Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΟΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΟΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Οι αγέλες του Διαδικτύου διψούν για διχαστικές αφορμές

    Παλαιότερα οι άνθρωποι κάθε φορά που συναντώταν στους καφενέδες και σε άλλους χώρους κοινωνικής συναναστροφής, όπως τα γιορτινά τραπέζια, αντλούσαν επιχειρήματα για τις μεταξύ τους συζητήσεις από την ανάγνωση των εφημερίδων, η οποία αποτελούσε μια διαδικασία πιστοποίησης της εγκυρότητας για όσα επικαλούνταν προκειμένου να υπερκεράσουν την περιρρέουσα φημολογία. 
    «Μα έτσι το έγραψε ο Τύπος. Εγώ το διάβασα στην εφημερίδα!», ήταν ο συνήθως καταλυτικός ισχυρισμός που άλλοτε έτεμε και άλλοτε σφράγιζε τις διαφωνίες τόσο για γεγονότα όσο και για τις ερμηνείες τους.
    Αργότερα η… πιστοποίηση για το τι συνέβαινε γύρω μας προερχόταν, τουλάχιστον για ένα μέρος της κοινής γνώμης και κυρίως για τα τμήματα του πληθυσμού που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με την ανάγνωση, από την παρακολούθηση όσων μετέδιδε η μικρή οθόνη η οποία συν τω χρόνω «εισέβαλε» και εγκαταστάθηκε σχεδόν σε όλα τα σαλόνια: αστικά και λαϊκά.     
    «Το… είπε η τηλεόραση!», υπήρξε η «ατάκα» στην οποία κατέφευγαν πλείστοι όσοι συμπολίτες μας όταν ήθελαν να πείσουν για τη δική τους πρόσληψη της πραγματικότητας.
    Η τηλεοπτική ενημέρωση ήταν «εύπεπτη» αλλά ταυτόχρονα και δωρεάν. Οπότε εύκολα απέσπασε τα ηνία έναντι της έντυπης ενημέρωσης, η οποία πέρα από το κόστος που την επιβάρυνε, καθώς για να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στο περιεχόμενο μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού έπρεπε να καταβάλει αντίτιμο ή να πληρώσει συνδρομή, χρειαζόταν συχνά να μετακινηθεί από το σπίτι ή το γραφείο του για να βρεθεί στο σημείο πώλησης. 
    Μοιραία, λοιπόν, ο πληθυσμός των ανθρώπων που ενημερώνονταν από τα έντυπα μέσα συρρικνώθηκε, ενώ η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών έγινε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό εγχείρημα.
    Η σημαντικότερη, όμως, επίπτωση ήταν η κατά γενική ομολογία υποβάθμιση της ποιότητας της ενημέρωσης. Η οπτικοποίηση των ειδήσεων που μεταδίδουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί βασίζονται πρωτίστως στην εικόνα και λιγότερο στον λόγο και άρα στην ουσία της είδησης. 
    Όσο πιο έντονες είναι οι εικόνες που έχουν στη διάθεσή τους οι ιθύνοντες των καναλιών τόσο περισσότερο «αιχμαλωτίζουν» το φιλοθεάμον κοινό. 
    Ένα εντυπωσιακό τροχαίο, ακόμη και αν είναι αναίμακτο, βρίσκει ευκολότερα -με εξαιρέσεις πάντα- θέση σε ένα τηλεοπτικό δελτίο συγκριτικά, για παράδειγμα, με τη βράβευση ενός εξέχοντα επιστήμονα που μπορεί να ξεχώρισε με μια διεθνών διαστάσεων εφεύρεση. 
    Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να είναι κανείς τεχνοφοβικός για να αναγνωρίσει ότι τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα μετά την επέλαση του Διαδικτύου και την άνθηση των λεγόμενων μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) τα οποία έδωσαν -χωρίς υπερβολή- τη δυνατότητα σε κάθε κάτοχο ενός smart phone ή ενός tablet να μετατραπεί σε παραγωγό υποτιθέμενου «ειδησεογραφικού» περιεχομένου. 
    Το αποτέλεσμα ήταν, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας να αλλάξουν άρδην οι συνήθεις ροές της πληροφόρησης για το ευρύ κοινό, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πάψει όχι μόνον να διαβάζουν εφημερίδες και περιοδικά αλλά και να βλέπουν τηλεόραση για να «μάθουν τα νέα». 
    Όπως δείχνουν τα ευρήματα πολλών πρόσφατων μετρήσεων, η -εντός ή εκτός εισαγωγικών- ενημέρωση ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης γίνεται πλέον από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 
    Το facebook, η πλατφόρμα X (το πρώην Twitter), που έχει περάσει στον έλεγχο του ανεκδιήγητου μεγιστάνα και φανατικού τραμπιστή Έλον Μασκ, το Instagram και άλλα ΜΚΔ της νεότερης γενιάς, αποτελούν στις μέρες μας βασικοί διαύλοι μέσω των οποίων γίνεται λήπτης της τρέχουσας πληροφόρησης ένα συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. 
    Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι και τα λεγόμενα συστημικά μέσα προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερο κοινό διοχετεύουν το δικό τους περιεχόμενο στα social media. 
    Στα καθ΄ ημάς η κατάσταση είναι από τις χειρότερες, εξαιτίας και του γεγονότος ότι μια μεγάλη μερίδα των παραδοσιακών μέσων έπεσαν θύματα της οικονομικής κρίσης που οδήγησαν στα Μνημόνια αλλά και των δικών τους ανομημάτων που σχετίζονται κυρίως με το γεγονός ότι «εκπαίδευσαν» το κοινό τους ότι τα σύνθετα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπιστούν με εύκολες λύσεις του τύπου «όλα είναι άσπρο ή μαύρο». 
    Και ακόμη χειρότερα ότι η ευημερία είναι μια αέναη κατάσταση που δεν έχει αντίστροφη πορεία.
    Ειδικά στη χώρα μας, η ευρεία διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνέπεσε χρονικά με τις εξαλλοσύνες της μνημονιακής περιόδου κατά την οποία ο δημόσιος βίος κατακλύζονταν από κάθε είδους αστείρευτες λαϊκίστικες υπερβολές για τα αίτια της κρίσης, ενώ εκπέμπονταν από πολλές πλευρές ασύμμετρες τοξικές επιθέσεις κατά προσώπων και θεσμών που σe πλείστες περιπτώσεις εύρισκαν έρεισμα σε fake news. 
    Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις υποτιθέμενες δωροδοκίες βουλευτών των ΑΝΕΛ ή τις κατασκευές για τροχήλατες βαλίτσες στο Μαξίμου από τον υπόκοσμο που καθοδηγούσε ο διαβόητος «Ρασπούτιν»;  
    Το δηλητήριο που χύθηκε εκείνη την περίοδο ήταν τόσο πολύ και τόσο έντονο που η επίδρασή του είναι, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα παρούσα στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της πατρίδας μας. 
    Μπορεί οι πρωταγωνιστές να άλλαξαν, αλλά οι μέθοδοι της δολοφονίας χαρακτήρων και της καλλιέργειας του διχαστικού πνεύματος είναι ίδιες και απαράλλακτες. 
    Με το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανακαλύπτουν εχθρούς ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν, εξαπολύοντας τοξικές επιθέσεις σε όποιον θεωρούν ότι δεν ταυτίζεται με τις δικές τους ιδεοληπτικές εμμονές. 
    Αντιγράφοντας τον φανατισμό με τον οποίο οι υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα και κατόπιν του Στέφανου Κασσελάκη καθύβριζαν όποιον δεν συμφωνούσε μαζί τους, ανώνυμα, κυρίως, τρολ ξιφουλκούν εναντίον όποιου διαφωνεί με τη δική τους κοσμοθεώρηση.
    Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπήρξε η καταιγιστική αναπαραγωγή από δεκάδες λογαριασμούς στο «Χ» των ισχυρισμών ότι δήθεν ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας οργάνωσε πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση προς… τιμήν του ΠΑΣΟΚ. 
    Κι όλα αυτά επειδή κάποιος χρήστης του Διαδικτύου απομόνωσε ένα φωτογραφικό ενσταντανέ που έδειχνε το έμβλημα του πράσινου ήλιου το οποίο εμφανίστηκε δι΄ ολίγον σε μια πολύωρη παράσταση με μουσικές και ιστορικά δρώμενα στην οποία όσοι την είδαν διαβεβαιώνουν ότι μόνον έπαινο δεν συνιστούσε για το σημερινό κόμμα  της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
    Τι σημασία, όμως, είχε; Οι αγέλες του εγχώριου Διαδικτύου που διψούν για διχαστικές αφορμές δεν μπορούσαν να αφήσουν να περάσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια… ευκαιρία. Πολύ περισσότερο που ο… κόπος τους ανταμείφθηκε από αμέτρητα likes και πάμπολλα σχόλια άλλων χρηστών που κατάπιαν αμάσητες τις αναρτήσεις λογαριασμών που προβάλλονται ως «opinionmakers». 
    Μπορεί λίγοι να είδαν τη συγκεκριμένη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων, η οποία μεταδόθηκε μόνον διαδικτυακά, αλλά οι αυτόκλητοι (;) μαχητές του πληκτρολογίου δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να κάνουν αναπαραγωγή μιας ψευδούς παράστασης για να επιτεθούν στον κ. Δούκα, λες και είχε ο ίδιος προσωπικά την καλλιτεχνική επιμέλεια της επίμαχης εκδήλωσης.
    Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που επιδόθηκαν στο συγκεκριμένο «άθλημα». Παλαιά τους τέχνη κόσκινο. Και σιγά που θα άφηναν την πραγματικότητα να τους χαλάσει το «αφήγημα», χωρίς το οποίο θα έχαναν τα likes και τις αναπαραγωγές. 
    Όπως και να το κάνουμε, ο διχασμός «πουλάει». Και «πουλάει» τρελά. Μόνον που οι άνθρωποι που «ενημερώνονται» κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μόνον ενημερωμένοι δεν είναι. 
    Υ.Γ.: Τη μόνη απορία που έχω από όλο αυτό το σκηνικό είναι πως άραγε να ένοιωσαν όλοι αυτοί που επί μέρες πολλές καλλιεργούσαν τον διχασμό ανάμεσα στην πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων στο Σύνταγμα και την αντίστοιχη που οργάνωσε την ίδια ώρα η Περιφέρεια Αττικής στο Πεδίο του Άρεως όταν έμαθαν ότι το ίδιο βράδυ ο Χάρης Δούκας και ο Νίκος Χαρδαλιάς βρέθηκαν στο ίδιο κλαμπ και αντάλλαξαν εγκάρδιες ευχές…

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Τα δύσκολα είναι μπροστά για τον «αναβαπτισμένο» Νίκο Ανδρουλάκη

 

Πολύ πριν από την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τα οποία εξήχθησαν από τη χθεσινή κάλπη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η εκ νέου επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν δίχως αμφιβολία η πιθανότερη εκδοχή την οποία θα μπορούσε να έχει η κούρσα για το τιμόνι της Χαριλάου Τρικούπη  

Η σύνθεση του εκλογικού σώματος το οποίο κλήθηκε να λάβει την απόφαση αν θα άλλαζε ή όχι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ μετά το ανεπιτυχές αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιουνίου, σε συνδυασμό με τις πρωτοβουλίες που πήρε ο ίδιος κ. Ανδρουλάκης και κυρίως η απόφασή του να προσφύγει χωρίς χρονοτριβή στην εκλογική βάση του κόμματος, εξασφάλισαν πλεονέκτημα επανεκλογής στον 45χρονο πολιτικό από την Κρήτη.   

Σε αντίθεση με την αβουλία που μάλλον δικαίως τού καταμαρτυρείται ότι επέδειξε το διάστημα των τριών ετών που παρήλθε από τον Δεκέμβριο του 2021, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά τον θώκο που κατέχει, το τελευταίο τρίμηνο κατά το οποίο ήταν υπό πίεση, καθώς ακόμη και παραδοσιακοί σύμμαχοί του πήραν αποστάσεις ή βρέθηκαν απέναντι από την υποψηφιότητά του, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έδειξε ότι διαθέτει πολιτικά ανακλαστικά. Πολύ, δε, περισσότερο κατέδειξε ότι στις σημερινές συνθήκες αποτελεί τον προνομιακό εκφραστή της εκλογικής βάσης του κόμματός του.

Παρότι αντιμετώπισε τουλάχιστον τρεις ισχυρές υποψηφιότητες, κατάφερε να βγει «αναβαπτισμένος» από μια εκλογική διαδικασία που ο ίδιος οργάνωσε με τρόπο που, τηρουμένων των αναλογιών, υπήρξε υποδειγματικός. Όσο και αν συνέβαλαν σε αυτό και όλοι οι υποψήφιοι οι οποίοι συμμετείχαν στην κούρσα, εκείνος που το πιστώνεται περισσότερο είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης. Το… αναγνώρισε, άλλωστε, και ο Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος, θέλοντας να εκθέσει τους «συντρόφους» του, έσπευσε να τον συγχαρεί εκθειάζοντας τις αναμφισβήτητα «άψογες δημοκρατικές διαδικασίες» που ακολούθησαν στη Χαριλάου Τρικούπη.  

Είναι, λοιπόν, όλα καλά και ευοίωνα για το ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρο του μετά το χθεσινό αποτέλεσμα; Κάθε άλλο, είναι η απάντηση για όποιον δεν εθελοτυφλεί και δεν θαμπώνεται από τα χειροκροτήματα και τα συνθήματα (ανάμεσά τους και το -μάλλον υπερβολικό στην παρούσα φάση- «να ‘τος, να ΄τος ο πρωθυπουργός») που ακούστηκαν χθες έξω από την ιστορική έδρα του κόμματος.

Ανταποδίδοντας τις φιλοφρονήσεις αλλά και τον ενθουσιασμό των συγκεντρωμένων οπαδών και φίλων του ο κ. Ανδρουλάκης επέμεινε να υποστηρίζει ότι «τα δύσκολα για το ΠΑΣΟΚ είναι πίσω, τα καλύτερα είναι μπροστά». Ήταν προφανώς ένας δικαιολογημένος ισχυρισμός από εκείνους που συνήθως βρίσκουν θέση σε επινίκιες δηλώσεις. Πλην, όμως, υπήρξε ταυτόχρονα ναι έκφραση που δεν καλύπτει τις εύλογες απορίες που δημιουργούνται για τους λόγους που κάτι τέτοιο δεν συνέβη έως τώρα.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι καινούργιος στο πολιτικό κουρμπέτι, γεγονός που έχει τα θετικά του, διότι διαθέτει εμπειρία αλλά μηχανισμό που του επιτρέπει να κερδίζει τις εσωκομματικές αναμετρήσεις. Την ίδια ώρα, όμως, το ίδιο αυτό δεδομένο, το ότι δηλαδή δεν είναι νέος και άγνωστος, έχει και την αρνητική ανάγνωση, σύμφωνα με την οποία η κοινή γνώμη, δηλαδή η ευρύτερη κοινωνία πέρα από τον στενό πυρήνα όσων ψήφισαν στην εσωκομματική κάλπη, δεν τρέφει μεγάλες προσδοκίες για το πρόσωπο του.

Υπό αυτή το πρίσμα, ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να αναβαπτίστηκε στην εσωκομματική κάλπη, αλλά, κακά τα ψέματα, πρόκειται για μια αναβάπτιση που δεν του παρείχε ούτε την παραμικρή παράταση στη μηδενική περίοδο χάριτος που ούτως ή άλλως διέθετε εξαιτίας του ότι σε τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις δεν κατάφερε… «να σπάσει το ταβάνι» που εμποδίζει το ΠΑΣΟΚ να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας και να προβάλλει ως αξιόμαχη εναλλακτική δύναμη ικανή να αναλάβει την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2023 δεν εκμεταλλεύτηκε την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στις ευρωεκλογές του 2024 δεν επωφελήθηκε από την σημαντική υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας. Η μικρή έως αμελητέα αύξηση της εκλογικής δύναμης την οποία πέτυχε δεν δικαίωσε τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί όταν εξελέγη πρώτη φορά στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Και ακριβώς γι΄ αυτό, τώρα που επανεξελέγη, η θέση του κ. Ανδρουλάκη είναι πολύ δύσκολη, δυσκολότερη από κάθε άλλη φορά.

