Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΟΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΟΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Τρικυμία στο… (μισο)άδειο ποτήρι της Κεντροαριστεράς

    Τρεις νέοι -και εν πολλοίς φερέλπιδες- πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, ο Μανόλης Χριστοδουλάκης από το ΠΑΣΟΚ, η Έφη Αχτσιόγλου από τη Νέα Αριστερά και ο Διονύσης Τεμπονέρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, απεδέχθησαν την πρόσκληση μιας εφημερίδας για να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

         Από μια πρώτη άποψη, δεν φαίνεται να υπήρξε τίποτε το επιλήψιμο στην οργάνωση μιας τέτοιας εκδήλωσης. Από που κι ως όπου, άλλωστε, είναι πρόβλημα τρεις νέοι πολιτικοί να μη μπορούν να συνομιλούν μεταξύ τους, να εκφράζουν τις απόψεις τους και να προβληματίζονται για το μέλλον που επιφυλάσσουν στην ελληνική κοινωνία οι τρέχουσες καταστάσεις; Θα ήταν ευχής έργον αν οι Έλληνες πολιτικοί κατάφερναν να ανταλλάσσουν απόψεις χωρίς υστεροβουλίες και υπολογισμούς.    

         Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο τίτλος τον οποίο επέλεξαν να βάλουν οι οργανωτές της εκδήλωσης ήταν τουλάχιστον αφελής, αν όχι πολιτικά προβοκατόρικος. «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;», είναι το βαρύγδουπο ερώτημα στο οποίο υποτίθεται ότι θα κληθούν να απαντήσουν ένας συμπαθής πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, μια παρ΄ όλίγον ηγέτις του ΣΥΡΙΖΑ και ένα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μέχρι στιγμής δεν έχει γνωρίσει την επικύρωση της λαϊκής νομιμοποίησης.

         Δεν ξέρω ποιος το σκέφθηκε το συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απολύτως υπονομευτικό για το όλο εγχείρημα της υποτιθέμενης αναζήτησης εναλλακτικής πολιτικής προσωπικότητας που θα διαδεχθεί τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος, όπως συνήθως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αποκλείεται να είναι… αιώνιος στο αξίωμα.

         Το πότε, όμως, αλλά κυρίως το από ποιον, θα γίνει, αργά ή γρήγορα, η διαδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα το οποίο αποκλείεται να απαντηθεί σε μια ημερίδα που μάλλον πρόχειρα και σίγουρα αυτάρεσκα κάποιοι οργάνωσαν, θεωρώντας ότι μπορεί να καθορίσουν τα πολιτικά μελλούμενα με μόνο κριτήριο τη δική τους βουλησιαρχία ή ίσως και προπέτεια.

         Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς, το οποίον με τον έναν ή τον άλλο φιλοδοξούν να εκπροσωπούν οι τρεις συγκεκριμένοι πολιτικοί, υπερβαίνει κατά πολύ τις δικές τους -θεμιτές ή αθέμιτες- φιλοδοξίες. Διότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Κεντροαριστερά είναι ο κατακερματισμός, ο οποίος σχετίζεται απολύτως με τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν σε μια σειρά από διαφορετικά ζητήματα με έντονη ιδεολογική χροιά. 

Πώς αποτιμούν, για παράδειγμα, την υπερτετραετή διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Και, επίσης πώς εκτιμούν τον ρόλο που διαδραμάτισε στα πολιτικά πράγματα της τελευταίας 15ετίας ο Αλέξης Τσίπρας; Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι τον τελευταίο έσπευσε να συναντήσει τις προηγούμενες μέρες ο κ. Τεμπονέρας, θέλοντας ενδεχομένως να δείξει ότι οι πρωτοβουλίες του έχουν -αν μη τι άλλο!- την επίνευση του τέως αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, ποτέ δεν παραιτήθηκε, παρά μόνο, κατά την επίσημη δήλωσή του, «παραμέρισε».

Όπως και να έχει, και σε πείσμα με τις δεύτερες σκέψεις που κάνουν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην περί ής ο λόγος εκδήλωση, η διάσταση που της δόθηκε είναι δυσανάλογη τόσο του πολιτικού διαμετρήματος των τριών στελεχών που θα καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι για να βρουν τον αντικαταστάτη του Μητσοτάκη όσο και των παραμέτρων που συνθέτουν το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό.

Από την άλλη, δυσανάλογα μεγάλος μοιάζει να είναι και ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε γύρω από την συγκεκριμένη εκδήλωση. Και αυτό διότι η ετερόκλητη τριάδα, όπως και όλοι όσοι έχουν αντίστοιχες ανησυχίες, προτού αναζητήσουν τον επόμενο πρωθυπουργό, χρειάζεται να διαμορφώσουν μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης η οποία να αμφισβητεί βάσιμα την διαχειριστική επάρκεια του κ. Μητσοτάκη και των πολιτικών προσώπων που τον πλαισιώνουν στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας κατά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια.

Όσο αυτό δεν συμβαίνει, καμμιά ημερίδα δεν θα καταφέρει να συγκολλήσει τις διαφορετικές τάσεις που επικρατούν στην Κεντροαριστερά. Με αποτέλεσμα η αναταραχή που κάποιοι διαβλέπουν να προκαλείται από πρωτοβουλίες αυτού του είδους να μην είναι στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από… τρικυμία σε ένα (μισο)άδειο ποτήρι, όπως μοιάζει ο χώρος της Κεντροαριστεράς στις μέρες μας.

Δεν μπορεί, άλλωστε, να περάσει απαρατήρητο ότι, με βάση την τελευταία δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Alco για τον Alpha) το άθροισμα των δημοσκοπικών ποσοστών  τα οποία συγκεντρώνουν στην πρόθεση ψήφου το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά (24,5%) υπολείπονται της επίδοσης την οποία επιτυγχάνει η κυβερνητική παράταξη (28,2%). 

Αν και είναι αρκετοί εκείνοι που δεν βρίσκουν ευθείες αναλογίες, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου ο Χάρης Δούκας κατάφερε να ανατρέψει πολύ μεγαλύτερη διαφορά που χώριζε όχι μόνον τον ίδιο αλλά και τους συμμάχους που εξασφάλισε στη μάχη του δεύτερου γύρου από τον βασικό του αντίπαλο Κώστα Μπακογιάννη. 

Η ουσιαστική διαφορά, όμως, ήταν ότι ο Δούκας έδειξε εξαρχής να πιστεύει στην νίκη και, εκπονώντας ένα πρόγραμμα που διέφερε από τα τετριμμένα και μεγαλεπήβολα, κάλυψε τη δεύτερη Κυριακή μια δυσθεώρητη διαφορά που τον χώριζε στον πρώτο γύρο από τον αντίπαλό του, ο οποίος, επειδή πίστευε ότι ήταν… «άχαστος», επέλεξε να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο στο περίφημο ντιμπέιτ που θα μνημονεύεται για χρόνια ως «case study» πολιτικής ανατροπής.  

