Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέρκελ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέρκελ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Γιατί, ενώ οι «αριθμοί ευημερούν», οι Έλληνες πιστεύουν ότι είναι φτωχοί;


             Είναι, δίχως αμφιβολία, άκρως ενδιαφέροντα τα στοιχεία για τη φτώχεια τα οποία έφερε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Eurostat και κυρίως η εντυπωσιακή απόκλιση ανάμεσα στον επίσημο δείκτη για τον κίνδυνο φτώχειας που απειλεί τους Ευρωπαίους πολίτες και στην αίσθηση της φτώχειας που δηλώνουν ότι νοιώθουν οι συμπατριώτες μας.

Κατά μέσο όρο, λοιπόν, το πραγματικό ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούνται φτωχοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, σύμφωνα με την Eurostat, 22,5%. Ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες που δηλώνουν ότι οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι φτωχοί φθάνουν στο 24,8%. Η απόκλιση ανάμεσα στα δύο δεδομένα είναι πολύ μικρή και αυτός είναι ένας κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των χωρών, σε ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, η αίσθηση φτώχειας είναι μικρότερη από εκείνη που αναγνωρίζεται από τους επίσημους δείκτες.

Παραδόξως, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δεδομένα τα οποία αφορούν τη δική μας χώρα. Με βάση τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, το επίσημο ποσοστό φτώχειας των Ελλήνων υπολογίζεται ότι είναι στο 18,9% και στη σχετική κατάταξη καταλαμβάνουμε την όγδοη θέση πριν από το τέλος.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, όταν ερωτώνται οι ίδιοι οι Έλληνες, το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι αισθάνονται φτωχοί ή ότι απειλούνται από τη φτώχεια, εκτινάσσεται στο ανυπέρβλητο 67,1%. Ένα ποσοστό το οποίο μας εμφανίζει να είμαστε ο λαός που αισθανόμαστε ότι είμαστε φτωχοί πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην Ευρώπη.

Με απλά λόγια, ενώ φτωχός θεωρείται επισήμως μόνον ένας στους πέντε Έλληνες, στην πραγματικότητα δύο στους τρεις συμπατριώτες μας πιστεύουν ότι είναι φτωχοί ή ότι κινδυνεύουν από τη φτώχεια.

Είναι πολλά τα ερωτήματα που ανακύπτουν εξαιτίας αυτής της κολοσσιαίας απόκλισης που εμφανίζουν τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας. Ποια είναι η αλήθεια σε αυτά τα ευρήματα και που εμφιλοχωρεί η υπερβολή; Είναι σωστά τα στοιχεία που συλλέγει και παρουσιάζει η Eurostat ή οι Έλληνες δίνουν ψευδείς απαντήσεις επειδή ενδεχομένως έχουν λανθασμένες εντυπώσεις; Αρεσκόμεθα, άραγε, ως λαός στη γκρίνια και στη «θυματοποίηση»; Ή μήπως έχουμε «εκπαιδευτεί», ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία, στην αμφισβήτηση των δεδομένων που παρουσιάζονται από τους επίσημους θεσμούς;

Ο πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής κ. Μιχάλης Αργυρού, αρθρογραφώντας στο «protothema.gr» παρέθεσε δύο λόγους οι οποίοι κατά την άποψή του εξηγούν το φαινόμενο της απόκλισης. Ο πρώτος ήταν ότι «στην Ελλάδα το επίπεδο οικονομικής γνώσης στο γενικό πληθυσμό είναι πολύ χαμηλό». Και ο δεύτερος ότι «η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των πολιτών της είναι πολύ καλύτερη αυτής που πιστεύει ο μέσος Έλληνας».

Κατά τον οικονομολόγο καθηγητή, «η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά η απασχόληση, οι πραγματικοί μισθοί, η κατανάλωση, οι ιδιωτικές καταθέσεις και έχουν μειωθεί τα ιδιωτικά χρέη». Ως τούτου, ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα όπου 70% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας».