Από σήμερα κιόλας και με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές, που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πότε θα προκηρυχθούν, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τελεί υπό καθεστώς καθημερινής αξιολόγησης. Με δεδομένη την προϊούσα διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αποκλείεται να αποφύγει και νέες διασπάσεις, σε κάθε δημοσκόπηση που θα βλέπει το φως της δημοσιότητας το επόμενο διάστημα, το βασικό εύρημα στο οποίο θα στρέφουν την προσοχή τους οι αναλυτές και θα ενδιαφέρει τους πολίτες δεν θα είναι άλλο από το πόσο ανοίγει ή κλείνει η ψαλίδα ανάμεσα στην κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία και στο κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μπορεί να υπερασπίστηκε επιτυχώς την καρέκλα του στην εσωκομματική κάλπη, αλλά αν θέλει να τη διατηρήσει πρέπει το γρηγορότερο να λάβει γενναίες πρωτοβουλίες προς πολλές κατευθύνσεις:

*Να πάψει, πρώτον, να λειτουργεί με την «ενός ανδρός αρχή» και να αξιοποιήσει ένα από τα σοβαρά πλεονεκτήματα του κόμματός του που είναι ότι διαθέτει πολλά αξιόλογα στελέχη. Η διανομή ρόλων και γενικά η αξιοποίηση των ανθυποψηφίων του, αλλά και όχι μόνον αυτών, αποτελεί συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ.

*Να εγκαταλείψει, δεύτερον, την περιχαράκωση στο γερασμένο εκλογικό σώμα που ψηφίζει ΠΑΣΟΚ και να ανοιχθεί σε ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις και κυρίως στις νεότερες γενιές οι οποίες δεν δελεάζονται από τη νοσταλγία του παρελθόντος, όταν δεν τους εκνευρίζει κιόλας επειδή θεωρούν ότι εκείνοι καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα από την κραιπάλη στην οποία δεν συμμετείχαν.

*Να προχωρήσει, τρίτον, στην επεξεργασία και στην παρουσίαση προς τους πολίτες ενός εφαρμόσιμου κυβερνητικού προγράμματος με ρεαλιστικές προτάσεις που να ανταποκρίνονται στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και να μην επηρεάζονται από τις σειρήνες του εύκολου λαϊκισμού.

Κάποιοι παρατήρησαν ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης σταμάτησε να εμφανίζεται συνεχώς θυμωμένος και άρχισε να χαμογελά. Απέδωσαν αυτή την αλλαγή στα μαθήματα που πήρε από τους επικοινωνιολόγους που τον συμβουλεύουν. Μένει να φανεί αν πήρε και τα υπόλοιπα μαθήματα ώστε να τον δούμε να αλλάζει και στα πιο ουσιώδη ζητήματα της πολιτικής του παρουσίας.

Δύσκολα, αλλά ίσως ποτέ δεν είναι αργά!

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Τα ανακλαστικά των φίλων του ΠΑΣΟΚ έδειξαν προτίμηση στη σταθερότητα

                Όποιος είδε, είτε δια ζώσης, είτε μέσα από τα τηλεοπτικά πλάνα, εικόνες από τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ είναι βέβαιο ότι δεν εξεπλάγη από το αποτέλεσμα που έβγαλαν οι κάλπες και κατά βάση από το προβάδισμα που πήρε ο Νίκος Ανδρουλάκης.

                Αναμφίβολα, η μεγάλη πλειονότητα των περισσότερων από τις 300 χιλιάδες ανθρώπους που προσήλθαν μαζικά και περίμεναν υπομονετικά στις ουρές για να εκλέξουν τον επόμενο αρχηγό του κόμματος το οποίο φιλοδοξεί να αποτελέσει την εναλλακτική πολιτική δύναμη για τη διεκδίκηση της διακυβέρνησης, ήταν άτομα μεγάλης ηλικίας.

Άτομα που δεν χρειαζόταν να είναι κάποιος κοινωνιολόγος για να διαπιστώσει ότι τα κυρίαρχα στοιχεία που τους κινητοποίησαν ήταν, αφενός, η νοσταλγία για ένα παρελθόν ευημερίας που οι συγκεκριμένες γενιές βίωσαν και απόλαυσαν επί των ημερών που κυβέρνησε το ΠΑΣΟΚ, και, αφετέρου, το γεγονός ότι, λόγω κυρίως της ηλικίας τους, δεν αρέσκονται στις απότομες αλλαγές και στις ανατροπές καθώς είναι θιασώτες των σταθερών και προβλέψιμων καταστάσεων.

Κακά τα ψέματα, ο Νίκος Ανδρουλάκης, παρότι απείχε χθες πάνω από επτά μονάδες από την προ τριετίας αντίστοιχη επίδοσή του (29,64%, έναντι 36,88% που συγκέντρωσε στην αντίστοιχη κάλπη τον Δεκέμβριο του 2021), απεδείχθη ότι ήταν εκείνος που πληρούσε περισσότερο από όλους τους άλλους υποψηφίους  αρχηγούς τα συγκεκριμένα κριτήρια. Και έτσι εξηγείται η επικράτησή του στον πρώτο γύρο απέναντι σε συνδιεκδικητές που αποτελεί «ιεροσυλία» να συγκρίνονται με ιστορικούς ηγέτες του χώρους, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου και -γιατί όχι;- ο Κώστας Σημίτης.

Οι επιδόσεις των πέντε ανθυποψηφίων του κ. Ανδρουλάκη δείχνουν ότι το εκλογικό σώμα των μελών, οπαδών και φίλων του ΠΑΣΟΚ δεν πείσθηκε από κάποια άλλη εναλλακτική πρόταση για την ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη, όσο και αν οι αντίπαλοί του αντιτείνουν ότι επτά στους δέκα ζήτησε αλλαγή ηγεσίας. Το οριακό πλασάρισμα στη δεύτερη θέση που πέτυχε ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας, ο οποίος με βραχεία κεφαλή υπερσκέλισε τον αξιόμαχο, όπως απεδείχθη, Παύλο Γερουλάνο, αλλά και την εξίσου μαχητική Άννα Διαμαντοπούλου, δεν δείχνει να προβάλει ως σοβαρή απειλή για την καρέκλα του νυν προέδρου του ΠΑΣΟΚ.

Υπό αυτή τη συνθήκη, ορισμένοι έσπευσαν ήδη από το βράδυ της Κυριακής να προδικάσουν ότι το αποτέλεσμα της κάλπης στο ΠΑΣΟΚ ήταν ευνοϊκό για τη σημερινή κυβέρνηση. Διότι, κατά την εκτίμησή τους, όποιος και αν εκλεγεί στην αναμέτρηση της προσεχούς Κυριακής ανάμεσα στον κ. Ανδρουλάκη και στον κ. Δούκα, το αποτέλεσμα θα είναι ευνοϊκό για το σχέδιο του Κυριάκου Μητσοτάκη να διεκδικήσει και να πετύχει, για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, τρίτη συνεχόμενη κυβερνητική θητεία, όπως άφησε να διαφανεί ο πρωθυπουργός στην ομιλία που εκφώνησε την περασμένη Παρασκευή στην εκδήλωση για τα πεντηκοστά γενέθλια της ΝΔ.

Η ζωή, ωστόσο, έχει αποδείξει ότι οι πολιτικές εξελίξεις δεν είναι σχεδόν ποτέ ευθύγραμμες. Τουναντίον επηρεάζονται από τη δυναμική των πραγμάτων, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από την πολυπλοκότητα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που κάθε φορά διαμορφώνονται. Για παράδειγμα, μπορεί ο Νίκος Ανδρουλάκης να βγήκε αποδυναμωμένος από τη χθεσινή ψηφοφορία, ωστόσο συνολικά το ΠΑΣΟΚ ενδυναμώθηκε από την εσωκομματική αναμέτρηση για την ηγεσία, εξαιτίας του υψηλού αισθήματος προσήλωσης στις επιταγές της δημοκρατικής ευθύνης και του πολιτικού πολιτισμού που επέδειξαν όλοι οι υποψήφιοι αρχηγοί καθ’  όλη την προεκλογική περίοδο.

