Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Οι εκλογές και το «ουκ επ΄ άρτω ζήσεται άνθρωπος….»*

Η πέραν πάσης προσδοκίας επικράτηση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις κάλπες που στήθηκαν στη γείτονα χώρα την περασμένη Κυριακή συνιστά αναμφίβολα μια εξέλιξη που δεν μπορεί να ικανοποιεί οποιονδήποτε πολίτη ο οποίος εμφορείται από ειλικρινή δημοκρατικά αισθήματα. Διότι, σε κάθε περίπτωση, η ήττα ενός αυταρχικού ηγέτη είναι κέρδος για τους όπου γης θιασώτες της Δημοκρατίας.

Ανεξάρτητα, πάντως, αν, από γεωστρατηγική άποψη, η νίκη του Τούρκου Προέδρου είναι υπέρ ή κατά των εθνικών συμφερόντων της δικής μας χώρας -οι απόψεις διίστανται, με αρκετούς να θεωρούν ότι αποβαίνει υπέρ ημών και άλλους να υποστηρίζουν το αντίθετο-, η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης στη γειτονική χώρα αποτελεί ένα πολυσήμαντο γεγονός που η ανάλυσή του δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

Σε αντίθεση, εξάλλου, με τις θετικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο, δεν επιδέχονται ερμηνείες που βασίζονται είτε στην ερμηνεία την οποία μπορεί να έδωσε ένα πείραμα το οποίο έγινε στο εργαστήριο είτε μια παρατήρηση ενός φαινομένου που συνέβη στο φυσικό περιβάλλον. Ο κανόνας που θέλει και τα δύο αυτά να δίνουν τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα όσες φορές και αν επαναληφθούν δεν ισχύει όταν στην εξίσωση μπαίνει ο παράγων ανθρώπινη βούληση ή προσδοκία.

Υπό αυτή την έννοια, τα αναπάντητα ερωτήματα που αναδείχθηκαν από τις κάλπες στη γείτονα είναι πολλά με πρώτο και κύριο το εξής: Γιατί, άραγε, έπεσαν τόσο έξω σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι την πρωτιά στη λαϊκή ψήφο θα αποσπούσε ο αντίπαλος του Τούρκου «Σουλτάνου» που διοικεί με πυγμή τη χώρα του για πάνω από δύο δεκαετίες;

Οι απλοϊκές ερμηνείες του τύπου «οι δημοσκόποι δεν αποτυπώνουν την εικόνα στην κοινωνία, αλλά την διαμορφώνουν», όπως αυτές που ακούμε στη χώρα μας από τους εκάστοτε υποψήφιους χαμένους των εκλογών, δεν βρίσκουν κανένα απολύτως έρεισμα στην προκειμένη περίπτωση. Πολύ περισσότερο που έχω την αίσθηση ότι ουδείς… ζηλεύει την τύχη που μπορεί να περιμένει τους υπευθύνους των τουρκικών εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης μετά τη δραματική διάψευση των προβλέψεων τους.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, ερώτημα που χρήζει ευρύτερης ανάλυσης σχετίζεται με αυτή καθεαυτή την εκλογική συμπεριφορά των Τούρκων πολιτών: Πως είναι δυνατόν οι ψηφοφόροι μιας χώρας με τόσο οξείες κοινωνικές ανισότητες να επιβραβεύουν έναν ηγέτη και μια κυβέρνηση που ασκούν την εξουσία σε μια περίοδο που ο επίσημος πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη, το εθνικό νόμισμα είναι υπό κατάρρευση, ενώ η φτώχεια η οποία μαστίζει τον μέσο Τούρκο διευρύνεται;

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, εκείνο που περισσότερο από τις δημοσκοπήσεις κατέρρευσε στις κάλπες της γείτονος είναι ο στερεοτυπικός ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο «οι περισσότεροι άνθρωποι ψηφίζουν με κριτήριο την τσέπη τους», που δεκαετίες τώρα βρίσκει έρεισμα στην περίφημη φράση «είναι η οικονομία ηλίθιε!» που αποδίδεται στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον. Ακόμη και αν αυτός είναι ο κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι εξαιρέσεις δεν είναι λίγες.

Το απέδειξε περίτρανα, η εκ τους αποτελέσματος αποτυχημένη προεκλογική καμπάνια που ακολούθησε ο αντίπαλος του Ερντογάν, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, εστιάζοντας την εκστρατεία του στην ακρίβεια και συγκεκριμένα στη εκτίναξη της τιμής που κατέγραψε το… κρεμμύδι και είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να το προμηθευτούν τα περισσότερα νοικοκυριά. 

Όμως, ούτε το πανάκριβο κρεμμύδι μέτρησε, ούτε -δυστυχώς, δυστυχέστατα- η εκτεταμένη καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών του τουρκικού λαού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αντιπάλων της καθεστωτικού τύπου αυταρχικής τουρκικής κυβέρνησης.

Καλώς ή κακώς, η περίπτωση της Τουρκίας κατέδειξε ότι η εκλογική συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι ψηφοφόροι ανά την υφήλιο δεν υπακούουν πάντα σε προκαθορισμένα ορθολογικά κριτήρια που σχετίζονται με το στενό οικονομικό συμφέρον, προσωπικό ή ταξικό, ενός εκάστου. 

