Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Eurogroup. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Eurogroup. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ο κ. Σόιμπλε και οι τρύπες στο νερό



«Αν το υπουργείο Οικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με τραπεζογραμμάτια, να τις θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας, να ξεθάψουν πάλι τα τραπεζογραμμάτια (αφού, βεβαίως, αποκτήσουν το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό διαγωνισμό), δεν θα υπήρχε πλέον ανεργία», έγραψε πριν από σχεδόν επτά δεκαετίες ο μεγάλος διανοητής της οικονομικής σκέψης Τζον Μέυναρτ Κέινς.
Όπως εξηγούσε στο μνημειώδες έργο του «Γενική Θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», από το οποίο προέρχεται το συγκεκριμένο απόσπασμα, «με τη συνδρομή των επιπτώσεων» που θα είχε μια τέτοια πρωτοβουλία, «το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας, καθώς επίσης και ο πλούτος της, θα αυξανόταν». Προς άρση δε τυχόν παρεξηγήσεων πρόσθετε πως «θα ήταν, ασφαλώς λογικότερο να ανεγερθούν οικίες και να γίνου ανάλογα έργα». Συμπλήρωνε, όμως, ότι «αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες γι΄ αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε».
Μου ήρθαν στο νου οι αναφορές αυτές του κορυφαίου οικονομολόγου παρακολουθώντας όλες τις τελευταίες μέρες την πρεμούρα της κυβέρνησης να ψηφιστεί άρον – άρον το περίφημο πολυνομοσχέδιο πριν από την άφιξη στην Αθήνα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έτσι ώστε την επομένη –καθόλου τυχαία προφανώς- να εκταμιευθεί  το πρώτο μέρος της δόσης που ενέκρινε πρόσφατα το Eurogroup.
Ο κ. Σόιμπλε θα το βρει ψηφισμένο το πολυνομοσχέδιο που επέβαλαν οι επιτετραμμένοι του. Μόνον, όμως, που σε κανένα από τα εκατό και βάλε άρθρα του δεν θα βρει κανείς το πνεύμα του Κέινς και την έμφαση που εκείνος έδινε στη σημασία της απασχόλησης ως βασικού προσδιοριστικού παράγοντα για την αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου της κοινωνίας.
Ο Γερμανός υπουργός και οι ομοϊδεάτες του που έχουν το «πάνω χέρι» στην ευρωζώνη υποβάλουν εδώ και τριάμισι χρόνια την ελληνική οικονομία στο ανελέητο σισύφειο μαρτύριο να ανοίγει τρύπες που αντί να αυξάνουν, όπως ήθελε ο Κέινς με το παράδειγμα που επικαλέστηκε, μειώνουν τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την αδηφάγο ύφεση που καταστρέφει δουλειές, επιχειρήσεις, ζωές.
Την ώρα που η ελληνική οικονομία αργοπεθαίνει από την έλλειψη ρευστότητας, την επενδυτική άπνοια και την υπερφορολόγηση, κυρίαρχο στοιχείο για τη χώρα αναδεικνύεται, εξαιτίας της ιδεοληπτικής εμμονής των δανειστών μας για ανατροπές στο status του ελληνικού δημοσίου, το αν η δημοτική αστυνομία θα αλλάξει όνομα και θα γίνει διοικητική αστυνομία.
Χωρίς διάθεση υπεράσπισης του ελληνικού δημοσίου, ως Έλλην φορολογούμενος πολίτης θυμώνω με την επιμονή αυτή, όπως -πολύ περισσότερο- και με την αποδοχή της από το περιδεές εγχώριο πολιτικό προσωπικό, όταν κανείς δεν εξηγεί ποιο θα είναι το δημοσιονομικό ή άλλο όφελος από οριζόντια μέτρα αυτού του είδους που πίπτουν επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων, επιόρκων ή και ευόρκως ασκούντων τα καθήκοντά τους.
Αναρωτιέμαι δε αν από όσους κυβερνητικούς παράγοντες θα έχουν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με τον κ. Σόιμπλε θα βρει κάποιος το σθένος να του πει τις άβολες αλήθειες που είναι βέβαιο ότι δεν θέλει να ακούσει ο Γερμανός υπουργός. Όχι δεν αναφέρομαι στα όσα λέγονται για τις πολεμικές επανορθώσεις που η χώρα του δεν έχει πληρώσει στην Ελλάδα από την περίοδο της κατοχής. Εκεί είναι βέβαιο ότι είναι εξοπλισμένος με –διπλωματικά και άλλα- επιχειρήματα και εύκολα θα ξεφύγει.
Εκεί που θεωρώ ότι δεν θα μπορέσει να ξεφύγει εύκολα είναι αν προειδοποιηθεί ότι, όσο μας καταδικάζει να… ανοίγουμε τρύπες στο νερό, αυτό αργά ή γρήγορα θα στραφεί εναντίον της χώρας του και των φορολογουμένων της. Κι αυτό διότι, όσο τα δάνεια που μας χορηγούνται δεν κατευθύνονται στην αύξηση του εγχώριου προϊόντος, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρουν πίσω έστω και ένα μέρος του κεφαλαίου τους, κάτι που είναι πολύ πιθανό να συμβεί και… χωρίς να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμη και αν ο κ. Σόιμπλε δείξει να το ξέρει και να το έχει υπολογίσει, είναι βέβαιο ότι δεν το ξέρουν και δεν το έχουν υπολογίσει οι Γερμανοί ψηφοφόροι που θα κρίνουν τον ίδιο και την κυβέρνηση του σε δέκα εβδομάδες από σήμερα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 15.7.2013)

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Υπάρχει εναλλακτική στην «τσιγκούνα θεία»;


           Κακώς, κάκιστα ίσως, δεν εξαιρέθηκαν εξ αρχής από το «κούρεμα» οι μικροκαταθέτες των κυπριακών τραπεζών. Και δεν χρειάζεται να μας το πει ο «πολύς» Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ο οποίος πριν από ένα χρόνο επέμενε άτεγκτα να περιληφθούν στο απείρως πιο καταστροφικό ελληνικό PSI οι Έλληνες μικροομολογιούχοι που και αυτοί αποταμιευτές ήταν, δεν ήταν ούτε επενδυτές, ούτε κερδοσκόποι.
          Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι η πολύ πιθανή απαλλαγή των Κυπρίων μικροκαταθετών ουδόλως αλλάζει τα δυσμενή δεδομένα του ασύμμετρου οικονομικού πολέμου που διαδραματίζεται στην Κύπρο. Ακόμη δε χειρότερα, η επικέντρωση της όλης συζήτησης στους μικροκαταθέτες, μόνον ως υπεκφυγή και αποπροσανατολισμός λειτουργεί και δεν μετριάζει τη ζημιά που σίγουρα προκαλείται από το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ευρώπη «μπαίνει χέρι» στους τραπεζικούς λογαριασμούς.
          Εξάλλου, είτε εξαιρεθούν ολοσχερώς οι μικροκαταθέτες από το «κούρεμα», είτε μειωθεί το ποσοστό της δικής τους συμμετοχής, ο βαρύς λογαριασμός που καλείται να πληρώσει η μικρή Κύπρος για να περισώσει ό,τι περισώζεται από το υπερτροφικό τραπεζικό της σύστημα, το οποίο από μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της μετατράπηκε σε ασήκωτο βαρίδι που απειλεί να την βουλιάξει οικονομικά, δεν φαίνεται να αλλάζει ουσιαστικά.
          Δυστυχώς, η «τσιγκούνα θεία», όπως μάλλον εύστοχα, αποκάλεσε την Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, ο αρχηγός του αντιπάλου γερμανικού κόμματος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, δεν πρόκειται να γίνει ξαφνικά γενναιόδωρη και να απαρνηθεί την τευτονική πειθαρχία την οποία βάλθηκε να να επιβάλει από άκρου εις άκρον της Ευρώπης.
         Αν δει, όμως, κανείς χωρίς συναισθηματισμούς το πρόβλημα της Κύπρου, με λύπη διαπιστώνει ότι το ακόμη μεγαλύτερο δυστύχημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι στην πολιτική της Μέρκελ δεν προβάλλεται καμία σοβαρή εναλλακτική πρόταση που να συνιστά ουσιαστική λύση στο αδιέξοδο ενώπιον του οποίου βρίσκεται η αδύναμη κυπριακή ηγεσία.
         Δεν είναι μόνον ότι καμία από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης –ακόμη και από αυτές που κινδυνεύουν λίαν συντόμως να βρεθούν στη θέση της Λευκωσίας- δεν εξέφρασε αντιρρήσεις στις αποφάσεις που επέβαλε ο Β. Σόιμπλε τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου στο Eurogroup.
         Είναι, κυρίως, ότι τόσο πριν όσο μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup δεν βρέθηκε κανείς –στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο- πρόθυμος να βάλει το χέρι στη δική του τσέπη και να προσφέρει στην Κύπρο τα χρήματα που χρειάζεται ή έστω να υποδείξει μια άλλη πηγή από την οποία θα μπορούσαν να αντληθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια.
         Βλέπετε, ακόμη και οι «ομόδοξοι» Ρώσοι του Β. Πούτιν, κατέστησαν σαφές ότι ενδιαφέρονται πρωτίστως να μη θιγούν οι συμπατριώτες τους που πήγαν τα «μαύρα» τους στο νησί, ενώ φαίνεται να είναι διστακτικοί ακόμη και για να ανανεώσουν το «δανειάκι» των περίπου τριών δισ. ευρώ που –προφανώς με το αζημίωτο- χορήγησαν παλαιότερα στην κυπριακή κυβέρνηση.      
         Κακά τα ψέματα, το ποσό των συνολικά 17 δισεκατομμυρίων ευρώ που απαιτείται για το πρόγραμμα «διάσωσης» (;) της κυπριακής οικονομίας δεν πρόκειται να μειωθεί και τα 5,6 δισ. ευρώ που είναι αναγκαία για να μπορέσουν να σταθούν όρθιες οι κυπριακές τράπεζες δεν θα «πέσουν από τον ουρανό».
         Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυπριακή ηγεσία δεν έχει παρά να σταθμίσει με ψυχραιμία την κατάσταση, να εξαντλήσει τη δημιουργική της φαντασία και να αναζητήσει τη βέλτιστη λύση για τους πολίτες της. Χωρίς, όμως, περαιτέρω χρονοτριβές και ατέρμονες υπεκφυγές.
          Όπως, άλλωστε, αποδείχθηκε, η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες με τις αμφιθυμίες της κυβέρνησης του Δημήτρη Χριστόφια, δεν μετρίασε τη ζημιά, μάλλον την επαύξησε. Το ίδιο προφανώς ισχύει και τώρα όσο η κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη ακολουθεί την πεπατημένη και νομίζει ότι κερδίζει κάτι αναβάλλοντας την λήψη αποφάσεων και κρατώντας κλειστές τις τράπεζες.

                    (Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 19.3.2013)

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Πόνος, αλλά με… δόσεις ελπίδας


Προσεγγίζοντας τις αποφάσεις του Eurogroup με την ψυχραιμία που απαιτούν οι περιστάσεις και  χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της ανάγκης της μιας πλευράς για πανηγυρισμούς ή της επιμονής άλλων στην καταστροφολογία και στη μόνιμη κινδυνολογία, δύο είναι τα στοιχεία που τις συνθέτουν: πόνος και ελπίδα.
Για όποιον δεν θέλει να έχει αυταπάτες ή να τρέφει ιδεοληπτικές εμμονές, οι αποφάσεις των εταίρων και δανειστών μας για τη μελλοντική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι μονοσήμαντες και ούτε χωρούν σε απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα περί απόλυτου καλού ή κακού.
Περιέχουν, αναμφισβήτητα, μεγάλες δόσεις κοινωνικού πόνου που θα προκληθεί από τη σιδηρά πειθαρχία που απαιτεί η απαρέγκλιτη εφαρμογή του επώδυνου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να επιτευχθούν τα επόμενα  χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα τέτοια που να καθιστούν το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος «βιώσιμο» και άρα αντιμετωπίσιμο.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι χωρίς την αλληλεγγύη των εταίρων μας, ο «ξαφνικός θάνατος» με τον οποίον απειλούνταν εδώ και καιρό η ελληνική οικονομία, μπορεί να θεωρείται πλέον ότι ξεπεράστηκε. Οι αποφάσεις, άλλωστε, των Βρυξελλών αυτό που κυρίως έκαναν είναι ότι έστειλαν παντού το πολυσήμαντο μήνυμα πως η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει αναπόσπαστο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η μέγγενη, ωστόσο, των επώδυνων υφεσιακών μέτρων που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, συνδυάζεται, πλέον, με τις ελπίδες που καλλιεργούν οι «ανάσες» που δίνει το «κοκτέιλ» των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας που αποφασίστηκαν και δημιουργούν τις συνθήκες για να σταθεροποιηθεί η οικονομία μας και να μπει, επιτέλους, φρένο στη διαρκή αβεβαιότητα και στην περιδίνηση που προκαλεί το «σπιράλ θανάτου» στο οποίο βρισκόμαστε παγιδευμένοι την τελευταία τριετία.         
Ο δρόμος, ωστόσο, που έχει να διανύσει η ελληνική κοινωνία τα επόμενα χρόνια είναι μακρύς και δύσκολος. Είναι δρόμος που δεν στρώθηκε αίφνης με ροδοπέταλα, αλλά μπορεί, εφεξής, να θεωρείται περισσότερο βατός. Εξακολουθεί να είναι δρόμος ανηφορικός, αλλά μοιάζει, πλέον, να μην είναι αδιάβατος.
Στον περίπλοκο κόσμο που ζούμε επικρατεί το σλόγκαν ότι «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα». Υπό αυτή την έννοια, οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας είναι, αναμφίβολα, βαριές και τα καθήκοντα που έχει η σημερινή κυβέρνηση πολύ δύσκολα.
Το κυριότερο, όμως, από τα καθήκοντα αυτά είναι να πείσει την ελληνική κοινωνία, αλλά την διεθνή κοινή γνώμη, ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Και θα προχωρήσει, χωρίς περισπασμούς, σε όλες εκείνες τις αποφάσεις που θα εμπεδώνουν από τη μια το αίσθημα δικαιοσύνης στην εφαρμογή των μέτρων και από την άλλη το κλίμα εμπιστοσύνης στις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που είναι η ώρα να βγουν μπροστά και να ηγηθούν της δύσκολης προσπάθειας που ξεκινά για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. 
Εν κατακλείδι, και πέρα από τους αδυσώπητους αριθμούς που συνοδεύουν τις αποφάσεις του Eurogroup, εκείνο που θα κρίνει την αποτελεσματικότητά τους είναι οι δόσεις ελπίδας που θα αισθανθεί η ελληνική κοινωνία ότι μετριάζουν τον αναμφισβήτητο κοινωνικό πόνο.
Και, φυσικά, η προοπτική ότι, προϊόντος του χρόνου, οι θυσίες θα πιάνουν τόπο και ο πόνος θα γίνεται όλο και μικρότερος, μέχρι να ξαναμπούμε στην ανοδική φάση και να επανέλθει η ευημερία, όχι μόνον των αριθμών, αλλά και των ανθρώπων!
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.