Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρυσή Αυγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρυσή Αυγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Ό,τι ρίχνουμε στην κάλπη, αυτό βγαίνει στη Βουλή και στην Ευρωβουλή


Όταν την άνοιξη του 2012, που η χώρα όδευε στις πρώτες «μνημονιακές» κάλπες, αποπειράθηκα να πιάσω πολιτική συζήτηση σε έναν καφενέ μιας ελληνικής εσχατιάς, βρέθηκα αντιμέτωπος μια ψυχρολουσία.

Γνωστοί μου και κατά τεκμήριο φιλήσυχοι άνθρωποι οι περισσότεροι θαμώνες, με εξέπληξαν δυσάρεστα όταν έδειξαν να συμφωνούν με έναν εξ αυτών ο οποίος μου αποτάθηκε για να μου πει χωρίς περιστροφές: «Να ξέρεις εμείς εδώ θα ψηφίσουμε Χρυσή Αυγή τούτη τη φορά».

Εκτιμώντας αρχικά ότι επρόκειτο για αστεϊσμό, προσπάθησα να επιχειρηματολογήσω επικαλούμενος τον αριθμό των κομμάτων που εκείνη την ημέρα είχαν ανακηρυχθεί από τον Άρειο Πάγο για να συμμετάσχουν στην εκλογική αναμέτρηση που ήταν προγραμματισμένη να γίνει σε περίπου τρεις εβδομάδες: «Στις εκλογές κατεβαίνουν 31 κόμματα. Έχετε την ευχέρεια να ψηφίσετε οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα 30, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα χαλαλίσετε την ψήφο σας δίνοντάς την σε αυτούς τους Ναζιστές και τους μαχαιροβγάλτες», υποστήριξα.

«Δεν κατάλαβες καλά…», ήρθε άμεσα ο αντίλογος από την ομήγυρη των συνομιλητών μου. «Αυτούς θα ψηφίσουμε γιατί είναι οι μόνοι που θα πονέσουν τους υπόλοιπους και θα κάνουν όλα όσα δεν κάνουν όλοι οι άλλοι…», επέμεινε ο ίδιος. Στην εύλογη απορία μου για το τι είναι εκείνο που προσδοκούν να κάνουν οι χρυσαυγίτες, η απάντηση που έλαβα ήταν μάλλον… αποστομωτική: «Θα ρίξουν ξύλο στη Βουλή!».

Συνέχισα για λίγο να προσπαθώ να καταλάβω το «σκεπτικό» τους διατυπώνοντας την απορία σε τι θα επωφελούνταν εκείνοι από το ξύλο, αλλά σύντομα αντιλήφθηκα το μάταιο του πράγματος και αποχώρησα απογοητευμένος για την τροπή που φαινόταν να παίρνουν οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα εξαιτίας του ασύμμετρου «κοινωνικού πόνου» που προκαλούσε το Μνημόνιο αλλά και της -εξίσου ασύμμετρης- σπέκουλας που είχε στηθεί γύρω από αυτό.

Στις κάλπες που ακολούθησαν 441 χιλιάδες συμπολίτες μας επέλεξαν να δώσουν την ψήφο τους στη Χρυσή Αυγή κατατάσσοντας το μόρφωμα που απαρτίζονταν από δηλωμένους φασίστες στην έκτη θέση με το εντυπωσιακό ποσοστό 6,97%. Στη νέα εκλογική αναμέτρηση που προκηρύχθηκε τον επόμενο μήνα, επειδή ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων δεν απέδωσε κυβερνητική λύση, περίπου ο ίδιος αριθμός Ελλήνων έριξε και πάλι στην κάλπη το χρυσαυγίτικο ψηφοδέλτιο.

Ήταν σαφές ότι οι συντριπτικά περισσότεροι θιασώτες του νεοναζιστικού μορφώματος δεν είχαν επηρεαστεί από τις σφαλιάρες που στο μεταξύ μοίραζε σε γυναίκες βουλευτές ο θρασύδειλος Κασιδιάρης προτού την κοπανήσει από την πίσω πόρτα του τηλεοπτικού στούντιο, όπου έκανε επίδειξη του «ανδρισμού» του, για να αποφύγει το αυτόφωρο. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή στους περισσότερους και σίγουρα σε εκείνους που τους ψήφιζαν για να δουν να πέφτει ξύλο στη Βουλή.

Αποθρασυμένοι και από την ανοχή που απολάμβαναν, καθώς εκείνη την εποχή εξελισσόταν ένας άτυπος ανταγωνισμός κομματικών σχηματισμών και εγκληματικών μορφωμάτων, που έφεραν τον μανδύα του κόμματος , για το ποιος θα αποδείκνυε ότι ήταν περισσότερο… αντισυστημικός ακτιβιστής από τον άλλο, οι χρυσαυγίτες δεν άργησαν να περάσουν από το ξύλο, που μοίραζαν σε αδύναμους μετανάστες, στις δολοφονίες, όπως αυτή του Παύλου Φύσσα.

Παρά ταύτα, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι εξακολουθούσαν να δίνουν την υποστήριξη αλλά και την ψήφο τους στη Χρυσή Αυγή. Και όταν υπό το βάρος της καταδίκης από τη Δικαιοσύνης τη ηγετικής ομάδας του μορφώματος με κατηγορίες για σύσταση εγκληματικής συμμορίας, οι άνθρωποι που τους ψήφιζαν δεν πήγαν πολύ μακριά.

Κινούμενοι πάνω κάτω στα ίδια μοτίβα του υποτιθέμενου αντισυστημισμού, επέλεξαν να στείλουν με την ψήφο τους στη Βουλή ανυπόληπτα πρόσωπα μόνον και μόνον επειδή είναι φορείς διακίνησης θεωριών συνωμοσίας, λειτουργούν ως αποκλειστικοί… έμποροι αγάπης προς την πατρίδα και τη θρησκεία, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο τους προσόν είναι να… ξυλοφορτώνουν όσους διαφωνούν, ακόμη και αν είναι του ίδιου ακριβώς φυράματος.

Τα όσα διημείφθησαν τις προηγούμενες μέρες στο Περιστύλιο της Βουλή ανάμεσα σε μέλη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, που επέλεξαν να λύσουν με γρονθοκοπήματα τις όποιες διαφορές είχαν, υπήρξαν άκρως αποκαλυπτικά.

Οι πεζοδρομιακές ύβρεις που αντάλλαξαν κατ΄ αρχάς μέσω του Διαδικτύου -και για τις οποίες ήρθη η ασυλία του αρχηγού της Ελληνικής Λύσης Κυριάκου Βελόπουλου- και εν συνεχεία δια ζώσης, προτού να πιαστούν στα χέρια, μαρτυρούν ένα επίπεδο που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί και από τα πιο χαμερπή και εκδικητικά ένστικτα ανθρώπων που στέλνουν στη Βουλή και στην Ευρωβουλή εκπροσώπους με την προσδοκία να ρίξουν ξύλο.

Τώρα που οι «τύποι» αυτοί ανταλλάσσουν γροθιές μεταξύ τους, είμαι πολύ περίεργος να μάθω πόσο περήφανοι είναι για τις επιλογές τους όλοι εκείνοι που τους ψήφισαν. Την ίδια περιέργεια έχω να βρεθώ ξανά με τους θαμώνες που συνάντησα πριν από 12 χρόνια σε εκείνον τον καφενέ της ελληνικής περιφέρειας για να πληροφορηθώ τον βαθμό της ικανοποίησης τον οποίο αισθάνονται από την… εκπλήρωση των προσδοκιών τους για την… κοινοβουλευτική δράση των χρυσαυγιτών.

Τι θα τους έλεγα; Τίποτε περισσότερο από αυτό που δεν πρόλαβα να τους πω στην προηγούμενη συνάντησή μας και το οποίο συνιστά την ακόλουθη απλούστατη και απολύτως διαχρονική αλήθεια: Ό,τι ρίχνουμε στην κάλπη, αυτό βγαίνει στη Βουλή και στην Ευρωβουλή.

Με άλλα λόγια -και καθώς σε επτά εβδομάδες από τώρα θα εκφραστεί εκ νέου η λαϊκή ετυμηγορία- ας έχουμε όλοι ανεξαιρέτως υπόψιν μας το εξής: Αν ψηφίζουμε σοβαρούς ανθρώπους, τότε κατά τεκμήριο εκλέγονται σοβαροί άνθρωποι. Ενώ αν ψηφίζουμε κλόουν και μισαλλόδοξους μαχαιροβγάλτες, τόσο αναμφίβολα τίποτε καλό δεν μπορεί να αναμένουμε ότι θα μας επιφυλάξει το μέλλον.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Η νομιμότητα είναι το μόνο αντίπαλο δέος των άκρων

             Τα πρόσφατα επεισόδια στα Επαγγελματικά Λύκεια της ευρύτερης Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως καμπανάκι για όσους ενδεχομένως είχαν την αφελή εντύπωση ότι το μαύρο μέτωπο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης μετά την καταδίκη και τη φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής.

            Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα δεξιότερα του πολιτικού άξονα εδώ και δεκαετίες κινείται ένα ποσοστό Ελλήνων που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10% του εκάστοτε εκλογικού σώματος. Αρχής γενομένης από το 6,82% που συγκέντρωσε η αποκαλούμενη «Εθνική Παράταξις» τις εκλογές του 1977, μόλις τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της Χούντας, καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς αυξομειώνονται αναλόγως με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική συγκυρία.

Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, σε αδρές γραμμές, η Ακροδεξιά αυξάνει τις δυνάμεις της όταν βρίσκεται στη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, ενώ η απήχησή της στο εκλογικό σώμα υποχωρεί αισθητά σχεδόν κάθε φορά που η παράταξη της Κεντροδεξιάς είναι στην αντιπολίτευση και διεκδικεί βασίμως την επιστροφή της στην εξουσία.

Αν και οι κατά καιρούς πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίστηκαν στον πέραν της ΝΔ χώρο δεν είχαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν μπορεί να εξομοιωθούν όλοι τους με την εγκληματική δράση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναπόσπαστο στοιχείο του ιδεολογικού πυρήνα όλων των ακροδεξιών κομμάτων, κομματιδίων, οργανώσεων και μορφωμάτων είναι ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η μισαλλοδοξία κατά των άλλων παρατάξεων.

Όντας, άλλωστε, στην πλειονότητά τους, θιασώτες των μεθόδων κατάληψης της εξουσίας που ακολούθησαν οι πραξικοπηματίες, όπως και θαυμαστές εγχώριων αλλά και ξένων δικτατόρων, δύσκολα μπορούσε να κρυφθεί το φλερτ τους με τη βίαιη κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και άρα με την έλλειψη σεβασμού στους κανόνες της δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία με βάση την ψήφο των πολιτών.

Σε αντίθεση, πάντως, με ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στη Γαλλία που έχει μακρά παράδοση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, στην Ελλάδα η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 10% και να γίνει κεντρικός παίκτης στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Ακόμη και στις ακραίες συνθήκες τη μνημονιακής εποχής που διαλύθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα, μπορεί να πήραν αέρα τα πανιά τους, έμειναν, όμως, στο περιθώριο και ουσιαστικά πολύ μακριά από το να καταφέρουν να προβληθούν ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Γι΄ αυτό και στις τελευταίες εκλογές συρρικνώθηκε η δύναμη της Χρυσής Αυγής, υποκαθιστάμενη από άλλα σχήματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς, πολύ πριν η ηγεσία της καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη. Η ενίσχυση άλλων δυνάμεων που κινούνται στα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος έδειξε ότι η συρρίκνωσή του φιλοναζιστικού μορφώματος δεν οδήγησε και στην εξαφάνιση των ψηφοφόρων της ή έστω σε μεταμέλεια όλων εκείνων που τους ψήφιζαν τα προηγούμενα χρόνια.    

Ορισμένοι αποδίδουν την πολιτική καχεξία των ακροδεξιών δυνάμεων στις νωπές μνήμες των Ελλήνων από την περιπέτεια της χουντικής επταετίας και της κατοχικής θηριωδίας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα όταν είδαμε το ναζιστικό μόρφωμα του Νίκου Μιχαλολιάκου να καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά σε περιοχές μαρτυρίου όπως το Δίστομο ή τα Καλάβρυτα.

Ένα μεγάλο ευτύχημα για τη χώρα μας είναι, ίσως, ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος είναι κατακερματισμένος, αλλά κυρίως ότι δεν ευδόκησε να έχει στην ηγεσία του μια χαρισματική προσωπικότητα, όπως εκείνες που ηγήθηκαν αντίστοιχων εθνικιστικών και ξενοφοβικών σχηματισμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το εκτόπισμα των περισσότερων εγχώριων ηγετίσκων ήταν περιορισμένο και ουδείς τους κατάφερε ως τώρα να αποκτήσει ευρύτερη συμπάθεια στο λαϊκό ακροατήριο.

Όπως και να έχει, πάντως, η Ακροδεξιά ήταν και παραμένει μια υπαρκτή οντότητα που ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς πότε όσοι την εκφράζουν θα ξαναβγούν από τα λαγούμια στα οποία κρύφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος σε αυτό το «εν υπνώσει» ακροατήριο, το οποίο, όπως μαρτυρούν και τα πρόσφατα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μπορεί να μην αργήσει να ξυπνήσει.

Η ανοχή την οποία έδειξαν την περίοδο 2011-2013 ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος αλλά, πολύ περισσότερο, οι αρχές του τόπου αποθράσυναν τα «Τάγματα Εφόδου» τα οποία, από τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις στους δρόμους των πόλεων και τις θορυβώδεις παραστάσεις σε διάφορες δημόσιες παραστάσεις, σύντομα προχώρησαν στους ξυλοδαρμούς αλλοδαπών και Ελλήνων. Και, όσο έβλεπαν ότι το πεδίο τους ήταν ελεύθερο και μπορούσαν ανεξέλεγκτοι να κάνουν ότι θέλουν, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου για το πότε θα έφθαναν ως τις δολοφονίες.

Εκείνα τα λάθη, λοιπόν, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η ελληνική Πολιτεία και πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει αποφασιστική στάση και να μην επιτρέψει να γίνουν ούτε τα σχολεία ούτε εν γένει ο δημόσιος χώρος πεδία ανταγωνιστικού προσηλυτισμού των δυνάμεων των άκρων που δεν χάνουν ευκαιρία να δυναμιτίσουν την ομαλότητα η οποία είναι εκείνη που τους οδηγεί στο περιθώριο.

Δεν είναι επιτρεπτό να κυκλοφορούν μαχαίρια σε σχολικά συγκροτήματα και ούτε είναι ανεκτό να χρειάζεται να γίνονται αντιδιαδηλώσεις για να επέμβει η Αστυνομία ώστε να επιβληθεί η νομιμότητα σε χώρους προορισμένους για την εκπαιδευτική διαδικασία. Η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, που εκφράζουν τη βούληση της πλειονότητας των πολιτών, διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση για να το κάνουν.  

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, άλλωστε, ότι η νομιμότητα αποτελεί το μόνο αντίπαλον δέος όλων ανεξαιρέτως των άκρων. 

