Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Ο λαϊκισμός έχει πολλά πρόσωπα

 

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να εκφράσουν ικανοποίηση για το άδοξο τέλος στο οποίο φαίνεται να καταλήγει η πολιτική καριέρα του πάλαι ποτέ φερέλπιδος αρχηγού των Ισπανών «Ποδέμος» Πάμπλο Ιγκλέσιας.

Ο πολιτικός με το φετίχ της αλογοουράς, την οποία διατήρησε ακόμη και όταν μετακόμισε στα προάστεια της Μαδρίτης και ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της χώρας του, οδηγήθηκε, πριν καν κλείσει το 43ο έτος της ηλικίας του, σε πρόωρη αποστρατεία. Πρόλαβε να διαγράψει στο ισπανικό πολιτικό στερέωμα μια μάλλον μετεωρική τροχιά η οποία ξεκίνησε όταν ηγήθηκε των συμπατριωτών του που συμμετείχαν στο διαβόητο «Κίνημα των Αγανακτισμένων».

Όσο ήταν στην αντιπολίτευση, οι προοπτικές ήταν ευοίωνες για τον άνθρωπο που στο βιογραφικό του αναφέρεται ότι «από την ηλικία των 13 άρχισε να ασχολείται με την αριστερά, διαβάζοντας Καρλ Μαρξ και Βλαντίμιρ Λένιν, ενώ εντάχθηκε και στην κομμουνιστική νεολαία, σε ηλικία 15 ετών». Ο ίδιος και το κόμμα του συνάρπαζαν τα πλήθη και έκαναν… εξαγωγή του μοντέλου διαμαρτυρίας που ακολουθούσαν και σε χώρες όπως η Ελλάδα.

Από τις πλατείες στην αρχή κι αργότερα από την Ευρωβουλή και το Ισπανικό Κοινοβούλιο, ο Ιγκλέσιας μπορούσε να λέει ό,τι του κατέβαζε η… γκλάβα του. Το αναμφισβήτητο επικοινωνιακό χάρισμα, το οποίο διέθετε και αναδείχθηκε μέσα από τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση, ήταν, μαζί με την άκρατη υποσχεσιολογία, το όχημα που εκτόξευε στα ύψη τη δημοφιλία του εντός και εκτός των ισπανικών συνόρων.

Τα πράγματα, ωστόσο, άλλαξαν άρδην για τον αρχηγό των «Ποδέμος» και το κόμμα του, που ο τίτλος του στα ελληνικά σημαίνει «Μπορούμε», όταν έφθασε η ώρα να αναλάβουν ευθύνες. Ο λαϊκισμός στον οποίο είχαν επιδοθεί δοκίμασε τα όρια του όταν έκαναν συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές του Πέδρο Σάντσες. Διότι, όπως πολύ καλά μάθαμε κι εμείς εδώ στη χώρα μας, όσο εύκολο είναι να τάζεις «σεισάχθεια» σε ανήμπορους -και μη- να ανταποκριθούν στα χρέη τους, τόσο δύσκολο είναι το εφαρμόσεις.

Φαίνεται, όμως, ότι η αλαζονεία, η οποία συνήθως εμφιλοχωρεί στις απότομες εκτοξεύσεις προς την κορυφή, δεν επέτρεψε στον Πάμπλο Ιγκλέσιας να αντιληφθεί ότι ο δικός του λαϊκισμός είχε πλέον εκμετρήσει το ζην. Έτσι ερμηνεύεται ότι επέλεξε να εγκαταλείψει την αντιπροεδρία της συγκυβέρνησης με τους Σοσιαλιστές για να αναμετρηθεί μετωπικά με μια ευειδή λαϊκίστρια της Δεξιάς στη διεκδίκηση του αξιώματος του περιφερειάρχη της ισπανικής πρωτεύουσας.

Με μια δυναμική καμπάνια κατά των περιοριστικών μέτρων για την εξάπλωση του κορωνοϊού, που κινητοποίησε τους επαγγελματίες της ισπανικής πρωτεύσας, η 42χρονη Ιζαμπέλ Ντίας Αγιούσο, η οποία λάνσαρε το εύληπτο σύνθημα «Ελευθερία», θριάμβευσε στις κάλπες της περασμένης Κυριακής. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο οποίος κατέβηκε στις εκλογές για να… ανασχέσει την επέλαση της Δεξιάς, κατατροπώθηκε.

