Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Γνώμη δίχως γνώση ή «έκαστος στο είδος του»;

Οι μισοί από όσους νοσηλεύονται, πλέον, στη χώρα μας με λοίμωξη Covid-19 είναι κάτω των 40 ετών, λένε τα επίσημα στοιχεία και οι ειδικοί επιστήμονες που ζουν από κοντά το πρόβλημα επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ότι η συντριπτική πλειονότητα όσων νοσούν από κορωνοϊό προέρχεται από τις τάξεις των ανεμβολίαστων.

Η εικόνα αυτή, η οποία λίγο ως πολύ ισχύει από τη μια άκρη του πλανήτη, είναι απορίας άξιο γιατί δεν αποτελεί βίωμα τόσο πολλών συμπολιτών μας που διστάζουν, αποφεύγουν ή και αρνούνται να προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα για να θωρακίσουν τον εαυτό τους αλλά και την κοινωνία απέναντι τη μεγάλη πανδημική απειλή του καιρού μας.

Εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι ότι τόσο πολλοί άνθρωποι έχουν γνώμη είτε για τους υποτιθέμενους κινδύνους από τους εμβολιασμούς είτε για τα συμφέροντα που υποτίθεται ότι κρύβονται πίσω από την προώθησή τους, την ίδια ώρα που αρνούνται να ενστερνιστούν τη συσσωρευμένη γνώση την οποία διαθέτει πλέον η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα που σχεδόν σύσσωμη έχει στρατευθεί στον αγώνα για την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τον φονικό ιό.

Η περίπτωση του διάσημου τενίστα Στέφανου Τσιτσιπά είναι άκρως χαρακτηριστική. Ο 23χρονος αθλητής, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε συμμετάσχει στην καμπάνια για την τήρηση των περιοριστικών μέτρων για την εξάπλωση της πανδημίας, αποκάλυψε ότι δεν εμβολιάστηκε διότι έχει τη γνώμη ότι τα εμβόλια δεν είναι επαρκώς δοκιμασμένα, αγνοώντας προφανώς το γεγονός ότι αθροίζονται πλέον σε δισεκατομμύρια οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο που έχουν εμβολιαστεί.

Παρόλο που η εν γένει στάση ζωής του περί ού ο λόγος νεαρού αθλητή δεν απετέλεσε ποτέ πρότυπο ζωής που θα ήθελα για τον εαυτό μου ή τα παιδιά μου, δεν με βρίσκει σύμφωνο η επιχειρούμενη αποδόμηση της προσωπικότητάς του. Ο Στέφανος Τσιτσιπάς είναι και θα παραμείνει αναμφισβήτητα ο πιο σπουδαίος Έλληνας τενίστας.  

Από την άλλη, όμως, με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο οι «πληρωμένες» απαντήσεις τις οποίες έλαβε από μέλη της επιστημονικής κοινότητας που του υπέδειξαν να ενημερώνεται προτού να εκφράσει γνώμη για τόσο σοβαρά ζητήματα τα οποία μάλιστα δεν ανήκουν στο γνωσιακό του πεδίο. Στην προκείμενη περίπτωση, άλλωστε, ισχύει απαρέγκλιτα ο κανόνας «έκαστος στο είδος του…».

Ως εκ τούτου, λοιπόν, με τον ίδιο τρόπο που ουδείς λοιμωξιολόγος μπορεί να υποδείξει στον Στέφανο Τσιτσιπά τον τρόπο με τον οποίο θα προπονηθεί ή θα αγωνισθεί για να κερδίσει τους αντιπάλους του, έτσι και ο παγκοσμίου κλάσης Έλληνας τενίστας δεν μπορεί να εκφράζεται για τη χρησιμότητα ή την αποτελεσματικότητα των εμβολιασμών.

Υπό άλλες συνθήκες, η άποψη του νεαρού αθλητή δεν θα ενδιέφερε κανέναν άλλο πέραν του ιδίου, ο οποίος μπορούσε όντως να περιμένει να καταστεί, όπως είπε, υποχρεωτικός ο εμβολιασμός για να πειστεί κι εκείνος να εμβολιαστεί. Δεν είναι άλλωστε ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που κλείνει τα μάτια του στη βοούσα πραγματικότητα.

Δυστυχώς, όμως, στην εποχή της απόλυτης επικράτησης της επικοινωνίας στην οποία ζούμε, πρόσωπα με υψηλή αναγνωρισιμότητα, όπως είναι οι αθλητές, οι καλλιτέχνες, οι τηλεπερσόνες και οι κάθε είδους… «celebrities», επηρεάζουν τις κοινωνικές τάσεις. Και πολύ συχνά κατευθύνουν μια αξιοσημείωτη μερίδα του πληθυσμού που είναι έτοιμη να ακολουθήσει τις παροτρύνσεις τους και να αποδεχθεί τη γνώμη τους ακόμη και όταν αυτή δεν στηρίζεται σε ίχνος έγκυρης γνώσης.

Το ακόμη μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι όλοι αυτοί οι λεγόμενοι «influencers», οι οποίοι ασκούν στο κοινωνικό σώμα και κυρίως στις νεότερες ηλικίες δυσανάλογα μεγαλύτερη επιρροή από το πνευματικό τους εκτόπισμα, ήρθαν να καλύψουν το κενό που άφησε η υποχώρηση των πάλαι ποτέ ταγών της κοινωνίας που προέρχονταν από τον κόσμο του πνεύματος ή και της πολιτικής.

Πριν από μερικές –όχι πολλές- δεκαετίες όταν θέλαμε να αποσπάσουμε μια έγκυρη άποψη για την κοινωνική ή άλλη πραγματικότητα καταφεύγαμε στους αποκαλούμενους διανοούμενους οι οποίοι κατά τεκμήριο εξέφραζαν γνώμη που βασιζόταν στη γνώση. Αντιθέτως, στις μέρες μας τον πρώτο λόγο έχουν τις περισσότερες φορές πρόσωπα τα οποία εκφράζουν με μεγάλη ευκολία γνώμη επί θεμάτων για τα οποία δεν διαθέτουν την απαραίτητη γνώση.

Οι αντιδράσεις που ξεσήκωσαν οι ατεκμηρίωτες απόψεις για τους εμβολιασμούς τις οποίες εξέφρασε ο Στέφανος Τσιτσιπάς συνιστούν παρήγορο γεγονός, καθώς δείχνουν ότι οι παντοειδείς «influencers» μπορεί –ιδίως τα τελευταία χρόνια- να έχουν κερδίσει αρκετές μάχες με όπλο το θράσος της –«τάχα μου»- αντισυστημικής ημιμάθειας, ωστόσο ο πόλεμος για την επικράτηση της επιστημονικής γνώσης δεν έχει ακόμη κριθεί.

Ο αγώνας συνεχίζεται!

 

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

Ψυχραιμία, η υπέρτατη αρετή στις ώρες της κρίσης

 

            Σε αυτές τις τόσο κρίσιμες ώρες κατά την οποίες η χώρα, σχεδόν από τη μια άκρη ως την άλλη, δοκιμάζεται από τις καταστροφικές πυρκαγιές που πλήττουν την Αττική, την Εύβοια, την Αρχαία Ολυμπία, τη Μεσσηνία και άλλες περιοχές, είναι απορίας άξιο πόσο πολλοί συμπολίτες μας έχουν έτοιμες τις συνταγές για την πρόληψη και την καταστολή των φυσικών καταστροφών.

Από την ασφάλεια του καναπέ ή του κλιματισμένου γραφείου τους και έχοντας ως μοναδικό εργαλείο το θράσος και την ημιμάθεια, χρησιμοποιούν το πληκτρολόγιο του υπολογιστή ή του smartphone για να κάνουν υποδείξεις, να δώσουν συμβουλές, να απευθύνουν νουθεσίες, να ασκήσουν δηλητηριώδη κριτική, να δικάσουν και να καταδικάσουν όλους εκείνους που βρίσκονται στα καυτά μέτωπα και δίνουν μάχες με ολοφάνερα ασύμμετρες απειλές.

Διαδικτυακά τρολ, που βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία ή απλώς δυσκολεύονται να ελέγξουν την κομματική τους εμπάθεια, δημοσιολογούντες και «δημοσιογράφοι» της συμφοράς, οι οποίοι έχουν γνώμη χωρίς γνώση επί παντός του επιστητού, μεταμορφώθηκαν αίφνης σε ειδικούς που παίζουν στα δάχτυλα σύνθετα ζητήματα οργάνωσης των υπηρεσιών πυρόσβεσης που κανείς άλλος στον πλανήτη δεν μπορεί να διανοηθεί. Μετρούν από τις κάμερες των κινητών τους την ένταση των ανέμων και βγάζουν συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα όσων επιχειρούν στα πύρινα πεδία.     

Κραυγάζουν και ολοφύρονται σχεδόν από τη στιγμή που ξέσπασαν οι πρώτες σπίθες φωτιάς. Ήταν σα να ήθελαν να πάρουν κάποια «ρεβάνς». Από ποιον άραγε; Εξαπολύθηκαν επιθέσεις ακόμη κατά των ρεπόρτερ των καναλιών που σε πολύ αντίξοες συνθήκες έδιναν τη μάχη της ενημέρωσης. «Επιστρατεύθηκαν» περιθωριακές καρικατούρες και πολιτικά απολειφάδια που επεχείρησαν να δώσουν πολιτικά χαρακτηριστικά στον πύρινο όλεθρο ο οποίος στο πέρασμα του σάρωνε τα πάντα ως συνέπεια και του παρατεταμένου καύσωνα.       

Όσο δικαιολογημένος είναι ο θυμός και η οργή όλων όσοι βλέπουν τις περιουσίες τους, σε πολλές περιπτώσεις τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, να γίνονται παρανάλωμα του πυρός, άλλο τόσο αδικαιολόγητη είναι η φθηνή λαϊκίστικη προσπάθεια που καταβάλουν ορισμένοι για να δρέψουν οφέλη από τον όλεθρο ο οποίος αφανίζει τον συλλογικό πλούτο που είναι τα καιόμενα δάση μας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αντίστοιχες εικόνες έχουμε ζήσει και κατά το παρελθόν. Με περισσότερα ή με λιγότερα μποφόρ. Στην Πάρνηθα, στην Ηλεία, στο Μάτι, παλαιότερα στην Ικαρία. Από την άλλη, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι χρόνο με τον χρόνο τα πράγματα γίνονται όλο και δυσμενέστερα. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δημιουργούν όλο και χειρότερες συνθήκες για τις ζωές όλων μας. Και μπορεί η συγκεκριμένη παραδοχή να μην συνιστά άλλοθι για να πετάξουμε ως κοινωνία λευκή πετσέτα, πλην, όμως, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια σε αυτά τα δεδομένα.

Στην παρούσα φάση, ωστόσο, εκείνο που προέχει είναι η ψυχραιμία, η οποία αποτελεί την υπέρτατη αρετή στις ώρες της κρίσης. Ο κρατικός μηχανισμός ο οποίος εμπλέκεται στην υπόθεση της προστασίας των ζωών και των περιουσιών όλων μας είναι συγκεκριμένος. Καλώς ή κακώς –και προφανώς καλώς- οι ίδιοι άνθρωποι σβήνουν τις φωτιές όποιο κόμμα και αν είναι στην εξουσία. Αλλάζουν βεβαίως οι πολιτικοί προϊστάμενοι τους, οι οποίοι δεν είναι άμοιροι και θα κριθούν για τις αποφάσεις που λαμβάνουν. Μόνον, όμως, που αυτό είναι ζήτημα της επόμενης ημέρας.

Η ώρα του απολογισμού, της κριτικής, του καταλογισμού των ευθυνών ή της απόδοσης των ευσήμων θα έρθει όταν σβήσει και η τελευταία σπίθα φωτιάς. Τότε θα φανεί αν έγιναν όσα μπορούσαν να γίνουν. Τότε θα ξέρουμε αν υπήρξε σχέδιο και πολύ περισσότερο αν αυτό λειτούργησε αποδοτικά. Ή αν οι φωτιές έσβησαν όταν έφθασαν στη θάλασσα επειδή δεν είχαν τίποτε άλλο για να κάψουν.

Τι έγινε, για παράδειγμα, στην Αρχαία Ολυμπία και στο πρώην βασιλικό κτήμα του Τατοϊου, δύο κρίσιμα σημεία που ακούγαμε και διαβάζαμε το προηγούμενο διάστημα  ότι υπήρχαν ειδικά αντιπυρικά σχέδια; Πόσο αποτελεσματικές αποδείχθηκαν οι αποφάσεις για εκκενώσεις κατοικημένων περιοχών; Τι έφταιξε και είχαμε τόσες πολλές πυρκαγιές;

Οι εύκολες εικασίες για δήθεν «ξένους πράκτορες» και υποτιθέμενους «εμπρηστές οικοπεδοφάγους» δεν πείθουν πλέον κανένα. Και είναι ευτύχημα που δεν τις επικαλέστηκε επισήμως η κυβέρνηση. Η οποία κυβέρνηση θα κληθεί λίαν συντόμως να δώσει πειστικές εξηγήσεις για το κατά πόσο τα δύο χρόνια που βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας πήρε μαθήματα από τα προηγούμενα παθήματα.