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Η αυτοθυματοποίηση και οι μομφές «στον βρόντο»

 Η πρόταση μομφής εναντίον της (όποιας) κυβέρνησης, ή ενός μεμονωμένου στελέχους της, είναι το ισχυρότερο κοινοβουλευτικό όπλο που διαθέτει στη φαρέτρα της η αντιπολίτευση. Και γι΄ αυτό τον λόγο ασκείται πολύ σπάνια και σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Σύνταγμα, άλλωστε, θέτει περιορισμούς και δεν επιτρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνον μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας, όπως λέγεται στην επίσημη κοινοβουλευτική γλώσσα η αποκαλούμενη «μομφή».

Υπό αυτή την έννοια, η εγχώρια, όπως, εξάλλου, και η διεθνής κοινοβουλευτική πρακτική επιβάλει προτάσεις μομφής να υποβάλλονται σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν η αντιπολίτευση έχει βάσιμες ελπίδες να πλήξει πολιτικά την κυβέρνηση επειδή οι βουλευτές που την στηρίζουν είναι απρόθυμοι να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Και, δεύτερον, όταν από την τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης η κυβερνητική παράταξη θα υποστεί πολιτική φθορά επειδή θα αδυνατεί να βρει πειστικά επιχειρήματα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της στην επίθεση που θα της εξαπολύσει η αντιπολίτευση.

Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο σε ποια από τις δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να ενταχθεί η «μομφή» που κατέθεσε την Πέμπτη ο αρχηγός της αξιωματικής Αλέξης Τσίπρας αντιπολίτευσης κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον συζητούμενο στη Βουλή Πτωχευτικό Κώδικα. «Επενδύει», άραγε, σε διαφοροποίηση βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι μπορεί να μην πουν «όχι» στην ψηφοφορία της Κυριακής; Ή, μήπως, ελπίζει ότι τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης δεν θα έχουν επιχειρήματα να υπερασπιστούν τον κ. Σταϊκούρα;

Η πραγματικότητα βοά ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι πιθανό να συμβεί. Για όποιον δεν εθελοτυφλεί, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ δεν βρίσκεται -σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, διότι αργότερα δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να γίνει- σε κατάσταση τέτοια που να πιθανολογεί κάποιος ότι θα εκφραστεί κατά του υπουργού Οικονομικών σε μια ανοιχτή συζήτηση που καταλήγει σε φανερή ονομαστική ψηφοφορία. Δεν θα έκανε ακόμη και δεν ίσχυε η αυτονόητη αλήθεια ότι ο κ. Σταϊκούρας δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να βάλει την υπογραφή του κάτω από ένα νομοσχέδιο το οποίο αποτελεί προϊόν συνολικής κυβερνητικής βούλησης.

Πολύ περισσότερο που, καλώς ή κακώς, για τα στελέχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι ένα θετικό νομοσχέδιο το οποίο δίνει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Είναι ένας ισχυρισμός που θα ακουστεί κατά κόρον στην τριήμερη συζήτηση. Και θα προστίθεται στην επιχειρηματολογία ότι οι μαζικοί πλειστηριασμοί άρχισαν (σ.σ.: όποιος αμφιβάλει ας ρωτήσει τον πρώην υπουργό Παναγιώτη Λαφαζάνη που αντιμετωπίζει διώξεις επειδή προσπαθούσε να τους ματαιώσει…) επί των ημερών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης και στο αδιάψευστο γεγονός ότι την ίδια περίοδο ήρθη για πρώτη φορά η προστασία της πρώτης κατοικίας που είχε καθιερωθεί από τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.

Με δεδομένο, πάντως, ότι η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί κατά του υπουργού Οικονομικών εκδηλώθηκε σε μια μέρα που η επικαιρότητα κατακλυζόταν από σημαντικά γεγονότα, όπως το μήνυμα του πρωθυπουργού για την έξαρση της πανδημίας, οι συνεχιζόμενες τουρκικές προσκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και η κορύφωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Είτε στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν χάσει πλέον κάθε αίσθηση της επικοινωνιακής πραγματικότητας, είτε το μόνο που τους απασχολεί είναι να βρουν μια ακόμη ευκαιρία για να εκδηλώσουν το μένος τους κατά των μέσων ενημέρωσης.

Το έναυσμα, άλλωστε, το έδωσε με την ομιλία του στη Βουλή ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, λέγοντας προς τα κυβερνητικά έδρανα: «Αλλά να ξέρετε, αυτή η στρατηγική δε θα σας πάει πολύ μακριά. Και ο κοινωνικός αυτοματισμός αλλά και αυτό το απόλυτο που έχετε πετύχει με τα ΜΜΕ, η ΥΕΝΕΔοποίηση της ενημέρωσης, δε θα σας βγει σε καλό. Μπούμερανγκ θα σας γυρίσει. Γιατί δε καταλαβαίνετε ότι όσο να κρύψετε και να διαστρέψετε τη πραγματικότητα, όσο αυτή όχι μόνο δε βελτιώνεται αλλά επιδεινώνεται, θα σας κυνηγάει».

Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι μέχρι στιγμής η… διαστροφή της πραγματικότητας εκείνον που… κυνηγάει είναι την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βλέπει τις δημοσκοπικές επιδόσεις της να επιδεινώνονται μήνα με τον μήνα. Και εκείνο που ουσιαστικά γίνεται «μπούμερανγκ» είναι η προσπάθεια να αποδοθούν όλα τα δεινά που κατατρύχουν την Κουμουνδούρου στην περιώνυμη «λίστα Πέτσα» και στα «εξαγορασμένα μέσα ενημέρωσης».

Όσο, όμως, παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτό το κατασκευασμένο ιδεολόγημα της «αυτοθυματοποίησης», θα χάνουν το επικοινωνιακό momentum και θα βλέπουν τις προτάσσεις μομφής που καταθέτουν να… πηγαίνουν «στον βρόντο».

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Η αποδοκιμασία του «πάρτα όλα»



            Πριν επιχειρήσει κανείς να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα από τα εκλογικά αποτελέσματα της Κυριακής, αξίζει, νομίζω, μια μακροσκοπική, έστω, επισκόπησή τους μέσα από κάποιες αξιοπρόσεκτες επισημάνσεις που αναιρούν τις εύκολες και μονοδιάστατες ερμηνείες που επιχειρούνται.
            Οι υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας στις αυτοδιοικητικές εκλογές αναδείχθηκαν νικητές σε επτά από τις δεκατρείς Περιφέρειες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας που κατέβηκε χωρίς γαλάζιο χρίσμα από ένα ανεξήγητο πείσμα. Την ίδια ώρα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κατατασσόταν πρώτος στις ευρωεκλογές σε οκτώ περιφέρειες.
Ακόμη και στην Ήπειρο, όπου ο γαλάζιος περιφερειάρχης εξελέγη με άνεση από τον πρώτο γύρο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδωσε το δικό του χρώμα στον εκλογικό χάρτη της περιοχής, όπως και στη Θεσσαλία, στη Δυτική Ελλάδα και στην Κρήτη, όπου οι υποψήφιοι του για τις Περιφέρειες δεν κατάφεραν καν να μπουν στον δεύτερο γύρο.
Στην μεγάλη πλειονότητα των Δήμων όλης της χώρας, από το Ηράκλειο της Κρήτης έως την Κηφισιά, όπου αναμετρήθηκαν τη δεύτερη Κυριακή εν ενεργεία δήμαρχοι, ηττήθηκαν κατά κράτος ακόμη και σε περιπτώσεις που είχαν ευδιάκριτο προβάδισμα από την πρώτη Κυριακή, καθώς, όπως φαίνεται, αντιμετώπιζαν τις ενωμένες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις που ήθελαν να τερματίσουν την θητεία τους.
Να συνεχίσω; Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες που καταβαραθρώθηκαν  στις ευρωκάλπες, κατάφεραν να εκλέξουν δήμαρχο στη Λέσβο ένα δικό τους στέλεχος, τον πρώην βουλευτή Σπύρο Γαληνό. Όπως και το κόμμα Ένωση για την Πατρίδα και το Λαό του Βύρωνα Πολύδωρα, που μόλις που πέρασε το 1% πανελλαδικά, έχει να πανηγυρίζει για την εκλογή στον Δήμο του βουλευτή Νίκου Σταυρογιάννη.
Τι να πει κανείς, εξάλλου, και πώς να σχολιάσει το γεγονός ότι την ίδια περίοδο που εκτινάσσεται σε πανελλαδική κλίμα η Χρυσή Αυγή και ένα τμήμα του ελληνικού λαού επιμένει να επιβραβεύει τον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο του νεοναζιστικού μορφώματος, στον καλλικρατικό Δήμο της Ανδραβίδας στον οποίο ανήκει και η περιβόητη Νέα Μανωλάδα με τις «φράουλες της οργής», εκλέγεται δήμαρχος ο πρώτος μετανάστης, ο γιατρός Ναμπίλ Μοράντ που γεννήθηκε στη Συρία.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές από όλα αυτά ότι το μήνυμα από τις τρεις κάλπες δεν είναι ένα και ενιαίο. Και μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι ο απόλυτος νικητής και κυρίαρχος, όταν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών φαίνεται να έκαναν τις επιλογές τους με διαφορετικά κριτήρια, αλλού επιβραβεύοντας και αλλού αποδοκιμάζοντας πρόσωπα, αλλά και πολιτικές προτάσεις τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε ευρύτερη πανελλαδική διάσταση.
Το ηχηρότατο καμπανάκι, για παράδειγμα, που χτύπησε για τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα, τα οποία απώλεσαν σχεδόν δέκα ποσοστιαίες δυνάμεις από την εκλογική δύναμη που είχαν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, δεν μπορεί να μην ακουστεί από τις ηγεσίες τους επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι συνέβη στη χώρα την τελευταία διετία στη χώρα, δεν κατάφερε να υπερβεί τον πήχη του 27% που είχε από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Από την άλλη, η οριακή επικράτηση της Ρένας Δούρου στην Αττική, δεν μπορεί να κρύψει την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει αυτοδιοικητικά στελέχη με κύρος στις τοπικές κοινωνίες και να συσπειρώσει τις δυνάμεις εκείνες που τον έφεραν να οδηγεί την κούρσα των ευρωεκλογών και να αποσπά ένα σημαντικό προβάδισμα από τη Νέα Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το άκρως διχαστικό μήνυμα «τρεις κάλπες, μια ψήφος» απέτυχε παταγωδώς.
Όσο για τους μεγάλους χαμένους των ευρωεκλογών, τη ΔΗΜΑΡ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που εγκαταλείφθηκαν μαζικά από τους ψηφοφόρους τους, δύσκολα μπορεί να κρύψουν οι ηγεσίες τους ότι πλήρωσαν την έλλειψη σαφήνειας στο κυρίως ζητούμενο των εκλογών που δεν είναι -και δεν μπορεί να είναι- άλλο από την διατύπωση πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, φαίνεται ότι η κατακερματισμένη και παραζαλισμένη από την πολύχρονη κρίση ελληνική κοινωνία, ακόμη και όταν στέλνει, από Κυριακή σε Κυριακή, εντελώς διαφορετικά και σε αρκετό βαθμό αντιφατικά μηνύματα επιβράβευσης και αποδοκιμασίας, δείχνει ότι αναζητεί εναγωνίως προτάσεις εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, χωρίς να ταυτίζεται, πλειοψηφικά τουλάχιστον, με τη μια ή την άλλη παράταξη.
Υπό αυτή την έννοια, αν κάποιος ηττήθηκε περισσότερο σε αυτές τις κάλπες είναι οι, εν πολλοίς αλαζονικές, λογικές του «πάρτα όλα» που διακατείχαν τις συνολικές επιλογές τόσο της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο, βεβαίως, και του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Άμα κοιμάσαι φούρναρης και ξυπνάς βουλευτής…



«Κοιμήθηκα φούρναρης και ξύπνησα βουλευτής!». Η φράση αυτή που, εν μέσω λυγμών, εκστόμισε από το βήμα της Βουλής ο εκλεγμένος με τη Χρυσή Αυγή προφυλακισμένος βουλευτής Κορινθίας Ευστάθιος Μπούκουρας συνιστά ίσως την πλέον χαρακτηριστική επιτομή της γενικευμένης κρίσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Μιας κρίσης που ξεπερνά την οικονομία και την πολιτική και ακουμπά θεσμούς και συλλογικές αξίες που βρίσκονται σε πορεία πλήρους κατάπτωσης.  
Δεν είναι καθόλου κακό που ένας, κατά δήλωσή του, «φούρναρης» κατάφερε να εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ίσα – ίσα που αυτό μπορεί να είναι επαινετικό για την Δημοκρατία μας που δίνει ευκαιρίες στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα και την κοινωνική καταγωγή του.
Το καίριο, όμως, ζήτημα που αναδεικνύει η περίπτωση Μπούκουρα είναι πως και γιατί ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος φούρναρης. Και, κυρίως, ποια είναι τα προσόντα που εκτίμησαν οι συμπολίτες του και έστειλαν να τους εκπροσωπήσει στη Βουλή ένα πρόσωπο το οποίο, κατά πως ισχυρίζεται, άκουσε το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και εξ αυτού έγινε –αν είναι δυνατόν!- «εθνικιστής».
Εκατομμύρια Ελλήνων, για μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, ενστερνισθήκαμε τα συνθήματα του Ανδρέα Παπανδρέου και μας συνεπήρε η τεράστια προσωπικότητά του, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για νταηλίκια ή άλλου είδους έκνομες δραστηριότητες. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να φανταστεί όταν πρωτακούστηκε το «η Ελλάδα στους Έλληνες» ότι θα ξέπεφτε στα χείλη ρατσιστών και ξενόφοβων που οργανώνουν πογκρόμ κατά ανυπεράσπιστων μεταναστών ή πηγαίνουν στην  κηδεία του αμετανόητου χουντικού Ντερτιλή και πυροβολούν στον αέρα; 
Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι ήταν αυτό που αυτό που συγκίνησε (!) παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία ψήφισαν κατά της άρσης της ασυλίας του κ. Μπούκουρα, αλλά έχω την αίσθηση ότι έγινε μια τεράστια παρανόηση από έμπειρους πολιτικούς, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Κώστας Σκανδαλίδης, που η στάση τους είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως ασυγχώρητη.
Δεν θα αρνηθώ ότι κάθε άνθρωπος που περνά ένα δράμα, όπως συμβαίνει με τον συγκεκριμένο βουλευτή που εγκατέλειψε τη Χρυσή Αυγή, αξίζει τη συμπάθεια, το έλεος και την επιείκεια όλων μας. Και προσωπικά δεν έχω –και αν είχα, ίσως δεν έχει καμία σημασία- άποψη για το αν είναι ποινικά αθώος ή ένοχος και ποια είναι η βαρύτητα και ενδεχομένως η βασιμότητα των πράξεων για τις οποίες η Δικαιοσύνη ζήτησε την άρση της ασυλίας του.
Η Βουλή, όμως, κλήθηκε να αποφανθεί αν οι πράξεις που του αποδίδονται –η παράνομη οπλοκατοχή, εν προκειμένω- σχετίζονται με την βουλευτική του ιδιότητα. Και όχι αν είναι καλός οικογενειάρχης ή αν στα νιάτα του… αναρτούσε, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Γι΄ αυτό και αδυνατώ να αντιληφθώ τα κίνητρα όσων αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τα εισαγγελικά αιτήματα, όπως και όσων προτίμησαν να απέχουν –και ήταν πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών- από την ψηφοφορία.
Προφανώς, το Κοινοβούλιο δεν είναι δικαστήριο και δεν έχει αρμοδιότητα να δικάσει τις πράξεις κανενός μέλους του. Υπό  αυτή την έννοια, ο τέως (;) χρυσαυγίτης δεν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να κριθεί για τις διώξεις που του ασκήθηκαν και για τις οποίες θα δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη. Ανέβηκε για να μιλήσει ως πολιτικός που εξακολουθεί να είναι, παρότι -μόλις είδε τα δικαστικά ζόρια...- εγκατέλειψε το ναζιστικό μόρφωμα, με το οποίο… ξύπνησε βουλευτής.
Οι λυγμοί, λοιπόν, στους οποίους ξέσπασε ο κ. Μπούκουρας, μπορεί σε ανθρώπινο επίπεδο να δικαιολογούνται, σε πολιτικό, όμως, επίπεδο δεν μπορούν επ΄ ουδενί να δικαιολογηθούν. Πολύ περισσότερο όταν δεν συνοδεύονται, αν όχι από έμπρακτη μεταμέλεια, ούτε καν από μια απλή συγνώμη για τη συμπεριφορά την οποία είχε την περίοδο που παρίστανε τον χρυσαυγίτη «νταή», απειλώντας τους πάντες επειδή, όπως κραύγαζε, «είμαι βουλευτής ρε…», ή για την… ελληναράδικη κομπορρημοσύνη με την οποία διακήρυσσε δημόσια ότι οδηγεί από τα 16 χρόνια του, χωρίς ποτέ να αποκτήσει άδεια οδήγησης.
 Θα μου πείτε: «Εδώ δεν μεταμελήθηκαν και δεν ζήτησαν συγνώμη τόσοι και τόσοι μιζαδόροι που λεηλάτησαν τη χώρα, από τον Μπούκουρα περιμένεις εσύ να το κάνει;». Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά, προσωπικά, δεν δίνω και κανένα άλλοθι στον Μπούκουρα και στον κάθε Μπούκουρα. Όπως, νομίζω, μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε, δεν μπορούμε να βρίσκουμε την παραμικρή δικαιολογία για όλους όσοι ονειρεύονται να… ξυπνήσουν βουλευτές. Εμείς τους δίνουμε αυτό το δικαίωμα. Και γι΄ αυτό είμαστε απολύτως συνυπεύθυνοι, είτε τους δούμε αύριο να ξεσπούν λυγμούς, είτε παραμείνουν αμετανόητοι «νταήδες».

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Ο αστάθμητος παράγων μιας βιντεοσκόπησης

Ό,τι δεν κατάφερε να κάνει ένα πολυνομοσχέδιο – τέρας που αλλάζει, λιγότερο ή περισσότερο, τις ζωές όλων μας, ό,τι δεν πέτυχαν δύο απανωτές προσφυγές της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πιο ακραία κοινοβουλευτική αντίδραση που συνιστούσαν οι προτάσεις μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα και του προέδρου της Βουλής κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη, έφτασε να το προκαλέσει η δημοσιοποίηση μιας βιντεοσκοπημένης συνομιλίας.
Το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις που έπειτα από πολύ καιρό είχε αποσπάσει η Νέα Δημοκρατία ανατράπηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε και πάλι μπροστά μετά το σάλο που δικαιολογημένα προκλήθηκε από την αποκάλυψη για τις ανάρμοστες σχέσεις ενός κυβερνητικού αξιωματούχου, όπως ήταν ο απελθών γενικός γραμματέας κ. Παναγιώτης Μπαλτάκος με τα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης, όπως είναι με τη δικαστική βούλα οι χρυσαυγίτες και επιβεβαίωσαν με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να εκβιάσουν το ευάλωτο πολιτικό σύστημα και τη Δικαιοσύνη.
Ο αστάθμητος παράγων στην Ιστορία, ακόμη και για όσους δεν έχουν διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του τιμημένου δημοσιογράφου Έρικ Ντούρσμιντ (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ενάλιος»), εύκολα αναγνωρίζεται ότι πολύ συχνά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των γεγονότων, είτε αυτά αφορούν την έκβαση μιας μάχης –ο εν λόγω συγγραφέας ξεκινάει το έργο του με τον Δούρειο Ίππο και τον Τρωικό Πόλεμο- είτε μια πολιτική σύγκρουση.
Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να καταφύγει κανείς στα βάθη της Ιστορίας για να αντιληφθεί ότι οι πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν και δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες. Και σίγουρα δεν προκαθορίζονται από κάποιους σκοτεινούς κύκλους που βυσσοδομούν στο παρασκήνιο, όπως τις θέλουν οι συνήθεις συνωμοσιολογικές θεωρίες που διατρέχουν μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Θεωρίες που τροφοδοτούνται από κουτοπόνηρους πολιτευόμενους, οι οποίοι όταν δεν τους βολεύει μια προοπτική ή δεν τους δικαιώνει μια εξέλιξη αδυνατούν –ή μήπως δεν θέλουν;- να αναγνωρίσουν ότι είναι εκείνοι που κάνουν λάθος και σπεύδουν να αποδώσουν την έκβαση των πραγμάτων σε υποχθόνιες δολοπλοκίες και υπόγειες μηχανορραφίες.
Η αντιμετώπιση των δημοσκοπήσεων είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αποτυπώνουν το φαινόμενο της συνωμοσιολογίας αλά ελληνικά. Έπειτα σχεδόν από κάθε έρευνα που βλέπει το φως –και αναφέρομαι στις πραγματικές έρευνες που γίνονται από δοκιμασμένους επαγγελματίες του χώρου και όχι στις κομπογιαννίτικες μαϊμουδιές που συχνάκις «σκάνε μύτη» κυρίως στον υπόκοσμο του Διαδικτύου…- ακολουθεί ένα γαϊτανάκι αμφισβητήσεων από όσους δεν βρίσκουν βολικά τα συμπεράσματά τους.
Σε όλο τον κόσμο οι δημοσκοπήσεις θεωρούνται «φωτογραφίες της στιγμής» και τα ευρήματά τους δεν αποτελούν παρά τάσεις που επικρατούν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που δίνονται οι απαντήσεις στα ερωτήματα των ερευνητών. Οι τάσεις που καταγράφονται σε μια έρευνα μπορεί να μείνουν αναλλοίωτες για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή δεν μεσολαβούν γεγονότα που μπορούν να τις ανατρέψουν.
Μπορεί, όμως, οι ίδιες τάσεις να ανατραπούν την αμέσως επόμενη στιγμή εφόσον συμβεί κάτι το συνταρακτικό, όπως υπήρξε το βίντεο με τον κ. Μπαλτάκο, το οποίο δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη που το χρέωσε στην κυβέρνηση, αδιαφορώντας για τους ισχυρισμούς ότι η τελευταία ακολούθησε εντελώς διαφορετική γραμμή από εκείνη που ήθελε ο τέως γενικός γραμματέας.
Γενικότερα, πάντως, σε περιόδους βαθειάς κρίσης, όπως αυτή που διέρχεται τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία, καθώς έχει χάσει πολλές από τις σταθερές με τις οποίες πορεύθηκε τις δεκαετίες μετά τον Πόλεμο, οι τάσεις της κοινής γνώμης είναι όλο και λιγότερο αναλλοίωτες και, αντιθέτως, γίνονται όλο και περισσότερο ευμετάβλητες απέναντι σε μεγάλα, αλλά συχνά και σε μικρότερα, γεγονότα, που μπορεί να προσλάβουν χαρακτήρα αστάθμητου παράγοντα.
Ας το έχουμε αυτό όλοι μας κατά νου. Ιδίως στις επόμενες επτά εβδομάδες που ακολουθούν ως τις κάλπες της 25ης Μαΐου, περίοδο κατά την οποία πολλά έχουμε να δούμε και να ακούσουμε γύρω από τις δημοσκοπήσεις που αυτή τη φορά –μάλλον καλύτερα…- θα γίνονται ως την παραμονή της ψηφοφορίας.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που απαιτείται είναι η ψυχραιμία που μπορεί να επιφέρει η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι τόσο οι δημοσκόποι όσο κι εκείνοι που τους παραγγέλνουν τις δημοσκοπήσεις από μια ψήφο έχουν να ρίξουν στην κάλπη. Όπως, δηλαδή, ακριβώς και ο καθένας από μας!         