Οι Μαδριλένοι ψηφοφόροι έδωσαν διπλάσια, σε σχέση με δύο χρόνια νωρίτερα, ποσοστά στην «Ισπανίδα Τραμπ», όπως αποκαλείται στη χώρα της η δεξιά περιφερειάρχης, και έστειλαν τον Ιγκλέσιας σε πρόωρη πολιτική συνταξιοδότηση. Το ρολόι της ιστορίας άλλαξε ρότα, αλλά οι δείκτες του επέστρεψαν στον αστερισμό του λαϊκισμού. Απλώς το «Μπορούμε» («Podemos») έγινε «Ελευθερία» («Libertad»). Και, κατά τα λοιπά, η ζωή συνεχίζεται…

Βλέπετε, ο λαϊκισμός έχει πολλά πρόσωπα. Και μερικές φορές μοιάζει με τη Λερναία Ύδρα που ένα κεφάλι κόβεις και δύο φυτρώνουν στη θέση του. Έτσι ακριβώς έγινε στη Μαδρίτη διότι η κυρία Αγιούσο πήρε εντολή να κυβερνήσει τη Μαδρίτη από κοινού με τον ακροδεξιό σχηματισμό VOX, που απαρτίζεται από νοσταλγούς του Φράνκο, καθώς οι μέχρι πρότινος συγκυβερνώντες «Πολίτες» («Ciudadanos») οδηγήθηκαν σε πολιτική εξαφάνιση, αφενός λόγω της μετριοπάθειάς τους και αφετέρου λόγω της αναποφασιστικότητάς τους.

Αν και έχουν διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο και ανόμοιο μέγεθος, η Ισπανία και η Ελλάδα είναι δύο χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με αρκετά κοινά στοιχεία στην πολιτική διαδρομή που ακολουθούν τις τελευταίες δεκαετίες. Αμφότερες βίωσαν βίαιους αδελφοκτόνους εμφυλίους και δοκιμάστηκαν σκληρά από οπισθοδρομικές δικτατορίες. Αλλά και πιο πρόσφατα συνταράχθηκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009 που πυροδότησε τα ακραία λαϊκίστικα «Κινήματα των Αγανακτισμένων» τα οποία βρήκαν πρόσφορο έδαφος τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά.

Στην Ισπανία το εκκρεμές του λαϊκισμού πήρε τώρα δεξιά κατεύθυνση. Στη δική μας χώρα κάποιοι υποστηρίζουν ότι το 2019, οπότε φάνηκε να κλείνει μια δεκαετία λαϊκίστικων προσεγγίσεων, αφήσαμε πίσω αυτό το κεφάλαιο. Με αποκορύφωμα, ωστόσο, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των συμπατριωτών μας στο εμβολιαστικό πρόγραμμα, ίσως βιάστηκαν όσοι έσπευσαν να κηρύξουν το τέλος του ελληνικού λαϊκισμού.

Στον δικό μας ορίζοντα μέχρι στιγμής δεν προβάλλουν ούτε Έλληνας Ιγκλέσιας, ούτε Ελληνίδα Αγιούσο. Ενδεχομένως επειδή είναι πολύ πρόσφατη η συγκατοίκηση της λαϊκίστικης Αριστεράς με ένα τμήμα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς. Η πολιτική, όμως, είναι δυναμικό παίγνιο. Και γι΄ αυτό ποτέ κανείς δεν ξέρει με ποιο πρόσωπο θα εμφανιστεί το επόμενο λαϊκίστικο κρεσέντο.

Ας έχουμε, λοιπόν, τον νου μας!

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Οι νέοι αναθερμαίνουν την ελπίδα

 

Η θέρμη με την οποία φαίνεται να ανταποκρίθηκαν οι νεότερες γενιές της πατρίδας μας στο άνοιγμα της πλατφόρμας για τους εμβολιασμούς είναι το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα των τελευταίων μηνών. Μαζί με τις ουρές που αρχίζουν σιγά σιγά να δημιουργούνται στα εμβολιαστικά κέντρα δείχνει ότι η μάχη που εδώ και καιρό μαίνεται ανάμεσα στη λογική και στην παράνοια κρίνεται υπέρ της πρώτης.

Αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι στη διάρκεια της πανδημίας οι νέοι πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα, αφού εκείνους πρωτίστως έπληξαν τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν για το πάγωμα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας αλλά και για τον εγκλεισμό στα σπίτια μας.

Από όποια σκοπιά κι αν δει κανείς τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας τους τελευταίους δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι συνθήκες είναι πολύ χειρότερες για τους νεότερους. Για εκείνους ήταν πιο δύσκολο να θυσιάσουν τη διάθεση να βρίσκονται και να διασκεδάζονται με τους συνομήλικούς τους. Η δική τους ανεργία παρατάθηκε. Και οι δικές τους δουλειές τους έγιναν ανασφαλέστερες.

Οι μερικές εκατοντάδες ή ενδεχομένως και λίγες χιλιάδες που συμμετείχαν σε συγκεντρώσεις στις πλατείες ή και στα ανά την ελληνική επικράτεια κορωνο-πάρτι δημιούργησαν τη λανθασμένη, όπως αποδεικνύεται, εντύπωση ότι οι νεότεροι αψηφούν τους κινδύνους της πανδημίας και αδιαφορούν για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι συμπεριφορές τους στην πιθανότητα να προσβληθούν από τον ιό οι ίδιοι και τα πιο ευάλωτα μέλη του περίγυρου τους.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι οι τριαντάρηδες και οι σαραντάρηδες του σήμερα ανήκουν στις γενιές που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση του 2010, χωρίς μάλιστα να προλάβουν να γευθούν τους γλυκούς καρπούς της –«επίπλαστης», έστω- ευημερίας την οποία απολαύσαμε οι πιο ηλικιωμένοι Έλληνες που είχαμε το προνόμιο να ζήσουμε από το 1980 έως το 2010 όταν η Ελλάδα βρέθηκε στο απόγειο της οικονομικής της ανόδου.

Από την άλλη, βεβαίως, μιλάμε για τις γενιές των ιστορικά πιο μορφωμένων Ελλήνων. Γενιές εξωστρεφείς, με πολλά πτυχία και με περισσότερες γνώσεις που δεν απέκτησαν μόνον στα θρανία και στα αμφιθέατρα, αλλά και στο Διαδίκτυο. Γενιές που μεγαλώνουν με τα tablet και τα smartphone να αποτελούν προέκταση των χεριών τους. Και που επικοινωνούν και ενημερώνονται κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τα στοιχεία για την προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα των Ελλήνων που ανήκουν στις ηλικιακές ομάδες άνω των 60 ετών δεν υπήρξαν ενθαρρυντικά. Δυστυχώς μια μειοψηφική μεν, πλην, όμως, αξιοσημείωτη, μερίδα εξ αυτών επέδειξε μεγάλη επιφυλακτικότητα διστάζοντας να προσέλθει να εμβολιαστεί. Σε αυτό δεν αποκλείεται να ευθύνεται και η διαδικτυακή ημιμάθεια που χαρακτηρίζει αυτές τις γενιές και τις κάνει να μην μπορούν να αντιληφθούν ότι δεν είναι ισότιμος λόγος που εκπέμπεται στον ψηφιακό κόσμο.

Κακά τα ψέματα, δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι γύρω μας που αντιμετωπίζουν ως… ισοβαρείς τις απόψεις που εκφράζουν, από τη μια, οι… ταξιτζήδες, που μόλις έμαθαν να πατούν τα πλήκτρα του κινητού τους, και, από την άλλη, επιστήμονες της περιωπής και του κύρους ενός Αντόνιο Φάουτσι ή ενός Σωτήρη Τσιόδρα και τόσων άλλων, οι οποίοι… έλιωσαν σόλες παρακολουθώντας ασθενείς και έκαναν νυχτέρια και υπερωρίες μπροστά σε μικροσκόπια και υπολογιστές για να βρουν κατάλληλα φάρμακα και αποτελεσματικά εμβόλια που θα μας απαλλάξουν από απλές ασθένειες, επιδημίες και πανδημίες.

Όχι, δεν είμαστε όλοι ίδιοι όταν μιλάμε για επιστημονικά θέματα. Και, όπως ο καθένας εξ ημών απαιτεί τον σεβασμό των άλλων στη δουλειά την οποία κάνει, έτσι κι εμείς πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι δεν μετράει το ίδιο ο λόγος μας για θέματα για τα οποία δεν είμαστε αρμόδιοι. Στα επιστημονικά θέματα έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο οι επιστήμονες. Αυτούς και μόνον εμπιστευόμαστε. Ακόμη και όταν –δικαιολογημένα- δεν μιλούν με τις κατηγορηματικότητες που χαρακτηρίζουν τον ισοπεδωτικό λόγο των κάθε λογής «τσαρλατάνων» που νομίζουν ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είναι, μόνον και μόνον επειδή έχουν αποκτήσει διαδικτυακό βήμα.

Είναι μεγάλο ευτύχημα, λοιπόν, που μέσα σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα οι νεότεροι Έλληνες έδειξαν εμπιστοσύνη στην επιστήμη και προσήλθαν με ζήλο για να εξασφαλίσουν μια θέση στο εμβολιαστικό πρόγραμμα. Όλα δείχνουν ότι το έκαναν όχι επειδή είναι «υπάκουοι» αλλά διότι επιθυμούν διακαώς να πάρουν τις ζωές τους πίσω. Θέλουν να βγουν έξω, να δουλέψουν, να φλερτάρουν, να ερωτευτούν, να διασκεδάσουν και να απολαύσουν τη χαρά και την ικανοποίηση που παίρνει όποιος ζει τη ζωή του.

Αν η τάση αυτή επιβεβαιωθεί και στη συνέχεια, τότε έχουμε κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι οι σημερινοί νέοι θα αλλάξουν τον κόσμο, κάνοντάς τον καλύτερο.

Γι΄ αυτό είμαστε μαζί τους!

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Καμία δικαιολογία για την αμφισβήτηση της ατομικής ευθύνης

 

Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη χώρα στον πλανήτη στην οποία να αμφισβητήθηκε τόσο έντονα, όσο στην Ελλάδα, η σημασία της ατομικής ευθύνης που πρέπει να επιδεικνύουμε όλοι μας και ο καθένας χωριστά απέναντι στην πανδημία του κορωνοϊού, η οποία, λιγότερο ή περισσότερο, απειλεί τις ζωές όλων μας εδώ και σχεδόν ενάμισι χρόνο.

Είναι αλήθεια ότι διαθέτουμε μακρά εγχώρια παράδοση που θέλει τους πολίτες να περιμένουν τα πάντα από το κράτος, μένοντας οι ίδιοι αδρανείς. Μια παράδοση η οποία δημιουργήθηκε από πολλούς παράγοντες, που δεν είναι της παρούσης για να αναλυθούν, αλλά εκτοξεύθηκε τα τελευταία χρόνια με τον άκρατο λαϊκισμό των τηλεοπτικών πρωινάδικων που έχει επιβάλει ως κυρίαρχη νοοτροπία το ερώτημα – κραυγή: «που είναι το κράτος;».

Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι όλα αυτά συνέβησαν επί σειρά ετών σε μια χώρα στην οποία το κράτος δεν έχει να επιδείξει ούτε οργανωτική ικανότητα ούτε, πολύ περισσότερο, αποτελεσματικότητα στη διαχείριση προβλημάτων – πόσω μάλλον σοβαρών κρίσεων. Άλλωστε, με εξαίρεση τους ισχυρούς δεσμούς της οικογενειακής αλληλεγγύης, η, κατά τα άλλα, κατακερματισμένη ελληνική κοινωνία σπανίως συστρατεύτηκε σε συλλογικά αιτήματα.

Αξιοσημείωτες συστρατεύσεις είχαμε κυρίως σε περιόδους καταστροφών και κρίσεων, οι οποίες, όμως, εγκαταλείφθηκαν πολύ σύντομα. Το έπος του ’40, για παράδειγμα, και ο Εμφύλιος που το διαδέχθηκε, αποτελούν ίσως την επιτομή που περιγράφει παραστατικότερα την ιστορική διαδρομή του νεοελληνικού κράτους που, ας μην το ξεχνάμε, μετράει μόλις δύο αιώνες από τη συγκρότησή του.

Η πανδημία του κορωνοϊού, παρότι υπήρξε αναμφισβήτητα μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών, ένωσε την ελληνική κοινωνία μόνον στην πρώτη φάση της όταν ο φόβος αποτελούσε το κυρίαρχο αίσθημα. Με τη συνδρομή και των λανθασμένων χειρισμών που έγιναν από την κυβέρνηση και τους λοιπούς αξιωματούχους που είχαν την ευθύνη αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, στην πορεία η εικόνα άλλαξε.

Οι συνεχείς -και πρόωρες, όπως αποδείχθηκε- αναγγελίες περί του επερχόμενου τέλους της πανδημίας, που διαψεύδονταν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κούρασαν το κοινωνικό σώμα. Το περιώνυμο «τελευταίο μίλι» ήταν, εν τέλει, πολύ μακρύτερο του αναμενόμενου.

Ανεξαρτήτως αν στην παράταση της κρίσης συνέβαλαν τόσο οι μεταλλάξεις του ιού, που τον έκαναν πιο μεταδοτικό, όσο και οι παλινωδίες των ευρωπαϊκών αρχών που επιφορτίστηκαν με την προμήθεια των εμβολίων, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει ουσιωδώς.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια δημιούργησε το υπόστρωμα για να βρουν έδαφος οι κάθε είδους αρνητισμοί και αμφισβητήσεις. Που με τη σειρά τους οδήγησαν αφενός στα περιορισμένα ποσοστά εμβολιασμού των ηλικιωμένων και αφετέρου στην απαίτηση όλο και περισσότερων συμπολιτών μας να αρθούν τα περιοριστικά μέτρα, παρά τη μεγάλη πίεση που εξακολουθεί να δέχεται το ΕΣΥ.

Με δεδομένη, ωστόσο, την κατάσταση, για όποιον δεν εθελοτυφλεί, το άνοιγμα των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων αποτελεί αναπόδραστο μονόδρομο. Καθώς σχεδόν όλοι έχουμε πλέον πρόσβαση τόσο στη διάγνωση, μέσω των τεστ που μπορούμε να κάνουμε για να διαπιστώσουμε αν είμαστε φορείς του ιού, όσο και στην επιδίωξη της ανοσίας μέσω των εμβολίων που είναι προσβάσιμα για εκατομμύρια Έλληνες, η ατομική ευθύνη αναδεικνύεται σε υπέρτατη αξία.

Με άλλα λόγια, το κράτος, έστω και με καθυστέρηση, που μπορεί να οφειλόταν και σε αντικειμενικές αδυναμίες, όπως η έλλειψη εμβολίων αλλά και τεστ, εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις τους. Οπότε εκείνο που μένει πλέον είναι να εκπληρώσουμε κι εμείς τις υποχρεώσεις μας. Οι οποίες δεν είναι άλλες από το να αναλάβουμε ο καθένας μας την ατομική του ευθύνη να τηρεί τα ισχύοντα περιοριστικά μέτρα, να υποβάλλεται σε τεστ και, κυρίως, να εμβολιάζεται.

Αν μέχρι τώρα, διάφοροι εφεύρισκαν –δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα- άλλοθι για να αμφισβητήσουν την μέριμνα της Πολιτείας, στο εξής, κακά τα ψέματα, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Μόνον «ψεκασμένοι», ή άλλου είδους ιδεοληπτικοί, μπορούν πλέον να αρνούνται την ατομική τους ευθύνη. Και, αντ΄ αυτού, να αναλαμβάνουν το… ρίσκο να νοσήσουν από κορωνοϊό. Κράζοντας κι από πάνω: «που είναι το κράτος να μας προστατεύσει;».

Ας μην τους το επιτρέψουμε. Ή, τουλάχιστον, ας τους περιορίσουμε. Κάνοντας όλοι οι υπόλοιποι το καθήκον μας. Απέναντι στους εαυτούς μας αλλά και στους γύρω μας. Με τους οποίους, όπως απέδειξε η κρίση αυτή, είμαστε τόσο, μα τόσο, κοντά.