Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Με πόσα δισ. ευρώ κερδίζονται οι εκλογές;


Μέσα στην πολυπλοκότητά τους, οι πολιτικές εξελίξεις είναι συχνά πολύ απλές και προδιαγράφονται χάρις στην ικανότητα των πρωταγωνιστών κάθε περιόδου να «διαβάζουν» την διαμορφούμενη πραγματικότητα και να διερμηνεύουν την εκάστοτε κυρίαρχη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εγχώριας πολιτικής σκηνής το μαρτυρούν. Την προηγούμενη Παρασκευή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε τηλεοπτικό πρωινάδικο δήλωσε τα εξής: «Αν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισ. θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ να βγαίνω. Ο κ. Μητσοτάκης τα μοίρασε χωρίς κριτήρια. Πήγαν σε ημέτερους. Ωφελήθηκαν οι ισχυροί και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ενισχύθηκε».

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε στους βουλευτές του: «Θέλω να είμαστε πολύ μετρημένοι στον τρόπο με τον οποίον επικοινωνούμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες. Έχουμε να επιδείξουμε πάρα πολλά ως κυβερνητικό έργο», αλλά «υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας» που «λέει ότι η κοινωνία περνάει δύσκολα, έχει μεγάλη αβεβαιότητα για τον χειμώνα που έρχεται». 

Και γι΄ αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει να επιδεικνύουμε την απαραίτητη σεμνότητα στην επικοινωνία μας ώστε να μην αισθάνονται οι πολίτες ότι υπερφίαλα στεκόμαστε πάνω στις πολλές και σημαντικές επιτυχίες».

Που τέμνονται οι δύο αυτές -από πρώτη ματιά ασύμβατες μεταξύ τους- παρεμβάσεις; Τέμνονται στην ένθεν κακείθεν παραδοχή ότι η κυβερνητική παράταξη διαθέτει αδιαμφισβήτητο εκλογικό προβάδισμα, κάτι άλλωστε που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη χώρα που κάνει τόσες δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια του έτους». Επιχείρημα το οποίο κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα από τη στιγμή που όλες αποτυπώνουν την ίδια ακριβώς τάση. 

Όταν, όμως, θεωρεί ο ίδιος ότι οι εκλογές κερδίζονται με 50 δισ. ευρώ, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζει, με προφανή ηττοπάθεια, ότι την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση την κέρδισε ήδη ο αντίπαλος του, τον οποίο κατηγορεί ότι μοίρασε το ποσό αυτό.

Δεν ξέρω αν οι απόψεις που εκφράζει ο τέως πρωθυπουργός είναι προϊόν δικής του σύλληψης ή αποτελούν ιδέες των επικοινωνιολόγων που τον συμβουλεύουν, αλλά αυτό δεν αλλάζει ουσιωδώς την κατάσταση. Ο ίδιος, άλλωστε, κέρδισε σχετικά άνετα τις εκλογές του 2015, υποσχόμενος να διανείμει δισ. που δεν είχε στη διάθεσή του, αλλά έχασε πανηγυρικά στις κάλπες του 2019 παρόλο που είχε μοιράσει σωρεία επιδομάτων χωρίς να καταφέρει να αναστρέψει την κατάσταση. 

Στον αντίποδα, ο νυν πρωθυπουργός, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε επειδή έτσι τον συμβουλεύουν οι δικοί του επικοινωνιολόγοι, εμφανίζεται τόσο σίγουρος για τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του που αρκείται σε παροτρύνσεις προς τα στελέχη της παράταξης του να επιδεικνύουν κοινωνική ενσυναίσθηση και να μην προκαλούν τους πολίτες με τους πανηγυρισμούς τους, που όποιος ακούει κάποιους συνεργάτες του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν αποφεύγουν τον «πειρασμό». 

Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία που έχει η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαθέτει χρήματα για τη στήριξη των πολιτών της, το κριτήριο αυτό δεν είναι το μοναδικό με βάση το οποίο οι πολίτες επιλέγουν εκείνους που θέλουν να τους κυβερνήσουν. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας να το αποδεικνύουν.

Στη γειτονική Ιταλία, η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς, η οποία οδήγησε στην πτώση την επιτυχημένη -με ευρωπαϊκούς όρους- κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, αντί να τιμωρηθεί από τους Ιταλούς ψηφοφόρους για την κρίση που προκάλεσε, επιβραβεύτηκε στις κάλπες που στήθηκαν πρόωρα και η Τζόρτζια Μελόνι, που ήταν η μόνη που μέχρι πρότινος έκανε αντιπολίτευση, ετοιμάζεται να ορκιστεί πρωθυπουργός.

Στο Βερολίνο, η τρικομματική κυβέρνηση… τίναξε την μπάνκα στον αέρα αποφασίζοντας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, αλλά η δημοτικότητα του επικεφαλής της, σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς, παραμένει χαμηλή και το κόμμα του είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστεί δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν το προσεχές διάστημα.

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ταξίδεψε αυτές τις μέρες στην Πράγα για να λάβει μέρος στη Σύνοδο των -άλλοτε… «επάρατων»- Ευρωσοσιαλιστών, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον κ. Σολτς. Αν το έκανε, τότε μπορεί να αντελήφθη ότι η πολιτική αξιοπιστία είναι υπέρτατη αξία σε σχέση με τους προϋπολογισμούς.

Όταν, όμως, ο ίδιος κάνει ρεαλιστική στροφή στο Μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η θάλασσα έχει σύνορα και αφετέρου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά ο περίγυρός του -με πρώτη και καλύτερη την «Αυγή»- «παρεξηγείται» επειδή η κυβέρνηση κατηγορεί την Τουρκία για εργαλειοποίηση των μεταναστών, το κέρδος του ρεαλισμού σπαταλιέται ασκόπως και δεν εκταμιεύεται. 

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τα δισ., τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Μήπως να μάθουμε να ζούμε και με τον εφιάλτη της ακρίβειας;

Μπορεί οι ειδικοί να μην ομονοούν, κάτι άλλωστε που δεν συμβαίνει πρώτη φορά τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια, αλλά ο κύβος ερρίφθη και η μια μετά την άλλη οι χώρες έχουν αρχίσει να κηρύσσουν το τέλος του απόλυτου συναγερμού για την πανδημία του κορωνοϊού

Τα κρούσματα από τη μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη είναι ακόμη πολλά, όπως και οι αριθμοί των νοσηλειών, αλλά και οι θάνατοι, ωστόσο σε πολλά μέρη της υφηλίου οι ιθύνοντες χαλαρώνουν τους περιορισμούς και καταργούν υποχρεωτικότητες όπως οι μάσκες ή οι αποκλεισμοί για όσους επιμένουν ακόμη να μην εμβολιάζονται.

Είναι προφανές ότι η πανδημία δεν έχει εξαλειφθεί -και πως αλλιώς θα μπορούσε να διατυπωθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός με τους δείκτες των λοιμώξεων που εξακολουθούν να καταγράφονται;-, αλλά έχει επικρατήσει η λογική ότι «πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον κορωνοϊό».

Δικαιολογημένα, ίσως, καθώς ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να επικαλεστεί άγνοια για όσα μπορεί να του επιφυλάξει η μοίρα εφόσον «συναντηθεί» με τον ιό. Όλοι μας ξέρουμε πια, όχι επειδή το μετέδωσαν τα μέσα ενημέρωσης, αλλά επειδή σίγουρα το βιώσαμε στον περίγυρό μας, ότι όποιος είναι πλήρως εμβολιασμένος και πάσχει από κάποιο σοβαρό υποκείμενο νόσημα θα νοσήσει ήπια και δεν θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερους κινδύνους.

Από την άλλη, όσοι συνεχίζουν να παραμένουν ανεμβολίαστοι δεν μπορεί να προβάλουν καμία απολύτως πειστική δικαιολογία για το τεράστιο ρίσκο που αναλαμβάνουν είτε να νοσήσουν σοβαρά ή και να χάσουν τη ζωή τους. Ουδείς πλέον μπορεί να αναζητεί άλλοθι ότι δεν είχε την κατάλληλη ενημέρωση για να λάβει τη σωστή απόφαση για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του.

Τα δύο χρόνια που διαρκεί η περιπέτεια της πανδημίας είναι πολλά και το κόστος το οποίο έχουν καταβάλλει οι κοινωνίες, αλλά και ο καθένας από μας χωριστά, είναι τεράστιο. Και θα αποδειχθεί ανυπέρβλητο αν δεν ακολουθήσουν το αμέσως προσεχές διάστημα συντονισμένα βήματα προς την κατεύθυνση της επιστροφής στην κανονικότητα.

Οι πληγές, άλλωστε, που έχει επισωρεύσει η παρατεταμένη διάρκεια της πανδημίας είναι μεγάλες και ορατές. Με πρώτη και καλύτερη την πληγή που συνιστά για την παγκόσμια οικονομία και τις κοινωνίες όλου του πλανήτη η επιστροφή του εφιάλτη του πληθωρισμού, ο οποίος για πάνω από δύο δεκαετίες είχε τιθασευτεί και, τουλάχιστον οι κάτοικοι των χωρών του δυτικού κόσμου, είχαμε αρχίσει να τον ξεχνούμε.

Εξαιτίας σειράς παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους, όμως, κυρίαρχο ρόλο έχουν οι ανισορροπίες στην προσφορά και στη ζήτηση αγαθών που προκλήθηκαν εξαιτίας των lockdown, χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία βλέπουν τους δείκτες των τιμών του καταναλωτή να φθάνουν σε επίπεδα που ελάχιστες από τις γενιές που είναι τώρα εν ζωή έχουν βιώσει.

Αλλά και στη δική μας χώρα, τα πράγματα δεν πάνε πίσω. Μπορεί να βιώσαμε τη μεγάλη συμπίεση των εισοδημάτων που προκάλεσε η δεκαετής μνημονιακή μέγγενη, πλην όμως οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών παρουσίαζαν μια -τηρουμένων των αναλογιών- εντυπωσιακή σταθερότητα. Οι Έλληνες που είναι σήμερα κάτω των 40 ετών δεν έχουν μνήμες από απότομες ανατιμήσεις που εξανέμιζαν τα εισοδήματα κυρίως των μισθοσυντήρητων των δεκαετιών του ‘70, του ’80 και του ’90.

Εκείνα τα χρόνια, το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» ή άλλως ο «τιμάριθμος», που ήταν μια πολύ διαδεδομένη έκφραση η οποία δεν ακούγεται πλέον στη δημόσια συζήτηση, κατέγραφε ετήσιες ανατιμήσεις που κινούνταν με διψήφιους ρυθμούς. Ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα που για κάποια χρόνια, αρχής γενομένης από την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, καθιερώθηκε ο αμυντικός μηχανισμός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) με βάση τον οποίο οι μισθοί, τα ημερομίσθια και οι συντάξεις αυξάνονταν κάθε τετράμηνο σε ποσοστό ίσο με την αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή των τιμών των αγαθών που είχε σημειωθεί το αμέσως προηγούμενο διάστημα.

Ωστόσο, ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και αλλού όπου εφαρμόστηκε, όπως στη Γαλλία ή στην Κύπρο, η ΑΤΑ δεν κατάφερε να προστατεύσει τα εισοδήματα των μισθοσυντήρητων, αφού, κατά πολλούς, αντί να λειτουργήσει πυροσβεστικά για τις αυξήσεις των τιμών, στην πράξη λειτουργούσε ως φαύλος κύκλος που προκαλούσε συνεχείς αναζωπυρώσεις στις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και υποτιμήσεις στα εθνικά νομίσματα που για μας ήταν τότε η δραχμή.

Η κατάσταση εξομαλύνθηκε μετά την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση και τη σταθερότητα των τιμών που έφερε η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, του ευρώ. Άλλα χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως τα εμπορικά ελλείμματα, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, η χαμηλή παραγωγικότητα και ο υπέρογκος δημόσιος δανεισμός δεν μας εγκατέλειψαν. Από τον βραχνά των συνεχών ανατιμήσεων, όμως, είχαμε απαλλαγεί. Πρόσκαιρα, όπως αποδείχθηκε.

Η πανδημία άλλαξε τα δεδομένα και ουδείς σοβαρός άνθρωπος μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα για πόσο καιρό θα μας συνοδεύει ο εφιάλτης που επέστρεψε και δεν αφορά μόνον τις τιμές της ενέργειας. Το γεγονός ότι το φαινόμενο είναι, κατά βάση, εισαγόμενο, δεν αποτελεί λόγο για αμεριμνησία, όπως αυτή που επικράτησε στην αρχική του εμφάνιση. Οι βεβιασμένες προβλέψεις για παροδικές αυξήσεις των τιμών αποδείχθηκαν ευσεβείς πόθοι και τείνουν να καταλήξουν φρούδες ελπίδες.

Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι, μετά τον κορωνοϊό, θα χρειαστεί μάλλον να μάθουμε να ζούμε και με την ακρίβεια. Ας το έχουν υπόψη τους όλοι όσοι, αντί να ανασκουμπωθούν για να βρουν λύσεις, περί άλλα τυρβάζουν ή απλώς αναλώνουν τον χρόνο τους σε εκλογικές σεναριολογίες….

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Το «παγκόσμιο χωριό» ψάχνει ακόμη τη «χρυσή συνταγή»

 Όσοι δεν εθελοτυφλούν και δεν αυταπατώνται αναγνωρίζουν εύκολα ότι αν υπάρχει ένα σίγουρο συμπέρασμα, το οποίο μπορεί να εξαχθεί από όσα ξέρουμε ως τώρα για την πανδημία του κορωνοϊού, αυτό είναι ότι δεν έχει βρεθεί η «χρυσή συνταγή» για την αποτροπή της.

Ο πλανήτης μοιάζει με ένα μεγάλο «παγκόσμιο χωριό» στο οποίο, με μικρότερη ή μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, όλοι περίπου τα ίδια κάνουν, αντιγράφοντας πολύ συχνά εκείνα που κάνουν οι διπλανοί τους. Και, επειδή στον ορίζοντα δεν φαίνεται να προβάλλουν μαγικές λύσεις, η εικόνα είναι σχεδόν πανομοιότυπη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Με τις διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα να είναι λίγες και μάλλον δυσδιάκριτες.

Σε πείσμα, άλλωστε, της πληθώρας των καφενειακού τύπου αναλυτών που κατακλύζουν τη δημόσια σφαίρα και ιδίως το Διαδίκτυο με τις θεωρίες τους, οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν είναι τίποτε άλλο από δικαιολογίες για την ακατάσχετη γκρίνια και την ατεκμηρίωτη άρνηση που τους χαρακτηρίζει, η πορεία της πανδημίας καταδεικνύει, όλο και πιο παραστατικά, ότι δεν υπάρχουν ούτε άτρωτα πρόσωπα ούτε άβατες περιοχές.

Η διάγνωση ότι ο Γάλλος Πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν προσβλήθηκε από τον ιό, η δημόσια παραδοχή του βασιλιά της Σουηδίας για τους τραγικούς χειρισμούς της χώρας του η οποία αψήφισε την παγκόσμια τάση και δεν κήρυξε lockdown, καθώς η υπέρβαση από τη Γερμανία του ορίου των 30.000 κρουσμάτων ημερησίως, είναι τρεις ειδήσεις από την τρέχουσα επικαιρότητα που συνιστούν αψευδείς μαρτυρίες ότι κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της επελαύνουσας λοίμωξης Covid-19.

Ο ένας μετά τον άλλο καταρρίπτονται οι μύθοι που καλλιεργήθηκαν το προηγούμενο διάστημα για τις αιτίες που τροφοδοτούν το πρωτόγνωρο φαινόμενο που αντιμετωπίζει, σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, ολόκληρος ο πλανήτης. Άρκεσε γι΄ αυτό η απρόσεκτη συμπεριφορά ακόμη και ενός ηγέτη για τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι υποχρεώθηκε να… στριμωχτεί σε λεωφορείο. Και έφθασε το βιαστικό άνοιγμα της χριστουγεννιάτικης αγοράς σε μια χώρα που διαθέτει τις περισσότερες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και δεν φημίζεται για τον απείθαρχο πληθυσμό της.

Χώρες που δεν άνοιξαν τον τουρισμό τους, όπως για παράδειγμα το Ισραήλ, επλήγησαν πολύ περισσότερο από χώρες που υποδέχθηκαν τουρίστες. Νησιωτικά συμπλέγματα, όπως η Αυστραλία, που πέρασε δύσκολα τους τους προηγούμενους (χειμωνιάτικους για εκείνη) μήνες ή η Ιαπωνία, που χτυπιέται τώρα, δεν κατάφεραν να αμυνθούν αποτελεσματικά παρόλο που οι επισκέπτες τους έφθαναν κυρίως αεροπορικώς και, άρα, θεωρητικώς τουλάχιστον, μπορούσαν με τα τεστ και την καραντίνα να περιορίσουν τον επιπολασμό.

Κράτη, όπως η Νότια Κορέα, τα οποία έκαναν μαζικά τεστ, διαδικασία η οποία από κάποιους… ερασιτέχνες λοιμωξιολογούντες είχε θεωρηθεί την προηγούμενη περίοδο ως «πανάκεια», δεν απέφυγαν, εν τέλει, την εξάπλωση του ιού.

Ενώ, κακά τα ψέματα, ακόμη και κυβερνήσεις οι οποίες έδρασαν εγκαίρως στο πρώτο «κύμα», όπως η ελληνική, που μάλλον βιάστηκε να πανηγυρίσει για τις αρχικές θετικές επιδόσεις της, δεν απεδείχθησαν εξίσου ανθεκτικές στην ένταση με την οποία ξέσπασε το δεύτερο και πολύ φονικότερο πανδημικό «κύμα».

Περιοχές, άλλωστε, της ελληνικής επικρατείας, όπως τα Γρεβενά ή η Ευρυτανία, που την άνοιξη και το καλοκαίρι διαφημίζονταν ως «Covidfree», το φθινόπωρο βρέθηκαν στη διακεκαυμένη ζώνη. Ίσως γιατί οι κάτοικοί τους επέδειξαν αμεριμνησία επειδή πίστεψαν ότι θα ήταν για πάντα αλώβητοι.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έχει… μαλλιάσει η γλώσσα των σοβαρών επιστημόνων να επαναλαμβάνουν ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του ιού είναι η «ευλαβική» τήρηση των μέτρων ατομικής προστασίας και των κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ούτε κάποιος εχέφρων μπορεί να αρνηθεί ότι η εξέλιξη των πραγμάτων έχει επιβεβαιώσει πλήρως αυτές τις τόσο απλές αλήθειες.

Σε όσα τεστ, δωρεάν ή όχι, και αν υποβληθεί κάποιος που συνωστίζεται, αποτελεί αυτονόητη αλήθεια ότι ο κίνδυνος να προβληθεί από τον ιό παραμένει μεγάλος. Αντιθέτως, όποιος αποφεύγει τον συγχρωτισμό και φοράει τη μάσκα του όταν βρίσκεται κοντά σε άλλους ανθρώπους, έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να μείνει απρόσβλητος.

Αναμφίβολα, η μόνη προοπτική για να απαλλαγούμε από τον εφιάλτη που σκιάζει τις ζωές όλων μας είναι ο εκτεταμένος εμβολιασμός, που για να γίνει, όμως, πράξη θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες. Όσο και αν ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα, ο αγώνας κατά της πανδημία έχει πολύ δρόμο ακόμη. Πολύ περισσότερο που η ταχύτητα με την οποία θα τρέξει το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξαρτάται περισσότερο από διεθνείς και λιγότερο από εγχώριες αποφάσεις.

Απαιτείται, ως εκ τούτου, να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι απέχουμε αρκετά από το να πει κάποιος ότι «φάγαμε το βόδι και μας μένει μόνον η ουρά». Χρειάζεται, δηλαδή, να αντιληφθούμε ότι είμαστε ακόμη μακριά από την… ουρά του βοδιού. Κυρίως, να δούμε κατάματα τις πολύ απλές αλήθειες που συνθέτουν ένα πολύπλοκο πρόβλημα. Για να σταθούμε απέναντί του χωρίς περιττούς κομπασμούς και δίχως μίζερη γκρίνια, αλλά με περίσκεψη, προσήλωση στις οδηγίες των ειδικών και, προπαντός, με ακλόνητη πίστη στην επιστημονική γνώση.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Το συμφέρον… über alles

Επί δεκαετίες ολόκληρες η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τις διπλωματικές επιλογές μας ήταν –και, εν πολλοίς, παραμένει- εγκλωβισμένη σε παιδαριώδεις μυθολογικές προσεγγίσεις για το ποιος είναι φίλος ή εχθρός είτε πρόκειται για τη γειτονιά μας, είτε ευρύτερα για τη διεθνή σκηνή.
Παρότι από την περίοδο της Ανεξαρτησίας ή και νωρίτερα –ποιος θυμάται τα «Ορλοφικά»;- έχει αποδειχθεί ότι τα ζητήματα αυτά δεν προσεγγίζονται με λογικές άσπρο ή μαύρο, τα πικρά παθήματα που συχνά – πυκνά υπέστημεν ως Έθνος στην πάροδο των αιώνων, εξαιτίας της ευκολοπιστίας, δυστυχώς δεν μας έγιναν μαθήματα.
Ειδικά, από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα όταν, υπό το κράτος του Ψυχρού Πολέμου που επέβαλε τον παγκόσμιο διπολισμό σε ολόκληρο τον πλανήτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα –κυρίαρχο και μη- και, κατ’ επέκταση, οι Έλληνες πολίτες, έσπευδαν να λάβουν θέση υπέρ των μεν ή των δε.
Με επιδερμικά απλουστευτικές αναλύσεις για το «καλό» και το «κακό» και με υιοθέτηση ανυπόστατων κριτήριων του τύπου ότι «ο τάδε ξένος ηγέτης είναι ομοϊδεάτης μας» ή ότι «ο δείνα λαός είναι ομόδοξος και θα μας στηρίξει».
Ήταν σχεδόν επιβεβλημένο να διαλέγουμε στρατόπεδο. Όσοι από παράδοση, ατταβισμό ή επιλογή ήταν «δεξιοί» δεν μπορούσαν παρά να ενστερνίζονται το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ενώ όσοι δήλωναν «αριστεροί» ήταν υποχρεωτικό να είναι αντιαμερικανοί, εξεγειρόμενοι για τον Πόλεμο του Βιετνάμ αλλά δικαιολογούντες την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στις ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή στο Αφγανιστάν.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα, ανδρωθήκαμε πολιτικά δύο, ίσως και τρεις, γενιές Ελλήνων με την εμμονή να τασσόμαστε γενικώς και αορίστως στο πλευρό των Αράβων, αγνοώντας και αυτούς τους ίδιους τους εσωτερικούς τους διχασμούς που τους οδηγούσαν στον αλληλοσκοτωμό. Και αφού οι Άραβες ήταν κατά του Ισραήλ, έπρεπε και εμείς να είμαστε κατά της κρατικής οντότητας την οποία δια πυρός και σιδήρου προσπαθούσαν να στήσουν οι Εβραίοι της Διασποράς.
Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ζούσε με την αυταπάτη των επενδύσεων που θα έρχονταν από τα αραβικά «πετροδόλλαρα», τα οποία ποτέ δεν τα είδαμε. Έγινε, έτσι, η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ παρόλο που είχε προφανή συμφέροντα, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τη διαχείριση των Αγίων Τόπων που βρίσκονται εντός των ορίων του.
Το διπλωματικό κεφάλαιο που χάσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα είναι αμφίβολο εάν καταφέραμε να το αναπληρώσουμε από το 2010 που –επί των ημερών του, όσο και αν δεν αρέσει να το παραδέχονται αρκετοί, Γιώργου Παπανδρέου- αποφασίσαμε να αλλάξουμε τη στρατηγική μας και να συσφίξουμε τις σχέσεις μας με το Τελ Αβίβ.
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο είναι άκρως διδακτικές. Το κουβάρι των περίπλοκων σχέσεων που διαμορφώνονται στη γειτονιά μας δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχουν ούτε μόνιμοι φίλοι ούτε αιώνιοι εχθροί. Το αμερικανικό διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο, που χρόνια τώρα… λατρεύαμε να μισούμε, έχει γίνει ο κύριος εγγυητής για την ασφάλεια των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων που απειλεί η Άγκυρα.
Καλώς ή κακώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελούν αυτή την περίοδο τους πιο θερμούς συμπαραστάτες μας. Και αυτό επειδή η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος σύμμαχός του. Φρόντισε κυρίως προς τούτο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η οποία –αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη στους διαδόχους της- έδωσε όλα όσα χρειαζόταν η Ουάσιγκτον για να εδραιώσει την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στον αντίποδα, οι Ευρωπαίοι, που θεωρητικώς αποτελούμε σάρκα εκ της σαρκός τους και που τόσα κατά καιρούς έχουμε «επενδύσει» σε εκείνους, αποδεικνύονται στις κρίσιμες τούτες ώρες κατώτεροι των περιστάσεων. Με μόνη εμφανή διαφοροποίηση τη στάση των Γάλλων του Εμάνουελ Μακρόν που θα στείλουν να καταπλεύσει στα μέρη της το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ. Διαφοροποίηση για την οποία κάποιοι λένε ότι… είναι με το αζημίωτο αφού έχουμε συνομολογήσει ότι θα παραγγείλουμε γαλλικές φρεγάτες.
Την ίδια στιγμή, το στερεότυπο που ήθελε την κεντροδεξιά καγκελάριο Μέρκελ να στηρίζει τον ομοϊδεάτη της Έλληνα πρωθυπουργό και για τον επιπλέον λόγο ότι «η οικογένεια Μητσοτάκη είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς με τη γερμανική πολιτική τάξη» αποδεικνύεται ότι δεν παρά μια φαντασίωση όλων όσοι αρέσκονται στις εύκολες αναλύσεις.
Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους τα συμφέροντα του Βερολίνου επιβάλουν στην παρούσα συγκυρία να μην έρθει η Άνγκελα Μέρκελ αντιμέτωπη με τον Ερντογάν. Και, ως τούτου, η κάποτε… «ευαίσθητη» καγκελάριος κάνει πια τα στραβά μάτια σε όλα.
Το κάνει στο δράμα των μεταναστών που υποτίθεται παλαιότερα ότι την είχε συγκινήσει. Και το κάνει ακόμη πιο απροκάλυπτα στην προκλητική καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου εκ μέρους της Άγκυρας, εμποδίζοντας την επιβολή κυρώσεων στους θρασείς σφετεριστές των δικαιωμάτων δύο ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.
Το συμφέρον, λοιπόν, είναι υπεράνω όλων. «Über alles», όπως εμφαντικά λένε και στη γλώσσα της καγκελαρίου.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Γερμανικές επανορθώσεις: ένας «μύθος» λιγότερος;


            Η Απόφαση για τις «γερμανικές επανορθώσεις» που έλαβε χθες η Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων –«με ευρύτατη πλειοψηφία», όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρός της Νίκος Βούτσης- θα μπορούσε, υπό μία έννοια, να αποδειχθεί και… ιστορική.
Μόνον, όμως, που η «ιστορικότητα» της δεν έγκειται στο γεγονός ότι τα όσα διημείφθησαν στην πολύωρη κοινοβουλευτική διαδικασία συζήτησης του θέματος σηματοδοτούν κάτι καινούργιο επί του χρονίζοντος ζητήματος των αξιώσεων της χώρας μας έναντι της Γερμανίας.
Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Διότι, πέρα από τους βερμπαλισμούς που περίσσεψαν στις αγορεύσεις των περισσότερων βουλευτών που μίλησαν, εκείνο που συνάγεται δεν είναι παρά η (μάλλον) άδοξη κατάληξη μιας υπόθεσης πάνω στην οποία «επενδύθηκαν» μείζονες πολιτικές αυταπάτες και καλλιεργήθηκαν πολυετείς παραπλανήσεις του ελληνικού λαού.
Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι μια μεγάλη μερίδα συμπατριωτών μας πίστεψε και ψήφισε κόμματα και πολιτικούς που ισχυρίζονταν ότι η χώρα θα ξεχρέωνε με τα δισεκατομμύρια τα οποία θα ελάμβανε από τις γερμανικές επανορθώσεις. Θα έκανε κατόπιν «σεισάχθεια» σε όλους με τα χρήματα που θα αποκόμιζε από τη «λίστα Λαγκάρντ». Και θα επέστρεφε μισθούς και συντάξεις με τις εισπράξεις από την πάταξη των λαθρεμπορίου και από τις… άδειες για τις τηλεοπτικές συχνότητες.
Ακόμη και κατά τεκμήριο σοβαροί άνθρωποι –αν θεωρηθεί ότι αυτός ο χαρακτηρισμός συνάδει με πανεπιστημιακούς που έκαναν τόσο αφελείς και ακραία λαϊκίστικες προσεγγίσεις- όταν καλούνταν να απαντήσουν που θα βρεθούν τα 12 δισ. για το περιώνυμο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» που είχε εξαγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, δεν απέφευγαν τον πειρασμό να αναμασούν τέτοιου είδους αυταπόδεικτες βλακείες με τις οποίες δηλητηρίαζαν τους Έλληνες οι οποίοι, εξ αυτού, δεν συνειδητοποίησαν ποτέ τις γενεσιουργές αιτίες και το εύρος της παρατεταμένης κρίσης που βιώνουμε.
Αφού ήταν τόσο απλό να εγγράψουμε στον κρατικό προϋπολογισμό τα 400 και… βάλε δισεκατομμύρια που μας χρωστούν οι Γερμανοί, όπως ισχυρίζονταν στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, δεν υπήρχε λόγος να προβληματιζόμαστε για την αποπληρωμή του ελληνικού δημοσίου χρέους που ήταν κατά τι μικρότερο. Μπορούσαμε να το… συμψηφίσουμε με τις γερμανικές επανορθώσεις και να μας μείνει και υπόλοιπο για να χαρίσουμε τα ιδιωτικά χρέη από τα στεγαστικά δάνεια, τις απλήρωτες κάρτες και ό,τι άλλο.
Ακούγονται, ίσως, αστεία όλα αυτά στην παρούσα συγκυρία. Αλλά όσοι διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη είναι δύσκολο να ξεχάσουν τον χλευασμό με τον οποίο αντιμετωπίζονταν εκείνοι που προειδοποιούσαν για την φθηνή εξαπάτηση που υφίσταντο οι Έλληνες με αυτές τις γελοίες υποσχέσεις:  για τη «λίστα Λαγκάρντ», το λαθρεμπόριο, τις τηλεοπτικές άδειες και, πολύ περισσότερο, τις γερμανικές οφειλές.
Όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία για τη διάσταση του θέματος, δεν έχει παρά να ανατρέξει στην ίδια την χθεσινή Απόφαση της Βουλής. Και δεν χρειάζεται να είναι συνταγματολόγος για να ξέρει ότι θεσμικά είναι παντελώς ανίσχυρο αυτό που έγινε χθες, καθώς ούτε το Σύνταγμα ούτε ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν την έκδοση «Ψηφίσματος», όπως οιωνεί ήταν ο χαρακτήρας της επίμαχης Απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής.
Αρκούν, άλλωστε, οι διατυπώσεις της ίδιας της Απόφασης για να αντιληφθεί ο οιοσδήποτε το άδοξο τέλος στο οποίο ουσιαστικά οδηγείται η πολυδιαφημισμένη διεκδίκηση. Η Βουλή των Ελλήνων δεν κάνει τίποτε περισσότερο από να «καλεί την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες, ιδίως τις διπλωματικές και νομικές, ενέργειες για τη διεκδίκηση των οφειλών και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Με βάση, λοιπόν, τη συγκεκριμένη Απόφαση, η κυβέρνηση, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, θα προβεί τις επόμενες ημέρες σε «ρηματική διακοίνωση» προς το Βερολίνο, κάτι, βεβαίως, που έχει ξαναγίνει στο παρελθόν επί άλλων κυβερνήσεων, χωρίς, όμως, να… συγκινηθούν οι Γερμανοί οι οποίοι (επι-)μένουν στην… ηθική και μόνονν διάσταση της αναγνώρισης των θηριωδιών εις βάρος των Ελλήνων κατά τη ναζιστική Κατοχή.
Στην ίδια, εξάλλου, την Απόφαση γίνεται η παραδοχή ότι η προεργασία για τις διεκδικήσεις ξεκίνησε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και η ότι η σημερινή κυβέρνησης κρατούσε το σχετικό Πόρισμα που καταρτίστηκε από Διακομματική Επιτροπή επί σχεδόν τρία χρόνια στα συρτάρια της Βουλής, από όπου ανεσύρθη τώρα για να χρησιμοποιηθεί στην αρξάμενη προεκλογική περίοδο.
Ο Αλέξης Τσίπρας δικαιολόγησε την καθυστερημένη ανάσυρση με τον ισχυρισμό ότι δεν ήθελε να  δοθεί «το δικαίωμα στους κακεντρεχείς που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά της Ευρώπης να επαναλάβουν όσα άθλια είπαν το 2015…». Και ότι το κάνει τώρα που «η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Η ολοκλήρωση του προγράμματος, η έξοδος από την μνημονιακή επιτροπεία, η εξομάλυνση και η θεαματική βελτίωση στη συνέχεια των σχέσεων με τη Γερμανία έχουν δημιουργήσει ένα θετικό περιβάλλον, μια συνθήκη αλληλοκατανόησης, συνεργασίας και εμβάθυνσης του διαλόγου».
Πολλά ψέματα, μαζεμένα στην ίδια πρόταση. Ας μείνουμε μόνον σε δύο: Πρώτον, ήταν ο ίδιος και οι συνεργάτες του που το 2015 φαντασιώνονταν διαγραφή του χρέους μέσω συμψηφισμού με τις γερμανικές επανορθώσεις. Και δεύτερον, τη ώρα που διατυμπάνιζε την «έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία», η κυβέρνησή του έπαιρνε πίσω το νομοσχέδιο για τις 120 δόσεις προς την εφορία και τα Ταμεία επειδή δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.
Υ.Γ.: Το γεγονός ότι, μαζί με τους κυβερνητικούς, την Απόφαση για τις επανορθώσεις ψήφισαν –εκόντες, άκοντες- και οι αντιπολιτευόμενοι βουλευτές, δεν περιποιεί τιμή στο πολιτικό μας σύστημα. Αλλά, κακά τα ψέματα, ο λαϊκισμός δεν είναι εύκολο να ηττηθεί. Πολύ περισσότερο όταν υιοθετείται από την κυβερνητική εξουσία. Γι΄ αυτό και ο «μύθος» των επανορθώσεων -έστω και αποδυναμωμένος από την άδοξη εξέλιξη που προσέλαβε- θα συνεχίσει μάλλον να μας ταλαιπωρεί…