Η ρήση του Ευαγγελίου σύμφωνα με την οποία «ουκ επ΄ άρτω ζήσεται άνθρωπος»* νομίζω ότι αποδίδει και μάλλον ερμηνεύει καλύτερα τη στάση την οποία τηρεί μια αξιοπρόσεκτη μερίδα του εκλογικού σώματος, πολύ πέρα από τα τουρκικά σύνορα. Με άλλα λόγια, συχνά οι άνθρωποι ψηφίζουν χωρίς να έχουν σε πρώτο πλάνο αυτό που δείχνει να επιβάλει το στενό οικονομικό τους συμφέρον. 

Από μια πρώτη άποψη, που μένει να επιβεβαιωθεί και στις 28 Μαΐου, που είναι ο δεύτερος γύρος των τουρκικών προεδρικών εκλογών, προκύπτει ότι ο Ερντογάν κέρδισε κατά κράτος τον ευρύ συνασπισμό των αντιπάλων του, ο οποίος στηρίχθηκε αφειδώς και από παράγοντες εκτός της Τουρκίας, επειδή παρουσίασε στους συμπατριώτες του ένα οραματικό αφήγημα που υπερέβαινε τις τιμές του κρεμμυδιού και της φραντζόλας.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Τούρκος Πρόεδρος, που δεν είναι τυχαίο ότι επικρατεί στη μια εκλογική αναμέτρηση μετά την άλλη τα τελευταία είκοσι χρόνια, φαίνεται να κέρδισε τους συμπατριώτες του επειδή μίλησε στις καρδιές του για τον «νέο αιώνα της Τουρκίας», κάτι το οποίο, με ό,τι και αν συνεπάγεται για μας που η γεωγραφία μάς… καταδίκασε να ζούμε στην ίδια γειτονιά, δεν μπορεί και δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους.

Πηγαίνοντας, λοιπόν, κι εμείς σε λιγότερο από 48 ώρες στις δικές μας κάλπες, ας ψηφίσουμε όχι μόνον για το ψωμί μας, δηλαδή για το στενό οικονομικό μας συμφέρον, αλλά και για όλα τα άλλα που εξασφαλίζουν ένα καλύτερο μέλλον για μας και τα παιδιά μας. Επιλογές έχουμε, ας κάνουμε την καλύτερη. 

 

*Η φράση προέρχεται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο, ο οποίος περιγράφει την απάντηση την οποία έδωσε ο πεινασμένος Ιησούς όταν στη διάρκεια πολυήμερης νηστείας που έκανε στην έρημο τον πλησίασε ο διάβολος, προκαλώντας τον, αφού είναι γιος του Θεού, να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά. Εκείνος του απάντησε ότι «ο άνθρωπος δεν ζει μόνον με ψωμί αλλά με όλα τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του Θεού». («…οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ»).

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Οι Τούρκοι με ροζ βίντεο κι εμείς με την… Παναγιά την γκέισα

Μπορεί αρκετοί πολιτικοί να επιμένουν να χρησιμοποιούν τις διόλου πρωτότυπες και απολύτως στερεοτυπικές εκφράσεις ότι «αυτές οι εκλογές είναι οι πιο κρίσιμες της Μεταπολίτευσης», η ατμόσφαιρα, ωστόσο, η οποία επικρατεί στην κοινωνία, μόλις μια εβδομάδα πριν πάμε να ψηφίσουμε, δεν φαίνεται να συνάδει με τόσο βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς.

Με εξαίρεση, άλλωστε, τις τοξικές «μάχες του πληκτρολογίου» τις οποίες δίνουν τα ένθεν κακείθεν τρολ του Διαδικτύου, επιχειρώντας να βγάλουν… «από τη μύγα ξύγκι» για να δικαιολογήσουν προφανώς τον λόγο της ύπαρξής τους, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω μας δείχνει ότι οδεύουμε στην πιο ήπια εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών.

Η πλειονότητα των Ελλήνων φαίνεται να τηρεί τις δέουσες αποστάσεις από τη συνήθη οξύτητα η οποία παραδοσιακά συνοδεύει τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα κόμματα. Αλλά και οι κομματικές ηγεσίες και τα επιτελεία τους δείχνουν επίσης με τη σειρά τους να συνειδητοποιούν ότι οι ψηφοφόροι δεν είναι ευεπίφοροι στην υπερβολή και δεν… τσιμπούν, τουλάχιστον όσο εύκολα τσιμπούσαν παλαιότερα, σε καμπάνιες που προσπαθούν να αποδείξουν ότι «οι εκλογές είναι πόλεμος στον οποίο αναμετρώνται το φως με το σκοτάδι».

Έχω την αίσθηση ότι η τηλεμαχία της περασμένης Τετάρτης με τους έξι πολιτικούς αρχηγούς που βρέθηκαν στα στούντιο της ΕΡΤ απετέλεσε μια τέτοια ένδειξη, αφού ήταν εμφανής η προσπάθεια όλων να επιδείξουν, έστω και για το φαίνεσθαι, υπευθυνότητα και αξιοπιστία.

Μπορεί να μην απουσίασαν πλήρως οι λαϊκίστικες κορώνες, όπως το κρεσέντο του Κυριάκου Βελόπουλου για την υποτιθέμενη προπαγάνδα των σχολικών βιβλίων υπέρ της… Παναγιάς της γκέισας, αλλά, εδώ και που τα λέμε, δεν ήταν και προς… θάνατον. 