Συμπέρασμα; Για να γεμίσει το ποτήρι της Κεντροαριστεράς, ώστε να καταστεί πλειοψηφική δύναμη, απαιτείται να συντρέξουν δύο απαράβατες προϋποθέσεις: ρηξικέλευθο πρόγραμμα και ηγέτης που να πείθει ότι μπορεί να το εφαρμόσει. Όλα τα άλλα είναι για να έχουν ύλη οι εφημερίδες και τα σάιτ και για να καταναλώνουν χρόνο τα τηλεοπτικά πρωινάδικα όταν δεν κατακλύζονται από το lifestyle του νεόκοπου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

«Του λιτλ, του λέιτ*», που λέμε και στην… Ήπειρο!

Ήταν, θεωρώ, θέμα χρόνου και το πλήρωμά του φαίνεται ότι ήρθε αυτές τις μέρες που ξεκίνησε η μεγάλη φυγή στελεχών από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν θα μπορούσε παρά να κατρακυλήσει στην τρίτη θέση στη σειρά κατάταξης των κομμάτων, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται η δυναμική των επερχόμενων εξελίξεων να τον οδηγήσει ακόμη πιο κάτω στην ευρωκάλπη του προσεχούς Ιουνίου. 

Όλα, εξάλλου, μαρτυρούν ότι δεν είναι ούτε πρόσκαιρο ούτε συγκυριακό το πέρασμα του ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση έπειτα από ένδεκα ολόκληρα χρόνια, όπως κατεγράφη στην πρώτη δημοσκόπηση η οποία είδε το φως της δημοσιότητας μετά τα ρήγματα που προκάλεσε ο «τσαμπουκάς» του Στέφανου Κασσελάκη και όσων τον πλαισιώνουν κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο. 

Μπορεί η ίδια η Χαριλάου Τρικούπη να μην κάνει και… τόσα πολλά για να ανατραπεί ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στα αντιπολιτευόμενα κόμματα, το έργο της διάλυσης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται ότι το έχουν αναλάβει οι τωρινοί «ένοικοι» της Κουμουνδούρου.

Τα δηλητηριώδη βέλη που ανταλλάσσουν ο ουρανοκατέβατος νέος αρχηγός και οι συν αυτώ με τους εσωκομματικούς αμφισβητίες τους, οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλον παίρνουν την άγουσα προς την έξοδο, δείχνουν ότι στο συνονθύλευμα που είχε συνασπιστεί γύρω από την προοπτική εξουσίας, που τους έδινε παλαιότερα ο Αλέξης Τσίπρας, δεν υπάρχει πλέον καμία συγκολλητική ουσία ικανή να μπορεί να το κρατήσει ενιαίο. 

Το ενδιαφέρον, πάντως, είναι ότι, σε αντίθεση με εκείνους που μένουν, σχεδόν όλοι όσοι φεύγουν δείχνουν σα να έχουν μεταμορφωθεί και να προσχωρούν στο πεδίο της λογικής. Τα κείμενα αποχώρησης που υπογράφουν οι περισσότεροι μπορεί να έχουν αρκετές σάλτσες, όπως τους κατηγόρησε ο Κασσελάκης, πλην όμως διαθέτουν συνοχή και κάνουν παραδοχές για τις οποίες, ακόμη και αν διαφωνείς μαζί τους, δεν μπορείς να πεις ότι απέχουν από την πραγματικότητα. 

Αναγνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι δεν ήταν όλα καλώς καμωμένα από τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε όταν ήταν στην εξουσία είτε όταν πέρασε στην αντιπολίτευση. Παραδέχονται τις λάθος αναγνώσεις και τις απλοϊκές ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες οι πολίτες εξαπατήθηκαν και γι΄ αυτό καταψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Και -το κυριότερο που, αν θέλετε, δείχνει ότι αφήνουν πίσω την παράνοια της κατασκευής μιας πλαστής πραγματικότητας που μόνον οι ίδιοι έβλεπαν- δεν αμφισβητούν τις δημοσκοπήσεις, όπως συνέβαινε χρόνια τώρα, που τις εμφάνιζαν ως δήθεν συνωμοσία του «συστήματος» το οποίο τάχατες τούς πολεμούσε.

Την ίδια ώρα οι σφοδρές αντιπαραθέσεις γύρω από τον άθλιο ρόλο που διαδραμάτιζαν και εξακολουθούν να διαδραματίζουν τα πολυποίκιλα Συριζοτρόλ αναδεικνύουν το σαθρό πεδίο μέσα από το οποίο ξεπήδησε ένας αλλοπρόσαλλος κομματικός σχηματισμός, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012 - 2023, που δεν κατάφερε να γειωθεί με την ελληνική κοινωνία επειδή το πάνω χέρι σε αυτόν είχαν δυνάμεις του πολιτικού περιθωρίου.

Είναι οι δυνάμεις που στο παρελθόν πολεμούσαν με ανοίκειες μεθόδους τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μόλις αισθάνθηκαν ότι απειλούνταν από «εσωτερικούς εχθρούς» δεν δυσκολεύτηκαν να εξαπολύσουν τις ίδιες δολοφονικές επιθέσεις χαρακτήρων ενάντια στους μέχρι χθες «συντρόφους» τους.

Ο πόλεμος, εξάλλου, ο οποίος ξέσπασε αυτές τις μέρες γύρω από το διαβόητο «μαξιλάρι» των 37 δισ. ευρώ ήταν μια απτή απόδειξη των δύο… κόσμων που στέγαζε μέχρι πρότινος η αξιωματική αντιπολίτευση. Από τη μια είναι οι αρειμάνιοι πολακιστές, που «όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν» χωρίς να έχουν πρόβλημα να καταφύγουν σε ανέξοδους βερμπαλισμούς ότι δήθεν κάποιοι κακοί μέσα στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν επέτρεψαν να μοιραστούν χρήματα στον λαό για να έχουν ακόμη την κυβέρνηση.

Από την άλλη, αντιπαρατάσσονται, έστω με καθυστέρηση, κάποιοι όψιμοι ρεαλιστές που προσπαθώντας να διαφυλάξουν την αξιοπρέπειά τους υποστηρίζουν ότι το αποκαλούμενο «μαξιλάρι» δεν ήταν χρήματα που μπορούσαν να μοιραστούν επειδή στην πραγματικότητα ήταν «λύτρα» τα οποία έπρεπε να μείνουν να μείνουν ανέπαφα για να μπορεί να συνεχίζεται απρόσκοπτα ο δανεισμός του ελληνικού δημοσίου. (Σ.Σ.: Μέχρι και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Πάνο Λάμπρου είχα επ΄ αυτού μια πολλή λογική συζήτηση τις προηγούμενες ημέρες στο στούντιο της εκπομπής «Συνδέσεις» της ΕΡΤ που μας φιλοξένησε και τους δύο).

Τις επικίνδυνες ατραπούς που ανοίγονται από τις επιλογές της ομάδας Κασσελάκη φαίνεται να αντιλήφθηκε με μεγάλη καθυστέρηση και ο τέως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μέχρι τώρα τηρούσε μια αιδήμονα σιωπή, επειδή ίσως -με «μακιαβελικού τύπου», όπως λένε ορισμένοι- υπολογισμούς πίστευε ότι η νέα ηγετική ομάδα θα δούλευε για την υστεροφημία του και θα εξοβέλιζε όσους αμφισβητούσαν ότι ήταν ο ένας και μοναδικός δημιουργός του κόμματός του.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας, ο οποίος δεν αντιδρούσε στις επανειλημμένες εκκλήσεις παλαιών συνεργατών του να διαψεύσει ότι δήθεν είχε πέσει θύμα εσωτερικών αμφισβητήσεων, αισθάνθηκε την ανάγκη να παρέμβει μόλις αντιλήφθηκε ότι με τη φόρα που έχουν πάρει οι… «σκιτζήδες» οι οποίοι κατέλαβαν τον 7ο όροφο της Κουμουνδούρου θα αποδομήσουν πλήρως τον ίδιο προσωπικά και την όποια κληρονομιά τούς άφησε. Αν πιστέψουμε, άλλωστε, τις διαρροές συνομιλητών του, «έχει τρομάξει κι ο ίδιος από αυτά που βλέπει να εκτυλίσσονται».

Μόνον, όμως, που -από αδυναμία χαρακτήρα, άραγε, ή από ταπεινό υπολογισμό;- ο Αλέξης Τσίπρας καθυστέρησε πάρα πολύ να παρέμβει. Με αποτέλεσμα οι κινήσεις τις οποίες κάνει πλέον παρασκηνιακά να θυμίζουν τη φράση «too little, too late». Το ποτάμι της δρομολογημένης διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν γυρίζει πίσω. Ίσως διότι δεν του έπρεπε τίποτε λιγότερο. Κυρίως επειδή η ελληνική κοινωνία φαίνεται διατεθειμένη να κλείσει και τους τελευταίους λογαριασμούς που άνοιξαν την περίοδο της μνημονιακής επέλασης.

*Είναι η ελληνική γραφή της αγγλικής έκφρασης «too little, too late», η οποία, για όσους ενδεχομένως δεν το ξέρουν, σημαίνει «τόσο λίγα και τόσο αργά» (όπως λέμε και στην… Ήπειρο όταν μεταφράζουμε τη δική μας ρήση «καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια»…).

 

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

Το «φλερτ» ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ και το «βοήθα με, φτωχέ μου, να μην γίνω σαν και σένα»

            Ανάμεσα στα λίγα ή πολλά που κληρονόμησε ο Στέφανος Κασσελάκης από τον προκάτοχό του στην ηγετική καρέκλα της Κουμουνδούρου φαίνεται ότι είναι η… αθεράπευτη αισιοδοξία -κατ΄ άλλους ματαιοδοξία- την οποία εξέπεμπε επί χρόνια, δημοσίως τουλάχιστον, ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος, ενώ όλα γύρω του μαρτυρούσαν ότι είχε χρεοκοπήσει πολιτικά, επέμενε να παριστάνει τον «άχαστο» σε βαθμό που, παρότι ηττήθηκε επανειλημμένα, δεν παραιτήθηκε, παρά μόνον, κατά την έκφρασή του, «παραμέρισε».  

Δεν εξηγείται αλλιώς η ανυπέρβλητη χαρά με την οποία υποδέχτηκε ο νεόκοπος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών της περασμένης Κυριακής μέσω της φωνητικής ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έκανε από το πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου το οποίο κινούνταν στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταγράψει εκείνη την ημέρα τη χειρότερη εκλογική επίδοση από την ίδρυση του και ο Κασσελάκης πανηγύριζε για κάτι που μόνον εκείνος είχε εκλάβει ως νίκη.  

Βλέποντάς τον αισθανόσουν ότι το αυτοκινητιστικό διάγγελμα θα κατέληγε με το γνωστό ειρωνικό σχόλιο… «κερδάμε αδέλφια!». Και ότι αμέσως μετά θα ξεσπούσε στα βροντερά γέλια, δίνοντας, έτσι, ο ίδιος τέλος στη φαρσοκωμωδία που όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι εξελίσσεται τις τελευταίες εβδομάδες στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν το έκανε, όμως. Διότι, όπως όλα δείχνουν, η ευκολία με την οποία ένας άνθρωπος του χρήματος, όπως εκείνος, κατάφερε να κατακτήσει την ηγεσία ενός κόμματος που αυτοτοποθετείται στην Αριστερά, ενίσχυσε την ήδη μεγάλη αυτοπεποίθησή του και τον οδηγεί σε επίπεδα οίησης και αλαζονείας, που ίσως αποδειχθούν ακόμη υψηλότερα από αυτά στα οποία είχε κινηθεί ο προηγούμενος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ο Αλέξης Τσίπρας, άλλωστε, είχε υπερασπιστεί, ενόσω ήταν πρωθυπουργός, το δικαίωμά του στην οίηση. Είχε πει χαρακτηριστικά, τον Δεκέμβριο του 2015, από το βήμα της Βουλής ότι «θα είχε κάθε δικαίωμα και θα ήταν δικαιολογημένη μια μικρή οίηση σε κάποιον που δεν προέρχεται από τζάκι και κατάφερε στα σαράντα του να γίνει πρωθυπουργός». Μπορεί να μιλούσε σε τρίτο πρόσωπο, αλλά αναφερόταν στον εαυτό του, σε μια εποχή που είχε κάνει τη μεγάλη κωλοτούμπα και είχε ανατρέψει άρδην την ετυμηγορία που ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος που είχε προκηρύξει λίγους μήνες νωρίτερα.  

Αν, λοιπόν, «ήταν δικαιολογημένη μια μικρή οίηση» για τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος  έγινε πρωθυπουργός επειδή καβάλησε το κύμα της αντιμνημονιακής υστερίας και δεν είχε πρόβλημα όταν πήρε την εξουσία να κάνει τα ακριβώς αντίθετα από όσα διακήρυττε προηγουμένως, φανταστείτε πόσο πιο εύκολο είναι να υποπέσει στο ίδιο «αμάρτημα» ένας αμερικανοτραφής νέος, ο οποίος, κατά δήλωσή του, έχει λύσει όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με τα προς το ζην ώστε να μην χρειάζεται να ξαναδουλέψει, ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα με τα καλοκαιρινά ρούχα και πείστηκε να δοκιμάσει την τύχη του διεκδικώντας την ηγεσία ενός κόμματος με το οποίο μέχρι πρότινος δεν τον συνέδεε τίποτε απολύτως.  

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν η περίπτωση του Κασσελάκη είχε γίνει σειρά στο Netflix δεν θα έπειθε πολλούς να τη δουν, διότι οι περισσότεροι θα θεωρούσαν υπερβολικά ευφάνταστο όποιον υπέγραφε ένα τέτοιο σενάριο. Η ΣΥΡΙΖΑϊκή πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται πιο ευφάνταστη και είτε γυριστεί ταινία, είτε όχι, αποτελεί ήδη πλανητικών διαστάσεων παραδοξότητα ο απίστευτος τρόπος με τον οποίο πήρε τα κλειδιά ενός αριστερού κόμματος κάποιος που πρεσβεύει ιδεολογικά τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που δεκαετίες τώρα διακηρύσσει το συγκεκριμένο κόμμα.

Μόνον και μόνον τα όσα είπε στην πρόσφατη Συνέλευση του ΣΕΒ για τον ρόλο του κεφαλαίου και «την ανάγκη καθιέρωσης των stockoptions (σ.σ.: διανομή μετοχών στους εργαζόμενους) προς επίτευξη συμπεριληπτικής ανάπτυξης» ήταν αρκετά για να κάνουν την περίπτωσή του αντικείμενο ειδικής μελέτης από την Πολιτική Επιστήμη. Και προφανώς δεν είναι αυτά τα μόνα στοιχεία που καθιστούν «case study» το παγκοσμίως πρωτοφανές φαινόμενο ένας… περαστικός να γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη αρχηγός μιας παράταξης η οποία κινείται στον αντίποδα των δικών του πεποιθήσεων.

Ο Κασσελάκης δείχνει να κινείται όπως τα υπερατλαντικά επιθετικά funds, τα οποία αναλαμβάνουν χρεωκοπημένες επιχειρήσεις με σκοπό να τις εξυγιάνουν, εφαρμόζοντας ανατρεπτικές θεραπείες σοκ και χωρίς να υπολογίζουν τη βούληση όσων ήταν προηγουμένως εκεί. Δείτε, για παράδειγμα, πως συμπεριφέρεται στα όργανα του κόμματος, τι ενδιαφέρον δείχνει για την τήρηση του καταστατικού και πόσο επιμένει στην αδιαμεσολάβητη επικοινωνία του ίδιου με τον λαό. Βεβαίως, τα κόμματα δεν λειτουργούν όπως ακριβώς λειτουργούν οι επιχειρήσεις και αργά ή γρήγορα θα το διαπιστώσουν ο νέος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και όσοι συνασπίστηκαν γύρω από αυτόν.

Από την περασμένη Κυριακή και ύστερα είναι σαφές ότι προσπαθούν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από τη νέα εκλογική κατάρρευση που υπέστησαν, καλυπτόμενοι πίσω από τα αυτοδιοικητικά κέρδη που είχε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο, μπορεί στα μνημονιακά χρόνια να έχασε εκατομμύρια ψηφοφόρους, διατήρησε, όμως, ερείσματα στους θεσμούς της αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού. Γι΄ αυτό και τώρα που καταρρέει ο ΣΥΡΙΖΑ, η Χαριλάου Τρικούπη δεν φαίνεται διατεθειμένη να δώσει σανίδα σωτηρίας σε εκείνους που τη λοιδόρησαν και τη λεηλάτησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Το «φλερτ» προς το ΠΑΣΟΚ για συμπόρευση ή ό,τιδήποτε άλλο, στο οποίο επιδίδεται ο υπό διάλυση ΣΥΡΙΖΑ, που το πιθανότερο είναι ότι σε λίγο καιρό δεν θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση, θυμίζει μια από τις πιο σοφές λαϊκές παροιμίες που ταιριάζουν γάντι στην περίσταση και η οποία λέει το εξής: «Βοήθα με, φτωχέ μου, να μη γίνω σαν και σένα».

Λέτε να ενδώσει ο Νίκος Ανδρουλάκης ή όποιος άλλος από τη Χαριλάου Τρικούπη διαθέτει στοιχειώδη κοινό νου και αίσθημα αυτοσυντήρησης; Δεν φαίνεται πιθανό. Διότι δεν δείχνουν να είναι… τόσο μεγάλα κορόιδα ώστε να δελεαστούν, όπως οι απελπισμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, από τον «ουρανοκατέβατο» Στέφανο Κασσελάκη….

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Στους φοιτητές της, αν τη ρωτήσουν, τι θα πει;

 

Οι μετακινήσεις από ένα κόμμα σε άλλο γνωστών -ή και λιγότερο γνωστών- πολιτικών στελεχών δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός. Το συναντάμε δεκαετίες τώρα, τόσο, κατά κόρον, στην εγχώρια όσο και στη διεθνή σκηνή. 

Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια ο Ζακ Λανγκ, εμβληματικός υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις του Γάλλου σοσιαλιστή Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, δεν δυσκολεύτηκε να αναλάβει κρατικό αξίωμα που του ανατέθηκε από τη δεξιά διακυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί. Στις αντιδράσεις, που ευλόγως ξεσηκώθηκαν, ο ίδιος υπερασπίστηκε το δικαίωμα και το καθήκον που είχε να… προσφέρει στην πατρίδα.

Η επωδός της «προσφοράς» είναι η μόνιμη δικαιολογία που προβάλλεται και στα καθ΄ ημάς κάθε φορά που κάποιος -και είναι πολλοί τα τελευταία χρόνια- μεταπηδά από μια κομματική παράταξη σε άλλη. Την περίοδο, μάλιστα, που κορυφώθηκε η μνημονιακή κατάρρευση ίσως να έφθαναν και στο ήμισυ του συνόλου οι απαρτίζοντες το πολιτικό προσωπικό που είχαν «δει το φως το αληθινό» και έσπευσαν να αλλάξουν κομματική στέγη για να αναβαπτιστούν σε κάθε είδους «κολυμβήθρες του Σιλωάμ».

Κάποιες φορές αυτό έγινε με τήρηση των στοιχειωδών προσχημάτων. Προηγούνταν υπόγειες συνεννοήσεις που διαρκούσαν κάποιο διάστημα ώστε να προλειανθεί το επικοινωνιακό έδαφος για τη «μεταγραφή». Συχνά, όμως, όλα κυλούσαν με απροκάλυπτα αμοραλιστική σπουδή. Ουδείς, ούτε ο μεταγραφόμενος, ούτε οι ιθύνοντες του χώρου υποδοχής του, υπολόγιζαν το δικαιολογημένο σοκ που προκαλείται στην κοινή γνώμη από την απότομη μεταμόρφωση ενός πολιτικού στελέχους το οποίο υποστηρίζει σήμερα τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που στεντορείως διατυμπάνιζε την προηγούμενη ημέρα.

Η κυρία Ζέφη Δημαδάμα, η οποία διορίστηκε Γενική Γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο νεοσύστατο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ήταν μέχρι την ώρα που ανακοινώθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου η τοποθέτησή της στην κυβερνητική αυτή θέση δραστήριο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του. Στις τελευταίες εκλογές δεν έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής επειδή, όπως δήλωσε, στερείτο των οικονομικών πόρων που απαιτούνταν να ξοδευτούν στον προεκλογικό αγώνα.

Στρατεύθηκε, παρά ταύτα, στον αγώνα της παράταξής της και με συνεχείς παρουσίες στα μέσα ενημέρωσης δεν περιορίστηκε στην υποστήριξη του κόμματός της. Ξιφουλκούσε με πάθος κατά της κυβερνητικής παράταξης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Επέμενε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να συνεργαστεί με τη Δεξιά που παρακολουθούσε τον αρχηγό της. Και, ενόψει των δεύτερων εκλογών, ζητούσε από τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τη ΝΔ για να μην είναι παντοδύναμη κυβέρνηση.

