Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση ΝΔ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση ΝΔ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Κάποιος πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες



Όσες ανακοινώσεις και αν κάνει η κυβέρνηση για την πολυθρύλητη επανεκκίνηση της οικονομίας, τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν κάποιος αρμόδιος αξιωματούχος δεν καλέσει τους ιθύνοντες των τραπεζών για να τους υποχρεώσεις να ανοίξουν τη ροή των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις.
Είναι αδύνατο να πάρει μπροστά η χειμαζόμενη λόγω κορωνοϊού οικονομία με μόνες τις κρατικές επιχορηγήσεις. Τα «οκτακοσάρια» που δόθηκαν ή εξακολουθούν να δίνονται από το δημόσιο ταμείο δεν αρκούν ούτε για τα στοιχειώδη. Και δεν θα αρκέσουν ακόμη και αν ριχθούν στην αγορά όλα τα αποθεματικά του Κράτους, όπως κάποιοι –μάλλον ανεύθυνα- ζητούν.
Αλλά και ο «πακτωλός» των ευρωπαϊκών κονδυλίων –περί τα 60 δισ. ευρώ για την επόμενη επταετία- που έχει εξαγγελθεί ότι θα διατεθούν για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να αποδεχθούν ανεπαρκή εφόσον δεν συνοδευτούν από την αναγκαία μόχλευση, τη δυνατότητα δηλαδή να επενδυθούν μεγαλύτερα κεφάλαια από αυτά τα οποία πραγματικά έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις.
Με άλλα λόγια, επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει όσο το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αρκείται στη σιγουριά των υψηλών προμηθειών που καρπώνεται από τη ραγδαία επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και δεν ασκεί το βασικό καθήκον που έχουν από τη φύση τους τα πιστωτικά ιδρύματα και το οποίο δεν είναι άλλο από το να χορηγούν δάνεια και πιστώσεις με προσιτά επιτόκια.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που πήγαν τις τελευταίες ημέρες στις τράπεζες ακούγοντας τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μια σειρά χρηματοδοτικά εργαλεία που υποτίθεται ότι έχουν τεθεί στη διάθεσή τους προκειμένου να σταθούν όρθιοι και να μη γονατίσουν από τις συνέπειες που είχε στον οικονομικό πεδίο η υγειονομική κρίση, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ψυχρολουσία.
Δυστυχώς, οι όροι και οι προϋποθέσεις που τους τίθενται προκειμένου να χρηματοδοτηθούν είναι μάλλον αποτρεπτικοί. Ακόμη και συνεπείς δανειολήπτες έρχονται αντιμέτωποι με τόσα εμπόδια που φεύγουν απογοητευμένοι από τα τραπεζικά καταστήματα καθώς αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει «μπαταχτσήδες» όπως μαρτυρούν οι εγγυήσεις που τους ζητούνται και που είναι αδύνατον να καλυφθούν.
Η στάση που τηρούν τα τραπεζικά στελέχη «καίει πάρα πολύ κόσμο» στον χώρο των επιχειρήσεων, λένε άνθρωποι που έχουν (επί)γνωση της κατάστασης που δημιουργείται τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά. Για παράδειγμα, εκτιμήσεις που είναι εν γνώσει κυβερνητικών αξιωματούχων αναφέρουν ότι από τις περίπου 30.000 επιχειρήσεις που έχουν ζητήσει να ενταχθούν στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, είναι ζήτημα αν έχουν μέχρι στιγμής ικανοποιηθεί 300 με 400 εταιρίες σε όλη τη χώρα.
Παρόλο που το ΤΕΠΙΧ ΙΙ είναι πρόγραμμα χορηγήσεων δανείων για Κεφάλαιο Κίνησης με διετή επιδότηση σε ποσοστό 100% των επιτοκίων, οι τράπεζες αρνούνται προκλητικά να ακολουθήσουν τις «παραινέσεις» του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη να μην ζητούν εγγυήσεις για τις χορηγήσεις.
