Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Τα συλλαλητήρια δεν ρίχνουν κυβερνήσεις, τους προκαλούν, όμως, (ενίοτε ανήκεστο) βλάβη


Για πέμπτη συναπτή εβδομάδα ο πολιτικός χρόνος στη χώρα μας μοιάζει να έχει παγώσει αφού από την 26η Ιανουαρίου, οπότε οργανώθηκαν τα πρώτα μαζικά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας έως και σήμερα που είναι προγραμματισμένος ένας χωρίς ιστορικό προηγούμενο πάνδημος ξεσηκωμός των Ελλήνων όπου γης, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα γύρω από την τραγωδία των Τεμπών.

Τα δύο χρόνια που συμπληρώθηκαν από την αποφράδα εκείνη 28η Φεβρουαρίου δεν στάθηκαν αρκετά για να απαλύνουν τον συλλογικό πόνο που προκάλεσε στο κοινωνικό σώμα η μοιραία εκείνη σιδηροδρομική σύγκρουση που έφερε στην επιφάνεια όλες τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής Πολιτείας, ανέδειξε τα αιώνια κακώς κείμενα που ταλανίζουν την καθημερινότητά μας και, το σημαντικότερο, εξανέμισε την ούτως ή άλλως πενιχρή εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους.

Η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα, η Δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση καταρρακώθηκαν στη συνείδηση της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας  η οποία δυσκολεύεται να αντιληφθεί όχι μόνον τη συγχορδία των εγκληματικών λαθών και παραλείψεων που προκάλεσαν την τραγωδία, αλλά κυρίως το γεγονός ότι όλο αυτό το διάστημα που παρήλθε έχουν γίνει ελάχιστα για να είναι ασφαλείς οι σιδηροδρομικές μεταφορές στη χώρα μας, όπως τόσο παραστατικά καταγράφεται στο πόρισμα του εθνικού οργανισμού για τη διερεύνηση των δυστυχημάτων (ΕΟΔΑΣΑΑΜ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βγαίνουν σήμερα στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν δεν το κάνουν μόνον επειδή αποδείχθηκε σαθρό το κυβερνητικό αφήγημα με το οποίο επιχειρήθηκε να περιοριστεί η σκανδαλώδης αυτή υπόθεση σε ένα απλό ανθρώπινο λάθος ενός αναμφισβήτητα ανεύθυνου σταθμάρχη που έθεσε σε πορεία σύγκρουσης τους δύο συρμούς. Κακά τα ψέματα, οι λόγοι που οδήγησαν τόσο πολύ κόσμο να κινητοποιηθεί είναι πολύ περισσότεροι και σχετίζονται με τη διάψευση των προσδοκιών που είχε η πλειονότητα των πολιτών ότι στη μεταμνημονιακή εποχή θα ζούσαν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους σε ένα ασφαλέστερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία το 2019 επειδή έπεισε τους ψηφοφόρους ότι άξιζαν μια καλύτερη διακυβέρνηση η οποία θα βελτίωνε σταθερά τις συνθήκες της καθημερινότητάς τους. Το περίφημο «επιτελικό κράτος», άλλωστε, που ήταν το πρώτο νομοσχέδιο που ψήφισε, εκεί κατέτεινε. Να κάνει αποτελεσματική τη λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής και κατ΄ επέκταση του κρατικού μηχανισμού.

Η περιγραφή, η οποία γίνεται στο πόρισμα των εμπειρογνωμόνων του ΕΟΔΑΣΑΑΜ για τις απίστευτες συνθήκες που επικράτησαν στον τόπο της τραγωδίας μετά τη μοιραία σύγκρουση των τρένων, είναι αποκαλυπτική. Και παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλουν αρμόδιοι αξιωματούχοι, ισχυριζόμενοι ότι όλα έγιναν χωρίς κεντρική κυβερνητική καθοδήγηση, η συγκεκριμένη παραδοχή δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες για το περιβόητο «μπάζωμα». Επιλήψιμες, εξάλλου, δεν είναι μόνον οι πράξεις, είναι και οι παραλείψεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι λίγους μήνες μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και σε πείσμα του συγκλονισμού που είχε αισθανθεί όλος ο κόσμος από τον άδικο χαμό των 57 επιβαινόντων στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν, οι πολίτες έδωσαν στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αυξημένα ποσοστά. Η πλειονότητα της κοινής γνώμης είχε ακόμη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής μηχανής και, ως εκ τούτου, «αγόρασε» το αφήγημα ότι θα έπεφτε άπλετο φως στα αίτια της τραγωδίας και θα γινόταν ό,τι απαιτούνταν για να γίνουν ασφαλείς οι μετακινήσεις με τα τρένα.

Μετά τις εκλογές του 2023 οι όροι άρχισαν να αλλάζουν. Η κυβέρνηση επαναπαύτηκε στο αναπάντεχο 41% που έλαβε στις κάλπες και αισθάνθηκε άτρωτη εξαιτίας του μοναδικού στα χρονικά κατακερματισμού που επικράτησε στην ένθεν κακείθεν της ΝΔ αντιπολίτευσης. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την επανάπαυση ότι δεν υπάρχει αξιόμαχος αντίπαλος και εκφράστηκε δια της αποχής στις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου, υπήρξε ένας κώδωνας κινδύνου, ο οποίος ήχησε μεν, πλην, όμως, δεν έφθασε στα αυτιά εκείνων που επιβαλλόταν να τον ακούσουν.

Κάπως, έτσι, φθάσαμε στην ψυχρολουσία της 26ης Ιανουαρίου που μπορεί να πανικόβαλε την κυβέρνηση, αλλά, την ίδια ώρα, αιφνιδίασε την αντιπολίτευση στο σύνολό της. Και μόνο το γεγονός ότι ενόψει των σημερινών συλλαλητηρίων σπεύδουν η μια μετά την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις να λάβουν θέσεις, ενώ οι μαζικές συγκεντρώσεις του περασμένου μήνα εξελίχθηκαν σχεδόν ερήμην όλων τους, καταδεικνύει τη δυσκολία να εναρμονίσουν τα προτάγματά τους με τη βούληση της κοινωνίας.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα άλλοι φοβούνται και άλλοι ελπίζουν ότι τα σημερινά συλλαλητήρια θα «ρίξουν την κυβέρνηση». Και οι μεν και οι δε παραβλέπουν ότι στις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπως αναμφίβολα είναι η ελληνική Δημοκρατία, οι κυβερνήσεις ανατρέπονται με έναν και μόνον τρόπο: όταν χάνουν τη δεδηλωμένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Από την άλλη, ωστόσο, όταν εκατοντάδες χιλιάδες και ίσως εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν για πράξεις και παραλείψεις των θεσμών της Πολιτείας, είναι προφανές ότι αν δεν υπάρξουν άμεσες και ριζοσπαστικές διορθωτικές κινήσεις, η βλάβη την οποία θα υποστεί το κύρος και η υπόσταση της υφιστάμενης κυβερνητικής εξουσίας θα είναι ανήκεστος.

Τα παραδείγματα που το μαρτυρούν είναι αναρίθμητα, καθώς οι περισσότερες κυβερνήσεις επαναπαύονται στην «αγορά χρόνου» που βολεύει τα στελέχη τους, ακόμη όταν η κοινωνία είναι… αλλού.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Μια ιδέα «έξω από το κουτί»: Κι αν καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού;

    Η 26η Ιανουαρίου, η μέρα που εξελίχθηκαν τα μαζικά και ειρηνικά συλλαλητήρια για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αιφνιδιάζοντας τόσο την κυβέρνηση όσο και την αντιπολίτευση, υπήρξε αναμφίβολα ένα απολύτως καθοριστικό σημείο καμπής για τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις.

    Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σχεδόν ένα ολόκληρο μήνα τα «Τέμπη» μονοπωλούν την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή αντιστοιχείται από τις συζητήσεις στη Βουλή, την ιεράρχηση της ειδησεογραφίας στα μέσα ενημέρωσης και τον κατακλυσμό των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που είναι συχνά αυτά που στην εποχή μας δίνουν τον τόνο των κοινωνικών παλμών.

    Σε μια εποχή που στο διεθνές στερέωμα εκτυλίσσονται άνευ προηγουμένου ανακατατάξεις και ανατροπές σε γεωπολιτικό, κοινωνικοοικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο, η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί -βουβή και αποσβολωμένη- τους καθημερινούς τοξικούς καβγάδες που λαμβάνουν χώρα στην αίθουσα της Βουλής, στα τηλεοπτικά πλατό και στον άγριο κόσμο του Διαδικτύου.

    Ενόψει και των νέων συλλαλητηρίων που είναι προγραμματισμένα για την προσεχή Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο χρόνια από το τραγικό δυστύχημα, γινόμαστε μάρτυρες ενός ανελέητου blame game ανάμεσα σε όσους έχουν εδραία την πεποίθηση ότι εξαρχής στήθηκε ένα παιχνίδι συγκάλυψης των πραγματικών υπαιτίων της τραγωδίας και σε εκείνους που αντεπιτίθενται υποστηρίζοντας ότι επιχειρείται εργαλειοποίηση του πόνου των οικογενειών που έχασαν τους ανθρώπους τους αλλά και του συλλογικού τραύματος στο σώμα της κοινωνίας η οποία αισθάνεται άγχος και ανασφάλεια για τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό κράτος.

    Για πολυποίκιλους λόγους, που θέλουν χρόνο για να αναλυθούν διεξοδικά, αλλά είναι βέβαιο ότι σχετίζονται αφενός με τους χειρισμούς της συγκεκριμένης τραγικής υπόθεσης και αφετέρου με τις νοοτροπίες με τις οποίες γαλουχείται δεκαετίες τώρα η ελληνική κοινωνία, στο δίλημμα «συγκάλυψη ή εργαλειοποίηση» η κοινή γνώμη υιοθετεί συντριπτικά το «αφήγημα» της συγκάλυψης.

    Σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, επτά έως οκτώ στους δέκα Έλληνες -και ανάμεσά τους φυσικά μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα ψηφοφόρων της κυβερνητικής παράταξης- ενστερνίζονται την άποψη ότι δεν γίνονται όλα όσα απαιτούνται για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι μια εμπεδωμένη αντίληψη η οποία βρίσκει ισχυρό έρεισμα όχι μόνον στην εμπειρία που όλοι λίγο ως πολύ διαθέτουμε για τον τρόπο που απονέμεται η Δικαιοσύνη στη χώρα μας, αλλά και στα όσα διαμείβονται την τελευταία διετία γύρω από την τραγική υπόθεση των Τεμπών.

    Η πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία «βομβαρδίζεται» από έναν ένθεν κακείθεν καταιγισμό ουσιωδών ειδήσεων αλλά και ανούσιων πληροφοριών, δυσκολεύεται πολύ συχνά να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο, τον λογικό συνειρμό από τα παρανοϊκά σενάρια, την αλήθεια από τα fake news. 

    Όσο, όμως, και αν προβληματίζονται για τις θεωρίες συνωμοσίας που ανθούν και τις οποίες ενισχύουν οι καθυστερημένες ανευρέσεις κρίσιμου βιντεοληπτικού υλικού, εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αφορά τους πολίτες είναι το αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην κάθαρση του δράματος. Με τη διαφορά, όμως, πως στην παρούσα φάση τίποτε δεν προοιωνίζεται ότι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό από εκείνο που υπήρξε σε άλλες πολύκροτες υποθέσεις που συγκλόνισαν τους Έλληνες.

    Υπό αυτή τη συνθήκη, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι για πρώτη φορά σε αυτή την έκταση τα επικοινωνιακά αναχώματα που ύψωσε τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες η κυβέρνηση αποδείχθηκαν ανίσχυρα για να ανακόψουν τις αρνητικές εντυπώσεις που ρίχνουν βαριά σκιά στο πολιτικό προσκήνιο. 

    Η μια μετά την άλλη οι γραμμές άμυνας καταρρέουν, ενώ η οξύτητα της αντιπαράθεσης με τις πολιτικές δυνάμεις που προβάλλουν ως πιθανά εναλλακτικά σχήματα για τη διακυβέρνηση της χώρας τροφοδοτεί τον λεγόμενο «αντισυστημισμό» που γιγαντώνεται πλησιάζοντας τις επιδόσεις που είχε την περίοδο της μνημονιακής επέλασης.

    Την ίδια ώρα, η αχρείαστη «αντιδικία» κυβερνητικών ιθυνόντων με τους συγγενείς των θυμάτων μπορεί να πέρασε σε φάση ύφεσης μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι «μπροστά στην κυρία Καρυστιανού σκύβω το κεφάλι και αυτό πρέπει να κάνουν όλοι», πλην, όμως, δεν έπαψε να επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία. 

    Όσοι επώνυμα ή ανώνυμα πρωταγωνιστούν σε αυτές τις επιθέσεις αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα αυξάνουν, αντί να μειώνουν τον θυμό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ταυτίζεται με τα πρόσωπα των πενθούντων γονέων. Κι αυτό επειδή, ανάμεσα στα άλλα, ξορκίζουν έτσι τον φόβο και την αγωνία ότι θα μπορούσαν κι εκείνοι να έχουν χάσει προσφιλή τους άτομα.

    Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι σε καιρούς ριζικού αναθεωρητισμού, όπως είναι αυτοί που ζούμε, οι συμβατικές λύσεις αποδεικνύονται συνήθως αναποτελεσματικές. Η ελληνική, αλλά και η παγκόσμια ιστορία, διδάσκουν ότι σε τέτοιες εποχές μόνον κινήσεις και πρωτοβουλίες που υλοποιούν ιδέες «έξω από το κουτί» μπορεί να ανατρέψουν την προδιαγεγραμμένη πορεία προς τη φθορά.

    Την τελευταία φορά που εξετάστηκαν τέτοιες εκδοχές ήταν την κρίσιμη μνημονιακή διετία 2010-2011 που, όπως θύμισε στον γράφοντα πολιτικός που έζησε εκείνα τα γεγονότα, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου εξέτασε σοβαρά εισηγήσεις να απαντήσει στην αμφισβήτηση της πολιτικής του με προσφυγή στις κάλπες όταν ακόμη είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. 

    Την πρώτη φορά έκανε πίσω και δεν προκήρυξε εκλογές μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Και τη δεύτερη υπαναχώρησε στην «προσφορά» του προς τον Αντώνη Σαμαρά να μοιραστούν τις κυβερνητικές ευθύνες τον Ιούνιο του 2011 όταν οι πλατείες σε όλη τη χώρα είχαν καταληφθεί από τους «αγανακτισμένους».

    Το αποτέλεσμα ήταν να υποχρεωθεί ο κ. Παπανδρέου να εγκαταλείψει λίγους μήνες αργότερα την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματός του επωμιζόμενος ο ίδιος βάρη που δεν του αναλογούσαν, όπως και οι πολίτες και η χώρα δυσμενείς επιπτώσεις που πιθανότατα θα αποφεύγονταν αν σε εκείνες τις οριακές στιγμές είχαν επιλεγεί λύσεις πέραν της πεπατημένης.

    Με δεδομένο τον πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, στην προκειμένη περίπτωση η προσφυγή στις κάλπες δεν δείχνει να αποτελεί προοπτική διεξόδου από το αδιέξοδο που συνιστά η παγίδευση της πολιτικής ζωής στη μονοθεματική ενασχόληση με την τραγωδία των Τεμπών. 

    Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η αντιπολίτευση διστάζει να θέσει με ένταση ζήτημα εκλογών. Ίσως διότι έχει επίγνωση ότι θα χρειαστεί να πάμε στα εκλογικά τμήματα περισσότερες φορές για να προκύψει -αν προκύψει…- κυβερνητική πλειοψηφία.

    Στην παρούσα φάση και εφόσον η κυβέρνηση εννοεί ότι δεν έχει όντως να φοβηθεί απολύτως τίποτε από τη διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος και θα κάνει τα πάντα για να διαλευκανθούν όλες οι πτυχές του, μια (τρελή;) ιδέα «έξω από το κουτί» θα ήταν να καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού και ορισμένους ακόμη συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας για να τους διαβεβαιώσουν ότι η κυβέρνηση -και κατ΄ επέκταση η ελληνική Πολιτεία- είναι και θα είναι δίπλα τους, με κάθε τίμημα.

    Στο εύλογο ερώτημα για το αν γίνονται αυτά, που είμαι βέβαιος ότι έρχεται στα χείλη όλων, η απάντηση είναι μία: Γιατί όχι;

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Η πολιτική δεν είναι παίγνιο που παίζεται εν ου παικτοίς

 

Το πρωί της περασμένης Κυριακής «ανέβηκε», όπως σχεδόν κάθε Κυριακή,  στον λογαριασμό του πρωθυπουργού στο fakebook ο -κατά το Μέγαρο Μαξίμου- εβδομαδιαίος απολογισμός της κυβερνητικής δράσης.

«Καλημέρα! Άλλη μία εβδομάδα γεμάτη με πολλές κυβερνητικές δράσεις, αλλά και με σημαντικές επενδυτικές κινήσεις, ολοκληρώθηκε και είμαι εδώ για να τα μοιραστώ μαζί σας. Πρωτοβουλίες μεγάλες, αλλά και μικρές, που αλλάζουν την καθημερινότητα των πολιτών και δίνουν μια νέα δυναμική στη χώρα μας», εμφανιζόταν να γράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον πρόλογο ενός μακροσκελέστατου κειμένου που αριθμούσε ούτε λίγο ούτε πολύ 2.491 λέξεις.

Είναι απορίας άξιον ποιος έπεισε τον πρωθυπουργό ότι υπάρχει κοινό στο Διαδίκτυο έτοιμο να αφιερώσει χρόνο για να διαβάσει ένα τέτοιο «μακρυνάρι», το οποίο αντιστοιχεί σε ένα πυκνογραμμένο τετρασέλιδο μιας κλασσικής εφημερίδας. Κι ακόμη μεγαλύτερη είναι η απορία για το αν βρέθηκε κάποιος να του μεταφέρει τα καταιγιστικά επικριτικά σχόλια χρηστών που σωρηδόν προστίθεντο κάτω από την ανάρτηση αμέσως μόλις αυτή δημοσιεύθηκε. Σχόλια τα οποία δεν είχαν σχέση με το περιεχόμενο του αναρτημένου κειμένου, αλλά στην συντριπτική τους πλειονότητα αναφερόταν στις προγραμματισμένες για τις επόμενες ώρες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Αν το κυβερνητικό επιτελείο διέθετε τους απαραίτητους κοινωνικούς αισθητήρες θα είχε αντιληφθεί ότι το κλίμα που έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα δεν είναι κατάλληλο για να καλλιεργηθούν φλύαρες προπαγανδιστικές αναρτήσεις. Πολύ περισσότερο, θα είχε διαγνώσει την κυοφορία ενός πολυσήμαντου πολιτικού γεγονότος, όπως ήταν τα μαζικά λαϊκά συλλαλητήρια τα οποία πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα με απόλυτη τάξη και ηρεμία και, το σημαντικότερο, χωρίς κομματικά λάβαρα και τοξικές ύβρεις και κραυγές.

Μέσα σε λίγες ώρες η αυτάρεσκη βεβαιότητα ότι η κυβέρνηση είναι άτρωτη και πολιτικά κυρίαρχη, την οποία απέπνεε η κυριακάτικη πρωθυπουργική ανάρτηση, είχε εξαερωθεί και είχε δώσει τη θέση της στη διάχυτη ανησυχία για κοινωνική και πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης που αίφνης κατέλαβε το πρωθυπουργικό επιτελείο. Το απόγευμα της Κυριακής δεν είχε καμία σχέση με το πρωί της ίδιας μέρας.

Διότι, μπορεί να μην αποτελεί σύνηθες γεγονός να προκαλούνται τόσο έντονες πολιτικές εντυπώσεις από μια ειρηνική κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, όπως αυτή της περασμένης της Κυριακής, που υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να ανακρούσει πρύμναν, ομολογώντας δημόσια λάθη και αστοχίες στη διαχείριση μιας σημαντικής κρίσης, πλην, όμως, τα όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας τις τελευταίες ημέρες επιβεβαιώνουν όσους πιστεύουν ότι η πολιτική δεν είναι ένα παίγνιο που παίζεται εν ου παικτοίς.

Στην πολιτική, όπως και εν γένει στην ανθρώπινη ζωή, οι εξελίξεις τις περισσότερες φορές δεν είναι ευθύγραμμες. Οι ίδιοι ακριβώς χειρισμοί, που γίνονται σε διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, μπορεί να φέρουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Και όποιος δεν αντιλαμβάνεται αυτό τον άτυπο, πλην διαχρονικό, κανόνα βρίσκεται συνήθως προ εκπλήξεως. Όπως συνέβη με την κυβέρνηση, η οποία εξέλαβε ως γενικευμένη άφεση αμαρτιών το γεγονός ότι οι πολίτες μόλις λίγους μήνες μετά το φρικιαστικό δυστύχημα των Τεμπών έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία αυξημένα ποσοστά. Ενδεχομένως και επειδή, μεταξύ πολλών άλλων, πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις ότι θα χυνόταν άπλετο φως και θα τιμωρούνταν όσοι ενέχονταν στο έγκλημα που στοίχισε τη ζωή σε 57 νέους ανθρώπους και βύθισε στο πένθος τις οικογένειες τους.

Δύο χρόνια αργότερα, όμως, όχι μόνον δεν προχώρησε η διερεύνηση και ο καταλογισμός των ευθυνών, αλλά κάθε μέρα που περνούσε η κοινή γνώμη βομβαρδιζόταν με καταγγελίες για συγκάλυψη του εγκλήματος από τις επίσημες αρχές της Πολιτείας. Με όχημα την αλαζονεία, με την οποία τούς όπλισε το 41% των βουλευτικών εκλογών του 2023, στελέχη της κυβέρνησης προκαταλάμβαναν τα αποτελέσματα των συνεχιζόμενων ερευνών, αντιδικούσαν αδιάντροπα με τους χαροκαμένους γονείς των αδικοχαμένων θυμάτων και δεν έκαναν τίποτε ουσιαστικό για να πείσουν ότι κάτι άλλαξε μετά το δυστύχημα και δεν θα επαναληφθεί άλλη τέτοια τραγωδία.

Παρά το γεγονός ότι εδώ και καιρό -και σίγουρα από τις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου και εντεύθεν- υπήρχαν ηχηρά μηνύματα ότι είχε μειωθεί το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης, τα στελέχη της τελευταίας αγνοούσαν την πραγματικότητα, παρηγορούμενοι από τον ένθεν κακείθεν πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε την εξουσία το 2019 έχοντας εξασφαλίσει τη θετική προαίρεση ή και την ανοχή μιας αξιοσημείωτης μερίδας ψηφοφόρων που δεν ψήφιζαν ΝΔ. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργικής του θητείας κατά την οποία τόσο τα ποσοτικά όσο και τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων έδειχναν σταθερά ότι η απήχηση που απολάμβανε εξακολουθούσε να είναι ευρύτερη.

Αντιθέτως, σχεδόν σε όλες τις πρόσφατες έρευνες φαίνεται ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν τη συμπάθεια και τη στήριξη από περίπου το 1/3 των πολιτών, ενώ την ίδια ώρα έχουν απέναντι τους τα 2/3 της κοινωνίας. Ενδεικτικά και μόνον να αναφέρουμε ότι σε δημοσκόπηση της περασμένης εβδομάδας οι πολίτες σε ποσοστό 61% εξέφρασαν την πεποίθηση ότι τα πράγματα στη χώρα πηγαίνουν στη λάθος κατεύθυνση, έναντι μόνο του 31% που απάντησε ότι πηγαίνουν προς τη σωστή. Αντίστοιχα συμπεράσματα εξάγονται και από τα υπόλοιπα ευρήματα των μετρήσεων, οι οποίες, αν δεν εμφάνιζαν το δεύτερο κόμμα να απέχει αρκετά από την διεκδίκηση της πρωτιάς, είναι βέβαιο ότι θα έδιναν σήμα για επερχόμενη ανατροπή των συσχετισμών.

Τα συλλαλητήρια της περασμένης Κυριακής έδειξαν ότι η ελληνική κοινωνία δεν βολεύεται με το σημερινό status που παραπέμπει στο «δόγμα» σύμφωνα με το οποίο «ο τυφλός άρχει στους μονόφθαλμους». Οπότε, ή η κυβέρνηση θα ανοίξει το πεδίο της και θα ενσωματώσει στο πολιτικό της σχέδιο ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις ή θα υποστεί τις συνέπειες της κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης με την οποία την έφεραν αντιμέτωπη οι ολέθριοι χειρισμοί των στελεχών της στην υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών.

Κακά τα ψέματα, πολιτική ερήμην της (πλειοψηφίας της) κοινωνίας δεν νοείται!

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Ο Τασούλας, το… DNA Μητσοτάκη και ο κατά Μπίσμαρκ ορισμός της πολιτικής

Μέσα στην πολυπλοκότητά τους ακόμη και οι πιο κρίσιμες αποφάσεις, που ο καθένας μας καλείται να λάβει στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής του, είναι τις περισσότερες φορές πολύ απλές: σταθμίζεις το κόστος και το όφελος που αποφέρει καθεμιά από τις εναλλακτικές λύσεις που έχεις ενώπιόν σου και καταλήγεις σε εκείνη που φαίνεται να έχει το θετικότερο ισοζύγιο.

Υπό αυτό πρίσμα νομίζω ότι πρέπει να ερμηνευτεί και η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να κάνει μια κατά τα φαινόμενα «ασφαλή» επιλογή για την Προεδρία της Δημοκρατίας προτείνοντας τον Κώστα Τασούλα με βασικό κριτήριο ότι η υποψηφιότητα του απερχόμενου Προέδρου της Βουλής και επί 25ετία βουλευτή Ιωαννίνων εξασφαλίζει την ομόθυμη στήριξη των μελών της «γαλάζιας» Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Μια στήριξη, όμως, η οποία δεν μπορούσε να προεξοφληθεί ότι θα ίσχυε και για οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο, κυρίως εξαιτίας του ότι ο νυν πρωθυπουργός πριν από δέκα χρόνια είχε δημιουργήσει προηγούμενο όταν δεν ακολούθησε την κομματική γραμμή αρνούμενος να ψηφίσει υπέρ του Προκόπη Παυλόπουλου.  

Πέρα, λοιπόν, από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις για το τι μπορεί να «κρύβεται» πίσω από την πρωθυπουργική πρόταση, όσοι δεν βλέπουν την πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των επιθυμιών τους διακρίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν πάντα ένας ρεαλιστής πολιτικός. «Ανδρώθηκε», εξάλλου, σε μια πολιτική δυναστεία, στο DNA της οποίας συνυπάρχουν ισχυρές δόσεις πολιτικής επιβίωσης που άλλοτε λειτουργούν και άλλοτε όχι.

Ποιος, για παράδειγμα, ξεχνάει ότι ο σημερινός πρωθυπουργός παρέμεινε βουλευτής στην αντιμνημονιακή Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά που λάνσαρε τα περιβόητα «ισοδύναμα» των «Ζαππείων»; Το έκανε μάλιστα σε μια περίοδο που, με τη στήριξη του πατέρα τους Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η αδελφή του Ντόρα Μπακογιάννη διαφοροποιήθηκε ανοικτά, ψήφισε το πρώτο Μνημόνιο και δημιούργησε νέο πολιτικό φορέα, έχοντας στο πλάι της τα περισσότερα μέλη της οικογένειας, αλλά όχι τον βουλευτή Κυριάκο.   

Δίχως αμφιβολία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι διαβάζει τους οιωνούς που διαγράφονται στον ορίζοντα και προσαρμόζεται γρήγορα στα εκάστοτε δεδομένα. Γι΄ αυτό και από τη στιγμή που στην τρέχουσα συγκυρία η πυξίδα στο παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα έδειξε να στρέφεται σε σαφώς συντηρητική κατεύθυνση, μόνον εθελοτυφλούντες μπορούσαν να αναμένουν ότι θα έκανε επιλογή προσώπου για το Προεδρικό Μέγαρο η οποία θα αντιστρατεύονταν τη βούληση της μεγάλης μάζας των ψηφοφόρων που τον έφεραν και τον διατήρησαν στην εξουσία πριν από ενάμισι χρόνο.

Γι΄ αυτό, άλλωστε, στην παρούσα φάση κινήθηκε στον αντίποδα της επιλογής που έκανε πριν από πέντε χρόνια όταν πρότεινε για Πρόεδρο την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την πρώτη γυναίκα η οποία κατελάμβανε το ύπατο πολιτειακό αξίωμα με εχέγγυο τα «προοδευτικά» διαπιστευτήρια που είχε συσσωρεύσει κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Όπως και να το κάνουμε, όμως, το 2019 δεν είναι ίδιο με το 2025. Οπότε, ας μην αυταπατώμεθα, ούτε ο σημερινός Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ίδιος με τον προ πενταετίας Κυριάκο Μητσοτάκη που στελέχωνε το επιτελείο του και επέλεγε συνεργάτες χωρίς ισορροπητικές σταθμίσεις.   

Κακά τα ψέματα, η πρόσφατη εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ λειτούργησε καταλυτικά υπέρ της συντηρητικής αναδίπλωσης η οποία δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Η επίδρασή της επεκτείνεται σε όλο τον πλανήτη, πριν καν αναλάβει καθήκοντα ο νέος Πρόεδρος που ορκίζεται την ερχόμενη Δευτέρα. Και, είτε αρέσει είτε όχι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε ότι ήταν από τους πρώτους που έλαβε τα σχετικά μηνύματα.

Στη δημόσια συζήτηση την οποία είχε μόλις δέκα ημέρες μετά τις αμερικανικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου με τον Γάλλο φιλόσοφο και συγγραφέα Πασκάλ Μπρυκνέρ πήρε σαφείς αποστάσεις από τη λεγόμενη «woke ατζέντα» που ερέθιζε το παραδοσιακό δεξιό ακροατήριο.

Οι ισχυρισμοί του για «την τυραννία των μειονοτήτων» που «αν την αμφισβητήσεις σε λένε φασίστα, θιασώτη της πατριαρχίας» δεν άφηναν αμφιβολίες για τους αποδέκτες της τοποθέτησής του. Πολύ περισσότερο που, παρότι βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες μετά την πολιτική ένταση που δημιούργησε ο νόμος με τον οποίο άνοιξε ο δρόμος για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, συνοδευόταν από τη διαβεβαίωση ότι «αν εξαρτάται από εμένα, (σ.σ.: η διαβόητη woke culture) δε θα ήθελα ποτέ να υπάρξει στην Ελλάδα».

Στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, άλλωστε, το συντηρητικό ακροατήριο το οποίο δεν απείχε από τις κάλπες διαμαρτυρόμενο γι΄ αυτό τον λόγο ή δεν ψήφιζε τα διάφορα ακροδεξιά σχήματα, που οι πολιτικές τους θέσεις είναι πολύ συχνά για γέλια και για κλάματα, έδωσε εκ νέου την ψήφο του τη ΝΔ με πολύ βαριά καρδιά.

Αν προσθέσει κανείς σε όλα αυτά και την άκρως επιθετική κριτική για πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής που, άλλοτε ασαφώς και σε κάποιες περιπτώσεις στοχευμένα, ασκούν τους τελευταίους μήνες οι προκάτοχοι του στην ηγεσία της ΝΔ και στην πρωθυπουργία της χώρας, Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Καραμανλής, τα περιθώρια των χειρισμών που είχε παλαιότερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πλέον αρκετά συρρικνωμένα.

Ήδη από τον προπερασμένο αιώνα, ο εμβληματικός Γερμανός καγκελάριος  Όττο φον Μπίσμαρκ δίνοντας τον ορισμό της πολιτικής υποστήριζε ότι «είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού». Ο ορισμός που διατύπωσε παραμένει αναλλοίωτος ως τις μέρες μας και όποιος τον παραβλέπει συνήθως έρχεται αντιμέτωπος με τις προσδοκίες της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης.

Ο αντίλογος βεβαίως είναι ότι συνιστά έναν κανόνα που ισχύει σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και μπορεί να λάβει διαφορετική τροπή σε μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη διάσταση. Οπότε μένει να φανεί αν το πνεύμα της λογικής «κάλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε» που επικράτησε στην επιλογή του Κώστα Τασούλα, θα ενισχύσει όντως την κυβερνητική σταθερότητα που αποτελεί την δικαιολογητική βάση από την οποία υπαγορεύτηκε η προεδρική υποψηφιότητα του εξ Ηπείρου ορμώμενου πολιτικού.

Στις προσεχείς δημοσκοπήσεις και κυρίως στις επόμενες εκλογές θα ξέρουμε αν η επιλογή υπήρξε όντως μια επιτυχής πολιτική κίνηση.

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Οι «φωτοβολίδες» των… Μεσσήνιων κόντρα στη συναίνεση για την προεδρική εκλογή


Η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα λήγει στις 13 Μαρτίου 2025, ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την ορκωμοσία και την ανάληψη των καθηκόντων της.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 32), «η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Bουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Bουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας».

Ορίζεται, με άλλα λόγια, από τον καταστατικό χάρτη του Πολιτεύματός μας ότι η ψηφοφορία για την εκλογή του/της επόμενου/ης Αρχηγού του Κράτους πρέπει να γίνει σε συνεδρίαση της Βουλής η οποία θα διεξαχθεί το αργότερο έως τις 13 του προσεχούς Φεβρουαρίου.

Υπό αυτή τη συνθήκη, το λογικό είναι οι διαδικασίες για την προεδρική εκλογή να εκκινήσουν το τρίτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, όπως συνέβη τις περισσότερες φορές κατά το παρελθόν. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 η εκλογή Προέδρου έπαψε να αποτελεί λόγο -ή και πρόσχημα- για πρόωρη προσφυγή σε βουλευτικές κάλπες.

Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση, γίνονται αλλεπάλληλες ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους πέντε ημέρες. Στην πρώτη και στη δεύτερη ψηφοφορία για να εκλεγεί κάποιος υποψήφιος χρειάζεται να συγκεντρώσει 200 ψήφους βουλευτών. 

Στην τρίτη ψηφοφορία ο πήχης κατεβαίνει στις 180 ψήφους και εφόσον πάλι δεν τις συγκεντρώσει κανείς, τότε γίνεται τέταρτη ψηφοφορία, στην οποία για την εκλογή απαιτείται να συμπληρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής (151 ψήφοι). 

Αν και αυτή αποβεί άκαρπη, ακολουθεί ο πέμπτος και καταληκτικός γύρος ψηφοφορίας, στον οποίο το αξίωμα αναλαμβάνει όποιος αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων στη διαδικασία μελών ου Κοινοβουλίου.

Περιέγραψα κάπως αναλυτικά τη διαδικασία για να υποστηρίξω την άποψη ότι ο «συνταγματικός νομοθέτης», όπως συνηθίζουν να λένε οι νομικοί, ήθελε η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνεται με ευρύτερη συναίνεση και, για την ακρίβεια, με τη θετική ψήφο βουλευτών οι οποίοι να υπερβαίνουν την κυβερνητική πλειοψηφία και να προέρχονται από περισσότερα κόμματα. 

Οι τέσσερις, άλλωστε, πρόεδροι που εξελέγησαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (Στεφανόπουλος, Παπούλιας, Παυλόπουλος και Σακελλαροπούλου) δεν ήταν μονοκομματικές επιλογές.

Από την άλλη, βεβαίως, επειδή είχε επανειλημμένα γίνει κατάχρηση της σύνδεσης της απαιτούμενης αυξημένης πλειοψηφίας με την πρόωρη διάλυση της Βουλής, στην τελευταία Αναθεώρηση του Συντάγματος απαλείφθηκε η συγκεκριμένη πρόβλεψη. Έτσι, πλέον, η προεδρική εκλογή δεν αποτελεί αφορμή ή και απειλή για τη διασάλευση της κυβερνητικής σταθερότητας, αφού το αξίωμα του Προέδρου θα το αναλάβει, εν τέλει, όποιος πλειοψηφήσει χωρίς να τίθεται όριο για τον αριθμό των βουλευτών που θα τον ψηφίσουν.

Από μια πρώτη ανάγνωση μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η συνταγματική αναθεώρηση «λύνει τα χέρια» της εκάστοτε κυβέρνησης, αφού αφαίρεσε από την αντιπολίτευση τον μοναδικό όπλο που διέθετε για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παραβλεφθεί ότι την ίδια ώρα η νέα ρύθμιση υποχρεώνει τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να επιλέξει ως υποψήφιο πρόσωπο που να μην είναι στενά συνδεδεμένο με το κόμμα του.

Η επιλογή την οποία έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020 στο πρόσωπο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ήταν μια τέτοια περίπτωση και γι΄ αυτό η έως τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εκλέχτηκε από την πρώτη ψηφοφορία με 261 ψήφους βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (με εξαίρεση τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος απουσίαζε σε οικογενειακό ταξίδι στο εξωτερικό και σε επιστολή του είχε περιοριστεί να αναφέρει ότι «αν ήμουν παρών, θα ψήφιζα σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας»), του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής.

Είναι άξιο επισήμανσης ότι η κυρία Σακελλαροπούλου ήταν η μοναδική υποψήφια για το αξίωμα. Το μόνο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ανακοίνωσε την πρόθεση να προτείνει άλλη υποψηφιότητα ήταν το ΜέΡΑ25, που υπέδειξε, δια του αρχηγού του Γιάνη Βαρουφάκη, τη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του δολοφονημένου από τη Χρυσή Αυγή ράπερ Παύλου Φύσσα, πλην, όμως, η ίδια απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι δεν είχε ενημερωθεί.

Στην παρούσα φάση, τη… δόξα του κ. Βαρουφάκη έδειξαν διάθεση να διεκδικήσουν δύο πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους που το μόνο που τους συνδέει είναι η εκλογική περιφέρεια της Μεσσηνίας στην οποία εκλέγονται αμφότεροι. Πρόκειται, αφενός, για τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πρότεινε ως υποψήφιο τον Κώστα Καραμανλή, και, αφετέρου, για τον νεόκοπο αρχηγό της της Νέας Αριστεράς Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος υπέδειξε την υποψηφιότητα του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστου Ράμμου. Ο πρώτος αρνήθηκε την πρόταση, ο δεύτερος δεν είχε προσώρας εκφράσει τη βούλησή του.

Θεωρητικά και οι δύο συγκεκριμένες υποψηφιότητες πληρούν τα κριτήρια για την εκλογή στο ύπατο αξίωμα, αφού καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση έχει δημιουργηθεί παράδοση ανάδειξης απόμαχων από την ενεργό πολιτικό, όπως είναι ο κ. Καραμανλής, καθώς και πρώην ανώτατων δικαστικών, όπως είναι ο κ. Ράμμος. Πρακτικά, όμως, πρόκειται για προτάσεις που δεν είναι τίποτε περισσότερο από πολιτικά άστοχες «φωτοβολίδες» οι οποίες εκτοξεύονται μόνον και μόνον προς άγραν εντυπώσεων.

Είναι νομίζω πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και οι δύο υποψηφιότητες δεν έχουν, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, πιθανότητες να ευδοκιμήσουν. Καλώς ή κακώς, τον κ. Καραμανλή είναι μάλλον αδύνατο να τον ψήφιζε κάποιος πέρα από τους βουλευτές της ΝΔ. 

Οπότε αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθετούσε την πρόταση Σαμαρά θα εγκλωβίζονταν σε μια μονοκομματική επιλογή που για να περάσει θα χρειαζόταν να γίνουν τέσσερις ψηφοφορίες. Με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για έναν πρωθυπουργό ο οποίος διακηρύσσει ότι θέλει να κινείται στο Κέντρο και επιδιώκει τη σύνθεση και τη συναίνεση.

Η «φαεινή» ιδέα του κ. Χαρίτση είναι ακόμη πιο άστοχη διότι, ακόμη και αν συμφωνούσε μαζί του η υπόλοιπη αντιπολίτευση, η υποψηφιότητα του κ. Ράμμου είναι πλέον ή βέβαιο ότι δεν ψηφιζόταν από βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης. 

Υπό αυτό το πρίσμα, όχι μόνον δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα εκλογής ο αξιοσέβαστος πρώην ανώτατος δικαστής, αλλά μάλλον θα διευκόλυνε όσους στη Νέα Δημοκρατία επιθυμούν να εκλέξουν «δικό τους Πρόεδρο», αγνοώντας την αντιπολίτευση αλλά και την έμμεση συνταγματική επιταγή για ευρύτερη συναίνεση.

Αν δεχθούμε ότι ο Αντώνης Σαμαράς με την πρόταση για τον Κώστα Καραμανλή επεδίωκε να εγκλωβίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια δεξιά μονοκομματική επιλογή, το ερώτημα που ανακύπτει είναι για τη σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας του Αλέξη Χαρίτση να ρίξει στην «πολιτική αγορά» το όνομα του προέδρου της ΑΔΑΕ προτού να ανοίξει τα χαρτιά του ο πρωθυπουργός και να γίνει γνωστή η πρόταση της πλειοψηφίας.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα της Νέας Αριστεράς, όπως και όλων των κομμάτων, να ψηφίσουν το πρόσωπο της αρεσκείας τους για λόγους πολιτικής ουσίας ή απλώς συμβολισμού. Έχει γίνει αρκετές φορές φορές στο παρελθόν και σίγουρα δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που γίνεται απόπειρα «εργαλειοποίησης» των θεσμικών λειτουργιών της Δημοκρατίας μας. Με αποκορύφωμα τα παίγνια του 2014 – 2015.

Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς από έναν νεοσύστατο πολιτικό σχηματισμό ο οποίος δείχνει να θέλει να απογαλακτιστεί από τις αυταπάτες, τις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις της τσιπρικής περιόδου να πολιτεύεται με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και λιγότερες μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Όχι τίποτε άλλο αλλά ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του προσωπικού rebranding που επιχειρεί, φαίνεται να έχει χαράξει άλλη πορεία, αφήνοντάς τα «ορφανά» του να εκτίθενται και να εκθέτουν -εν προκειμένω και σοβαρά πρόσωπα, όπως ο κ. Ράμμος…

Σε κάθε περίπτωση, αν, όπως πολλοί πιστεύουν, είναι προβληματικό για το πολίτευμά μας οι περιορισμένες αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα, ο καθένας μπορεί να φανταστεί πόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα αν στο αξίωμα βρεθεί κάποιος/α με μόνο προσόν το κομματικό «διαβατήριο». 

Διότι έτσι θα χαθεί και ο συμβολισμός της εθνικής ενότητας που αποτελεί ίσως και τη σπουδαιότερη χρησιμότητα του θεσμού.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Γιατί πρέπει να κρατάμε την αναπνοή μας για την έκβαση των αμερικανικών εκλογών

    Είχα τη σπάνια ευκαιρία να περάσω δύο φορές το κατώφλι του εμβληματικού Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο και να παρακολουθήσω από κοντά τις συναντήσεις που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τους δύο τελευταίους Προέδρους των ΗΠΑ: η πρώτη τον Ιανουάριο του 2020 με τον Ντόναλντ Τραμπ και η δεύτερη τον Μάιο του 2022 με τον Τζο Μπάιντεν.
    Η πιο ζωηρή ανάμνηση που έχει καταγραφεί -ίσως και ανεξίτηλα- στη μνήμη μου από τις δύο αυτές εμπειρίες είναι η εντελώς διαφορετική αύρα που εκπέμπονταν στην ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στον διασημότερο χώρο εργασίας ολόκληρου του πλανήτη, όπου τις τελευταίες πολλές δεκαετίες έχουν ληφθεί σημαντικές αποφάσεις που καθόρισαν το ιστορικό γίγνεσθαι σύμπασας της Υφηλίου και έχουν γίνει άπειρες συναντήσεις ανάμεσα στον εκάστοτε Αμερικανό Πρόεδρο και ηγέτες από όλον τον κόσμο.
    Στη συνάντηση Τραμπ - Μητσοτάκη το κυρίαρχο αίσθημα ήταν η αγωνία της ελληνικής πλευράς για την τυχόν απρόβλεπτη διάσταση που θα μπορούσε να έχει το τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε μια κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία η ελληνική διπλωματία αναζητούσε ερείσματα για να αποκρούσει την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα που είχε κορυφωθεί με την υπογραφή του διαβόητου παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου το οποίο παραβίαζε τα δικαιώματα της Ελλάδας στις θαλάσσιες ζώνες.
    Για του λόγου το αληθές, λίγες μόνον ώρες πριν από την επίμαχη συνάντηση, ο υπογράφων, αποτυπώνοντας την αγωνία που διακατείχε την ελληνική αντιπροσωπεία, επεσήμαινε χαρακτηριστικά στο protothema.gr: «Σε αντίθεση τόσο με το Κογκρέσο που ψήφισε διακομματικά τον νόμο EastMed Act που αποτελεί κόλαφο για την Τουρκία, όσο και με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έχει πάρει σαφή θέση κατά της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ο Λευκός Οίκος εμφανίζεται διστακτικός να προχωρήσει σε μια απερίφραστη καταδίκη των συνεχιζόμενων προκλήσεων της Άγκυρας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
    Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο ήταν παγκοίνως γνωστό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, κυρίως μέσω της παρασκηνιακής επαφής που διατηρούσε η Άγκυρα -και πιο συγκεκριμένα η οικογένεια Ερντογάν- με τον περίφημο Αμερικανό επενδυτή Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος συνέβαινε να είναι γαμπρός και ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ (και ο οποίος έχει ρίξει οικονομικά «δίχτυα» στην ευρύτερη περιοχή μας και τελευταία φέρεται να έχει κάνει «κολεγιά» με τον κύκλο του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα).
    Η ελληνική αποστολή στην αμερικανική πρωτεύουσα ανέπνευσε βαθιά όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία θεωρήθηκε ότι «πήγε καλά, επειδή δεν πήγε άσχημα», όπως ήταν ο αρχικός φόβος για το απρόοπτο που διακατείχε τους πάντες: από τον ίδιο πρωθυπουργό έως τον χαμηλότερο διπλωματικό υπάλληλο.
Σε κάθε περίπτωση, η ατμόσφαιρα στον Λευκό Οίκο δεν είχε καμία σχέση με την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν την επόμενη μέρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η συνοδεία του από τον υπουργό των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, παρουσία και του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Και οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν φείσθηκαν εγκωμίων για την Ελλάδα και, υπό τα θερμά χειροκροτήματα των παρισταμένων, έκαναν πρόποση υπέρ του φωτεινότερου μέλλοντος στη σχέση των δύο χωρών υψώνοντας συμβολικά ποτήρια με… ούζο.
    Είκοσι οκτώ μήνες αργότερα, όταν επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσιγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όλα ήταν διαφορετικά. Η υποδοχή την οποία έτυχε από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ήταν πολύ θερμή. Ενώ ακόμη θερμότερη -κατ΄ άλλους μάλλον αποθεωτική- υπήρξε η ανταπόκριση την οποία είχε η ιστορική ομιλία που απηύθυνε στο Καπιτώλιο ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διάρκεια της Κοινής Συνόδου Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων, παρουσία, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις και της Προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
    Την ίδια περίοδο, ο Τούρκος Πρόεδρος κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Πλην, όμως, ματαίως. Το αίτημα του Ερντογάν δεν ικανοποιήθηκε ούτε όταν έστησε σόου στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης με περαστικούς που τάχατες εκθείαζαν τη συμβολή του στην ουκρανική κρίση, ενώ ήταν γνωστό σε όλους το διπλό παιχνίδι που έπαιζε στηρίζοντας την εισβολή της Ρωσίας.
Μεταφέρω τα συγκεκριμένα -βιωματικού, κατά βάση, χαρακτήρα- στιγμιότυπα, χωρίς, ωστόσο, να τρέφω αυταπάτες ή να είμαι θιασώτης των απλοϊκών προσεγγίσεων για «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες» όταν πρόκειται για ηγέτες άλλων χωρών που εκλέγονται από τους λαούς τους για να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Από την άλλη, όμως, αρνούμαι να ενστερνιστώ την ισοπεδωτική λογική ότι «όλοι το ίδιο είναι». Και, υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για το ποιος θα εκλεγεί την προσεχή Τρίτη ώστε να αναλάβει από τις 20 Ιανουαρίου 2025 καθήκοντα ως επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
    Κακά τα ψέματα και πέρα από τον δικό μας μικρόκοσμο σε τούτη τη γωνιά της Υφηλίου, η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων ανάμεσα στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στη νυν Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, η οποία ατυχώς πήρε πολύ αργά το χρίσμα για να διεκδικήσει το ύπατο αξίωμα, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, αποτελεί ένα καθοριστικό διακύβευμα για τις τύχες όλων μας, ανεξαρτήτως από το μήκος και το πλάτος του πλανήτη στο οποίο κατοικούμε.
    Ο Ντόναλτ Τραμπ έχει, δίχως αμφιβολία, δώσει σαφή δείγματα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε κατά το παρελθόν: από την αμφισβήτηση της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας έως την εχθροπάθεια προς κάθε τι διαφορετικό, τα fake news και την παρουσίαση των οικονομικών ανισοτήτων ως νέα κανονικότητα. Υπό αυτή τη συνθήκη, μόνον αφελείς μπορεί να πιστέψουν ότι, εφόσον πετύχει να επανέλθει στον Λευκό Οίκο, μπορεί να είναι διατεθειμένος να πολιτευθεί με διαφορετικό τρόπο στο μέλλον.
Πολύ περισσότερο όταν ο κατά γενική ομολογία αδίστακτος τέως Πρόεδρος, εφεξής δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τον παραμικρό φόβο απώλειας της θέσης του, αφού δεν προβλέπεται να τεθεί άλλη φορά στη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Αν την προηγούμενη φορά που έχασε τις εκλογές ξεσήκωσε τον φιλικό προς το πρόσωπό του όχλο και τον οδήγησε στην αιματηρή πολιορκία του Καπιτωλίου, ευλόγως μπορεί ο καθείς να σκεφθεί τι «τέξεται η επιούσα» στη σφόδρα πιθανή εκδοχή της ανάδειξής του ως νικητή στην κάλπη της προσεχούς Τρίτης.
    Ο λαός (των Ηνωμένων Πολιτειών) της Αμερικής να… βάλει το χέρι του!

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Η χώρα θέλει συντήρηση και αισθητική αναβάθμιση

Στην καθημερινή διαδρομή μου από το σπίτι ως το γραφείο διασχίζω αρκετούς Δήμους της ευρύτερης πρωτεύουσας και δεν νομίζω ότι «κομίζω γλαύκα εις Αθήνας» αν πω ότι στους περισσότερους εξ αυτών η εικόνα που συναντώ είναι άκρως απογοητευτική από πολλές πλευρές και κυρίως από άποψη επικινδυνότητας αλλά και αισθητικής. Και για όσους ίσως απορήσουν για την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος, σπεύδω να επισημάνω ότι το θεωρώ απείρως σοβαρότερο για τη ζωή μας από όσα τραγελαφικά και συνάμα κωμικοτραγικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται στον ΣΥΡΙΖΑ.

Με αποκορύφωμα, άλλωστε, ακόμη και κάποιες αφίσες υποψηφίων από τις περυσινές δημοτικές εκλογές που εξακολουθούν να κρέμονται σε κολώνες φωτισμού ή σηματοδότησης της κυκλοφορίας, η συνήθης εικόνα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας είναι οδοστρώματα με λακκούβες, σπασμένα πεζοδρόμια, σκουριασμένα προστατευτικά κιγκλιδώματα, κατεστραμμένες ή καλυμμένες από φυλλωσιές δένδρων πινακίδες, μουντζουρωμένοι από γκράφιτι τοίχοι, ερειπωμένα ή μισογκρεμισμένα ακίνητα, διάσπαρτα σκουπίδια και παρατημένα στις άκρες των δρόμων οικοδομικά υλικά και άλλα ογκώδη αντικείμενα.

Δυστυχώς, οι περισσότερες πόλεις μας, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στην περιφέρεια, πάσχουν από τρομακτική έλλειψη ασφάλειας για τους κατοίκους και τους επισκέπτες που κυκλοφορούν στους δρόμους τους, ενώ όπου σχεδόν και αν στρέψει κάποιος το βλέμμα του αντικρύζει την οφθαλμοφανή και κραυγαλέα απουσία καλαισθησίας.

Ακόμη και πολυδάπανα έργα αναπλάσεων (σε πλατείες, παιδικές χαρές, κ.ά.) που έχουν κατασκευασθεί και έχουν παραδοθεί στη χρήση των πολιτών, πρόσφατα ή και παλαιότερα, τα βλέπει κανείς να μαραζώνουν και να χάσκουν βανδαλισμένα, αφού ούτε φυλάσσονται, ούτε συντηρούνται ή αποκαθίστανται οι ζημιές που προκαλούνται σε αυτά εξαιτίας προχειρότητας και κακοτεχνιών ή, πολύ συχνά, και κακόβουλων ενεργειών.

Αναρωτιέμαι συχνά πως αισθάνονται οι δήμαρχοι των συγκεκριμένων περιοχών, οι αντιδήμαρχοι και οι λοιποί τοπικοί αξιωματούχοι όταν κυκλοφορούν στις γειτονιές τους και βρίσκονται απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις. Την ίδια απορία έχω φυσικά και για το πως νοιώθουν υπουργοί και λοιποί κρατικοί αξιωματούχοι οι οποίοι δεν μπορεί παρά να έρχονται -είτε οι ίδιοι είτε οι άνθρωποι του περιβάλλοντος τους- αντιμέτωποι με συνθήκες που θέτουν σε διακινδύνευση τις ζωές όλων μας ή απλώς προσβάλλουν βάναυσα την αισθητική μας.

Πριν από λίγες μέρες, δίπλα στο υπερσύγχρονο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, η πτώση μιας φθαρμένης από σκουριά κολώνας, στην οποία είχε προσκρούσει νωρίτερα ένα τρόλεϊ, λίγο έλλειψε να στοιχίσει τη ζωή ενός ανήλικου κοριτσιού το οποίο τραυματίστηκε ενώ περπατούσε αμέριμνο. Η τύχη την οποία είχε, ευτυχώς, το κορίτσι, το οποίο σώθηκε μάλλον συμπτωματικά, «μετρίασε» τον συγκλονισμό της κοινής γνώμης. Με αποτέλεσμα οι ιθύνοντες να συνεχίσουν να καθεύδουν, αδιαφορώντας για το σφόδρα πιθανό ενδεχόμενο την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι ανάλογο οι συνέπειες να είναι απρόβλεπτες.

Ποιος, άλλωστε, μπορεί να αποκλείσει ότι η πτώση μιας από τις πολλές σκουριασμένες κολώνες που είναι εκεί έξω, δεν θα πέσει στο κεφάλι ενός ανύποπτου συμπολίτης μας, απειλώντας την σωματική ακεραιότητά του ή και την ίδια τη ζωή του;

Δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι την τελευταία δεκαπενταετία, με δικαιολογία ή και πρόσχημα τη μνημονιακή χρεοκοπία και τις μεγάλες περικοπές δαπανών που αυτή επέφερε, η χώρα έχει σε μεγάλο βαθμό παραδοθεί στη φθορά του χρόνου. Από τη μια άκρη της ελληνικής επικράτειας ως την άλλη παρατηρεί κανείς ότι κοινόχρηστοι χώροι, δημόσια κτίρια και άλλες υποδομές που εποπτεύονται από το Κράτος ή την Αυτοδιοίκηση έχουν ανάγκη από συντήρηση, επιδιόρθωση, εκσυγχρονισμό, καλλωπισμό ή ανακαίνιση.

Σε κάθε περίπτωση, είναι πάρα πολλά τα μικρά ζητήματα που δυσχεραίνουν την καθημερινότητα των πολλών και τα οποία έχουν πρωτίστως ανάγκη από την εκδήλωση του ενδιαφέροντος κάποιου αρμόδιου ο οποίος σε πρώτη φάση θα προστρέξει για να καταγράψει το πρόβλημα και, εν συνεχεία να δρομολογήσει την επίλυσή του.

Πόσοι εξ ημών, για παράδειγμα, δεν έχουν αισθανθεί την απειλή του τραυματισμού από ένα κατεστραμμένο πεζοδρόμιο ή της πρόσκλησης ζημιάς στο όχημά τους από τις ουκ ολίγες λακκούβες που καραδοκούν σε πολλούς από τους δρόμους που κυκλοφορούμε;

Είναι ευχής έργον που στην κυβέρνηση έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν τις υπάρχουσες ανάγκες και γι΄ αυτό τις προηγούμενες ημέρες συγκλήθηκε διυπουργική σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό με στόχο να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα που σχετίζονται με την ανακαίνιση των σχολικών κτιρίων προκειμένου να αποκτήσουν «ανθρώπινη όψη» οι αθλητικοί χώροι και τα μπάνια που χρησιμοποιούν οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί. Παρόλο που τυπικά η συγκεκριμένη αρμοδιότητα ανήκει στην πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση, συνειδητοποιήθηκε ότι, καλώς ή κακώς, οι δήμοι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις υφιστάμενες μεγάλες ανάγκες χωρίς τη στήριξη του κεντρικού κράτους.

Το πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου» που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ και «προικοδοτήθηκε» με 250 εκατομμύρια ευρώ από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων είναι μια αρχή, αλλά ακόμη και οι εισηγητές του αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται πολύ περισσότεροι πόροι και γι΄ αυτό θα ζητηθεί επιπρόσθετα η συνδρομή ιδιωτικών δωρεών.

Δεν είναι, όμως, τα σχολεία τα οποία έχουν ανάγκη για συντήρηση και ανακαίνιση. Είναι και πολλοί άλλοι δημόσιοι χώροι που έχουν αντίστοιχες ανάγκες οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν από την αδύναμη αλλά και άτολμη εγχώρια αυτοδιοίκηση. Η χώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ την εφαρμογή ενός εκτεταμένου προγράμματος για τη συντήρηση και την αισθητικής αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών της.

Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση, η οποία «διαθέτει το καρπούζι και το μαχαίρι», είναι υποχρεωμένη να διαθέσει άμεσα ή έμμεσα τα απαραίτητα κονδύλια που θα καταδείξουν ότι αφήσαμε πίσω τη μνημονιακή μιζέρια και επιστρέψαμε στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. Θα το κάνει;

Οψόμεθα!

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Τα «κατεβασμένα μολύβια» των υπουργών και άλλα «κλισέ» του ανασχηματισμού

Βρίσκω πολύ διασκεδαστικό το στερεότυπο που επαναλαμβάνεται τις παραμονές σχεδόν κάθε ανασχηματισμού και θέλει τους υπουργούς να «έχουν κατεβάσει τα μολύβια» επειδή έχουν καταληφθεί από αγωνία για το άδηλο μέλλον τους και ως εκ τούτου δεν ασχολούνται με τα καθήκοντά τους αλλά επιδίδονται σε παρασκηνιακές κινήσεις με στόχο να διατηρήσουν τους θώκους τους.

Δεν μπορώ, κατ΄ αρχήν, να φανταστώ υπουργό ο οποίος το 2024 χρησιμοποιεί… μολύβι και άρα να το έχει κατεβάσει. Στις μέρες μας, ένα κυβερνητικό στέλεχος το οποίο αποφασίζει να κατέλθει σε… απεργία το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να μην ανοίξει τον υπολογιστή του γραφείου και να μη δει την αλληλογραφία που έλαβε στο ηλεκτρικό του ταχυδρομείο. Ή να μην συγκαλέσει τις αναγκαίες συσκέψεις με τους συνεργάτες του για να εξετάσουν τις εκκρεμότητες του υπουργείου του και να δουν την πορεία που έχουν οι δρομολογημένες λύσεις.

Θεωρώ επίσης πολύ προβληματικό να είναι κάποιος υπουργός και να αδιαφορεί για τα ζητήματα των αρμοδιοτήτων του κάθε φορά που διακινούνται πληροφορίες ή φήμες για κυβερνητικές αλλαγές. Στην Ελλάδα, άλλωστε, που οι ανασχηματισμοί δεν είναι τόσο σπάνιοι και οι φήμες ότι επίκεινται είναι, αντιθέτως, πολύ συχνές, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι όσοι υπουργοί διακατέχονται από τέτοια νοοτροπία πρέπει να έχουν κλειστούς τους υπολογιστές τους τις περισσότερες μέρες του χρόνου.

Για να είμαστε, πάντως, ειλικρινείς, χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια και με αποκορύφωμα τον υπερσυγκεντρωτισμό των κυβερνητικών αρμοδιοτήτων στο Μέγαρο Μαξίμου που μέσω του αποκαλούμενου «επιτελικού κράτους» απογείωσαν το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης, τα περιθώρια για δράση και ανάληψη πρωτοβουλιών που έχουν οι υπουργοί και οι υφυπουργοί είναι από ελάχιστα έως μηδαμινά.

Αν δεν δοθεί πράσινο φως από το πρωθυπουργικό γραφείο δεν φθάνει στη Βουλή ακόμη και η πλέον ανεπαίσθητη νομοθετική πρωτοβουλία και ούτε υπογράφονται σοβαρές συμβάσεις για προμήθειες και έργα. Καλώς ή κακώς, εκτιμάται ότι έτσι αποφεύγονται άλλες κακοτοπιές, όπως είναι η εύνοια των υπουργών προς τις περιφέρειες τους ή τους πολιτικούς και προσωπικούς φίλους τους.

Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα είναι ότι τις περισσότερες φορές τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και πολύ περισσότερο οι υφυπουργοί που δεν μετέχουν καν στις συνεδριάσεις που λαμβάνονται κάποιες από τις αποφάσεις, λειτουργούν στην πραγματικότητα ως απλοί διεκπεραιωτές προειλημμένων αποφάσεων, τις οποίες προσπαθούν να πιστωθούν καταφεύγοντας σε ισχυρές δόσεις επικοινωνιακής επίφασης.

Χαρακτηριστικό απότοκο, εξάλλου, αυτής της διεκπεραιωτικής νοοτροπίας, υπήρξε η άδοξη κατάληξη την οποία είχε η υποτιθέμενη μεγάλη εκστρατεία της κυβερνητικής παράταξης με την επιστράτευση 12 μεγαλόσχημων υπουργών της που «χρεώθηκαν» ισάριθμες περιφέρειες για να πείσουν τους πολίτες να ψηφίσουν τη Νέα Δημοκρατία στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Στα παραπολιτικά δημοσιεύματα οι ταξιδευτές υπουργοί εμφανίζονταν με τα χιλιοειπωμένα «κλισέ» ότι αποτελούσαν τους «στρατηγούς της νίκης» που «όργωναν την Ελλάδα».

Στην πραγματικότητα, όμως, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να εξαντλούν την «τουρνέ» τους στην επαρχία -που μόνον «εκστρατεία» δεν ήταν- σε καφέδες και τσίπουρα με τα τοπικά κομματικά στελέχη, λίγες selfies και κάποιες ανόρεκτες χειραψίες με περαστικούς πολίτες. 

Γι΄ αυτό και νομίζω ότι, μιας και καθυστερεί ο ανασχηματισμός, επειδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να αποφασίσει ποιους να κρατήσει στην κυβέρνηση και ποιους να διώξει, θα είχε μεγάλη αξία προτού να λάβει τις τελικές αποφάσεις του να ζητήσει από τους υπουργούς του δύο -κατά το μέτρο του δυνατού συνοπτικά- σημειώματα: το πρώτο με το έργο το οποίο παρήγαγαν τον τελευταίο χρόνο στο υπουργείο τους και το δεύτερο με τα αποτελέσματα που είχε η προεκλογική εκστρατεία που έκαναν.

Θα ήταν, μάλιστα, ευχής έργον αν τα σημειώματα αυτά, έστω και μόνον εκείνα με το έργο ενός εκάστου εκ των κυβερνητικών στελεχών, δίνονταν στη δημοσιότητα εν είδει απολογισμού προς τους πολίτες του πρώτου χρόνου της δεύτερης θητείας του κ. Μητσοτάκη. Έχω την αίσθηση ότι η κοινωνία θα εκτιμούσε πολύ μια τέτοια -πρωτότυπη είναι αλήθεια- κίνηση και κατ΄αυτόν τον τρόπο θα νομιμοποιείτο και ο ανασχηματισμός που ετοιμάζει ο πρωθυπουργός.

Υ.Γ. 1: Επειδή δεν μου αρέσει να παριστάνω τον μετά Χριστόν προφήτη, παραθέτω αυτούσια την ερώτηση την οποία υπέβαλα μια εβδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές, την Κυριακή 2.6.2024, στη διακαναλική συνέντευξη που παραχώρησε ο πρωθυπουργός στα Χανιά:

«Καλημέρα, κ. Πρόεδρε. Σε περίπου τέσσερις εβδομάδες από τώρα συμπληρώνεται ο πρώτος χρόνος της δεύτερης κυβερνητικής σας θητείας. Σε αντίθεση με την πρώτη τετραετία, που αντιμετωπίσατε εξωγενείς κρίσεις, όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, τον τελευταίο χρόνο οι κρίσεις που αντιμετωπίζετε είναι μάλλον ενδογενείς.

Το διάστημα αυτό, αλλάξατε δύο φορές την ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, παραιτήθηκε ο Υπουργός Ναυτιλίας και καρατομήσαμε από το Μέγαρο Μαξίμου δύο από τους στενότερους συνεργάτες σας.

Επιπρόσθετα, στην τελευταία προεκλογική περίοδο, πέρσι δηλαδή τέτοια εποχή, ζητήσατε την ανανέωση της θητείας σας, υποσχόμενος ότι θα είναι η τετραετία των μεγάλων μεταρρυθμίσεων και οι ψηφοφόροι συγκατένευσαν σε αυτό, δίνοντας σας το εντυπωσιακό 41%.

Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε την επιστολή ψήφο, το αναφέρατε κι εσείς μόλις, αλλά και τα μη κρατικά πανεπιστήμια, τα αποτελέσματα των οποίων δεν τα έχουμε δει ακόμη, δεν μπορώ να ανασύρω στη μνήμη μου άλλη μεγάλη μεταρρύθμιση των τελευταίων έντεκα μηνών.

Θα ήθελα, λοιπόν, να κάνετε έναν απολογισμό αυτού του πρώτου έτους της δεύτερης θητείας σας και να μου πείτε, να μας πείτε, τι έφταιξε. Εξεμέτρησε το ζην το επιτελικό κράτος; Δεν πήγε καλά το rotation στους Υπουργούς που κάνατε πέρσι ή είστε αντιμέτωπος με την λεγόμενη μεταρρυθμιστική κόπωση;

Και, εν κατακλείδι, καθώς από την ερχόμενη Κυριακή, ανεξαιρέτως του αποτελέσματος, υπό κανονικές συνθήκες ξεκινά μια αδιατάρακτη εκλογικά τριετία, τι προτίθεστε να κάνετε σε αυτή την περίοδο; Θα συνεχίσετε με το ίδιο σχήμα ή θα κάνετε αλλαγές σε πρόσωπα και δομές;».

Υ.Γ. 2: Η απάντηση που έλαβα από τον πρωθυπουργό ήταν η εξής: «Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με την υπόθεση εργασίας σας, κ. Τζιοβάρα. Αυτό εδώ (σ.σ.: το έδειξε) ήταν το πρόγραμμα με το οποίο εκλεγήκαμε το 2023. Και αν το διατρέξετε, θα διαπιστώσετε ότι υπάρχει απόλυτη συνέπεια μεταξύ των προεκλογικών μας δεσμεύσεων και των πολιτικών που υλοποιεί αυτή η κυβέρνηση σε πολλά διαφορετικά πεδία πολιτικής.

Αυτό είναι ένα πρόγραμμα τετραετίας. Προφανώς δεν μπορεί να υλοποιηθεί στο σύνολο του στον έναν χρόνο. Θα προσέθετα, όμως, σε αυτά τα οποία είπατε -και είναι σημαντικές μεταρρυθμίσεις- τον νέο δικαστικό χάρτη, τις σημαντικές παρεμβάσεις που έχουμε κάνει στο οικονομικό πεδίο, με αυξήσεις μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους, παρεμβάσεις στην φορολογική μας πολιτική, τη γρήγορη υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Όλες αυτές είναι σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Προσθέστε σε αυτό μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν γίνει στην υγεία, η ενιαία ψηφιακή λίστα χειρουργείων, που δίνει πολύ μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με το πότε ένας συμπολίτης μας πρέπει να χειρουργηθεί.

Όλες αυτές είναι πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν υλοποιηθεί σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, η Νέα Δημοκρατία είναι απολύτως συνεπής στις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αλλά βέβαια έχει ακόμα τρία χρόνια μπροστά της να υλοποιήσει το σύνολο του προεκλογικού της προγράμματος. Και θα κριθούμε τελικά στις εκλογές του 2027 για το πόσο συνεπείς είμαστε με αυτά τα οποία είπαμε και για το πόσο αποτελεσματικοί είμαστε συνολικά.

Μια από τις κεντρικές προεκλογικές μας δεσμεύσεις, για παράδειγμα, ήταν η αύξηση των μισθών. Ο κατώτατος μισθός είναι ήδη στα 830 ευρώ. Είμαστε στον δρόμο για να φτάσουμε τα 950 ευρώ. Προφανώς δεν μπορεί αυτός ο δρόμος να διανυθεί σε ένα έτος, θα διανυθεί σε τέσσερα έτη.

Ο μέσος μισθός είναι ήδη στα 1.250 ευρώ και πιστεύω ότι θα ξεπεράσει τελικά τα 1.500 ευρώ. Η ανεργία προσεγγίζει το 10%. Οι επενδύσεις από το εξωτερικό εξακολουθούν και αυξάνονται».

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Έλληνες ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι

Η ενασχόληση των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των μέσων ενημέρωσης με την επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου δεν άφησε πολύ χώρο για να αναδειχθούν τα στοιχεία μιας -κατά την άποψή μου- πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας η οποία έγινε από τον οργανισμό «ΔιαΝΕΟσις» και φέρει τον τίτλο «τι πιστεύουν οι Έλληνες».

Ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικά ερωτήματα, στα οποία κλήθηκαν από την εταιρία «Metron Analysis» να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στην δημοσκόπηση, ήταν και ένα που αφορούσε τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται πιο έντονα σήμερα κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας.

Οι απαντήσεις οι οποίες δόθηκαν δεν είναι διόλου ευοίωνες για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, καθώς η ανασφάλεια, η απογοήτευση και ο θυμός είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα, τα οποία υπερτερούν σημαντικά από εκείνα της αισιοδοξίας, της υπερηφάνειας, της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησης που είναι μειοψηφικά.

Το πλέον δυσοίωνο, όμως, είναι ότι, όπως προκύπτει από τη συγκριτική παράθεση ανάλογων ερευνητικών ευρημάτων που κατεγράφησαν τα προηγούμενα χρόνια, η συναισθηματική κατάσταση των Ελλήνων αντί να βελτιώνεται, καθώς απομακρυνόμαστε από την οικονομική κρίση που έφερε τα απανωτά Μνημόνια, βαίνει επιδεινούμενη.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τον Δεκέμβριο του 2019, οπότε μετά και την κυβερνητική αλλαγή, που είχε προηγηθεί, και εξαιτίας της οποίας είχε αρχίσει να εμπεδώνεται η εντύπωση της επιστροφής στην κανονικότητα, ανασφάλεια δήλωνε ότι αισθανόταν το 38% των Ελλήνων. Το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 45,8% τον Φεβρουάριο του 2022, όταν έκλεινε ο κύκλος της πανδημίας του κορωνοϊού, για να συνεχίσει την ανοδική πορεία και τον Φεβρουάριο του 2024 να φθάσουμε στο σημείο να δηλώνει ότι αισθάνεται ανασφαλής ένας στους δύο Έλληνες και για την ακρίβεια το 49,9% των ερωτηθέντων.

Ανάλογη αυξητική τάση παρουσίασε και το συναίσθημα της απογοήτευσης το οποίο, από 27,2% που ήταν το 2019, στις δύο επόμενες έρευνες έφθασε στο 45,3% και στο 44,3% αντίστοιχα. Ομοίως, ο θυμός από τον οποίο πριν από πέντε χρόνια διακατεχόταν το 17,4% των Ελλήνων, το 2022 και το 2024 απάντησαν ότι ήταν ένα αίσθημα από το οποίο διακατέχονταν πλέον το 29,8% και το 29,7% των συμμετεχόντων στις αντίστοιχες έρευνες.

Στον αντίποδα, από τις ίδιες χρονοσειρές των ερευνών που έγιναν για λογαριασμό της «ΔιαΝΕΟσις», προκύπτει δραματική μείωση του ποσοστού όσων δηλώνουν ότι αισθάνονται αισιοδοξία, αφού από 30% που ήταν το 2019, υποχώρησε σε 21,7% τον τρέχοντα χρόνο. Μικρότερη υποχώρηση από το 14,1% στο 12,4% εμφανίζει το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι διακατέχονται από το αίσθημα της υπερηφάνειας.

Σταθερά χαμηλά παραμένουν, εξάλλου, τα ποσοστά όσων εκδηλώνουν αισθήματα αυτοπεποίθησης: 7,3% το 2019 και 7,9% το 2024. Όπως και εκείνων που δηλώνουν αισθήματα σιγουριάς και κινούνται από το 5,7%, που ήταν προ πενταετίας, στο 10,3% στο οποίο ανήλθε στη φετινή μέτρηση. Την ίδια ώρα οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που διακατέχονται από αισθήματα ντροπής αυξήθηκαν την τελευταία πενταετία από το 10,2% στο 16,8%.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να είναι κάποιος κοινωνιολόγος ή ειδικός στην κοινωνική ανθρωπολογία για να αντιληφθεί ότι τίποτε θετικό για το μέλλον δεν προοιωνίζεται η έντονη απαισιοδοξία που εκπορεύεται από τα συγκεκριμένα στοιχεία της έρευνας, όπως και από άλλα ευρήματα, τα οποία, π.χ., είναι η διαπιστούμενη έλλειψη αξιοκρατίας και τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης, που η αναλυτική τους παράθεσή θα επιβεβαίωνε την γενική αρνητική εικόνα.

Είναι προφανές ότι όταν τόσο πολλοί συμπολίτες μας αισθάνονται ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι, μόνον τυχαία δεν μπορεί να θεωρείται η δημογραφική κατάρρευση, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και η δυσκολία να αφήσει οριστικά πίσω τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μας ταλάνισαν την προηγούμενη δεκαετία.

Μοιραία, τα αρνητικά συναισθήματα της πλειονότητας των Ελλήνων αφήσουν έντονο το αποτύπωμα στον τρόπο που ζούμε και δραστηριοποιούμαστε σε κάθε επίπεδο: προσωπικό και οικογενειακό, τοπικό και εθνικό. Ένας ανασφαλής, απογοητευμένος και θυμωμένος πολίτης είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα καταφέρει να είναι δραστήριος και δημιουργικός, έτσι ώστε, εργαζόμενος για την προσωπική του ευημερία, να συμβάλει στη συνολική κοινωνική πρόοδο.

Δυστυχώς, οι λόγοι για τους οποίους παρατηρούνται τα συγκεκριμένα φαινόμενα, θα ήταν αυταπάτη να αναμέναμε ότι θα γίνουν αντικείμενο συζητήσεων στην προεκλογική περίοδο που διάγουμε. Καθώς εξαντλείται ο χρόνος, αφού απομένουν μόνον δύο εβδομάδες έως ότου προσέλθουμε στις κάλπες, μοιάζει απίθανο να βρεθεί στο επίκεντρο των κομματικών αντιπαραθέσεων και να κάνει τους Έλληνες να ξαναβρούν τη χαμένη ελπίδα και αισιοδοξία.

Ίσως διότι είναι δύσκολο να… χωρέσουν τέτοια ζητήματα σε κάποια ανάρτηση στο Tik tok ανάμεσα στα χαριτωμένα σκυλάκια (τον Peanat και τη Farley) που απέκτησαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Μια προεκλογική περίοδος, η οποία υπό αυτές τις συνθήκες οδηγεί στην εκτίμηση ότι μπορεί να επισφραγιστεί με νέο ρεκόρ αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία.

Όπως και να έχει, πάντως, και όσο και αν δικαιούνται να ισχυριστούν κάποιοι ότι η ευθύνη για την έλλειψη αισιοδοξίας ανήκει πρωτίστως στη σημερινή κυβέρνηση και τα αίτια της απαισιοδοξίας των πολιτών οφείλονται στην πολιτική της, αυτό δεν καθιστά άμοιρη ευθυνών την πολυποίκιλη και κατακερματισμένη αντιπολίτευση.

Άλλωστε, αν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα η κυβερνητική παράταξη και ο επικεφαλής της Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκονται σε πορεία προς μια νέα εκλογική νίκη στις 9 Ιουνίου, εκείνες που πρέπει να κοιταχθούν στον καθρέφτη, για να δουν τι φταίει, είναι οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης. Ή μήπως όχι;

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Πόσο μακριά είναι το 2027;


«Είμαστε στο 2024 και η θητεία της κυβέρνησης λήγει το 2027», ήταν η απάντηση την οποία έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν ρωτήθηκε (από τον Αντώνη Σρόιτερ στη συνέντευξη που παραχώρησε στο protothema.gr) για την ενδεχόμενη πρόθεσή του να διεκδικήσει και μια τρίτη θητεία στο πρωθυπουργικό αξίωμα.

«Ποιος ξέρει τι μπορεί να μεσολαβήσει από τώρα μέχρι το ‘27;», αναρωτήθηκε ο ίδιος προσθέτοντας, αφενός, ότι «στην Ελλάδα δεν έχουμε συνταγματικούς περιορισμούς στο πόσες φορές μπορεί ένας πρωθυπουργός να εκλέγεται» και, αφετέρου, ότι «η αποχώρηση από την πολιτική δεν είναι κάτι που περνά από το μυαλό μου», καθώς, όπως συμπλήρωσε, «αισθάνομαι δημιουργικός» και «έχω ενέργεια να προσφέρω».

Παρότι τις περισσότερες φορές ο ψόγος της σπουδής για πρόβλεψη των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων βαρύνει τους δημοσιογράφους, οι οποίοι, ως εκ του ρόλου τους, θέτουν σχετικά ερωτήματα ή μεταφέρουν εκτιμήσεις, η αλήθεια είναι ότι ανέκαθεν η κοινή γνώμη αρέσκεται να μαθαίνει πληροφορίες για τα μελλούμενα, ακόμη και όταν αυτές είναι συχνά προϊόν εικασιών και υπολογισμών ή δεν αποτελούν στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από απλές επιθυμίες και ευσεβείς πόθους.

Όπως και να έχει, γενικότερα μιλώντας, η προσπάθεια αντιμετώπισης των αβεβαιοτήτων που προέρχονται από το εκ των πραγμάτων άδηλο -βραχυπρόθεσμο ή και μακροπρόθεσμο- μέλλον είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. 

Και παρά το γεγονός ότι πάμπολλες φορές δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις σε μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά ζητήματα (αποτελέσματα αθλητικών αγώνων ή εκλογών, κληρώσεις λαχείων ή πρόγνωση του καιρού), οι άνθρωποι ποτέ δεν παύουν να πασχίζουν να μάθουν το «τι τέξεται η επιούσα» ή το, κατά το κοινώς λεγόμενο, τι τους ξημερώνει.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα όταν επιχειρούνται προβλέψεις σε τομείς της δημόσιας ζωής που σχετίζονται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι από τους πλέον απρόβλεπτους παράγοντες καθώς είναι ευεπίφορη σε μεταβολές οι οποίες μπορεί να προκληθούν από πολλές και διαφορετικές αιτίες που σε κάποιες περιπτώσεις είναι εγγενείς και άλλοτε έχουν εξωγενή προέλευση.

Ο Αριστείδης, ο οποίος εξοστρακίστηκε από την αρχαία Αθήνα επειδή οι συμπολίτες του είχαν… κουραστεί να ακούν ότι είναι «δίκαιος», όπως και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος καταψηφίστηκε στις εκλογές του 1920, παρόλο που επί των ημερών της ηγεσίας του είχαν πολλαπλασιαστεί τα εδάφη του ελληνικού κράτους, είναι δύο πρόσφορα παραδείγματα που δείχνουν ότι ο παράγων άνθρωπος δεν είναι εύκολα προβλέψιμος.

Επιστρέφοντας στο σήμερα και στο ερώτημα για τι μπορεί να ισχύει στην εγχώρια πολιτική σκηνή σε τρία χρόνια από τώρα, δηλαδή το 2027, οπότε, υπό κανονικές συνθήκες, οι Έλληνες ψηφοφόροι θα έχουμε το επόμενο ραντεβού με τις κάλπες, είναι ίσως σκόπιμο να κάνουμε μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν για να καταδειχθεί ευχερέστερα πόσο επισφαλές είναι να προεξοφλούνται εξελίξεις.

Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να πάμε πολύ μακριά για να φανεί ότι κάτι το οποίο σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή φαντάζει βέβαιο και σταθερό, την επομένη μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως κάποιοι υπολόγιζαν, σχεδίαζαν ή επιθυμούσαν.

Πόσοι, για παράδειγμα, το -όχι και τόσο μακρινό- 2021, από το οποίο μας χωρίζουν μόλις τρία χρόνια, μπορούσαν να διαβλέψουν τους πολιτικούς συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου χρόνου;

Πέραν πάσης -δημοσκοπικής ή άλλης- προσδοκίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενίσχυσε περαιτέρω την πρωτοκαθεδρία που είχε στην πολιτική ζωή του τόπου, την ίδια ώρα που ο βασικός του αντίπαλος Αλέξης Τσίπρας υφίστατο οδυνηρή και απροσδόκητη, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ήττα.

Ήττα, η οποία τον υποχρέωσε να παραδώσει την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον πανελληνίως άγνωστο Στέφανο Κασσελάκη για τον οποίο ουδείς μπορούσε να προβλέψει ένα χρόνο πριν από τώρα ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες θα αποκτούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.

Εκτός από τον μετέπειτα «ουρανοκατέβατο» πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι από τους αρχηγούς των κομμάτων που μετέχουν στην τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση ήταν την ίδια περίοδο παντελώς άγνωστοι.

Ποιος, επί παραδείγματι, ήξερε τον Δημήτριο Νατσιό της Νίκης ή τον Βασίλειο Στίγκα των Σπαρτιατών που παίρνουν τον λόγο στη Βουλή με την ιδιότητα του πολιτικού αρχηγού; 

Ποιος, εξάλλου, είχε φανταστεί ένα χρόνο πριν τον αγώνα ζωής ή θανάτου που θα έδινε για τη δεύτερη θέση της κατάταξης των επικείμενων ευρωεκλογών ο Νίκος Ανδρουλάκης έχοντας αντίπαλο τον Κασσελάκη;

Και ποιος είχε προβλέπει την επανάκαμψη της Ζωής Κωνσταντοπούλου ή την ισχύ που απέκτησε ο Κυριάκος Βελόπουλος συμφωνώντας με την κυβερνητική παράταξη για την αλλαγή των συνθέσεων στις ανεξάρτητες Αρχές;

Υπό αυτή τη συνθήκη και παρότι αμέσως μετά τις επερχόμενες ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου ξεκινά μια τριετής περίοδος στη διάρκεια της οποίας για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, εκτός εξαιρετικού απροόπτου, δεν προβλέπεται να εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία σε κανένα επίπεδο (τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό), το σκηνικό που θα έχει διαμορφωθεί το 2027 δύσκολα θα είναι όμοιο με αυτό που διαμορφώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου.

Ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων που θα βγάλει, η ευρωκάλπη, η οποία θα στηθεί σε τέσσερις εβδομάδες από τώρα, θα αποτελέσει σίγουρα ένα σημείο καμπής για τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος. Τόσο οι κερδισμένοι όσο και οι χαμένοι της επικείμενης αναμέτρησης θα υποχφρεωθούν να «κάνουν ταμείο» και -εκόντες, άκοντες- να επαναπροσδιορίσουν σχεδιασμούς και στόχους.

Σε κάθε περίπτωση, το πλέον πιθανό, αν όχι και βέβαιο, είναι ότι οι εξελίξεις μέχρι τις επόμενες βουλευτικές κάλπες δεν θα είναι ευθύγραμμες.

Τα τρία χρόνια, ιδίως στην εποχή μας, είναι πολλά. Και η ζωή παραμένει, ευτυχώς, απρόβλεπτη. Διότι αλλιώς θα είχε μάλλον πολύ μικρότερο ενδιαφέρον…

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Το «στοίχημα» των… 4,5 εκατομμύριων: Πόσοι Έλληνες θα πάνε στην ευρωκάλπη;


Όλες οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας δίνουν σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα στην πρόθεση ψήφου των επερχόμενων ευρωεκλογών. Λίγο ως πολύ, το ίδιο, κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, δείχνουν και οι μετρήσεις που παραγγέλλονται από κομματικά επιτελεία και δεν δημοσιοποιούνται. 

Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι σοβαρές εκτιμήσεις τις οποίες κάνουν ανεξάρτητοι αναλυτές συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Νέα Δημοκρατία θα κόψει πρώτη το νήμα της ευρωκάλπης της 9ης Ιουνίου με ένα παραπάνω από ευδιάκριτο προβάδισμα από το δεύτερο στην κατάταξη κόμμα που σε αυτή τη φάση φαίνεται να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Βέβαια, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι επιμένουν ότι κάθε άλλο παρά έχουν χαθεί οι ελπίδες του ΠΑΣΟΚ να ανακτήσει εκ νέου τη δεύτερη θέση. 

Οι σχεδόν κατά το ήμισυ «νεόκοποι» ψηφοφόροι που προσελκύει η Κουμουνδούρου, αφού το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη δηλώνουν ότι θα ξαναψηφίσει μόνον το 52% από όσους το ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, έχουν πολύ μικρότερη βεβαιότητα ψήφου από τους αντίστοιχους της Χαριλάου Τρικούπη. Εκτιμάται, δηλαδή, ότι στο δίλημμα «παραλία ή κάλπη», οι πρώτοι είναι περισσότερο επιρρεπείς στην επιλογή του μπάνιου.

Αμφιβολίες διατυπώνονται επίσης και για το κατά πόσο θα διατηρηθεί μέχρι τέλους η ανοδική ορμή που παρουσίασαν τους τελευταίους μήνες οι σχηματισμοί οι οποίοι βρίσκονται στην απέναντι πλευρά του κοινοβουλευτικού τόξου. 

Η πέραν της ΝΔ Δεξιά θα βγει πιθανότατα ενισχυμένη από τις ευρωεκλογές, όπως προβλέπεται να συμβεί και με τα κόμματα του ιδίου φάσματος στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πλην, όμως, όσο κυλά ο χρόνος και μετριάζεται ο θόρυβος γύρω από τον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων, μάλλον περιορίζονται οι διαμαρτυρόμενοι ψηφοφόροι που θα εξαρτήσουν τη στάση τους από τη συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία και θα κατευθυνθούν στα ακροδεξιά.

Αν και οι δημοσκόποι, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, τις πιο πολλές φορές πετυχαίνουν στις προβλέψεις τους, στις οποίες οδηγούνται με βάση τα στοιχεία της εκλογικής συμπεριφοράς που συλλέγουν με τα ερωτηματολόγια, δεν είναι λίγες οι φορές που πέφτουν θύματα αστοχιών.

Ο κυριότερος από τους λόγους για τους οποίους αστοχούν σχετίζεται με την ποιότητα των δειγμάτων τους, τα οποία, όταν δεν είναι αντιπροσωπευτικά του πραγματικού εκλογικού σώματος, αδυνατούν να εντοπίσουν διάφορους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται στα δημοσκοπικά δεδομένα.

Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιοι παράγοντες που είναι δύσκολο να σταθμιστούν με μεγάλη ακρίβεια, είναι, για παράδειγμα, το τελικό ποσοστό της συμμετοχής των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, όπως και το συναφές ζητούμενο που είναι η βούληση και η προέλευση όσων δεν θα μπουν, εν τέλει, στον… κόπο να πάνε ως την κάλπη.

Ειδικά σε συνθήκη ευρωεκλογών, κατά την οποία τα παραδοσιακά διλήμματα της διακυβέρνησης είναι εκ των πραγμάτων αμβλυμμένα, συγκριτικά τουλάχιστον με τις βουλευτικές κάλπες, καθίστανται ακόμη πιο δυσχερείς οι υπολογισμοί για την επίπτωση που μπορεί να έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα η πιθανότητα να ψηφίσουν λιγότεροι από τους μισούς των πάνω από 9,8 εκατ. ψηφοφόρων οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους που δεν φημίζονται, ωστόσο, για την… εγκυρότητά τους και χρήζουν εδώ και χρόνια ουσιαστικής εκκαθάρισης.

Πολύ περισσότερο που η φετινή ευρωκάλπη είναι η πρώτη εδώ και 15 χρόνια που δεν συμπίπτει με άλλη εκλογική διαδικασία και συγκεκριμένα με τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που το 2014 και το 2019 είχαν γίνει ταυτόχρονα και, ως εκ τούτου, οι χιλιάδες υποψήφιοι για τα αυτοδιοικητικά αξιώματα είχαν σημαντική συμβολή στην προσέλκυση των ψηφοφόρων οι οποίοι, αφού έφθαναν ως τα εκλογικά τμήματα, ψήφιζαν και στις τρεις κάλπες.

Από όλα αυτά, όμως, σημαντικότερο στοιχείο μπορεί να αποδειχθεί η προϊούσα «αποπολιτικοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας, που επιδεινώθηκε μετά την επέλαση του Μνημονίου το οποίο οδήγησε στη βίαιη κατάλυση των δεσμών που είχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός των Ελλήνων πολιτών με τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και ανέδειξε νέους σχηματισμούς και μορφώματα που βρήκαν μεν πρόσκαιρο εκλογικό ακροατήριο αλλά δεν απέκτησαν ποτέ ανάλογες κοινωνικές ρίζες.

Την τελευταία εικοσαετία η μείωση των ψηφοφόρων είναι ραγδαία, όπως αποκαλύπτεται από τους απόλυτους αριθμούς με τους ψηφίσαντες οι οποίοι από το ιστορικό υψηλό της συμμετοχής που είχαμε στις βουλευτικές εκλογές του 2004, όταν πήγαν στις κάλπες 7.573.368 ψηφοφόροι, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση οδηγηθήκαμε στο ιστορικό χαμηλό του περυσινού Ιουνίου οπότε προσήλθαν στις κάλπες 5.273.299 ψηφοφόροι.

Σε διάστημα δύο δεκαετιών, δηλαδή, και παρότι στο ενδιάμεσο μειώθηκε στα 17 έτη το όριο ηλικίας για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, πάνω από 2,3 εκατ. Έλληνες απέστρεψαν το πρόσωπό τους από τις εκλογές, που σημαίνει ότι περίπου ένας στους τρεις συμπολίτες μας θεώρησε ότι δεν έχει ενδιαφέρον για τη ζωή του η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία.

Αν λάβουμε υπόψη και την μάλλον πενιχρή αποδοχή που βρήκε η επιστολική ψήφος, τόσο από τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό (49.234) όσο και στους κατοίκους του εσωτερικού (153.322) που εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν νωρίτερα από τον… καναπέ ή το γραφείο και να πάνε για μπάνιο την ημέρα των εκλογών, τα πράγματα δεν προοιωνίζονται ιδιαιτέρως ευοίωνα για την κάλπη της 9ης Ιουνίου.

Την τελευταία φορά που έγιναν μόνον ευρωεκλογές και ήταν τον Ιούνιο του 2009, η συμμετοχή ήταν στο 52,54% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και οι ψηφίσαντες είχαν υποχωρήσει στους 5.261.749, ενώ λίγους μήνες αργότερα που έγιναν βουλευτικές εκλογές, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ανήλθαν στους 7.044.606.

Αν επιβεβαιωθούν οι υπολογισμοί που γίνονται από ορισμένους ειδικούς αλλά και από κομματικά επιτελεία, που λαμβάνουν υπόψη και την τεράστια αποχή των αυτοδιοικητικών εκλογών του περασμένου χρόνου, όταν, για παράδειγμα, στον δεύτερο γύρο για την ανάδειξη του δημάρχου Αθηναίων η συμμετοχή υποχώρησε στο 40,71% από 52,5% που ήταν την πρώτη Κυριακή, τότε το πιθανότερο είναι ότι στις 9 Ιουνίου θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εκλογικής αποχής.

Το «στοίχημα», το οποίο, ανεπισήμως τίθεται από τους ιθύνοντες των εκλογών, είναι να πλησιάσουν οι ψηφίσαντες τα 5 εκατ. και πάντως να μην πέσουν κάτω από τα 4,5 εκατ. Το αν θα κερδηθεί ή όχι το «στοίχημα» θα το μάθουμε όταν κλείσουν οι ευρωκάλπες.

Τότε επίσης θα πληροφορηθούμε και το ποιος ή ποιοι θα ευνοηθούν από την πιθανολογούμενη εκτόξευση της αποχής. Και πόσο αυτή θα εκθέσει ή όχι τους δημοσκόπους εφόσον πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους.