Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τόσκας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τόσκας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Στο ίδιο έργο θεατές του… κυνηγιού των εμπρηστών

«Εγώ δεν φταίω...». Με αυτό τον εύγλωττο τίτλο επιγραφόταν πριν από 25 ολόκληρα χρόνια η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο τότε αρμόδιος για τη δασοπυρόσβεση υπουργός. 

Ο Στέφανος Τζουμάκας -ναι, ναι, ο νυν υποψήφιος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ- στον οποίο ανήκει η φράση που έγινε τίτλος στη συνέντευξη, ήταν ο τελευταίος υπουργός Γεωργίας που είχε στο χαρτοφυλάκιό του την αρμοδιότητα της κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών. Επί των ημερών της υπουργίας του, όπως άλλωστε και τα περισσότερα προηγούμενα καλοκαίρια, η Ελλάδα είχε βρεθεί επανειλημμένα σε πύρινο κλοιό. Αλλά κι εκείνος, όπως σχεδόν όλοι οι προκάτοχοι αλλά και οι διάδοχοί του, «έψαχνε να βρει το λάθος που έκανε, αλλά δεν το εύρισκε», για να θυμηθούμε τον ισχυρισμό που διατύπωσε δυο δεκαετίες αργότερα ο Νίκος Τόσκας, την επαύριο της τραγωδίας στο Μάτι.   

Το 1998, μετά πολλών βασάνων και κόπων, η κυβέρνηση Σημίτη κατάφερε να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα για την καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου των ετησίως επαναλαμβανόμενων καταστροφικών πυρκαγιών: καθιέρωσε τον ενιαίο φορέα δασοπυρόσβεσης, που επί χρόνια πρότειναν όλοι οι ειδικοί αλλά δεν υλοποιούνταν επειδή οι δυνάμεις της αδράνειας ήταν ισχυρότερες από τις δυνάμεις της λογικής. Μεταφέρθηκε, σε αυτό το πλαίσιο, η ευθύνη της κατάσβεσης όλων των πυρκαγιών στο Πυροσβεστικό Σώμα το οποίο έως τότε ασχολούνταν μόνον με τις αστικές πυρκαγιές. Ενώ στις φωτιές που ξεσπούσαν σε δασικές περιοχές επιχειρούσαν οι δασοπυροσβέστες του υπουργείου Γεωργίας και για τα εναέρια μέσα ήταν υπεύθυνη η Πολεμική Αεροπορία.

Παρότι πέρασε έκτοτε ένα τέταρτο του αιώνα, τα λεγόμενα του κ. Τζουμάκα θυμίζουν ισχυρισμούς που ακούστηκαν πολλές φορές στη διάρκεια των επόμενων χρόνων. Και που το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι εξακολουθούν να ακούγονται έως και σήμερα. Με πιο χαρακτηριστικούς τους ισχυρισμούς για τις πολλές ταυτόχρονες πυρκαγιές που ξεσπούν, φαινόμενο το οποίο στην πραγματικότητα είναι ετησίως επαναλαμβανόμενο, ιδίως τις ημέρες που πνέουν ισχυροί άνεμοι και επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Όπως και οι ανακυκλούμενες εικασίες για υποτιθέμενο «οργανωμένο σχέδιο εμπρησμών», οι οποίες, ωστόσο, ουδέποτε απεδείχθησαν παρότι σχεδόν χωρίς εξαίρεση κάθε χρόνο διατάσσεται και μια αναβαθμισμένη εισαγγελική έρευνα. 

Το αφήγημα για τη δράση «εμπρηστών που μας καίνε» αποτελεί διαχρονικά μια πολύ εύπεπτη ιστορία για λαϊκή κατανάλωση αλλά και μια πολύ βολική δικαιολογία για την ανικανότητα και την έλλειψη συντονισμού τόσο μετά όσο κυρίως πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών.     

«Πέρσι (σ.σ.: το 1997) όλες οι πυρκαγιές, όλο το έτος, ήταν 3.100. Τον Ιούλιο μόνο, φέτος (σ.σ.: 1998), ήταν 2.800», έλεγε στην περί ης ο λόγος συνέντευξη ο κ. Τζουμάκας. Και συμπλήρωνε: «Πέρσι, μόνο δύο πυρκαγιές έκαιγαν επί δέκα μέρες. Ειδικά της Εύβοιας ­πιστεύω να θυμάστε­ είχε πλησιάσει περίπου το 10ήμερο, και του δάσους της Θεσσαλονίκης είχε περάσει το 5ήμερο. Επίσης θυμάμαι ότι το πρώτο Σαββατοκύριακο είχαμε σε διάστημα μιας ώρας 182 πυρκαγιές και έσβησαν μέσα στη δεύτερη μέρα».

            Και μπορεί ο τότε υπουργός Γεωργίας, παραθέτοντας όλα αυτά τα συγκριτικά στοιχεία, να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «τα προβλήματα του συντονισμού ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία της δασοπυρόσβεσης ως τώρα», αυτό δεν τον εμπόδισε να στραφεί αφενός κατά των δασικών υπαλλήλων, ο κλάδος των οποίων αντιδρούσε επειδή «δεν έπρεπε να χάσει αυτό το αντικείμενο» καθώς μέχρι τότε διαχειριζόταν σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Επέμεινε σε έναν παλαιότερο ισχυρισμό του για «παρακρατικούς» που υποτίθεται ότι κρύβονταν πίσω από τους εμπρησμούς. Ενώ δεν θέλησε να αποσύρει δήλωση στην οποία είχε προβεί τον προηγούμενο χρόνο μιλώντας γενικώς και αορίστως για δράση «Τούρκων πρακτόρων» και «Γκρίζων Λύκων». 

Κι όλα αυτά την ίδια ώρα που αναγνώριζε ότι «το να υπάρξουν τεκμηριωμένες αποδείξεις είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα». Αλλά παρά ταύτα δεν δυσκολευόταν να πει ότι «στοιχεία φυσικά έχουμε. Και ενδείξεις επίσης. Όχι όμως αποδείξεις. Αλλά υπάρχουν εκτιμήσεις και δεδομένα». Ποια ήταν αυτά τα δεδομένα; Άγνωστον. Ο ίδιος αρκέστηκε να πει ότι «η κυβέρνηση έχει ανησυχίες: γιατί όλα αυτά; Σε τι αποσκοπούν αυτοί οι εμπρησμοί;».

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο κ. Τζουμάκας δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε -δυστυχώς- ο τελευταίος που, ως άλλος Δον Κιχώτης, ξιφουλκούσε κατά των (αόρατων) εμπρηστών. Μετά την τραγωδία στο Μάτι, ένας ακόμη τωρινός υποψήφιος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο τότε υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παπάς, έστηνε ολόκληρο σόου μπροστά στις κάμερες για να καταδείξει ότι οι υποτιθέμενοι δορυφόροι που είχε εκτοξεύσει στο Διάστημα είχαν τάχατες εντοπίσει τους εμπρηστές.

Τη σκυτάλη πήρε στις μέρες μας ο νυν υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Βασίλης Κικίλιας, ο οποίος έλυσε την πολυήμερη σιωπή του και με στεντόρεια φωνή ξεσπάθωσε επειδή «κάποιοι αλητήριοι εμπρηστές βάζουν φωτιές». Τους προειδοποίησε, μάλιστα, λέγοντας αυστηρά: «Δεν θα γλιτώσετε, θα σας βρούμε, θα λογοδοτήσετε στη Δικαιοσύνη». 

Με δεδομένο, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι εμπρηστές που έχουν προσαχθεί όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι παρά πρόσωπα με διαταραγμένη προσωπικότητα, τα οποία τις περισσότερες φορές είτε αφήνονται ελεύθεροι, είτε παραπέμπονται σε ψυχιατρικές κλινικές, το πιθανότερο είναι ότι οι προειδοποιητικές απειλές του κ. Κικίλια κατά των… αλητήριων εμπρηστών θα έχουν την ίδια κατάληξη που είχαν οι ισχυρισμοί Τζουμάκα για «παρακρατικούς» και το δορυφορικό κυνήγι που εξαπέλυσε ο Παπάς.

Η προστασία των δασών -ιδιαίτερα στην εποχή μας που, κακά τα ψέματα, η δασοκάλυψη της Ελλάδας είναι πυκνότερη από οποτεδήποτε άλλοτε στο παρελθόν- είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να εξαντλείται σε εύκολους λαϊκισμούς ότι θα λυθεί το πρόβλημα των πυρκαγιών επειδή ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης θα βρει τους εμπρηστές. Κάτι που, αν όντως συνέβαινε, θα διέψευδε τον τίτλο του υπουργικού χαρτοφυλακίου που του ανέθεσε ο πρωθυπουργός.

Γι΄ αυτό και, εν κατακλείδι, η κυβέρνηση αντί να επιδίδεται στο ατελέσφορο εικονικό κυνήγι των εμπρηστών, καλό θα είναι να ρίξει το βάρος της αφενός στην ενίσχυση των δυνάμεων της δασοπυρόσβεσης και αφετέρου στην προληπτική δασοπροστασία που έχει αποδειχθεί ότι είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Οι οποίες υπήρχαν πάντοτε. Και θα υπάρχουν στο διηνεκές.

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Δεν είναι βιδωμένοι στις καρέκλες, είναι κολλημένοι!



«Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιοι;», ήταν ένα από τα αλήστου μνήμης συνθήματα που επιστράτευσε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 για να δείξει την αποφασιστικότητα με την οποία ήθελαν τα στελέχη του να διεκδικήσουν την εξουσία, την οποία, εν τέλει, κατέκτησαν. Και την κατέκτησαν μάλλον ευκολότερα από ό,τι και οι ίδιοι υπολόγιζαν, ίσως διότι οι προκάτοχοί τους στα αξιώματα ήταν εξοικειωμένοι με την εναλλαγή στις καρέκλες.
Η ευκολία, μάλιστα, με την οποία τους παραδόθηκεη πολυπόθητη, όπως δείχνει και το συγκεκριμένο σύνθημα, εξουσία πρέπει να είναι η βασική αιτία της άμετρης αλαζονείας με την οποία πολιτεύονται έκτοτε οι σημερινοί κυβερνώντες. Κάνουν και λένε τα πάντα, αλλά και τα αντίθετά τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες ούτε των πράξεων ούτε των παραλείψεων τους.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως από όσους άλλαξαν στρατόπεδο, εγκαταλείποντας τον ΣΥΡΙΖΑ και τα θέλγητρα της καρέκλας, δεν δείχνουν το παραμικρό ίχνος ευθιξίας –τσίπας, κατά το κοινώς λεγόμενο- όταν «συλλαμβάνονται» είτε να παρεκτρέπονται, παραβιάζοντας κανόνες, νόμους, αρχές ή αξίες, είτε να είναι παντελώς ανακόλουθοι με όσα υποστήριζαν στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την τραγωδία με τις πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική ήρθαν να επιβεβαιώσουν όλα όσα καταμαρτυρούν στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τα τρία τελευταία χρόνια οι επικριτές της σημερινής κυβέρνησης για την απαράμιλλη λαγνεία με την οποία έχουν προσκολληθεί στην εξουσία. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι δεν ορρωδούν προ ουδενός.
Είναι, στην πραγματικότητα, διατεθειμένοι να πουν και να κάνουν ο,τιδήποτε για να αποφύγουν την ανάληψη των εγκληματικών ευθυνών με τις οποίες βαρύνονται. Επιχειρούν να κρύψουν την ανικανότητά τους πίσω από αστείες δικαιολογίες για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που δεν έχουν καμία σχέση με τις μοναδικές αστοχίες που έλαβαν χώρα στη Ραφήνα, στον Μαραθώνα και στο Μάτι όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά.
Καθυβρίζουν ξεδιάντροπα τα μέσα ενημέρωσης που επιμένουν να παρουσιάζουν τα γεγονότα όπως είναι και όχι όπως τα επιθυμεί η κυβερνητική προπαγάνδα. Και δεν αντιμετωπίζουν καμία δυσκολία στο να καταφύγουν σε γελοίους ισχυρισμούς για υποτιθέμενες «ασύμμετρες απειλές» που στο παρελθόν οι ίδιοι καυτηρίαζαν με αυστηρότητα, ψέγοντας όσους τις επικαλούνται.
Αποτελούν, αναμφίβολα, «case study» τα όσα περιέλαμβανε η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ όταν μετά τις φονικές πυρκαγιές που είχαν εκδηλωθεί το 2007 στην Ηλεία η τότε κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή είχε επικαλεστεί τα ίδια που επικαλέστηκε ο Αλέξης Τσίπρας το πρώτο βράδυ μετά το ξέσπασμα  της πύρινης λαίλαπας στην Ανατολική Αττική.  
«Την ώρα που εκατοντάδες συμπολίτες μας δίνουν μάχη για τη ζωή τους αβοήθητοι, καλό θα ήταν οι κυβερνητικοί παράγοντες αντί να σχεδιάζουν την επικοινωνιακή άμυνα της κυβέρνησης ανακαλύπτοντας “ασύμμετρες απειλές” και αόρατους εχθρούς, να ασχολούνται με την αντιμετώπιση της καταστροφής», είχε υποστηρίξει το νυν κυβερνών κόμμα.
Και με καυστικό, ου μην αλλά και… προφητικό, τρόπο είχε συμπληρώσει: «Η μόνη προφανής ασυμμετρία αυτή τη στιγμή είναι η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη από τη μια και οι εξαιρετικές της επιδόσεις σε επικοινωνιακά ευρήματα από την άλλη».
Τούτων δοθέντων, είναι μάλλον αυταπάτη να περιμένει κανείς ότι θα μπορούσε να εκφραστεί, όπως συνήθως συμβαίνει σε άλλες χώρες, ευθιξία ώστε να αναληφθούν πολιτικές ευθύνες και να υποβληθούν παραιτήσεις, για την εκατόμβη ων ζωών που χάθηκαν τόσο άδικα στις πρόσφατες πυρκαγιές.
«Αν ψάχνετε άνθρωπο βιδωμένο στην καρέκλα, δεν θα τον βρείτε σε μένα», υποστήριξε σε μια συνέντευξή του ο υπουργός Νίκος Τόσκας που είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές στο φιάσκο του συντονισμού των δυνάμεων πυρόσβεσης που κατέληξε στην πολύνεκρη τραγωδία.
Φοβούμενος, όμως, μήπως εκληφθεί η φράση του ως υπαινιγμός παραίτησης έσπευσε να… καλύψει τα νώτα του. «Είμαι υποχρεωμένος να παλέψω σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, να σβήσουν και οι υπόλοιπες φωτιές», συνέχισε για να καταλήξει: «Αυτή η κυβέρνηση παλεύει σαν σύνολο για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες καταστάσεις. Βιδωμένος στην καρέκλα δεν είναι κανένας μας, ούτε εγώ».
Έχει, μάλλον, δίκιο ο κ. Τόσκας, ο… ξεχωριστός αυτός πολιτικός που σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του, που είναι ανηρτημένο στον ιστότοπο τη Βουλής, «συμμετείχε σε αντιστασιακή ομάδα πριν την είσοδό του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1971» (sic!) και την ίδια χρονιά –με τη Χούντα ακόμη στην εξουσία- τον δέχθηκαν στις τάξεις των αξιωματικών του Στρατού στον οποίο έκανε ο ίδιος καριέρα.
Ούτε ο ίδιος, ούτε οι άλλοι συνάδελφοί μου στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι βιδωμένοι στις καρέκλες. Δεν είναι βιδωμένοι, γιατί αν ήταν θα μπορούσε να τους… ξεβιδώσει κάποιος. Είναι κολλημένοι, έτσι ώστε να μην μπορεί να τους αποσπάσει κανείς. Και εκεί θα μείνουν όσο τα καταφέρουν.
Ως τότε θα αγνοούν τα θύματα, τα αποκαΐδια και τις στάχτες που προκαλούν η παροιμιώδης ανικανότηταπου τους χαρακτηρίζει και συνοδεύεται από την πρωτοφανήστα παγκόσμια πολιτικά χρονικά δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων έλλειψη ευθιξίας.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Χωρίς τσίπα!




Ποιον να πάρεις; Και ποιον να αφήσεις; Για τους υπουργούς που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας τα ερωτήματα που με απασχολούν, καθώς αισθάνομαι ότι τα κυβερνητικά στελέχη μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους που φαίνεται να είναι όλοι τους «κατ΄ εικόνα και καθ‘  ομοίωση» εκείνου ο οποίος τους διόρισε και είναι ο πρώτος διδάξας τις παλινωδίες.
Ιδίως μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, παρατηρείται μια απόλυτη ομογενοποίηση των χαρακτηριστικών που διέπουν τους κυβερνώντες. Σαν να τους πέρασε ο Αλέξης Τσίπρας από μια εξονυχιστική «οντισιόν» και να τους επέβαλε να συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι λένε, λίγο ως πολύ, με την ίδια ευκολία, τα ίδια, πάνω κάτω, ψέματα: «η τρόικα εσωτερικού που, σε αγαστή συνεργασία με την ψυχορραγούσα διαπλοκή, δεν μας αφήνει να κυβερνήσουμε», «το κακό ΔΝΤ που μας εμποδίζει να αλλάξουμε την Ευρώπη» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Το εξοργιστικότερο, μάλιστα, είναι ότι δε δείχνουν να διαθέτουν ίχνος πολιτικής ευθιξίας, τέτοιο που, όπως ισχύει διεθνώς, επιβάλει -σε έναν, έστω- να αναλάβει κάποιος το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί για την εξακολουθητική εξαπάτηση στην οποία επιδίδονται.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να μην ξεχάσει; Τον Δρίτσα ο οποίος ξεφτιλίζεται με τα «είπα – ξείπα» για την παραχώρηση του ΟΛΠ στους Κινέζους; Ή τον Μάρδα που ανακαλύπτει πρόσφυγες επενδυτές μέσα από το ψαχτήρι της google;
Τον Κοντονή που ταπεινώνεται μπροστά στους παράγοντες του ποδοσφαίρου που μπαίνουν στο Μαξίμου από την πίσω πόρτα; Ή τον Τόσκα, ο οποίος δηλώνει ότι, ως δάσκαλος στρατηγικής, εντοπίζει τους… μελλοντικούς τζιχαντιστές, αλλά αδυνατεί να ασκήσει τα στοιχειώδη καθήκοντα για τα οποία ορκίστηκε υπουργός και προτιμά να κλείνει τα μάτια για τις αρμοδιότητες προστασίας των πολιτών που του έχουν ανατεθεί;
Τον Φίλη που όσο και αν προσπαθεί δεν καταφέρνει να κρυφθεί πίσω από τις (ν)τροπολογίες που τον υποχρεώνουν να συνυπογράψει; Ή τον Σπίρτζη με τα κροκοδείλια δάκρια που χύνει για τις αποκρατικοποιήσεις με τις οποίες υποτίθεται ότι διαφωνεί;
Θα μπορούσα να συνεχίσω μέχρι εξαντλήσεως του υπουργικού καταλόγου, αλλά δεν έχει νόημα. Είναι, άλλωστε, τόσο πολλοί, αλλά και τόσο ίδιοι εκείνοι που, ο ένας μετά τον άλλο, γελοιοποιούνται στα μάτια της κοινής γνώμης με όσα λένε ή κάνουν, χωρίς, όπως φαίνεται, σε κανέναν να περνάει από τον νου ότι μπορεί να αφήσει την υπουργική καρέκλα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για μια πράξη ή μια παράλειψη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, δεν είναι τόσο ότι με όλα όσα συμβαίνουν ούτε ένας δεν νοιώθει την ευαισθησία ή και την ανάγκη να παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας. Είναι, πολύ περισσότερο, που κανείς από την κυβερνητική ηγεσία δεν τους ζητεί να το κάνουν.
Σκεφτείτε, δηλαδή, ότι με όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους 15 μήνες, ο μόνος από τον οποίο ζητήθηκε να παραιτηθεί ήταν κείνος ο άμοιρος υφυπουργός Υποδομών Παναγιώτης Σγουρίδης που το… έγκλημα καθοσιώσεως για το οποίο πήρε την άγουσα εκτός κυβέρνησης ήταν ότι παραδέχτηκε δημοσίως πως προεκλογικά είχαν δοθεί από τον κ. Τσίπρα υποσχέσεις στους αγρότες που ήταν αδύνατο να εκπληρωθούν.
Για τόσες άλλες αστοχίες, ου μην αλλά και απροκάλυπτες ψευτιές που ειπώθηκαν, ακόμη και μετά τις εκλογές, δεν αποδόθηκε η παραμικρή ευθύνη σε κανέναν. Γι΄ αυτό προφανώς και δεν είναι λίγοι στην κυβέρνηση εκείνοι που συνεχίζουν να ψεύδονται ασυστόλως, όντας βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να υποστούν την παραμικρή συνέπεια.
Πάρτε, για παράδειγμα, τον φοβερό και τρομερό Κατρούγκαλο ο οποίος εξακολουθεί με αβυσσαλέο θράσος να εγκαλεί τα μέσα ενημέρωσης για παραπληροφόρηση επειδή δεν καταπίνουν αμάσητη την άθλια προπαγάνδα ότι, ενώ θα περικοπεί η συνολική δαπάνη του Ασφαλιστικού κατά τουλάχιστον 1,8 δισ. ευρώ, εκείνος –ως άλλος Χριστός στον γάμο εν Κανά- θα πετύχει να δοθούν αυξήσεις στις συντάξεις!
Δεν σας κρύβω ότι την  ώρα που τον παρακολουθούσα στη συνέντευξη της περασμένης Τρίτης να ισχυρίζεται ότι «για το 80% των μισθωτών, οι νέες συντάξεις είναι υψηλότερες από τις σημερινές», προς στιγμήν κάμφθηκα. Σκέφθηκα ότι ίσως έγινε κάποιο θαύμα και προσήλωσα την προσοχή μου για να αντιληφθώ πως μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο.
Όταν, όμως, τον άκουσα να συμπληρώνει ότι «το νομοσχέδιο θα κατατεθεί την επόμενη εβδομάδα», αλλά «είμαστε σε φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής ορισμένων στοιχείων και με τους θεσμούς» και «πρόκειται να δεχθούμε προφανώς βελτιωτικές προτάσεις εκ μέρους τους», άρχισα να επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
Έτσι, μόνο καγχασμό μού προκάλεσε η συνέχεια, όταν τον άκουσα να αρνείται συγκεκριμένα στοιχεία που του (αντι-)παρατέθηκαν, ισχυριζόμενος επί λέξει τα εξής απίθανα: «Αν είχα σκοπό να πω αριθμούς θα τους έλεγα. Απλώς να διορθώσω αυτό που είπα, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα λιγότερο και από το 10% του πληθυσμού των συνταξιούχων πρόκειται να θιγούν. Και δεν πρόκειται να δώσω άλλον αριθμό, γιατί όπως σας είπα, είμαστε σε μια φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής στοιχείων».
Καταλάβατε; Συζητούμε τουλάχιστον από τον περασμένο Ιούλιο, τουλάχιστον, για τις συμφωνημένες περικοπές στο Ασφαλιστικό, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να κατατεθεί στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο –«μονομερώς», υποτίθεται, κατά τους κυβερνητικούς λεονταρισμούς που κράτησαν λίγες μόνον ώρες-, αλλά ο αρμόδιος υπουργός που, επί τόσους μήνες, δεν «ποσοτικοποίησε» τις αλλαγές, μπερδεύεται και στην αρχή δηλώνει ότι θα αυξηθεί το 80% των συντάξεων, αλλά μετά θυμάται ότι δεν θα θιγεί το 90%.     
Πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα, από ιδρύσεως ελληνικού κράτους, υπήρξαν αρκετοί πολιτικοί οι οποίοι, άλλοι εξ ανάγκης, επειδή έτσι το έφεραν οι συγκυρίες, και κάποιοι ενσυνείδητα, είπαν ψέματα στους Έλληνες. Προσωπικά, ωστόσο, όσο  μπορώ να θυμάμαι (ψηφίζω ο ίδιος ανελλιπώς από το 1981…), αλλά και από τα διαβάσματά μου, δεν μπορώ, ειλικρινά, να βρω –και θα είμαι ευγνώμων σε όποιον μου το υποδείκνυε- ανάλογο προηγούμενο με τέτοιας έκτασης συγχορδία διαρκών εξαπατήσεων και εξακολουθητικών διαψεύσεων.
Και το χειρότερο όλων; Χωρίς τσίπα!

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

«Τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν…»




            Δεν ξέρω αν ευθύνεται ο σχετικά άκοπος τρόπος με τον οποίο ήρθαν στην εξουσία ή η άνεση την οποία νοιώθουν επειδή οι πολίτες τούς επιβράβευσαν, παρόλο που αθέτησαν ήδη από την πρώτη κυβερνητική περίοδο σχεδόν το σύνολο όσων είχαν υποσχεθεί, αλλά μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο αλαζονικός τρόπος με τον οποίο επιχειρούν να κυβερνήσουν ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του δεν έχει το προηγούμενο του όχι μόνον στα εγχώρια αλλά ενδεχομένως και στα ευρωπαϊκά χρονικά.
            Δεν εξηγείται διαφορετικά η ακραία μορφή που φαίνεται να προσλαμβάνει η υποτίμηση της νοημοσύνης των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται οι κυβερνώντες με τη διαρκή διαστροφή γεγονότων και την εξύφανση απίθανων σεναρίων συνωμοσιολογίας που δεν υπακούουν στην κοινή λογική.
            Είναι χαρακτηριστικό ότι, την ίδια ώρα που υποχωρούν ταπεινωτικά σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών για να διατηρήσουν τις καρέκλες τους, σαλπίζουν ιαχές… νίκης που είναι εκτός τόπου και χρόνου. Οι γελοίοι ισχυρισμοί του απίθανου υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι η «κυβέρνηση είναι θύμα της επιτυχίας της (!)», δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά τον κανόνα της πρόκλησης απέναντι σε κάθε άνθρωπο που έχει σώας τα φρένας.
            Σε κυβερνητική ανακοίνωση, άλλωστε, της ίδιας μέρας αναφορικά με τη συνεδρίαση του Eurogroup εξαπολυόταν επίθεση σε όσους, λέει, προεξοφλούσαν ότι δεν θα γινόταν δεκτές οι ελληνικές θέσεις για τον βαθμό εφαρμογής των μνημονιακών προαπαιτουμένων. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν είχε αμφισβητήσει τη μηνημονιακή προσήλωση της κυβέρνησης και ο «εχθρός» που είχαν ανακαλύψει οι επικοινωνιακοί ινστρούχτορες του Μεγάρου Μαξίμου δεν ήταν παρά «εικονικός», αφού ακόμη και ο «συνήθης ύποπτος» Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν, αυτή τη φορά, αρκετά καλός και επιβραβευτικός προς  τον υπάκουο Ευκλείδη.  
            Εκεί, όμως, που οι κυβερνητικοί μηχανισμοί διαστρέβλωσης της πραγματικότητας έδωσαν τα ρέστα τους στην προσβολή της κοινής λογικής και στην κατασκευή εικονικών εχθρών ήταν με την υπόθεση των βαρύτατων καταγγελιών του πρώην υπουργού Γιάννη Πανούση για τους πολυπλόκαμους παρακρατικούς μηχανισμούς που ενεργοποιήθηκαν σχεδόν από την πρώτη μέρα που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση οι σημερινοί κυβερνώντες.
            Οι ιταμές επιθέσεις κατά του Γιάννη Πανούση με στόχο να απονομιμοποιήσουν στα μάτια της κοινής γνώμης την επιτακτική ανάγκη να ριφθεί φως στην σκοτεινή υπόθεση που αναδείχθηκε από τις αποκαλύψεις του πρώην υπουργού, αποτελούν την αδιάψευστη μαρτυρία για τον πανικό που προκάλεσαν στο Μαξίμου τα όσα -λίγα, όπως φαίνεται- ήρθαν στη δημοσιότητα, καθώς η ιστορία έχει μεγαλύτερο βάθος και, επί παραδείγματι, η οικονομική της διάσταση –οι «μίζες» για τις οποίες μίλησε ο πρώην υπουργός- είναι ακόμη στο πλήρες σκοτάδι.
Η σπουδή, εξάλλου, των δύο υπουργών Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης να τρέξουν στον Άρειο Πάγο, όχι για να, όπως θα περίμενε κανείς από αυτοαποκαλούμενους «προοδευτικούς» πολιτικούς, ζητήσουν πλήρη διαλεύκανση των καταγγελλομένων, αλλά εντεταλμένοι για να επιβάλουν συσκότιση με το απίστευτο ακόμη και για –έστω κατ’ όνομα - «αριστερούς» επιχείρημα της, δήθεν, «προστασίας της εθνικής ασφάλειας», συνιστά ίσως την τρανότερη απόδειξη ότι έχουμε μπλέξει με αδίστακτους πολιτικούς τυχοδιώκτες που δεν ορρωδούν προ ουδενός.
Καταφεύγουν με απίστευτη ευκολία σε αυταπόδεικτα ψέματα και είναι τόσο παθιασμένοι με την υπεράσπιση των εξουσιαστικών λαφύρων τα οποία φαίνεται να απολαμβάνουν που σε κάθε ευκαιρία και προς κάθε κατεύθυνση στέλνουν το μήνυμα ότι είναι αποφασισμένοι να καθυποτάξουν στις ανομολόγητες ορέξεις τους κάθε θεσμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και να πλήξουν ηθικά κάθε πρόσωπο το οποίο μπορεί να αισθανθούν ότι στέκεται εμπόδιο στις κάθε είδους -εθνικολαϊκιστικές και συνάμα «πελατειακές»- επιδιώξεις τους.  
Αν συνδυάσει κανείς όλα αυτά με τις ανήκουστες και ανατριχιαστικές απειλές που εκστόμισε η κυβερνητική εκπρόσωπος επειδή, λέει, ένα κανάλι, το Mega, δεν ενέδωσε στην απαίτησή της να βγει στον αέρα, όταν εκείνη αποφάσισε ότι έπρεπε να σχολιάσει όσα είχαν μεταδοθεί στο δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού, συμπληρώνεται, νομίζω, το παζλ της ολοκληρωτικής νοοτροπίας που χαρακτηρίζει τους νεόκοπους εξουσιαστές που νομίζουν ότι η εξουσία την οποία μάλλον ανεπάντεχα απέκτησαν τους ανήκει απόλυτα και ει9ς τους αιώνας των αιώνων. 
Γι΄ αυτό και προφανώς συμπεριφέρονται όπως οι πολυτραγουδισμένοι Κλέφτες από το πολύ γνωστό δημώδες άσμα το οποίο έλεγε πως «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν…». Για πόσο άραγε;  Άγνωστο. Αν και ο Αβραάμ Λίνκολν έλεγε γι΄ αυτές τις περιπτώσεις το εξής: «μπορείς να ξεγελάς συνεχώς κάποιους, μπορεί κάποιες στιγμές να τους ξεγελάς όλους, δεν μπορείς, όμως, να τους ξεγελάς όλους για πάντα».