Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διαφθορά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διαφθορά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Είναι τελικά χρήσιμο το «πόθεν έσχες» των πολιτικών;

 

«Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου», τιτλοφορούνταν ο πρώτος νόμος για το λεγόμενο «πόθεν έσχες» που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου (ν. 4351/1964), υποχρεώνοντας τους πολιτικούς πρώτης γραμμής να δηλώνουν την προέλευση των εισοδημάτων που αποκτούν και των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν.

«Αποτελεί επίμονο αίτημα του ελληνικού λαού η ηθική εξυγίανση του δημοσίου βίου και σε αυτό το αίτημα ανταποκρίνεται το υποβαλλόμενον σχέδιον νόμου», αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση του νομοθετήματος που αν εξαιρέσει κανείς το ολίγον βαρύγδουπο ύφος των διατυπώσεων που περιείχε, θα μπορούσε με μικρές παραλλαγές να περιλαμβάνεται και σε ένα νομοσχέδιο των ημερών μας.

«Στην Ελλάδα τόσο οι δημόσιοι άνδρες, όσο και το Σώμα της διοικήσεως κοσμούνται από αρετή», συνέχιζε σε πιο καθαρευουσιάνικο τέμπο η ίδια έκθεση. Και με μια μάλλον ηθικοπλαστικού περιεχομένου διαπίστωση, πρόσθετε: «Σπάνιαι είναι αι περιπτώσεις καταχρήσεως της εξουσίας και αθεμίτου πλουτισμού. Αλλά αυτοί πρέπει να κολάζονται αυστηρώς προς προστασίαν της τιμής του πολιτικού κόσμου».

Κατά τη διάρκεια των 57 χρόνων που παρήλθαν έκτοτε, αναμφισβήτητα συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στα εγχώρια και στα διεθνή πολιτικά ήθη. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου βέβαιο ότι η καθιέρωση του θεσμού του «πόθεν έσχες» συνέβαλε στην προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου από τη γενικευμένη καχυποψία του μέσου πολίτη που θέλει την πλειονότητα όσων «θητεύουν» στην κεντρική πολιτική σκηνή να πλουτίζουν αθέμιτα, κάνοντας κατάχρηση των αξιωμάτων τους.

Η καχυποψία των πολιτών περί της ύπαρξης αργυρώνητων πολιτικών βρίσκει φυσικά έρεισμα σε κρούσματα χρηματισμού που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς. Ο βασικός, όμως, τροφοδότης της πεποίθησης πολλών συνελλήνων ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» ήταν και παραμένει ο εν πολλοίς αδιαφανής τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται ο θεσμός του «πόθεν έσχες» που δεν βοηθάει στην διαφοροποίηση των επίορκων πολιτικών από εκείνους που ασκούν ευόρκως τα καθήκοντα και δεν ενδίδουν στους πειρασμούς του εύκολου πλουτισμού.

Παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πάμπολλες απόπειρες για να πάψουν οι ετήσιες δηλώσεις που κατατίθενται στη Βουλή να συνιστούν μια απλή παράθεση των δηλούμενων εισοδημάτων και των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων, στην πράξη δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Το βάρος εξακολουθεί να βρίσκεται στο «έσχες», ενώ παραμένει υποβαθμισμένο το «πόθεν», με αποτέλεσμα να είναι πολύ σπάνιες οι φορές που κάποιος επίορκος πολιτικός να αποκαλύφθηκε από τον ενδελεχή έλεγχο εκείνων που δήλωσε.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το 2012 που η χώρα είχε μπει στη μνημονιακή μέγγενη και ο πολιτικός κόσμος βαλλόταν συλλήβδην για τη χρεωκοπία της χώρας, με πρωτοβουλία του πρώην Προέδρου της Βουλής Απόστολου Κακλαμάνη ψηφίστηκε νόμος (4065/2012) που προέβλεπε αναδρομικό έλεγχο των εισοδημάτων και της περιουσίας για όλους όσοι διετέλεσαν μετά το 1974 πρωθυπουργοί, αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, υφυπουργοί. Ο έλεγχος ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς προαπαιτούμενο για την ουσιαστική έρευνα ήταν το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών σε Ελλάδα και εξωτερικό όλης της αφρόκρεμας της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Δυόμισι χρόνια αργότερα η υπόθεση έκλεισε αδόξως με την ψήφιση τροπολογιών που τροποποιούσαν και στην ουσία απενεργοποιούσαν τον νόμο για τον αναδρομικό έλεγχο που θα έδειχνε ποιοι έγιναν πλουσιότεροι και ποιοι φτωχότεροι μέσω της ενασχόλησης με την πολιτική. Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι σε αυτό το περίτεχνο κουκούλωμα δεν αντέστη ούτε καν η διαβόητη «τρόικα» παρόλο που οι σχετικές ρυθμίσεις είχαν περιληφθεί σε ένα από τα γνωστά πολυνομοσχέδια – «σκούπα» με μέτρα που επέβαλαν οι δανειστές προκειμένου να μας δώσουν μια από τις δόσεις της βοήθειας με την οποία κρατήθηκε όρθια η χώρα.

Παρά, πάντως, τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται στη χώρα μας ο θεσμός του «πόθεν έσχες», η χρησιμότητά του δεν παύει να ισχύει. Μπορεί στις ετήσιες δηλώσεις που υποβάλλουν πολιτικοί αρχηγοί, υπουργοί, βουλευτές και ευρωβουλευτές, περιφερειάρχες και δήμαρχοι να μην είναι διόλου ευδιάκριτες οι μίζες που εισπράττονται από τους επίορκους, αλλά και έτσι βγαίνουν κάποια συμπεράσματα. Ακόμη και αν δεν είναι πάντοτε ολοκληρωμένα, αποκαλύπτουν συχνά υποκριτικές συμπεριφορές που αλλιώς δεν θα διαπιστώνονταν.             

Αν δεν υπήρχε, για παράδειγμα, το «πόθεν έσχες» δεν θα μαθαίναμε για τον πολιτικό αρχηγό που αφιονίζει το κοινό του κατά της Γερμανίας αλλά διατηρεί τις… αμύθητες τραπεζικές του καταθέσεις στην Deutschebank. Επίσης χωρίς αυτές τις υποτυπώδεις, έστω, δηλώσεις δεν θα πληροφορούμαστε για τις… αριστερές συλλογές ακινήτων προκειμένου να ενοικιαστούν σε ΜΚΟ για τη φιλοξενία μεταναστών. Ούτε θα είχαμε γνώση για το γεγονός ότι κάποιοι που έπαιζαν το επικίνδυνο παιχνίδι της εξόδου από την ευρωζώνη διατηρούσαν τις καταθέσεις τους στο ασφαλές περιβάλλον των πιστωτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής.

Μπορεί, λοιπόν, το «πόθεν έσχες» να μην προστατεύει την… τιμή του πολιτικού κόσμου, όπως το οραματίστηκαν όσοι προσπάθησαν να το καθιερώσουν πριν από σχεδόν έξι δεκαετίες. Και ίσως γι΄ αυτό εδώ και κάποια χρόνια επιλέγεται –τι σύμπτωσή!- η δημοσιοποίησή τους να γίνεται στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου που ο περισσότερος κόσμος είναι σε διακοπές και το ενδιαφέρον για την πολιτική ατονεί. 

Μπορεί, επίσης, σε πλείστες όσες περιπτώσεις οι δηλώσεις που υποβάλουν ορισμένοι από τους πολιτικούς μας ταγούς να μην ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, επειδή, για παράδειγμα, οι αγορές ακινήτων δεν ανταποκρίνονται στις τιμές της αγοράς, οι συμπεριφορές τους, ωστόσο, δεν εκμηδενίζουν τη χρησιμότητα του «πόθεν έσχες».  

Στο τέλος, τέλος τίποτε δεν πάει χαμένο. Και κάθε εχέφρων πολίτης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

 

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

«Η αραχνοΰφαντη γύμνια του βασιλιά»



            Μεγάλη έκπληξη, αντίστοιχη με εκείνη που δοκίμασε ο πρωταγωνιστής του παιδικού παραμυθιού «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», όταν ένα μικρό παιδί αναφώνησε το περίφημο «ο βασιλιάς είναι γυμνός», πρέπει να αισθάνθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά την τελευταία κοινοβουλευτική αντιπαράθεση των πολιτικών αρχηγών.
            Στη θέση του αραχνοΰφαντου φορέματος, «που το δέρμα δε νοιώθει το άγγιγμά του», όπως, κατά τον μεγάλο Δανό παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, είχαν πείσει τον αυτοκράτορα κάποιοι αετονύχηδες από το περιβάλλον του, βρέθηκαν οι υποτιθέμενες «παρεμβάσεις» στη λειτουργία στη Δικαιοσύνη που κάποιοι έπεισαν τον κ. Τσίπρα ότι είχαν γίνει επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης και που, αν ο ίδιος τις αποκάλυπτε, το κοινό θα τις έβλεπε ως «την πιο υπέροχη φορεσιά στον κόσμο» και θα τον αποθέωνε.
Δεν εξηγείται αλλιώς το αλλαζινικό ύφος με το οποίο ανέβηκε στο βήμα της Βουλής, επιχειρώντας, με στόμφο παλαιού κομφερασιέ και με ευρήματα δανεισμένα από τηλεπαιχνίδια, όπως το «επιτρέψτε μου να σας κρατήσω λίγο ακόμα σε αγωνία που, από ό,τι καταλαβαίνω, από τη στάση σας όλο αυτό το διάστημα είχατε περισσή», να δημιουργήσει σασπένς με την πλέον αργόσυρτη απαρίθμηση -δεκατριών στον αριθμό- «παρεμβάσεων».
Ενδιαμέσως, μάλιστα, και σε πείσμα της απορίας από την οποία φαινόταν να διακατέχονται περισσότερο οι δικοί του βουλευτές, που δεν έδειχναν να ενθουσιάζονται από τις «αποκαλύψεις», ο κ. Τσίπρας δεν το έβαζε κάτω και πάσχιζε να ανεβάσει το ενδιαφέρον για τα λεγόμενα του με ισχυρισμούς όπως «όλες αυτές οι παρεμβάσεις τις οποίες προανέφερα -και πραγματικά έχουν δημιουργήσει μια αναστάτωση στο εκ δεξιών μου ακροατήριο- είναι πραγματικά πταίσματα μπροστά στα αίσχη που ακολουθούν ευθύς αμέσως».
Ματαίως, όμως, αφού όλες μα όλες οι «παρεμβάσεις» -και οι πριν και οι μετά- στις οποίες αναφερόταν δεν ήταν παρά διατάξεις νόμων που όχι μόνον είχαν ψηφιστεί από την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, αλλά στο σύνολό τους είχαν δημοσιευτεί στο ΦΕΚ, από όπου, όπως ήταν σαφές τις είχαν αντλήσει οι συνεργάτες του κ. Τσίπρα. Και μάλιστα, όπως κατέστη γνωστό από τα άμεσα ανακλαστικά της ιδίας που έκανε σχετικές αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, ενώ ακόμη μιλούσε ο πρωθυπουργός, ήταν έργο της τέως προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Μπορεί ορισμένες από αυτές τις νομοθετικές ρυθμίσεις να ήταν -με την πολιτική διάσταση του όρου- «σκανδαλώδεις» ή και «προκλητικές», ωστόσο είχαν ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων και, όπως συμβαίνει με όλους ανεξαιρέτως τους νόμους, η συνταγματικότητά τους κρίνεται από την ίδια τη Δικαιοσύνη και μάλιστα από τον κάθε δικαστή που ελεύθερα αποφασίζει αν θα τις εφαρμόσει ή όχι.
Κατά έναν παράδοξο λόγο, ωστόσο, ο πρωθυπουργός ήταν τόσο πεισμένος (γιατί και από ποιον άραγε;) για τους ισχυρισμούς του, που ούτε η αμήχανη υποδοχή την οποία είχαν στην αίθουσα της Βουλής οι στομφώδεις καταγγελίες του, τον πτόησε. Σαν τον παρευλάνοντα ενώπιον του κοινού αυτοκράτορα του παραμυθιού του Άντερσεν, που πίστευε ότι φορούσε «την πιο υπέροχη φορεσιά στον κόσμο», επέμεινε να διαβάζει όσα του είχε ετοιμάσει το επιτελείο του.
«Αυτές είναι πραγματικές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη και όχι το γεγονός ότι μία εισαγγελέας ζήτησε να συνομιλήσει με τον αναπληρωτή υπουργό, αρμόδιο για τις υποθέσεις διαφθοράς, ο οποίος την παρακίνησε (sic!) να μην βάλει στο αρχείο μία υπόθεση που απασχολεί την κυπριακή δικαιοσύνη και, φυσικά, την ελληνική κοινή γνώμη. Αυτές είναι παρεμβάσεις, χωρίς προσχήματα, χωρίς ντροπή και χωρίς αυταπάτες», ισχυρίστηκε.
Με λίγα λόγια, ο πρωθυπουργός έχει την πρωτότυπη άποψη και την υποστηρίζει από το βήμα της Βουλής ότι οι υπουργοί του μπορούν να «παρακινούν» εισαγγελικούς λειτουργούς, χωρίς αυτό να συνιστά παρέμβαση στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στην καθολικά αναγνωρισμένη στις δυτικού τύπου δημοκρατίες διάκριση των εξουσιών. Αντιθέτως, ο ίδιος θεωρεί ως παρεμβάσεις στη λειτουργία της Δικαιοσύνης τις ψηφισμένες από το Κοινοβούλιο νομοθετικές διατάξεις.
Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι ότι ο κ. Τσίπρας διάβασε όλα αυτά που είχε γραμμένα μπροστά του, χωρίς να αντιληφθεί ότι κάποιος –ακόμη και λιγότερη αφέλεια από εκείνη που είχε το μικρό παιδί του παραμυθιού που αποκάλυψε την γύμνια του βασιλιά- θα τον ρωτούσε το αυτονόητο: «Και γιατί, κύριε Τσίπρα, δεκατέσσερις μήνες αφότου αναλάβατε την εξουσία δεν καταργήσατε αυτές τις ρυθμίσεις ώστε να πάψουν να υφίστανται οι “παρεμβάσεις” στη Δικαιοσύνη;».
Άξιζε, πραγματικά, να υπάρχει μια κάμερα στην αίθουσα της Βουλής για να καταγράψει τις αμήχανες αντιδράσεις στα έδρανα του ΣΥΡΙΖΑ όταν η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης αναρωτήθηκαν τι εμποδίζει την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να φέρει «ένα νόμο με ένα άρθρο», όπως ισχυρίζονταν για το Μνημόνιο, για να καταργήσει όλα αυτά. Έδειχναν σα να μην το είχαν σκεφτεί, αλλά στην πραγματικότητα εκείνο που μάλλον βάρυνε στις σκέψεις τους ήταν η συνειδητοποίηση ότι τα πυρομαχικά που είχαν πέσει στην υποτιθέμενη μάχη για την καταπολέμηση της διαπλοκής είχαν αποδειχθεί απλά πυροτεχνήματα.
Η «D Day», που πομπωδώς είχαν προαναγγείλει  τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης, προσομοίαζε περισσότερο με «Βατερλό», αφού η κυβέρνηση, παρά τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές επιτυχίες που κατέγραψε -με τον συνεχή θόρυβο γύρω από υπαρκτές και ανύπαρκτες λίστες και με το μονομερές κυνήγι όσων συνεργάστηκαν με την προηγούμενη κυβέρνηση και δεν έσπευσαν να δώσουν γην και ύδωρ στην παρούσα- φαίνεται πλέον να χάνει τη μάχη της ουσίας στην υποτιθέμενη αντιμετώπιση της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Όταν τα έσοδα από τις κάθε λογής εστίες διαφθοράς και διαπλοκής, που κάποιοι κάποτε πίστευαν ότι θα αρκούσαν για να χρηματοδοτήσουν το διαβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», αντί να αυξάνονται, μειώνονται σε σχέση με εκείνα που απέφεραν τα μέτρα τα οποία στην πλειονότητά τους ελήφθησαν επί των ημερών των προηγούμενων κυβερνήσεων, τότε, όσες παραπλανητικές καταγγελίες και αν κάνουν οι νυν κυβερνώντες, η πραγματικότητα θα βοά και θα αποκαλύπτει την αραχνοΰφαντη γύμνια του βασιλιά.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Κακά ξεμπερδέματα



Αν δείχνει κάτι η αναβολή, για μια εβδομάδα, της προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης για τη Δικαιοσύνη, είναι ο προσχηματικός και αποπροσανατολιστικός χαρακτήρας που έχει η κυβερνητική πρωτοβουλία να προκληθεί αντιπαράθεση κορυφής στη Βουλή που ήρθε ως δήθεν «ρελάνς» του Μεγάρου Μαξίμου στις βαριές καταγγελίες για πολιτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Η επίκληση του τρομοκρατικού χτυπήματος στις Βρυξέλλες δεν είναι διόλου πειστικός λόγος για τη χρονική μετάθεση της κοινοβουλευτικής συζήτησης, διότι αν, πράγματι, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του είχαν σοβαρά πράγματα να πουν, θα το είχαν κάνει. Και κανένας –πραγματικός ή κατασκευασμένος- αντιπερισπασμός δεν ήταν δυνατόν να τους εμποδίσει.
Μόνον και μόνον, άλλωστε, που οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έσπευσαν μετά τη μετάθεση της συζήτησης των αρχηγών, η οποία επρόκειτο να γίνει την Τρίτη, να αναβάλλουν και τη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας που θα συζητούσε τις επίμαχες καταγγελίες, επειδή, λέει, συνέπεσε με την… παραμονή της εθνικής επετείου, δεν δυσκολεύει ούτε τους πλέον αφελείς να αντιληφθούν τις φθηνές σκοπιμότητες που υποκρύπτουν οι χειρισμοί της κυβέρνησης.
Δεν χρειάζεται, επί παραδείγματι, να είναι κάποιος ειδικά πληροφορημένος ή υπερβολικά υποψιασμένος για να αναρωτηθεί τι είναι εκείνο που συνδέει την τόσο σαφή καταγγελία μιας λειτουργού της Θέμιδας κατά ενός μέλους της κυβέρνησης με την περιώνυμη «διαπλοκή», για την οποία, όπως διθυραμβικά προαναγγέλλει ο φιλοκυβερνητικός Τύπος, προτίθεται να μιλήσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Είτε, εξάλλου, γίνει την προσεχή Τρίτη η συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, είτε αναβληθεί εκ νέου, το επίδικο ζήτημα, το οποίο δεν είναι άλλο από το αν ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης περενέβη στο έργο μιας εισαγγελέως Εφετών για να επηρεάσει τη στάση της σε εκκρεμή υπόθεση, είναι εντελώς ανεξάρτητο και χρήζει διερεύνησης, όποιος και αν έχει δίκιο ή λέει όλη την αλήθεια: η εισαγγελέας ή υπουργός.
Σε μια ευνομούμενη χώρα, μάλιστα, θα περίμενε κανείς ότι η ίδια η κυβέρνηση που δίνει όρκους πίστης στη διαφάνεια θα ήταν εκείνη η οποία, μόλις είδαν το φως οι επίμαχες καταγγελίες, θα έσπευδε να ζητούσε να γίνει έρευνα. Ώστε –αν μη τι άλλο- να αποδείξει ότι δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της στα θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών. Και –γιατί όχι;- να δείξει ότι εννοεί ότι είναι αποφασισμένη να τερματίσει το καθεστώς των παρεμβάσεων που οι ίδιοι ισχυρίζονταν ότι έκαναν οι προκάτοχοί τους.
Όμως, κατά έναν παράδοξο, εκ πρώτης, τρόπο, τουλάχιστον για τους ανυποψίαστους, όχι μόνον δεν μπαίνουν μπροστά για να υπερασπιστούν τη διαφάνεια, αλλά, αντιθέτως, πρωταγωνιστούν σε ένα απίστευτο γαϊτανάκι συγκάλυψης που είναι αποκαλυπτικό των πραγματικών προθέσεων από τις οποίες διακατέχονται και οι οποίες τους οδηγούν στον αποπροσανατολιστικό θόρυβο.
Σε μια άλλη ανάγνωση των πραγμάτων, ωστόσο, όλα τούτα είναι συμβατά με την γενική κατεύθυνση που οι νυν κυβερνώντες, οι οποίοι δείχνουν ότι έχουν βαλθεί να ανατρέψουν όλα όσα ξέρουμε για την άσκηση της πολιτικής. Βλέπετε, το σύνηθες, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, είναι οι κυβερνήσεις να επιδιώκουν τη γαλήνη, την ηρεμία, την καταλλαγή, τη συναίνεση, σε τρόπον ώστε να καταφέρουν να πετύχουν τους στόχους τους οποίους έχουν θέσει. Εν αντιθέσει με τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις που πασχίζουν για την ένταση και την αναταραχή που υπονομεύουν όσους έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης.
Σε παγκόσμια, λοιπόν, πρώτη και, το κυριότερο, σε πείσμα της μεταστροφής την οποία έχουν κάνει σχεδόν στα πάντα –από τις χειροπέδες που άρχισαν να φορούν στους μετανάστες ως την άδεια στους χρυσωρύχους των Σκουριών-, οι ιθύνοντες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επιμένουν, αντιπολιτευόμενοι την αντιπολίτευση, να υποδαυλίζουν την ένταση και να πυροδοτούν την παραλυτική σύγκρουση.
Πρόκειται για κινήσεις και πρωτοβουλίες οι οποίες υπακούουν σε μια παραλλαγή της κλασσικής ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή συνταγής για «άρτον και θεάματα» που παραδοσιακά προσφέρουν στις δύσκολες στιγμές τα κάθε λογής καθεστώτα. Όσο μάλιστα μικρότερη είναι η δόση του άρτου που μπορεί να μοιράσουν τόσο μεγαλώνουν τη δοσολογία των θεαμάτων που προσφέρουν στους υπηκόους τους.
Αυτό ακριβώς γίνεται το τελευταίο δεκατετράμηνο με την εμμονική ενασχόληση των κυβερνώντων με τη «διαπλοκή». Είναι, δε, τέτοιο το πάθος τους που δεν τους αφήνει να αντιληφθούν ότι το θέαμα που παρουσιάζουν, με τις περιβόητες «λίστες», είναι πια τόσο πολυπαιγμένο που ελάχιστα συγκινεί το φιλοθεάμον κοινό. Ίσως και επειδή οι εχέφρονες έχουν, μάλλον, βαρεθεί να ακούνε για την «διαπλοκή», η οποία, εκεί που τη μια στιγμή τού λένε ότι «ψυχορραγεί», την αμέσως επόμενη ώρα τού την παρουσιάζουν ως «εφτάψυχη» που… «Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει…».
Σε κάθε περίπτωση, όσος επικοινωνιακός κουρνιαχτός και αν σηκωθεί στο πλαίσιο του έργου υπό τον τίτλο… «Θάνατος στη διαπλοκή», οι πολίτες οι οποίοι σε λίγες μέρες θα δουν τις συντάξεις τους να πετσοκόβονται για μια ακόμη φορά και τους ήδη δυσβάσταχτους φόρους να ανεβαίνουν ακόμη ψηλότερα, πολύ δύσκολα θα συγκινηθούν από την επιλεκτική στοχοποίηση ενός ή, άντε, δύο καναλαρχών.
Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο δεν θα συγκινηθούν οι πολίτες είναι εξαιτίας του ότι είναι από πενιχρά έως ανύπαρκτα τα αποτελέσματα του υποτιθέμενου αγώνα κατά της διαπλοκής, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Ορισμένοι, μάλιστα, ισχυρίζονται –και θα αποδειχθεί πολύ σύντομα αν είναι έτσι- ότι υπολείπονται αισθητά των αποτελεσμάτων που είχαν οι προηγούμενοι.
Οπότε μάλλον δεν θα αργήσει η ώρα που οι πολίτες θα θυμηθούν το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» με το οποίο κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Και τότε, κατά πάσα πιθανότητα, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Ας ευχηθούμε μόνον να είναι κακά ξεμπερδέματα μόνον για την κυβέρνηση και όχι και για τη χώρα…

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Οι ποικιλώνυμες λίστες σε ρόλο «Ιερού Δισκοπότηρου»



            Είναι εντυπωσιακή η υψηλότατη «επένδυση» την οποία φαίνεται ότι έχει κάνει η σημερινή κυβέρνηση στη λεγόμενη καταπολέμηση της διαφθοράς. Είναι τόση μεγάλη η εμονική προσήλωσή τους που μόνον έτσι εξηγείται γιατί δεν πολυενδιαφέρονται για ο,τιδήποτε άλλο, όπως πρωτίστως η δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά και ευρύτερα η ανάληψη πρωτοβουλιών που να κινητοποιούν τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία.
Το υπουργικό συμβούλιο, το οποίο, ειδικά μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου οπότε ο Αλέξης Τσίπρας απηλλάγη από τους «ενοχλητικούς» της εσωκομματικής του αντιπολίτευσης, συνεδριάζει σπανιότατα, συνήλθε εκτάκτως την προπαραμονή των Χριστουγέννων με σχεδόν αποκλειστικό σκοπό να πανηγυρίσουν τα μέλη του την άφιξη στην Αθήνα νέας λίστας με συναλλαγές καταθετών που παρέλαβε ο γενικός γραμματέας της Κυβέρνησης από τον Γάλλο πρώην υπάλληλο της τράπεζας HSBC στη Γενεύη Ερβέ Φαλτσιανί.
Τα στοιχεία των συγκεκριμένων καταθετών δεν είναι άγνωστα στις ελληνικές αρχές, αφού έχουν φθάσει στη χώρα μας ήδη από το 2011 και περιέχονται στη περιώνυμη «λίστα Λαγκάρντ». Υποτίθεται, όμως, ότι τώρα ο περιβόητος κ. Φαλτσιανί, ο οποίος έγραψε ολόκληρο βιβλίο και το μόνο αποκαλυπτικό που βρήκε να προσθέσει ήταν τα γελοία κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα για το ποιος ή ποια κρυβόταν πίσω από τη μεγαλύτερη σε ύψος κατάθεση που περιείχε η λίστα που εκείνος υπέκλεψε, αποφάσισε –και μπράβο του!- να κάνει «δώρο» στην ελληνική κυβέρνηση και τις συνοδευτικές κινήσεις των επίμαχων λογαριασμών.
Οι διθυραμβικοί τόνοι, όμως, με τους οποίους έκτοτε τα κυβερνητικά στελέχη αναφέρονται στις υποθέσεις που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη λίστα, αλλά και με άλλες συναφείς, δίνουν την εντύπωση ότι για τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ οι λίστες αυτές συνιστούν το «Ιερό Δισκοπότηρο» που η ανακάλυψή του θα λύσει δια παντός το… μυστήριο της μνημονιακής ζωής. Και γι΄ αυτό δεν χρειάζεται ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του να ασχολούνται τόσο σοβαρά με τίποτε άλλο. Ούτε με την ανεργία, ούτε με την ανάπτυξη. Εδραία πεποίθησή τους είναι ότι με τον θησαυρό από τις συγκεκριμένες λίστες θα γεμίσουν τα δημόσια ταμεία, θα προσληφθούν όλοι οι άνεργοι στο δημόσιο και γενικώς θα είναι όλα καλά και όλα ωραία.
Έχουν, μάλιστα, πιστέψει τόσο πολύ όλα αυτά που μάλλον δεν αντιλαμβάνονται τον απίστευτο σουρεαλισμό που αναδύεται από τις ίδιες τις δηλώσεις τους. «Ξέρετε ότι απεχθάνομαι τα μεγάλα λόγια και τις δηλώσεις χάριν εντυπωσιασμού. Προσπαθώ πάντοτε να κρατάω τον πήχη των προσδοκιών χαμηλά, γιατί είναι γνωστό ότι η ελληνική κοινωνία έχει κουραστεί από τις δηλώσεις», δήλωνε τις προηγούμενες ημέρες σε διαδικτυακή συνέντευξή του αρμόδιο κυβερνητικό στέλεχος. Και εκεί που ήσουν έτοιμος να αναφωνήσεις: «να και ένας εγκρατής σε μια κυβέρνηση έμπλεη φαφλατάδων», σε άφηνε ενεό με τη συνέχεια των λεγομένων του.
«Ωστόσο, οι εξελίξεις στο θέμα με τις λίστες είναι ήδη καταιγιστικές», συμπλήρωνε για να σημειώσει: «Οι ταυτοποιήσεις προχωρούν με ταχύτατους ρυθμούς. Πολύ πιο γρήγορα από ό,τι ελπίζαμε. Εκτιμούμε ότι θα προχωρήσουν άμεσα και οι διασταυρώσεις των στοιχείων με τα δηλωθέντα εισοδήματα και έτσι θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε και σε καταλογισμό, που είναι και το πιο σημαντικό».
Το καλύτερο, όμως, ο εν λόγω κυβερνητικός αξιωματούχος –το όνομα του οποίου δεν έχει σημασία, αλλά όποιος κάνει μια στοιχειώδη αναζήτηση στο Διαδίκτυο είναι εύκολο να το βρει- το φύλαγε για τη συνέχεια: «Στο εξωτερικό, ήδη, μας θεωρούν “μουτζαχεντίν”, που δεν έχουμε πρόθεση να σταματήσουμε πουθενά, όποιον και αν βρούμε μπροστά μας και αυτό για εμάς είναι τίτλος τιμής», ανέφερε με μια τεράστια δόση αυταρέσκειας, προκαλώντας πελώριες απορίες για το πόση επαφή με την πραγματικότητα έχουν όλα αυτά.
Γιατί, στον Θεό σας, ποιός είναι εκείνος στο «εξωτερικό» που απονέμει «τίτλους τιμής» σε Έλληνες αξιωματούχους και τους αναγορεύει σε «μουτζαχεντίν» κατά της διαφθοράς;  Η τρόικα μήπως; Και τότε γιατί πιέζει για νέα μέτρα και δεν αποδέχεται το «μπαλαμούτι» περί «ισοδυνάμων»; Αλλά και αν δεν είναι η επάρατος «τρόικα», που τώρα τη λέμε «θεσμοί», τότε ποιός είναι; Μήπως οι… Ρώσοι με τα δισεκατομμύρια που θα μας έδιναν «μπροστάντζα» για τον αγωγό που δεν θα γίνει;
Πέρα από τα αστεία, πάντως, φαίνεται ότι τα παθήματα της ίδιας της τωρινής διακυβέρνησης από τις απανωτές διαψεύσεις που έχει υποστεί μέχρι τώρα στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχουν γίνει μαθήματα. Ποιός, αλήθεια, θα εξηγήσει γιατί μετά τις τελευταίες εκλογές εξαφανίστηκε από το προσκήνιο ο προερχόμενος από τον εισαγγελικό κλάδο και επί χρόνια διώκτης του «μαύρου χρήματος» υπουργός Επικρατείας κ. Παναγιώτης Νικολούδης; Ποιό ήταν το «λάθος» του; Ότι καλλιέργησε προσδοκίες πως θα λυνόταν το οικονομικό πρόβλημα με τις λίστες; Ή ότι προσγείωσε τους υπερφίαλους υπολογισμούς;
Κακά τα ψέματα και ακόμη πιο κάκιστη η κοροϊδία των πολιτών. Η διαφθορά με τη μορφή της φοροδιαφυγής δεν είναι ούτε ελληνική εφεύρεση ούτε ελληνική μοναδικότητα. Αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, όλες οι κυβερνήσεις αν μπορούσαν θα το καταπολεμούσαν. Αν όχι για άλλον λόγο, σίγουρα για να έχουν λεφτά, είτε για να ξοδεύουν είτε για να ψηφοθηρούν με τη μείωση της φορολογίας. 
Σύμφωνα, άλλωστε, με τις πλέον έγκυρες διεθνείς μελέτες, οι πλούσιοι αυτού του πλανήτη έχουν κρυμμένα σε διάφορους «φορολογικούς παραδείσους» ποσά που υπολογίζονται στα 10 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αντιστοίχως, στις ελβετικές τράπεζες υπολογίζεται ότι έχουν κατευθυνθεί από Έλληνες καταθέτες (συμπεριλαμβανομένων και των εφοπλιστών που είναι αμφίβολο αν μπορεί να φορολογηθούν στην Ελλάδα) κεφάλαια περίπου 100 δισ. ευρώ, τα οποία αναλογικά αποτελούν το 1/100 του συνόλου.
Με λίγα λόγια, ακόμη και αν οι εγχώριοι αυτοαποκαλούμενοι «μουτζαχεντίν» έκαναν τη μεγάλη έκπληξη και κατάφερναν  να κατάσχουν –αμήν και πότε!- όλα τα χρήματα που βρίσκονται στις ποικιλώνυμες λίστες που έχουν στα χέρια τους, το οικονομικό πρόβλημα της χώρας δεν επρόκειτο να λυθεί δια μιας, όπως αφελώς φαίνεται να πιστεύουν αρκετοί  στην κυβέρνηση. Μόνον η παραγωγική ανασυγκρότηση και η προσπάθεια να δημιουργηθούν όλο και περισσότερες θέσεις εργασίας μπορεί να αλλάξει τη μοίρα αυτού του τόπου. Και όσο γρηγορότερα το αντιληφθούν τόσο το καλύτερο και για εκείνους και για όλους εμάς.