Η ιστορία, άλλωστε, έχει αποδείξει πως, ό,τι και αν πιστεύουν όσοι θεωρούν ανόητο ή ανώριμο τον ελληνικό λαό, στις ανοικτές δημοκρατικές κοινωνίες, στις οποίες, όσο κι αν το αρνούνται τα κάθε είδους φασιστοειδή, ανήκει η ελληνική, ο τελικός κριτής όλων είναι ο πολίτης. Ο οποίος με ψυχραιμία και στον κατάλληλο χρόνο αποδίδει «τα του Καίσαρα στον Καίσαρα και τα του Θεού στον Θεό». Το ίδιο θα γίνει και τώρα!

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Είναι τελικά χρήσιμο το «πόθεν έσχες» των πολιτικών;

 

«Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου», τιτλοφορούνταν ο πρώτος νόμος για το λεγόμενο «πόθεν έσχες» που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου (ν. 4351/1964), υποχρεώνοντας τους πολιτικούς πρώτης γραμμής να δηλώνουν την προέλευση των εισοδημάτων που αποκτούν και των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν.

«Αποτελεί επίμονο αίτημα του ελληνικού λαού η ηθική εξυγίανση του δημοσίου βίου και σε αυτό το αίτημα ανταποκρίνεται το υποβαλλόμενον σχέδιον νόμου», αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση του νομοθετήματος που αν εξαιρέσει κανείς το ολίγον βαρύγδουπο ύφος των διατυπώσεων που περιείχε, θα μπορούσε με μικρές παραλλαγές να περιλαμβάνεται και σε ένα νομοσχέδιο των ημερών μας.

«Στην Ελλάδα τόσο οι δημόσιοι άνδρες, όσο και το Σώμα της διοικήσεως κοσμούνται από αρετή», συνέχιζε σε πιο καθαρευουσιάνικο τέμπο η ίδια έκθεση. Και με μια μάλλον ηθικοπλαστικού περιεχομένου διαπίστωση, πρόσθετε: «Σπάνιαι είναι αι περιπτώσεις καταχρήσεως της εξουσίας και αθεμίτου πλουτισμού. Αλλά αυτοί πρέπει να κολάζονται αυστηρώς προς προστασίαν της τιμής του πολιτικού κόσμου».

Κατά τη διάρκεια των 57 χρόνων που παρήλθαν έκτοτε, αναμφισβήτητα συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στα εγχώρια και στα διεθνή πολιτικά ήθη. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου βέβαιο ότι η καθιέρωση του θεσμού του «πόθεν έσχες» συνέβαλε στην προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου από τη γενικευμένη καχυποψία του μέσου πολίτη που θέλει την πλειονότητα όσων «θητεύουν» στην κεντρική πολιτική σκηνή να πλουτίζουν αθέμιτα, κάνοντας κατάχρηση των αξιωμάτων τους.

Η καχυποψία των πολιτών περί της ύπαρξης αργυρώνητων πολιτικών βρίσκει φυσικά έρεισμα σε κρούσματα χρηματισμού που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς. Ο βασικός, όμως, τροφοδότης της πεποίθησης πολλών συνελλήνων ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» ήταν και παραμένει ο εν πολλοίς αδιαφανής τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται ο θεσμός του «πόθεν έσχες» που δεν βοηθάει στην διαφοροποίηση των επίορκων πολιτικών από εκείνους που ασκούν ευόρκως τα καθήκοντα και δεν ενδίδουν στους πειρασμούς του εύκολου πλουτισμού.

Παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πάμπολλες απόπειρες για να πάψουν οι ετήσιες δηλώσεις που κατατίθενται στη Βουλή να συνιστούν μια απλή παράθεση των δηλούμενων εισοδημάτων και των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων, στην πράξη δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Το βάρος εξακολουθεί να βρίσκεται στο «έσχες», ενώ παραμένει υποβαθμισμένο το «πόθεν», με αποτέλεσμα να είναι πολύ σπάνιες οι φορές που κάποιος επίορκος πολιτικός να αποκαλύφθηκε από τον ενδελεχή έλεγχο εκείνων που δήλωσε.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το 2012 που η χώρα είχε μπει στη μνημονιακή μέγγενη και ο πολιτικός κόσμος βαλλόταν συλλήβδην για τη χρεωκοπία της χώρας, με πρωτοβουλία του πρώην Προέδρου της Βουλής Απόστολου Κακλαμάνη ψηφίστηκε νόμος (4065/2012) που προέβλεπε αναδρομικό έλεγχο των εισοδημάτων και της περιουσίας για όλους όσοι διετέλεσαν μετά το 1974 πρωθυπουργοί, αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, υφυπουργοί. Ο έλεγχος ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς προαπαιτούμενο για την ουσιαστική έρευνα ήταν το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών σε Ελλάδα και εξωτερικό όλης της αφρόκρεμας της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Δυόμισι χρόνια αργότερα η υπόθεση έκλεισε αδόξως με την ψήφιση τροπολογιών που τροποποιούσαν και στην ουσία απενεργοποιούσαν τον νόμο για τον αναδρομικό έλεγχο που θα έδειχνε ποιοι έγιναν πλουσιότεροι και ποιοι φτωχότεροι μέσω της ενασχόλησης με την πολιτική. Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι σε αυτό το περίτεχνο κουκούλωμα δεν αντέστη ούτε καν η διαβόητη «τρόικα» παρόλο που οι σχετικές ρυθμίσεις είχαν περιληφθεί σε ένα από τα γνωστά πολυνομοσχέδια – «σκούπα» με μέτρα που επέβαλαν οι δανειστές προκειμένου να μας δώσουν μια από τις δόσεις της βοήθειας με την οποία κρατήθηκε όρθια η χώρα.

Παρά, πάντως, τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται στη χώρα μας ο θεσμός του «πόθεν έσχες», η χρησιμότητά του δεν παύει να ισχύει. Μπορεί στις ετήσιες δηλώσεις που υποβάλλουν πολιτικοί αρχηγοί, υπουργοί, βουλευτές και ευρωβουλευτές, περιφερειάρχες και δήμαρχοι να μην είναι διόλου ευδιάκριτες οι μίζες που εισπράττονται από τους επίορκους, αλλά και έτσι βγαίνουν κάποια συμπεράσματα. Ακόμη και αν δεν είναι πάντοτε ολοκληρωμένα, αποκαλύπτουν συχνά υποκριτικές συμπεριφορές που αλλιώς δεν θα διαπιστώνονταν.             

Αν δεν υπήρχε, για παράδειγμα, το «πόθεν έσχες» δεν θα μαθαίναμε για τον πολιτικό αρχηγό που αφιονίζει το κοινό του κατά της Γερμανίας αλλά διατηρεί τις… αμύθητες τραπεζικές του καταθέσεις στην Deutschebank. Επίσης χωρίς αυτές τις υποτυπώδεις, έστω, δηλώσεις δεν θα πληροφορούμαστε για τις… αριστερές συλλογές ακινήτων προκειμένου να ενοικιαστούν σε ΜΚΟ για τη φιλοξενία μεταναστών. Ούτε θα είχαμε γνώση για το γεγονός ότι κάποιοι που έπαιζαν το επικίνδυνο παιχνίδι της εξόδου από την ευρωζώνη διατηρούσαν τις καταθέσεις τους στο ασφαλές περιβάλλον των πιστωτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής.

Μπορεί, λοιπόν, το «πόθεν έσχες» να μην προστατεύει την… τιμή του πολιτικού κόσμου, όπως το οραματίστηκαν όσοι προσπάθησαν να το καθιερώσουν πριν από σχεδόν έξι δεκαετίες. Και ίσως γι΄ αυτό εδώ και κάποια χρόνια επιλέγεται –τι σύμπτωσή!- η δημοσιοποίησή τους να γίνεται στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου που ο περισσότερος κόσμος είναι σε διακοπές και το ενδιαφέρον για την πολιτική ατονεί. 

Μπορεί, επίσης, σε πλείστες όσες περιπτώσεις οι δηλώσεις που υποβάλουν ορισμένοι από τους πολιτικούς μας ταγούς να μην ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, επειδή, για παράδειγμα, οι αγορές ακινήτων δεν ανταποκρίνονται στις τιμές της αγοράς, οι συμπεριφορές τους, ωστόσο, δεν εκμηδενίζουν τη χρησιμότητα του «πόθεν έσχες».  

Στο τέλος, τέλος τίποτε δεν πάει χαμένο. Και κάθε εχέφρων πολίτης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.