Εξάλλου, ο εν λόγω επιχειρηματίας -κατά δήλωσή του- είχε κατά το παρελθόν επιδοθεί και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία, αν κρίνουμε από τα περιουσιακά του στοιχεία, στο εμπόριο των επιστολών του Ιησού. Μπροστά σε αυτό, η στηλίτευση των κινδύνων κατά της κοινωνίας που υποτίθεται ότι συνιστά το γεγονός ότι τα παιδιά του Δημοτικού στα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν ότι άλλοι λαοί αποτυπώνουν διαφορετικά την Παναγία, μοιάζει… πταίσμα. 

Αν εξέλιπαν, άλλωστε, παντελώς οι περιθωριακές γραφικότητες αυτού του είδους, ίσως να ήταν πιο δύσκολη η επιλογή μας. Εφόσον όλοι όσοι διεκδικούν την ψήφο μας ήταν ίδιοι και απαράλλακτοι, με ποιο, άραγε, κριτήριο, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε; 

Στο τέλος τέλος ούτε οι ψηφοφόροι είμαστε ίδιοι μεταξύ μας. Μας διαφοροποιούν, από τη μια, τα συμφέροντα (ταξικά, επαγγελματικά και άλλα) που ο καθείς (επιθυμεί να) εκπροσωπεί και, από την άλλη, οι νοοτροπίες από τις οποίες διακατεχόμεθα όλοι μας. Νοοτροπίες που σχετίζονται με τις απόψεις, τις θέσεις και τις ιδεολογικές προσεγγίσεις ενός εκάστου και οι οποίες κάποιες φορές υποτάσσονται στα συμφέροντα μας και άλλες φορές -κυρίως όταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε ιδεοληψία- υπερτερούν και είναι εκείνες που δίνουν τον τόνο της συμπεριφοράς μας.

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που διέπουν τη σύγχρονη ελληνική πολιτική πραγματικότητα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στα προεκλογικά πεπραγμένα της γειτονικής Τουρκίας, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι υπάρχουν και χειρότερα. Πολύ χειρότερα. 

Εμείς ούτε απόσυρση υποψηφίου είχαμε υπό την απειλή της μετάδοσης ροζ βίντεο, ούτε καταγγελίες για ανάμειξη ξένων δυνάμεων -της Ρωσίας, εν προκειμένω- στα εσωτερικά μας ακούσαμε να διατυπώνονται, όπως συμβαίνει στη γειτονική χώρα η οποία πάει στις κάλπες αυτής της Κυριακής μέσα σε συνθήκες που ουδείς μπορεί να προδικάσει την έκβασή τους.

Είναι πολλοί εκείνοι που προεξοφλούν ότι αν κερδίσουν την εκλογική αναμέτρηση οι αντίπαλοι του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίοι σύμφωνα με τις δημοκοπήσεις έχουν το προβάδισμα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η διαδοχή στην εξουσία θα γίνει με ομαλό τρόπο.

Κακά τα ψέματα, από τη μια η μακρά πλέον μεταπολιτευτική μας παράδοση του σεβασμού στην εναλλαγή των κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας και από την άλλη τα παθήματα της μνημονιακής περιόδου, κατά την οποία πληρώσαμε ακριβά τις ακραίες συμπεριφορές και τις ασύστολες υποσχέσεις, φαίνεται να μας οδηγούν ολοένα και κοντύτερα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. 

Είδαμε, άλλωστε, πως μαζεύτηκαν άρον – άρον στην τηλεμαχία αρκετές από τις ακρότητες για παράλληλα νομίσματα ή για ορθάνοικτα σύνορα που δεν χωρούν στην κοινή λογική από την οποία εμφορείται η πλειονότητα των πολιτών.

Πολλές και ποικίλες ερμηνείες μπορούν να δοθούν για αυτή τη διαφοροποίηση στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου που βλέπουμε συγκριτικά ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν. Αλλά επειδή μπορεί να έχουμε και μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, αμέσως μετά την επερχόμενη πρώτη, ίσως είναι σώφρον να μη σπεύσουμε να βγάλουμε οριστικό πόρισμα για το κατά πόσο θα κρατήσει αυτή η ατμόσφαιρα στο διηνεκές.

Στη παρούσα φάση, κατά την οποία μας χωρίζει μόλις μια βδομάδα από την κάλπη της 21ης Μαΐου, αρκεί ίσως να εκφράσουμε την ελπίδα και την αισιοδοξία μας ότι το κλίμα της δημοκρατικής ομαλότητας που βιώνουμε σε τούτη την προεκλογική περίοδο θα διατηρηθεί χωρίς μείζονες παρεκκλίσεις και την επομένη της λαϊκής ετυμηγορίας. 

Αν λείψουν και οι λαϊκισμοί για την… Παναγιά την γκέισα, τα πράγματα θα είναι ακόμη καλύτερα. (Αλλά ίσως δεν θα πρέπει να τα θέλουμε όλα δικά μας από τη μια στιγμή στην άλλη…).

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

«Απρόβλεπτος νταλαβεριτζής» ή «προβλέψιμος πολικάντης»;

Στην Ελλάδα, ενδεχομένως κι αλλού, αλλά δεν μπορώ να το πω με την ίδια βεβαιότητα, έχουμε μια τάση να μεγαλοποιούμε κάθε τι που «ακουμπά» εκείνο που εμείς έχουμε ορίσει ως εθνικό συμφέρον. Η τάση αυτή μας οδηγεί στην απώλεια της μεγάλης εικόνας και μας κάνει να βλέπουμε συχνά τα μεγάλα ως μικρά και τα μικρά ως μεγάλα.

Δεκαετίες ολόκληρες, ακόμη και προ της εμφάνισης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της γειτονικής μας Τουρκίας, διαβάζουμε και ακούμε στον εγχώριο δημόσιο διάλογο για την υποτιθέμενη σταθερή εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα.

Παλιότερα εκφραζόταν θαυμασμός για το «βαθύ κράτος» των στρατιωτικών που επέβαλε τη βούλησή του στους πολιτικούς, τους οποίους ανέτρεπε που και που όταν δεν ήταν πολύ «υπάκουοι» στα κελεύσματά του.

Πιο πρόσφατα -και ειδικά αυτές τις μέρες που έγινε η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, από όπου γράφω τούτες τις γραμμές- είναι σύνηθες να εκθειάζεται ο Ερντογάν ο οποίος υποτίθεται ότι ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επειδή συχνά δεν ακολουθεί τις νόρμες της Δύσης. 

Θεωρείται «αξιέπαινος» επειδή κάνει διάφορα παιχνίδια με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Όπως η προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων, η άρνηση της χώρας του να εφαρμόσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας που αποφασίστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία και πιο πρόσφατα η απειλή για χρήση βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Η αλήθεια είναι ότι θα αποτελούσε έκπληξη οποιαδήποτε άλλη στάση από τον αρχηγό ενός κράτους που τα τελευταία χρόνια στέλνει στρατεύματα σε μια πλειάδα -γειτονικών και μη- χωρών. Ο αυταρχικός ηγέτης μιας χώρας που, μόλις βρίσκει πρόσχημα, παραβιάζει τα σύνορα των γειτόνων του, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει και να είναι αλληλέγγυος με έναν όμοιο του που με θρασύτητα εφαρμόζει τον αναθεωρητισμό από τον οποίο διακατέχονται και οι δύο.

Τα ερωτήματα βεβαίως που τίθενται κάθε φορά που ανοίγει μια τέτοια συζήτηση είναι κατά βάση δύο: Πρώτον, αν και κατά πόσο όλη αυτή η στρατηγική που έχει χαράξει ο Τούρκος Πρόεδρος, είναι επωφελής για τη χώρα του. Και, δεύτερον, αν η Ελλάδα μπορεί να βαδίσει στον ίδιο δρόμο και, αγνοώντας τις συμμαχίες που έχει, να παριστάνει τον απρόβλεπτο ταραξία που αναζητά κάθε φορά αλά καρτ εταίρους.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι νομίζω ευκολότερη διότι όλοι θυμούμαστε ότι στα χρόνια του Μνημονίου κάθε φορά που επιδιώξαμε να βρούμε ανταπόκριση και αλληλεγγύη μακριά από το κοινό σπίτι που έχουμε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και είναι οι θεσμοί της ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν μια ψυχρολουσία.

Οι ελπίδες, για παράδειγμα, ότι ο κοντινός στον Πούτιν ολιγάρχης Αλεξέι Μίλερ, που έχει υπό τον έλεγχο του την Gazprom, θα μας δάνειζε ή θα μας έδινε δωρεάν φυσικό αέριο, απεδείχθησαν φρούδες. Ενώ ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος που από την αρχή μας είχε προτρέψει να πάμε στο ΔΝΤ, κατόπιν όχι μόνον δεν δέχτηκε να (μας) τυπώσει δραχμές, αλλά έσπευσε να καρφώσει στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τού υπέβαλαν σχετικό αίτημα. 

Η συνέχεια είναι γνωστή: μετά το οπερετικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, αναζητήσαμε εκεί που ο δανεισμός μας ήταν εξασφαλισμένος, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δηλαδή.

Επιστρέφοντας τώρα στο θέμα μας που είναι ο Ερντογάν και στο πρώτο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω και είναι αν η στάση του «απρόβλεπτου παίκτη», την οποία έχει υιοθετήσει, εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, η απάντηση είναι μάλλον περίπλοκη. 

Πριν προμηθευτεί τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχει στο πρόγραμμα κατασκευής των αεροσκαφών F-35, να αγοράσει επίσης F-16 και να αναβαθμίσει τα αεροσκάφη αυτής της κατηγορίας που διαθέτει ήδη. Ήταν άλλωστε τότε η εποχή Τραμπ και ανοικτοί οι δίαυλοι που είχε η οικογένεια Ερντογάν με τους τότε ενοίκους του Λευκού Οίκου.

Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά μετά τα «νταλαβέρια» που είχε με τον Πούτιν και, κάπως έτσι, ο «πολλά βαρύς» Τούρκος Πρόεδρος έφθασε να εκλιπαρεί δυο και πλέον χρόνια τώρα για μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο και να εκδηλώνει -μερικές φορές και δημοσίως- τον εκνευρισμό του επειδή βρέθηκε εκεί ο Έλληνας πρωθυπουργός. 

Και ενώ τη μια στιγμή ψέγει τους Αμερικανούς, που ενισχύουν τις βάσεις τους στην Ελλάδα, αφού νωρίτερα ο ίδιος απειλούσε να κλείσει όσες ήταν στο έδαφός του (Ιντσιρλίκ), την επομένη παρακαλάει για να αναβαθμίσει την αεροπορική του δύναμη που είναι υποδεέστερη από εκείνη που διαθέτει η –«χρεωκοπημένη», κατ΄ αυτόν- Ελλάδα.

Παρακολουθώντας δημοσιογραφικά την παρουσία του Ερντογάν στην ισπανική πρωτεύουσα δεν μπορώ να πω ότι η στάση και οι κινήσεις του έδιναν την εντύπωση του «κραταιού ηγέτη που όλα τα μάτια ήταν πάνω του». Τουναντίον. Δεν εξέπεμπε κανένα δέος. Και ο λόγος μάλλον ήταν διότι όλοι προεξοφλούσαν εξ αρχής ότι έφθασε στη Μαδρίτη για να κλείσει το «νταλαβέρι» που είχε ξεκινήσει με το υποτιθέμενο βέτο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ επειδή δήθεν οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί υποθάλπουν Κούρδους τρομοκράτες και είχαν εμπάργκο όπλων προς την Άγκυρα.

Ο ίδιος για να δικαιολογήσει τη θέση του είχε επικαλεστεί το ελληνικό βέτο που έμπαινε επί χρόνια στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Μόνον όμως που, με όλες τις αρνητικές πτυχές που μπορεί κανείς να επισημάνει, η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία έπειτα από πολυετή και εξαντλητικό διάλογο συνομολόγησαν η Αθήνα με τα Σκόπια, σε τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το «Μνημόνιο» της περασμένης Τρίτης που υπέγραψαν Τουρκία, Φινλανδία και Σουηδία και στόχο είχε να δοθεί ένα περιτύλιγμα για να το «πουλήσει» ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας τη νέα αναδίπλωσή του.

Θέλετε και το καλύτερο; Οι λεονταρισμοί του κατά της Ελλάδος -και πολύ περισσότερο η γκρίνια για τον εξοπλισμό της με αμερικανικά και γαλλικά όπλα- ήταν πλήρως απόντες από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως και οι ανιστόρητες θεωρίες της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Τα εξέφρασε όλα αυτά φεύγοντας από την Άγκυρα και τα επανέφερε επιστρέφοντας από τη Μαδρίτη, αφού στο ενδιάμεσο είχε φωτογραφηθεί χαμογελαστός – photo opportunity, το λένε στην Αμερική- δίπλα στον Πρόεδρο Μπάιντεν.

Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι υπερβάλλουν όσοι λένε ότι ο Ερντογάν είναι ένας «απρόβλεπτος νταλαβεριτζής». Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «προβλέψιμο πολικάντη». 

Ποιος είναι πιο επικίνδυνος, είναι άλλο θέμα!

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Τι θα αλλάξει αν οι Τούρκοι πουν «γιοκ» στον Ερντογάν;

Μπορεί η γειτονική μας Τουρκία να μην αποτελεί υπόδειγμα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πλην, όμως, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα κατά τα οποία την εξουσία σφετερίζονταν ο Στρατός, με ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα πραξικοπήματα, οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούν τη διακυβέρνηση της μεγάλης και τόσο αντιφατικής αυτής χώρας προκύπτουν από εκλογές. 

Ο 68χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό για σχεδόν 30 χρόνια. Αρχικά ως υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, αξίωμα στο οποίο αναδείχθηκε το μακρινό 1994, εν συνεχεία, από το 2002, ως αρχηγός κόμματος και υποψήφιος πρωθυπουργός και, από το 2014, ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχει μέχρι τώρα καταφέρει να κερδίζει τη λαϊκή ψήφο κάθε φορά που τη διεκδικεί. 

Στην αρχή, μάλιστα, της καριέρας του είχε, λόγω των ισλαμιστικών απόψεων τις οποίες ενστερνιζόταν από νέος, αντιμετωπίσει διώξεις, κάτι που ο ίδιος επεφύλαξε αργότερα για αρκετούς από τους αντιπάλους του. Ανεξάρτητα, ωστόσο, αν οι περισσότεροι Κούρδοι βουλευτές αντί για την αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης, «φιλοξενούνται» σε κελιά φυλακών, η αλήθεια είναι ότι και την εποχή που διωκόμενος ήταν ο Ερντογάν, αλλά και αργότερα που έγινε ο ίδιος διώκτης, είναι οι κάλπες στις οποίες ψηφίζουν οι Τούρκοι που καθορίζουν τις εξελίξεις στη γείτονα.

Όλες αυτές οι επισημάνσεις έχουν τη σημασία τους και χρειάζονται να λαμβάνονται υπόψιν στη δική μας χώρα κάθε φορά που θέλουμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και, εν γένει, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Απλοϊκότητες του τύπου ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα ημιδικτατορικό καθεστώς που διοικείται από την ενός ανδρός αρχή», δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ηγείται όλα αυτά τα χρόνια της Τουρκίας επειδή πείθει τους Τούρκους ότι είναι ικανότερος από τους αντιπάλους του. Και, άρα, για να συνεχίσει να ηγείται θα πρέπει να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να γίνουν τον επόμενο Ιούνιο.

Μέχρι τώρα ο Τούρκος Πρόεδρος έβγαινε νικητής από όλες τις αναμετρήσεις στις οποίες λάμβανε μέρος προβάλλοντας ως μεγάλο «ατού» του τη βελτίωση της οικονομικής καθημερινότητας του μέσου συμπατριώτη του. Μπορεί ο πρώην κουλουράς στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης να έχει συσσωρεύσει -ο ίδιος και ο περίγυρος του- αμύθητα πλούτη, ήταν η βελτίωση στη ζωή τους, την οποία είδαν επί των ημερών του οι Τούρκοι, που τον έκαναν να είναι δημοφιλής και να του συγχωρούνται τόσες και τόσες παρασπονδίες.

Επειδή, όμως, στην πολιτική αλλά και στη ζωή όλα έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος, φαίνεται ότι, υπό προϋποθέσεις, το τέλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μακριά. Η Τουρκία του 2022 αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το νόμισμα της χώρας, η λίρα, καταρρέει. Ο πληθωρισμός τρέχει με ασύλληπτους ρυθμούς που έχω την αίσθηση ότι ο πληθυσμός καμίας δυτικής χώρας δεν θα μπορούσε να ανεχτεί. Τα φαραωνικά έργα που μέχρι πρότινος ήταν η ατμομηχανή της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, τώρα έχουν γίνει η παγίδα της ερντογανικής οικονομικής πολιτικής.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αποχαιρετίσει την εξουσία εφόσον στις επόμενες εκλογές βρεθεί αντιμέτωπος με έναν από τους δημοφιλείς δημάρχους της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ή της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Τα πράγματα είναι κάπως πιο αισιόδοξα για τον Ερντογάν εφόσον επιμείνει να είναι υποψήφιος ο αντιδημοφιλής αρχηγός του ρεπουμπλικανικού λαϊκού κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Όλα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απολύτως συμβατά με αυτό το σκηνικό. Το «Μητσοτάκης γιοκ» που εκστόμισε, όχι για πρώτη φορά, ο Ερντογάν μετά την πρόσφατη πολυσήμαντη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί να βρει διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδά του με την κατακόρυφη ύψωση των απειλητικών τόνων κατά της Ελλάδας.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι η χώρα μας -με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να βρίσκονται, ευτυχώς, στο ίδιο μήκος κύματος- αποφεύγει να μπει στον λεκτικό καβγά που μεθοδευμένα φαίνεται να προσπαθεί να πυροδοτήσει η ηγεσία της γείτονος, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν.

Όσο και αν είναι ελεγχόμενα τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, θα βρεθεί κάποιος αρθρογράφος που θα συγκρίνει την αποθεωτική υποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον με την αδυναμία του Τούρκου Προέδρου να πετύχει όχι πρόσκληση στον Λευκό Οίκο ή, πολύ περισσότερο, στο Καπιτώλιο, αλλά ένα απλό τηλεφώνημα από τον Τζο Μπάιντεν για να του παραπονεθεί που επί των ημερών του βγήκε η Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-35 και δεν ανάβει πράσινο φως για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 όπως έχει γίνει ήδη με τα ελληνικά.

Όπως και να έχει, πάντως, μπορεί σωστά να ευχόμαστε οι Τούρκοι να πουν «γιοκ» στον αλαζόνα Ερντογάν όταν στηθούν κάλπες στη γείτονα, αλλά δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι τα πράγματα θα αλλάξουν δραστικά όταν και αν χάσει τις εκλογές ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι ο εισβολέας της Κύπρου Μπουλέντ Ετσεβίτ ανήκε στην ίδια παράταξη με εκείνους που ευελπιστούμε ότι μπορεί να κατανικήσουν τον Ερντογάν; 

Οι ελπίδες της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να εναποτίθενται στις συμμαχίες που συνάπτει, στην ισχύ που η ίδια διαθέτει και στην αποφασιστικότητα της ηγεσίας και του λαού της.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Είναι τελικά κακό ή καλό να είσαι «προβλέψιμος»;

Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.

Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.

Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.

Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.

Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας; 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.

Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.

Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.

Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Εύγε στον Νίκο Δένδια – Κάποιος έπρεπε να τα πει!

 

Είτε τα είχε προμελετημένα, όπως είναι το πιθανότερο αλλά και το ευκταίο, είτε τα είπε αυθόρμητα, επειδή έτσι το έφεραν οι συζητήσεις που είχαν προηγηθεί με τον απρόβλεπτο Ερντογάν και τον υποτακτικό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, έπραξε άριστα ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας που έθεσε δημόσια όλο το πλέγμα των τουρκικών εξακολουθητικών προκλήσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το γεγονός μάλιστα ότι είπε όσα είπε δημόσια, επί τουρκικού εδάφους και μέσα στο ίδιο το Παλάτι του «Σουλτάνου» Ερντογάν, σε συνδυασμό με τις διατυπώσεις που επέλεξε, χρησιμοποιώντας τη δέουσα ένταση, αλλά και την ψυχραιμία που απαιτείται σε τέτοιες περιστάσεις, κάνει ακόμη πιο αξιέπαινη στη στάση του.

