Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ραγκούσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ραγκούσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Ένας αλγόριθμος για τα χρέη των κομμάτων


Τώρα που για τις ανάγκες της απεγνωσμένης προσπάθειας της κυβέρνησης να αλλάξει η ανεπίστρεπτη πορεία που φαίνεται να έχουν λάβει οι πολιτικές εξελίξεις ανασύρθηκε για μια ακόμη φορά στην επιφάνεια το ζήτημα των δανείων των κομμάτων, είναι ίσως μια καλή ευκαιρία για να αντιμετωπιστεί ριζικά το σημαντικό αυτό θέμα.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι έχουν δίκιο όσοι –ανάμεσά τους και κυβερνητικοί παράγοντες- υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να επιβαρυνθούν ούτε οι φορολογούμενοι πολίτες ούτε οι τράπεζες από τυχόν διαγραφή των συγκεκριμένων χρεών τα οποία συσσωρεύθηκαν στην πορεία των πολλών τελευταίων χρόνων και κυρίως πριν το ξέσπασμα της κρίσης της περιόδου 2009 - 2010.
Τούτου δοθέντος, ο δικαιότερος επιμερισμός των βαρών αυτών είναι με την κατανομή τους σε όσους επωφελήθηκαν από τις δαπάνες που έκαναν τα κόμματα τα προηγούμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, τα χρέη του κάθε κόμματος να καταλογιστούν αναλογικά σε εκείνους οι οποίοι κατέλαβαν –κοινοβουλευτικά ή κυβερνητικά- αξιώματα πολιτευόμενοι με τη σημαία του κόμματος που χρωστάει.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να είναι υπόλογα για τις οφειλές των κομμάτων τους τα στελέχη της νεότερης γενιάς που δεν συμμετείχαν στην πολιτική ζωή όταν εκτοξεύθηκαν οι δαπάνες. Και, την ίδια ώρα, να απαλλάσσονται εκείνοι που καρπώθηκαν τα ωφελήματα από τις πολυδάπανες προεκλογικές εκστρατείες του παρελθόντος στις οποίες επιδίδονταν όλα τα κόμματα.
Για να γίνει πιο σαφές, ας το πούμε και με ονόματα: Από πού κι ως που είναι μόνος υπόλογος για τα χρέη του ΠΑΣΟΚ ο σημερινός γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής Μανώλης Χριστοδουλάκης και απαλλάσσονται κάθε ευθύνης η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου ή ο Γιάννης Ραγκούσης, που ήταν γραμματείς του ΠΑΣΟΚ όταν δημιουργήθηκε το βουνό με τα χρέη;
Ο νεαρός Χριστοδουλάκης ήταν πολιτικά «αγέννητος» όταν οι προκάτοχοί του απολάμβαναν το νέκταρ της εξουσίας που τους εξασφάλιζαν τα αξιώματα που ανέλαβαν ως μέλη της Βουλής και της Ευρωβουλής αλλά και ως υπουργοί των κυβερνήσεων της περιόδου που έγιναν οι δαπάνες για τις οποίες βαρύνεται σήμερα ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος.
Το ίδιο ισχύει ακόμη και για τη Φώφη Γεννηματά. Η σημερινή πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και του Κινήματος Αλλαγής είναι βουλευτής και διετέλεσε υπουργός πολύ μικρότερο διάστημα από, π.χ., τον Στέφανο Τζουμάκα, ο οποίος θήτευσε στο Κοινοβούλιο από το 1977 έως το 2007, που ο λαός της Β΄ Αθηνών τον… συνταξιοδότησε. Ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2011, διεκδίκησε και την ηγεσία του κόμματος που σήμερα καταγγέλλει ότι κατέστρεψε η χώρα, πριν στήσει το δικό του κομματικό «μαγαζί», που αποδοκιμάστηκε από τους πολίτες, για να καταλήξει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μερίδια –μικρότερα, ενδεχομένως- στα χρέη του ΠΑΣΟΚ αναλογούν και στα υπόλοιπα στελέχη του που συνέχισαν επίσης την πολιτική τους στον ΣΥΡΙΖΑ: από τη Λούκα Κατσέλη και τον Μάρκο Μπόλαρη έως τη Θεοδώρα Τζάκρη και τον Θάνο Μωραϊτη. Ακόμη και ο Αντώνης Κοτσακάς, ο οποίος έχει πάψει από χρόνια να είναι βουλευτής και υπουργός, έχει σίγουρα μεγαλύτερη ευθύνη για το άγος του ΠΑΣΟΚικού χρέους από αρκετά εν ενεργεία στελέχη του Κινήματος Αλλαγής.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα των πραγμάτων και στη Νέα Δημοκρατία. Ο Πάνος Καμμένος έχει διατελέσει πολύ περισσότερα χρόνια βουλευτής με τη γαλάζια παράταξη από εκείνα που θητεύει στα κοινοβουλευτικά έδρανα ο νυν αρχηγός της Κυριάκος Μητσοτάκης.
Όπως και η Έλενα Κουντουρά με την Κατερίνα Παπακώστα κάθησαν στα κοινοβουλευτικά έδρανα πολύ περισσότερο από αρκετούς σημερινούς βουλευτές της ΝΔ, οι οποίοι, σε αντίθεση με τις δύο υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μετείχαν στα πολιτικά πράγματα και δεν είχαν λόγο όταν δημιουργήθηκαν τα ασήκωτα χρέη της παράταξης τους.
 Αν, πράγματι, στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ ενδιαφέρονται για να πληρωθούν τα χρέη των κομμάτων –μεταξύ των οποίων είναι και τα δικά τους, που όταν χάσουν την εξουσία και τους μειωθεί η κρατική επιχορήγηση θα φανεί το πραγματικό τους ύψος- δεν έχουν παρά να λάβουν μέριμνα για τον δίκαιο επιμερισμό τους σε εκείνους που τα δημιούργησαν.
Η λύση είναι απλή και, εφόσον υπάρξει και η σχετική πολιτική βούληση, μπορεί να αποδειχθεί και άμεσα εφαρμόσιμη ως εξής:
1. Κατ΄ αρχήν, να καταγράφουν, σε ξεχωριστές λίστες ανά κόμμα, όσοι όλοι διετέλεσαν βουλευτές, ευρωβουλευτές, υπουργοί και υφυπουργοί τα τελευταία 20 ή 30 χρόνια.
2. Εν συνέχεια, από τους ισολογισμούς των κομμάτων να βρεθούν οι χρονιές των ελλειμμάτων και της δημιουργίας των χρεών με αφαίρεση των εσόδων από τις δαπάνες.
3. Με έναν αλγόριθμο, κατόπιν, που θα συνδέει τα δύο αυτά μεγέθη, μπορεί να υπολογιστεί η κατανομή των βαρών αναλόγως με τον χρόνο που κατείχε ο καθένας (αμειβομένη) θέση.
4. Και, τέλος, όσοι θεωρηθούν υπόλογοι να λάβουν στο σπίτι τους τον λογαριασμό που θα βγάλει ο αλγόριθμος ώστε να κληθούν να ξεπληρώσουν την υποχρέωσή τους με παρακράτηση από τον μισθό ή τη σύνταξη που λαμβάνουν σήμερα και που για τους περισσότερους είναι επακόλουθη της προγενέστερης θητείας που είχαν στο ίδιο ή άλλο κόμμα.   
Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν. Ένα πεδίο το οποίο μάλλον δύσκολα θα ακολουθήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επειδή θα κινδυνεύσει να… αποψιλωθεί από στελέχη, διακινδυνεύοντας να χάσει τα κάθε λογής ρετάλια που περιμάζεψε από κάθε κατεύθυνση.
Φαντάζεστε, επί παραδείγματι, τον Σπύρο Δανέλλη να ψηφίζει για να του επιμεριστεί χρέος από την εποχή που ήταν ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, προτού, μέσω του Ποταμιού, βρει τη νέα πολιτική στέγη που θεωρεί ότι θα τον ξαναστείλει στις Βρυξέλλες;

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Μήπως να αποφασίσει η τρόικα (και) για το αντιρατσιστικό;

            Όποιος παρακολουθεί τον δημόσιο διάλογο που γίνεται για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, εύκολα αναγνωρίζει το ιδεολογικό χάσμα που χωρίζει τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. 
            Όπως και στην περίπτωση της αναθεώρησης του «νόμου Ραγκούση» για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς (ο οποίος «πάγωσε» μετά την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις του), οι διαφορετικές προσεγγίσεις των τριών κομμάτων είναι δεδομένες και, εν πολλοίς, αναμενόμενες.
            Πολιτικές προκαταλήψεις, ιδεολογικές δοξασίες, ιστορικές  προσλαμβάνουσες, είναι μερικοί από τους θεμιτούς λόγους που δυσκολεύουν την εξεύρεση κοινού τόπου σε ιδιαιτέρως «φορτισμένα» ζητήματα, όπως είναι το μεταναστευτικό ή, εν προκειμένω, η ποινικοποίηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
            Υπό αυτήν την έννοια, το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αντώνης Ρουπακιώτης δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό από, τουλάχιστον, ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού της Νέας Δημοκρατίας που είναι γαλουχημένο με συντηρητικά ανακλαστικά και απευθύνεται σε ακροατήριο, μερίδα του οποίου είτε τείνει ευήκοον ους, είτε εγκρίνει τον ακραίο λόγο της Χρυσής Αυγής.
            Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, όπως και σε αρκετές ανάλογες που προέκυψαν τους τελευταίους ένδεκα μήνες, κατά τους οποίους η συγκυβέρνηση επιχειρεί –μάλλον ατυχώς, προσώρας- να βρει κοινό βηματισμό, τίθεται ένα μείζον θέμα που υπερβαίνει τις θεμιτές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του πολιτικά ετερόκλητου σχήματος, καθώς αφορά τον συνολικό τρόπο της κυβερνητικής λειτουργίας.
            Ποιο, για παράδειγμα, θεσμικό όργανο απεφάσισε για το περιεχόμενο του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και ποιος θα δώσει το «πράσινο φως» για να κατατεθεί στη Βουλή; Το υπουργικό συμβούλιο; Αποκλείεται, γιατί δεν λειτουργεί. Η κυβερνητική Επιτροπή; Ούτε, γιατί δεν υπάρχει καν. Ο υπουργός Δικαιοσύνης επικαλείται συμφωνία των τριών αρχηγών, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται, αλλά και αν επιβεβαιωθεί μικρή σημασία έχει, αφού δεν πρόκειται για όργανο με θεσμική οντότητα.
            Διαπιστώνεται, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη αφορμή, μια τεράστια θεσμική αταξία στη λειτουργία της κυβέρνησης, η επισήμανση της οποίας δεν γίνεται για λόγους θεσμολαγνείας και προσήλωσης στους τύπους, που, υπό την παρούσα συγκυρία της έκτακτης οικονομικής κατάστασης που εξακολουθεί να διέρχεται η χώρα, θα μπορούσε από ορισμένους να θεωρηθεί ως υπερβολική «πολυτέλεια».
            Η συντριπτική πλειονότητα των νομοθετημάτων που προώθησε –με καταιγιστικούς ρυθμούς και ασφυκτικές προθεσμίες- η σημερινή κυβέρνηση στη Βουλή ήταν επιταγές της τρόικας, τα περίφημα «προαπαιτούμενα» που επέβαλαν οι εταίροι και δανειστές μας προκειμένου να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
            Σε αρκετά από αυτά τα νομοθετήματα μπορεί, όντως, να μην υπήρχαν ο απαραίτητος χρόνος και οι κατάλληλες συνθήκες για να ακολουθηθεί ο κανονικός τρόπος προετοιμασίας τους. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Και, πάντως, δεν μπορεί να αφορά νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν έχουν να κάνουν με τις σχέσεις με τους δανειστές μας που ήταν ως τώρα το άλλοθι για να ακολουθούνται έκτακτοι τρόποι νομοθέτησης (πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, πολυνομοσχέδια του ενός άρθρου και άλλα τέτοια κοινοβουλευτικά ακραία φαινόμενα).
           Αν η συγκυβέρνηση θέλει, όπως λέει, να μακροημερεύσει, είναι υποχρεωμένη, με την εμπειρία του ενός χρόνου που συμπληρώνεται τον επόμενο μήνα από τη συγκρότησή της, να αλλάξει ρότα και να καθιερώσει (νέους, ενδεχομένως) κανόνες για τη λειτουργία της, έτσι ώστε από τη μια να αποφεύγονται οι τριβές που επιφέρουν οι συνεχείς αιφνιδιασμοί της Βουλής και από την άλλη να εφαρμοστούν, επιτέλους, διαδικασίες δημοκρατικού διαλόγου και ουσιαστικής διαβούλευσης για να περιοριστούν τα φαινόμενα αυθαιρεσίας που στέλνουν λάθος μήνυμα στην κοινωνία.   
            Εκτός πια και αν οι κυβερνώντες συνήθισαν τόσο πολύ στην επιβολή των πάντων «απ΄ έξω» και τους είναι πιο βολικό να… αναθέσουν στην τρόικα να κάνει όλα όσα εκείνοι δεν μπορούν, αφού αδυνατούν να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη, όπως είναι ακόμη και το ποιος αποφασίζει αν χρειάζεται ή όχι ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 21.5.2013)