Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτήρης Τσιόδρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτήρης Τσιόδρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Οι νέοι αναθερμαίνουν την ελπίδα

 

Η θέρμη με την οποία φαίνεται να ανταποκρίθηκαν οι νεότερες γενιές της πατρίδας μας στο άνοιγμα της πλατφόρμας για τους εμβολιασμούς είναι το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα των τελευταίων μηνών. Μαζί με τις ουρές που αρχίζουν σιγά σιγά να δημιουργούνται στα εμβολιαστικά κέντρα δείχνει ότι η μάχη που εδώ και καιρό μαίνεται ανάμεσα στη λογική και στην παράνοια κρίνεται υπέρ της πρώτης.

Αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι στη διάρκεια της πανδημίας οι νέοι πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα, αφού εκείνους πρωτίστως έπληξαν τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν για το πάγωμα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας αλλά και για τον εγκλεισμό στα σπίτια μας.

Από όποια σκοπιά κι αν δει κανείς τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας τους τελευταίους δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι συνθήκες είναι πολύ χειρότερες για τους νεότερους. Για εκείνους ήταν πιο δύσκολο να θυσιάσουν τη διάθεση να βρίσκονται και να διασκεδάζονται με τους συνομήλικούς τους. Η δική τους ανεργία παρατάθηκε. Και οι δικές τους δουλειές τους έγιναν ανασφαλέστερες.

Οι μερικές εκατοντάδες ή ενδεχομένως και λίγες χιλιάδες που συμμετείχαν σε συγκεντρώσεις στις πλατείες ή και στα ανά την ελληνική επικράτεια κορωνο-πάρτι δημιούργησαν τη λανθασμένη, όπως αποδεικνύεται, εντύπωση ότι οι νεότεροι αψηφούν τους κινδύνους της πανδημίας και αδιαφορούν για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι συμπεριφορές τους στην πιθανότητα να προσβληθούν από τον ιό οι ίδιοι και τα πιο ευάλωτα μέλη του περίγυρου τους.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι οι τριαντάρηδες και οι σαραντάρηδες του σήμερα ανήκουν στις γενιές που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση του 2010, χωρίς μάλιστα να προλάβουν να γευθούν τους γλυκούς καρπούς της –«επίπλαστης», έστω- ευημερίας την οποία απολαύσαμε οι πιο ηλικιωμένοι Έλληνες που είχαμε το προνόμιο να ζήσουμε από το 1980 έως το 2010 όταν η Ελλάδα βρέθηκε στο απόγειο της οικονομικής της ανόδου.

Από την άλλη, βεβαίως, μιλάμε για τις γενιές των ιστορικά πιο μορφωμένων Ελλήνων. Γενιές εξωστρεφείς, με πολλά πτυχία και με περισσότερες γνώσεις που δεν απέκτησαν μόνον στα θρανία και στα αμφιθέατρα, αλλά και στο Διαδίκτυο. Γενιές που μεγαλώνουν με τα tablet και τα smartphone να αποτελούν προέκταση των χεριών τους. Και που επικοινωνούν και ενημερώνονται κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τα στοιχεία για την προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα των Ελλήνων που ανήκουν στις ηλικιακές ομάδες άνω των 60 ετών δεν υπήρξαν ενθαρρυντικά. Δυστυχώς μια μειοψηφική μεν, πλην, όμως, αξιοσημείωτη, μερίδα εξ αυτών επέδειξε μεγάλη επιφυλακτικότητα διστάζοντας να προσέλθει να εμβολιαστεί. Σε αυτό δεν αποκλείεται να ευθύνεται και η διαδικτυακή ημιμάθεια που χαρακτηρίζει αυτές τις γενιές και τις κάνει να μην μπορούν να αντιληφθούν ότι δεν είναι ισότιμος λόγος που εκπέμπεται στον ψηφιακό κόσμο.

Κακά τα ψέματα, δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι γύρω μας που αντιμετωπίζουν ως… ισοβαρείς τις απόψεις που εκφράζουν, από τη μια, οι… ταξιτζήδες, που μόλις έμαθαν να πατούν τα πλήκτρα του κινητού τους, και, από την άλλη, επιστήμονες της περιωπής και του κύρους ενός Αντόνιο Φάουτσι ή ενός Σωτήρη Τσιόδρα και τόσων άλλων, οι οποίοι… έλιωσαν σόλες παρακολουθώντας ασθενείς και έκαναν νυχτέρια και υπερωρίες μπροστά σε μικροσκόπια και υπολογιστές για να βρουν κατάλληλα φάρμακα και αποτελεσματικά εμβόλια που θα μας απαλλάξουν από απλές ασθένειες, επιδημίες και πανδημίες.

Όχι, δεν είμαστε όλοι ίδιοι όταν μιλάμε για επιστημονικά θέματα. Και, όπως ο καθένας εξ ημών απαιτεί τον σεβασμό των άλλων στη δουλειά την οποία κάνει, έτσι κι εμείς πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι δεν μετράει το ίδιο ο λόγος μας για θέματα για τα οποία δεν είμαστε αρμόδιοι. Στα επιστημονικά θέματα έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο οι επιστήμονες. Αυτούς και μόνον εμπιστευόμαστε. Ακόμη και όταν –δικαιολογημένα- δεν μιλούν με τις κατηγορηματικότητες που χαρακτηρίζουν τον ισοπεδωτικό λόγο των κάθε λογής «τσαρλατάνων» που νομίζουν ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είναι, μόνον και μόνον επειδή έχουν αποκτήσει διαδικτυακό βήμα.

Είναι μεγάλο ευτύχημα, λοιπόν, που μέσα σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα οι νεότεροι Έλληνες έδειξαν εμπιστοσύνη στην επιστήμη και προσήλθαν με ζήλο για να εξασφαλίσουν μια θέση στο εμβολιαστικό πρόγραμμα. Όλα δείχνουν ότι το έκαναν όχι επειδή είναι «υπάκουοι» αλλά διότι επιθυμούν διακαώς να πάρουν τις ζωές τους πίσω. Θέλουν να βγουν έξω, να δουλέψουν, να φλερτάρουν, να ερωτευτούν, να διασκεδάσουν και να απολαύσουν τη χαρά και την ικανοποίηση που παίρνει όποιος ζει τη ζωή του.

Αν η τάση αυτή επιβεβαιωθεί και στη συνέχεια, τότε έχουμε κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι οι σημερινοί νέοι θα αλλάξουν τον κόσμο, κάνοντάς τον καλύτερο.

Γι΄ αυτό είμαστε μαζί τους!

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Και αν η αντιπολίτευση έκανε «μορατόριουμ»;

 Ο βασικός ρόλος της αντιπολίτευσης είναι, αναμφίβολα, το καθήκον και συνάμα η υποχρέωση να ασκεί κριτική στα πεπραγμένα και τις παραλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής. Όταν μάλιστα, πράγμα σπάνιο, ο ρόλος αυτός ασκείται ταυτοχρόνως με τη διατύπωση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, τότε μιλάμε για την απόλυτα επιτυχημένη αντιπολιτευτική τακτική.

Όλα αυτά βεβαίως ισχύουν όταν οι χώρες βρίσκονται σε καθεστώς κανονικότητας, τέτοιο που να επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών του πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, όταν επικρατούν ακραία έκτακτες συνθήκες, όπως, π.χ., ένας πόλεμος ή μια πανδημία, η κατάσταση αλλάζει δραματικά, καθώς εκείνο που, εκ των πραγμάτων, προέχει σε τέτοιες περιστάσεις είναι η διάσωση της κοινωνίας από τις ασύμμετρες απειλές με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αμέσως μετά την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας από την Ιταλία του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1940, ακόμη και τα φυλακισμένα από το διδακτορικό καθεστώς Μεταξά στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος, ζήτησαν να επιστρατευθούν και να πολεμήσουν για την υπεράσπιση της εθνικής αξιοπρέπειας. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, εξάλλου, οι οξείες πολιτικές αντιδικίες και οι αθέμιτου ανταγωνισμοί των δύο μεγάλων παρατάξεων της εποχής είχαν διευκολύνει τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στο ερώτημα αν μπορεί να συγκριθούν οι πολεμικές συρράξεις, όπως οι προαναφερόμενες, με την τρέχουσα υγειονομική κρίση, η απάντηση είναι προφανώς θετική. Και τούτο διότι το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε εξαιτίας της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης τόσο σε χαμένες ανθρώπινες ζωές όσο και στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είναι συγκρίσιμο με πολεμικές κρίσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι μάλλον απορίας άξιον γιατί οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη χώρα μας, διαγ(κ)ωνιζόμενες μεταξύ τους, «χαλούν τον κόσμο» με την κριτική τους για το νέο lockdown στο οποίο εκούσα άκουσα οδηγήθηκε η κυβέρνηση μετά τη «φοβερή ταχύτητα» που, σύμφωνα με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, παρουσίασε τις τελευταίες ημέρες η μετάδοση της πανδημίας.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι για να φθάσουμε στην εκθετική αύξηση των κρουσμάτων, που παρατηρήθηκε τις τελευταίες ημέρες, έγιναν λάθος χειρισμοί. Χειρισμοί για τους οποίους, χωρίς να απαλλάσσονται όλοι όσοι δεν τηρούν τους κανόνες αυτοπροστασίας, την κύρια, αλλά όχι την αποκλειστική, ευθύνη την έχουν αναμφισβήτητα οι κυβερνητικοί ιθύνοντες.

Εστιάζοντας, άλλωστε, κανείς στη μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες χώρες του πλανήτη και είναι αναλογικά πολύ χειρότερη από εκείνη που αντιμετωπίζει η χώρα μας, δεν μπορεί να μην επισημάνει ότι η σφοδρή κριτική που γίνεται από κάποιες αντιπολιτευτικές δυνάμεις είναι αναντίστοιχη με την πραγματικότητα.

Πολύ περισσότερο που η κριτική αυτή δεν συνοδεύεται και από την υπόδειξη των συγκεκριμένων λανθασμένων χειρισμών και την παράθεση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά αναλώνεται σε αστεία αιτήματα για… δημοσιοποίηση πρακτικών (!) από τις συνεδριάσεις της Επιτροπής των Λοιμοξιολόγων.

Δεν μπορεί, για παράδειγμα, από τη μια να επικρίνεται η κυβέρνηση τον Μάιο για καθυστέρηση στο άνοιγμα του τουρισμού και τον Αύγουστο να της ασκείται κριτική επειδή επέτρεψε την έλευση τουριστών. Ούτε είναι λογικό να στηλιτεύεται η μη έγκαιρη λήψη μέτρων όταν ελάχιστες μέρες νωρίτερα χαρακτηριζόταν «πρόσχημα» το κλείσιμο της εστίασης, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πήγαινε σε θεατρική παράσταση με στόχο να υποδηλώσει τη διαφωνία του με την αναστολή των πολιτιστικών εκδηλώσεων.

Όπως και έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι, όπως προκύπτει και από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες, όσο και αν είναι δυσαρεστημένοι με όσα συμβαίνουν γύρω μας, δεν δείχνουν να επικροτούν τη στάση της αντιπολίτευσης. Η διαρκής γκρίνια, ιδίως όταν συνδυάζεται με χαιρέκακη προσέγγιση και λαϊκίστικο χάιδεμα των αυτιών όλων όσοι πλήττονται από το lockdown, δεν λογίζεται ως εποικοδομητική στάση και ως εκ τούτου φαίνεται να ενοχλεί την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Με δεδομένη, λοιπόν, τη δυσκολία της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και την κρισιμότητα των στιγμών, θα είχε ενδιαφέρον αν κάποιο κόμμα έπαιρνε την πρωτοβουλία να κηρύξει ένα, έστω μονομερές, «μορατόριουμ» στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για τις επόμενες τρεις εβδομάδες που ισχύει το νέο απαγορευτικό το οποίο θα μας κλείσει και πάλι τους περισσοτέρους εξ ημών στα σπίτια μας.

Θα μπορούσε, χωρίς φυσικά να δίνει συγχωροχάρτι, να συλλέγει στοιχεία με τα τυχόν λάθη και τις αστοχίες που θα συμβούν σε αυτό το διάστημα. Και όταν αλλάξουν τα πράγματα να κάνει μια συνολική, υπεύθυνη και αξιόπιστη αποτίμηση της κατάστασης, καταλογίζοντας τις πραγματικές ευθύνες εκεί που όντως ανήκουν. Το κέρδος από μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν πολλαπλό. Θα ήταν πρωτίστως κέρδος, το οποίο θα το καρπώνονταν οι πολίτες. Οι οποίοι, εν τέλει, είναι βέβαιο ότι θα το μεταβίβαζαν στην πολιτική δύναμη που κήρυξε το «μορατόριουμ».

Καταλήγοντας, αν με ρωτάτε πόσες πιθανότητες δίνω να συμβεί κάτι τέτοιο, η απάντηση που μου έρχεται αβίαστα στον νου είναι η εξής: μηδαμινές. Όσο, άλλωστε, ασκείται κριτική από κοινοβουλευτικά στελέχη επειδή ο πρωθυπουργός αποκαλούσε με το μικρό του όνομα τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, όχι «μορατόριουμ» δεν θα δούμε, αλλά δεν θα περάσει μέρα που κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι δεν θα δημιουργούν συνθήκες εικονικής πολεμικής σύρραξης, αφού είναι οι μόνες που τους «τρέφουν»…

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Ίδιος είναι ο λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός


            Ο «ξεσηκωμός» των κατοίκων του Βελιγραδίου που υποχρέωσε την πολιτική ηγεσία της Σερβίας να υπαναχωρήσει και με την ουρά στα σκέλια να ακυρώσει το νέο lockdown που είχε προαναγγείλει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανασχέσει την τεράστια έξαρση του κορωνοϊού, αποτελεί ίσως την καλύτερη απόδειξη ότι ο λαϊκισμός είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες εξάπλωσης της πανδημίας.
            Θα θυμάστε, φαντάζομαι, στην αρχή της υγειονομικής κρίσης ότι σημαίνοντα στελέχη της εγχώριας αξιωματικής αντιπολίτευσης –με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον αρχηγό της Αλέξη Τσίπρα- επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να υποβαθμίσουν την αυταπόδεικτη σημασία που είχαν στην εξέλιξη της λοίμωξης στην Ελλάδα, αφενός, η έγκαιρη λήψη μέτρων που αποφάσισε η κυβέρνηση και, αφετέρου, η εμπιστοσύνη την οποία έδειξαν οι πολίτες στην υπεύθυνη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ενημέρωση  που είχαν από τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και τον Νίκο Χαρδαλιά.
            Το βασικό «επιχείρημα» που προέβαλαν για να διατηρήσουν τη μίζερη κριτική που ασκούσαν ήταν ότι εξίσου καλά με τη χώρα μας ήταν η κατάσταση που διαμορφωνόταν και στις χώρες που βρίσκονται στα βόρεια σύνορά μας, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, αλλά και η Σερβία. Αγνοώντας ότι η Ελλάδα δεν είναι συγκρίσιμη με τους γείτονες της, καθώς είναι ανοιχτή στον κόσμο όσο καμία άλλη χώρα της περιοχής, κατασκεύαζαν απίθανες θεωρίες περί –άκουσον, άκουσον- του… βαλκανικού DNA το οποίο, για ανεξήγητους λόγους, απεδείχθη, υποτίθεται, ανθεκτικό στους ιούς!
            Το μεγάλο ευτύχημα είναι ότι τους ασύστατους αυτούς ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν απείχαν από αντίστοιχες συνωμοσιολογικές θεωρίες που αμφισβητούσαν την ύπαρξη του ιού, ουδόλως τις ενστερνίστηκαν οι Έλληνες. Εξ αυτού προφανώς σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες αξιολογούν θετικά την κυβέρνηση, ενώ δεν κάνουν το ίδιο με την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς, παρά τα εμφανή προβλήματα της οικονομίας, η πλειονότητα έχει εδραία πεποίθηση ότι τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί πολύ χειρότερα αν ήταν στη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ.
            Το δυστύχημα, από την άλλη, είναι ότι τις λαϊκίστικης έμπνευσης θεωρίες περί… κοροϊδοϊού υιοθέτησαν μάλλον οι βόρειοι γείτονες μας. Με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα να ζουν εφιαλτικές ώρες εξαιτίας του φρενήρους ρυθμού με τον οποίο αυξάνονται τα κρούσματα αλλά και οι θάνατοι από την πανδημία. Οι θρησκευτικές τελετές στις οποίες συμμετείχαν ανεξέλεγκτα οι πολυπληθείς μουσουλμανικές κοινότητες των βαλκανικών χωρών, σε συνδυασμό με τις προεκλογικές περιόδους στις οποίες βρέθηκαν αυτό το διάστημα η Σερβία και η Βόρεια Μακεδονία φαίνεται ότι ήταν οι μεγαλύτερες αφορμές για το ξέσπασμα της πανδημίας.
            Ειδικά στη Σερβία, η κύρια ευθύνη, όπως όλα δείχνουν, ανήκει στον λαϊκιστή Πρόεδρο της χώρας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος όχι μόνον χαλάρωσε αλλά μάλλον κατήργησε όλα τα περιοριστικά μέτρα κατά τις παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης που έγιναν στις 21 Ιουνίου. Έφθασε μέχρι του σημείου να επιτρέψει την παρουσία οπαδών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα στο κλασικό ντέρμπι της 10ης Ιουνίου ανάμεσα στις δημοφιλείς ομάδες Παρτιζάν και Ερυθρός Αστέρας να βρεθούν στις κερκίδες του σταδίου του Βελιγραδίου 20.000 άτομα.    
Το αποκαλούμενο «Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα», του οποίου ηγείται ο αμφιλεγόμενος κ. Βούτσιτς, έκανε δέκα μέρες αργότερα εκλογικό περίπατο, συγκεντρώνοντας ποσοστό άνω του 63% σε μια αναμέτρηση, πάντως, από την οποία απείχαν οι μισοί ψηφοφόροι. Παρά την εμβληματική, ωστόσο, νίκη του απεδείχθη ότι δεν είναι παρά ένας ηγέτης που δεν χαίρει σεβασμού στη χώρα του. Οι Σέρβοι οι οποίοι είδαν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τον ίδιο τον Πρόεδρο της χώρας και τους συνεργάτες του –ορισμένοι από τους οποίους ανακοινώθηκε μετά τις εκλογές ότι νόσησαν- να μην τηρούν κανένα μέτρο προφύλαξης, αντέδρασαν βίαια όταν έγινε γνωστή η πρόθεση της κυβέρνησης να επαναφέρει το lockdown.
Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι μπορεί το κόμμα του κ. Βούτσιτς με τις λαϊκίστικες επιλογές του να πέτυχε να αποσπάσει την ψήφο όσων Σέρβων που πείστηκαν να πάνε στην κάλπη, επ΄ ουδενί, όμως, δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, όπως τουλάχιστον έδειξε η προσπάθεια των διαμαρτυρόμενων διαδηλωτών να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο που κατέληξε με την υπαναχώρηση της κυβέρνησης. Η σέρβικη ηγεσία συμβαίνει να είναι δεξιάς απόχρωσης, αλλά –μη νομίζετε…- η συμπεριφορά της δεν διαφέρει πολύ από τις άλλες λαϊκίστικες κυβερνήσεις του πλανήτη.
Από τον Τραμπ ως τον Μπολσονάρου και από τον Τζόνσον έως τον Ερντογάν, όλοι οι λαϊκιστές ηγέτες της υφηλίου ακολούθησαν λίγο ως πολύ το ίδιο μοτίβο. Στην αρχή αμφισβήτησαν τη σημασία της πανδημίας, καθυστερώντας να λάβουν τα μέτρα που πρότειναν οι ειδικοί. Στη συνέχεια έτρεχαν πανικόβλητοι να περιορίσουν τη ζημιά που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει και με τα μηνύματα που μετέφεραν στους πολίτες του για τον πραγματικό κίνδυνο από τη νόσο. Αλλά και πάλι η σπουδή τους να αλλάξουν ρότα δεν ήταν επειδή μετανόησαν, βλέποντας το φως το αληθινό, αλλά μάλλον διότι αισθάνθηκαν ότι οι εξελίξεις θα τους κόστιζαν τον θώκο τους.
Συνοψίζοντας, λοιπόν και ενθυμούμενοι και τη δική μας περιπέτεια των προηγούμενων χρόνων, ας παραδεχθούμε, παραφράζοντας ένα παλαιότερο σύνθημα, ότι… ίδιος είναι ο λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός!

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

«Θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…»


Ένα από τα ερωτήματα που συχνά τίθεται στον δημόσιο διάλογο είναι το κατά πόσο αποτελεί θεμιτή δημοσιογραφική πρακτική να γίνονται αντικείμενο κριτικής οι θέσεις, οι απόψεις και εν γένει η στάση της αντιπολίτευσης, όπως και οι συμπεριφορές των στελεχών της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα δημοσιογραφικά βέλη πρέπει να εξακοντίζονται αποκλειστικά και μόνον εναντίον της κυβέρνησης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο ρόλος και η αποστολή του Τύπου είναι να ασκεί κριτική στην εκάστοτε εξουσία.
Όσοι υιοθετούν τέτοιους ισχυρισμούς, ηθελημένα ή όχι, αγνοούν ότι στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις δημοκρατικές πολιτείες, η εξουσία δεν ασκείται μόνον από την κυβέρνηση. Μπορεί οι περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται, τυπικώς τουλάχιστον, από τις κυβερνήσεις, η διαμόρφωση, όμως, του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές κινούνται επηρεάζεται από πολύ περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
Για να το πούμε με ένα παράδειγμα από την πρόσφατη ιστορία: όσες καλές προθέσεις και αν είχε η κυβέρνηση Σημίτη όταν το 2001 εισηγήθηκε το σχέδιο Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, από τη στιγμή που σύσσωμη η αντιπολίτευση στάθηκε στο πλευρό των συνδικαλιστών, το ναυάγιο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο.
Οπωσδήποτε, η τότε κυβέρνηση βαρύνεται με την ευθύνη της οπισθοχώρησης την οποία έκανε μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους. Από την άλλη, όμως, και η τότε αντιπολίτευση επωμίζεται την ευθύνη της υιοθέτησης μαξιμαλιστικών θέσεων, όπως τα περίφημα «τρία δεν» του Κώστα Καραμανλή –«δεν θα αυξηθούν οι εισφορές, δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, δεν θα αλλάξουν τα όρια ηλικίας»- τα οποία οδήγησαν τη χώρα χειροπόδαρα δεμένη στη κρίση του 2009.
Το ίδιο έργο, αλλά με ακόμη πιο σκληρές σκηνές, είδαμε να επαναλαμβάνεται και στα χρόνια του Μνημονίου που σχεδόν μοιραία ακολούθησαν. Μέχρι να έρθει η σειρά τους να υπογράψουν τα δικά τους –σκληρότερα το ένα από το άλλο- Μνημόνια, η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα είχαν πείσει την πλειονότητα των Ελλήνων ότι από ένα στιγμιαίο… ατύχημα είχαν μπει στη μέγγενη των θυσιών.
Με την απόσταση των χρόνων που μας χωρίζει πλέον από εκείνη την περίοδο της πολιτικής υστερίας, αντιλαμβάνεται, νομίζω, κάθε εχέφρων άνθρωπος ότι το τίμημα της κρίσης που πληρώσαμε θα ήταν ηπιότερο εφόσον, αντί για τρία Μνημόνια –ένα για κάθε βιαστικό που ήθελε να γίνει πρωθυπουργός-, οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής είχαν συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και είχαν υπογράψει όλοι μαζί ένα Μνημόνιο. Όπως, άλλωστε, συνέβη σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν αντίστοιχα προβλήματα και βγήκαν από την κρίση νωρίτερα και με μικρότερες απώλειες.
Επανερχόμενος στο τώρα, θέλω να εξομολογηθώ ότι κάθε φορά που ψέγω την αξιωματική αντιπολίτευση για πράξεις ή παραλείψεις της ηγεσίας ή στελεχών της, εύχομαι να είναι η τελευταία αφορμή που μου δίνεται, ευελπιστώντας ότι την επόμενη φορά θα ικανοποιήσω την απαίτηση όσων –και φίλων μου!- πιστεύουν ότι ο βασικός στόχος της κριτικής πρέπει να είναι η κυβερνητική εξουσία.
Υπό αυτό το πρίσμα, σχεδίαζα τούτη τη φορά να προσπεράσω τη μίζερη κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για τον υποτιθέμενο «Μεγάλο Αδελφό» στις σχολικές αίθουσες, την μικροπρεπή γκρίνια για τις μάσκες, τις βλακώδεις συγκρίσεις με τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην Αλβανία, τις ανοίκειες επιθέσεις των κατευθυνόμενων τρολ κατά του Σωτήρη Τσιόδρα, τις αντικρουόμενες παραινέσεις προς την κυβέρνηση για χρήση ή μη του περιώνυμου δημοσιονομικού «μαξιλαριού» ή τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τον συνωστισμό που δεν ενοχλεί όταν γίνεται στις πλατείες που πέφτουν μολότοφ και σπάνε βιτρίνες αλλά είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο ως προοπτική στα σχολεία ή στις εκκλησίες.
Αντ’ αυτών σκόπευα να ασχοληθώ με τη διαφαινόμενη δυστοκία της κυβέρνησης να εμφανίσει εγκαίρως ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την αναχαίτηση της ύφεσης με ενοποίηση των διάσπαρτων ανακοινώσεων για μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων που δείχνουν να λαμβάνονται αποσπασματικά και υπό την πίεση των γεγονότων. Και –γιατί όχι;- συχνά και υπό την πίεση της αντιπολίτευσης.
Αλλά, όπως λέει και η γνωστή λαϊκή παροιμία, «θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…». Διαβάζοντας την ανακοίνωση της Κουμουνδούρου μετά την αναγγελία για ανανέωση της θητείας του Γιάννη Στουρνάρα, θεώρησα ότι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη το μισαλλόδοξο περιεχόμενο του κειμένου που υπογράφεται από την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο υποτίθεται ότι ετοιμάζεται να πάρει πρωτοβουλία για τη συγκρότηση… «προοδευτικού μετώπου».
Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, αντί να δείξει ελάχιστη μεταμέλεια και να ζητήσει συγνώμη για τις άθλιες παρακρατικές μεθοδεύσεις κατά του κεντρικού τραπεζίτη και της οικογενείας του που ακολουθήθηκαν στα χρόνια της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης, έχει το θράσος να απειλεί πως όταν και αν επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία θα συνεχίσει τη βεντέτα με τον Γιάννη Στουρνάρα, αγνοώντας ότι την πρώτη φορά το μόνο που πέτυχε ήταν να διασύρει τη χώρα.
Αποτελεί μνημείο ιταμότητας το ύφος με το οποίο καταλήγει η… συγχαρητήρια δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ για τον διακεκριμένο οικονομολόγο που θα εκπροσωπεί τη χώρα μας τα επόμενα έξι χρόνια στον κορυφαίο θεσμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Αλλά έτσι όπως τα φέρνει η ζωή, θα ξανασυναντηθούμε αργά η γρήγορα, οπότε θα έχει και πάλι όλο τον χρόνο στη διάθεσή του να υπονομεύει την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση», είναι το έμπλεο… προοδευτικότητας μήνυμα της Κουμουνδούρου.
Πάτε στοίχημα ότι αν δεν την έγραψε ο Παύλος Πολάκης, ήταν το… προοδευτικό του πνεύμα που την υπαγόρευσε;