Χωρίς περιττές λεκτικές εξάρσεις ή άλλες λαϊκίστικες υπερβολές προς εσωτερική κατανάλωση, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ξεμπρόστιασε τις οθωμανικού τύπου μπαγαμποντιές εμφανιζόμενος στην Άγκυρα ως σύγχρονος Ευρωπαίος πολιτικός που εκπροσωπεί μια χώρα που δεν είναι φοβική και διεκδικεί τα δίκαια της.

Η σαφήνεια και η αποφασιστικότητα με την οποία προέβαλε τις πάγιες ελληνικές θέσεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και τις τουρκικές παραβιάσεις στην ξηρά, τη  θάλασσα και τον αέρα του Αιγαίου, για τη Συνθήκη της Λωζάνης, τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και την αποστρατικοποίηση των νησιών, για την εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού και το θράσος των Τούρκων να μας εγκαλούν από πάνω και για τα pushback, ικανοποίησαν κάθε εχέφρονα άνθρωπο – Έλληνα ή μη.

Τα επιχειρήματά του, άλλωστε, ήταν στέρεα. Όπως για παράδειγμα όταν αναφέρθηκε στην αποστρατικοποίηση των νησιών και απάντησε στον ομόλογό του λέγοντας: «Γιατί υπάρχει στρατός στα νησιά; Υπάρχει γιατί απειλούνται από κάπου. Ο στρατός κοστίζει χρήματα. Δεν θέλουμε να χαλάμε χρήματα χωρίς λόγο. Υπάρχει κανείς να ισχυρίζεται αυτή τη στιγμή ότι δεν υπάρχει στρατιωτική απειλή και αποβατική δύναμη απέναντι από τα νησιά; Εάν δεν υπάρχει, είναι καλό να μας το πουν».

Αλλά και όταν με… περίτεχνη αβρότητα κατήγγειλε τις παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. «Και όχι μόνον αυτό, έχει παραβιάσει τα ίδια τα δικαιώματα κυριαρχίας της Ελλάδας», είπε και δίνοντας προσωπικό τόνο απευθύνθηκε στον Τούρκο υπουργό: «Έχει κάνει 400 υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό έδαφος, Μεβλούτ. Πάνω από ελληνικό έδαφος. Δεν υπάρχει καμία διάταξη δικαίου που να επιτρέπει πτήση πάνω από το ελληνικό έδαφος…».

Το καλύτερο, όμως, «μάθημα» που έδωσε ο Νίκος Δένδιας στον συνομιλητή του ήταν όταν του εξήγησε ποιος είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πως λειτουργούν τα μέλη της συγκεκριμένης «οικογένειας».

Σε πρώτο πρόσωπο και πάλι του κατέστησε σαφές ότι «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την Ελλάδα δεν είναι «τρίτοι», όπως είχε υποστηρίξει νωρίτερα, ζητώντας εμμέσως πλην σαφώς να μην πιέζουν οι Ευρωπαίοι την Άγκυρα να τερματίσει τις προκλήσεις κατά της Ελλάδας και να σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο.

«Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι το Συμβούλιο στο οποίο ανήκουμε και στο οποίο έχουμε προτείνει να ανήκετε κι εσείς, όταν γίνετε μέλος», είπε με νόημα για να συμπληρώσει: «Άρα δεν είναι τρίτος, είναι η οικογένειά μας. Είναι οι χώρες με τις οποίες ζούμε μαζί, είναι οι χώρες με τις οποίες συμμεριζόμαστε τις ίδιες αξίες, είναι οι χώρες με τις οποίες συμμεριζόμαστε ένα κοινό μέλλον, ένα κοινό όραμα, ένα χώρο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Το ωραιότερο όλων, πάντως, το φύλαγε για το τέλος ο Έλληνας υπουργός. Η καταληκτική του φράση, σύμφωνα με την οποία «ελπίζω η διαφωνία μας, παρεμπιπτόντως, να μην σε οδήγησε να ματαιώσεις την πρόσκληση για δείπνο, διότι πεινάω εξαιρετικά», θα μείνει στην ιστορία ως το απόλυτο… σφάξιμο με χιούμορ.

Εύγε, λοιπόν, στον Νίκο Δένδια!

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

Πέρα από τον… καναπέ

 

Η σημειολογία της αμήχανης ορθοστασίας της επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, προτού βρεθεί στον απομακρυσμένο καναπέ που της διέθεσαν οι υπηρεσίες του Παλατιού του «Σουλτάνου» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήταν από πολλές πλευρές άκρως αποκαλυπτική.

Όσα προσχήματα και αν επικαλέστηκαν για τις δήθεν προβλέψεις του πρωτοκόλλου και όσα προσχήματα και αν εφευρέθηκαν για την υποτιθέμενη κακή συνεννόηση των υπηρεσιών της εθιμοτυπίας, ουδείς μπορεί να παραβλέψει τα μηνύματα που εξέπεμπε η στάση του Τούρκου Προέδρου έναντι των συνδαιτυμόνων του.

Οι οποίοι –τι ειρωνεία;- τον είχαν επισκεφθεί για να του θέσουν μεταξύ άλλων το ζήτημα που έχει ανακύψει με την αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης –αυτό και αν είναι ειρωνεία!- για την καταπολέμηση των διακρίσεων και της βίας κατά των γυναικών.

Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011, τέθηκε σε ισχύ το 2014 και υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2017. Είναι, όπως ανέφερε σχετικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο του είδους του το οποίο υποχρεώνει τα κράτη που την επικυρώνουν να ακολουθούν ενδελεχή, δεσμευτικά κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών.

Επίσημες έρευνες λένε ότι, ακόμη και στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, σεξουαλική βία, ή και τις δύο μορφές βίας από την ηλικία των 15 ετών και έπειτα. Μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο χειρότερα είναι τα πράγματα σε χώρες χωρίς δημοκρατική παράδοση, όπως είναι η Τουρκία. Αλλά και να αντιληφθεί γιατί ο Ερντογάν έσπευσε να ενδώσει στην απαίτηση των ακόμη πιο ακραίων από τον ίδιο –ναι, υπάρχουν και τέτοιοι!- πολιτικών εταίρων του για αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.

Όπως και να έχει, όμως, από τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την επίσκεψη στην Άγκυρα του διδύμου της ευρωπαϊκής ηγεσίας και το… στρογγυλοκάθισμα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ δίπλα στον Ερντογάν, εκείνο που εντυπωσίασε λιγότερο ήταν η προκλητικά αγενής συμπεριφορά των γειτόνων μας. Λόγω της γειτνίασης μας, άλλωστε, εμείς οι Έλληνες έχουμε υποστεί και υφιστάμεθα, πολύ πιο θρασείες προκλήσεις από την ολιγόλεπτη ορθοστασία της προέδρου της Κομισιόν.

Το μείζον ζήτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι παθογένειες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που αναδείχθηκαν εξαιτίας των νέο-οθωμανικών καμωμάτων της Άγκυρας. Δεν είναι μόνον ότι κανείς από το δίδυμο της ευρωπαϊκής ηγεσίας των Σαρλ Μισέλ και Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν δεν έδειξε να διαθέτει τα απαραίτητα πολιτικά ανακλαστικά άμεσης αντίδρασης μπροστά στην προσβολή που συνιστούσε η συμπεριφορά απέναντι στην επικεφαλής της Κομισιόν. Είναι, πολύ περισσότερο, ότι για μια ακόμη αναδείχθηκε η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκφραστεί με μια φωνή και να δείξει την ισχύ που διαθέτει.

Ο πολυπλόκαμος –και, ως εκ τούτου, γραφειοκρατικός- μηχανισμός διακυβέρνησης της Ένωσης, σε συνδυασμό με την επιλογή των προσώπων για τις ηγετικές θέσεις που γίνεται, κατά βάση, με όρους συμβιβασμού και… ελάχιστου κοινού παρονομαστή, εμποδίζουν, δυστυχώς, την ανάδειξη στιβαρής ηγεσίας ικανής να χειρίζεται κρίσεις και να βρίσκει αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν σε έναν οργανισμό 27 κρατών και εκατοντάδων –ή μήπως χιλιάδων;- κάθε είδους αντικρουόμενων συμφερόντων.

Δεν περιμέναμε βεβαίως το ταξίδι στην Άγκυρα για να διαπιστώσουμε το τεράστιο έλλειμμα αποτελεσματικής ηγεσίας που ταλανίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πριν από τον απομακρυσμένο… καναπέ, στον οποίο έβαλαν να καθίσει την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, το βιώσαμε με τους ανερμάτιστους χειρισμούς των Βρυξελλών στην πανδημία του κορωνοϊού. Στο ένα και μοναδικό εγχείρημα που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας και το οποίο δεν ήταν άλλο από το κοινό εμβολιαστικό πρόγραμμα, απέτυχαν παταγωδώς.

Παρά την αδιαμφισβήτητη πολιτική και οικονομική ισχύ της, η Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκριτικά με άλλες προηγμένες χώρες, όπως, π.χ., οι ΗΠΑ ή η Βρετανία –για να μην πούμε για το Ισραήλ- αποδείχθηκε ουραγός στις προμήθειες εμβολίων και, άρα, στον αριθμό των εμβολιασμένων.

Το χειρότερο όλων, μάλιστα, είναι ότι δεν έδειξε αδράνεια, αλλά το γεγονός ότι οι προσπάθειες που κατέβαλε δεν ευοδώθηκαν, κυρίως επειδή οι φαρμακευτικές εταιρίες με τις οποίες διαπραγματεύτηκαν οι Βρυξέλλες, δεν βρήκαν απέναντι τους μια στιβαρή ηγεσία που ήταν διατεθειμένη να επιβάλει τους δικούς της όρους. Ενώ ακόμη και για να τρίξουν ελαφρώς τα δόντια στην Άγκυρα, έδειχναν μέχρι την τελευταία ώρα να περιμένουν την επίνευση της Ουάσιγκτον και διοίκησης του Τζο Μπάιντεν.

Γι΄ αυτό, λοιπόν, πέρα από τον… καναπέ του σουλτανικού Παλατιού, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι επιτακτικότερο από ποτέ να (επι)δείξει την δύναμη της. Με το Ταμείο Ανάκαμψης που υιοθέτησε τον περασμένο χρόνο έκανε ένα αξιοσημείωτο βήμα προς τα εμπρός.

Απομένουν, όμως, να κάνει πολλά ακόμη ούτως ώστε να τη σέβονται και να τη φοβούνται τόσο ο Ερντογάν όσο και οι φαρμακοβιομηχανίες. Και κυρίως να την εμπιστευόμαστε τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών.