Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρώπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρώπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Η «Αναθεωρητική» του κ. Τσίπρα



            Όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από το μοιραίο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου τόσο πληθαίνουν οι πληροφορίες και η γενικότερη αίσθηση ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αυτοπαγιδεύτηκε σε μια πρωτοβουλία που ο ίδιος αδυνατούσε να διαχειριστεί το –κατά τα άλλα, «επιτυχές»- αποτέλεσμα της.
Κόντρα στο ρεύμα όσων τον εμφάνιζαν ανίκανο να λάβει μεγάλες ανατρεπτικές αποφάσεις, λόγω ιδεοληπτικής προσήλωσης ή, κατ΄ άλλους, ιδεολογικής συνέπειας, ήμουν εξ εκείνων οι οποίοι ανέμεναν ήδη από τις παραμονές των εκλογών ότι ο κ. Τσίπρας αργά ή γρήγορα θα έδινε το παρών στο ραντεβού με τον ρεαλισμό που οι νουνεχείς από το περιβάλλον του προετοίμαζαν.
Δεν σας κρύβω ότι διατήρησα την πίστη μου αυτή και μετά την προκήρυξη του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος. Παρακολουθώντας τον να προσέρχεται στην κατάμεστη Πλατεία Συντάγματος την Παρασκευή πριν από τις δημοψηφισματικές κάλπες ήλπιζα μέσα μου να γνώριζε και κυρίως να συναισθανόταν τις ιστορικές αναλογίες μιας κορυφαίας στιγμής του συλλογικού μας παρελθόντος που είχε γραφεί στον ίδιο ακριβώς χώρο πριν από σχεδόν 105 χρόνια.
Στη μεγαλειώδη λαϊκή συγκέντρωση που είχαν ετοιμάσει οι Αθηναίοι τον Σεπτέμβριο του 1910 για να υποδεχτούν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το πλήθος διέκοψε τον άρτι αφιχθέντα στην Παλαιά Ελλάδα Κρητικό πολιτικό, οποίος μιλούσε αναπτύσσοντας το πρόγραμμα της εθνικής ανόρθωσης, για να του απαιτήσει αλλαγή του τότε καθεστώτος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας.
«Συντακτική, θέλουμε, Συντακτική!», κραύγασαν αρκετοί από το συγκεντρωμένους μόλις άκουσαν την εξαγγελία του Βενιζέλου για σύγκληση Αναθεωρητικής Βουλής, η οποία θα τροποποιούσε το ισχύον Σύνταγμα χωρίς να αλλοιώσει το χαρακτήρα του Πολιτεύματος, όπως, αντιθέτως, προνοούσε το αίτημα για Συντακτική.
«Επαναλαμβάνω, Αναθεωρητική Βουλή!», επανήλθε ο Βενιζέλος. Και όταν και πάλι ακούστηκαν από το ακροατήριο νέες φωνές για «Συντακτική», εκείνος με μια κοφτή φράση τούς αποστόμωσε: «Είπα Αναθεωρητική».    
Όσο και να κινδυνεύω να κατηγορηθώ από κάποιους για «ιερόσυλες» συγκρίσεις, δεν μπορώ να κρύψω την κρυφή ελπίδα που είχα να ακούσω εκείνο το βράδυ τον κ. Τσίπρα να αναπτύσσει στους συγκεντρωμένους του Συντάγματος, που παραληρούσαν με το «Όχι» σε μια συμφωνία που δεν υπήρχε στο τραπέζι, και τις αρετές του «Ναι», οι οποίες αρκετές φορές υπερέχουν σε γενναιότητα από την ευκολία μιας οποιασδήποτε αρνητικής θέσης.
Φεύ, όμως! Δεν το έκανε. Ακολουθώντας την πεπατημένη, είπε στους συγκεντρωμένους ό,τι ακριβώς ήθελαν να ακούσουν, φροντίζοντας επιμελώς όχι μόνον να μην τους στενοχωρήσει αλλά ούτε καν να τους προβληματίσει ή να τους προειδοποιήσει για όσα ήταν βέβαιο σε κάθε εχέφρονα και μη εθελοτυφλούντα ότι επέρχονταν, καθώς είχε ήδη επέλθει το κλείσιμο των τραπεζών.
Χωρίς, άλλωστε, να χρειαστεί να καταφύγει κανείς στην όχι κατ΄ ανάγκη αξιόπιστη μαρτυρία του αποπεμφθέντος υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη για το βαρύ κλίμα που συνάντησε ο ίδιος στο Μαξίμου μετά την οριστικοποίηση του αποτελέσματος, μπορεί εύκολα να συγκρίνει τα όσα ελέχθησαν από την Πλατεία Συντάγματος πριν το άνοιγμα της κάλπης με εκείνα που ακούστηκαν τη νύχτα της Κυριακής όταν έγινε γνωστό το θριαμβευτικό για τον κ. Τσίπρα 61,3% που έλαβε το «Όχι» που εκείνος κάλεσε τους πολίτες να ψηφίσουν. 
Με τον κόσμο ακόμη να χορεύει στο Σύνταγμα, ο κ. Τσίπρας προετοίμασε τη μεγάλη στροφή που τον υποχρέωνε να κάνει η ανάγκη να μετατραπεί το στείρο και διχαστικό «Όχι» σε ένα δημιουργικό και ελπιδοφόρο «Ναι» στον συμβιβασμό και στη συνεννόηση με εταίρους που, εκτός των άλλων, ήταν και οι μοναδικοί διαθέσιμοι σε όλο το υπαρκτό Σύμπαν να μας δανείσουν για να καταφέρουμε στοιχειωδώς να επιβιώσουμε.
Αλλοίμονο, όμως, και πάλι! Ο κ. Τσίπρας πήγε να διαπραγματευτεί «σέρνοντας τα πόδια του». Δεν έδειξε ούτε μια στιγμή να πιστεύει σε αυτό που πήγε να κάνει. Όπως, εξάλλου, ακόμη και αυτή η γλώσσα του σώματος μαρτυρούσε, από κοινού ίσως με τον… έρπη που τον κατέτρεχε.
Το χειρότερο όλων, πάντως, είναι ότι και μετά τη συμφωνία που συνομολόγησε, στο όνομα μιας επικαλούμενης δήθεν «ειλικρίνειας», επιμένει να δυσφημεί ο ίδιος το αποτέλεσμα της υποτιθέμενης σκληρής –και που να μην ήταν δηλαδή…- διαπραγμάτευσης που έκανε, εμφανίζοντάς το κείμενο που δέχθηκε ως προϊόν εκβιασμού τον οποίο υπέστη από ανομολόγητες δυνάμεις.
Είναι προφανές -και από τις τελευταίες εμφανίσεις του στη Βουλή, έπειτα από κάθε μια εκ των οποίων αυξάνεται ο αριθμός των βουλευτών του που διαφοροποιούνται- ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών που καλώς ή κακώς τον έχουν μετατρέψει σε κεντρικό πρωταγωνιστή του δράματος της γενικευμένης –οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής- χρεοκοπίας που βιώνουμε. 
Ευχόμενος να διαψευστώ, με λύπη διαπιστώνω ότι το έλλειμμα ηγεσίας που τον χαρακτηρίζει εξακολουθεί να τον εμποδίζει να εκστομίσει το δικό του «Είπα Αναθεωρητική!» και να καθοδηγήσει το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να καθοδηγείται από αυτό προς το ναρκοπέδιο της οικονομικής καταστροφής. Ένα ναρκοπέδιο που ο ίδιος το βλέπει, το ομολογεί, το φωνάζει, αλλά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτει το θάρρος για να το διασχίσει.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Θεσσαλονίκη – Ζάππειο: ο δρόμος της διαπραγματευτικής λήθης



            Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τον φανατισμό που επιδεικνύουν, κυρίως μέσα από τα social media, αλλά και από τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης, ορισμένοι νεοφώτιστοι οπαδοί των ευρωπαϊκών -και όχι μόνον- «θεσμών».
Αλήθεια, τι ωραία λέξη που είναι οι «θεσμοί». Και, κυρίως, πόσο εύηχη. Και για τους υποστηρικτές τους. Αλλά και για τους… επικριτές τους, οψέποτε υπάρξουν τέτοιοι… «προδότες». Για παράδειγμα, θα συμφωνήσετε ότι δεν ακούγεται το ίδιο βαρύ να θέλεις να επιτεθείς σε κάποιον, αποκαλώντας τον… «θεσμικό», όπως, ενδεχομένως, έκανε εκείνος τα τεσσεράμισι χρόνια απέναντι στους… επάρατους «μνημονιακούς».
Δεν θα αρνηθείτε επίσης το πλεονέκτημα που έχει όποιος θέλει να την… πέσει σε κάποιον που δεν συμφωνεί μαζί του, χαρακτηρίζοντας τον «αντιθεσμικό». Όπως και να έχει, ακούγεται βαρύτερο και εκπέμπει πολύ υψηλότερους τόνους απαξίας, αντιστρόφως ανάλογους με την περηφάνεια –και τα συνακόλουθα ωφελήματα- που απολάμβανε όποιος αυτοπροσδιοριζόταν ως «αντιμνημονιακός». 
            Βλέπετε, στις λίγες βδομάδες που μεσολάβησαν από τις εκλογές, άλλαξαν πολλά γύρω μας. Παρά ταύτα, προσωπικά δεν εκπλήσσομαι για την εξέλιξη. Ίσως γιατί πάντα πίστευα ότι η απόσταση που χωρίζει τα «Ζάππεια» από τις «Θεσσαλονίκες» (την παλαιότερη και την πρόσφατη) δεν είναι παρά ο δρόμος της λήθης που μπορεί να χαραχθεί για τις διαπραγματευτικές ανάγκες που ορίζουν οι δυσμενείς συνθήκες της προεκλογικής πεπατημένης. 
Άλλωστε, ήμουν εξ εκείνων που πριν, αλλά και μετά τις εκλογές επέμενα να πιστεύω ότι η λογική θα επικρατούσε της φανφάρας, παρόλο που γνωστοί και φίλοι, οι οποίοι είχαν αντίθετη εκτίμηση από τη δική μου, με έψεγαν υποστηρίζοντας –με εκκίνηση από διαφορετικές αφετηρίες- ότι έκανα την επιθυμία μου πραγματικότητα.
Δεν μπορώ να ξεχάσω την… πανταχόθεν επίθεση που δέχθηκα το βράδυ της ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων από τον Αλέξη Τσίπρα, όταν στους διαδρόμους της Βουλής τόλμησα να εκτιμήσω ότι ο νέος πρωθυπουργός, με τις «εύπλαστες» διατυπώσεις που είχε επιλέξει στην ομιλία του, προετοίμαζε τον επερχόμενο συμβιβασμό με τους εταίρους της χώρας.
Οι φιλοκυβερνητικοί με αντιμετώπιζαν καχύποπτα αποδίδοντας μου, άλλοτε εμμέσως και άλλοτε αμέσως, πρόθεση… υπονόμευσης της υποτιθέμενης δεσμευτικότητας περί τήρησης των υπεσχημένων που, κατ΄ εκείνους, περιείχε ο πρωθυπουργικός λόγος.
Οι της αντίπερα όχθης με έβλεπαν ως… «αβανταδόρο του Τσίπρα», επειδή υποστήριζα –παραπέμποντας τους δύσπιστους σε μια δεύτερη ανάγνωση της πρωθυπουργικής ομιλίας- ότι τα σκληρά λόγια που συνόδευαν την απλή παράθεση των προεκλογικών επαγγελιών, χωρίς σχεδόν κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, ήταν επιμελώς επιλεγμένα για να περάσει καλύτερα η συμβιβαστική διάθεση, η οποία εξ υπαρχής κυριαρχούσε στον στενό κυβερνητικό πυρήνα.
Τα όσα ακολούθησαν είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Αν και θα χρειαστεί καιρός για να τα «χωνέψουν» όσοι ανυστερόβουλα είχαν ειλικρινά πιστέψει στις προεκλογικές μεγαλοστομίες.
Οι υπόλοιποι, είτε προέρχονται από την κατηγορία των… νεοφώτιστων «θεσμικών», είτε είναι οπαδοί της θεωρίας του λεγόμενου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» ή απλά θα βρουν τη βολή τους στη νέα κυβερνητική τάξη, που εξίσου πλουσιοπάροχα με τους προκατόχους της διανέμει προνόμια και εξουσιαστικά λάφυρα, δεν φαίνεται να έχουν προβλήματα. Τους τα καλύπτουν οι «ευφημισμοί», η «εποικοδομητική ασάφεια» και τα τόσα άλλα επικοινωνιακά στρατηγήματα που ανέλαβαν να φέρει εις πέρας ο υπουργός των Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης και πάμπολλοι εκλεκτοί επικοινωνιολόγοι.
Δεν χρειάζονται, ωστόσο, μεμψιμοιρίες, όπως αυτές τις οποίες εκφράζει –μάλλον πρόωρα…- ένα τμήμα της αντιπολίτευσης που βιάζεται να βρει «δικαίωση» της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης μέσα από τη συνεχή επισήμανση των αντιφάσεων των τωρινών κυβερνώντων, που αποδεικνύονται πολύ πιο ευέλικτοι από όσο τους περίμεναν οι προκάτοχοί τους όταν τους εμφάνιζαν ως επερχόμενους «ολετήρες».
Γι΄αυτό και στην παρούσα φάση ματαιοπονούν όσοι βιάζονται να προεξοφλήσουν την ανάλωση του πολιτικού κεφαλαίου της σημερινής κυβέρνησης. Στον λίγο χρόνο, άλλωστε, που έχει μεσολαβήσει από τις εκλογές, το νέο κυβερνητικό σχήμα δείχνει να προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες στη χώρα. Υπηρεσίες, οι οποίες μάλλον δεν είναι ακριβώς εκείνες που μπορεί να περίμεναν οι περισσότεροι από όσους, κυρίως αντιευρωπαϊστές, συμμετείχαν στις επονομαζόμενες «ανάσες αξιοπρέπειας» ή όσους από την άκρα δεξιά πτέρυγα του πολιτικού φάσματος έσπευσαν να «βαρέσουν προσοχή» στους «καραμπουζουκλήδες» κυβερνητικούς διαπραγματευτές. Είναι, όμως, άλλες, πολύ σημαντικότερες υπηρεσίες.
Πείθει, για παράδειγμα, η νέα κυβέρνηση ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, που είχε αντίθετες εντυπώσεις (και αυταπάτες τις λες!), ότι οι Ευρωπαίοι είναι εταίροι της Ελλάδας και όχι κατακτητές. Όπως και ότι οι εκπρόσωποι της χώρα μας που συνομιλούν με Γερμανούς αξιωματούχους –ακόμη και όταν δεν τους… επαινούν τόσο πολύ όσο ο κ. Βαρουφάκης- δεν είναι υποχρεωτικά «γερμανοτσολιάδες», «μερκελιστές» και «τσολάκογλου».
Μεγάλη υπηρεσία, επίσης, προσφέρει η συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝ.ΕΛ. κάνοντας αρκετούς συνέλληνες να συνειδητοποιούν ότι το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος που συσσωρεύτηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια ούτε «επονείδιστο» είναι, ούτε μπορεί να διαγραφεί διαμιάς. Όπως ότι οι τετρακόσιοι τόσοι «μνημονιακοί» νόμοι δεν μπορούν να καταργηθούν με ένα νομοσχέδιο. Ή ότι η πληρωμή των φόρων είναι «πατριωτική πράξη». Και ακόμη-ακόμη ότι τα ΜΑΤ, αν δεν είναι «φρουροί της Δημοκρατίας», σίγουρα δεν μπορεί να αφοπλιστούν ούτε να απαγορευτούν τα χημικά που χρησιμοποιούν όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν εγκληματικά στοιχεία στα γήπεδα ή όπου αλλού απειλούνται αγαθά όπως η ζωή και η ελευθερία των πολιτών.
Ο κατάλογος με τις υπηρεσίες προς την ίδια κατεύθυνση που μπορεί ακόμη να προσφερθούν από την παρούσα κυβέρνηση είναι δυνατόν να μακρύνει πολύ. Και να περιλάβει ίσως και το ενδεχόμενο να  ανατραπεί η βαθιά πεποίθηση που, σύμφωνα με δημοσιευμένη δημοσκόπηση, έχει το ένα τρίτο των συμπατριωτών ότι τα προηγούμενα χρόνια μας… ψέκαζαν με σκοπό να μας… δίνουν δάνεια και εμείς να ψηφίζουμε «μνημονιακά».
Υ.Γ.: Αλήθεια, τώρα που θα εξαφανίσουμε το «Μνημόνιο» και θα εμφανίσουμε το «Συμβόλαιο», «Πρόγραμμα» ή όπως αλλιώς το ονομάσουν, δεν θα (έχουν λόγους να) μας… ψεκάζουν; Ή μήπως όχι; Λέτε να αντικαταστήσουν την Τρόικα και στους ψεκασμούς οι… «Θεσμοί»;

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η… ανακάλυψη της Αμερικής



Αποτελεί σχεδόν μαθηματικού τύπου αξίωμα στην Πολιτική ότι κάθε καινούργια κυβέρνηση που σχηματίζεται θέλει τον χρόνο της για να δώσει το δείγμα γραφής της και να προσαρμοστεί στη μετεκλογική πραγματικότητα που, όσο και αν ορκίζονται οι πάντες για το αντίθετο, συνηθέστατα διαφέρει από την προεκλογική ατμόσφαιρα.

Αξιωματικού χαρακτήρα είναι επίσης και η περίοδος ανοχής που σχεδόν παγίως δίνεται από τους πολίτες στα στελέχη της νεοσχηματισθείσας κυβέρνησης, τόσο από όσους τους ψήφισαν όσο και από εκείνους που δεν τους ψήφισαν, αλλά εύχονται –ειλικρινώς όταν δεν έχουν… αντιτιθέμενα συμφέροντα- να πετύχουν στους στόχους τους οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, είναι τόσο... ευρύχωροι που χωρούν τους πάντες.

Γι΄ αυτό και πολλά από όσα λέγονται και γίνονται τις πρώτες μέρες της (εκάστοτε) καινούργιας κυβερνητικής θητείας όταν δεν αντιμετωπίζονται με ενθουσιασμό, όπως συνήθως συμβαίνει με πρόσωπα και καταστάσεις χωρίς παρελθόν, συναντούν σίγουρα μεγάλη συγκατάβαση, όπως, γενικώς, συμβαίνει με πράγματα που είναι ή μοιάζουν «φρέσκα» και κάνουν εντύπωση επειδή τραβούν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας.

Πρόχειρα ανακαλώ στη μνήμη μου τον τίτλο εφημερίδας που διακρίνεται για τη… συνέπεια της αμέριστης στήριξης σχεδόν προς κάθε νέο σχήμα για «κυβέρνηση με μπλουτζίν», όπως ήταν ο χαρακτηρισμός που απέδιδε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Κώστα Καραμανλή. Για να μην θυμηθώ τον… ενθουσιασμό που σκόρπισαν οι άγνωστοι ως τότε ενδυματολογικοί κώδικες των συνεργατών του Γιώργου Παπανδρέου…

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ωστόσο, πάμπολλες φορές καλλιεργούνται μύθοι και αυταπάτες και δημιουργούνται πρόσκαιρες ψευδαισθήσεις που δεν βοηθούν στη συνειδητοποίηση των πραγματικών δεδομένων που συνθέτουν το εσωτερικό και διεθνές πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου καλείται να κινηθεί η (κάθε) νέα κυβέρνηση με ή χωρίς τη χρήση… «ευφημισμών».

Τα διθυραμβικά, για παράδειγμα, σχόλια που συνόδευσαν τις περίφημες πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου Ομπάμα για το ελληνικό οικονομικό ζήτημα, πόσο ανταποκρίνονται στο μέτρο των όσων είπε ο Αμερικανός ηγέτης; Είναι, άραγε, η πρώτη φορά που ακούγονται τέτοιες απόψεις πέραν του Ατλαντικού ώστε να δικαιολογείται η σπουδή των κυβερνητικών στελεχών να πανηγυρίσουν;        

«Όλοι παρακολουθούμε την πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές για να μειώσει το χρέος της», δήλωνε τον Αύγουστο του 2013 ο Πρόεδρος Ομπάμα, έχοντας απέναντι του, στο περίφημο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, τον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.

«Ο πρωθυπουργός μου είπε ότι είναι δεσμευμένος να προχωρήσει, αλλά δεν μπορούμε να πάμε μονοδιάστατα στη λιτότητα. Πρέπει εκτός από τη δημοσιονομική προσαρμογή να υπάρξει ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας», τόνιζε ο Αμερικανός Πρόεδρος, προσθέτοντας οι ΗΠΑ θα σταθούν στο πλευρό της Ελλάδας παρέχοντας βοήθεια (!...).

Τα ίδια μας είχε πει ενάμισι μήνα νωρίτερα ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου, τον οποίο ο κ. Σαμαράς είχε φιλοξενήσει στο Μουσείο της Ακρόπολης και γενικώς του είχαμε κάνει, ως χώρα, διαφόρων ειδών «ρεβεράντζες», ευελπιστώντας στις καλές του υπηρεσίες προς την  κατεύθυνση της ανάκαμψης, υπηρεσίες που περιορίστηκαν στα «καλά λόγια».

«Ο Σαμαράς επιδιώκει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τον Ομπάμα και υποστήριξη στην προσπάθειά του να επανέλθει η ανάπτυξη στην Ελλάδα», έγραφε η εγκυρότερη εφημερίδα της αμερικανικής πρωτεύουσας Washington Post, με μέλη της συντακτικής ομάδας της οποίας είχε συναντηθεί ο Έλληνας πρωθυπουργός στο πλαίσιο του ταξιδιού του στις ΗΠΑ.

«Η επίσκεψη μπορεί να δώσει στον Έλληνα πρωθυπουργό την ευκαιρία να στείλει μήνυμα στην Άνγκελα Μέρκελ για χαλάρωση της λιτότητας», συμπέραινε το ίδιο διάστημα το πρακτορείο Bloomberg και υπενθύμιζε ότι η συνάντηση (του Αυγούστου του 2013) προηγείτο κατά μερικές εβδομάδες των γερμανικών εκλογών που έγιναν στις 22 Σεπτεμβρίου και πολλοί περίμεναν ότι η Γερμανίδα καγκελάριος αμέσως μετά θα μετρίαζε την πίεση προς την Ελλάδα.

Για όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη, η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Και δεν νομίζω να χρειάζεται να… ανακαλύψει κανείς την Αμερική για να προδικάσει το αποτέλεσμα της (υποτιθέμενης, επιτρέψτε μου) αμερικανικής παρέμβασης υπέρ της χώρας μας.

Μακάρι, λοιπόν, στην επικείμενη συνάντηση του Προέδρου Ομπάμα με την καγκελάριο Μέρκελ να κυριαρχήσει το ελληνικό ζήτημα και βρεθεί λύση που να ελαφρύνει τα βάρη που έχουμε και να βοηθήσει την ανάπτυξη που χρειαζόμαστε.

Ας κρατήσουμε, όμως, μικρό καλάθι, γιατί οι δηλώσεις είναι, συνήθως, ανέξοδες, ενώ οι λύσεις κοστίζουν.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Ο «Άγιαξ της Ηπείρου» και ο… ΣΥΡΙΖΑ



          Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, ο ΠΑΣ Γιάννινα, με έναν ικανό προπονητή, τον Γκομέζ Ντε Φαρία, ο οποίος ήρθε… σώγαμπρος στην Ελλάδα και έφερε από την Αργεντινή έξι «ελληνοποιημένους» ποδοσφαιριστές, έπαψε να είναι η μικρομεσαία ποδοσφαιρική ομάδα που βολόδερνε στη Β΄ Εθνική. Μεταμορφώθηκε δε τόσο ξαφνικά που κάποιοι της έδωσαν το προσωνύμιο «Άγιαξ της Ηπείρου», αν και το μεγαλύτερο επίτευγμά της ήταν ότι αναδείχθηκε πρώτη επαρχιακή ομάδα της Α΄ Εθνικής και έπαιξε στο Βαλκανικό Κύπελλο της εποχής.
            Μου ήρθε στο νου η ιστορία της (αγαπημένης μου) ομάδας, διαβάζοντας τα όσα είπε τις προηγούμενες μέρες από το Παρίσι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας για την Άνγκελα Μέρκελ που «τρέμει στην ιδέα ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα ανοίξει το δρόμο για μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη» και επιπλέον ότι η γερμανίδα καγκελάριος έχει αντιληφθεί ότι το δίλημμα των ευρωεκλογών είναι «ή η Μέρκελ ή εμείς».
            Από όσο θυμάμαι, στους καβγάδες που, πιτσιρικάδες όντες, στήναμε όταν ο ΠΑΣ ήταν στα «πάνω του» με όσους υποστήριζαν αντίπαλες ομάδες, κυρίως του Κέντρου, αρκετοί από εμάς τους… «παγουράδες» ήταν με το μόνιμο παράπονο ότι, ενώ ήμασταν καλύτεροι από τους άλλους, κάποιοι δεν μας άφηναν να βγούμε στην Ευρώπη και ήθελαν να μας ξαναστείλουν, όπως και έγινε μετά την αρχική αναλαμπή, στη Β΄ Εθνική.
Οι πιο νουνεχείς, ωστόσο, ήξεραν ότι χωρίς οργάνωση και υποδομές και με τους παίκτες, ακόμη και τους προπονητές, όπως ο Γιάτσεκ Γκμοχ,  που αναδεικνύονταν στην περιοχή να φεύγουν με την πρώτη ευκαιρία για άλλα (ποδοσφαιρικά) μέρη, κανονικός ευρωπαϊκός… «Αγιαξ», όπως αυτός του Άμστερνταμ, από τον οποίο δανειστήκαμε το προσωνύμιο, δεν θα γινόμαστε ποτέ, παρότι εκείνη την εποχή η ομάδα έκοβε πολλά, σε σχέση με αρκετούς άλλους ελληνικές συλλόγους, εισιτήρια, τόσο εντός όσο και εκτός έδρας.
Επιστρέφοντας στο έναυσμα για τούτο το σημείωμα που είναι οι παρισινές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν αρχηγό κόμματος, έναν –γιατί όχι;- εν δυνάμει πρωθυπουργό μιας ευρωπαϊκής χώρας να καταφεύγει σε έναν τόσο ακραίο βερμπαλισμό, όπως είναι ο ισχυρισμός ότι η εκλεγμένη ηγέτης μιας άλλης χώρας τρέμει στην προοπτική της εκλογής του. 
Σε ποιο, αλήθεια, εκλογικό ακροατήριο απευθύνεται ο κ. Τσίπρας όταν χρησιμοποιεί εκφράσεις αυτού του είδους; Στον ΣΥΡΙΖΑ του 4% που ήταν το ποσοστό του κόμματός του μέχρι πριν από μερικά χρόνια; Ή στον ΣΥΡΙΖΑ του 17% των διαμαρτυρομένων που τον στήριξαν τον Μάιο του 2012 και έγιναν 27% στην επαναληπτική εκλογή του Ιουνίου όταν τέθηκε το δίλημμα της διακυβέρνησης;
Ακόμη, πάντως, και αν απευθύνεται στους τελευταίους, με στόχο να τους επανασυσπειρώσει, αφού καμία από τις δημοσκοπήσεις δεν δείχνει να επιμένουν όλοι στην προηγούμενη επιλογή τους, είναι πολύ αμφίβολο ότι του αρκούν για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, αν αυτό είναι πράγματι το σχέδιο του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος –μην το ξεχνάμε…- είναι και υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με λεονταρισμούς και μεγαλοστομίες, τέτοιες που ούτε ο πανίσχυρος Πούτιν δεν τολμάει να εκστομίσει κατά της ουκρανικής ηγεσίας του Κιέβου, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς ανταπόκριση σε ένα ευρύτερο ακροατήριο σκεπτόμενων πολιτών, όπως αυτό που χρειάζεται ο κ. Τσίπρας για να γίνει το κόμμα του πλειοψηφικό ρεύμα σε μια κοινωνία που είναι και θέλει να παραμείνει ευρωπαϊκή.
Οι προεκλογικές φανφάρες και οι μικρομέγαλες δημόσιες απειλές κατά της Μέρκελ δύο εξηγήσεις μπορεί να έχουν: Ή ο Τσίπρας προεξοφλεί ότι δεν θα αναλάβει ποτέ πρωθυπουργός, όπως διατείνονται πολλοί επικριτές του. Ή, στην αντίθεση περίπτωση, την επομένη των εκλογών θα καταπιεί όλα όσα λέει τώρα και, εκών άκων, θα συνομιλήσει με τη γερμανίδα καγκελάριο, αν θέλει την Ελλάδα στην Ευρώπη.  
Υ.Γ.: Για να κλείσω όπως άρχισα, αισθάνομαι την ανάγκη να διευκρινίσω για όσους δεν παρακολουθούν στενά τα ποδοσφαιρικά τεκταινόμενα ότι ο ΠΑΣ Γιάννινα εξακολουθεί να λέγεται «Άγιαξ της Ηπείρου». Φέτος γλίτωσε οριακά τον υποβιβασμό και οι ευρωπαϊκές … περγαμηνές του περιορίζονται σε δύο (ανεπιτυχείς) εξόδους στα Βαλκάνια…