Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεννηματά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεννηματά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»



«Αυτοί που χρεοκόπησαν και λεηλάτησαν το ταμείο και το παρέδωσαν άδειο, ζητάνε τώρα να αρπάξουν τους κόπους και τις θυσίες του ελληνικού λαού, να πάρουν τα 35 δισ. από τις θυσίες του λαού μας και να τα δώσουν στις τράπεζες και στους τραπεζίτες», έλεγε και ξαναέλεγε ο Αλέξης Τσίπρας σε όλες τις προεκλογικές ομιλίες που εκφώνησε πριν από την 7η Ιουλίου.
Σχεδόν σε κάθε δημόσια εμφάνιση του σε μπαλκόνι ή τηλεοπτικό πλατό ξιφουλκούσε κατά του βασικού του αντιπάλου Κυριάκου Μητσοτάκη, επιμένοντας, σε πείσμα των γαλάζιων διαψεύσεων, ότι αν κέρδιζε τις εκλογές η χώρα θα ζούσε έναν Αρμαγεδδώνα, καθώς η κυβέρνηση που θα σχημάτιζε –με τη… συνδρομή της Φώφης Γεννηματά, όπως ισχυριζόταν, για να καταστήσει πιο ισχυρή την υποτιθέμενη… ασύμμετρη απειλή κατά των λαϊκών συμφερόντων που συνιστούσε η ήττα του κόμματός του- αφού:
*Πρώτον, θα επέβαλε την επταήμερη εργασία, καταργώντας το οκτάωρο και το πενθήμερο και υποχρεώνοντας τους εργαζομένους να δουλεύουν πολύ περισσότερο με τον ίδιο μισθό και με ελαστικοποιημένες μορφές απασχόλησης.
*Δεύτερον, θα απέλυε σωρηδόν δημοσίους υπαλλήλους.
*Τρίτον, θα καταργούσε τη διευκόλυνση της αποπληρωμής των οφειλών σε 120 δόσεις, που είχε μεν ψηφίσει, αλλά δεν είχε προλάβει να εφαμρόσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
*Τέταρτον, θα περιέκοπτε όλα τα κοινωνικά επιδόματα υπέρ των οικονομικά αδυνάμων, καταργώντας ακόμη και την αποκαλούμενη «13η σύνταξη», και
*Πέμπτον, θα έφερνε πίσω το ΔΝΤ για να μας επιβάλουν από κοινού ένα τέταρτο Μνημόνιο.
Η «δαιμονοποίηση» του Κυριάκου Μητσοτάκη στην οποία, προφανώς, στόχευε με αυτή την προεκλογική τακτική ο Αλέξης Τσίπρας, επετεύχθη ως έναν βαθμό. Από το 23,75% στο οποίο κατρακύλησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωκάλπη της 26ης Μαΐου, κατάφερε στην εθνική κάλπη της 7ης Ιουλίου να σκαρφαλώσει στο 31,53%, προσελκύοντας ψηφοφόρους οι οποίοι επηρεάστηκαν από την κινδυνολογία ότι «θα χάσουν κεκτημένα».
Μετεκλογικά, ωστόσο, το σκηνικό που διαμορφώνεται μοιάζει εντελώς διαφορετικό. Δύο μήνες μετά την εκλογική νίκη της ΝΔ τίποτε από τα μύρια όσα κακά που, σύμφωνα με το ΣΥΡΙΖΑϊκό αφήγημα, θα επέπιπταν επί των κεφαλών μας, όχι μόνον δεν επιβεβαιώθηκε, αλλά, μέχρις στιγμής τουλάχιστον, η τροπή των πραγμάτων φαίνεται να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Από το βήμα της ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διέψευσε και τα πέντε προαναφερθέντα επιχειρήματα, τα οποία εν πολλοίς, είχαν αποτελέσει τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η επικοινωνιακή στρατηγική της απελθούσας κυβέρνησης.
Και για την ακρίβεια των πραγμάτων στην ομιλία προς τους παραγωγικούς φορείς το Σάββατο και στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Κυριακή, ο νυν πρωθυπουργός:
1. Ανακοίνωσε κίνητρα για να μετατραπεί η μερική απασχόληση σε πλήρη, όπως και κυρώσεις κατά της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της μαύρης ή ανασφάλιστης εργασίας, η οποία, εκτός από τους ίδιους τους εργαζόμενους που την υφίστανται, πλήττει την υγιή επιχειρηματικότητα που αντιμετωπίζει συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.
2. Εξήγγειλε αυξημένο αριθμό προσλήψεων στους τομείς που το Δημόσιο έχει πραγματικές ανάγκες, όπως είναι η Υγεία, η Παιδεία και η Ασφάλεια.
3. Δεσμεύτηκε ρητά ότι δεν θα καταργήσει κανένα επίδομα και αντιθέτως σκοπεύει να χορηγήσει επιπλέον εφάπαξ επίδομα 2.000 για κάθε παιδί που γεννιέται.
4. Πανηγύρισε για τη διεύρυνση της ρύθμισης για τις 120 δόσεις που επιτέλους ξεκίνησε και αφορά περισσότερους οφειλέτες οι οποίοι μπορεί να ενταχθούν σε αυτή με μικρότερες δόσεις και με χαμηλότερο επιτόκιο από ό,τι προβλεπόταν στην εξαγγελθείσα και μηδέποτε εφαρμοσθείσα ρύθμιση της προηγούμενης κυβέρνηση.
5. Προανήγγειλε την πρόωρη αποπληρωμή των παλαιότερων δανείων από το ΔΝΤ που, εκτός από επωφελής οικονομικά, έχει και τη σημειολογική διάσταση ότι αφήνουμε πλέον πίσω τη μια μετά την άλλη τις δυσμενείς συνέπειες της μνημονιακής περιόδου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συμπτωματική η διεύρυνση της πολιτικής κυριαρχίας του νυν πρωθυπουργού που καταγράφεται σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Η μια μετά την άλλη οι έρευνες δείχνουν ότι ακόμη και οι πολίτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα στις πρόσφατες εκλογές αντιμετωπίζουν με θετική προαίρεση τη νέα κυβέρνηση και συνηγορούν σε πολλές από τις πρωτοβουλίες της (κατάργηση ασύλου, ενίσχυση της αστυνόμευσης κ.λπ.).
Η πολιτική μετριοπάθεια με την οποία πολιτεύεται αυτό το πρώτο διάστημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνδυασμό με την συνεχή διάψευση που υφίσταται η κινδυνολογική στρατηγική την οποία χάραξε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα ως κυβέρνηση και συνεχίζει να εφαρμόζει ως αξιωματική αντιπολίτευση στερεί ζωτικό πολιτικό χώρο και προκαλεί εμφανή αμηχανία στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ηγεσία του.
Οι κραυγές ορισμένων στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «αναβίωση του κράτους της Δεξιάς», δεν πείθουν τους πολίτες. Ενώ το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία, από τη μια, υποτίθεται ότι είχε κανονίσει να μειωθούν η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ, από την άλλη, επικρίνεται η σημερινή κυβέρνηση ότι δεν είναι αρκούντως διεκδικητική.
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός απολαμβάνουν ακόμη συνθήκες που παραπέμπουν σε «μήνα του μέλιτος», όπως συνήθως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με τους νεοεκλεγέντες. Από την άλλη, όμως, αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι η κριτική που της ασκείται από τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης και κατά βάση  δεν είναι διόλου πειστική στα μάτια της κοινής γνώμης.
Γι΄ αυτό και όσοι θέλουν να αντιπολιτευθούν με αποτελεσματικότητα, είτε πρόκειται για τον ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Αλλαγής ή οποιονδήποτε άλλον, δεν έχουν παρά να αφήσουν κατά μέρος την εύκολη κινδυνολογία και να την αντιτάξουν η δική τους εναλλακτική προγραμματική πρόταση.
Διαφορετικά ο καιρός θα περνάει και εκείνοι ματαίως θα αναρωτιούνται όπως ο βοσκός της γνωστής βουκολικής ρήσης: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουμε τα έρμα και ψοφάνε…».

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Ένας αλγόριθμος για τα χρέη των κομμάτων


Τώρα που για τις ανάγκες της απεγνωσμένης προσπάθειας της κυβέρνησης να αλλάξει η ανεπίστρεπτη πορεία που φαίνεται να έχουν λάβει οι πολιτικές εξελίξεις ανασύρθηκε για μια ακόμη φορά στην επιφάνεια το ζήτημα των δανείων των κομμάτων, είναι ίσως μια καλή ευκαιρία για να αντιμετωπιστεί ριζικά το σημαντικό αυτό θέμα.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι έχουν δίκιο όσοι –ανάμεσά τους και κυβερνητικοί παράγοντες- υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να επιβαρυνθούν ούτε οι φορολογούμενοι πολίτες ούτε οι τράπεζες από τυχόν διαγραφή των συγκεκριμένων χρεών τα οποία συσσωρεύθηκαν στην πορεία των πολλών τελευταίων χρόνων και κυρίως πριν το ξέσπασμα της κρίσης της περιόδου 2009 - 2010.
Τούτου δοθέντος, ο δικαιότερος επιμερισμός των βαρών αυτών είναι με την κατανομή τους σε όσους επωφελήθηκαν από τις δαπάνες που έκαναν τα κόμματα τα προηγούμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, τα χρέη του κάθε κόμματος να καταλογιστούν αναλογικά σε εκείνους οι οποίοι κατέλαβαν –κοινοβουλευτικά ή κυβερνητικά- αξιώματα πολιτευόμενοι με τη σημαία του κόμματος που χρωστάει.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να είναι υπόλογα για τις οφειλές των κομμάτων τους τα στελέχη της νεότερης γενιάς που δεν συμμετείχαν στην πολιτική ζωή όταν εκτοξεύθηκαν οι δαπάνες. Και, την ίδια ώρα, να απαλλάσσονται εκείνοι που καρπώθηκαν τα ωφελήματα από τις πολυδάπανες προεκλογικές εκστρατείες του παρελθόντος στις οποίες επιδίδονταν όλα τα κόμματα.
Για να γίνει πιο σαφές, ας το πούμε και με ονόματα: Από πού κι ως που είναι μόνος υπόλογος για τα χρέη του ΠΑΣΟΚ ο σημερινός γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής Μανώλης Χριστοδουλάκης και απαλλάσσονται κάθε ευθύνης η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου ή ο Γιάννης Ραγκούσης, που ήταν γραμματείς του ΠΑΣΟΚ όταν δημιουργήθηκε το βουνό με τα χρέη;
Ο νεαρός Χριστοδουλάκης ήταν πολιτικά «αγέννητος» όταν οι προκάτοχοί του απολάμβαναν το νέκταρ της εξουσίας που τους εξασφάλιζαν τα αξιώματα που ανέλαβαν ως μέλη της Βουλής και της Ευρωβουλής αλλά και ως υπουργοί των κυβερνήσεων της περιόδου που έγιναν οι δαπάνες για τις οποίες βαρύνεται σήμερα ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος.