Οι καταγγελίες που φθάνουν στην κυβέρνηση είναι πολλές και κάνουν λόγο για απειλές λουκέτου από επιχειρήσεις που στη διάρκεια της καραντίνας στέγνωσαν από ρευστότητα και δυσκολεύονται να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους. Υγιείς εταιρίες που δεν χρωστούν πουθενά και επιζητούν χρηματοδότηση για να επεκτείνουν το δίκτυο πωλήσεων τους βρίσκουν απέναντί τους ένα ψηλό και ανυπέρβλητο τείχος άρνησης που υψώνουν οι τραπεζίτες με τις παράλογες εγγυήσεις που απαιτούν.
Επισείοντας, μάλλον προσχηματικά, τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια «νέα γενιά κόκκινων δανείων», αλλά στην πραγματικότητα εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ορίζονται στις θέσεις τους από τους δανειστές, οι διοικούντες τις συστημικές τράπεζες αγνοούν προκλητικά τόσο τις νουθεσίες της κυβέρνησης όσο και τις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται στη χώρα.
Πριν από μερικούς μήνες χρειάστηκε να κληθούν στο Μέγαρο Μαξίμου για να πειστούν να βάλλουν κάποιο φρένο στο κρεσέντο της αύξησης των προμηθειών στις τραπεζικές συναλλαγές που -κατά παράβαση κάθε έννοιας ανταγωνισμού- είχαν όλες μαζί αποφασίσει να εφαρμόσουν. Λέγεται ότι τότε χρειάστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να τους προειδοποιήσει με κυρώσεις για να δείξουν ότι συμμορφώνονται, χωρίς, ωστόσο, να πάρουν πίσω όλες τις χρεώσεις που στο μεταξύ είχαν επιβάλει.
Κάποιος, λοιπόν, πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες, οι οποίες αν υφίστανται σήμερα το οφείλουν στους Έλληνες φορολογουμένους που πλήρωσαν αδρά για τη διάσωσή τους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αφεθούν να συνεχίσουν την έως τώρα κοντόθωρη τακτική τους να μη δίνουν δάνεια και να βολεύονται με τα έσοδα από τις προμήθειες, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα αποδειχθεί άπιαστος στόχος.
Ζητείται τόλμη!

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Αν το Μεταναστευτικό ήθελε τον στρατηγό του, τον βρήκε!


Δύο φορές, στη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, στην οποία πλαισίωσε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα για να παρουσιάσουν από κοινού το σχέδιο για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής- προσφυγικής κρίσης, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Αλκιβιάδης Στεφανής δεν κατάφερε να κρύψει την προηγούμενη ιδιότητά του, εκείνη του στρατιωτικού.
Την πρώτη φορά, περιγράφοντας τις δομές διαμονής των μεταναστών και προσφύγων, χρησιμοποίησε, μάλλον εν τη ρύμη του λόγου, τον όρο «στρατωνίζονται». Kαι όταν αντελήφθη τον καγχασμό που δικαιολογημένα προκάλεσε στους δημοσιογράφους, το απέδωσε στη 42χρονη προϋπηρεσία του στις Ένοπλες Δυνάμεις, κάνοντας μάλιστα χρήση της ρήσης «το αίμα νερό δεν γίνεται».
Αλλά και στην περιγραφή του Σχεδίου την οποία έκανε εν συνεχεία δεν φάνηκε έτοιμος να αποβάλει, τουλάχιστον από τον λόγο του, τη στρατιωτική ορολογία. «Ξέρετε έχουμε -θα χρησιμοποιήσω έναν όρο από το background μου- μια επιχείρηση σε εξέλιξη», είπε σε μια αποστροφή της τοποθέτησής του. «Σε μία επιχείρηση καθημερινά αξιολογείς την κατάσταση και καθημερινά αναδιαμορφώνεις τις επιλογές σου», συμπλήρωσε.
Το Μεταναστευτικό έχει, εκ των πραγμάτων, αναδειχθεί ως το υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα που δοκιμάζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι προφανείς δυσκολίες χειρισμού του, εξάλλου, αποτυπώνονται ανάγλυφα και στις παλινωδίες αναφορικά με το κυβερνητικό στέλεχος που θα έχει την ευθύνη της «καυτής πατάτας», δηλαδή της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής με τρόπο που να φαίνεται διαφορετική από όσα γινόταν τα προηγούμενα χρόνια.
Η επιλογή της κατάργησης του αυτόνομου υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν αποδείχθηκε πολύ καλή ιδέα. Όπως και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ενώ και ο ορισμός του Γιώργου Κουμουτσάκου ως αναπληρωτή υπουργού υπό τον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη μάλλον ενέτεινε τη σύγχυση, ιδίως μετά την πρωτοβουλία του τελευταίου να πάει στη Μόρια και να τα βρει όλα εν τάξει.
Στην πορεία ενεπλάκη στην υπόθεση και ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, μέχρι που δόθηκε η πρωτοκαθεδρία στον υφυπουργό Στεφανή, ο οποίος ορίστηκε συντονιστής και με αυτή την ιδιότητα παρουσίασε χθες την κυβερνητική πολιτική απόντος του αναπληρωτή υπουργού που είναι αρμόδιος για τη Μεταναστευτική Πολιτική.
Το μείζον, ωστόσο, ζήτημα με το κυβερνητικό σχέδιο για το Μεταναστευτικό δεν είναι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που θα το χειριστούν. Αν ήταν έτσι, με μια δύο ή και τρεις… δοκιμές ακόμη μπορεί να βρισκόταν ο καταλληλότερος. Πολύ περισσότερο που ο στρατηγός Στεφανής δείχνει να είναι ικανός και εργατικός.
Οι φιλόδοξοι στόχοι του κυβερνητικού σχεδίου είναι το πρόβλημα. Διότι η επίτευξή τους δεν εξαρτάται ούτε από την… επιχειρησιακή ικανότητα του στρατηγού Στεφανή. Ούτε, βεβαίως, από τη διπλωματική δεινότητα του Γιώργου Κουμουτσάκου. Εξαρτάται απολύτως από τη ροή των μετακινήσεων προς –και από- τη χώρα μας που ορίζει το καθεστώς Ερντογάν. «Εάν δεν σταματήσουν οι ροές να έρχονται με την ταχύτητα που έρχονται, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι», παραδέχθηκε ο υφυπουργός – συντονιστής.
Δυστυχώς, η πεποίθηση για βελτίωση της κατάστασης η οποία δημιουργήθηκε σε κάποιους κυβερνητικούς ιθύνοντες κατά τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη, απεδείχθη ότι δεν ήταν παρά μια αφελής εκτίμηση.
Από την επομένη του τετ α τετ Μητσοτάκη – Ερντογάν, βοηθούσης και της φθινοπωρινής καλοκαιρίας, οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά δραματικό τρόπο τόσο στα ελληνικά νησιά όσο και στον Έβρο. Χωρίς την ίδια ώρα να δεχθούν οι Τούρκοι την παραμικρή επιστροφή, όπως προβλέπει η κοινή δήλωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση που γι΄ αυτό το σκοπό έχει δώσει ουκ ολίγα κονδύλια στην Άγκυρα.
Παρά ταύτα, ο στρατηγός Στεφανής εμφανίστηκε χθες αισιόδοξος ότι «το Ενιαίο Πρόγραμμα Επιτήρησης Θαλασσίων Συνόρων και τα μέσα που αγοράζουμε τώρα», θα «μας δώσουν τη δυνατότητα να έχουμε παρατήρηση από την ώρα που ξεκινά μια δράση από την απέναντι πλευρά». Ο ίδιος, όμως, παραδέχθηκε ότι «αυτή τη στιγμή, δεν γίνεται αυτό». Αλλά δεν εξήγησε γιατί θα γίνεται από εδώ και πέρα.
Όπως δεν εξήγησε με ποιον μαγικό τρόπο θα καταφέρει, όπως δεσμεύτηκε, να κλείσει μέσα σε έξι μήνες τις «Μόριες» του Ανατολικού Αιγαίου και στη θέση τους να δημιουργήσει εξ υπαρχής κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα με δυναμικότητα φιλοξενίας για το καθένα περισσότερων από 5000 ατόμων. Τα οποία θα διαβούν εκεί υπό ανθρώπινες συνθήκες, αλλά το γεγονός ότι δεν θα κυκλοφορούν ελεύθεροι θα στέλνει αποτρεπτικό μήνυμα σε νέους απρόσκλητους επισκέπτες.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, το Μεταναστευτικό είναι ένα πολύπτυχο και πολυσύνθετο πρόβλημα που ταλανίζει πολλές χώρες και πολλές κοινωνίες. Και, ως εκ τούτου, δεν αντιμετωπίζεται όπως μια στρατιωτική επιχείρηση. Είναι καλό για την κυβέρνηση που βρήκε έναν… φιλότιμο στρατηγό, ο οποίος, ενδεχομένως από αίσθηση καθήκοντος, ανέλαβε την ευθύνη του χειρισμού του. Πλην, όμως, αν τον αφήσουν να το φέρει εις πέρας μόνος του, όπως είχαν κάνει οι προηγούμενοι κυβερνώντες με τον Γιάννη Μουζάλα, το αδιέξοδο μάλλον θα μεγαλώνει.
Όπως απεδείχθη τα προηγούμενα χρόνια ότι δεν αρκούσε η ανάθεση της ευθύνης στον έμπειρο γιατρό Μουζάλα, με προϋπηρεσία σε ανθρωπιστικές αποστολές και γνώστη της λειτουργίας των ΜΚΟ, έτσι, είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί και τώρα, ότι η μεταναστευτική κρίση υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνάμεις που μπορεί να καταβάλει ο στρατηγός Στεφανής.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Όταν παίζεις «εν ου παικτοίς», αποστρατεύεσαι και πριν τα 40!


Για να μη νομίζουμε ότι έχουμε το προνόμιο στην αποκλειστικότητα της παραδοξολογίας και να μην… αυτομαστιγωνόμαστε διαρκώς για τα κακώς κείμενα που κατατρύχουν τις ζωές μας, ας ρίξουμε μια ματιά στην πολιτική ζωή της Ισπανίας, οι ψηφοφόροι της οποίας κλήθηκαν στις κάλπες για τέταρτη φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Στην πιο πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση που διεξήχθη την περασμένη Κυριακή, επειδή τον περασμένο Απρίλιο οι πολιτικές δυνάμεις δεν τα βρήκαν για να σχηματίσουν βιώσιμη κυβέρνηση, τα πράγματα έγιναν χειρότερα από πριν και το αδιέξοδο είναι, στην πραγματικότητα, πολύ μεγαλύτερο.
Οι πλειοψηφούντες Σοσιαλιστές του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσες έχασαν 700 χιλιάδες ψηφοφόρους, υποχωρώντας από το 28,3% στο 28% και, έτσι, από 123 έδρες, που τους έδωσαν οι κάλπες του Απριλίου, τώρα έχουν 120, σε ένα Κοινοβούλιο με 350 μέλη.
Οι βασικοί τους σύμμαχοι, οι αριστεροί Podemos του Πάμπλο Ιγκλέσιας, με τους οποίους θέλουν να κάνουν τώρα κυβερνητική συνεργασία, έχασαν επίσης 700 χιλιάδες ψηφοφόρους, υποχωρώντας κατά μιάμιση μονάδα (από 14,3% στο 12,8%) και χάνοντας επτά βουλευτές (από 42 έχουν τώρα 35).
Εκείνοι, όμως, που έπαθαν πανωλεθρία άνευ προηγουμένου είναι οι «Πολίτες» του Άλμπερτ Ριβέρα, το κεντρώας κατεύθυνσης κόμμα που διεκήρυσσε φιλελεύθερες και εκσυγχρονιστικές θέσεις οι οποίες είναι κοντινές με όσα ευαγγελιζόταν το εγχώριο «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη.
Στο επτάμηνο που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις απώλεσε τα 2/3(!) των ψηφοφόρων του (τους γύρισαν την πλάτη δυόμισι εκατομμύρια Ισπανοί που τους είχαν ψηφίσει τον Απρίλιο) και περιθωριοποιήθηκαν καθώς έμειναν με 10 βουλευτές (από 54), ενώ ο φέρελπις Ριβέρα οδηγήθηκε στην παραίτηση.
Τα τρία αυτά κόμματα ήταν υπεύθυνα για το γεγονός ότι η Ισπανία αδυνατεί να αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση και η πολιτική ζωή της χώρας οδηγείται από κάλπη σε κάλπη, χάρις και στην απλή αναλογική που επιτρέπει τον κατακερματισμό των δυνάμεων. Οι ψηφοφόροι τούς τιμώρησαν και τους υποχρέωσαν να επιδιώξουν την κυβερνητική συνεργασία που πριν δεν ήθελαν να συνάψουν.
Μόνον, όμως, που η κυβερνητική συνεργασία θα γίνει πλέον υπό πολύ χειρότερες συνθήκες. Μετά τις κάλπες του Απριλίου οι Σοσιαλιστές, οι Podemos και οι «Πολίτες» είχαν πλειοψηφία 219 εδρών. Τώρα μόλις και μετά βίας συγκεντρώνουν 165 βουλευτές. Και έτσι η κυβέρνηση που θα σχηματισθεί –με ή χωρίς τους «Πολίτες»- από τους Σάντσες και Ιγκλέσιας θα έχει απέναντί της μια ενισχυμένη Δεξιά και μια επελαύνουσα Ακροδεξιά.
Το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του 38χρονου Πάμπλο Κασάδο ανέκαμψε εκλογικά κερδίζοντας σχεδόν τέσσερις μονάδες περισσότερες από τον Απρίλιο και, φθάνοντας στο 20,8%, ανέβασε τις έδρες του από 66 σε 88. Ενώ την ίδια ώρα το μέχρι πριν ένα χρόνο περιθωριακό VOX κέρδισε ένα εκατομμύριο επιπλέον ψηφοφόρους και με το 15,1% που απέσπασε έγινε η τρίτη πολιτική δύναμη, καταλαμβάνοντας 52 έδρες (από 24 τον Απρίλιο).
Αν υπάρχει κάποιο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να εξαχθεί από όλα αυτά είναι ότι η πολιτική δεν είναι ένα παιχνίδι που παίζεται «εν ου παικτοίς». Με άλλα λόγια, η λαϊκή ετυμηγορία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπίζεται σαν παιχνίδι το οποίο μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί μέχρις ότου  επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για όσους «κρατούν το πεπόνι και το μαχαίρι».
Γενικεύοντας τον κανόνα, θα λέγαμε ότι οι αποφάσεις των πολιτικών, είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, δεν μπορεί να λαμβάνονται ερήμην των πολιτών. Τα κόμματα παντού στον κόσμο κατεβαίνουν στις εκλογές με στόχο, αφενός να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για το οποίο ψηφίστηκαν και, αφετέρου, για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες όσων τους ψήφισαν.
Υπό αυτό το πρίσμα, όσο παράλογο είναι αυτό που έγινε στην Ισπανία, όπου χρειάστηκαν να στηθούν τέσσερις φορές κάλπες για να συγκροτήσουν –παρά τους πανηγυρισμούς των ομοϊδεατών τους στη χώρα μας- μια πολύ ασταθή κυβερνητική συνεργασία, άλλο τόσο ακατανόητα είναι αρκετά από όσα διαμείβονται στην εγχώρια πολιτική σκηνή, παρόλο που εμείς τον περασμένο Ιούλιο αποφύγαμε τον φαύλο κύκλο της πολιτικής αστάθειας και της αέναης επανάληψης των εκλογών.
Η απόπειρα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το Mεταναστευτικό χωρίς να έχει προετοιμάσει την κοινή γνώμη και κυρίως το τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος, το οποίο είχε πείσει προεκλογικά ότι οι λύσεις που είχε έτοιμες ήταν εύκολες και ανώδυνες, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει ότι οι αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων δεν λαμβάνονται εν κενώ.
Από την άλλη, δεν περνά απαρατήρητη και η αλλοπρόσαλλη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα ζητήματα που αφορούν την πάταξη της ανομίας που απασχολούν την επικαιρότητα των ημερών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει προ πολλού να είναι το περιθωριακό κόμμα του παρελθόντος και η σύνθεση των ψηφοφόρων του, που τον κράτησαν στο 31,6%, δεν συγκινείται από κραυγές κατά του (ανύπαρκτου) «αστυνομικού κράτους».
Αν έχουν απορίες, ας ρωτήσουν τον Άλμπερτ Ριβέρα, ο οποίος από φέρελπις αστέρας που ανέβαινε κατακόρυφα στο πολιτικό στερέωμα της Ισπανίας, βρέθηκε αίφνης εκτός νυμφώνος και οδηγήθηκε σε- προσωρινή ή μόνιμη, θα φανεί- αποστρατεία, προτού καλά- καλά γίνει σαράντα χρονών, τα οποία κλείνει αύριο!