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Το θεσμικό μάθημα από το «πάθημα Κασιδιάρη»

Τις παραμονές της πρόσφατης συζήτησης για το πολυνομοσχέδιο που επικύρωσε τη συμφωνία με την τρόικα και εξ αφορμής της άγνοιας για το περιεχόμενό του που είχαν ακόμη και αρμόδιοι υπουργοί, ως την τελευταία ώρα της κατάθεσης του στη Βουλή για να ψηφιστεί με κατεπείγουσα διαδικασία, από αυτή εδώ τη στήλη αναρωτιόμουν αν υφίσταται το υπουργικό συμβούλιο ως θεσμικό όργανο της κυβέρνησης ή αν… καταργήθηκε με κάποια μνημονιακή τροπολογία και δεν το… πήραμε είδηση.
Απάντηση, προφανώς και δεν έλαβα ποτέ για το –ούτως ή άλλως- ρητορικό αυτό ερώτημα. Πρέπει, ωστόσο, να ομολογήσω ότι όταν το έθετα δεν περίμενα ότι τόσο γρήγορα και με τόση ενάργεια θα αναδεικνυόταν η πλήρης κατάπτωση του θεσμού του υπουργικού συμβουλίου, όπως προκύπτει από τις δραστηριότητες του απελθόντος, μετά την παγίδευσή του από τον χρυσαυγίτη βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη, γενικού γραμματέα της κυβέρνησης κ. Παναγιώτη Μπαλτάκου.
Αντί να ασχολείται με την προετοιμασία των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου, που ήταν η βασική και μόνη αρμοδιότητα που ο νόμος έδινε στον κ. Μπαλτάκο, ο τελευταίος παρότι υπηρετούσε αρχικά μια τρικομματική και στη συνέχεια μια δικομματική κυβέρνησηλειτουργούσε, κατά τη δημόσια ομολογία του, ως κομματικόστέλεχος της Νέας Δημοκρατίας που ενδιαφερόταν να μη χάσει ψήφους το κόμμα του. Και γι΄ αυτό, όπως τουλάχιστον είπε, ανέπτυσσε τις ανάρμοστες, όπως αποδεικνύονται, σχέσεις του με τα στελέχη της Χρυσής Αυγής.
Στο πλαίσιο των τελευταίων αποκαλύψεων και ανεξάρτητα από τις πολιτικές παρενέργειες που δημιουργούν αυτές και τις νοοτροπίες που αναδεικνύουν, δεν χρειάζεται κανείς να είναι… θεσμολάγνος για να επισημάνει το γεγονός ότι η δημόσια υπηρεσία, την οποία είχε αναλάβει ο κ. Μπαλτάκος, υπολειτουργούσε και ο ίδιος μοιραία την αντιμετώπιζε ως… πάρεργο.
Αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους είκοσι ένα μήνες κατά τους οποίους βρίσκεται στην κυβέρνηση το συγκεκριμένο σχήμα, δεν έχει το προηγούμενό του, σίγουρα στα εγχώρια και μάλλον στα παγκόσμια χρονικά διακυβέρνησης. Το υπουργικό συμβούλιο δεν έχει συνεδριάσει ούτε μια φορά, αν εξαιρέσει κανείς τις δύο τυπικές συνεδριάσεις που έγιναν κατά τη συγκρότηση του αρχικού τρικομματικού σχήματος και εν συνεχεία με τον ανασχηματισμό που έγινε όταν αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ.
Το απίστευτο αυτό ρεκόρ που καταγράφεται στο παθητικό της σημερινής συγκυβέρνησης, προφανώς και δεν το χρεώνεται ο κ. Μπαλτάκος. Το χρεώνονται εξ αδιαιρέτου και εις ολόκληρον ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, οι οποίοι επέλεξαν έναν καταφανώς αδιαφανή και αντιθεσμικό τρόπο διακυβέρνησης που προσβάλει όχι μόνον τους συνεργάτες τους που, μόνον τύποις, είναι μέλη ενός (ανύπαρκτου) υπουργικού συμβουλίου, αλλά και τους πολίτες που γίνονται μάρτυρες αυτής της απαράδεκτης λειτουργίας.
Αν το υπουργικό συμβούλιο λειτουργούσε, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα και τους νόμους, αρκετά πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά και πολλές παρενέργειες και αρρυθμίες θα είχαν αποφευχθεί.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το αιφνιδιαστικό λουκέτο στη δημόσια ραδιοτηλεόραση με πράξη νομοθετικού περιεχόμενου, ερήμην των κυβερνητικών εταίρων της ΝΔ;  Ή τα συνεχή μπλόκα του γενικού γραμματέα σε νομοθετικές πρωτοβουλίες κυβερνητικών στελεχών, με αποκορύφωμα το πρόσφατο «πήγαινε έλα» στη Βουλή με την τροποποίηση στο μεταναστευτικό νόμο;
Το γεγονός ότι δεν συνεδρίασε ούτε μια φορά το υπουργικό συμβουλίου για να ακουστούν οι απόψεις των υπουργών –ή, έστω, να ενημερωθούν για τις ειλημμένες αποφάσεις, διάολε!- άφηνε όλο το περιθώριο στον κ. Μπαλτάκο να αυτενεργεί και να δρα με την εικαζόμενη βούληση του πρωθυπουργού και στο όνομα του ότι ήταν ένας από τους στενότερους και παλαιότερους του κ. Σαμαρά.
Η κρίση του περασμένου Ιουνίου που οδήγησαν στην αποδυνάμωση της κυβερνητικής σταθερότητας, με την απομάκρυνση της ΔΗΜΑΡ από το συγκυβερνών σχήμα, δεν φάνηκε, δυστυχώς, να δίδαξαν κάτι στους κυβερνητικούς εταίρους, οι οποίοι συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο.
Μένει να δούμε αν οι αποκαλυφθέντες αυτές τις μέρες ερασιτεχνικοί χειρισμοί του κ. γενικού και οι ανάρμοστες σχέσεις που είχε αναπτύξει με την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, μπορεί να αποτελέσουν την αφορμή για να αποκατασταθεί η θεσμική λειτουργία του υπουργικού συμβουλίου. Όσο –και αν…- υπάρχει ακόμη χρόνος για να μετατραπεί το «πάθημα Κασιδιάρη» σε θεσμικό μάθημα.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ένας είναι ο φασισμός

           Οι φονικές σφαίρες των αυτόκλητων δήθεν τιμωρών με τις οποίες πυροβολήθηκαν άνανδρα οι τρεις νέοι στο Νέο Ηράκλειο δεν φαίνεται να βρίσκουν τον πραγματικό τους στόχο που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία εμφυλιοπολεμικού κλίματος πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης, που αποτελεί τον πλέον κατάλληλο βιότοπο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται το απεχθές φαινόμενο της τρομοκρατίας.
Η ομόθυμη και απόλυτη καταδίκη του αποτρόπαιου εγκλήματος από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο, όσο και αν θεωρείται αυτονόητη πράξη, στην παρούσα συγκυρία της κοινωνικής έντασης, που προκαλεί η δεινή οικονομική κρίση, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στις δυνάμεις του μηδενισμού και του χάους. Και ίσως είναι μια από τις σπάνιες φορές που η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων διερμηνεύει απόλυτα τα αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί εχέφρων άνθρωπος σε αυτή τη χώρα που να μην νοιώθει συντριβή από τη δολοφονική επίθεση κατά τριών ανυπεράσπιστων παιδιών, όσο και αν διαφωνεί πολιτικά με τους δρόμους στους οποίους κινούνταν και με τις ιδεολογικές προσεγγίσεις που ακολουθούσαν.
Στις ευνομούμενες κοινωνίες ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή αποτελεί το υπέρτατο αγαθό και, χωρίς αμφιβολία, ό,τι θέτει σε διακινδύνευση αυτό το αγαθό συνιστά μείζονα απειλή για ολόκληρη την κοινωνία, η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, μετατρέπεται σε ζούγκλα, όπου, ως γνωστόν, εκείνο που επικρατεί είναι η δύναμη του ισχυρότερου.
Στη προκείμενη περίπτωση ως δύναμη του ισχυρότερου προβάλει η θρασυδειλία του σκοτεινού οπλοφόρου, ο οποίος έστρεψε το «κουμπούρι» του και πυροβόλησε πισώπλατα τα ανυποψίαστα νεαρά άτομα που βρισκόταν έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. 
Ο πραγματικός στόχος, όμως, του συγκεκριμένου δολοφόνου και όποιων άλλων επιλέγουν τέτοιες μεθόδους, ήταν, αναμφισβήτητα, η δεινοπαθούσα ελληνική κοινωνία, η οποία στα τόσα προβλήματα που την ταλανίζουν, είναι βέβαιο ότι δεν έχει τη διάθεση να προσθέσει και ένα ακόμη μεγαλύτερο, όπως είναι οι επαπειλούμενες ακραίες εμφύλιες διαμάχες και οι δολοφονικές συγκρούσεις στους δρόμους και τις πλατείες των ελληνικών πόλεων.
Γι΄ αυτό και είναι επιτακτικότερη από κάθε άλλη φορά η ανάγκη να συλληφθούν και να προσαχθούν στη Δικαιοσύνη οι δράστες των δολοφονιών που με τις τρομοκρατικές πράξεις τους ενισχύουν, αντί να πλήττουν, το φαινόμενο του φασισμού, όπως, εξάλλου, κατέδειξε η εκμετάλλευση του αίματος που έσπευσαν να κάνουν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής με τις εμπρηστικές φραστικές επιθέσεις τους, όχι κατά των τρομοκρατών που θα ήταν απολύτως δικαιολογημένες, αλλά κατά της κυβέρνησης, του πολιτικού κόσμου και των μέσων ενημέρωσης.
Στο τέλος – τέλος, ο φασισμός είναι ένας και αδιαίρετος. Και δεν μπορεί να διακριθεί από το χρώμα που κάθε φορά φοράει. Όπως μία και μοναδική είναι και η βία, όποιον –ακροαριστερό ή ακροδεξιό- μανδύα και αν, κατά περίπτωση, ενδύεται. 

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 2.11.2013)

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Χάθηκε το μέτρο στη χώρα που το γέννησε


Μπαίνουμε αισίως στην τέταρτη εβδομάδα που η επικαιρότητα μονοπωλείται σχεδόν από την επιχείρηση εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής, ένα αναμφισβήτητα σοβαρότατο ζήτημα που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την ένταση της συζήτησης που επιτέλους άνοιξε για ένα ιδιαιτέρως επικίνδυνο καρκίνωμα που αναπτύχθηκε στο ασθενικό σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, για ένα τόσο πολύπτυχο φαινόμενο, οι εύκολες ερμηνείες που επιχειρούνται από σημαντικά μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου και, πολύ περισσότερο, των μέσων ενημέρωσης, δημιουργεί ανακλαστικά «επικοινωνιακής κόπωσης» που, εν τέλει, αντί για την απομυθοποίηση της εγκληματικής ομάδας που, χωρίς αμφιβολία, συνιστά ο ηγετικός πυρήνας του νεοναζιστικού μορφώματος, μπορεί, εν τέλει να οδηγήσει στην περαιτέρω «μυθοποίηση» τους.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο υπερβολική ήταν η αγνόηση του φαινομένου από τα μέσα ενημέρωσης και η ασυλία που παρείχε στους νταήδες χρυσαυγίτες η επίσημη Πολιτεία την τελευταία, τουλάχιστον, τριετία, όταν με την υποψηφιότητα Μιχαλολιάκου για το Δήμο της Αθήνας, το 2010, έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο, εξίσου υπερβολικά είναι τα μονοθεματικά δελτία ειδήσεων του τελευταίου εικοσαημέρου που αγνοούν επιδεικτικά άλλες σημαντικές εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις που επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
«Δεν υπάρχει άλλο θέμα για να ασχοληθείτε εσείς οι δημοσιογράφοι; Φτάνει πια!», με εγκάλεσαν τις τελευταίες ημέρες αρκετοί καλοπροαίρετοι συμπολίτες μας. Δεν έλειψαν, ωστόσο, και οι -μάλλον περισσότεροι- κακοπροαίρετοι που έσπευδαν να συμπληρώσουν: «Επίτηδες το κάνετε, γιατί θέλετε να καλύψετε την κυβέρνηση και αυτά που περνάει στη Βουλή» (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπολειτουργούσε τις τελευταίες ημέρες).
Είναι και αυτά, προφανώς, σημεία των καιρών μας, των καιρών της καθολικής καχυποψίας των πάντων για τους πάντες, των καιρών του ακραίου ανορθολογισμού και της άκρατης συνωμοσιολογίας που βιώνουμε, των καιρών, αν θέλετε, που έδωσαν υπόσταση στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και επέτρεψαν σε μια δράκα περιθωριακών, οι οποίοι για δύο και πλέον δεκαετίες κινούνταν στο χώρο του υποκόσμου, να φορέσουν τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και να μπουν στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να το ευτελίσουν εκ των ένδον.
Υπό αυτή την έννοια, η άνδρωση της Χρυσή Αυγής, όπως και η αξιοσημείωτη δημοσκοπική αντοχή της, παρά τις τελευταίες καταιγιστικές αποκαλύψεις, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ακόμη νεοελληνική παραδοξότητα, που δεν μπορεί να εξηγηθεί με κλασσικά ερμηνευτικά σχήματα και εύκολες θεωρήσεις για τις επιπτώσεις από τη λαθρομετανάστευση, το μνημόνιο, την ανεργία ή την απαξίωση του πολιτικού συστήματος εξαιτίας των σκανδάλων διαφθοράς.
Είναι, άραγε, τυχαίο ότι δεν αναζήτησαν λύσεις για το μέλλον τους στους ναζιστές και στον δικό τους υπόκοσμο ούτε η Ιταλία που βίωσε ηχηρά κρούσματα πολιτικής διαφθοράς και δοκιμάζεται από την λαθρομετανάστευση, ούτε η Ισπανία που έχει για μεγαλύτερο διάστημα ποσοστά ανεργίας ανάλογα με τα δικά μας, ούτε η Πορτογαλία στην οποία επίσης φορέθηκε ένας εξίσου ασφυκτικός μνημονιακός κορσές;      
Έχω την αίσθηση ότι εκείνο που μας διαφοροποιεί από τις άλλες χειμαζόμενες οικονομικά χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είναι «Η λογική της παράνοιας», όπως προσφυώς έχει χαρακτηρίσει στο ομότιτλο βιβλίο του ο διανοητής Στέλιος Ράμφος, τη σχεδόν γενικευμένη άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να αναλάβει τις ευθύνες της για όλα όσα μας συμβαίνουν.
Δεν βρίσκω, ειλικρινά, άλλον τρόπο να εξηγήσω ούτε την απόλυτη υπερβολή μέσα στην οποία ζούμε και συνοψίζεται ίσως καλύτερα από το γεγονός ότι σε μια χώρα που αδυνατεί να σχεδιάσει στοιχειωδώς την κοινωνική της οργάνωση, όπως καταδεικνύουν εναργώς τα εκτεταμένα φαινόμενα ανομίας, που συναντά κανείς στην καθημερινότητά του, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της φαντασιώνεται και «ανακαλύπτει» παντού σκοτεινούς σχεδιασμούς που κάνουν πάντα κάποιοι «άλλοι», οι οποίοι εναλλάσσονται κατά περίπτωση: η «μνημονιακή» κυβέρνηση, οι… συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, η «δαιμονική» τρόικα, οι «απαίσιοι» Γερμανοί, οι «ρουφιάνοι» δημοσιογράφοι, οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι, οι Ελοχίμ και ό,τι άλλο βάλει ο νους του καθενός.

Φοβούμαι, εν ολίγοις, ότι στη χώρα που γέννησε το μέτρο και την αρμονία, οι έννοιες αυτές αποτελούν εδώ και καιρό αγαθά σε πλήρη ανεπάρκεια.  Και όσο αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει, θα βολοδέρνουμε, ως κοινωνία, κινούμενοι από την απόλυτη ανοχή απέναντι στην Χρυσή Αυγή ως την ακραία ενασχόληση μαζί της, παίζοντας, δυστυχώς, και στις δύο περιπτώσεις στο δικό της γήπεδο και με τους δικούς της κανόνες.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 10.10.2013)

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Όταν οι δημοσιογράφοι επιμετρούν τις ποινές…


Δεν ξέρω ποιος έχει την πατρότητα της ρήσης, σύμφωνα με την οποία «όταν τα γεγονότα διαφωνούν με τους δημοσιογράφους, τότε αλλοίμονο στα γεγονότα», αλλά μου ήρθε πολλές φορές κατά νου τις τελευταίες ώρες παρακολουθώντας τις αντιδράσεις αρκετών εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης απέναντι στις αποφάσεις για τη μεταχείριση που είχαν από τις ανακριτικές αρχές οι κατηγορούμενοι χρυσαυγίτες.
Με περισσή ευκολία –αυτό δα δεν είναι και πρωτόγνωρο- διάφοροι σχολιαστές από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το (φρούτο νέας εσοδείας που λέγεται) twitter, εκτόξευαν μύδρους επειδή οι εξελίξεις δεν επιβεβαίωναν τις προαναγγελίες που οι ίδιοι είχαν σπεύσει να κάνουν έπειτα από τις εντυπωσιακές είν΄ αλήθεια επιχειρήσεις των διωκτικών αρχών να συλλάβουν τον ηγετικό πυρήνα της ναζιστικής οργάνωσης και να τον οδηγήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Με νοοτροπία σαν και αυτή που πολύ εύστοχα στηλίτευσε ο τραγουδοποιός Γιάννης Αγγελάκας, ο οποίος όταν ένα μέρος από το κοινό πρόσφατης συναυλίας του άρχισε να φωνάζει το σύνθημα «φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες», δεν δίστασε να αντιταχθεί, λέγοντας τους το μνημειώδες «ας σκοτώσουμε όλοι πρώτα τον φασίστα που κρύβουμε μέσα μας», είχαν προεξοφλήσει ακόμη και τις πτέρυγες των φυλακών στις οποίες θα κρατούνταν οι κατηγορούμενοι.
Έτσι, η απόφαση των δύο ανακριτών και των δύο εισαγγελέων να αποδώσουν το βαρύ κατηγορητήριο περί εγκληματικής οργάνωσης με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, κρίνοντας ότι κάποιοι πρέπει να προφυλακιστούν και κάποιοι άλλοι να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους, προκάλεσε τη μήνη των λεγόμενων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, οι οποίοι παρασυρμένοι από το πάθος τους –ίδιον, κατά τεκμήριο, των πολύξερων ημιμαθών- αμφισβητούσαν το δικαίωμα των λειτουργών της Δικαιοσύνης να αντιμετωπίζουν τον κάθε κατηγορούμενο όχι γι΄ αυτό που είναι αλλά γι΄ αυτά που έκανε.
Αναγνωρίζω τον αντίλογο που λέει ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται», αλλά αυτό δε νομίζω ότι δικαιολογεί ισχυρισμούς του τύπου «μα πως αφέθηκε ελεύθερος ο Κασιδιάρης, αφού αμέσως μετά προπηλάκισε δημοσιογράφους;». Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει πάει κανείς στη Νομική για να αντιληφθεί ότι οι προφυλακίσεις των κατηγορουμένων γίνονται χωρίς οι ανακριτές και οι εισαγγελείς να λαμβάνουν υπόψη τους τη συμπεριφορά που θα έχουν έναντι των δημοσιογράφων μόλις απομακρυνθούν από τα ανακριτικά γραφεία.  
Με δεδομένες τις συνταρακτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών και τα όσα ήρθαν στο φως για την εγκληματική δράση του νεοναζιστικού μορφώματος, χάρις, αναμφισβήτητα, και στη δημοσιογραφική έρευνα, μπορεί να αντιλέξει κανείς ότι ενδεχομένως να αποτελεί δευτερεύον ζήτημα ο υπερβολικός και αυθαίρετος τρόπος με τον οποίο σχολιάστηκαν οι συγκεκριμένες αποφάσεις από μια μερίδα των δημοσιογράφων.
Ο λόγος που με κάνει να καταπιαστώ με το ζήτημα είναι επειδή έχω την πεποίθηση ότι μεγάλη συμβολή στη γενικότερη θεσμική κατάπτωση με την οποία είμαστε αντιμέτωποι έχει η γενικευμένη σύγχυση ρόλων που συνέχει την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στην οποία οι νταήδες ναζιστές υποδύονται τους τιμωρούς, οι τυπικοί πολιτικοί έχουν μετατραπεί σε σχολιαστές που γεμίζουν εκπομπές ή περνούν το χρόνο τους στο twitter, και οι δημοσιογράφοι είναι έτοιμοι να αναλάβουν να επιμετρούν τις ποινές, υποκαθιστώντας, εκτός από τους πολιτικούς που συχνά τους παραχωρούν οι ίδιοι το γήπεδο, και τους δικαστές.
Είναι ακριβώς αυτή η σύγχυση των ρόλων που, κατά την αντίληψή μου, γεννά τα φαινόμενα του εκφασισμού της κοινωνίας μας και απετέλεσε, αν θέλετε, το πλέον κατάλληλο υπόστρωμα για να ανδρωθεί η περιθωριακή Χρυσή Αυγή και να βρει ευρύτερο ακροατήριο ένας εσμός ανθρώπων του υπόκοσμου που παριστάνει τον πολιτικό σχηματισμό, ευτελίζοντας κάθε έννοια πολιτικής με την εγκληματική του δράση.

Και ίσως ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να μας απαλλάξει από αυτή τη φαιά πανούκλα είναι να ξαναεφεύρουμε τα στοιχειώδη που είναι οι κυβερνώντες να κυβερνούν, οι δικαστές να δικάζουν και οι δημοσιογράφοι να καταγράφουν και να σχολιάζουν την επικαιρότητα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 3.10.2013)