Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νόμοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νόμοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων που εκκρεμεί από τον καιρό του Ροΐδη


         Αντιπαρατέθηκαν, σύμφωνα με κάποιες διαρροές από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό αναπληρωτής υπουργός Γιάννης Βρούτσης με τον έχοντα την ευθύνη του ίδιου χαρτοφυλακίου μέχρι τον περασμένο Ιούνιο Λευτέρη Αυγενάκη. 

Λέγεται ότι ο τελευταίος ενοχλήθηκε επειδή ο συνάδελφός του στην κυβέρνηση όταν αναφερόταν στη νομοθεσία για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας μνημόνευε τις ρυθμίσεις που είχε νομοθετήσει επί των ημερών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ο Σταύρος Κοντονής και παρέλειψε κάθε αναφορά σε όσα έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή κατόπιν εισηγήσεων του κ. Αυγενάκη. Και τα οποία έγιναν ενόσω ο κ. Βρούτσης ήταν είτε μέλος της ίδιας κυβέρνησης ή κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της κυβερνητικής παράταξης.

Δεν έγινε γνωστό πως δικαιολόγησε την παράλειψή του ο νυν πολιτικά υπεύθυνος για τα αθλητικά δρώμενα στη χώρα, αλλά αν ήθελε να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του θα απαντούσε θαρρετά στον προκάτοχό του ότι δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος υφυπουργός Αθλητισμού που τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν περάσει από τη Βουλή «δρακόντειες» διατάξεις κατά της βίας στα γήπεδα και γύρω από αυτά, διατάξεις οι οποίες όμως, εκτός του ότι είναι περίπου ίδιες μεταξύ τους, έχουν και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. 

Από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα και την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη εξαγγέλθηκαν ή και νομοθετήθηκαν πάμπολλες φορές μέτρα όπως η εγκατάσταση καμερών στα γήπεδα για να εντοπίζονται οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων, η ονομαστικοποίηση των εισιτήριων και ο έλεγχος της εισόδου στους αθλητικούς χώρους, ο ισόβιος αποκλεισμός για όσους συμμετέχουν σε επεισόδια βίας εντός και εκτός των σταδίων, η διάλυση των συνδέσμων οπαδών που λειτουργούν άλλοτε ως στρατοί των ομάδων και άλλοτε ως εγκληματικές οργανώσεις, στρατολογώντας νέους και υποθάλποντας κάθε είδους παραβατικά στοιχεία με δέλεαρ τα φθηνά εισιτήρια, την ικανοποίηση του «ανήκειν» και την (συγ)κάλυψη μικρών ή μεγαλύτερων εγκλημάτων.

Στην πορεία των ετών δεν υπήρξε κυβέρνηση -προμνημονιακή, μνημονιακή ή μεταμνημονιακή, δεξιά, αριστερή ή κεντρώα, αυτοδύναμη ή συνεργασίας- που να απέφυγε την πεπατημένη και να μην έκανε έπειτα από κάποιο νέο κρούσμα βίας μεγαλόστομες εξαγγελίες οι οποίες κατέτειναν στη στερεότυπη δήθεν δέσμευση ότι «αυτή τη φορά το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκκαλο». 

Δεν βρέθηκε, ωστόσο, ούτε μία κυβέρνηση που να κάνει τη μάλλον αυτονόητη παραδοχή: «αρκετά πια με την ψήφιση καινούργιων νόμων, είναι ώρα να εφαρμόσουμε τους υπάρχοντες». O «νόμος Λιάνη», ο «νόμος Ορφανού», ο «νόμος Κοντονή», ο «νόμος Αυγενάκη» και κάποιοι ακόμη, που κανείς πια δεν θυμάται, είχαν ακριβώς την ίδια κατάληξη: δεν εφαρμόστηκαν ποτέ! 

Η ψήφιση νόμων οι οποίοι δεν εφαρμόζονται δεν αφορά φυσικά αποκλειστικά και μόνον την οπαδική βία. Το φαινόμενο είναι γενικευμένο και εκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Οι αριθμοί, εξάλλου, είναι απολύτως αποκαλυπτικοί. Στα 49 χρόνια που παρήλθαν από τη Μεταπολίτευση του 1974, η Βουλή των Ελλήνων έχει ψηφίσει συνολικά 5.080 νόμους, γεγονός που ίσως και να αποτελεί ρεκόρ σε πανευρωπαϊκό, αν όχι και σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Όπερ σημαίνει ότι κάθε χρόνο ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο περισσότεροι από 100 νόμοι. Ή, με άλλα λόγια, κάθε εβδομάδα που περνάει προστίθεται στο δικαιικό μας σύστημα δύο νεότεροι νόμοι. Μάλιστα, οι περισσότεροι εξ αυτών συνοδεύονται από την πρόβλεψη για δεκάδες προεδρικά διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις που πρέπει να εκδοθούν για να εφαρμοστούν. Και που τις περισσότερες φορές ή δεν εκδίδονται ή και, αν εκδίδονται, στην πράξη παραμένουν ανεφάρμοστοι οι ψηφισθέντες από τη Βουλή νόμοι.

Αλλά από την άλλη, μη βιαστεί κανείς να υποστηρίξει ότι μιλάμε για «σημεία των καιρών». Δυστυχώς, δυστυχέστατα, το φαινόμενο ανατρέχει σε βάθος χρόνου και έρχεται από το μακρύ παρελθόν του νεοελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν από πολλές δεκαετίες, ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες και δημοσιογράφους του 19ου αιώνα, ο οξυδερκέστατος Εμμανουήλ Ροΐδης είχε διατυπώσει την περίφημη ρήση, σύμφωνα με την οποία: «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Τόσες δεκαετίες αφότου διατυπώθηκε η συγκεκριμένη έκφραση του Ροΐδη, τα πράγματα μοιάζουν σαν να παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα. Οπότε μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα που το επόμενο διάστημα θα ψηφιστεί ένας ακόμη νόμος για την καταπολέμηση της οπαδικής βίας. Διότι ο κ. Βρούτσης δεν πρέπει να… υστερήσει των προκατόχων του. 

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων, μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη…

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Αν είναι μόνον η διευθύντρια της Θεσσαλονίκης…



Προκαλεί πολλές συζητήσεις η εντύπωση που (θέλει να) δημιουργεί η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την προετοιμασία την οποία είχαν κάνει η ηγεσία και τα στελέχη τους ώστε να είναι έτοιμοι για να αναλάβουν τις ευθύνες της διακυβέρνησης.
Από τη μια, είναι αρκετοί εκείνοι που σπεύδουν πανηγυρίζοντες για το πρωτόγνωρο του πράγματος να διεκδικεί ένα πολιτικός οργανισμός με βασιμότητα την ανάληψη της διακυβέρνησης και να είναι στοιχειωδώς προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο.
Από την άλλη, ωστόσο, δεν λείπουν και ορισμένοι που βιάζονται ελεεινολογούντες να ισοπεδώσουν αυτή τη διαφορετική, έστω, εικόνα της ετοιμότητας την οποία θέλει να καλλιεργήσει η κυβέρνηση, επειδή, όπως λένε, ο τρόπος λειτουργίας της θυμίζει ανώνυμη εταιρία και όχι πολιτικό οργανισμό, αφού τα στελέχη της ελέγχονται κεντρικά, όπως γίνεται στις επιχειρήσεις με τη σχέση των διοικήσεων με τα επιμέρους τμήματα.
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι στον ένα μήνα,ο οποίοςδεν συμπληρώθηκε καν ακόμη, από την ορκωμοσία της, η νέα κυβέρνηση μπήκε με μεγάλη φορά στελεχώντας με γρήγορους ρυθμούς τις βασικές πολιτικές θέσεις στον κυβερνητικό και τον εν γένει κρατικό μηχανισμό και ξεδιπλώνοντας ένα φάσμα προγραμματικών προτεραιοτήτων.
Στο ίδιο διάστημα, όμως, δεν μπορεί να πει κάποιος ότι «όλα πήγαν ρολόι» ή ότι ξεμπερδέψαμε με γνωστές παθογένειες του παρελθόντος. Διότι, για παράδειγμα, δεν έλειψαν τα πολυνομοσχέδια –«σκούπες», όπως τα λέγαμε παλαιότερα- που έφθασαν μέσα στη μαύρη νύκτα στη Βουλή και ούτε τηρήθηκαν οι κανόνες καλής νομοθέτησης που διακήρυττε η νέα κυβέρνηση ότι θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα.
Μένει να φανεί αν ο επιδιωκόμενος σκοπός που ήταν η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα μπορεί να… αγιάσει τα μέσα που ήταν η σπουδή και η προχειρότητα. Σπουδή η οποία, κάποιες πληροφορίες λένε, ήταν τόσο έντονηπου έφθασε μέχρι του σημείου αρμόδιος υπουργός να ζητήσει από τις υπηρεσίες της Βουλής να δεχθούν την κατάθεση του νομοσχεδίου του χωρίς την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύσει κάθε νομοθέτημα.