Το ίδιο ισχύει ακόμη και για τη Φώφη Γεννηματά. Η σημερινή πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και του Κινήματος Αλλαγής είναι βουλευτής και διετέλεσε υπουργός πολύ μικρότερο διάστημα από, π.χ., τον Στέφανο Τζουμάκα, ο οποίος θήτευσε στο Κοινοβούλιο από το 1977 έως το 2007, που ο λαός της Β΄ Αθηνών τον… συνταξιοδότησε. Ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2011, διεκδίκησε και την ηγεσία του κόμματος που σήμερα καταγγέλλει ότι κατέστρεψε η χώρα, πριν στήσει το δικό του κομματικό «μαγαζί», που αποδοκιμάστηκε από τους πολίτες, για να καταλήξει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μερίδια –μικρότερα, ενδεχομένως- στα χρέη του ΠΑΣΟΚ αναλογούν και στα υπόλοιπα στελέχη του που συνέχισαν επίσης την πολιτική τους στον ΣΥΡΙΖΑ: από τη Λούκα Κατσέλη και τον Μάρκο Μπόλαρη έως τη Θεοδώρα Τζάκρη και τον Θάνο Μωραϊτη. Ακόμη και ο Αντώνης Κοτσακάς, ο οποίος έχει πάψει από χρόνια να είναι βουλευτής και υπουργός, έχει σίγουρα μεγαλύτερη ευθύνη για το άγος του ΠΑΣΟΚικού χρέους από αρκετά εν ενεργεία στελέχη του Κινήματος Αλλαγής.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα των πραγμάτων και στη Νέα Δημοκρατία. Ο Πάνος Καμμένος έχει διατελέσει πολύ περισσότερα χρόνια βουλευτής με τη γαλάζια παράταξη από εκείνα που θητεύει στα κοινοβουλευτικά έδρανα ο νυν αρχηγός της Κυριάκος Μητσοτάκης.
Όπως και η Έλενα Κουντουρά με την Κατερίνα Παπακώστα κάθησαν στα κοινοβουλευτικά έδρανα πολύ περισσότερο από αρκετούς σημερινούς βουλευτές της ΝΔ, οι οποίοι, σε αντίθεση με τις δύο υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μετείχαν στα πολιτικά πράγματα και δεν είχαν λόγο όταν δημιουργήθηκαν τα ασήκωτα χρέη της παράταξης τους.
 Αν, πράγματι, στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ ενδιαφέρονται για να πληρωθούν τα χρέη των κομμάτων –μεταξύ των οποίων είναι και τα δικά τους, που όταν χάσουν την εξουσία και τους μειωθεί η κρατική επιχορήγηση θα φανεί το πραγματικό τους ύψος- δεν έχουν παρά να λάβουν μέριμνα για τον δίκαιο επιμερισμό τους σε εκείνους που τα δημιούργησαν.
Η λύση είναι απλή και, εφόσον υπάρξει και η σχετική πολιτική βούληση, μπορεί να αποδειχθεί και άμεσα εφαρμόσιμη ως εξής:
1. Κατ΄ αρχήν, να καταγράφουν, σε ξεχωριστές λίστες ανά κόμμα, όσοι όλοι διετέλεσαν βουλευτές, ευρωβουλευτές, υπουργοί και υφυπουργοί τα τελευταία 20 ή 30 χρόνια.
2. Εν συνέχεια, από τους ισολογισμούς των κομμάτων να βρεθούν οι χρονιές των ελλειμμάτων και της δημιουργίας των χρεών με αφαίρεση των εσόδων από τις δαπάνες.
3. Με έναν αλγόριθμο, κατόπιν, που θα συνδέει τα δύο αυτά μεγέθη, μπορεί να υπολογιστεί η κατανομή των βαρών αναλόγως με τον χρόνο που κατείχε ο καθένας (αμειβομένη) θέση.
4. Και, τέλος, όσοι θεωρηθούν υπόλογοι να λάβουν στο σπίτι τους τον λογαριασμό που θα βγάλει ο αλγόριθμος ώστε να κληθούν να ξεπληρώσουν την υποχρέωσή τους με παρακράτηση από τον μισθό ή τη σύνταξη που λαμβάνουν σήμερα και που για τους περισσότερους είναι επακόλουθη της προγενέστερης θητείας που είχαν στο ίδιο ή άλλο κόμμα.   
Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν. Ένα πεδίο το οποίο μάλλον δύσκολα θα ακολουθήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επειδή θα κινδυνεύσει να… αποψιλωθεί από στελέχη, διακινδυνεύοντας να χάσει τα κάθε λογής ρετάλια που περιμάζεψε από κάθε κατεύθυνση.
Φαντάζεστε, επί παραδείγματι, τον Σπύρο Δανέλλη να ψηφίζει για να του επιμεριστεί χρέος από την εποχή που ήταν ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, προτού, μέσω του Ποταμιού, βρει τη νέα πολιτική στέγη που θεωρεί ότι θα τον ξαναστείλει στις Βρυξέλλες;

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Ο «δεν είμαι ανόητος» που «πιάνει πουλιά στον αέρα»



«Θα ήμουν ανόητος αν πίστευα ότι ένας ιστορικός πολιτικός χώρος μπορεί ή να λεηλατηθεί ή να εξαϋλωθεί. Θα ήμουν, όμως, ακόμα πιο ανόητος εάν ήταν αυτή η στρατηγική μου επιλογή», υποστήριξε ο Αλέξης Τσίπρας την περασμένη Δευτέρα μιλώντας στην εκδήλωση «Ευημερία για όλους σε μία βιώσιμη Ευρώπη» που οργάνωσε ο περίγυρος του με στόχο να εμφανίσει μια εικόνα διεύρυνσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναφερόταν φυσικά στον χώρο του Κέντρου και πιο συγκεκριμένα στο ΠΑΣΟΚ, που ακόμη και φανατικοί φίλοι και οπαδοί του πρωθυπουργού που βρίσκονταν στο ακροατήριό του, όπως ο Ευάγγελος Αντώναρος, ο Θανάσης Παπαχριστόπουλος ή ο γνωστός τραγουδιστής Θέμης Αδαμαντίδης, «χρυσές εφεδρείες» για τη μελλοντική στελέχωση της κυβέρνησης, μπορούσαν να αντιληφθούν ότι αποτελούσε τον στόχο της πολυδιαφημισμένης αυτής εκδήλωσης.
Με τη γνωστή, ωστόσο, άνεση η οποία του επιτρέπει να λέει τα πάντα και τα αντίθετά τους, αδιαφορώντας για το αν και στις δύο περιπτώσεις κινδυνεύει να πέσει έξω, ο κ. Τσίπρας, συμπλήρωσε: «Για να υπάρξει προοπτική και πιθανότητα προοδευτικής διακυβέρνησης την επόμενη μέρα, χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της αριστεράς να βρει συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου».
Αυτονόητα πράγματα από μια άποψη, τα οποία, όμως, δεν μπορεί να μην εκπλήσσεται κανείς όταν τα ακούει από τα χείλη του πολιτικού ανδρός ο οποίος έχει δώσει εντελώς διαφορετικά δείγματα γραφής. Και που, παρά ταύτα, δεν δυσκολεύεται τώρα να πει: «Αν κάτι επιθυμούμε με αυτή τη στρατηγική μας, και δεν το κρύβουμε, είναι όχι να αλώσουμε, να λεηλατήσουμε, να εξαϋλώσουμε ή όπως αλλιώς μπορούν να μας κατηγορήσουν, αλλά να πείσουμε. Να πείσουμε ότι πρέπει να αλλάξουν στρατηγική…». Οι άλλοι, εννοείται και ο ίδιος που καταποντίζεται σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Τους χαρακτηρισμούς περί «κυβέρνησης Πινοσέτ» που είχαν δοθεί στο υπουργικό σχήμα του Γιώργου Παπανδρέου; Ή τη συνέχεια σύμφωνα με την οποία μια πλειάδα στελεχών εκείνης της κυβέρνησης βρήκαν ο ένας μετά τον άλλο φιλόξενη στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνησή του; Τις λοιδωρίες κατά της Φώφης Γεννηματά και τη στοχοποίηση του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Ανδρέα Λοβέρδου; Ή την απόπειρα διαπόμπευσης του Κώστα Σημίτη με το άνοιγμα των λογαριασμών του (που ακόμη δεν μάθαμε τι έκρυβαν);
Ποιος, εξάλλου, μπορεί να πιστέψει, ότι από τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων επελέγησαν να γίνουν υφυπουργοί του Αλέξη Τσίπρα ο Θάνος Μωραΐτης και ο Άγγελος Τόλκας επειδή αξιολογήθηκαν και κρίθηκαν ότι ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση; Προφανώς, ούτε η Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου που δεν κρύβει τον θαυμασμό της για τα ηγετικά προσόντα του Αλέξη Τσίπρα και του γράφει, μάλιστα, τραγούδια.
Θα μπορούσε να παραθέσει κάποιος πληθώρα επιχειρημάτων και να επικαλεστεί πάμπολλα περιστατικά για να υποστηρίξει ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν εννοεί σχεδόν τίποτε από όσα λέει. Ούτε για το πώς πραγματικά βλέπει τον χώρο του Κέντρου. Ούτε για το ποιες είναι οι πραγματικές του προθέσεις. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η διάσωσή του από την επερχόμενη συντριβή την οποία ό0λα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσει να αποφύγει στις κάλπες του Μαΐου. Και γι΄ αυτό κλαψουρίζει που το Κίνημα Αλλαγής ζητεί –για λόγους δικής τους περιχαράκωσης απέναντι στην επαπειλούμενη λεηλασία- την στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ  
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, και χωρίς καμία διάθεση για δίκη προθέσεων, στο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου δεν «δίνουν δεκάρα τσακιστή» για «να βρουν συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου». Αν, όντως, ήταν αυτός ο στόχος τους, ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ δεν θα κυβερνούσαν επί τέσσερα χρόνια με τους ΑΝΕΛ και δεν θα γαντζωνόταν στην κυβερνητικές καρέκλες επιστρατεύοντας κάθε λογής πολιτικό απολειφάδι, χωρίς καμία αξιολόγηση της προγενέστερης πολιτικής διαδρομής του.
Εκείνος που έδωσε εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά στο δίπολο «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί», δεν δυσκολεύτηκε να προσεταιριστεί στελέχη που ψήφισαν όλα τα Μνημόνια. Περιμάζεψε ανυπόληπτα πολιτικά πρόσωπα και υπουργοποίησε ανθρώπους που για το μόνο που μπορεί να περάσουν στην ιστορία είναι για τις ανακολουθίες των λόγων τους και για τα όσα καταμαρτυρούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ πριν τους εκμαυλίσει με τις καρέκλες της εξουσίας.
Αν, πάντως, «δεν είναι ανόητος», όπως διατείνεται ο ίδιος και όντως «πιάνει πουλιά στον αέρα», όπως επείσθη ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος που τον συνάντησε μια φορά στο Μέγαρο Μαξίμου, θα πρέπει να ξέρει ότι οι λεγόμενες «διευρύνσεις» δεν έχουν σώσει καμία μεταπολιτευτική κυβέρνηση ως τώρα, ακόμη και όταν γίνονται με προσωπικότητες χωρίς δύσκολα θα τους παραλλήλιζε κανείς με την Κατερίνα Παπακώστα ή τη Μυρσίνη Ζορμπά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70, για παράδειγμα, το στελεχιακό δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας των Κωνσταντίνου Καραμανλή  και Γεωργίου Ράλλη εμπλουτίστηκε με προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Θανάσης Κανελλόπουλος, αλλά αυτό δεν απέτρεψε τον θρίαμβο του επελαύνοντος ΠΑΣΟΚ. Όπως δεν έκοψε το 2004 τον δρόμο του Κώστα Καραμανλή προς την εξουσία η ακόμη πιο εντυπωσιακή πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου να εντάξει ταυτοχρόνως στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ τους Στέφανο Μάνο, Ανδρέα Ανδριανόπουλο, Μίμη Ανδρουλάκη και Μαρία Δαμανάκη.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το εκλογικό σώμα μετέφρασε τις «μετεγγραφές» ως απόπειρα υφαρπαγής της ψήφου του και αντέδρασε αναλόγως. Λέτε τώρα να δελεαστεί και να μην κάνει το ίδιο με τους «γεφυροποιούς» σαν τον Νίκο Μπίστη, τον Γιάννη Ραγκούση και την Μαρία Ρεπούση; Κοντός ψαλμός αλληλούια…

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Η προβιά του πολιτικού που «δεν ξέρει να χάνει»


Ο…. σοσιαλδημοκρατικός οίστρος με τον οποίο φαίνεται να επέστρεψε ο Αλέξης Τσίπρας από το πρόσφατο ταξίδι του στο Βερολίνο, όπου πήγε για να μιλήσει για το «καθαρό μυαλό» του στους άλλοτε… επάρατους SPDέδες, τους οποίους όλα τα προηγούμενα χρόνια καταχέριαζε από τις συγκεντρώσεις των Die Linke, διήρκεσε όσο και η πρωτολογία του στη συζήτηση στη Βουλή για τη συνταγματική αναθεώρηση.  
Μόλις αντελήφθη ότι όχι μόνον δεν του πήγαινε η «προβιά» του συναινετικού που αίφνης φόρεσε και κυρίως μόλις έγινε σαφές ότι κανέναν δεν κατάφερε να ξεγελάσει με αυτή τη μεταμόρφωσή του, αποκαλύφθηκε βγάζοντας από μέσα του τον καταπιεσμένο αριστερό που, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος, «δεν ξέρει να χάνει».
Μπορεί η φράση αυτή να του αποδίδεται για τον υποψήφιο δήμαρχο Αθηναίων που θέλει –αλλά δεν μπορεί ακόμη- να βρει για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα, όμως, είναι αποκαλυπτική της νοοτροπίας ενός αμοραλιστή πολιτικού που δεν μπορεί να τηρήσει ούτε τους στοιχειώδεις κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού.
Και το έδειξε όταν, προκειμένου να αποποιηθεί τον πρόσκαιρα συναινετικό εαυτό του, δεν δίστασε να κάνει -με την ανοχή του Προέδρου της Βουλής- λάστιχο τον Κανονισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών ώστε να έχει τον τελευταίο λόγο και να λοιδορεί τους αντιπάλους του στερώντας τους το δικαίωμα της ανταπάντησης.
Έτσι, αφού σε συνεννόηση με το Προεδρείο έστησε το παιχνίδι για να παγιδεύσει τους άλλους αρχηγούς, ξεκίνησε με μελίρρυτες αναφορές που δεν πίστευε κανείς ότι εκστόμιζε ο πολιτικός που χρόνια τώρα πολιτεύεται με το δόγμα «ή εμείς ή αυτοί, ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.   
«Είναι ώρα το ελληνικό Κοινοβούλιο να πάρει ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, να υπερβεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τακτικισμούς, για να δώσει απαντήσεις που δεν αφορούν στο σήμερα, αλλά στο αύριο», είπε ο πολιτικός που έχει ανεβάσει τη μικροπολιτική σκοπιμότητα σε ανυπέρβλητα ύψη.
«Να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών και των απαιτήσεων των πολιτών και να αναζητήσει συναινέσεις εκεί όπου αυτές είναι εφικτό να αναζητηθούν», συμπλήρωσε ο αρχηγός ο οποίος έχει μετατρέψει σε καθημερινή πραγματικότητα τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία, όπως μαρτυρούν τα υβριστικά non paper που εκδίδονται σωρηδόν από το πρωθυπουργικό γραφείο όταν δεν προλαβαίνει να υβρίσει μέσα από τα social media το alter ego του που ακούει στο όνομα Παύλος Πολάκης.
Ανομολόγητος στόχος του ήταν να… πιάσει στον ύπνο τους άλλους αρχηγούς οι οποίοι, αν έπεφταν στην παγίδα το και ακολουθούσαν σε αυτό τον σκοπό, θα τον έβλεπαν να τους την «πέφτει» στη δευτερολογία που σκόπευε να κάνει μόνον εκείνος, αποκλείοντας όλους τους άλλους. Ναι, όσο και αν μοιάζει τόσο απίστευτα μικροπρεπές, αυτό ήταν το σχέδιο του… μεγάλου ηγέτη που τον έχει πείσει ο περίγυρος του ότι «έχει το πάνω χέρι» στη Βουλή.
Η εποχή, ωστόσο, που ο κ. Τσίπρας μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει με το θράσος του παλαιού καταληψία φαίνεται ότι έχει παρέλθει, μάλλον ανεπιστρεπτί. Γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης και πρωτίστως η ΝΔ διαμήνυσαν στο προεδρείο της Βουλής ότι δεν θα ανεχτούν το… στήσιμο που επιχειρήθηκε και διεκδίκησαν κι εκείνοι το δικαίωμα στον αντίλογο που ήθελε να τους στερήσει ο κ. Τσίπρας.
Γι΄ αυτό και ήδη από τις πρωτολογίες τους, ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε η Φώφη Γεννηματά, του χαρίστηκαν. Τον αντιμετώπισαν στα ίσα, δείχνοντάς του ότι δεν εμπιστεύονται τίποτε από όλα όσα λέει. Και τον υποχρέωσαν να πετάξει τη μάσκα του συναινετικού στη δευτερολογία και να αποκαλυφθεί με τις προκάτ επιθέσεις που είχε στις σημειώσεις του.
Διότι προκάτ ήταν ο χαρακτηρισμός «πρόεδρος του Εδεσσαϊκού» που απέδωσε στον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Προκάτ ήταν και η… απειλή που εκτόξευσε κατά της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής ότι «αν συνεχίσετε έτσι, θα είναι ο ελληνικός λαός που θα σας δώσει απόφαση για μόνιμη έξωση από το πολιτικό στερέωμα».
Όπως στη ζωή, έτσι και στην πολιτική, εκείνο που ανυψώνει τους ανθρώπους και τους καθιστά άξιους δεν είναι αποκλειστικά και μόνον οι νίκες. Είναι και οι ήττες. Και πρωτίστως η διαχείρισή τους. Να ξέρει, δηλαδή, κανείς να χάνει. Και να χάνει με αξιοπρέπεια. Αργά ή γρήγορα –μάλλον το δεύτερο- θα χάσει και ο κ. Τσίπρας. Όπως έχασαν κάποια στιγμή και άλλοι πολύ πιο σπουδαίοι πολιτικοί από εκείνον.
Τότε ίσως αντιληφθεί και το ουσιαστικό και βαθύ νόημα της φράσης «η Ιστορία δεν γράφεται από τους περιστασιακούς ένοικους της εκτελεστικής εξουσίας» την οποία χρησιμοποίησε ο Κώστας Σημίτης για να αποκρούσει την εις βάρος του συκοφαντία που ενορχήστρωσαν οι διάφοροι «Ρασπούτιν» που είχαν θρονιαστεί πίσω από τον κ. Τσίπρα.
Φράση την οποία ο σημερινός πρωθυπουργός προσπάθησε να διαστρέψει, πιθανότατα επειδή η οίηση της εξουσίας που τον διακατέχει δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί ότι τα αξιώματα έρχονται και παρέρχονται. Και ότι μόνον η αξιοπρέπεια και η αποτελεσματικότητα είναι εκείνα που μένουν στην Ιστορία.