Αναμφίβολα το επίπεδο της οικονομικής γνώσης στη χώρα μας είναι όντως χαμηλό. Το διαπιστώνουμε καθημερινά και με πολλές αφορμές. Παρά ταύτα, όμως, δύσκολα μπορεί να επιχειρηματολογήσει κανείς πειστικά ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη οι άνθρωποι γεννιούνται ή γίνονται εξπέρ στα οικονομικά ώστε να δικαιολογείται αυτή η τεράστια απόκλιση. Τα παγκόσμια στατιστικά για τον οικονομικό αναλφαβητισμό δεν μαρτυρούν κάτι τέτοιο.

Από την άλλη, η Ελλάδα πράγματι δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα στην οποία οι επτά στους δέκα πολίτες της μπορεί να λογίζεται ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας. Πλην, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι τόσοι και ίσως ακόμη περισσότεροι Έλληνες πολίτες είναι σήμερα φτωχότεροι από όσο ήταν πριν από 15 χρόνια.

Μπορεί, όπως υποστηρίζει ο κ. Αργυρού, αλλά και άλλοι από τις τάξεις των ιθυνόντων της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και των δημοσιολογούντων, τα τελευταία χρόνια να βελτιώθηκαν αρκετοί από τους μακροοικονομικούς δείκτες (το ΑΕΠ της χώρας, η απασχόληση, οι καταθέσεις, το κατά κεφαλήν χρέος, κ.ά.), αλλά δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι η αγοραστική δύναμη που διαθέτει το 2024 η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων υπολείπεται σημαντικά από την αντίστοιχη του 2009.

Για να αποκτήσω προσωπική άποψη, ζήτησα από μια γνωστή μου, η οποία είναι τα τελευταία 15 χρόνια διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε υπηρεσία του Δημοσίου, να μου δείξει το εκκαθαριστικό σημείωμα των μηνιαίων αποδοχών της. Ούσα τρίτεκνη μητέρα, επικεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας, η αμοιβή της ανέρχεται στα 856,27 ευρώ το μήνα, ποσό που σημαίνει ότι το συνολικό ετήσιο εισόδημα της οικογένειάς της μόλις και μετά βίας ξεπερνά τις 10.000 ευρώ.

  Είναι απορίας άξιον αν, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, κατατάσσεται στους φτωχούς η συγκεκριμένη γυναίκα, η οποία καλείται με αυτό το πενιχρό εισόδημα να καλύψει ανάγκες στέγασης, σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας και διασκέδασης, αλλά και υποστήριξης των σπουδών των τέκνων της. Αν ληφθούν υπόψιν οι μνημονιακές περικοπές του 13ου και 14ου μισθού, αλλά και οι ασύμμετρες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών, η αγοραστική δύναμη που είχε όταν πρωτοδιορίστηκε στο Δημόσιο έχει υποστεί τεράστια κάμψη και δεν συγκρίνεται με τη σημερινή.  

Όπως και να έχει, η περίπτωσή της δεν είναι εξαιρετική. Διότι, κακά τα ψέματα, στην ίδια κατηγορία ανήκουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στο Δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο μπορεί να ισχύουν ακόμη οι 14 μισθοί, αλλά οι περικοπές δεν έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια, όπως και οι αυξήσεις στις άμεσες και στις -περισσότερο άδικες- έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις.

Οπότε το ερώτημα το οποίο ευλόγως ανακύπτει είναι αν όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι, όπως και η συντριπτική πλειονότητα από τους συνολικά 2,5 εκατ. συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη δεν ξεπερνά τα 700 ευρώ, «δικαιούνται» να αισθάνονται φτωχοί ή πρέπει να «συμβιβαστούν» με την εκτίμηση ότι διαθέτουν «χαμηλό επίπεδο οικονομικής γνώσης». Και, άρα, δεν μπορούν να… αντιληφθούν ότι οι «αριθμοί ευημερούν, παρόλο που οι άνθρωποι υποφέρουν», όπως εύστοχα είχε πριν σχολιάσει πριν από πολλές δεκαετίες ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Ανεξαρτήτως, άλλωστε, του ποιος από τους μνημονιακούς πρωθυπουργούς ήταν περισσότερο αγαπητός στην Άνγκελα Μέρκελ, η ουσία είναι ότι θα μας πάρει ακόμη πολύ χρόνο για να κατακτήσουμε εκ νέου το επίπεδο της ευημερίας που είχαμε πριν από τα Μνημόνια.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Βαλεριάνα για τις αϋπνίες

Σε μια χαλαρή συζήτηση πριν από κάποια χρόνια στο περιθώριο μιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ρώτησα τον τότε υπουργό Παιδείας γιατί οι διορισμοί των αναπληρωτών εκπαιδευτικών δεν γίνονται μήνες προτού να ξεκινήσει το σχολικό έτος έτσι ώστε να μην έχουν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια κάθε χρόνο «κενά» και ορισμένα μαθήματα να φθάνει Νοέμβριος και Δεκέμβριος για να αρχίσουν να διδάσκονται.

«Ακριβώς αυτό το διάστημα ψάχνω να βρω λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα», μου απάντησε. Και με έμφαση, από την οποία κατάλαβα ότι περίμενε να εντυπωσιαστώ, συμπλήρωσε, λέγοντας μου: «Γι΄ αυτόν τον λόγο, τις τελευταίες μέρες κρατάω του διευθυντές του υπουργείου μέχρι τις 5 το πρωί και συζητάμε πως θα το λύσουμε».

Εν τέλει, μάλλον εκείνος εξεπλάγη από την ανταπάντησή μου, αν κρίνω ότι με κοίταζε ως να έβλεπε μπροστά του εξωγήινο όταν δεν… κρατήθηκα και -παρότι λόγω επαγγελματικής ιδιότητας, δεν συγκαταλέγομαι στους πρωινούς τύπους- του είπα: «Δεν μπορώ να φανταστώ ξενύχτηδες υπηρεσιακούς παράγοντες να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα της ημέρας».

Προσπερνώντας, μάλιστα, την έκπληξή του, προσπάθησα να κάνω σαφή την άποψή μου, διερωτώμενος: «Μήπως, αντί να τους κρατάτε όλη νύχτα στο γραφείο, θα έπρεπε να τους δώσετε άτυπη άδεια δύο τριών ημερών για να πάνε να ρεμβάσουν σε κάποια παραλία και να επιστρέψουν από κει υποχρεωμένοι να σας κάνουν ο καθένας την πρότασή του στην οποία θα έχει καταλήξει με καθαρό και ξεκούραστο μυαλό;».

Αν κρίνω από το γεγονός ότι διαιωνίστηκε το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στους διορισμούς αναπληρωτών εκπαιδευτικών, όπως και πολλές άλλες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ο περί ού ο λόγος υπουργός όχι μόνον δεν ενστερνίστηκε τη… φαεινή ιδέα μου, ίσως και επειδή του αμφισβητούσε την εξουσία, αλλά δεν πρέπει καν να την άκουσε.

Άλλωστε το «πέρασμα» του από το υπουργείο Παιδείας ελάχιστοι το θυμούνται πλέον. Και ούτε εγώ θα το θυμόμουν αν δεν είχε διαμειφθεί το περιστατικό που μόλις περιέγραψα.

Ανέσυρα, ωστόσο, στη μνήμη μου την μικρή πικρή αυτή ιστορία, ακούγοντας όσα είπε για τα δικά του… ξενύχτια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας την Πέμπτη στη διαδικτυακή εκπομπή «Meeting Point» του newsbomb.gr, με τη δημοσιογράφο Όλγα Τρέμη. 

«Δεν έχω καμία, μα καμία, αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα νικήσει», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Αυτό που με απασχολεί, αυτό που με κάνει τα βράδια να μην κοιμάμαι, είναι γι' αυτό που θα παραλάβουμε την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε.

Μάλλον άθελά του, ωστόσο, αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας αποκάλυψε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τον ύπνο πρέπει να είναι… χρόνιο. Δεν εξηγούνται, αλλιώς, αυτά που συμπλήρωσε στην ίδια συνέντευξη: «Όταν ήμουν στο Μαξίμου, δεν ήμουν happy traveler, καθόμουν μέχρι τις 3 και 4 το πρωί για να βρω λύσεις σε ασφυκτικές συνθήκες. Και βρήκαμε λύσεις, ρυθμίσαμε το χρέος, βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, φέραμε την ανάπτυξη…», είπε.

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ως λαός, αρεσκόμαστε στο ξενύχτι, ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί έπρεπε ο κ. Τσίπρας να μας πει ότι έμενε ως τις 4 το πρωί στο Μαξίμου για να λύσει προβλήματα, όπως π.χ. για να επιδιώξει τη ρύθμιση του χρέους. Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος μάς έλεγε τότε ότι, αν αντιδρούσαμε σε όσα μας επέβαλλαν εταίροι και σύμμαχοι, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Είναι, πολύ περισσότερο, η απορία με ποιον θα μπορούσε να συνομιλεί αυτές τις μεταμεσονύχτιες ώρες ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ξενυχτούσαν, άραγε, η Μέρκελ, ο Ολάντ ή ο Πούτιν από τον οποίο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περίμεναν να τους δανείσει; Από όσο ξέρουμε, πάντως, ο Ρώσος Πρόεδρος τους το είχε ξεκόψει, λέγοντας ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μιλήσει για λογαριασμό μας στη Γερμανίδα καγκελάριο. 

Άλλο που την ίδια ώρα έπαιρνε στο τηλέφωνο τον Γάλλο Πρόεδρο για να τον πληροφορήσει για τις ανοησίες των δικών μας περί εκτύπωσης νέου νομίσματος.

Κακά τα ψέματα, αυτή η χώρα δεν πάσχει ούτε από την έλλειψη υπερωριακής εργασίας, ούτε από τα μειωμένα ξενύχτια των ανθρώπων που μας κυβερνούν διαχρονικά. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πάσχει, κυρίως, επειδή εντός του κανονικού ωραρίου δεν λαμβάνονται οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, με βάση τα δεδομένα της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ξενύχτι συμβάλει στην αναψυχή. Μόνον, όμως, που, αν γίνεται κατά σύστημα, μειώνει και δεν αυξάνει την αποδοτικότητα της εργασίας και την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας.

Όποιος το αμφισβητεί, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον ειδικό. Και η πιθανότερη συμβουλή που θα λάβει είναι να αποφεύγει τις σκέψεις που προκαλούν άγχος και να καταφεύγει σε ένα αφέψημα βαλεριάνας.

Δεν υπάρχει καλύτερη λύση για να έχει, τουλάχιστον όποιος αποφασίζει για τις ζωές ενός λαού και ενός Έθνους, την άλλη μέρα ξεκούραστο και καθαρό μυαλό που βοηθά στην ανάλυση της πραγματικότητας, όπως αυτή είναι και όχι όπως μπορεί να την φαντασιώνεται όποιος ξενυχτά κουτσοπίνοντας και χαζολογώντας με τους κολλητούς του.

Βαλεριάνα, λοιπόν. Ιδού η λύση!

