Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πανεπιστήμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πανεπιστήμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Τα ελληνικά ΑΕΙ και οι βολικές…παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης


            Τα όσα διαδραματίστηκαν τις προηγούμενες ημέρες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας αποτελούν αναμφισβήτητα την επιτομή της πολυσύνθετης παθογένειας η οποία ταλανίζει δεκαετίες τώρα την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας. 

Η απεχθής πράξη του ξυλοδαρμού ενός διδάσκοντα του ΟΠΑ από ομάδα κουκουλοφόρων επανέφερε στην επικαιρότητα την εκτεταμένη ανομία που επικρατεί στον χώρο των ελληνικών ΑΕΙ. Είναι, κακά τα ψέματα, μια ανομία, η οποία δεν αφορά και δεν περιορίζεται μόνον στους μπαχαλάκηδες οι οποίοι δρουν ανεξέλεγκτα μέσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο καταλαμβάνοντας χώρους, στήνοντας «στέκια» και ξυλοφορτώνοντας όποιον διαφωνεί μαζί τους ή αμφισβητεί την παράνομη δράση τους. 

Χωρίς, ωστόσο, επ΄ ουδενί να αποτελεί άλλοθι ή ελαφρυντικό για την συμπεριφορά τους, πολύ περισσότερο που δεν ξέρουμε τα πραγματικά κίνητρα τους και τους ενδεχόμενους εντολείς τους, οι κουκουλοφόροι, οι οποίοι εισέβαλαν στην αίθουσα της πρώην ΑΣΟΕΕ για να επιτεθούν στον καθηγητή και στους φοιτητές που κινήθηκαν για να τον υπερασπιστούν, ανέδειξαν και την άλλη όψη της παθογένειας που αφορά τους διδάσκοντες. 

Είναι η όψη που εξηγεί, ίσως, και τους λόγους για τους οποίους στα ελληνικά Πανεπιστήμια, αντί για το άσυλο στη διακίνηση των ιδεών, όπως συμβαίνει σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, επικρατεί το καθεστώς της ασυλίας την οποία απολαμβάνουν κάθε λογής δυναμικές μειοψηφίες που με όπλο την θρασύτητα επιβάλλουν τη δική τους «νομιμότητα». 

Ο καθηγητής που έπεσε θύμα των κουκουλοφόρων βρισκόταν σε πολύχρονη δικαστική αντιδικία με (νυν και πρώην) συναδέλφους του για ζητήματα που δεν σχετίζονται με το ακαδημαϊκό έργο τους. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Όπως αποκαλύπτεται, και ο μεν και οι δε ήταν επί χρόνια συνεταίροι σε επιχείρηση που είχαν ανοίξει στη Ρουμανία και η οποία αποτελούσε την κύρια επαγγελματική τους δραστηριότητα. Χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο για να διεκδικούν και να παίρνουν και (άλλες) αμειβόμενες θέσεις στον δημόσιο τομέα.

Ευλόγως αναρωτιέται κανείς αν για τους συγκεκριμένους πανεπιστημιακούς το διδακτικό και ερευνητικό έργο, που θεωρητικά αποτελεί το βασικό καθήκον για το οποίο μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, μπορεί να ήταν κάτι περισσότερο από πάρεργο. 

Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η περίπτωσή τους δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην πραγματικότητα για έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων πανεπιστημιακών, η ιδιότητα του καθηγητή ΑΕΙ αποτελεί απλό εφαλτήριο για να εξυπηρετήσουν τις εξωπανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις (επιχειρηματικές, συμβουλευτικές, κ.λπ.) που είναι και οι πλέον προσοδοφόρες. 

 Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιο αν υπάρχει χρόνος ή και διάθεση για να ασκήσουν παράλληλα και τα διοικητικά καθήκοντα τα οποία διεκδικούν στο πλαίσιο της αρχής για διοικητική αυτοτέλεια των Ιδρυμάτων τους. Μια αυτοτέλεια, όμως, την οποία απαιτούν να έχουν χωρίς αυτή να συνοδεύεται και από την υποχρέωση για χρηστή και αποτελεσματική διοίκηση των πανεπιστημιακών πραγμάτων και πολύ περισσότερο από δημόσια λογοδοσία. 

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το λεγόμενο «Στέκι του Βιολογικού» στο ΑΠΘ λειτουργούσε επί 34 συναπτά έτη. Προσπαθήστε, παρακαλώ, να το κάνετε εικόνα, συνειδητοποιώντας ότι εκείνοι που πρώτοι κατέλαβαν τον συγκεκριμένο χώρο βρίσκονται πλέον στην έκτη δεκαετία της ζωής τους και, ενδεχομένως, ετοιμάζονται να… συνταξιοδοτηθούν.

Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα χρόνια δεν βρέθηκε καμία πανεπιστημιακή διοίκηση που να απαιτήσει την αποκατάσταση της νομιμότητας. Αν όχι για ο,τιδήποτε άλλο, τουλάχιστον για λόγους αρχής, όπως είναι η παιδευτική διαδικασία την οποία, μεταξύ των άλλων, είναι υποχρεωμένα και οφείλουν να υπηρετούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. 

Ορισμένοι μπορεί να ισχυριστούν ότι οι πανεπιστημιακοί είναι άμοιροι ευθυνών επειδή δεν υπήρχε η ανάλογη πολιτική βούληση για να δοθούν λύσεις από τις πολλές κυβερνήσεις όλων αυτών των χρόνων. Δεν είναι ακριβώς έτσι, όμως. Διότι στις επανειλημμένες -ειλικρινείς ή μη- κυβερνητικές απόπειρες να μπει μια τάξη, οι πρώτοι που προέβαλαν προσκόμματα ήταν οι πανεπιστημιακοί που είχαν την ευθύνη διοίκησης των ιδρυμάτων τους.

Από βόλεμα, συμβιβασμό ή φόβο, σχεδόν πάντα αντιτάσσονται σε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια που διαταράσσει τις υφιστάμενες (αν)ισορροπίες μέσα στα ΑΕΙ. Την ίδια ώρα είναι μάλλον μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών οι πανεπιστημιακοί που τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να τα βάλουν με τις ομάδες της ανομίας που θέλουν επιβάλουν τις βουλήσεις τους. 

Από την άλλη, βεβαίως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ατολμία των κυβερνήσεων να πάρουν όλα εκείνα τα μέτρα που θα κάνουν τα πανεπιστήμια κυψέλες ελεύθερης διακίνησης όλων των ιδεών και εργαστήρια καινοτόμων ερευνών. Διότι στο τέλος – τέλος, οι φορολογούμενοι πολίτες εκλέγουν τις κυβερνήσεις για να δημιουργήσουν εκείνο το πλαίσιο που θα κάνει τα χρήματα τους να πιάνουν τόπο. 

Στην πράξη, ωστόσο, ελάχιστα έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση, που είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, ελάχιστα έκανε για να εκπληρώσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις. Η πολυδιαφημισμένη πανεπιστημιακή αστυνομία, παρόλο που δεν αποτελεί πανάκεια, παραμένει ακόμη «στα χαρτιά», ίσως για να μας θυμίζει ότι είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν για να θεραπευτούν οι παθογόνες καταστάσεις που επικρατούν στα ελληνικά Πανεπιστήμια.

Ορισμένοι κάνουν λόγο για τις… παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης που κληρονομήθηκαν από την επτάχρονη δικτατορία και τον αυταρχισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Ακόμη και έτσι αν είναι, όμως, το κακό παρατράβηξε και αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο. Ο ρόλος των Πανεπιστημίων πρέπει να επαναπροσδιοριστεί και να ευθυγραμμιστεί με τα διεθνώς κρατούντα. 

        Η διάλυση των κάθε λογής «στεκιών» που έχουν στηθεί σε πολλά ιδρύματα είναι μόνον ένα από τα μέτρα που θα ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα. Χρειάζεται να γίνουν και πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία σίγουρα περιλαμβάνεται και η μετατροπή των καθηγητών σε πραγματικούς διδάσκοντες που ενδιαφέρονται για τα Ιδρύματα που τους πληρώνουν και δεν αδιαφορούν για τα εκεί τεκταινόμενα.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Το Μουντιάλ, οι Γερμανοί και εμείς

Την ώρα που οι δικοί μας ποδοσφαιριστέςοι οποίοι συμμετείχαν στο Μουντιάλ έστελναν από τη Βραζιλία γράμμα απόγνωσης στον πρωθυπουργό για να του πουν ότι δεν θέλουν πριμ για τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά ένα προπονητικό κέντρο που λείπει παντελώς από τη χώρα μας μετά το κλείσιμο του Αγίου Κοσμά, οι Γερμανοί συνάδελφοί τους απολάμβαναν κάτι που καμία άλλη ομάδα από τις συμμετέχουσες στο Μουντιάλ δεν μπορούσε να διανοηθεί: ένα ολόδικο τους προπονητικό κέντρο που κατασκευάστηκε μέσα σε λίγους μήνες στην άλλη άκρη του κόσμου.
Αμέσως μετά την κλήρωση των αγώνων, τον περασμένο Δεκέμβριο, Γερμανοί αρχιτέκτονες ταξίδεψαν στη Βραζιλία και επέλεξαν ένα ιδανικό μέρος για να εγκλιματισθούν οι συμπατριώτες τους ποδοσφαιριστές στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής και έστησαν εκεί ένα προπονητικό κέντρο που, εκτός των άλλων, εξασφάλιζε την απομόνωση των παικτών αλλά,ταυτόχρονα, καιτην εύκολη πρόσβασή τους προς τα στάδια που επρόκειτο να αγωνιστούν.
Μετά τους αγώνες του Μουντιάλ, οι εγκαταστάσεις θα αξιοποιηθούν ως τουριστικός προορισμός και τα χρήματα που επενδύθηκαν σε 14 διώροφες επαύλεις θα αποσβεστούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και θα αφήσουν και κέρδη σε εκείνους που εκπόνησαν και χρηματοδότησαν το σχέδιο. 
Η συνέχεια της ίδιας είδησης θα μπορούσε να είναι αυτό που τώρα αποκαλύπτεται: επί δύο χρόνια οι σπουδαστές της Αθλητικής Σχολής της Κολωνίας (κάτι, υποτίθεται, σαν τα δικά μας ΤΕΦΑΑ) μελετούσαν τα πάντα γύρω από τους Βραζιλιάνους παίκτες και έδωσαν έτοιμη δουλειά στο προπονητικό τημ της Εθνικής Ομάδας τους, το οποίο κατέστρωσε το σχέδιο που οδήγησε στο αδιανόητο 7-1 με το οποίο σάρωσαν οι Γερμανοί τους διοργανωτές του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κανείς ότι ένα ελληνικό Πανεπιστήμιο –από τα ουκ ολίγα που έχουμε…- μπορούσε να αναλάβει και να φέρει σε πέρας ένα αντίστοιχο πρόγραμμα;  Δεν νομίζω. Όταν οι ιθύνοντες του ποδοσφαίρου μας δεν ήξεραν ποιος και γιατί έβγαλε εισιτήριο στον Φερνάντο Σάντος για να γυρίσει στην Πορτογαλία και να μην συνοδεύσει τους ποδοσφαιριστές του στην επιστροφή στην Αθήνα, πάει πολύ να σκεφθεί κάποιοςότι θα κάνουν τόσο… πολύπλοκα πράγματα.
Αλλά, ακόμη χειρότερα, πως μπορεί να περιμένει κανείς σχέδια για κατασκευή προπονητικού κέντρου στο εξωτερικό, από μια χώρα στην οποία, μόλις πριν από δέκα χρόνια καταχρεώθηκε για να διασπαρούν σε όλη την Αττική στάδια, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, που τώρα προορίζονται για… εμπορικά κέντρα, ενώ η Εθνική Ομάδα παραμένει ανέστια και απαιτείται η παρέμβαση του πρωθυπουργού για να μπορέσουν να προπονούνται οι διεθνείς ποδοσφαιριστές μας για τις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις.
Κακοφάνηκε σε πολλούς Έλληνες ο αποκλεισμός της Εθνικής Ομάδας από το Μουντιάλ. Όπως στους περισσότερους εξ αυτών μάλλονκακοφάνηκε,για λόγους που έχουν να κάνουν με τα εθνικά μας στερεότυπα –«να μη χαρεί η Μέρκελ» και άλλα τέτοια φοβερά «επιχειρήματα»- η σαρωτική επικράτηση των Γερμανών επί των Βραζιλιάνων, αλλά και η υψηλή πιθανότητα να φέρουν το τρόπαιο πίσω στην Ευρώπη.
Κακά τα ψέματα, όμως, και οι αυταπάτες. Όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω, ήταν μια επικράτηση που δεν ήρθε διόλου τυχαία, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας επιστημονικά οργανωμένης δουλειάς που στη συγκεκριμένη χώρα γίνεται ακόμη και στο ποδόσφαιρο. Το ίδιο ακριβώς, δηλαδή, που δεν γίνεται εδώ. Και φυσικά όχι μόνο στο πδοδόσφαιρο…

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Τα παιδιά της χρόνιας ανομίας

Χύνεται, δικαιολογημένα, πολλή μελάνη και θα χυθεί ακόμη περισσότερη το επόμενο διάστημα για να αναλυθεί το φαινόμενο των «εικοσάρηδων» που πήραν τα όπλα και επιδίδονται σε ληστείες για να εξασφαλίσουν τα χρήματα, τα οποία, όπως φαίνεται να πιστεύουν, θα τους επιτρέψουν να γκρεμίσουν το σημερινό κόσμο, τον κόσμο των γονιών τους, ακόμη και αν δεν μοιάζει να είναι ξεκάθαρο στο μυαλό τους με τι θα τον αντικαταστήσουν.
Πέρα από την περιπτωσιολογία και τις δημοσιογραφικά πολλαπλά ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες που φέρνουν στο φως οι συλλήψεις των νεαρών τρομοκρατών, εκείνο που περισσότερο από όλα νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγηθεί είναι η μαζικότητα που τείνει να λάβει το φαινόμενο των παιδιών που ακολουθούν τέτοιες ατραπούς.
Τι κάνει, άραγε, όλο και περισσότερο νέα παιδιά να οδηγούνται σε τέτοια πορεία;  Η ατομική ευθύνη καθενός από αυτά τα παιδιά είναι, βεβαίως, αναμφισβήτητη. Και, ενδεχομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να μη μπορεί να παραγνωριστεί εύκολα ο ρόλος του οικογενειακού  περιβάλλοντός, παρόλο που πολλές έρευνες καταδεικνύουν ότι οι επιρροές της οικογένειας δεν είναι τις περισσότερες φορές αυτές που κυρίως καθορίζουν τις επιλογές και τα πρότυπα των παιδιών.
Όπως και να έχει, όμως, τα στερεότυπα για τη… βαρεμάρα των μεγαλωμένων στα πούπουλα παιδιών των βορείων προαστείων, δεν νομίζω ότι επαρκούν για να δώσουν πειστικές απαντήσεις σε ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο. Άλλωστε, και άλλες κοινωνίες έχουν βλαστούς που μεγαλώνουν με «νταντάδες» σε μεγαλοαστικές περιοχές και φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία, χωρίς αυτό να τα κάνει να μπαίνουν στις τράπεζες οπλισμένα με καλάσνικωφ ή να γυρνούν τις νύχτες και να διασπείρουν, όπου μπορούν, γκαζάκια και εκρηκτικά.
Τον Δεκέμβριο του 2008 κάθησα επί αρκετή ώρα και παρακολούθησα το πρωτοφανές για εκείνη την περίοδο, καθώς αργότερα έγινε του «συρμού», θέαμα των δεκαπεντάρηδων, που, χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις και με ακάλυπτα πρόσωπα οι περισσότεροι, πετροβολούσαν μέχρι αργά τη νύχτα τη Βουλή, όπως είχαν κάνει νωρίτερα στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής τους.
Η αίσθηση που μου είχε δημιουργηθεί, μέσα και από κάποιες συζητήσεις που μπόρεσα να κάνω μαζί τους, ήταν ότι εκείνα τα παιδιά αυτό που πετροβολούσαν ήταν ο κόσμος που τα περιέβαλε. Ο κόσμος των γονέων τους, ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος της αρπαχτής, του βολέματος, της αναξιοκρατίας, της ατιμωρησίας, της ευρύτατης δυνατότητας να μην τηρούνται στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμβίωσης, της χρόνιας ανομίας που κατέτρυχε την ελληνική κοινωνία και που, προϊόντος του χρόνου, μάλλον επιδεινώθηκε.
Ο αστυνομικός που είχε πυροβολήσει στα Εξάρχεια τον συνομήλικό τους δεν ήταν παρά ένας ακόμη «μεγάλος» που αυθαιρέτησε. Και την αυθαιρεσία αυτά τα παιδιά την εύρισκαν συνεχώς μπροστά τους. Τη βίωναν στο δρόμο, στο σχολείο, στο παιχνίδι, μπορεί και στο σπίτι. Την παρακολουθούσαν στα μέσα ενημέρωσης. Και την άκουγαν, αν θέλετε, να την περιγράφουν στις συζητήσεις τους οι γονείς τους, είτε επειδή ήταν οι ίδιοι «θύματα», είτε επειδή είχαν τα «μέσα» και τα κατάφεραν.
Δεν ξέρω αν ήταν από… τύψεις ή από σκοπιμότητες, αλλά πιστεύω ότι τα σαφή προμηνύματα από εκείνη την εξέγερση της νεολαίας, που ήρθε σε μια στιγμή που είχε φθάσει στο απόγειο της η επίπλαστη ευημερία που απολάμβανε επί χρόνια μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνία, η τελευταία δεν τα αντιμετώπισε με τη σοβαρότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Με πρώτες και καλύτερες, φυσικά, τις πολιτικές δυνάμεις που θέλησαν ή να εκμεταλλευτούν την υπόθεση ή απλώς να την… ξορκίσουν.
Η τότε κυβέρνηση θα θυμάστε ότι αρκέστηκε στις ηλίθιες διαχρονικές θεωρίες συνωμοσίας, ανακαλύπτοντας ακόμη και –άκουσον, άκουσον!- «εισαγόμενους» υποκινητές που ήρθαν από το εξωτερικό (πάντα, εξάλλου, οι «έξω» φταίνε) για να την… ανατρέψουν. Η αξιωματική αντιπολίτευση βολεύτηκε με τη φθορά που προκάλεσαν τα γεγονότα στην ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, ενώ δεν έλειψαν και οι δυνάμεις που έτριβαν τα χέρια τους καθώς φαντασιωνόταν αφορμές για να δημιουργηθούν «επαναστατικές συνθήκες» στη χώρα.
Στην τετραετία που πέρασε έκτοτε, εκείνα τα παιδιά του Δεκέμβρη, όπως και άλλα νωρίτερα, μπήκαν στα Πανεπιστήμια, έπειτα από μια κοπιαστική προσπάθεια, που το αποτέλεσμα του κόπου τους το πιθανότερο είναι ότι δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν. Δεν αναφέρομαι μόνον στις συνθήκες που επικρατούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και δεν διαφέρουν από αυτές που επικρατούν σε άλλες λειτουργίες του ελληνικού δημοσίου. Επισημαίνω, κυρίως, τις επιπτώσεις από την πολύπλευρη (οικονομική, πολιτική και, σε κάθε περίπτωση, κοινωνική) κρίση και την πιθανή ματαιότητα που δημιουργείται σε πολλούς νέους εξαιτίας της σχεδόν παντελούς έλλειψης ευκαιριών για επαγγελματική αποκατάσταση με βάση τα προσόντα τους.
Κακά ψέματα, είναι πολύ δύσκολο να είσαι νέος στη σημερινή Ελλάδα και να διατηρείς την εμπιστοσύνη ότι με τις δυνάμεις σου θα τα καταφέρεις. Και όσο και αν αυτή η διαπίστωση δεν συνιστά «άλλοθι» για τρομοκρατικές ενέργειες ή ελαφρυντικό για όσους επιδίδονται σε τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις που υπονομεύουν και δεν προάγουν την κοινωνική πρόοδο, αφού δημιουργούν συνθήκες ζούγκλας, άλλο τόσο, όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ως τουλάχιστον μια από τις βασικές αιτίες που πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη του επιχειρώντας να ερμηνεύσει το φαινόμενο των ένοπλων εικοσάρηδων που πληθαίνουν γύρω μας.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 5 Φεβρουαρίου 2013)