Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρέας Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρέας Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Γιατί (δεν) φθάνουν ως την Ελλάδα τα «πετροδόλαρα»;

Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα από το φθινόπωρο του 1981 όταν μια επανεκδιδόμενη, τότε, λαϊκή εφημερίδα, που καθιέρωσε το σχήμα ταμπλόιντ στα μέρη μας, κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο της με κεντρικό τίτλο «Έρχονται πετροδόλαρα».
Ήταν ένας τίτλος, ο οποίος βασιζόταν στην προσδοκία ότι με την επερχόμενη πολιτική αλλαγή στη χώρα μας και την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ακολουθούσε σαφώς πιο φιλοαραβική πολιτική από την απερχόμενη κυβέρνηση, θα άνοιγαν οι κρουνοί και ένα μέρος από τα τεράστια κεφαλαιακά πλεονάσματα που συσσώρευαν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Αραβικής Χερσονήσου θα κατευθυνόταν προς την Ελλάδα.
Οι προσδοκίες τις οποίες αποτύπωνε το εν λόγω πρωτοσέλιδο δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Παρά την έντονα φιλοαραβική και φιλοπαλαιστινιακή πολιτική που χάραξε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η Ελλάδα δεν είδε ούτε καν το… χρώμα των «πετροδόλαρων», τα οποία κινήθηκαν προς πολλές άλλες κατευθύνσεις και επενδύθηκαν σχεδόν παντού, αλλά όχι στην Ελλάδα.
Οι βασιλικές οικογένειες των χωρών του Κόλπου και οι κάθε λογής σεΐχηδες και μονάρχες που νέμονταν την εξουσία στις χώρες τους, όσο εύκολα και αν έβγαζαν τα δολάρια από τις πωλήσεις του πετρελαίου –εξ ου και ο όρος «πετροδόλαρα»- δεν τα τοποθετούσαν όπου - όπου, παρά μόνο εκεί που αυτά είχαν περισσότερη σιγουριά και μεγαλύτερες πιθανότητες για να αποκομίσουν κέρδη.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα οι Άραβες «πετρελαιάδες» είναι από τους μεγαλύτερους κατόχους του υπέρογκου δημοσίου χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Με τα έσοδα, δηλαδή, από το πετρέλαιο οι «σεΐχηδες» αγόραζαν χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου και, όπως έλεγε μια παλαιά ελληνική διαφήμιση για επενδύσεις στους τίτλους τράπεζας που δεν υπάρχει σήμερα, «είχαν σίγουρα λεφτά και εισόδημα μεγάλο».
Κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία ακούστηκαν και άλλες φορές πολλά και ελπιδοφόρα για τις αραβικές επενδύσεις που θα έρχονταν στην Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν έφθασαν. Επανειλημμένα πήγαν και ήρθαν υπουργικές αντιπροσωπείες επιδιώκοντας, από τη μια, να πείσουν τους Άραβες κεφαλαιούχους να επενδύσουν στην Ελλάδα και, από την άλλη, ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν δουλειές στον Κόλπο, όπου παρουσιαζόταν μια τεράστια (αν)οικοδομική δραστηριότητα, παράλληλα με την αλλαγή και τη σημαντική αύξηση των καταναλωτικών συνηθειών εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν δει τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατακόρυφα.
Τα αποτελέσματα των επισκέψεων Ελλήνων αξιωματούχων, αλλά και επιχειρηματιών, υπήρξαν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αρκετές ελληνικές τεχνικές εταιρίες είχαν πάρει συμβόλαια στη Σαουδική Αραβία όπου είχαν δουλέψει κάποιες χιλιάδες μηχανικοί και άλλοι εργαζόμενοι στον κατασκευαστικό κλάδο. Συν τω χρόνω, όμως, η ελληνική επιχειρηματική παρουσία στην Αραβική Χερσόνησο αντί να αυξάνεται, μειωνόταν.
Ξένοι ανταγωνιστές, αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια των Βεδουίνων που είχαν σπουδάσει και είχαν ενστερνισθεί τον ρόλο της επιχειρηματικότητας, εξοβέλισαν τους Έλληνες επιχειρηματίες που είχαν βρεθεί πρώτοι εκεί, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν έκαναν όλα όσα χρειάζονταν για να εδραιώσουν τη θέση την οποία είχαν κατακτήσει.
Ακόμη και τα χρόνια της κρίσης που η Ελλάδα «φθήνυνε», οι Άραβες, όπως και πολλοί άλλοι κεφαλαιούχοι, έμειναν μακριά της. Η πιο σημαντική… οικονομική είδηση όλων αυτών των χρόνων από το μέτωπο των ελληνοαραβικών σχέσεων ήταν ότι το πολυτελές κέντρο διασκέδασης της Μυκόνου «Nammos» άνοιξε παράρτημα στο Ντουμπάι.
Αντιθέτως, όλα τα άλλα deals, τα οποία κατά καιρούς ακουγόταν ότι «ψήνονται», ναυάγησαν. Για παράδειγμα όταν ένας μεγαλόσχημος εγχώριος επιχειρηματίας πήγε να ιδρύσει μεγάλο ιατρικό κέντρο στα Εμιράτα, το σχέδιο του «κόπηκε» στην αξιολόγηση επειδή μαθεύτηκε ότι είχε μπλεξίματα με την Ελληνική Δικαιοσύνη για ζητήματα διαφθοράς.
Ο Σαουδάραβας υπουργός Εμπορίου και Επενδύσεων, που ήταν ο πρώτος επίσημος τον οποίο συνάντησε τη Δευτέρα στο Ριάντ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, προσπάθησε να δικαιολογήσει την επενδυτική αποχή της χώρας του με το επιχείρημα ότι «η οικονομική κρίση (σ.σ.: της Ελλάδας) και μια σειρά άλλων παραγόντων είχαν δημιουργήσει ένα σύννεφο αβεβαιότητας με αρνητικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις».
Συμπλήρωσε ότι «τώρα υπάρχει ένα σημάδι ελπίδας ότι επιστρέφουν», αλλά με έμμεσο τρόπο ξεκαθάρισε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αυτόματα. Γι΄ αυτό και ζήτησε από τους συνομιλητές του να του υποδείξουν τις πιθανές επενδυτικές ευκαιρίες. «Και εμείς», πρόσθεσε, «θα δημιουργήσουμε μια επιχειρηματική αποστολή για να επισκεφθεί την Ελλάδα και να διερευνήσει αυτές τις ευκαιρίες, να συναντήσει τους κατάλληλους ανθρώπους και να αντιληφθούν ποιο είναι το νέο πλαίσιο που ευνοεί τις επενδύσεις…».
Με άλλα λόγια, ο Σαουδάραβας αξιωματούχος είπε χωρίς περιστροφές το αυτονόητο που είναι ότι κανείς δεν επενδύει για την… καλή καρδιά του άλλου, παρά μόνον αν εκείνος που τον καλεί να επενδύσει, τον πείσει ότι υπάρχει ευκαιρία για να βγάλει χρήματα. Τα ίδια, πάνω – κάτω, άκουσαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του και την επόμενη μέρα που είχαν επαφές με την ηγεσία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο Αμπού Ντάμπι.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι μπίζνες και εν γένει οι οικονομικές σχέσεις δεν αναπτύσσονται με ψευδαισθήσεις ότι κάποιοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ή με αυταπάτες ότι θα μας έστελνε η Ρωσία… σωτήρια προκαταβολή έξι δισεκατομμυρίων ευρώ για έναν αγωγό αερίου ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν θα γινόταν ποτέ.
Οι ιθύνοντες της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι ταξίδεψαν στην Αραβική Χερσόνησο έτοιμοι και έδωσαν τη λίστα με τις «επενδυτικές ευκαιρίες» που ζήτησε η άλλη πλευρά. Το αν είναι έτσι, θα το μάθουμε τους προσεχείς μήνες. Και τότε ίσως θα δούμε το… χρώμα του «πετροδόλαρου». Και, ενδεχομένως, έτσι να υποχρεωθούμε να βγάλουμε και το παρενθετικό «δεν» από τον τίτλο τούτου του κειμένου.

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Ο πόνος για την Κεντροαριστερά




Θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό, αν δεν ήταν τόσο πολύ εξοργιστικό, το όψιμο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν και την τεράστια αγωνία που εκφράζουν πολλοί από το κυβερνητικό στρατόπεδο για την πορεία της Κεντροαριστεράς.
Είναι μάλλον αστείο, για παράδειγμα, να βλέπει κανείς να δημοσιεύεται ανήμερα των γενεθλίων του ΠΑΣΟΚ άρθρο για τον ιδρυτή και γεννήτορα του με την υπογραφή του πρωθυπουργού -αλήθεια ποιος να το έγραψε, γιατί στα 43 του δύσκολα γίνεται κανείς αρθογράφος;  Είναι, όμως, συνάμα εξοργιστικό να επιχειρεί ο Αλέξης Τσίπρας να χωρέσει στο μέτρο της δικής του μικρότητας το πολιτικό μέγεθος που μοναδικού Ανδρέα Παπανδρέου.
Είναι, επίσης, διασκεδαστικό ότι η σύγκριση που θέλει να κάνει ο κ. Τσίπρας γίνεται μέσα από το ερώτημα αν «ήταν ψεύτης ο Ανδρέας», καθώς έτσι αναγνωρίζει –μάλλον άθελά του- ποια άποψη πιστεύει ο ίδιος ότι έχει ο κόσμος για εκείνον. Έχει πει, εξάλλου, και άλλες φορές ότι μπορεί να κατηγορηθεί για ψεύτης, αλλά όχι για κλέφτης. Μόνον, όμως, που γίνεται εξοργιστικό το ιστορικό άλλοθι το οποίο αναζητεί από την τόσο διαφορετική πολιτική διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου. Και το οποίο παραπέμπει περισσότερο στη γνωστή παροιμία «και η μυλωνού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες».
Είναι, άλλωστε, προφανές και για τον πλέον ανυποψίαστο πολίτη ότι η απροσχημάτιστη καπηλεία της μνήμης του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ στην οποία κατέφυγε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Μαξίμου δεν είναι άσχετη με όσα τεκταίνονται αυτή την περίοδο στον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο. Αν ήταν άλλωστε διαφορετικά τα πράγματα, ο Αλέξης Τσίπρας θα είχε πάρει… χαρτί και μολύβι για να γράψει για τον Ανδρέα και όλα τα προηγούμενα χρόνια που το ημερολόγιο έδειχνε 3 Σεπτεμβρίου.
Δεν το έκανε γιατί τότε ήταν ακόμη καβάλα στο κύμα που τον οδηγούσε στην εξουσία, σε αντίθεση με τώρα που, εξαιτίας του ασύστολου αμοραλισμού που επιδεικνύει καθημερινά,  φαίνεται ότι το κύμα άλλαξε φορά. Και πλέον τον κατευθύνει πίσω στις ξέρες της πολιτικής περιθωριοποίησης από τις οποίες προέρχονται ο ίδιος και η μεγάλη πλειονότητα των συνεργατών του.
Τώρα, λοιπόν, που ξέφτισε το αντιμνημονιακό παραμύθι και αντιλήφθηκαν πολλοί Έλληνες ότι τα λεφτόδενδρα είναι μη καρποφόρα προϊόντα που ευδοκιμούν μόνο στη φαντασία πολιτικών απατεώνων, το κυβερνητικό καραβάνι άλλαξε ρότα. Και το έκανε επειδή βλέπει ότι όλοι εκείνοι τους οποίους κορόιδευε παλαιότερα με επιχειρήματα όπως τα προαναφερθέντα μπορούν πλέον να συγκρίνουν το χθες με το σήμερα και να αναζητήσουν εναλλακτικές διακυβέρνησης που να μη στηρίζονται σε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.
Η επιχειρούμενη ανασυγκρότηση είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που μπορεί να συμβάλει στην εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων στα διχαστικά ψευτοδιλήμματα  του τύπου «ή με τον Τσίπρα ή με τον Μητσοτάκη» που θέλουν ορισμένοι να επιβάλουν στους πολίτες. Γι΄ αυτό και τα κυβερνητικά φερέφωνα έχουν επιδοθεί σε έναν αδυσώπητο αγώνα για την υπονόμευση του ενοποιητικού εγχειρήματος που -για πρώτη καταβάλλεται με τόση ελπίδα επιτυχίας- στον χώρο του Κέντρου.
Στην αρχή κάποιοι φιλοΣΥΡΙΖΑίοι αρθρογράφοι έχυναν –προφανώς καθ΄ υπαγόρευση, όπως πρόδιδε η ομοιομορφία των «επιχειρημάτων» τους- αφειδώς κροκοδείλια δάκρυα επειδή τάχατες θα διαλυόταν το ΠΑΣΟΚ με τον σχηματισμό του καινούργιου φορέα. Μετά οι ίδιοι απαιτούσαν από τους επίδοξους ηγέτες πιστοποιητικά αντιδεξιών φρονημάτων, θέλοντας στην πραγματικότητα να μετατραπεί ο νέος σχηματισμός σε παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε να μην έχει λόγο ύπαρξης. Και, αφού κατέρρευσε κι αυτή η επιχείρηση, τώρα τους… πήρε ο πόνος για τον κίνδυνο που, όπως ισχυρίζονται, σηματοδοτεί το γεγονός ότι είναι πολλοί οι διεκδικητές της ηγεσίας.
Όπως και στις δύο άλλες απόπειρες απαξίωσης της αυθυπαρξίας του νέου φορέα, έτσι και στην τελευταία, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι πολλές υποψηφιότητες είναι, εν τέλει, πλούτος για τη Δημοκρατική Παράταξη που αποδεικνύεται ότι διαθέτει αξιόμαχο στελεχιακό δυναμικό το οποίο, αν καταφέρει να ενώσει τις δυνάμεις του και να ξορκίσει το προπατορικό αμάρτημα της πολυδιάσπασης του Κέντρου, θα φέρει πραγματικό νέο αέρα στο πολιτικό σύστημα.     
Όποιος δημοκρατικός πολίτης αμφισβητεί ότι είναι έτσι τα πράγματα δεν έχει παρά απέναντι στους πιθανότατα επτά υποψηφίους για την ηγεσία του νέου φορέα –δηλαδή, με αλφαβητική σειρά, τον Ανδρουλάκη, τη Γεννηματά, τον Θεοδωράκη, τον Καμίνη, τον Κωνσταντινόπουλο, τον Μανιάτη και τον Ραγκούση που, όποιος και αν κερδίσει, όλοι μαζί θα αποτελούν την ηγετική ομάδα της νέας Παράταξης- να αντιπαρατάξει έναν αντίστοιχο αριθμό από αυτούς που κυβερνούν σήμερα τη χώρα.
Αν βρει κάποιος στις τάξεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μια εξάδα στελεχών που να υπερέχει των επίδοξων ηγετών του Κέντρου, δεν έχει παρά να μείνει σπίτι του στις 5 Νοεμβρίου. Ή, έστω, να πάει να κλάψει μαζί με τον Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος, όταν δεν σκέφτεται πως θα κάνει off shore το Άγιο Όρος, ψάχνει νησί που να πουλάει αφορολόγητα μαντίλια για να σκουπίσει τα ασταμάτητα δάκρυα που του τρέχουν από τον… πόνο που του προκαλεί το γεγονός ότι δεν τιμάται επαρκώς η μνήμη του Ανδρέα…

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Είναι ικανοί να... ονοματοδοτήσουν το Μνημόνιο με τον νικητή του Survivor



Είναι, αναμφισβήτητα, στη… φύση των κυβερνήσεων να στήνουν παράτες, να οργανώνουν φιέστες και να κόβουν κορδέλες εγκαινίων για έργα που μόλις άρχισαν ή που μόλις παραδόθηκαν. Από τον «πειρασμό» αυτό, στη χώρα μας τουλάχιστον, δεν έχει ξεφύγει καμία κυβέρνηση: είτε ήταν λαοπρόβλητη είτε δικτατορική, είτε βρισκόταν στα «πάνω» της είτε είχε μπει στη φάση της αποδρομής. 
Από την εποχή που στα «Επίκαιρα», τα οποία μεταδίδονταν στις κινηματογραφικές αίθουσες, δεν έλειπαν ποτέ σκηνές με το… εμβληματικό μυστρί του Παττακού έως την περίοδο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 που οι νεόκοποι, τότε, κυβερνώντες εγκαινίαζαν σχεδόν κάθε μέρα και ένα καινούργιο έργο, μικρή σημασία δινόταν ποιος το εμπνεύστηκε, ποιος το σχεδίασε, ποιος το ξεκίνησε και ποιος το ολοκλήρωσε.
Ο άτυπος, ωστόσο, κανόνας, που ίσχυε σχεδόν αδιαλείπτως επί πολλές δεκαετίες, επέβαλε η τελετή των εγκαινίων να συνοδεύεται με την οριστική παράδοση του έργου στη χρήση των πολιτών. Άλλωστε, ακόμη και στη δημοφιλέστατη ταινία του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου με τον τίτλο «Υπάρχει και φιλότιμο» (που γυρίστηκε το πολιτικά ταραγμένο 1965), ο… θρυλικός πρωταγωνιστής της Ανδρέας Μαυρογιαλούρος ταξίδευε προς την εκλογική του περιφέρεια με μιλήσει για το προσφάτως αποπερατωθέν νέο μαιευτήριο της περιοχής.
Οι σημερινοί κυβερνώντες, όμως, φαίνεται ότι δεν διαθέτουν ούτε ίχνος από το φιλότιμο του κινηματογραφικού Μαυρογιαλούρου που έπλασε ο Αλέκος Σακελάριος. Γι΄ αυτό και δεν περιορίζονται μόνον στην οικειοποίηση έργων τα οποία άλλοι σχεδίασαν, προώθησαν και για διάφορους λόγους δεν κατάφεραν να αποπερατώσουν. Πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα, οργανώνοντας φιέστες για έργα τα οποία δεν έχουν ολοκληρωθεί και στην πραγματικότητα, παρά τα «πανωπροίκια» που έδωσαν στους εργολάβους τους οποίους κάποτε επέκριναν, τα χρονοδιαγράμματα παράδοσής τους δεν έχουν τηρηθεί.
Τόσο η Ολυμπία Οδός που εν χορδαίς και οργάνοις εγκαινίασε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όσο και η Ιόνια Οδός στην οποία ο υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης φωτογραφήθηκε ουκ ολίγες φορές να κόβει κορδέλες, έχουν ημιτελή τμήματα τα οποία με βάση τις εξαγγελίες έπρεπε να ήταν έτοιμα για να δοθούν στην κυκλοφορία από τον περασμένο μήνα. Ενώ το πιθανότερο είναι ότι ορισμένα εξ αυτών δεν πρόκειται να αποπερατωθούν ούτε το καλοκαίρι με την έναρξη της τουριστικής περιόδου.
Στον αντίλογο που μπορεί ευλόγως να προτάξει κάποιος: «Και τί πειράζουν οι λίγοι μήνες;», η απάντηση είναι προφανής: «Και τί θα πείραζε αν δεν γίνονταν τώρα τα εγκαίνια και τα ανέβαλλαν έως ότου ολοκληρωθούν τα έργα;». Πόσω μάλλον όταν οι σημερινοί κυβερνώντες, οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι σε αντιπαράθεση με το «παλαιό πολιτικό σύστημα», όπως ανέφερε η πρόσφατη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν άλλαξαν τίποτε ουσιαστικό στις συμβάσεις παραχώρησης τις οποίες ως αντιπολίτευση είχαν πολεμήσει με πάθος και τις είχαν καταψηφίσει με αστειότητες περί αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η μόνη εξήγηση για τα τωρινά πανηγύρια που στήνουν μπορεί να είναι  ότι φιλοδοξούν να τους αναγνωριστεί ως μεγάλη προσφορά οι ονοματοδοσίες στις οποίες επιδίδονται και που φαίνεται να αποτελούν το μεγαλύτερο και ενδεχομένως το μοναδικό επίτευγμα που έχουν να παρουσιάσουν στους 26 μήνες που κυβερνούν.
Πέτυχαν να… καθαγιάσουν την τρόικα, την οποία θα έδιωχναν, μετονομάζοντάς την σε «θεσμούς». Βάφτισαν «σκληρή διαπραγμάτευση» την καθυστερημένη αποδοχή όλων των όρων που υπαγορεύουν οι δανειστές. Έστησαν χορούς στο Σύνταγμα για το «όχι» στο δημοψήφισμα που έγινε το ίδιο βράδυ «ναι».
Πανηγύρισαν εκατοντάδες φορές, παρόλο που μέχρι στιγμής έχουν, κατά δική τους ομολογία, πέσει έξω σε όλες τις εκτιμήσεις που προεκλογικά και μετεκλογικά έχουν κάνει για την τροπή των πραγμάτων τόσο εντός της χώρας όσο και εκτός, φαντασιωνόμενοι διαρκώς ότι «αλλάζουν την Ευρώπη».
Περηφανεύονται για τα έργα και τα ημέρες της αλλοπρόσαλλης διακυβέρνησής τους, παρόλο που δεν τήρησαν σχεδόν καμία προεκλογική υπόσχεση: από τους φόρους και τα διόδια που θα καταργούσαν έως τον κατώτατο μισθό που θα αύξαναν, τους διορισμούς ημετέρων που θα εξαφάνιζαν και το καθεστώς της ασυλίας των ισχυρών που θα τερμάτιζαν.
Αντ΄ αυτών, εκτίναξαν τους φόρους, πολλαπλασίασαν τα διόδια, διόρισαν στρατιές ημετέρων και προσπαθούν με νύχια και με δόντια –τρανό παράδειγμα η Εξεταστική για την Υγεία- να εξασφαλίσουν το απυρόβλητο για τους εαυτούς τους στο όνομα δήθεν της διαφάνειας και της καταπολέμησης της διαπλοκής και των σκανδάλων.
Και ενώ δεν βρίσκουν λέξη πλέον να πουν κατά των εργολάβων με τους οποίους έχουν συμμαχήσει πλήρως, δεν έχουν την παραμικρή δυσκολία να διεκδικήσουν δάφνες για τη μεγάλη… προσφορά στο έθνος και στους πολίτες που συνιστά η φαεινή ιδέα που είχαν να δοθούν τα ονόματα του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κωστή Στεφανόπουλου και του Νίκου Τεμπονέρα σε κάποια από τα τούνελ της Ολυμπίας Οδού.        
Με τη φόρα, μάλιστα, που έχουν πάρει και τη μανία τους στα «βαφτίσια», δεν αποκλείεται να ονοματοδοτήσουν ακόμη και τα… Μνημόνια για να τα κάνουν πιο… εύηχα. Ποιος θα εκπλαγεί, για παράδειγμα, εάν ο… ευφάνταστος Ευκλείδης Τσακαλώτος δώσει στο ένα, το τρίτο που βιώνουμε τώρα, το όνομα της ποθητής του Σκάρλετ Γιόχανσον και επιφυλάξει για το επόμενο, το τέταρτο που «ψήνεται», το όνομα του νικητή που θα αναδειχθεί από το… Survivor;