Ο υπουργός υπέβαλε σχετικό αίτημα, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα έχανε το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα που κάποιον ανεξήγητο λόγο είχε θέσει στον εαυτό του. Το πρωτοφανές αίτημά του απερρίφθη προφανώς από τη Βουλή και διεσώθησαν τα προσχήματα για την κυβέρνηση η οποία κινδύνεψε να διασυρθεί ανεπανόρθωτα από την εμμονή του υπουργού της.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, ποιοι έχουν το δίκιο και ποιοι το άδικο με το μέρος τους; Οι πανηγυρίζοντες για την άμεση δράση της κυβέρνησης; Ή οι ελεεινολογούντες επειδή είναι προφανές ότι δεν έλειψαν οι παρεκκλίσεις και οι αστοχίες τόσο στην επιλογή κάποιων προσώπων όσο και σε πρωτοβουλίες που ανελήφθησαν;
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες φορές, η αλήθεια είναι κάπου στο ενδιάμεσο. Όποιος «ψειρίσει» μια – μια τις αποφάσεις που ελήφθησαν θα βρει σίγουρα λάθη, τα οποία μόνον όσοι παραμένουν αδρανείς τα αποφεύγουν. Κοιτώντας, όμως, κανείς τη μεγάλη εικόνα δεν μπορεί να μην δει κάποιες εμφανείς διαφορές της νέας κυβέρνησης από τις προκάτοχες της τόσο στο πρόσφατο όσο και στο απώτερο παρελθόν.
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διηγείτο πριν από μερικά χρόνια πως όταν ανέλαβε το 1981 το υπουργείο Γεωργίας και ζήτησε από το αρμόδιο για τον τομέα ευθύνης του στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, το Πρόγραμμα που θα υλοποιούσαν, η απάντηση που έλαβε έπειτα από πολλούς δισταγμούς του ήταν η αποκάλυψη ότι δεν υπήρχε τίποτε συγκεκριμένο παράμόνον μερικές γενικόλογες διακηρύξεις.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, το 2009, που ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν βέβαιο ότι πήγαινε πλησίστιος για την πρωθυπουργία, στενός συνεργάτης του ο οποίος ρωτήθηκε από τον γράφοντα για την προετοιμασία που έκαναν για την διακυβέρνηση, διατείνονταν ότι «έχουμε έτοιμα νομοσχέδια». Στην πράξη απεδείχθη αμέσως μετά τις εκλογές ότι δεν είχαν τίποτε συγκεκριμένο. Γι΄ αυτό και πολλές καινούργιες ιδέες που είχαν χάθηκαν στην καθυστέρηση εφαρμογής της, προτού έρθει η κρίση χρέους και σαρώσει τα πάντα. 
Με την κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται –επιμένω στο συγκεκριμένο ρήμα- ότι τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Υπήρξε μια σχετική προετοιμασία που για τα εγχώρια δεδομένα δεν είναι κάτι το σύνηθες. Απέχει, ωστόσο, παρασάγγες, από το να δικαιολογεί ισχυρισμούς ότι έχουμε να κάνουμε με αυτό που αποκαλούμε «καλοκουρδισμένη μηχανή».
Αν τα συγκρίνει, όμως, κανείς με τα διεθνώς ισχύοντα, μάλλον με στοιχειώδη πράγματα έχουμε να κάνουμε. Στέλεχος της κυβέρνησης ομολογούσε πρόσφατα ότι «θα γελούν μαζί τους στο εξωτερικό» αν πάμε και τους πούμε πως θεωρείται επιτυχία ότι θα εγκαταστήσουμε στο πρωθυπουργικό γραφείο το ολοκληρωμένο πληροφορικό σύστημα για την παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου σε κάθε υπουργείο.
Σε τρανταχτά γέλια μάλλον θα ξεσπάσουν πολλοί στο εξωτερικό και όταν πληροφορηθούν ότι στη θέση της διευθύντριας του πρωθυπουργικού γραφείου στη Θεσσαλονίκη,την οποία κόσμησαν οι νεαρές ΣΥΡΙΖΑίες που είχαν περπάτησαν στους δρόμους των αγώνων, τώρα κάθεται μια ώριμη αποτυχούσα τέως βουλευτής της ΝΔ που θα παλέψει για το… rebrating της realMacedonia
Χωρίς τέτοιες πρωτοβουλίες, άλλωστε, θα χάναμε πλήρως τον μπούσουλα και θα ήταν σα να άλλαξε γεωγραφική θέση η Ελλάδα και απέβαλε δια μιας το πολιτικό της προσωπικό νοοτροπίες που ισχύουν διακόσια και πλέον χρόνια σε τούτα τα χώματα. Μακάρι, όμως, να είναι μόνον η διευθύντρια του πρωθυπουργικού γραφείου της Θεσσαλονίκης που να μας θυμίζει το αμαρτωλό παρελθόν.
Αν είναι έτσι, τότε είναι μικρό το κακό!