Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατίνα Παξινού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατίνα Παξινού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Άλλο υποκριτική και άλλο υποκρισία


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κάθε είδους πολιτιστικά αγαθά έχουν κάποιες ιδιοτυπίες που τα διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγονται στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές κοινωνίες και προσφέρονται προς τέρψη στο φιλοθεάμον κοινό.

Από αρχαιοτάτων άλλωστε χρόνων, οι λεγόμενες καλές τέχνες και οι λειτουργοί τους για να εκπληρώσουν τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτιζαν είχαν ανάγκη τις συνεισφορές των χορηγών ή τη συνδρομή φιλότεχνων «μαικήνων» και, μεταγενέστερα, τις κρατικές επιχορηγήσεις.

Χωρίς τους χορηγούς, έναν θεσμό που δημιουργήθηκε δια νόμου ο οποίος υποχρέωνε τους πιο εύπορους πολίτες να αναλαμβάνουν τα έξοδα των παραστάσεων και των μεγάλων εορταστικών εκδηλώσεων, η Αρχαία Αθήνα ίσως να μην είχε περάσει στην Ιστορία ως «γενέτειρα» του Θεάτρου και της εν γένει καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Παρά ταύτα, ούτε στον «Χρυσούν Αιώνα» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ούτε αργότερα στη Ρώμη του Γάιου Μαικήνα και όσων τον μιμήθηκαν στη συνέχεια με τις ευεργεσίες τους, οι θεράποντες των Τεχνών και των Γραμμάτων δεν διεκδίκησαν και δεν απέκτησαν το status του δια βίου κρατικοδίαιτου υπαλλήλου, όπως φαίνεται να απαιτούν κάποιοι στις μέρες μας οι οποίοι δεν αρκούνται στις αμοιβές που αντιστοιχούν στο έργο που προσφέρουν και στις ικανότητες που διαθέτουν.

Με τις πρόσφατες, μάλιστα, κινητοποιήσεις τους, που είχαν ως αφορμή το Προεδρικό Διάταγμα για το νέο προσοντολόγιο - κλαδολόγιο, με βάση το οποίο θα γίνονται εφεξής οι προσλήψεις στο Δημόσιο, έδωσαν την εντύπωση ότι επιδιώκουν να αμείβονται χάρις και μόνον στην ιδιότητα του καλλιτέχνη που με κάποιον τρόπο κατάφεραν να τους απονεμηθεί και χωρίς -ειδικά γι΄ αυτούς- να λαμβάνεται διόλου υπόψιν το επίπεδο σπουδών που έκαναν.

Θέλω να ανοίξω εδώ μια παρένθεση για να επισημάνω ότι, αν και έπειτα από τόσα χρόνια ενασχόλησης με το πολιτικό ρεπορτάζ, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι με την ποιότητα του δυναμικού που έχει κατά καιρούς καθίσει στα κοινοβουλευτικά έδρανα, δεν μπορώ να μην εκφράσω την αλγεινή εντύπωση που μου προκάλεσε η αήθης επίθεση την οποία εξαπέλυσε κατά της Προέδρου της Δημοκρατίας μια αδαής κυρία η οποία θεωρείται καλλιτέχνης και, παρόλο που πέρασε για κάποιους μήνες από το Κοινοβούλιο, ο κομματικός φανατισμός δεν της επέτρεψε να μάθει ότι το περιεχόμενο των προεδρικών διαταγμάτων είναι στην αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης και ο εκάστοτε Ανώτατος Άρχων απλώς προσυπογράφει.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν ήταν μόνον η συγκεκριμένη κυρία η οποία επιδόθηκε σε ένα κρεσέντο υποκρισίας για το περιεχόμενο του επίμαχου Προεδρικού Διατάγματος. Πολλοί ομότεχνοι και ομοϊδεάτες της επιχείρησαν -φαντάζομαι κάποιοι λίγοι ηθελημένα και οι περισσότεροι αθέλητα και ακολουθώντας τον… συρμό- να δημιουργήσουν εντυπώσεις για δήθεν υποβάθμιση των τίτλων σπουδών που χορηγούνται στους αποφοίτους των δημοσίων και ιδιωτικών Σχολών Δραματικής Τέχνης ή Χορού οι οποίες δεκαετίες τώρα λειτουργούν υπό το καθεστώς των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) που τις κατατάσσει στην κατηγορία της μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

Το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι επισπεύδοντες στον θόρυβο και στη διαμαρτυρία είναι τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρόλο που είναι διπλά υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση: αφενός, διότι επί των ημερών της διακυβέρνησης τους δημιουργήθηκε κατά τον μέγιστο βαθμό το ζήτημα που τώρα ήρθε στην επιφάνεια, και, αφετέρου, επειδή είναι εκείνοι που με τις ιδεοληψίες τους εμποδίζουν την εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.

Με απόφαση, λοιπόν, της προηγούμενης κυβέρνησης, που ελήφθη όταν υπουργός Πολιτισμού ήταν η ηθοποιός κυρία Λυδία Κονιόρδου, όλοι ανεξαιρέτως οι αποφοιτήσαντες μεταξύ των ετών 1981 και 2003 από δημόσιες και ιδιωτικές καλλιτεχνικές σχολές της χώρας –υπολογίζεται ότι είναι περισσότερες από 120 δραματικές σχολές και σχολές χορού και περίπου 700 ωδεία- εξομοιώθηκαν με τους κατόχους τίτλων σπουδών από Ιδρύματα Ανώτερης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, δηλαδή ΤΕΙ.

Επί των ημερών της ίδιας κυβέρνησης, όμως, τα ΤΕΙ καταργήθηκαν και -χωρίς υπερβολή- εν μια νυκτί η τριτοβάθμια εκπαίδευση έγινε μία και ενιαία. Κανείς τότε δεν σκέφθηκε που θα εντάσσονταν όσοι αποφοιτούν μετά το 2003 από την καλλιτεχνική εκπαίδευση αφού καταργείται ο κλάδος της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Θα μπορούσε ίσως να είχαν υπολογίσει ότι όσοι θέλουν να κάνουν καριέρα στο Δημόσιο έχουν την ευκαιρία να φοιτήσουν σε ένα από τα υφιστάμενα ΑΕΙ, αλλά δεν τους έχω ικανούς για τόσο… σύνθετες σκέψεις.

Ακόμη και αν παραβλέψει κάποιος τον τραγέλαφο που δημιουργεί η ρύθμιση με την οποία το 2017 η κυρία Κονιόρδου τακτοποίησε στην κατηγορία ΤΕ μόνον όσους αποφοίτησαν μέχρι το 2003, αφήνοντας -με ποια λογική άραγε;- εκτός νυμφώνος όλους όσοι συνέχισαν να σπουδάζουν στις ίδιες σχολές, το ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο είναι σωστό να ακολουθήσουν την πορεία των παλαιότερων και να ενταχθούν στην ενιαία τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΠΕ).

Στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε με μαθηματική ακρίβεια θα επερχόταν διπλός «ξεσηκωμός»: από τη μια θα εξεγείρονταν -και δικαίως- όσοι φοιτούν σε τμήματα ΑΕΙ που παρέχουν καλλιτεχνικές σπουδές και από την άλλη θα έβγαιναν στον δρόμο και θα ανέβαιναν στα κεραμίδια όλοι όσοι τάσσονται κατά της πανεπιστημιακού επιπέδου ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τις προηγούμενες μέρες αναρωτήθηκαν αν η Μελίνα Μερκούρη, η Κατίνα Παξινού, η Ειρήνη Παπά, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Χορν, ή η Τζένη Καρέζη και τόσοι άλλοι που υπηρέτησαν τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό είχαν ανάγκη να τους αναγνωριστεί καθεστώς… ΤΕΙ για να προσφέρουν όσα πρόσφεραν στο ελληνικό και στο διεθνές κοινό τους.

Καλή και άγια, λοιπόν, η υποκριτική τέχνη, η οποία, όμως, επ΄ ουδενί δεν πρέπει να συγχέεται με την υποκρισία του πολιτικαντισμού και της κρατικοδίαιτης «τέχνης».