Οι πολίτες δεν εισάκουσαν την προτροπή της κυρίας Δημαδάμα, πλην, όμως, η τελευταία φαίνεται ότι δεν δίστασε να κάνει αυτό που δεν ήθελε να κάνει το κόμμα της. Όχι μόνον ανέλαβε ασμένως το κυβερνητικό πόστο που προφανώς της προσφέρθηκε, αλλά δεν είχε καν την πρόνοια να απεκδυθεί νωρίτερα τα κομματικά αξιώματα που κατείχε στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, καθώς με το «διαβατήριο» του ΠΑΣΟΚ μετείχε ως αντιπρόεδρος στο PES WOMΕN, τη γυναικεία οργάνωση του κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών.

Προηγήθηκε η διαγραφή της από τη Χαριλάου Τρικούπη και κατόπιν η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να πληροφορήσει το διαδικτυακό κοινό της ότι θεωρεί «αυτονόητη την υποβολή παραίτησης από κάθε ιδιότητα με κομματικό πρόσημο για λόγους δεοντολογίας και με την πεποίθηση ότι αναλαμβάνει μια αποστολή εθνικού ενδιαφέροντος, η ευόδωση της οποίας προϋποθέτει τη συνεννόηση όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων». 

Καταλαβαίνει κανείς πόσο παράταιρα φάνταζαν όλα αυτά όταν άρχισαν να παρατίθενται οι πολύ πρόσφατες φαρμακερές ατάκες κατά της κυβέρνησης που περιείχαν οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις και οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της κυρίας Δημαδάμα. Η οποία την παραμονή των τελευταίων εκλογών μάς διαβεβαίωνε ότι «στις 25 Ιουνίου ψηφίζουμε για το καλό της χώρας, όχι για να βολευτούμε σε κομματικές ή κυβερνητικές θέσεις».

Δεν γνωρίζω προσωπικά τη νέα Γενική Γραμματέα Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και, ως εκ τούτου, δεν έχω άποψη για τις ικανότητές της και ειδικώς αν είναι τέτοιες που να καθιστούν την επιλογή της ως την καλύτερη για το συγκεκριμένο αξίωμα. Θυμάμαι ότι πριν από μερικούς μήνες, στο πλαίσιο του #metoo, προκάλεσε μεγάλο θόρυβο γύρω από το όνομά της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάποιο στέλεχος που είχε φύγει πλέον από το ΠΑΣΟΚ την είχε παρενοχλήσει παλαιότερα. Δεν είπε, όμως, ποτέ το όνομά του. Και ούτε ξεδιαλύθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών της. 

Αρκετοί από τους ανθρώπους που τη γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «πολύ φιλόδοξο, πλην, όμως, σοβαρό πρόσωπο». Κάτι που μένει να αποδειχθεί τώρα που -στο μέτρο του αξιώματός της- θα ασκεί εξουσία. Επειδή, ωστόσο, πληροφορούμαι ότι είναι και διδάσκουσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσωπικά θα έχω πάντα την απορία για τον τρόπο με τον οποίο θα απαντήσει στους φοιτητές της όταν τη ρωτήσουν στο αμφιθέατρο αν είναι περήφανη για όσα έλεγε πριν διοριστεί.

Ξέρω, ξέρω, δεν είναι η πρώτη. Και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Αλλά η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι. Και ούτε οι κωλοτούμπες μπορεί να πολιτογραφηθούν ως κανονικότητα!

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Καμπανάκια για τον Νίκο Ανδρουλάκη


Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2021, το εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το οποίο έμοιαζε σχεδόν αμετάβλητο και παγιωμένο επί περίπου μια εξαετία, εμφάνισε κάποιες πρώτες τάσεις ανατροπής.

Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκατοντάδες δημοσκοπήσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τα αποτελέσματα που έβγαλαν οι κάλπες του Μαΐου και του Ιουλίου του 2019, έδειχναν πάνω κάτω την ίδια εικόνα: η ΝΔ να προηγείται σταθερά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στη διεκδίκηση της εξουσίας και ο ρόλος των υπόλοιπων κομμάτων να είναι επί της ουσίας περιθωριακός και προβλέψιμος, όπως και η σειρά κατάταξή τους.

Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τον περυσινό Δεκέμβριο, προκάλεσε ισχυρές πολιτικές εντυπώσεις, οι οποίες δεν άργησαν να αποτυπωθούν και στα ευρήματα όλων των ερευνών με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Ο «νέος παίκτης», για τον οποίο έκαναν λόγο πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνης της περιόδου, έδειχνε ικανός να ρυμουλκήσει στη δική του ανοδική πορεία και τις πενιχρές επιδόσεις του άλλοτε κραταιού κόμματός του. Όπως και να δώσει πνοή στις προσδοκίες για απόκτηση του ρυθμιστικού ρόλου τον οποίο συνήθως διεκδικούν τα κόμματα που προσπαθούν και καταφέρνουν να ξεφύγουν από την άχαρη και αδιάφορη θέση της ελάσσονος αντιπολίτευση.

Έχοντας εισροές ψηφοφόρων τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη έδειξε τον πρώτο καιρό να πλησιάζει επικίνδυνα τον ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας, μάλιστα, σε μεταγενέστερο χρόνο να του αποσπάσει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. 

Σε κάποιες από τις δημοσκοπήσεις εκείνης της περιόδου βρέθηκε σε θέση βολής, καθώς το ποσοστό που συγκέντρωνε απείχε μόλις τέσσερις μονάδες από την Κουμουνδούρου. Για την ακρίβεια, το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να έχει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 15%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσγειωνόταν ανώμαλα στο 19%.

Η συνέχεια, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις αρχικές προσδοκίες, αφού δώδεκα μήνες αργότερα το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει για τα καλά την κατιούσα. Με αποτέλεσμα να απέχει ελάχιστα από την απώλεια του διψήφιου ποσοστού που φαινόταν να έχει κατοχυρωμένο όλο το προηγούμενο διάστημα.

Στον απόηχο του σκανδάλου διαφθοράς των Βρυξελλών που είχε (συμ)πρωταγωνίστρια την ευρωβουλευτή του Εύα Καλή, οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν να υποχωρεί στο 10,5%.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι αποκαλύψεις για την εμπλοκή της Καϊλή στο πολύκροτο Qatargate επιβεβαίωσαν την προϊούσα φθορά των επιδόσεων του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη είχε απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη που του είχε προσδώσει η προ έτους αλλαγή στην ηγεσία. 

Τα πράγματα απλώς έγιναν λίγο χειρότερα εξαιτίας των χειρισμών στο σκάνδαλο με την πράσινη ευρωβουλευτή, για την οποία μάλλον ουδείς επείσθη ότι έκανε όσα έκανε επειδή λειτουργούσε ως «δούρειος ίππος του Μαξίμου», όπως θέλησε να την εμφανίσει ο κ. Ανδρουλάκης. Άλλωστε, ακόμη και αν είχε δίκιο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, το timing στο οποίο έκανε την καταγγελία, κάθε άλλο παρά απάλλαξε το κόμμα του από το άγος του σκανδάλου.

Σε κάθε περίπτωση η δημοσκοπική υποχώρηση είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα και όλα δείχνουν ότι οφειλόταν στα θολά και αντικρουόμενα μηνύματα που εξέπεμπε η Χαριλάου Τρικούπη στο μείζον ζητούμενο των επερχόμενων εκλογών που δεν είναι άλλο από τη διακυβέρνηση της χώρας. 

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να αποκομίσει κέρδη από την υπόθεση της διπλής παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη τόσο από το κακόβουλο λογισμικό Predator όσο και από την ΕΥΠ. Οι ισχυρισμοί ότι δεν τον στήριξαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συνιστούν μόνον προσχηματικές δικαιολογίες.

Η αρχική συμπάθεια που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του παρακολουθούμενου γρήγορα εξαϋλώθηκε, αφού η επαμφοτερίζουσα στάση της Χαριλάου Τρικούπη διευκόλυνε τις κινήσεις εκτόνωσης και διαφυγής από το σκάνδαλο στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα την όποια φθορά, εν τέλει, προκλήθηκε να την καρπωθεί μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ποιος ξεχνά άλλωστε ότι μόλις ανακοινώθηκε το κυβερνητικό νομοσχέδιο με τις θεσμικές αλλαγές, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε θετικά, ενώ στη συνέχεια το κόμμα του το αποδόμησε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρόλος του Νίκου Ανδρουλάκη είναι δύσκολος καθώς το κόμμα του είναι διχασμένο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινείται τόσο απέναντι στην κυβέρνηση όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση. 

Η πλειονότητα του εκλογικού του ακροατηρίου, σε ποσοστό περίπου 60%, διάκειται φιλικά προς τη σημερινή κυβέρνηση και εξακολουθεί να διατηρεί έντονα αντιΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά. 

Υπάρχει, όμως, και μια ισχυρή μειοψηφία της τάξης περίπου του 30% που είναι έντονα αντιδεξιά και υποστηρίζει ότι συνεργασία μπορεί να υπάρξει μόνον σε κεντροαριστερή κατεύθυνση και άρα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρόβλημα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ είναι ότι όχι μόνον δεν κατάφερε να ομογενοποιήσει αυτές τις αντικρουόμενες προσεγγίσεις των στελεχών, οπαδών και ψηφοφόρων της παράταξής του αλλά μάλλον τις όξυνε. 

Ειδικά με τις τελευταίες απόψεις του πήγε κόντρα στην βούληση της πλειοψηφίας διατυπώνοντας το αίτημα να περάσει στην αντιπολίτευση το σημερινό κυβερνών κόμμα. 

Διότι, κακά τα ψέματα, υπό τις παρούσες συνθήκες, αν όντως ισχύσει κάτι τέτοιο, τότε η παλινόρθωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αποτελεί μονόδρομο, ο οποίος όμως, δεν βρίσκει πολλούς να συμφωνούν.

Μέσα στις πάμπολλες πολιτικές περικοκλάδες που χρησιμοποιούν συχνά τα κόμματα, μπερδεύοντας τους ψηφοφόρους τους, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη έκανε μια ξεκάθαρη δήλωση με το ακόλουθο εύληπτο και συνεκτικό περιεχόμενο 33 όλων και όλων λέξεων: «Η χώρα δεν πρόκειται να μείνει ακυβέρνητη διότι το ΠΑΣΟΚ την επομένη των εκλογών θα αναλάβει τις εθύνες του και θα διαπραγματευθεί προγραμματική συμφωνία με το κόμμα που θα αναδείξουν πρώτο οι πολίτες».

Έχω την αίσθηση ότι δεν θα χρειαζόταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη στιγμή που οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι μετριοπαθείς πολίτες οι οποίοι επιθυμούν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο την πολιτική σταθερότητα. 

Όσο αυτό δεν γίνεται, τα καμπανάκια που χτυπούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον περίγυρό του θα είναι όλο και πιο ηχηρά για να ακουστούν στην κωφεύουσα Χαριλάου Τρικούπη.

Αν παρά ταύτα δεν βρουν ευήκοα ώτα, τότε η καμπάνα που θα ηχήσει το βράδυ της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης θα σημάνει και το τέλος εποχής για έναν πολιτικό χώρο και μια παράταξη με μεγάλη ιστορία που δεν της αξίζει να βρεθεί οριστικά τόσο άδοξα στο πολιτικό περιθώριο.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Ο… «προδότης» Ανδρουλάκης και τα δύο μέτρα και σταθμά


Στόχος σφοδρών επιθέσεων γίνεται τις τελευταίες μέρες ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης. Όχι, αυτή τη φορά δεν είναι αντιμέτωπος με τα ανόητα επώνυμα και ανώνυμα κυβερνητικά τρολ που τον καλούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα να αποδείξει ότι δεν είναι… «προδότης» που έθεσε σε διακινδύνευση την εθνική μας ασφάλεια και άρα δικαιολογημένα τον παρακολουθούσαν ταυτοχρόνως η ΕΥΠ και όσοι κρύβονταν πίσω από το παράνομο λογισμικό που ακούει στο όνομα «predator».

Αίφνης η σκυτάλη πέρασε σε ανώνυμους και επώνυμους φιλοσυριζαίους σχολιαστές και αναλυτές που εγκαλούν τον κ. Ανδρουλάκη ότι υπέστειλε τη σημαία του αντικυβερνητισμού επειδή -φρονίμως μάλλον ποιών- περιορίστηκε να στείλει στην ερευνητική επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου -την αποκαλούμενη PEGA στην οποία δια των υπερβολών του Δημήτρη Παπαδημούλη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει μυθώδεις διαστάσεις- υπόμνημα με τις γνωστές και διακηρυγμένες απόψεις και θέσεις γύρω από την καθόλα απαράδεκτη παρακολούθησή του.

Το έχει φαίνεται η μοίρα όσων δεν ενστερνίζονται το «άσπρο μαύρο» του δικομματισμού να γίνονται στόχοι επικρίσεων που εκπορεύονται κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία. Οπότε ήταν μάλλον αναμενόμενη η διαφορετική προέλευση που είχαν τα νεότερα πυρά τα οποία δέχεται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση της παρακολούθησής του δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να γίνει «μονοκαλλιέργεια» για την παράταξή του.

Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι μια τέτοια επιλογή βόλευε αφάνταστα τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος -όσο η Χαριλάου Τρικούπη βολόδερνε κυνηγώντας πρακτορικές χίμαιρες- φάνταζε ως η μόνη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Γι΄ αυτό και όταν έπειτα από τρεις μήνες δικαιολογημένων αντιπαραθέσεων ο Νίκος Ανδρουλάκης κινήθηκε στη σφαίρα του πολιτικού ρεαλισμού, η Κουμουνδούρου… ενοχλήθηκε.

Από επαγγελματική διαστροφή διάβαζα χθες εμβριθή αρθρογράφο της «Αυγής», που διατέλεσε και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αφού αναρωτιόταν στον τίτλο του κειμένου του «τι τρέχει με το ΠΑΣΟΚ;», υποστήριζε ότι «μερικές φορές με το ΠΑΣΟΚ σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά βλέποντας τις παλινωδίες και την έλλειψη συνοχής στη στάση του σε κορυφαία θέματα». Ποια είναι αυτά σύμφωνα με τον αρθρογράφο; 

Το πρώτο ότι «κάνει, άθελά του λογικά, πλάτες στον Μητσοτάκη, ο οποίος κρύβεται από την Εξεταστική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».

Αλλά και το δεύτερο, που κατά τον ΣΥΡΙΖΑίο αρθρογράφο αποτελεί μάλιστα «αποκορύφωμα», είναι η «άθλια στάση που τήρησε το ΠΑΣΟΚ χθες στη Βουλή, ψηφίζοντας μαζί με τη ΝΔ την άρση της ασυλίας του βουλευτή του ΜέΡΑ25 Κλέωνα Γρηγοριάδη έπειτα από μήνυση του Αλαφούζου για τις αναφορές του βουλευτή στο ότι Έλληνες εφοπλιστές μεταφέρουν το ρωσικό πετρέλαιο».

Για όσους δεν έχουν εικόνα της περί ου ο λόγος ιστορίας να διευκρινίσουμε ότι ο βουλευτής Γρηγοριάδης υποστήριξε προ ημερών ότι «Έλληνες ολιγάρχες», οι οποίοι αντιτάσσονται δια των μέσων ενημέρωσης που ελέγχουν στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την ίδια ώρα μεταφέρουν παρανόμως ρωσικό πετρέλαιο. Είπε, μάλιστα, όπως περηφανεύονται ο ίδιος και το κόμμα του, και ονόματα. 

Ένας από τους κατονομαζόμενους, ωστόσο, ο καναλάρχης και εφοπλιστής Γιάννης Αλαφούζος θεώρησε συκοφαντικά τα λεγόμενα του βουλευτή και άσκησε, όπως είχε αναφαίρετο δικαίωμα, αγωγή κατά του κ. Γρηγοριάδη.

Από την επομένη ο ίδιος ο εναγόμενος και το κόμμα του, αντί να επιχαίρουν που θα τους δοθεί η ευκαιρία να πάνε στα δικαστήρια και να αποδείξουν την υποτιθέμενη μεγάλη απάτη του ελληνικού εφοπλισμού, έχουν ξεκινήσει μια επιχείρηση αυτοθυματοποίησης εμφανιζόμενοι ως διωκόμενοι από την εγχώρια ολιγαρχία. Ακόμη και η πρόσφατη αποχώρηση της τρίτης κατά σειράν βουλευτού του ΜέΡΑ 25 από το κόμμα Βαρουφάκη αποδόθηκε σε… ολιγαρχικό δάκτυλο.

Το πιο… ωραίο, όμως, ξέρετε ποιο είναι; Τη μέρα που ο ΣΥΡΙΖΑίος αρθρογράφος ξιφουλκούσε κατά του Ανδρουλάκη για την υποτιθέμενη «αθλιότητα» να ψηφίσει το κόμμα του την άρση ασυλίας βουλευτή που δέχθηκε αγωγή, η «Αυγή» πανηγύριζε επειδή εκδότης της απέναντι πλευράς υποχρεώθηκε να ανακρούσει πρύμνη και να δημοσιεύσει απόφαση καταδίκης του επειδή, κατά το δικαστήριο, συκοφάντησε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. 

Ο τέως πρωθυπουργός, με αφορμή την υπόθεση της ενοικίασης εξοχικής κατοικίας με τίμημα που δεν θεωρήθηκε εύλογο, στράφηκε εναντίον όσων ο ίδιος θεώρησε ότι τον συκοφάντησαν, ζητώντας την καταδίκη τους.

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται με αυτή την αφορμή, αλλά και με αρκετές άλλες, είναι το εξής: δικαιούνται οι πολιτικοί να καταθέτουν αγωγές όταν πιστεύουν ότι συκοφαντήθηκαν; Η απάντηση για κάθε λογικό άνθρωπο είναι προφανώς καταφατική, παρόλο που σημαντικοί πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είχαν επιλέξει να μην αντιδράσουν κατ΄ αυτόν τον τρόπο και δεν μήνυσαν ποτέ κανέναν παρά τα όσα κατά καιρούς τους καταμαρτυρήθηκαν. 

Αν, όμως, πολιτικοί, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, μπορούν να καταθέτουν αγωγές, γιατί δεν μπορεί να δέχονται αγωγές πολιτικοί, όπως ο Κλέων Γρηγοριάδης;

Όσο για την ελευθερία του λόγου που κάποιοι, όπως ο βουλευτής του ΜέΡΑ 25 ή ο αρθρογράφος της «Αυγής», υποτίθεται ότι υπερασπίζονται με την αντίρρησή τους στην άσκηση αγωγών, το μόνο που μπορεί κανείς να αντιτείνει είναι ότι τόση… ευαισθησία για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση έχει να γνωρίσει η υφήλιος από την εποχή του Στάλιν, του οποίου όλοι αυτοί υπήρξαν ή είναι ακόμη φανατικοί θαυμαστές. 

Τη γνωρίσαμε άλλωστε με την εκκωφαντική σιωπή που τηρούσαν όλοι αυτοί όταν με απαίτηση του συγκυβερνήτη τους Πάνου Καμένου συλλαμβάνονταν και διανυκτέρευαν στα αστυνομικά τμήματα δημοσιογράφοι που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. 

Και, ακόμη χειρότερα, με την καρικατούρα της Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης που συστάθηκε με μοναδικό στόχο να εξοντωθούν ηθικά οι εκδότες που δεν έδωσαν γη και ύδωρ στη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛική εξουσία. Η μονομέρεια του «άλλο εμείς που έχουμε το… ηθικό πλεονέκτημα» έχει τα όρια της. Όπως και τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά. 

Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαίο ότι όταν ήταν στα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ ουδείς εξ αυτών των… ευαίσθητων υπερασπιστών της ελευθεροστομίας ανέλαβε πρωτοβουλία για να καταργηθούν οι αγωγές για την έκφραση γνώμης από δημοσιογράφους ή πολιτικούς. 

Αν το είχαν κάνει, θα μπορούσαν σήμερα να χαρακτηρίζουν «αθλιότητα» την απόφαση για άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει όσα ισχυρίστηκε εις βάρος ενός επιχειρηματία.

Επιτρέπονται, λοιπόν, ή όχι οι μηνύσεις και οι αγωγές; Ιδού η απορία. Ή μήπως το τεκμήριο της απόλυτης υποκρισίας;

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η μομφή, μομφή… δεν έχει. Ή μήπως έχει;

«Τον πήρε παραμάζωμα τον Μητσοτάκη ο Τσίπρας» αποφάνθηκε ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στο παρελθόν διετέλεσε βουλευτής σε μια ανάρτηση την οποία έκανε εν θερμώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ολοκληρώθηκε η ομιλία που εκφώνησε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ίδιος.

«Ανελέητο σφυροκόπημα σε Μητσοτάκη και κυβέρνηση ΝΔ», παιάνιζαν την ίδια στιγμή τα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης. Επειδή, όμως, θα ακολουθούσε η ομιλία του πρωθυπουργού, ένας εκ των εκπροσώπων Τύπου της Κουμουνδούρου έσπευσε να δώσει γραμμή, ή ίσως και να προκαταλάβει όλους εκείνους που δεν παρακολουθούσαν απευθείας την κοινοβουλευτική συνεδρίαση, με την εξής διαπίστωση: «Θλιβερή η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή να προσπαθήσει να απαντήσει στον οδοστρωτήρα Τσίπρα».

Κι όλα αυτά γιατί; Για να δικαιολογηθεί η διαπίστωση με την οποία είχε νωρίτερα ξεκινήσει την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: «Έχετε τελειώσει πολιτικά κύριε Μητσοτάκη!», ήταν η άποψη που εξ αρχής εξέφρασε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πριν αρχίσει να εκπέμπει τον γνωστό, αλλά και τόσο αντιφατικό εξάψαλμο κατά των μέσων ενημέρωσης. «Όσο υπάκουα είναι», ισχυρίστηκε «τόσο μεγαλύτερη χρηματοδότηση παίρνουν», αγνοώντας ότι και τα περισσότερα από τα μέσα που τον υποστηρίζουν δεν αδικήθηκαν από τα κονδύλια της πανδημίας.

Απέφυγε, βεβαίως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να μπει στον κόπο να παραθέσει κάποιο σχετικό στοιχείο που να δικαιολογεί τα λεγόμενά του. Διότι αν το έκανε, θα έπρεπε να βρει ένα τουλάχιστον σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί το λαϊκιστικό, ου μην αλλά και συνωμοσιολογικό, αφήγημα του. Ένα στην πραγματικότητα καταφανώς κατασκευασμένο αφήγημα που σχετίζεται με την προφανή πολιτική κακοδαιμονία με την οποία είναι αντιμέτωπος που τον κάνει να κοιμάται και να ξυπνάει με την εκτίμηση ότι φταίνε τα μέσα ενημέρωσης τα οποία ευλόγως διέγνωσαν ότι η πρόταση μομφής την οποία υπέβαλε ο κ. Τσίπρας στην παρούσα φάση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας από τα εμφανή προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα όπλα που του δίνουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής για να επιτεθεί στην κυβέρνηση και να εκθέσει τις ανεπάρκειες των πολιτικών της και τις αστοχίες των στελεχών της. Μόνον, όμως, που ακόμη και σε όσους δεν αρέσκονται στη δίκη προθέσεων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητες οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις κάθε πολιτικής παράταξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και οι πιο φιλικά διακείμενοι προς την Κουμουνδούρου δεν μπορούν να συγκαλύψουν το αυταπόδεικτο γεγονός ότι το έναυσμα για την πρόταση μομφής του κ. Τσίπρα δεν ήταν ο χιονιάς της περασμένης Δευτέρας και το… σπασμένο τηλέφωνο ανάμεσα στους ιθύνοντες της Αττικής Οδού και την ηγεσία της Πολιτικής Προστασίας που είχε ως αποτέλεσμα την απερίγραπτη ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών στον βαρυφορτωμένο από τα χιόνια περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της πρωτεύουσας. 

Άλλωστε, ακόμη και οι λιγότερο προσεκτικοί τηλεθεατές της, κατά τα λοιπά, γενικευμένης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε το προηγούμενο τριήμερο στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν ότι ο λόγος που στήθηκε όλο αυτό το σκηνικό είχε να κάνει με την διπλή πίεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Μια πίεση που προέρχεται αφενός από την δημοσκοπική απειλή που προκαλεί για κείνον η (αδιαμφισβήτητη) εκτίναξη της επιρροής του Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη και αφετέρου από την αδυναμία του κ. Τσίπρα να επιβάλει τις βουλήσεις του στο εσωκομματικό δυναμικό της παράταξης του που εμφορείται από τις ιδέες που είχε το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν αποτελούσε μια περιθωριακή πολιτική δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας στην καταληκτική του ομιλία αφιέρωσε λιγότερο χρόνο στις ατχοχίες και στις αρρυθμίες που σχετίζονταν με το πρόβλημα της κακοκαιρίας, μένοντας, μάλιστα, σχεδόν άφωνος για τις ευθύνες των υπευθύνων της Αττικής Οδού, που η περιρρέουσα φημολογία θέλει να ανήκουν στον κύκλο των… συνομιλητών του. Αντιθέτως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της αγόρευσης του στην (απέλπιδα;) προσπάθεια του υπόδικου τηλεπαρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη να αποδείξει ότι ήταν συνομιλητής κυβερνητικών στελεχών.

Όσο επιλήψιμο, όμως, κι αν είναι (που είναι!), ότι σοβαροί κατά τα λοιπά υπουργοί της κυβέρνησης βρίσκονταν σε διάλογο με ανθρώπους σαν τον Φουρθιώτη (σ.σ.: η στήλη είναι αναφερθεί επικριτικά και στο παρελθόν στο… ψοφοδεές πολιτικό πρόσωπο το οποίο κάνει υποκλίσεις στις υπερφίαλες απαιτήσεις τηλεπερσόνων που κινούνται στον υπόκοσμο της υποτιθέμενης «ενημέρωσης»), η κατάσταση αυτή επ΄ ουδενί δεν δικαιώνει την υποβολή της πρότασης μομφής από τον κ. Τσίπρα. 

Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν είναι μόνον που καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει μέχρι τώρα από την κατάθεση πρόταση δυσπιστίας, όπως με βάση την επίσημη κοινοβουλευτική ορολογία αποκαλείται η «μομφή». Είναι πολύ περισσότερο που η υποβολή της μομφής δεν δικαιώθηκε από το επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν για να τη στηρίξουν. Άλλωστε, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ενστερνιστεί την άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «έχει τελειώσει πολιτικά» ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Σε πείσμα, λοιπόν, των βαρύγδουπων ισχυρισμών για «παραμάζωμα», «ανελέητο σφυροκόπημα» και «οδοστρωτήρα Τσίπρα», η πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου άσφαιρη ομοβροντία. Και αυτό διότι μπορεί να είναι να είναι εύκολο να μέμφεσαι κάποιον, αλλά αν αυτό γίνεται χωρίς επαρκή δικαιολογητική βάση, τότε ο κίνδυνος η μομφή να γίνει μπούμερανγκ είναι πολύ μεγάλος. 

Το πιθανότερο, δε, είναι ότι οι επόμενες δημοσκοπήσεις, των οποίων τα ευρήματα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αμφισβητηθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση, θα το δείξουν!