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Το συμφέρον… über alles

Επί δεκαετίες ολόκληρες η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τις διπλωματικές επιλογές μας ήταν –και, εν πολλοίς, παραμένει- εγκλωβισμένη σε παιδαριώδεις μυθολογικές προσεγγίσεις για το ποιος είναι φίλος ή εχθρός είτε πρόκειται για τη γειτονιά μας, είτε ευρύτερα για τη διεθνή σκηνή.
Παρότι από την περίοδο της Ανεξαρτησίας ή και νωρίτερα –ποιος θυμάται τα «Ορλοφικά»;- έχει αποδειχθεί ότι τα ζητήματα αυτά δεν προσεγγίζονται με λογικές άσπρο ή μαύρο, τα πικρά παθήματα που συχνά – πυκνά υπέστημεν ως Έθνος στην πάροδο των αιώνων, εξαιτίας της ευκολοπιστίας, δυστυχώς δεν μας έγιναν μαθήματα.
Ειδικά, από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα όταν, υπό το κράτος του Ψυχρού Πολέμου που επέβαλε τον παγκόσμιο διπολισμό σε ολόκληρο τον πλανήτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα –κυρίαρχο και μη- και, κατ’ επέκταση, οι Έλληνες πολίτες, έσπευδαν να λάβουν θέση υπέρ των μεν ή των δε.
Με επιδερμικά απλουστευτικές αναλύσεις για το «καλό» και το «κακό» και με υιοθέτηση ανυπόστατων κριτήριων του τύπου ότι «ο τάδε ξένος ηγέτης είναι ομοϊδεάτης μας» ή ότι «ο δείνα λαός είναι ομόδοξος και θα μας στηρίξει».
Ήταν σχεδόν επιβεβλημένο να διαλέγουμε στρατόπεδο. Όσοι από παράδοση, ατταβισμό ή επιλογή ήταν «δεξιοί» δεν μπορούσαν παρά να ενστερνίζονται το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ενώ όσοι δήλωναν «αριστεροί» ήταν υποχρεωτικό να είναι αντιαμερικανοί, εξεγειρόμενοι για τον Πόλεμο του Βιετνάμ αλλά δικαιολογούντες την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στις ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή στο Αφγανιστάν.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα, ανδρωθήκαμε πολιτικά δύο, ίσως και τρεις, γενιές Ελλήνων με την εμμονή να τασσόμαστε γενικώς και αορίστως στο πλευρό των Αράβων, αγνοώντας και αυτούς τους ίδιους τους εσωτερικούς τους διχασμούς που τους οδηγούσαν στον αλληλοσκοτωμό. Και αφού οι Άραβες ήταν κατά του Ισραήλ, έπρεπε και εμείς να είμαστε κατά της κρατικής οντότητας την οποία δια πυρός και σιδήρου προσπαθούσαν να στήσουν οι Εβραίοι της Διασποράς.
Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ζούσε με την αυταπάτη των επενδύσεων που θα έρχονταν από τα αραβικά «πετροδόλλαρα», τα οποία ποτέ δεν τα είδαμε. Έγινε, έτσι, η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ παρόλο που είχε προφανή συμφέροντα, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τη διαχείριση των Αγίων Τόπων που βρίσκονται εντός των ορίων του.
Το διπλωματικό κεφάλαιο που χάσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα είναι αμφίβολο εάν καταφέραμε να το αναπληρώσουμε από το 2010 που –επί των ημερών του, όσο και αν δεν αρέσει να το παραδέχονται αρκετοί, Γιώργου Παπανδρέου- αποφασίσαμε να αλλάξουμε τη στρατηγική μας και να συσφίξουμε τις σχέσεις μας με το Τελ Αβίβ.
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο είναι άκρως διδακτικές. Το κουβάρι των περίπλοκων σχέσεων που διαμορφώνονται στη γειτονιά μας δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχουν ούτε μόνιμοι φίλοι ούτε αιώνιοι εχθροί. Το αμερικανικό διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο, που χρόνια τώρα… λατρεύαμε να μισούμε, έχει γίνει ο κύριος εγγυητής για την ασφάλεια των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων που απειλεί η Άγκυρα.
Καλώς ή κακώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελούν αυτή την περίοδο τους πιο θερμούς συμπαραστάτες μας. Και αυτό επειδή η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος σύμμαχός του. Φρόντισε κυρίως προς τούτο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η οποία –αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη στους διαδόχους της- έδωσε όλα όσα χρειαζόταν η Ουάσιγκτον για να εδραιώσει την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στον αντίποδα, οι Ευρωπαίοι, που θεωρητικώς αποτελούμε σάρκα εκ της σαρκός τους και που τόσα κατά καιρούς έχουμε «επενδύσει» σε εκείνους, αποδεικνύονται στις κρίσιμες τούτες ώρες κατώτεροι των περιστάσεων. Με μόνη εμφανή διαφοροποίηση τη στάση των Γάλλων του Εμάνουελ Μακρόν που θα στείλουν να καταπλεύσει στα μέρη της το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ. Διαφοροποίηση για την οποία κάποιοι λένε ότι… είναι με το αζημίωτο αφού έχουμε συνομολογήσει ότι θα παραγγείλουμε γαλλικές φρεγάτες.
Την ίδια στιγμή, το στερεότυπο που ήθελε την κεντροδεξιά καγκελάριο Μέρκελ να στηρίζει τον ομοϊδεάτη της Έλληνα πρωθυπουργό και για τον επιπλέον λόγο ότι «η οικογένεια Μητσοτάκη είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς με τη γερμανική πολιτική τάξη» αποδεικνύεται ότι δεν παρά μια φαντασίωση όλων όσοι αρέσκονται στις εύκολες αναλύσεις.
Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους τα συμφέροντα του Βερολίνου επιβάλουν στην παρούσα συγκυρία να μην έρθει η Άνγκελα Μέρκελ αντιμέτωπη με τον Ερντογάν. Και, ως τούτου, η κάποτε… «ευαίσθητη» καγκελάριος κάνει πια τα στραβά μάτια σε όλα.
Το κάνει στο δράμα των μεταναστών που υποτίθεται παλαιότερα ότι την είχε συγκινήσει. Και το κάνει ακόμη πιο απροκάλυπτα στην προκλητική καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου εκ μέρους της Άγκυρας, εμποδίζοντας την επιβολή κυρώσεων στους θρασείς σφετεριστές των δικαιωμάτων δύο ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.
Το συμφέρον, λοιπόν, είναι υπεράνω όλων. «Über alles», όπως εμφαντικά λένε και στη γλώσσα της καγκελαρίου.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

«Εμείς… κερδάμε, όποιος και αν είναι ο νικητής»


Πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουν μια μοναδική έφεση στα πανηγύρια οι κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑίοι. Ό,τι και αν συμβεί αυτοί στο τέλος πανηγυρίζουν. Κερδίζουν; Χάνουν; Δεν κάνει καμία διαφορά.
Η πραγματικότητα δεν μετράει μπροστά στην ακόρεστη διάθεση που δείχνουν να αυτοχριστούν νικητές, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Καθότι όταν το αποτέλεσμα δεν συμφωνεί μαζί τους, αλλοίμονο στο… αποτέλεσμα
Γι΄  αυτό και μάλλον δεν πρέπει να προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση οι χαρές και τα πανηγύρια με τα οποία υποδέχτηκαν την έκβαση των πρόσφατων ισπανικών εκλογών. Οι άνθρωποι ήθελαν να πανηγυρίσουν. Και πανηγύρισαν.
Τι αν καταβαραθρώθηκαν οι «Ποδέμος», για την άνοδο των οποίων θριαμβολογούσαν στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση που διεξήχθη στην ίδια χώρα της Ιβηρικής χερσονήσου;
Σαν να μην έχει συμβεί τίποτε διαφορετικό, προσαρμόζουν τώρα την πανηγυρική τους διάθεση στη νίκη των Σοσιαλιστών του Πέδρο Σάντσες. Και επιδίδονται σε ουρανομήκεις επινίκιες κραυγές, αποστρέφοντας το πρόσωπό τους από την πραγματική εικόνα που ανέδειξε η ψήφος του ισπανικού λαού.
Ο συνδυασμός της πτώσης της λαϊκίστικης Αριστεράς και της δυναμικής εμφάνισης στο προσκήνιο της Άκρας Δεξιάς, που για πολλούς αναλυτές αποτελεί ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο, για τους εγχώριους κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑίους είναι σαν να μην υπάρχει. Το μείζον γι΄ αυτούς είναι να φέρουν στα μέτρα τους το αποτέλεσμα –το όποιο αποτέλεσμα. Και από εκεί και ύστερα γαία πυρί μυχθήτω!
Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που διαστρέφουν προκλητικά την πραγματικότητα. Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς από τον κυβερνητικό βίο και την εξουσιαστική πολιτεία τους; Τους αντιμνημονιακούς μύδρους που προηγήθηκαν της πλήρους μνημονιακής προσήλωσης τους; Τις αντιγερμανικές πομφόλυγες που έδωσαν τη σκυτάλη στην προσκύνηση της Μέρκελ; Ή τα αντιαμερικανικά φληναφήματα που συνόδευσαν τη δουλική υποταγή στις επιταγές της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ;      
Ακόμη και τον προσφιλή τους Νικολάς Μαδούρο είναι σε θέση να «πουλήσουν», προκειμένου να μη δυσαρεστήσουν τους διεθνείς πάτρωνες στους οποίους –περισσότερο από κάθε άλλη παρελθούσα κυβέρνηση- στηρίζουν τις ελπίδες τους για να διατηρηθούν στην εξουσία.
Δεν έχει υπάρξει, άλλωστε, ποτέ στο παρελθόν κυβέρνηση που να έχει στραφεί εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων, όπως συνέβη στην υπόθεση Novartis και την άσκηση διώξεων κατά κορυφαίων παραγόντων της πολιτικής ζωής επί τη βάσει της ανήκουστης προσδοκίας για αποστολή στοιχείων από το αμερικανικό FBI.
Όπως και κανείς άλλος Ευρωπαίος ηγέτης δεν διανοήθηκε να κάνει αυτό που έκανε πριν από ενάμισι χρόνο ο Αλέξης Τσίπρας, ο συγκυβερνήτης των ΑΝΕΛ που παριστάνει τον κήνσορα της Προοδευτικής Συμμαχίας και τον υποστηρικτή όσων αντιπαρατίθενται με την ευρωπαϊκή Δεξιά, που προέτρεπε τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς να σχηματίσουν νέο κυβερνητικό συνασπισμό με τους χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ.
Αν υπάρχει μια λογική εξήγηση για τις απίστευτες αυτές οβιδιακές μεταμορφώσεις, είναι μάλλον η εξής: η συγκεκριμένη ομάδα που τόσο αναπάντεχα ανέλαβε τις τύχες της διακυβέρνησης της χώρας το 2015 γαλουχήθηκε στο πολιτικό περιθώριο με τα στερεότυπα του καθορισμού των εξελίξεων από τον ξένο παράγοντα.
Για δεκαετίες ολόκληρες κατατρύχονταν από το σύνδρομο ότι ο λόγος για τον οποίοι οι ίδιοι βρίσκονταν μονίμως στο περιθώριο δεν ήταν επειδή υποστήριζαν απόψεις και ιδέες που δεν άγγιζαν την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Αντιθέτως, κρίνοντας συχνά και εξ ιδίων τα αλλότρια, πίστευαν ότι η περιθωριοποίησή τους οφειλόταν στο ότι κάποιες ξένες δυνάμεις –οι Εγγλέζοι, οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι και όποιοι άλλοι- στήριζαν τους αντιπάλους τους. Η συνωμοσιολογία, άλλωστε, είναι σύμφυτη με τον πολιτικό χώρο από τον οποίο προέρχεται η κυρίαρχη ομάδα που ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο άκοπος, εξάλλου, τρόπος με τον οποίο ήρθαν στην εξουσία, μόνοι αυτοί από σχεδόν όλους τους ομοϊδεάτες τους στον πλανήτη, όχι μόνον δεν τους βοήθησε να απαλλαγούν από τα σύνδρομα του παρελθόντος, αλλά μάλλον τους τα ενίσχυσε. Κι αυτό καθώς προστέθηκε και η αναπόφευκτη αλαζονεία από την οποία –λιγότερο ή περισσότερο- καταλαμβάνονται όλοι όσοι επικρατούν στις αναμετρήσεις.
Πολύ περισσότερη αλαζονεία, μάλιστα, αποκτούν εκείνοι που στο «πολιτικό DNA» τους έχουν βαθιά χαραγμένη την ήττα και αίφνης αλλάζει η μοίρα τους, αποκτώντας συμπεριφορές και συνήθειες που παραπέμπουν στους νεόπλουτους.
Ας μην εκπλησσόμαστε, λοιπόν, με τους ΣΥΡΙΖΑϊκούς πανηγυρισμούς για τις ισπανικές εκλογές. Μην ξεχνάμε ότι ίδιοι άνθρωποι πανηγύριζαν τον Ιούλιο του 2015 και όταν έβαζαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν «Όχι» στο δημοψήφισμα αλλά και όταν μια βδομάδα αργότερα συνομολογούσαν την πιο ταπεινωτική συμφωνία που έχει υπογράψει ελληνική κυβέρνηση, παραδίδοντας στους δανειστές για έναν ολόκληρο αιώνα το σύνολο της δημόσιας περιουσίας.
Με αυτά και με αυτά, το «εμείς… κερδάμε, όποιος και αν είναι ο νικητής» θα μείνει στην Ιστορία ως ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά σύντομα ανέκδοτα της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης.