Σπεύδω να διευκρινίσω ότι τον τίτλο, ο οποίος αποτελεί ρήση του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη, τον «δανείστηκα» από μια πρόσφατη παρέμβαση του καθηγητή Θάνου Βερέμη στην παρουσίαση του συλλογικού βιβλίου «Κύπρος 1974 – 2024, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνοεκδοτική» και περιέχει τριάντα ενδιαφέροντα διηγήματα τα οποία υπογράφονται από ισάριθμους συγγραφείς.
Ο διαπρεπής καθηγητής της Ιστορίας παρέπεμψε στον μεγάλο μας ποιητή, ο οποίος, ως γνωστόν, υπήρξε και διακεκριμένος διπλωμάτης, δίνοντας με τον τρόπο αυτό απάντηση στο ερώτημα για το πως οδηγηθήκαμε στα δραματικά γεγονότα της Κυπριακής Τραγωδίας και φυσικά στη συνεχιζόμενη για μισό αιώνα τουρκική κατοχή.
«Οι Τούρκοι είναι Τούρκοι και όλοι ξέρουμε την αδηφαγία της ηγεσίας τους. Το ερώτημα είναι εμείς τι κάνουμε και γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας ώστε να υποστηρίξουμε τα δικά μας συμφέροντα», εξήγησε ο κ. Βερέμης προκαλώντας την επιδοκιμασία του ακροατηρίου στην πικρή αναγνώριση ότι τα πράγματα θα είχαν πάρει άλλη τροπή για την Κύπρο αν οι εκάστοτε ηγεσίες στην Αθήνα και στη Λευκωσία τα εύρισκαν μεταξύ τους και κινούνταν στη ίδια γραμμή.
Η πραγματικότητα ήταν ωστόσο διαφορετική και ήδη από τις παραμονές της υπογραφής των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου οι Έλληνες διχάστηκαν. Ένας διχασμός που αποσταθεροποιούσε τη νεοσχηματισθείσα Κυπριακή Δημοκρατία και είχε ως αποκορύφωμα το άφρον πραξικόπημα της ανατροπής του Μακαρίου από τη Χούντα των Αθηνών που έδωσε το πρόσχημα στην Άγκυρα για να εισβάλει στην ελληνική Μεγαλόνησο και να κατέχει μισό αιώνα τώρα το 40% των εδαφών της.
Το Κυπριακό δεν είναι, δυστυχώς, το μόνο από τα εθνικά μας ζητήματα στα οποία ιδεοληπτικές εμμονές και μικροκομματικοί υπολογισμοί γίνονται αντικείμενο σφοδρών εσωτερικών συγκρούσεων και εμποδίζουν τη χάραξη μιας ενιαίας εθνικής γραμμής.
Το λεγόμενο «Μακεδονικό» είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές υποθέσεις, όπως εξάλλου επιβεβαιώθηκε με τα πρόσφατα γεγονότα που ακολούθησαν τη εκλογική νίκη των εθνικιστών στα Σκόπια.
Αντί, λοιπόν, να στείλει συντονισμένα αυστηρό τελεσίγραφο για σεβασμό του διεθνούς δικαίου προς την προκλητική νεοεκλεγείσα Πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, η οποία αμφισβήτησε εν τοις πράγματι τη Συμφωνία των Πρεσπών, η ελληνική πολιτική τάξη επιδόθηκε σε αντιπαραθέσεις που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η 71χρονη νομικός και πανεπιστημιακός, η οποία κέρδισε με άνεση την κούρσα για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα στα Σκόπια, αρνήθηκε να ορκιστεί στην ονομασία που καθιέρωσε η Συμφωνία των Πρεσπών για τη χώρα της και είναι «Βόρεια Μακεδονία». Δικαιολόγησε, ωστόσο, τη στάση της επικαλούμενη το υποτιθέμενο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, καθώς, όπως ισχυρίστηκε στις μετέπειτα εξηγήσεις της, λειτούργησε ως «Μακεδόνας πρόεδρος».
Και εμείς πως αντιδράσαμε στην αναμφισβήτητα… κουτοπόνηρη και αυθεντικά λαϊκίστικη συμπεριφορά της εθνικίστριας Προέδρου της γειτονικής χώρας, με την οποία έσπευσε να συμφωνήσει ο επίσης νεοεκλεγείς πρωθυπουργός και αρχηγός του VMRO Κριστιάν Μίτσκοσκι;
Δεν ασχοληθήκαμε, όπως θα ήταν το λογικό και το αναμενόμενο, με το πως η αυθάδης κυρία Σιλιάνοφσκα θα έπαιρνε το μάθημα ότι η παραβίαση των διεθνών συνθηκών δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες και για την ίδια και για τη χώρα της.
Αντιθέτως, στην ελληνική δημόσια σφαίρα αναδείχθηκε ως κυρίαρχο το έλασσον ζήτημα για τη σκοπιμότητα επικύρωσης ή μη από το ελληνικό Κοινοβούλιο κάποιων ήσσονος πολιτικής σημασίας πρωτοκόλλων που απορρέουν από τη Συνθήκη.
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, δεν μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά ότι αν -ανεξάρτητα από τους λόγους που δεν το έκανε- η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε επικυρώσει τα συγκεκριμένα πρωτόκολλα, τότε ο Μίτσκοσκι και η Σιλιάνοφσκα θα άφηναν κατά μέρος τις εθνικιστικές ιδεοληπτικές και αλυτρωτικές εμμονές τους με τις οποίες κατέλαβαν την εξουσία.
Όπως και να έχει και πέρα από τους ισχυρισμούς των φανατικών υποστηρικτών της, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένα ξεκάθαρο διπλωματικό κείμενο που έλυσε το «Μακεδονικό», ένα ζήτημα το οποίο επί δεκαετίες είχε λάβει μια δυναμική που ήταν δύσκολο να αναστραφεί.
Για την ακρίβεια, οι γείτονες μας είχαν επί πολλές δεκαετίες εγκολπωθεί το κατασκευασμένο αφήγημα ότι, αν και Σλάβοι που ήρθαν τα μέρη μας πολύ αργότερα, υπήρξαν απόγονοι των… αυθεντικών αρχαίων Μακεδόνων του βασιλιά Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάτι το οποίο, κακά τα ψέματα, ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί.
Υπό αυτό το πρίσμα, το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν ένας -μάλλον αποτυχημένος- συμβιβασμός τον οποίο επέβαλε ο διεθνής παράγων -ΗΠΑ και ΕΕ- σε πείσμα της βούλησης των λαών και στις δύο χώρες που η πλειοψηφία τους ήταν αναφανδόν κατά της Συμφωνίας.
Οι ασφυκτικές πιέσεις, ωστόσο, και οι απροκάλυπτοι εκβιασμοί που ασκήθηκαν σε πολιτικούς στα Σκόπια αλλά και στην Αθήνα, κατά την περίοδο που προηγήθηκαν της επικύρωσης της Συμφωνίας από τα δύο Κοινοβούλια, δεν στάθηκαν ικανοί να αλλάξουν το αρνητικό κλίμα.
Η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ στα Σκόπια καλοδέχτηκε την εξαγορά των βουλευτών της αντιπολίτευσης ώστε να σχηματιστεί η απαιτούμενη πλειοψηφία. Την ίδια ώρα, στην Αθήνα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα «επένδυε» τόσο στον διχασμό που πιθανολογούσε ότι θα προκαλέσει στη ΝΔ το γεγονός ότι η ηγεσία της φλέρταρε με μια λύση, όσο και στο αποτέλεσμα που υπέθετε ότι θα έφερναν οι πιέσεις που ασκούνταν και εδώ από τον διεθνή παράγοντα.
Μοιάζει ασύλληπτο, αλλά είναι γεγονός ότι τον πρώτο και μόνον έξω από το κόμμα του που ενημέρωσε ο τότε πρωθυπουργός για το περιεχόμενο της συμφωνίας, που είχε δεχθεί, ήταν -γιατί άραγε;- ο… Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν επεδίωξε συνάντηση και συναίνεση ούτε με την αξιωματική αντιπολίτευση ή με την ηγεσία κάποιου άλλου κόμμα, ούτε κατέφυγε στη σύγκληση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να ακούσει τι είχαν να πουν και οι άλλες παρατάξεις.
Αρκέστηκε στις παρασκηνιακές επαφές με κάθε λογής πολιτικά «ρετάλια» τα οποία προσείλκυσε για να καταφέρει εν τέλει να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία ήταν σαφές για όσους δεν είχαν αυταπάτες ότι βρισκόταν σε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.
Έξι χρόνια μετά το πρόβλημα του «Μακεδονικού» είναι και πάλι εδώ. Διότι δεν ήταν δυνατόν να επιλυθεί με τη μεσοβέζικη λύση που επιλέχθηκε και ορίζει ότι η Ελλάδα συνορεύει με μια χώρα η οποία μπορεί ναι μεν λέγεται «Βόρεια Μακεδονία», αλλά οι πολίτες της είναι, όπως διατείνονται η Σιλιάνοφσκα και ο Μίτσκοφσκι, «Μακεδόνες» οι οποίοι ομιλούν «μακεδονική» γλώσσα.
Όλα αυτά, αντί να μας προβληματίζουν και να μας οδηγούν σε αναστοχασμό, μας κάνουν, δυστυχώς, να συγκρουόμαστε μεταξύ μας. Ίσως για να δικαιωθεί ο Σεφέρης που τόσο εύστοχα είχε επισημάνει ότι «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέπτη».