επαναληπτική κούρσα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που προκηρύχθηκε πριν καν συμπληρωθεί ένας χρόνος από την σχεδόν πανηγυρική του εκλογή στον αρχηγικό θώκο της Κουμουνδούρου. 

Χωρίς περιστροφές, ο Στέφανος Κασσελάκης έχει κάθε δημοκρατικό δικαίωμα να είναι εκ νέου υποψήφιος αρχηγός. Και αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να του το στερήσει καμία μεθοδευμένη καταγγελία για «μπούλινγκ» κατά στελεχών του κόμματός του και κανένα φωτογραφικό κριτήριο για δήθεν «σεβασμό στις αρχές και τις αξίες του ΣΥΡΙΖΑ».

Όλοι όσοι συναίνεσαν στην παλαιότερη κραυγαλέα συγκάλυψη του πρεσβευτή της Βενεζουέλας, ο οποίος είχε επιτεθεί σεξουαλικά σε τέκνα στελεχών του κόμματός τους, και δεν ψέλλισαν το παραμικρό σχόλιο όταν οι θύτες της κακοποιητικής συμπεριφοράς ήταν από τη δική τους όχθη, δεν έχουν δικαίωμα να εμφανίζουν μεροληπτικά τις ευαισθησίες τους ισχυριζόμενοι ότι κάπου κάποτε δέχθηκαν «μπούλινγκ» από τον Κασσελάκη αλλά το θυμήθηκαν τώρα. 

Στις ευνομούμενες πολιτείες ισχύουν κανόνες, οι οποίοι δεν αλλάζουν ανάλογα με τις συγκυρίες της στιγμής. Αν ο Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος έγινε αρχηγός επειδή έτσι βόλευε τότε τον Αλέξη Τσίπρα και τους συν αυτώ, μπορεί να κερδίσει και πάλι τους ψηφοφόρους (που ο Τσίπρας και οι συν αυτώ «εκπαίδευσαν» να λειτουργούν έτσι), δεν υπάρχει δύναμη που να μπορεί με δημοκρατικά μέσα να τον εμποδίσει.

Το πιθανότερο είναι ότι όπως τους κέρδισε όταν ήρθε πέρυσι το καλοκαίρι με το μαγιό, έτσι θα τους κερδίσει και τώρα που επιχειρούν να ορθώσουν στον δρόμο του διάφορα προσκόμματα, επικαλούμενοι πότε το «πόθεν έσχες» που τώρα θυμήθηκαν ότι ήταν διάτρητο και πότε το «μπούλιγκ» που ασκούσε σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (και εκείνα δεν μιλούσαν).

Κακά τα ψέματα, είναι πολύ αργά για… δάκρυα. Ο Κασσελάκης δικαιούται να (επαν)εκλεγεί αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, όσο υπάρχει ακόμη, έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Δεν κρύβονται τα 2 εκατ. των χαμένων ψηφοφόρων με το… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»

Το γνωστό και αρκούντως μακάβριο ανέκδοτο με το θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος το οποίο, προκειμένου να αποφύγει την επαπειλούμενη εκτέλεση από τον υπαίτιο του βαρύτατου τραυματισμού του, κρύβει επιμελώς τις πληγές του, αναφωνώντας «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε…», θύμιζαν στην πλειονότητά τους οι χθεσινοβραδινές αναλύσεις του εκλογικού αποτελέσματος.

Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων που παρήλασαν από τα στούντιο των τηλεοπτικών καναλιών έδειχναν να μην έχουν συναίσθηση ότι η έκβαση της ευρωκάλπης βοούσε από τα ηχηρά μηνύματα αποδοκιμασίας του συνόλου του εγχώριου πολιτικού συστήματος. 

Αποδοκιμασία η οποία εκφράστηκε πρωτίστως μέσω της συντριπτικής αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία και δευτερευόντως από το γεγονός ότι, με ελάχιστες -και πάντως όχι αξιομνημόνευτες- εξαιρέσεις, σχεδόν καμία από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν σε αυτό τον εκλογικό στίβο δεν κατάφερε να περάσει τον στόχο που είχε θέσει προεκλογικά.

Αν και, για να μην αδικούμε κανέναν, πρέπει να επισημάνουμε ότι, με εξαίρεση κάποια χειροκροτήματα για την… τόνωση της ψυχολογίας των αρχηγών, έλλειψαν οι πανηγυρισμοί από τους ελάχιστους συγκεντρωμένους οπαδούς έξω από τα κομματικά γραφεία, την ίδια στιγμή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι στις μετεκλογικές δηλώσεις δεν ακούστηκε από κανένα ηγετικό χείλος η αναγνώριση της αυτονόητης αλήθειας που είναι ότι σχεδόν όλοι πέρασαν κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που οι ίδιοι είχαν θέσει.

Όπως και στις τοποθετήσεις που έγιναν στα τηλεοπτικά πάνελ από στελέχη που είχαν πάει εκεί από νωρίς εφοδιασμένα με «σκονάκια» για την ωραιοποίηση της δικής τους κατάστασης και την ανάδειξη των αδυναμιών των αντιπάλων τους, έτσι και από τις δηλώσεις των αρχηγών έλειψαν οι θαρραλέες παραδοχές και η διάθεση για αυτοκριτική.

Αντιθέτως, όλοι είχαν να προβάλλουν κάποιον δικαιολογητικό ισχυρισμό, προκειμένου να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις. Το κυβερνητικό κόμμα, για παράδειγμα, έδωσε έμφαση στο διψήφιο προβάδισμα που το χωρίζει από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι είναι η μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωεκλογές. 

Επεχείρησε έτσι να παρακάμψει το γεγονός ότι όχι μόνον δεν πέτυχε τον στόχο της επανάληψης του 33,12% που είχε λάβει στις προηγούμενες ευρωεκλογές, αλλά και ότι, με το 28,27% στο οποίο υποχώρησε και είναι το χαμηλότερο που έχει πάρει πρώτο κόμμα σε ευρωπαϊκές εκλογές, έχασε και την άτυπη δεύτερη γραμμή άμυνας που ήταν να μην πέσει κάτω από 30%.

Ομοίως, ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος υποχώρησε στο 14,9% και βρέθηκε τρεις μονάδες κάτω από το περυσινό βουλευτικό ποσοστό που πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας και οκτώ μονάδες κάτω από το ποσοστό που είχε στην ευρωκάλπη του 2019, επεχείρησε να ρίξει το βάρος στη μείωση της διαφοράς με τη ΝΔ από τις 23 στις 13,5 μονάδες. 

Πλην, όμως, η επιχείρηση παραπέμπει σε ένα ακόμη γνωστό και μακάβριο ανέκδοτο με τους υδατοσφαιριστές οι οποίοι, ενώ είχαν χάσει συντριπτικά τον αγώνα, πανηγύριζαν έξαλλα επειδή στο προηγούμενο παιχνίδι είχαν και… ανθρώπινες απώλειες από πνιγμό.

Ούτε φυσικά το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη μπορεί να είναι ευχαριστημένο με την επίδοση του 12,8% που πέτυχε σε αυτή την κάλπη διαψεύδοντας δημοσκοπήσεις και αναλυτές. 

Η αύξηση, όμως, της δύναμής του σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του προηγούμενου χρόνου είναι πολύ ισχνή και δεν διασκεδάζει την εντύπωση από το γεγονός ότι δεν πέτυχε τον στόχο της δεύτερης θέσης που είχε θέσει. 

Πολύ περισσότερο που δεν κατάφερε να καρπωθεί από τη φθορά της κυβερνητικής παράταξης αλλά και από την εμφανή κρίση ηγεσίας που αντιμετωπίζει ο όμορος ΣΥΡΙΖΑ. 

Με τους ρυθμούς ανόδου που εμφανίζει θα χρειαστεί να περάσουν πολλές εκλογικές αναμετρήσεις για να μετατραπεί σε εναλλακτική δύναμη διακυβέρνησης.

Επίσης τα ποσοστιαία κέρδη τα οποία αποκόμισαν τα επόμενα στην κατάταξη κόμματα, όπως είναι η Ελληνική Λύση που υπερδιπλασίασε τις δυνάμεις της ή το ΚΚΕ που κινήθηκε μεν ανοδικά αλλά έχασε την τέταρτη θέση και η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου που απέσπασε ευρωέδρα, δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ανατρέπουν τους υφιστάμενους συσχετισμούς δυνάμεων ή δημιουργούν νέα δεδομένα για τους διεκδικητές της μελλοντικής διακυβέρνησης.

Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, από μόνο του το γεγονός ότι από αυτήν την εκλογική αναμέτρηση απουσίασαν πάνω από δύο εκατ. Έλληνες που ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, συνιστά μια δυσμενή πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να την παραβλέψει, χρεώνοντάς την στους αντιπάλους. 

Επειδή τα ποσοστά της αποχής μπορεί να μη δίνουν την πραγματική εικόνα, εξαιτίας του ότι οι εκλογικοί κατάλογοι χρόνια τώρα δεν έχουν εκκαθαριστεί από τεθνεώτες και ίσως και από διπλοεγγεγραμμένους, ας προσεγγίσουμε το θέμα από την μεριά της συμμετοχής.

Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2023 ψήφισαν σχεδόν 6,1 εκατ. Έλληνες πολίτες, αριθμός που στην επαναληπτική εκλογή που έγινε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου υποχώρησε στα 5,3 εκατ. ψηφοφόρους. Σε αυτές τις ευρωεκλογές οι εκλογείς που άσκησαν το δικαίωμά τους μόλις μετά βίας πέρασαν τα 4 εκατ., σπάζοντας κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής. 

Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις που ψήφισαν πέρυσι δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να το επαναλάβει φέτος, παρά τη διευκόλυνση που είχαμε από την καινοτόμα διαδικασία της επιστολικής ψήφου.

Συγκριτικά, εξάλλου, με την αντίστοιχη ευρωκάλπη του 2019, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν από 750 χιλιάδες ψηφοφόρους, ενώ στον αντίποδα η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου κέρδισε 134 χιλιάδες ψηφοφόρους, το ΚΚΕ προσεταιρίστηκε 65 χιλιάδες περισσότερους ψηφοφόρους και το ΠΑΣΟΚ πρόσθεσε στις δυνάμεις του μόλις 62 χιλιάδες επιπλέον ψηφοφόρους.

Κατόπιν τούτων, ποιο αλήθεια από τα κόμματα, δικαιούται να αναλύσει τα αποτελέσματα της Κυριακής καταλήγοντας στο ανεκδοτικό… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»;

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Γιατί οι πλατείες… γεμίζουν μόνον από οπαδούς αθλητικών ομάδων;

        Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν οι πολιτικοί αρχηγοί και τα άλλα στελέχη των κομμάτων, η συμμετοχή του κόσμου στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, που οργανώνονται μόλις μια βδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές, είναι, τηρουμένων των αναλογιών με τα ειωθότα εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, από πενιχρές έως πλήρως απογοητευτικές.

Οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές όλων των κομμάτων, οι οποίοι ασθμαίνοντας περιοδεύουν από πόλη σε πόλη για να μπορέσουν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να επικοινωνήσουν με τους ψηφοφόρους όλης της επικράτειας, δυσκολεύονται να βρουν ένα αξιοπρεπές ακροατήριο για να μιλήσουν και να ζητήσουν τον σταυρό των εκλογέων. Και, έτσι, τις περισσότερες φορές εξαντλούν τη δραστηριότητά τους σε μερικές ανόρεκτες χειραψίες που ανταλλάσσουν με συνήθως αδιάφορους θαμώνες καφετεριών ή με καταναλωτές και περιπατητές που κόβουν βόλτες στις αγορές και στα… νυφοπάζαρα.

Η συνθήκη γίνεται ακόμη πιο αποκαρδιωτική αν συγκριθεί με τις τεράστιες κινητοποιήσεις που έγιναν το τελευταίο δεκαπενθήμερο στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στον Πειραιά από οπαδούς των αθλητικών ομάδων του ΠΑΟΚ, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού οι οποίοι βγήκαν κατά δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους και στις πλατείες για να πανηγυρίσουν τις διακρίσεις και τα τρόπαια που απέσπασαν οι σύλλογοι τους οποίους υποστηρίζουν.

Βλέποντας τον κόσμο που συγκεντρώθηκε το βράδυ της Τετάρτης στην πλατεία Κοραή για να γιορτάσει τον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό τίτλο που κατέκτησε ο Ολυμπιακός, παλαιός πειραιώτης με έκπληξη επεσήμαινε ότι ήταν ο περισσότερος κόσμος από κάθε άλλη συνάθροιση των τελευταίων δεκαετιών. Και, όπως ο ίδιος παρατηρούσε, μόνον με τη συμμετοχή στις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις της δεκαετίας του 1980 θα μπορούσε να βρεθεί μια κάποια αριθμητική αναλογία, παρόλο που τα τελευταία χρόνια δεν έλειψαν οι ευκαιρίες των φίλων της πειραϊκής ομάδας για να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν τη χαρά τους.

Με αποκορύφωμα τη μεγάλη ανάταση του 2004 όταν οι Έλληνες ξεσπάσαμε σε διαδοχικούς πανηγυρισμούς εκφράζοντας τη χαρά μας για τη θετική πορεία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που έγινε στην Πορτογαλία, οι μεγάλες αθλητικές επιτυχίες υπήρξαν πάντοτε αφορμές για μαζικές λαοσυνάξεις και συλλογικούς πανηγυρισμούς. Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Το συναντάμε -με διαβαθμίσεις είναι η αλήθεια που έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία κάθε λαού- σε πολλές χώρες: μικρές και μεγάλες, ευρωπαϊκές και τριτοκοσμικές.

Για την ερμηνεία του θα πρέπει μάλλον να καταφύγουμε στα εργαλεία της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας - ψυχανάλυσης που εστιάζουν στη θεμελιώδη ψυχολογική ανάγκη του «ανήκειν» που χαρακτηρίζει κάθε μέλος του ανθρωπίνου γένους. Οι ειδικοί επιστήμονες θεωρούν ότι το να ανήκουμε σε κάποια ομάδα, είτε πρόκειται για την οικογένειά μας, την κοινότητα των φίλων μας, το σχολικό και εργασιακό περιβάλλον μας, ή τις οποιεσδήποτε άλλες συλλογικότητες, των οποίων για διάφορους λόγους επιλέγουμε να αποτελούμε μέλη, συνιστά έναν σημαντικό παράγοντα κοινωνικοποίησης, ο οποίος μας κάνει να νιώθουμε καλά, μας προσπορίζει οφέλη για τη σωματική και ψυχική υγεία μας και αυξάνει τις πιθανότητες για επαγγελματική επιτυχία.

Πως το λέει ο μέγας Σαββόπουλος στο τραγούδι του με τίτλο «Ας κρατήσουν οι χοροί»; «…των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά ο ίδιος την ευχή η οποία αναμφισβήτητα απηχεί κάθε κοινότητα: «Να μας έχει ο Θεός γερούς πάντα ν' ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, βρε, με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς». Από αρχαιοτάτων χρόνων, άλλωστε, οι άνθρωποι αναζητούσαν λόγους για να ανταμώνουν και να ξεφαντώνουν. Γι΄αυτό και έστηναν πανηγύρια, διοργάνωναν αγώνες, συμμετείχαν σε θρησκευτικές, πολιτιστικές και άλλες εκδηλώσεις, κάτι που αδιάκοπα συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Τις προηγούμενες πολλές δεκαετίες και κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση, οι Έλληνες εξέφραζαν την ανάγκη του «ανήκειν» και μέσω της κομματικής ένταξης. Τα μεγάλα κόμματα, που ταυτίζονταν με τις παραδοσιακές παρατάξεις, αλλά και κάποια μικρότερα, είχαν εγγεγραμμένους στα μητρώα των μελών τους δεκάδες ή και εκατοντάδες ανθρώπους, ένα σημαντικό μέρος των οποίων συμμετείχε στις εκδηλώσεις που οργάνωνε ο πολιτικός φορέας με τον οποίο ταυτίζονταν.

Αν και σε αρκετές περιπτώσεις ήταν τα ίδια πρόσωπα που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή για τη δημιουργία εντυπώσεων… λαοθάλασσας, κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει, από άποψη συμμετοχής, τις πολιτικές συγκεντρώσεις του παρελθόντος με τις σημερινές. Η μεγάλη τομή και το σημείο καμπής φαίνεται να ήταν η επέλαση του Μνημονίου και η συνακόλουθη κατάρρευση των πελατειακών δικτύων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούσαν τον συνεκτικό δεσμό για τα μέλη των κομμάτων.

Παρόλο που δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον πραγματικό αριθμό των μελών που διαχρονικά είχαν τα κόμματα, καθώς εδώ και χρόνια δεν ακολουθούνται κανόνες εγγραφής και με δύο ευρώ μπορεί ο καθένας να εμφανιστεί για μια και μόνη φορά και να ψηφίσει για την εκλογή αρχηγού, οι αριθμοί των ψηφοφόρων που συμμετέχουν στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις δίνει μια σαφή εικόνα για το ολοένα και μικρότερο ενδιαφέρον των Ελλήνων για το πολιτικό γίγνεσθαι.

Η πολιτική και οι πολιτικοί στη χώρα μας -αλλά η αλήθεια είναι όχι μόνον σε αυτή- έχουν πάψει να παρέχουν θετική προσδοκία, χαρά, ικανοποίηση και αισιοδοξία στους πολίτες. Οπότε είναι μάλλον μοιραία η ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του ενδιαφέροντος πολλών -και πάντως όχι μόνον αυτών που χαρακτηρίζαμε παλαιότερα ως «λούμπεν»- για τα πολιτικά τεκταινόμενα, όπως και της διάθεσης για κομματική ένταξη και συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες.

Στις εκλογές του 2004, για παράδειγμα, πήγαν στις βουλευτικές κάλπες πάνω από 7,5 εκατομμύρια ψηφοφόροι, ενώ στις εθνικές εκλογές του περυσινού Ιουνίου ο αριθμός των ψηφισάντων υποχώρησε κάτω από τα 5,3 εκατ. Η πρόβλεψη των ειδικών για τις επερχόμενες ευρωεκλογές είναι ακόμη πιο δυσοίωνη και δεν είναι λίγοι όσοι προεξοφλούν ότι τη μεθεπόμενη Κυριακή η συμμετοχή στις κάλπες θα είναι τόσο χαμηλή που ενδεχομένως θα αποτελέσει μια από τις μεγάλες ειδήσεις, αν όχι και τη μεγαλύτερη όλων, της εκλογικής βραδιάς. 

Οι άδειες πλατείες, άλλωστε, στις οποίες μιλούν οι πολιτικοί μας και μάλιστα σε μια περίοδο που, όπως έδειξαν τα ξεσπάσματα πανηγυριού και χαράς για τις αθλητικές επιτυχίες των ομάδων τους, οι Έλληνες δεν διστάζουν να βγουν στους δρόμους, είναι ένας οιωνός που δύσκολα ανατρέπεται στις λίγες μέρες που μας χωρίζουν από τις κάλπες.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Έλληνες ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι

Η ενασχόληση των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των μέσων ενημέρωσης με την επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου δεν άφησε πολύ χώρο για να αναδειχθούν τα στοιχεία μιας -κατά την άποψή μου- πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας η οποία έγινε από τον οργανισμό «ΔιαΝΕΟσις» και φέρει τον τίτλο «τι πιστεύουν οι Έλληνες».

Ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικά ερωτήματα, στα οποία κλήθηκαν από την εταιρία «Metron Analysis» να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στην δημοσκόπηση, ήταν και ένα που αφορούσε τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται πιο έντονα σήμερα κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας.

Οι απαντήσεις οι οποίες δόθηκαν δεν είναι διόλου ευοίωνες για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, καθώς η ανασφάλεια, η απογοήτευση και ο θυμός είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα, τα οποία υπερτερούν σημαντικά από εκείνα της αισιοδοξίας, της υπερηφάνειας, της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησης που είναι μειοψηφικά.

Το πλέον δυσοίωνο, όμως, είναι ότι, όπως προκύπτει από τη συγκριτική παράθεση ανάλογων ερευνητικών ευρημάτων που κατεγράφησαν τα προηγούμενα χρόνια, η συναισθηματική κατάσταση των Ελλήνων αντί να βελτιώνεται, καθώς απομακρυνόμαστε από την οικονομική κρίση που έφερε τα απανωτά Μνημόνια, βαίνει επιδεινούμενη.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τον Δεκέμβριο του 2019, οπότε μετά και την κυβερνητική αλλαγή, που είχε προηγηθεί, και εξαιτίας της οποίας είχε αρχίσει να εμπεδώνεται η εντύπωση της επιστροφής στην κανονικότητα, ανασφάλεια δήλωνε ότι αισθανόταν το 38% των Ελλήνων. Το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 45,8% τον Φεβρουάριο του 2022, όταν έκλεινε ο κύκλος της πανδημίας του κορωνοϊού, για να συνεχίσει την ανοδική πορεία και τον Φεβρουάριο του 2024 να φθάσουμε στο σημείο να δηλώνει ότι αισθάνεται ανασφαλής ένας στους δύο Έλληνες και για την ακρίβεια το 49,9% των ερωτηθέντων.

Ανάλογη αυξητική τάση παρουσίασε και το συναίσθημα της απογοήτευσης το οποίο, από 27,2% που ήταν το 2019, στις δύο επόμενες έρευνες έφθασε στο 45,3% και στο 44,3% αντίστοιχα. Ομοίως, ο θυμός από τον οποίο πριν από πέντε χρόνια διακατεχόταν το 17,4% των Ελλήνων, το 2022 και το 2024 απάντησαν ότι ήταν ένα αίσθημα από το οποίο διακατέχονταν πλέον το 29,8% και το 29,7% των συμμετεχόντων στις αντίστοιχες έρευνες.

Στον αντίποδα, από τις ίδιες χρονοσειρές των ερευνών που έγιναν για λογαριασμό της «ΔιαΝΕΟσις», προκύπτει δραματική μείωση του ποσοστού όσων δηλώνουν ότι αισθάνονται αισιοδοξία, αφού από 30% που ήταν το 2019, υποχώρησε σε 21,7% τον τρέχοντα χρόνο. Μικρότερη υποχώρηση από το 14,1% στο 12,4% εμφανίζει το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι διακατέχονται από το αίσθημα της υπερηφάνειας.

Σταθερά χαμηλά παραμένουν, εξάλλου, τα ποσοστά όσων εκδηλώνουν αισθήματα αυτοπεποίθησης: 7,3% το 2019 και 7,9% το 2024. Όπως και εκείνων που δηλώνουν αισθήματα σιγουριάς και κινούνται από το 5,7%, που ήταν προ πενταετίας, στο 10,3% στο οποίο ανήλθε στη φετινή μέτρηση. Την ίδια ώρα οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που διακατέχονται από αισθήματα ντροπής αυξήθηκαν την τελευταία πενταετία από το 10,2% στο 16,8%.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να είναι κάποιος κοινωνιολόγος ή ειδικός στην κοινωνική ανθρωπολογία για να αντιληφθεί ότι τίποτε θετικό για το μέλλον δεν προοιωνίζεται η έντονη απαισιοδοξία που εκπορεύεται από τα συγκεκριμένα στοιχεία της έρευνας, όπως και από άλλα ευρήματα, τα οποία, π.χ., είναι η διαπιστούμενη έλλειψη αξιοκρατίας και τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης, που η αναλυτική τους παράθεσή θα επιβεβαίωνε την γενική αρνητική εικόνα.

Είναι προφανές ότι όταν τόσο πολλοί συμπολίτες μας αισθάνονται ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι, μόνον τυχαία δεν μπορεί να θεωρείται η δημογραφική κατάρρευση, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και η δυσκολία να αφήσει οριστικά πίσω τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μας ταλάνισαν την προηγούμενη δεκαετία.

Μοιραία, τα αρνητικά συναισθήματα της πλειονότητας των Ελλήνων αφήσουν έντονο το αποτύπωμα στον τρόπο που ζούμε και δραστηριοποιούμαστε σε κάθε επίπεδο: προσωπικό και οικογενειακό, τοπικό και εθνικό. Ένας ανασφαλής, απογοητευμένος και θυμωμένος πολίτης είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα καταφέρει να είναι δραστήριος και δημιουργικός, έτσι ώστε, εργαζόμενος για την προσωπική του ευημερία, να συμβάλει στη συνολική κοινωνική πρόοδο.

Δυστυχώς, οι λόγοι για τους οποίους παρατηρούνται τα συγκεκριμένα φαινόμενα, θα ήταν αυταπάτη να αναμέναμε ότι θα γίνουν αντικείμενο συζητήσεων στην προεκλογική περίοδο που διάγουμε. Καθώς εξαντλείται ο χρόνος, αφού απομένουν μόνον δύο εβδομάδες έως ότου προσέλθουμε στις κάλπες, μοιάζει απίθανο να βρεθεί στο επίκεντρο των κομματικών αντιπαραθέσεων και να κάνει τους Έλληνες να ξαναβρούν τη χαμένη ελπίδα και αισιοδοξία.

Ίσως διότι είναι δύσκολο να… χωρέσουν τέτοια ζητήματα σε κάποια ανάρτηση στο Tik tok ανάμεσα στα χαριτωμένα σκυλάκια (τον Peanat και τη Farley) που απέκτησαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Μια προεκλογική περίοδος, η οποία υπό αυτές τις συνθήκες οδηγεί στην εκτίμηση ότι μπορεί να επισφραγιστεί με νέο ρεκόρ αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία.

Όπως και να έχει, πάντως, και όσο και αν δικαιούνται να ισχυριστούν κάποιοι ότι η ευθύνη για την έλλειψη αισιοδοξίας ανήκει πρωτίστως στη σημερινή κυβέρνηση και τα αίτια της απαισιοδοξίας των πολιτών οφείλονται στην πολιτική της, αυτό δεν καθιστά άμοιρη ευθυνών την πολυποίκιλη και κατακερματισμένη αντιπολίτευση.

Άλλωστε, αν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα η κυβερνητική παράταξη και ο επικεφαλής της Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκονται σε πορεία προς μια νέα εκλογική νίκη στις 9 Ιουνίου, εκείνες που πρέπει να κοιταχθούν στον καθρέφτη, για να δουν τι φταίει, είναι οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης. Ή μήπως όχι;