Με αποκορύφωμα τις δηλώσεις που έγιναν μετά τα αποτελέσματα της κάλπης τόσο από τους νικητές όσο και από τους ηττημένους της αναμέτρησης, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ απέδειξαν ότι αξίζουν την ολοένα και πιο αυξημένη εμπιστοσύνη που τους δείχνει η ελληνική κοινωνία ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα που είναι συντριπτική η σύγκριση η οποία μοιραία γίνεται με τα όσα κωμικοτραγικά εκτυλίσσονται στον ΣΥΡΙΖΑ.

Μετά την υπερδεκαετή δοκιμασία της μνημονιακής περιπέτειας μια σημαντική μερίδα των Ελλήνων πολιτών φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη να γυρίσουμε την πλάτη στις γοητευτικές Σειρήνες του λαϊκισμού και να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πολύπλοκη πραγματικότητα που μας περιβάλει. Μια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να εκφράζεται μονοδιάστατα από έναν πολιτικό πόλο. Εξάλλου, όλες οι σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες χρειάζονται εναλλακτικές κυβερνητικές εφεδρείες.

Στην παρούσα συγκυρία, το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τη μόνη πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης που πληροί τις προϋποθέσεις για να ασκήσει αυτόν τον ρόλο. Αν μάλιστα ισχύσουν στην πράξη τα ενωτικά μηνύματα που εξέπεμψαν όλοι οι υποψήφιοι αρχηγοί του μετά τα αποτελέσματα της πρώτης κάλπης και αγωνιστούν πράγματι από κοινού για να παρουσιάσουν εναλλακτική προγραμματική πρόταση για την διακυβέρνηση, τότε οι προοπτικές που διανοίγοντα είναι δίχως αμφιβολία με το μέρος τους.

Άλλωστε, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που είχε η μέχρι πρότινος αρχηγική θητεία του κ. Ανδρουλάκη, το αίτημα για σταθερότητα που διατύπωσαν με την ετυμηγορία τους οι ψηφοφόροι που προσήλθαν στη χθεσινή κάλπη του ΠΑΣΟΚ συνάδει απόλυτα με τα προτάγματα που έχει στη σημερινή εποχή η ελληνική κοινωνία.

Διότι, μπορεί η πλειονότητα των ψηφοφόρων που προσήλθαν στην εσωκομματική εκλογική διαδικασία του ΠΑΣΟΚ να ήταν πράγματι από τις μεγαλύτερες ηλικίες, πλην, όμως, και οι νεότερες γενιές, που είναι κατά τεκμήριο φορείς της αλλαγής, προτιμούν τη σταθερότητα από την αβεβαιότητα. Και απλώς περιμένουν εκείνον που θα τις πείσει να μην καταφεύγουν την αποχή, όπως κάνουν όλο και συχνότερα στις κάλπες των τελευταίων χρόνων.

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Ανέβασαν τον πήχη, αλλά είναι αντιμέτωποι με δύο νέα «στοιχήματα»


Η από πολλές πλευρές εξαιρετική τηλεμαχία ανάμεσα στους έξι υποψηφίους προέδρους του ΠΑΣΟΚ ήταν μια από τις περιπτώσεις που πολύ δύσκολα μπορεί να αποφύγει κάποιος τα συνήθως αμήχανα στερεότυπα ότι «δεν υπήρξε νικητής, ούτε ηττημένος» και «ο μόνος κερδισμένος ήταν η πολιτική» στα οποία καταφεύγουν όσοι δεν θέλουν να πάρουν ευθέως θέση.

Αναμφίβολα, μπροστά στη μεγάλη εικόνα που ήταν ο ξεχωριστός για τα πολιτικά μας ήθη και απόλυτα πολιτισμένος τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε το ντιμπέιτ και κύλησε ο ζωηρός διάλογος που είχαν μεταξύ τους οι διεκδικητές του θώκου της Χαριλάου Τρικούπη, παρέλκει να ανακηρύξει κάποιος τον έναν ή τη μία που κέρδισε τις εντυπώσεις, ανέτρεψε τα προγνωστικά ή απέσπασε το προβάδισμα της κούρσας προς την εσωκομματική κάλπη της 6ης Οκτωβρίου. Κυρίως, διότι για όποιον δεν ήταν προκατειλημμένος, δεν υπήρξε ξεκάθαρος νικητής ή νικήτρια. 

Όπως και να έχει, ανήκει έπαινος και στους έξι που συμμετείχαν στην τηλεμαχία. Σε γενικές γραμμές όλοι τους εξέφρασαν θέσεις, απόψεις και εκτιμήσεις χωρίς να αφυδατώσουν τον λόγο τους ώστε να υπηρετήσουν το αφήγημα μιας επίπλαστης ενότητας. 

Με άλλα λόγια, δεν ήταν διόλου κακό που συγκρούστηκαν, αντιπαρατέθηκαν, αντάλλαξαν αιχμές και επικρίσεις και είχαν ο ένας να καταμαρτυρήσει στον άλλο κάποιο αρνητικό στοιχείο είτε για την προηγούμενη πολιτική του πορεία είτε για τις προγραμματικές του διακηρύξεις. 

Το σημαντικότερό, όμως, ήταν ότι όλα αυτά έγιναν δίχως να επικρατήσει η συνηθισμένη τοξική εχθροπάθεια που συναντούμε στις εμφύλιες διαμάχες και την οποία βλέπουμε να εκτυλίσσεται στον πολιτικά όμορο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται επίσης σε φάση εκλογής νέας ηγεσίας. 

Καλώς ή κακώς, ζούμε σε εποχές που οι «Μεσσίες» δεν ευδοκιμούν πλέον και το «καλούπι» που κατασκεύαζε πολιτικούς όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει σπάσει και δεν ανασυντίθεται. Γι΄ αυτό και μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα των πολιτών απαιτεί από τους πολιτικούς ταγούς του σήμερα να λένε τη δική τους αλήθεια αλλά να ακούνε και την αλήθεια των άλλων. 

Ο αυτάρεσκος ναρκισσισμός των influencer, που… είδαν φως και μπήκαν στον πολιτικό στίβο, μπορεί να κερδίζει βροχή από like στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πλην όμως με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να μεταμορφωθεί αυτομάτως σε εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνησης της χώρας. Σε τρόπον ώστε να αντικαταστήσει την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία αργά ή γρήγορα θα παραδώσει, όπως γίνεται σε όλες τις δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, τα ηνία της εξουσίας. 

Από την άλλη, στον σημερινό πολύπλοκο κόσμο τα σοβαρά κόμματα δεν είναι μονολιθικά και δεν αρκούνται στη μια και μόνη αλήθεια της… θεόπνευστης ηγετικής ομάδας. Τουναντίον, οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να γίνουν πλειοψηφία είναι υποχρεωμένες να αντέχουν στην τριβή των διαφορετικών προσεγγίσεων που μπορεί να έχουν τα στελέχη τους τα οποία εκφράζουν θεμιτές φιλοδοξίες για να αναλάβουν ηγετικούς ρόλους. 

Έτσι, υπήρξε μάλλον κέρδος παρά ζημία για το ΠΑΣΟΚ η κριτική την οποία δέχθηκε στην τηλεμαχία ο απερχόμενος πρόεδρος Νίκος Ανδρουλάκης για τα πεπραγμένα της θητείας του στο θώκο της Χαριλάου Τρικούπη, κυρίως από τους τρεις ανθυποψηφίους του που είναι βουλευτές, δηλαδή τον Παύλο Γερουλάνο, τη Νάντια Γιαννακοπούλου και τον Μιχάλη Κατρίνη που του καταμαρτύρησαν ότι δεν έδρασε συλλογικά και αποτελεσματικά. 

Όπως κέρδος μπορεί να αποδειχθεί ότι ήταν και οι ιδεολογικές αποχρώσεις που περιείχαν οι βολές τις οποίες αντάλλαξαν οι δύο εξωκοινοβουλευτικοί υποψήφιοι αρχηγοί, δηλαδή η Άννα Διαμαντοπούλου και ο Χάρης Δούκας.

Συμπερασματικά, οι υποψήφιοι για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ που συμμετείχαν στο χθεσινοβραδινό ντιμπέιτ ανέβασαν ψηλά τον πήχη στο επίπεδο που πρέπει να έχει η πολιτική αντιπαράθεση σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα. Για να εκπληρωθεί, ωστόσο, η υψηλή υποθήκη την οποία ενέγραψαν με τη συμμετοχή τους στην εξαιρετική τηλεμαχία απαιτείται να κερδίσουν όλοι μαζί δύο ακόμη «στοιχήματα» με τα οποία θα βρεθούν αντιμέτωποι το επόμενο διάστημα.

Το πρώτο από αυτά τα «στοιχήματα» είναι να παλέψουν όλοι μαζί για να πείσουν την ελληνική κοινωνία ότι αξίζει να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία για την εκλογή ενός αρχηγού που, κατά τα φαινόμενα, θα είναι υποψήφιος πρωθυπουργός, ώστε να δώσουν το παρών στην εσωκομματική κάλπη οι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που φαίνεται στην παρούσα φάση να εκφράζουν ενδιαφέρον συμμετοχής. 

Το δεύτερο -και ακόμη πιο καθοριστικό- «στοίχημα» το οποίο καλούνται να κερδίσουν οι υποψήφιοι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ είναι να παραμείνουν και να δώσουν όλοι μαζί τη μάχη στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, διότι η προϊστορία δείχνει ότι αρκετοί από τους χαμένους σε προηγούμενες προεδρικές κούρσες ακολούθησαν τη δική τους διαδρομή. 

Θα τα καταφέρουν αυτή τη φορά; Η απάντηση θα δοθεί μετά τις 13 Οκτωβρίου.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Είναι καιρός να κλείσει η «σηπτική δεξαμενή»

Αναζητώ επιμελώς τις τελευταίες μέρες -και φυσικά δεν βρίσκω αρκετούς- ανθρώπους της πραγματικής ζωής, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα προηγούμενα χρόνια το ΠΑΣΟΚ και κατευθύνθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, για να μου εξηγήσουν πόσο περήφανοι αισθάνονται με όσα ασύλληπτα για την πολιτική ζωή της χώρας βλέπουμε να εκτυλίσσονται πέριξ της Κουμουνδούρου.

Με εξαίρεση ελάχιστους, που ήταν και παραμένουν αφιονισμένοι, επειδή γοητεύονται από λαϊκίστικες υπερβολές και παραμένουν προσκολλημένοι σε συνωμοσιολογικές αναλύσεις της πραγματικότητας, οι περισσότεροι οπαδοί, φίλοι και ψηφοφόροι του πάλαι ποτέ κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύονται να κρύψουν άλλοι την αμηχανία και άλλοι τη δυσφορία που αισθάνονται για τα τεκταινόμενα σε έναν πολιτικό φορέα ο οποίος διαψεύδει καθημερινά τις φρούδες ελπίδες που καλώς ή καλώς καλλιεργήθηκαν στο θυμικό μιας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας του ελληνικού λαού.

Δεν είναι μόνον τα απερίγραπτα καμώματα του επιδειξία αρχηγού τους Στέφανου Κασσελάκη, πότε με τη «σηπτική δεξαμενή» -τον βόθρο, κατά το κοινώς λεγόμενο- που μετέτρεψε παράνομα σε πισίνα και πότε με τις προκλητικές διακοπές την ώρα που οι εργαζόμενοι στο κόμμα του παραμένουν απλήρωτοι.

Για να μην σχολιάσουμε την επιθυμία του να… ντυθεί, εκτός από γαμπρός με το… διαβόητο για τα δικά μας ήθη honeymoonfunding, και βουλευτής, εκβιάζοντας με προκλητικά αντιθεσμικό τρόπο την παραίτηση όσων προηγούνταν εκείνου στη λίστα Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ που ενέκριναν οι πολίτες πέρυσι τον Ιούνιο.

Είναι και πολλά ακόμη που δείχνουν ότι μπορεί ο βόθρος στη βίλα των Σπετσών να μετατράπηκε -έστω και χωρίς να ομολογηθεί- σε πισίνα, ο βόθρος της Κουμουνδούρου, όμως, παραμένει ανοικτός και αναδύει αφόρητη πολιτική και κοινωνική δυσοσμία και τοξικότητα που έρχεται από την περίοδο της αντιμνημονιακής υστερίας αλλά δεν συνάδει με την εποχή μας.

Κακά τα ψέματα, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ παράγει περισσότερη χυδαιότητα και τοξικότητα από όση μπορεί να καταναλώσει η ελληνική κοινωνία.

-Πως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστούν οι αδιανόητες χυδαιολογίες του ΣΥΡΙΖΑίου ευρωβουλευτή που δεν αποδοκιμάστηκαν ποτέ από την κομματική ηγεσία και έδωσαν αφορμή στον Θάνο Πλεύρη να ζητά -αν είναι δυνατόν!- να ποινικοποιηθεί η λέξη «μπάτσος»;

-Και πως μπορεί να εξηγηθούν οι ίσες αποστάσεις ανάμεσα στην καθηγήτρια Αθηνά Λινού και στον γνωστό σκανδαλοθήρα Παύλο Πολάκη για τα κονδύλια που ισχυρίζεται ο δεύτερος ότι ενθυλακώνει η πρώτη μέσω ΜΚΟ;

-Γιατί, άραγε, ο αυτοπροβαλλόμενος ως παμμέγιστος οικονομολόγος κ. Κασσελάκης, που ανακάλυψε τα «μαύρα» τα οποία διακινούνταν επί της ηγεσίας του προκατόχου του Αλέξη Τσίπρα, δυσκολεύεται να αποφανθεί αν έχει δίκιο η Λινού ή ο Πολάκης, ο οποίος κάποτε επαίρονταν δημοσίως ότι ως δήμαρχος Σφακίων τηρούσε διπλά βιβλία;

-Μήπως εκείνο που τον εμποδίζει είναι ο βάσιμος φόβος του ότι ο «αψύς Σφακιανός», που τον επέβαλε στην περυσινή κούρσα για την ηγεσία, δεν θα αργήσει να του ζητήσει να του παραδώσει τα κλειδιά της Κουμουνδούρου, αφού οι πολακιστές αποτελούν πλέον πλειοψηφία στον εναπομείναντα ΣΥΡΙΖΑ;

Κατόπιν όλων αυτών είναι απορίας άξιον πως παραμένουν στο τύποις ακόμη «κόμμα Κασσελάκη» και οσονούπω «κόμμα Πολάκη» κάποια ελάχιστα στελέχη που έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία και διαθέτουν στοιχειώδη προσωπική και πολιτική αξιοπρέπεια. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι πολλοί, αλλά, όσοι και να είναι, η παραμονή τους εκεί είναι πλέον απολύτως αδικαιολόγητη. Δεν χρειάζεται, για παράδειγμα, ο Αλέξης Τσίπρας να προσλάβει κι άλλους ξένους ειδικούς για να αντιληφθεί ότι κανένα rebranding δεν μπορεί να κάνει αν δεν πάρει εγκαίρως αποστάσεις από τον «βόθρο» που άφησε πίσω του στην Κουμουνδούρου.

Η παθητικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις άμεσες και έμμεσες ύβρεις και λοιδορίες που εκτοξεύουν εναντίον τους ο Πολλάκης, ο Κασσελάκης και οι συν αυτοίς δεν τους απαλλάσσει από την ευθύνη την οποία έχουν να συμβάλλουν στο να κλείσει το συντομότερο δυνατόν η «σηπτική δεξαμενή» η οποία μπορεί να γνώρισε μέρες δόξης στους χαλεπούς μνημονιακούς καιρούς αλλά η διαιώνισή της μέχρι τις μέρες μας το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι να λειτουργεί ως βολικό άλλοθι για τις αστοχίες της σημερινής κυβέρνησης.

Υ.Γ.: Με την επιφύλαξη ότι δεν θα αλλάξει άρδην η εικόνα η οποία επικρατεί στο ΠΑΣΟΚ, η σύγκριση με όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ είναι συντριπτική. Μπορεί και τα δύο κόμματα μετά τα ατυχή αποτελέσματα που είχαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές να μπήκαν στη δίνη της εσωστρέφειας, η ποιοτική διαφορά, ωστόσο, που τα χωρίζει είναι παραπάνω από εμφανής.

Την ώρα που στον ΣΥΡΙΖΑ αλληλομαχαιρώνονται δίχως κανόνες και χωρίς έλεος, στο ΠΑΣΟΚ, παρά την πληθώρα των υποψηφίων αρχηγών, η κούρσα για την ηγεσία γίνεται με τήρηση των κανόνων που επιβάλλουν τα καθιερωμένα πολιτικά ήθη μιας ευνομούμενης Πολιτείας. Αν τα πράγματα εξακολουθήσουν να κινούνται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, τότε, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τον θώκο της Χαριλάου Τρικούπη στις 6 ή στις 13 Οκτωβρίου, οι πολίτες στις επόμενες εκλογές θα έχουν πιθανότατα την ευκαιρία να επιλέξουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Είναι αυτό που έχει περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο ανάγκη ο τόπος!

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

Το κάρο και το άλογο της Κεντροαριστεράς

Μια από τις πολλές ανεκπλήρωτες πολιτικές εικασίες των τελευταίων χρόνων είναι και εκείνη που ήθελε «το ΠΑΣΟΚ, το οποίο πλήρωσε δυσανάλογα μεγάλο τίμημα για τη χρεοκοπία που οδήγησε τη χώρα στα τάρταρα της οικονομικής κρίσης, θα αρχίσει να ξανανεβαίνει όταν ξεκινήσει να ανεβαίνει και πάλι η χώρα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η χώρα, παρά τα μεγάλα προβλήματα με τα οποία εξακολουθεί να είναι αντιμέτωπη (υψηλότατο χρέος, ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο, χαμηλή αγοραστική δύναμη για τα ασθενέστερα στρώματα, μεγάλη ανισοκατανομή των εισοδημάτων, αφού τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τις απολαβές των εργαζομένων), έχει μπει σε ανοδική τροχιά, όπως μαρτυρούν ορισμένα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως είναι η αύξηση του ΑΕΠ και η υποχώρηση της ανεργίας.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν συνέβη το ίδιο με το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα για τρεις και πλέον δεκαετίες, προτού να εξαϋλωθεί εκλογικά ως αποτέλεσμα της επιλογής των μετέπειτα ηγεσιών του, αρχικά, να αναλάβουν μονομερώς την ευθύνη της διάσωσης της χώρας και, εν συνεχεία, να συγκυβερνήσουν με τη Νέα Δημοκρατία.

Μια μεγάλη μερίδα από τους απογοητευμένους οπαδούς, φίλους και ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ δελεάστηκε από τις φρούδες ελπίδες τις οποίες καλλιέργησε ο Αλέξης Τσίπρας και μετακόμισε μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ που τους… «έσωσε» από τον Αντώνη Σαμάρα και τους… «παρέδωσε» στον Πάνο Καμμένο. Και σε κάθε άλλο λαϊκιστή από την άκρα Δεξιά έως την άκρα Αριστερά που ήταν έτοιμος να εκστομίσει την πιο ηχηρή μπούρδα που ακουγόταν ευχάριστα στα αυτιά ανθρώπων οι οποίοι δεν ήθελαν να χωνέψουν ότι όσο πιο επίπλαστη είναι η ευημερία που βιώνουμε, τόσο πιο επώδυνη είναι η προσγείωση στην καταβύθιση που μοιραία ακολουθεί.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, λοιπόν, οι πολιτικές εξελίξεις δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες. Και, υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί η Ελλάδα να αφήνει πίσω της -αργότερα από κάθε άλλη χώρα που βρέθηκε σε παρόμοια θέση- τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει ικανό να ξεπεράσει τη δική του κρίση. Το δοκίμασε ανεπιτυχώς με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, στη «βάρδια» του οποίου έσκασε και η διάσπαση του Γιώργου Παπανδρέου. Το προσπάθησε φιλότιμα με τη Φώφη Γεννηματά. Το πάλεψε φιλόδοξα και με τον Νίκο Ανδρουλάκη.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ωστόσο, η κοινή συνισταμένη και των τριών δοκιμών, οι οποίες έγιναν για να επιτευχθεί η πολυπόθητη ανάκαμψη που προσδοκούσαν οι λιγοστοί ηρωικοί πιστοί, οι οποίοι μάλλον αταβιστικά απέμειναν να ψηφίζουν το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν άλλη από την τελματώδη στασιμότητα.

Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν είναι δυνατόν σε συνθήκες ευρωεκλογών να υποχωρεί αισθητά η εκλογική απήχηση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων -της ΝΔ περισσότερο, του ΣΥΡΙΖΑ λιγότερο- και η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη να σφυρίζει αδιάφορα επειδή το ΠΑΣΟΚ είχε μια σχεδόν ανεπαίσθητη αύξηση του ποσοστού του κατά σχεδόν 1%, συγκεντρώνοντας, όμως, μικρότερο απόλυτο αριθμό ψηφοφόρων από εκείνον που είχε συγκεντρώσει πριν από έναν χρόνο στις βουλευτικές κάλπες.

Υπό αυτή τη συνθήκη, όσο και αν είχε δίκιο ο Νίκος Ανδρουλάκης όταν τις προηγούμενες ημέρες φέρεται να παρότρυνε τους «συντρόφους» του που τον αμφισβητούν να του υποδείξουν ποιες από τις προτάσεις που του υπέβαλαν δεν υλοποίησε, η πραγματικότητα που διαμορφώθηκε δεν του αφήνει περιθώρια για ελιγμούς υπεκφυγών. Από τη στιγμή που για δεύτερη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση δεν καταφέρνει να επιτύχει τους στόχους του, δεν μπορεί παρά να τηρήσει την υπόσχεσή του ότι θα τεθεί «υπό καθεστώς αξιολόγησης».

Αν πραγματικά πιστεύει στον εαυτό του, ενδιαφέρεται για το ΠΑΣΟΚ αλλά και για το πολιτικό του μέλλον και δεν αρκείται στο να ξοδέψει το όποιο πολιτικό κεφάλαιο διαθέτει για να οχυρωθεί στην καρέκλα της Χαριλάου Τρικούπη, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσέλθει στη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής, που είναι προγραμματισμένη για την άλλη εβδομάδα, με πρόταση για εκλογή αρχηγού από τη βάση του κόμματος εντός του προσεχούς Σεπτεμβρίου. Όπως άλλωστε του ζητούν και παραδοσιακοί σύμμαχοί του.

Οι αληθινοί ηγέτες, πολύ περισσότερο όταν έχουν τη θεμιτή φιλοδοξία να γίνουν πρωθυπουργοί, δεν κρύβονται πίσω από προσχηματικές επικλήσεις τυπικών καταστατικών προβλέψεων. Στις μέρες μας, εξάλλου, οι απόπειρες θυματοποίησης με αναφορές στα «συμφέροντα που με πολεμούν» δεν βρίσκουν έρεισμα στην κοινή γνώμη. Όπως δεν είναι αποτελεσματικές και οι απειλές για διαγραφές όσων ασκούν κριτική.

Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος γύρω από την πασίγνωστη έκφραση για το άλογο και το κάρο και για το ποιος στον χώρο της Κεντροαριστεράς θα καταφέρει να τα βάλει στη σωστή σειρά, έτσι ώστε να κινηθούν προς τη σωστή κατεύθυνση.

Αναμφίβολα, ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει εξοπλίσει το δικό του κάρο με ενδιαφέρουσες προτάσεις, χωρίς ωστόσο να πείθει -μάρτυρας τα εκλογικά αποτελέσματα- ότι ο ίδιος είναι το άλογο το οποίο, εκπροσωπώντας σε πρώτη φάση το ΠΑΣΟΚ και εν συνεχεία όλη την Κεντροαριστερά, θα μπορέσει να βγει από το σημερινό τέλμα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να κερδίσει την κούρσα που οδηγεί στη διακυβέρνηση της χώρας.

Από την άλλη, όμως, όλοι όσοι αμέσως ή εμμέσως δηλώνουν διαθεσιμότητα ή εκδηλώνουν σπουδή να τον ανταγωνιστούν και να μπουν στην κούρσα για να τον διαδεχτούν, μηδέ εξαιρουμένου του δημάρχου Αθηναίων Χάρη Δούκα, ο οποίος δεν έχει προλάβει ακόμη να δώσει δείγμα πολιτικής γραφής που να τον καθιστά αποτελεσματικό ηγέτη, μοιάζουν με άλογα που είναι διατεθειμένα να τρέξουν χωρίς καν να έχουν πίσω τους κάρο με στοιχειώδες ιδεολογικό και προγραμματικό φορτίο. Κάτι σαν déjà vu του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος κέρδισε την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ με το… μαγιό και με τα γνωστά αποτελέσματα.

Όπως δεν νοείται να κινηθεί κάρο χωρίς άλογο, έτσι και άλογο που τρέχει μόνο του χωρίς να ακολουθείται από κάρο δεν οδηγεί πουθενά.

 

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Τρικυμία στο… (μισο)άδειο ποτήρι της Κεντροαριστεράς

    Τρεις νέοι -και εν πολλοίς φερέλπιδες- πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, ο Μανόλης Χριστοδουλάκης από το ΠΑΣΟΚ, η Έφη Αχτσιόγλου από τη Νέα Αριστερά και ο Διονύσης Τεμπονέρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, απεδέχθησαν την πρόσκληση μιας εφημερίδας για να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

         Από μια πρώτη άποψη, δεν φαίνεται να υπήρξε τίποτε το επιλήψιμο στην οργάνωση μιας τέτοιας εκδήλωσης. Από που κι ως όπου, άλλωστε, είναι πρόβλημα τρεις νέοι πολιτικοί να μη μπορούν να συνομιλούν μεταξύ τους, να εκφράζουν τις απόψεις τους και να προβληματίζονται για το μέλλον που επιφυλάσσουν στην ελληνική κοινωνία οι τρέχουσες καταστάσεις; Θα ήταν ευχής έργον αν οι Έλληνες πολιτικοί κατάφερναν να ανταλλάσσουν απόψεις χωρίς υστεροβουλίες και υπολογισμούς.    

         Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο τίτλος τον οποίο επέλεξαν να βάλουν οι οργανωτές της εκδήλωσης ήταν τουλάχιστον αφελής, αν όχι πολιτικά προβοκατόρικος. «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;», είναι το βαρύγδουπο ερώτημα στο οποίο υποτίθεται ότι θα κληθούν να απαντήσουν ένας συμπαθής πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, μια παρ΄ όλίγον ηγέτις του ΣΥΡΙΖΑ και ένα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μέχρι στιγμής δεν έχει γνωρίσει την επικύρωση της λαϊκής νομιμοποίησης.

         Δεν ξέρω ποιος το σκέφθηκε το συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απολύτως υπονομευτικό για το όλο εγχείρημα της υποτιθέμενης αναζήτησης εναλλακτικής πολιτικής προσωπικότητας που θα διαδεχθεί τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος, όπως συνήθως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αποκλείεται να είναι… αιώνιος στο αξίωμα.

         Το πότε, όμως, αλλά κυρίως το από ποιον, θα γίνει, αργά ή γρήγορα, η διαδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα το οποίο αποκλείεται να απαντηθεί σε μια ημερίδα που μάλλον πρόχειρα και σίγουρα αυτάρεσκα κάποιοι οργάνωσαν, θεωρώντας ότι μπορεί να καθορίσουν τα πολιτικά μελλούμενα με μόνο κριτήριο τη δική τους βουλησιαρχία ή ίσως και προπέτεια.

         Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς, το οποίον με τον έναν ή τον άλλο φιλοδοξούν να εκπροσωπούν οι τρεις συγκεκριμένοι πολιτικοί, υπερβαίνει κατά πολύ τις δικές τους -θεμιτές ή αθέμιτες- φιλοδοξίες. Διότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Κεντροαριστερά είναι ο κατακερματισμός, ο οποίος σχετίζεται απολύτως με τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν σε μια σειρά από διαφορετικά ζητήματα με έντονη ιδεολογική χροιά. 

Πώς αποτιμούν, για παράδειγμα, την υπερτετραετή διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Και, επίσης πώς εκτιμούν τον ρόλο που διαδραμάτισε στα πολιτικά πράγματα της τελευταίας 15ετίας ο Αλέξης Τσίπρας; Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι τον τελευταίο έσπευσε να συναντήσει τις προηγούμενες μέρες ο κ. Τεμπονέρας, θέλοντας ενδεχομένως να δείξει ότι οι πρωτοβουλίες του έχουν -αν μη τι άλλο!- την επίνευση του τέως αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, ποτέ δεν παραιτήθηκε, παρά μόνο, κατά την επίσημη δήλωσή του, «παραμέρισε».

Όπως και να έχει, και σε πείσμα με τις δεύτερες σκέψεις που κάνουν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην περί ής ο λόγος εκδήλωση, η διάσταση που της δόθηκε είναι δυσανάλογη τόσο του πολιτικού διαμετρήματος των τριών στελεχών που θα καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι για να βρουν τον αντικαταστάτη του Μητσοτάκη όσο και των παραμέτρων που συνθέτουν το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό.

Από την άλλη, δυσανάλογα μεγάλος μοιάζει να είναι και ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε γύρω από την συγκεκριμένη εκδήλωση. Και αυτό διότι η ετερόκλητη τριάδα, όπως και όλοι όσοι έχουν αντίστοιχες ανησυχίες, προτού αναζητήσουν τον επόμενο πρωθυπουργό, χρειάζεται να διαμορφώσουν μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης η οποία να αμφισβητεί βάσιμα την διαχειριστική επάρκεια του κ. Μητσοτάκη και των πολιτικών προσώπων που τον πλαισιώνουν στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας κατά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια.

Όσο αυτό δεν συμβαίνει, καμμιά ημερίδα δεν θα καταφέρει να συγκολλήσει τις διαφορετικές τάσεις που επικρατούν στην Κεντροαριστερά. Με αποτέλεσμα η αναταραχή που κάποιοι διαβλέπουν να προκαλείται από πρωτοβουλίες αυτού του είδους να μην είναι στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από… τρικυμία σε ένα (μισο)άδειο ποτήρι, όπως μοιάζει ο χώρος της Κεντροαριστεράς στις μέρες μας.

Δεν μπορεί, άλλωστε, να περάσει απαρατήρητο ότι, με βάση την τελευταία δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Alco για τον Alpha) το άθροισμα των δημοσκοπικών ποσοστών  τα οποία συγκεντρώνουν στην πρόθεση ψήφου το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά (24,5%) υπολείπονται της επίδοσης την οποία επιτυγχάνει η κυβερνητική παράταξη (28,2%). 

Αν και είναι αρκετοί εκείνοι που δεν βρίσκουν ευθείες αναλογίες, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου ο Χάρης Δούκας κατάφερε να ανατρέψει πολύ μεγαλύτερη διαφορά που χώριζε όχι μόνον τον ίδιο αλλά και τους συμμάχους που εξασφάλισε στη μάχη του δεύτερου γύρου από τον βασικό του αντίπαλο Κώστα Μπακογιάννη. 

Η ουσιαστική διαφορά, όμως, ήταν ότι ο Δούκας έδειξε εξαρχής να πιστεύει στην νίκη και, εκπονώντας ένα πρόγραμμα που διέφερε από τα τετριμμένα και μεγαλεπήβολα, κάλυψε τη δεύτερη Κυριακή μια δυσθεώρητη διαφορά που τον χώριζε στον πρώτο γύρο από τον αντίπαλό του, ο οποίος, επειδή πίστευε ότι ήταν… «άχαστος», επέλεξε να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο στο περίφημο ντιμπέιτ που θα μνημονεύεται για χρόνια ως «case study» πολιτικής ανατροπής.  

Συμπέρασμα; Για να γεμίσει το ποτήρι της Κεντροαριστεράς, ώστε να καταστεί πλειοψηφική δύναμη, απαιτείται να συντρέξουν δύο απαράβατες προϋποθέσεις: ρηξικέλευθο πρόγραμμα και ηγέτης που να πείθει ότι μπορεί να το εφαρμόσει. Όλα τα άλλα είναι για να έχουν ύλη οι εφημερίδες και τα σάιτ και για να καταναλώνουν χρόνο τα τηλεοπτικά πρωινάδικα όταν δεν κατακλύζονται από το lifestyle του νεόκοπου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

«Του λιτλ, του λέιτ*», που λέμε και στην… Ήπειρο!

Ήταν, θεωρώ, θέμα χρόνου και το πλήρωμά του φαίνεται ότι ήρθε αυτές τις μέρες που ξεκίνησε η μεγάλη φυγή στελεχών από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν θα μπορούσε παρά να κατρακυλήσει στην τρίτη θέση στη σειρά κατάταξης των κομμάτων, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται η δυναμική των επερχόμενων εξελίξεων να τον οδηγήσει ακόμη πιο κάτω στην ευρωκάλπη του προσεχούς Ιουνίου. 

Όλα, εξάλλου, μαρτυρούν ότι δεν είναι ούτε πρόσκαιρο ούτε συγκυριακό το πέρασμα του ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση έπειτα από ένδεκα ολόκληρα χρόνια, όπως κατεγράφη στην πρώτη δημοσκόπηση η οποία είδε το φως της δημοσιότητας μετά τα ρήγματα που προκάλεσε ο «τσαμπουκάς» του Στέφανου Κασσελάκη και όσων τον πλαισιώνουν κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο. 

Μπορεί η ίδια η Χαριλάου Τρικούπη να μην κάνει και… τόσα πολλά για να ανατραπεί ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στα αντιπολιτευόμενα κόμματα, το έργο της διάλυσης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται ότι το έχουν αναλάβει οι τωρινοί «ένοικοι» της Κουμουνδούρου.

Τα δηλητηριώδη βέλη που ανταλλάσσουν ο ουρανοκατέβατος νέος αρχηγός και οι συν αυτώ με τους εσωκομματικούς αμφισβητίες τους, οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλον παίρνουν την άγουσα προς την έξοδο, δείχνουν ότι στο συνονθύλευμα που είχε συνασπιστεί γύρω από την προοπτική εξουσίας, που τους έδινε παλαιότερα ο Αλέξης Τσίπρας, δεν υπάρχει πλέον καμία συγκολλητική ουσία ικανή να μπορεί να το κρατήσει ενιαίο. 

Το ενδιαφέρον, πάντως, είναι ότι, σε αντίθεση με εκείνους που μένουν, σχεδόν όλοι όσοι φεύγουν δείχνουν σα να έχουν μεταμορφωθεί και να προσχωρούν στο πεδίο της λογικής. Τα κείμενα αποχώρησης που υπογράφουν οι περισσότεροι μπορεί να έχουν αρκετές σάλτσες, όπως τους κατηγόρησε ο Κασσελάκης, πλην όμως διαθέτουν συνοχή και κάνουν παραδοχές για τις οποίες, ακόμη και αν διαφωνείς μαζί τους, δεν μπορείς να πεις ότι απέχουν από την πραγματικότητα. 

Αναγνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι δεν ήταν όλα καλώς καμωμένα από τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε όταν ήταν στην εξουσία είτε όταν πέρασε στην αντιπολίτευση. Παραδέχονται τις λάθος αναγνώσεις και τις απλοϊκές ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες οι πολίτες εξαπατήθηκαν και γι΄ αυτό καταψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Και -το κυριότερο που, αν θέλετε, δείχνει ότι αφήνουν πίσω την παράνοια της κατασκευής μιας πλαστής πραγματικότητας που μόνον οι ίδιοι έβλεπαν- δεν αμφισβητούν τις δημοσκοπήσεις, όπως συνέβαινε χρόνια τώρα, που τις εμφάνιζαν ως δήθεν συνωμοσία του «συστήματος» το οποίο τάχατες τούς πολεμούσε.

Την ίδια ώρα οι σφοδρές αντιπαραθέσεις γύρω από τον άθλιο ρόλο που διαδραμάτιζαν και εξακολουθούν να διαδραματίζουν τα πολυποίκιλα Συριζοτρόλ αναδεικνύουν το σαθρό πεδίο μέσα από το οποίο ξεπήδησε ένας αλλοπρόσαλλος κομματικός σχηματισμός, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012 - 2023, που δεν κατάφερε να γειωθεί με την ελληνική κοινωνία επειδή το πάνω χέρι σε αυτόν είχαν δυνάμεις του πολιτικού περιθωρίου.

Είναι οι δυνάμεις που στο παρελθόν πολεμούσαν με ανοίκειες μεθόδους τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μόλις αισθάνθηκαν ότι απειλούνταν από «εσωτερικούς εχθρούς» δεν δυσκολεύτηκαν να εξαπολύσουν τις ίδιες δολοφονικές επιθέσεις χαρακτήρων ενάντια στους μέχρι χθες «συντρόφους» τους.

Ο πόλεμος, εξάλλου, ο οποίος ξέσπασε αυτές τις μέρες γύρω από το διαβόητο «μαξιλάρι» των 37 δισ. ευρώ ήταν μια απτή απόδειξη των δύο… κόσμων που στέγαζε μέχρι πρότινος η αξιωματική αντιπολίτευση. Από τη μια είναι οι αρειμάνιοι πολακιστές, που «όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν» χωρίς να έχουν πρόβλημα να καταφύγουν σε ανέξοδους βερμπαλισμούς ότι δήθεν κάποιοι κακοί μέσα στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν επέτρεψαν να μοιραστούν χρήματα στον λαό για να έχουν ακόμη την κυβέρνηση.

Από την άλλη, αντιπαρατάσσονται, έστω με καθυστέρηση, κάποιοι όψιμοι ρεαλιστές που προσπαθώντας να διαφυλάξουν την αξιοπρέπειά τους υποστηρίζουν ότι το αποκαλούμενο «μαξιλάρι» δεν ήταν χρήματα που μπορούσαν να μοιραστούν επειδή στην πραγματικότητα ήταν «λύτρα» τα οποία έπρεπε να μείνουν να μείνουν ανέπαφα για να μπορεί να συνεχίζεται απρόσκοπτα ο δανεισμός του ελληνικού δημοσίου. (Σ.Σ.: Μέχρι και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Πάνο Λάμπρου είχα επ΄ αυτού μια πολλή λογική συζήτηση τις προηγούμενες ημέρες στο στούντιο της εκπομπής «Συνδέσεις» της ΕΡΤ που μας φιλοξένησε και τους δύο).

Τις επικίνδυνες ατραπούς που ανοίγονται από τις επιλογές της ομάδας Κασσελάκη φαίνεται να αντιλήφθηκε με μεγάλη καθυστέρηση και ο τέως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μέχρι τώρα τηρούσε μια αιδήμονα σιωπή, επειδή ίσως -με «μακιαβελικού τύπου», όπως λένε ορισμένοι- υπολογισμούς πίστευε ότι η νέα ηγετική ομάδα θα δούλευε για την υστεροφημία του και θα εξοβέλιζε όσους αμφισβητούσαν ότι ήταν ο ένας και μοναδικός δημιουργός του κόμματός του.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας, ο οποίος δεν αντιδρούσε στις επανειλημμένες εκκλήσεις παλαιών συνεργατών του να διαψεύσει ότι δήθεν είχε πέσει θύμα εσωτερικών αμφισβητήσεων, αισθάνθηκε την ανάγκη να παρέμβει μόλις αντιλήφθηκε ότι με τη φόρα που έχουν πάρει οι… «σκιτζήδες» οι οποίοι κατέλαβαν τον 7ο όροφο της Κουμουνδούρου θα αποδομήσουν πλήρως τον ίδιο προσωπικά και την όποια κληρονομιά τούς άφησε. Αν πιστέψουμε, άλλωστε, τις διαρροές συνομιλητών του, «έχει τρομάξει κι ο ίδιος από αυτά που βλέπει να εκτυλίσσονται».

Μόνον, όμως, που -από αδυναμία χαρακτήρα, άραγε, ή από ταπεινό υπολογισμό;- ο Αλέξης Τσίπρας καθυστέρησε πάρα πολύ να παρέμβει. Με αποτέλεσμα οι κινήσεις τις οποίες κάνει πλέον παρασκηνιακά να θυμίζουν τη φράση «too little, too late». Το ποτάμι της δρομολογημένης διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν γυρίζει πίσω. Ίσως διότι δεν του έπρεπε τίποτε λιγότερο. Κυρίως επειδή η ελληνική κοινωνία φαίνεται διατεθειμένη να κλείσει και τους τελευταίους λογαριασμούς που άνοιξαν την περίοδο της μνημονιακής επέλασης.

*Είναι η ελληνική γραφή της αγγλικής έκφρασης «too little, too late», η οποία, για όσους ενδεχομένως δεν το ξέρουν, σημαίνει «τόσο λίγα και τόσο αργά» (όπως λέμε και στην… Ήπειρο όταν μεταφράζουμε τη δική μας ρήση «καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια»…).