Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΔ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΔ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Οι μετρήσεις και οι επιθυμίες



            Την επομένη της δημοσίευσης της τελευταίας δημοσκόπησης της Marc στο «Πρώτο Θέμα», ένας αρθρογράφος σφόδρα φιλοκυβερνητικού μέσου, από εκείνους που έχουν διαρκώς σηκωμένη τη ρομφαία της… δεοντολογίας για να την καταφέρουν στην κεφαλή όσων δεν ευθυγραμμίζονται με τις κυβερνητικές νόρμες, μας εγκάλεσε για ένα από τα ευρήματα της έρευνας που αφορούσε το ποσοστό -72%- εκείνων  που δεν πιστεύουν στις εξαγγελίες Τσίπρα στη ΔΕΘ.
            «Δεν νομίζετε ότι υπάρχει ένα προβληματάκι με τις ημερομηνίες;», αναρωτιόταν ο… πονηρός θιασώτης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. «Η εφημερίδα, όπως και όλα τα κυριακάτικα φύλλα, κυκλοφόρησε Σάββατο απόγευμα 8 Σεπτεμβρίου, η δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε από τις 3 μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου, οι εξαγγελίες Τσίπρα έγιναν στις 8 Σεπτεμβρίου (Σάββατο βράδυ)», εξηγούσε στομφωδώς στους αναγνώστες του εντύπου του.
            Και, επειδή νόμιζε ότι «είχε πιάσει λαβράκι» δεν σταματούσε εκεί. Πεπεισμένος προφανώς ότι είχε κάνει τη μεγάλη… δημοσιογραφική αποκάλυψη συνέχιζε ακάθεκτος: «Πότε τα είπαν οι ερευνητές με τους πολίτες, πότε επεξεργάστηκαν τα ευρήματα, πότε κατέληξαν σε συμπεράσματα, ένας Θεός ξέρει»…
            Τι είχε, όμως, συμβεί στην πραγματικότητα; Το πιθανότερο είναι ότι ο αναλυτής δεν είχε διαβάσει καν την εφημερίδα σε βάρος της οποίας άφηνε τον βαρύτατο υπαινιγμό. Διότι αν όντως είχε διαβάσει το κυριακάτικο «Πρώτο Θέμα» θα είχε δει τη διατύπωση του ερωτήματος που ήταν σε χρόνο μέλλοντα και είχε επί λέξει ως εξής: «Ο πρωθυπουργός θα εμφανιστεί στη ΔΕΘ για τις καθιερωμένες εξαγγελίες. Πιστεύετε ότι θα εφαρμοστούν οι κυβερνητικές εξαγγελίες ή όχι;».
            Είχαν ρωτηθεί δηλαδή οι πολίτες εκ των προτέρων αν ήταν έτοιμοι να πιστέψουν τα όσα θα έλεγε τις επόμενες ημέρες ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Και είχε καταγραφεί με σαφήνεια το υψηλό ποσοστό των πολιτών που έχουν κλείσει τα αυτιά τους στον Αλέξη Τσίπρα –ενδεχομένως και σε άλλους πολιτικούς, αλλά σε αυτή τη φάση με τον συγκεκριμένο που έχει… διαπρέψει κατά το παρελθόν με το διαβόητο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης»- προεξοφλώντας ότι τα όσα θα πει δεν πρόκειται να εφαρμοστούν.
            Ένας άλλος αρθρογράφος προερχόμενος από την ίδια… «δημοσιογραφική σχολή» στην οποία έχουν… διδαχθεί ότι μας επιτρέπεται να κάνουμε σχόλια χωρίς να έχουμε υπόψη μας τα δεδομένα που σχολιάζουμε, ήταν ακόμη πιο… προχωρημένος. Από το βράδυ του Σαββάτου και με βάση το εξώφυλλο της εφημερίδας που είχε δει αναρτημένο στο Διαδίκτυο,μάς εγκαλούσε για «παραπλανητικούς τίτλους».
Κατά την αντίληψη του, η είδηση που προέκυπτε από τη δημοσκόπηση δεν ήταν ότι η επίδοση της Νέας Δημοκρατίας και το προβάδισμα των 10,9 εκατοστιαίων μονάδων που είχε από τον  ΣΥΡΙΖΑ μεταφράζεται σε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία 156 εδρών. Κατά τον ισχυρισμό του, η είδηση ήταν στον υπότιτλο που είχε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας μας και ανέφερε ότι «Ο Τσίπρας μαζεύει τη διαφορά».
Γι΄ αυτό, λοιπόν, εμείς δεν έπρεπε να πούμε στους αναγνώστες μας ότι «Ο Μητσοτάκης πάει για αυτοδυναμία». Αλλά είμασταν υποχρεωμένοι να περιοριστούμε στην καταγραφή του γεγονότος ότι η δύναμη του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανεβασμένη κατά 2,9%, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα της ίδιας εταιρίας. Με άλλα λόγια, το μείζον δεν ήταν ότι, παρά την άνοδο του κυβερνώντος κόμματος, η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε τροχιά αυτοδυναμίας, αλλά –γιατί αλήθεια;- το αντίθετο.
Ο ίδιος, αλλά και άλλοι αναλυτές προσπαθούν να βρουν έρεισμα που να στηρίζει την επιχειρηματολογία τους στη θεωρεία του «ταβανιού». Ισχυρίζονται ότι η υψηλή συσπείρωση της ΝΔ –που ξεπερνά το 80%- δεν της αφήνει περιθώρια για υψηλότερη επίδοση, ενώ αντιθέτως η χαμηλή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ –μεταξύ 40 και 50%- μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.
Παραλείπουν, ωστόσο δύο πολύ απλά πράγματα, που είναι τα εξής: Αφενός, ότι όλοι οι πολιτικές αλλαγές γίνονται όταν ο νικητής των εκλογών «σπάει το ταβάνι». Και, αφετέρου, ότι ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ τον έχουν εγκαταλείψει οριστικά με αποτέλεσμα ακόμη και αν όλοι οι προηγούμενοι ψηφοφόροι του που τηρούν στάση αναμονής, ως αναποφάσιστοι ή ρέποντες προς την αποχή και το λευκό, επανακάμψουν, το παιχνίδι δεναλλάζει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αρθρογράφοι επιχειρούν να κάνουν τις επιθυμίες τους πραγματικότητες. Είτε από λάθος εκτίμηση είτε από κακή πληροφόρηση. Είναι, ωστόσο, ίδιον των καιρών τους οποίους διάγουμε να συναντά κανείς τέτοια διαστρέβλωση της πραγματικότητας. ‘Ο,τι δεν βολεύει την εξουσία, υπονομεύεται και δαιμονοποιείται. Οι δημοσκόποι που όλα τα προηγούμενα χρόνια έκαναν έρευνες για φιλοκυβερνητικά μέσα, είναι πλέον… καταδικασμένοι σε ανεργία. Διότι, ως γνωστόν, όλα τα καθεστώτα όταν δεν αρέσκονται στα μηνύματα, σκοτώνουν τους αγγελιαφόρους. 
Αναμφισβήτητα, οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής», σύμφωνα με το γνωστό στερεότυπο. Ωστόσο, είναι πολλές οι «στιγμές» που εδώ και δύο χρόνια, η μια μετά την άλλη, οιμετρήσεις της κοινής γνώμης αποτυπώνουν μια πραγματικότητα που όση δαιμονολογία και αν επιστρατεύσουν τα φιλοκυβερνητικά τρολ δεν μπορούν να την αλλάξουν. Είναι η πραγματικότητα που θέλει για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, οπότε γίνονται μετρήσεις στη χώρα μας, να ισχύουν τα εξής τρία δεδομένα:
*Πρώτον, να προπορεύεται για πάνω από δύο χρόνια και με σαφές προβάδισμα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε όλες ανεξαιρέτως τις έρευνες –ακόμη και από εταιρίες «μαϊμούδες» που στήνουν εξαρτώμενα από την κυβέρνηση πρόσωπα.
*Δεύτερον, να έχει πάρει κεφάλι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να υπερέχει τόσο πολύ -38,4% έναντι 25%- από τον εν ενεργεία πρωθυπουργό στο ερώτημα για το ποιος είναι καταλληλότερος για το αξίωμα.
*Τρίτον, να αποτυπώνεται τέτοια θηριώδης διαφορά στη λεγόμενη «παράσταση νίκης», καθώς σχεδόν το 70% των πολιτών προεξοφλούν νίκη της ΝΔ, έναντι μόλις ενός ισχνού 14% που πιστεύει ότι μπορεί να επικρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση.
Αυτά, σε σχέση με τις μετρήσεις. Τα υπόλοιπα θα τα πουν οι κάλπες, που όσο είναι έτσι οι μετρήσεις, μάλλον θα καθυστερούν. Μήπως και οι επιθυμίες γίνουν πραγματικότητα...

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Πιστεύουν οι νεοδημοκράτες στους ψεκασμούς;

Ακόμη και αν δεν το είχε προσυνεννοηθεί μαζί τους, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να ευαρεστήθηκε με όσα είπαν οι εξωκομματικοί προσκεκλημένοι ομιλητές που πήραν τον λόγο στο Συνέδριο που οργάνωσε το περασμένο Σαββατοκύριακο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αν υπάρχουν δύο λόγοι που η Νέα Δημοκρατία δεν φαίνεται με όσα έχουν γίνει τα τρία τελευταία χρόνια να καλπάζει ακάθεκτη προς τις κάλπες και την εξουσία είναι επειδή από τα λόγια και τις πράξεις των στελεχών της λείπουν δύο κρίσιμα ζητούμενα που η απουσία τους εμποδίζει να λυθεί από τώρα και άπαξ δια παντός η εξίσωση των επερχόμενων πολιτικών εξελίξεων.
Τα ζητούμενα αυτά είναι, αφενός, η αυτοκριτική, που παρότρυνε τα νεοδημοκρατικά στελέχη να κάνουν ο φιλόσοφος και συγγραφέας Στέλιος Ράμφος και, αφετέρου, η αλήθεια, την οποία τους ζήτησε να ασπαστούν ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
«Χωρίς αυτοκριτική, το μόνο που μένει στον πολιτικό είναι η προπαγάνδα και η παραπλάνηση, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να κρυφτούν και να καλυφθούν οι αδυναμίες διαφορετικά», επεσήμανε ο κ. Ράμφος. «Όποιος ομολογεί τα λάθη αντέχει, ό,τι και να συμβαίνει, ό,τι και ατυχίες και δοκιμασίες να περνάει», συμπλήρωσε ο γνωστός φιλόσοφος.
Αλλά ο Μαρκουλάκης αναγνώρισε τη δυσκολία που έχει ο δρόμος στον οποίο κάλεσε τους νεοδημοκράτες να βαδίσουν. «Υπάρχει ένα πρόβλημα με το να λες την αλήθεια. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να την ακούσουν», είπε ο διακεκριμένος θεατράνθρωπος και πρόσθεσε: «Σήμερα κάποιοι -ελπίζω όχι εδώ μέσα, αλλά κάπου εδώ κοντά…- πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν, κάποιοι εναντιώνονται στα εμβόλια, κάποιοι πιστεύουν ότι η γη είναι επίπεδη. Και πολύ σπάνια αλλάζουν τη γνώμη τους με την παράθεση επιχειρημάτων».
Οι επισημάνσεις τόσο του ενός όσο και του άλλου, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι βρήκαν ευήκοα ώτα. Με εξαίρεση, άλλωστε, τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος κατονόμασε με γενικό τρόπο ορισμένες από τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης («λαϊκισμός, κρατισμός, πελατειακό κράτος, αναξιοκρατία, οικογενειοκρατία, γραφειοκρατία, ασθενείς θεσμοί, παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, κίτρινος Τύπος, διαφθορά»), για τις οποίες είπε «έχουμε και εμείς ευθύνες», ουδείς άλλος από τους δεκάδες που παρήλασαν στο βήμα του συνεδρίου δεν βρήκε έστω μια λέξη αυτοκριτικής για όλα όσα έγιναν στα χρόνια της κρίσης, αλλά κυρίως πριν από το ξέσπασμά της.
Ο ισχυρισμός του αρχηγού τους, σύμφωνα με τον οποίο «έτσι επιτρέψαμε σε τυχοδιώκτες να εμφανιστούν ως δήθεν εκφραστές του νέου που θα μας λύτρωνε από τα δεινά του παλιού πολιτικού συστήματος», που αφορούσε τους σημερινούς κυβερνώντες, μπορεί να ακούστηκε ευχάριστα για το πρώτο σκέλος του, δηλαδή την αναφορά στους «τυχοδιώκτες», πλην όμως δεν έδειξε να συγκινεί πολλούς από το ακροατήριο. Γιατί αν είχε συγκινήσει, θα ακούγαμε κάποιους από τους γεμάτους αυταρέσκεια ρήτορες να συνοδεύουν τους αφειδώλευτους επαίνους για τις επιλογές της παράταξης τους με ψήγματα, έστω, κριτικής προσέγγισης ικανής να ερμηνεύει το γεγονός ότι έφθασε η χώρα να κυβερνάται από όσους την κυβερνούν σήμερα.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που έδειξαν να αισθάνονται άνετα με το βολικό αφήγημα ότι «αν δεν είχε ανατραπεί η κυβέρνηση Σαμαρά, η χώρα θα είχε βγει προ πολλού από τα Μνημόνια», που υιοθετεί και η γαλάζια ηγετική ομάδα. Ενώ δεν είναι λίγοι όσοι επιμένουν –και ας μην τόλμησαν να το πουν από το βήμα του Συνεδρίου- στις απλοϊκές θεωρίες συνωμοσίας για τους λόγους που οδήγησαν στην υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο.
Δεν είναι, εξάλλου, τυχαία η τεράστια κοσμοσυρροή στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που παρατηρήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του πρώην υπουργού Γιάννη Παπαθανασίου, ο οποίος, προκειμένου να δικαιολογήσει τους «Οκτώ μήνες» -όπως είναι ο τίτλος του πονήματός του- που θήτευσε στο υπουργείο Οικονομικών, επιμένει να λανσάρει τη δική του θεωρία για τη μνημονιακή περιπέτεια. Μια θεωρία απολύτως αντιφατική καθώς από τη μια αποδίδει την εκκίνηση των δεινών της σχεδόν δεκαετούς κρίσης στο… στιγμιαίο ατύχημα της υποτιθέμενης διόγκωσης των ελλειμμάτων από την διάδοχη κυβέρνηση και από την άλλη υπαινίσσεται πως τα όσα επακολούθησαν δεν παρά προϊόν προσυνεννοημένης συνωμοσίας του τότε πρωθυπουργού με τους δανειστές.
Είναι πραγματικά παράδοξο, την ώρα που ο «αριστερός» πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναγνωρίζει τον βαρύνοντα ρόλο των αγορών, να βλέπει κανείς αυτοαποκαλούμενους «φιλελεύθερους» να επιμένουν στις δαιμονολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις περιθωριακών αναλυτών. Στο κλείσιμο της συζήτησης επί του προϋπολογισμού, η ομιλία του πρωθυπουργού –που αποτελούσε μια ελεγεία προς τις αγορές που θα… ζήλευε και η Μιράντα Ξαφά- διανθίστηκε από την ακόλουθη αποστροφή: «Με εσάς, ξέρετε, τείνουμε να ξεχάσουμε και τα βασικά, δηλαδή ότι στα μνημόνια οδηγηθήκαμε εξαιτίας του αποκλεισμού της χώρας από τις διεθνείς αγορές».
Ήταν μια αποστροφή που απευθυνόταν προς την αξιωματική αντιπολίτευση, στα στελέχη της οποίας ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έκανε μάθημα περί της λειτουργίας των αγορών. Ένα μάθημα που επανέλαβε και όταν έδωσε τη δική του εξήγηση για τους λόγους που η κυβέρνηση Σαμαρά δεν κατάφερε να βγει από το Μνημόνιο, επειδή, όπως είπε σε πείσμα των ισχυρισμών του Προέδρου της Βουλής για τις βουλήσεις των ξένων, δεν κερδήθηκε η εμπιστοσύνη των αγορών, όπως αποτυπώνεται στο ύψος των επιτοκίων...
O tempora, o mores, θα μπορούσε να αναφωνήσει κανείς. Αλλά, δυστυχώς, έτσι είναι. Εκείνο το οποίο (για τους δικούς του αναμφισβήτητα λόγους) αναγνωρίζει ο κ. Τσίπρας στη λειτουργία των αγορών, το αρνούνται τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Και μετά από αυτό, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αναρωτιόταν αν μεταξύ των γαλάζιων συνέδρων ήταν και θιασώτες των απόψεων περί των ψεκασμών.
Εσείς τι λέτε, αν οι συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη περιλάμβαναν ένα τέτοιο ζήτημα στο ερωτηματολόγιο της μυστικής ψηφοφορίας, πόσοι θα απαντούσαν ότι όντως μας ψεκάζουν;

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Πόση «αλήθεια» αντέχουν οι εγχώριοι χειροκροτητές του Μακρόν;



Με κάθε ευκαιρία το τελευταίο διάστημα ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης εκθειάζει τον Εμανουέλ Μακρόν. Εγκωμιάζει τη στρατηγική της προσήλωσης στην αλήθεια και της σύγκρουσης με τον λαϊκισμό που χάραξε ο Γάλλος μεταρρυθμιστής πολιτικός και η οποία απεδείχθη νικηφόρα αφού τον οδήγησε στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας.
«Το πολιτικό εκκρεμές γυρίζει προς την πλευρά των δυνάμεων της προόδου και της αλήθειας», επεσήμανε σε διθυραμβικούς τόνους ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ομιλία που εκφώνησε την Τρίτη στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του. Και κάλεσε τους γαλάζιους βουλευτές να αντλήσουν διδάγματα από την τακτική που ακολούθησε ο Γάλλος πολιτικός.
Δεν το είπε ο κ. Μητσοτάκης, αλλά είναι γεγονός ότι ο κ. Μακρόν αγνόησε τις Σειρήνες του λαϊκισμού και την ίδια ώρα που, ενόψει του δεύτερου γύρου, η ακροδεξιά αντίπαλος του Μαρίν Λεπέν «ψάρευε σε θολά νερά» με ανοίγματα στους αριστερούς αντιευρωπαϊστές και υποσχέσεις για μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, εκείνος παρέμεινε αταλάντευτος στο πρόγραμμά του.
«Στη διάρκεια της μακράς και πολύ ενδιαφέρουσας προεκλογικής εκστρατείας στη Γαλλία, ο νέος Πρόεδρος δεν έχασε καμία ευκαιρία να αποδομήσει τον λαϊκισμό των αντιπάλων του, χωρίς να καταφύγει σε ψεύτικες υποσχέσεις», ήταν το σχόλιο του προέδρου της ΝΔ. «Να επισημάνει τα ψέματα και να φωτίσει τις υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Αυτό έγινε σε ομιλίες και στα τηλεοπτικά στούντιο. Έγινε, όμως, και στο πεζοδρόμιο και στα προαύλια των εργοστασίων», συμπλήρωσε.
Συνδέοντας, μάλιστα, το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών με την ελληνική πραγματικότητα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξέφρασε την άποψη ότι οι Γάλλοι ψηφοφόροι επηρεάστηκαν από αυτό που ζούμε στη χώρα μας, η οποία, όπως είπε, «έχει μετατραπεί σε ένα εργαστήρι, όπου δοκιμάστηκαν οι αντοχές του λαϊκισμού στη σκληρή πρόσκρουση με τα βράχια της πραγματικότητας».
Στο ίδιο μοτίβο και περιγράφοντας την «ευθύνη» που, όπως είπε, αναλογεί στον ίδιο και στα στελέχη της παράταξής του, υποστήριξε ότι «οι πολίτες σήμερα δε θέλουν μόνο κριτική, ούτε θέλουν από εμάς διαρκώς να επιβεβαιώνουμε τα αυτονόητα. Οι πολίτες θέλουν ιδέες και προτάσεις. Διψούν για ένα θετικό όραμα. Και ψάχνουν, πάνω από όλα, την αλήθεια και την ειλικρίνεια».
Τα λόγια του κέρδισαν –δεν θα μπορούσε μάλλον να γίνει αλλιώς- το θερμό χειροκρότημα της γαλάζιας κοινοβουλευτικής ομάδας. Μόνον, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση ανάμεσα στους χειροκροτητές των όσων επεσήμανε για την απαρέγκλιτη στρατηγική του Μακρόν υπέρ της αλήθειας και κατά του λαϊκισμού περιλαμβάνονταν και μια πλειάδα βουλευτών του οι οποίοι μόλις λίγες ώρες νωρίτερα είχαν επικροτήσει –ακόμη πιο θερμά!- απίθανες θεωρίες για την ελληνική κρίση.
«Τα Μνημόνια ήρθαν επί των ημερών του Ανδρέα Παπανδρέου και καθιερώθηκαν επί των ημερών του γιου του, Γιώργου Παπανδρέου», ήταν η άποψη που είχε εκφράσει το προηγούμενο βράδυ ο εκλεγμένος με τη Νέα Δημοκρατία αντιπρόεδρος της Βουλής Νικήτας Κακλαμάνης, μιλώντας στη Θεσσαλονίκη σε παρουσίαση έκδοσης για την πολιτική οικονομία της Ελλάδας την περίοδο 2000-2015.
Στην εκδήλωση, όπως αναφέρει το κρατικό ΑΠΕ –ΜΠΕ, «έκλεψε την παράσταση» η παρουσία του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή. «Περισσότερα από χίλια άτομα, σύμφωνα με τους διοργανωτές, συγκεντρώθηκαν και η υποδοχή που επιφύλαξαν στον Κώστα Καραμανλή, με χειροκροτήματα, χειραψίες και αγκαλιές, θύμιζε εικόνες από την επίσκεψή του στη Διεθνή Έκθεση», αναφέρεται στο σχετικό ρεπορτάζ. Και παρατίθενται τα ονόματα των βουλευτών της ΝΔ που έδωσαν το «παρών» -σχεδόν εν σώματι οι βορειοελλαδίτες, αλλά και άλλοι όπως ο γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής Λευτέρης Αυγενάκης.
Αν και ο κ. Κακλαμάνης έσπευσε να διευκρινίσει ότι «οι πολιτικές απόψεις και οι πολιτικές προσεγγίσεις που θα ακούσετε χαρακτηρίζουν και δεσμεύουν εμένα και δεν θέλω να χρεωθούν στο κόμμα μου και πολύ περισσότερο στον αρχηγό του κόμματος τον Κυριάκο Μητσοτάκη», είναι αβέβαιο αν αυτό του εξασφάλισε «άλλοθι» για τα όσα υποστήριξε. Πολύ περισσότερο που οι ισχυρισμοί του καταρρίπτονται από τις εισηγητικές εκθέσεις των κρατικών προϋπολογισμών που ο ίδιος ψήφισε επανειλημμένα τα προηγούμενα χρόνια.
Σε πείσμα, λοιπόν, των στοιχείων τα οποία πλέον έχουν επικυρωθεί από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ο αντιπρόεδρος της Βουλής «κατηγόρησε τον Γιώργο Παπανδρέου ότι “εξαπάτησε τον ελληνικό λαό” και την ΕΛΣΤΑΤ ότι λειτούργησε ως “Δούρειος Ίππος” με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε για την προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ». Επίσης, «καταλόγισε ευθύνες στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη και είπε χαρακτηριστικά: “Άλλος σχεδίασε, άλλος αποφάσισε, άλλος παρήγγειλε, άλλος υπέγραψε-όλα αυτά έχουν το όνομα κυβέρνηση Σημίτη- άλλος πλήρωσε και αυτό έχει το όνομα κυβέρνηση Καραμανλή. Αυτή ήταν η αλήθεια».
Το ακόμη μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι ο κ. Κακλαμάνης δεν περιορίστηκε στην αμφισβήτηση των στοιχείων. Κατέφυγε αμέσως μετά στις πιο απίθανες θεωρίες συνωμοσίας που σέρνονται τα τελευταία χρόνια στο Διαδίκτυο, γράφονται σε ασόβαρες εκδόσεις και τις οποίες η επίσημη ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης –ούτε η σημερινή ούτε οι προηγούμενες- δεν έχουν υιοθετήσει.
«Κατεβλήθησαν τεράστιες προσπάθειες από ανομολόγητα (sic!) κέντρα για να χάσει τις εκλογές του 2007 ο Κώστας Καραμανλής, όπως αποδείχθηκε περίτρανα με την υπόθεση Βατοπεδίου, όπως ενδέχεται να αποδειχθεί με την υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ και πιθανώς στο μέλλον με το σκάνδαλο των υποκλοπών και το σχέδιο "Πυθία"», ισχυρίστηκε ο κ. Κακλαμάνης. Και το… τερμάτισε, συμπληρώνοντας: «Έπρεπε να τιμωρηθεί ο Κώστας Καραμανλής γιατί έκανε το "τραγικό λάθος" να συμπεριλάβει στο πολιτικό του λεξιλόγιο, εκτός από τη λέξη “ναι”, και τη λέξη “όχι"».
 Πόσο, άραγε, απέχουν όλα αυτά από τις –ούτω καλούμενες- «αυταπάτες» του Αλέξη Τσίπρα ή τα ωμά ψέματα του Γ. Κατρούγκαλου που ισχυρίζεται ότι οι συντάξεις, που αυξάνονταν με τον νόμο του, περικόπτονται επειδή η κυβέρνηση εκβιάστηκε από το ΔΝΤ και όχι επειδή δεν υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν;
Και σε τί διαφέρουν οι ΣΥΡΙΖΑϊκής έμπνευσης ψευδαισθήσεις ότι αν σκίζαμε το Μνημόνιο θα μας παρακαλούσαν να μας δανείσουν με τις γαλάζιας κοπής μπρουρδολογίες ότι μπήκαμε στην κρίση λόγω των υποτιθέμενης παραποίησης στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ και όχι εξαιτίας των ανεξέλεγκτων διορισμών και της ασυγκράτητης εκτόξευσης των –φαρμακευτικών και τόσο άλλων- δαπανών;
Αν, αλήθεια, αυτή είναι η «αλήθεια» που πρεσβεύουν όσοι θέλουν να παραστήσουν τους –αλά ελληνικά- θιασώτες του νεοεκλεγέντος προέδρου της Γαλλίας, τον Έλληνα Μακρόν –έστω και σε imitation έκδοση- δεν πρόκειται να τον βρούμε ποτέ. Και, αντιθέτως, τα Μνημόνια θα είναι εδώ μέχρι να… σβήσει ο ήλιος!

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Μήπως να αρχίσει να… βιάζεται ο Κυριάκος;



Για όσους ενδεχομένως δεν το είχαν αντιληφθεί, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης το είπε και ρητά στην τελευταία του συνέντευξη, το βράδυ της περασμένης Τρίτης στον Σκάι, ότι δεν βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός.
Θέλετε επειδή διαθέτει αρκετή αυτοπεποίθηση, τέτοια που τον κάνει να έχει πειστεί ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του, θέλετε επειδή αποτελεί για εκείνον διδακτικό μάθημα το πάθημα του νυν πρωθυπουργού, ο οποίος στην παθιασμένη πρεμούρα του να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα στην εξουσία, είπε και έκανε πράγματα που τώρα δεν τιθασεύονται με καμία δύναμη, η εντύπωση που αποκομίζει όποιος συναντά τον νεοκλεγέντα αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι σπεύδει βραδέως στην πορεία που έχει χαράξει προς την διεκδίκηση της εξουσίας.
Δίχως να δίνει την εντύπωση ότι χάνει χρόνο, οι κινήσεις που κάνει τόσο στην εσωτερική σκακιέρα όσο και ευρύτερα στις σχέσεις του με την κυβέρνηση αλλά και με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, εκπέμπουν έλλειψη άγχους, καθώς και υψηλό βαθμό σιγουριάς που δείχνει εφάμιλλη με εκείνη την οποία εξέφραζε κατά τη μακρά προεκλογική κούρσα για την ηγεσία της ΝΔ όταν, σε πείσμα των προβλέψεων και των εκτιμήσεων, επέμενε ότι θα έκοβε το νήμα αναδεικνυόμενος, όπως και έγινε, νικητής στον δεύτερο γύρο.
Με σαφή πρόθεση να προστατεύσει τη σοβαρότητά του, ο κ. Μητσοτάκης δηλώνει, από τη μια, ότι δεν ζητεί εκλογές και απορρίπτει, από την άλλη, τα σενάρια συγκυβέρνησης που στοίχισαν τόσο πολύ στο κόμμα του στις κάλπες του περασμένου Σεπτεμβρίου όταν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες οι οποίοι λίγους μήνες νωρίτερα είχαν ψηφίσει τη ΝΔ δεν εύρισκαν λόγο να το ξανακάνουν αφού πρόβαλε στον ορίζοντα ως προτιμότερη λύση η συνεργασία με το μέχρι πρότινος «απόλυτο κακό» όπως ήθελε η προηγούμενη ηγεσία της Κεντροδεξιάς παράταξης να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο πρόεδρος της ΝΔ χαράσσει πλέον σαφείς διαχωριστικές γραμμές, υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για συνεργασία ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ», προσθέτοντας, ίσως και για να τον ακούσουν στην Ευρώπη, ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα «δεν είναι ένα συμβατικό κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας». Παρά ταύτα, όμως, αποφεύγει, προφανώς και λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, να κλείσει ερμητικά την πόρτα μια ενδεχόμενης συνεργασίας.
Έτσι, κρατώντας και ορισμένες πισινές, που δεν θα τον κάνουν να αυτοδιαψευστεί στο μέλλον, δηλώνει: «Δεν μπορώ να προβλέψω τι θα γίνει τους επόμενους μήνες, αλλά με τα σημερινά δεδομένα συνεργασία με τον κ. Τσίπρα δεν είναι εφικτή». Δικαιολογεί την απορριπτική προαίρεσή του με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει ο κίνδυνος που υπήρχε πέρυσι τον Ιούλιο», καθώς «τότε δεν ήμασταν σε πρόγραμμα και άρα το Grexit ήταν προ των πυλών». Ταυτοχρόνως, εκφράζει την εκτίμηση ότι «με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει κίνδυνος Grexit», αλλά συμπληρώνει: «Δεν είμαι όμως μάντης για να ξέρω τι θα συμβεί μετά από τέσσερις μήνες».
Όσο αλήθεια είναι ότι μόνον μάντεις μπορούν να ξέρουν τι μας περιμένει το επόμενο τετράμηνο, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να αντιληφθεί κανείς τα μαύρα σύννεφα που προβάλλουν στον ορίζοντα της χώρας. Σύννεφα, τα οποία οι χειρισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αντί να τα απομακρύνουν, τα φέρνουν όλο και πιο κοντά.
Δεν είναι μόνον οι δυναμικές κινητοποιήσεις για το Ασφαλιστικό, που από τη μια έχουν τη… συμπαράταξη του ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη δέχονται τις υπονομευτικούς υπαινιγμούς της κυβέρνησης περί… συσχετισμού τους με τις άδειες των καναλιών (!). Είναι, πολύ περισσότερο, τα εφιαλτικά σενάρια της ευρωπαϊκής απομόνωσής μας εξαιτίας του Προσφυγικού που δύσκολα θα την αποφύγουμε μετά την άφρονα απόφαση να γίνουν τα περιβόητα κέντρα καταγραφής (hot spots) σε ελληνικό έδαφος, επειδή ορισμένοι ήθελαν  να «εμπορευτούν» -πολιτικά, αλλά και… οικονομικά!- την αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Το «φλερτ με τις πολιτικές αυταπάτες», για το οποίο τόσο παραστατικά και συνάμα απολύτως αφοπλιστικά μίλησε πρόσφατα ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, είναι, δυστυχώς, ενεργά παρόν και σηματοδοτεί μία προς μία όλες τις κυβερνητικές αποφάσεις.
Την ώρα, άλλωστε, που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επαναφέρει στο προσκήνιο την πρόταση για προσωρινή έξοδο από την ευρωζώνη, την οποία ήδη από το 2011 είχε διατυπώσει προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, οι εγχώριοι κυβερνώντες βαυκαλίζονται ότι θα πετύχουν ταχεία ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος και ελάφρυνση του χρέους, με την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσουν να συνεχίσουν το έργο των διορισμών συγγενών και φίλων στο Δημόσιο που είναι το μόνο στο οποίο επιδίδονται με τόση προσήλωση αφότου ήρθαν στην εξουσία.
Επειδή, όμως, οι αυταπάτες δεν διαρκούν αιώνια και οι ψευδαισθήσεις είναι αποδοτικές όταν είσαι στην αντιπολίτευση, άντε και τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης, που είναι «μήνες του μέλιτος», ο ισχυρισμός του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας ότι «η διαφύλαξη της κυβερνητικής σταθερότητας αφορά τον κ. Τσίπρα και τον κ. Καμμένο» θα αποδειχθεί πολύ σύντομα ότι δεν ισχύει.
Γιατί μπορεί να ελπίζει και να εύχεται ο κ. Μητσοτάκης να καταφέρει ο κ. Τσίπρας –με τον κ. Καμμένο ή και με άλλους κυβερνητικούς εταίρους- να περάσει όλους τους εφαρμοστικούς νόμους του τρίτου Μνημονίου για να έρθει εκείνος αργότερα στην εξουσία και να βρει ελεύθερο το πεδίο, δύσκολα θα εκπληρωθούν οι ελπίδες του και ακόμη δυσκολότερα θα εισακουστούν οι ευχές του.
Γι΄ αυτό, καλού-κακού, ας αρχίσει να βιάζεται ο πρόεδρος της ΝΔ. Η ώρα που θα κληθεί να επωμιστεί μέρος ή ίσως και το σύνολο της ευθύνης –αυτό θα εξαρτηθεί από την υπευθυνότητα του νυν πρωθυπουργού- για τη σωτηρία της χώρας δεν φαίνεται ότι θα βραδύνει πολύ.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

«Τον ζουρλό τον Αρβανίτη ξένες έννοιες τον γεράσαν»



Δεν έφθανε η αμήχανη ξινίλα περί «νεοφιλελευθερισμού» και «οικογενειοκρατίας»,  με την οποία σχολίασαν την εκλογή του νέου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο Μέγαρο Μαξίμου είχαν άποψη μέχρι και για τη διαφορά που πέτυχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και την οποία την βρήκαν, λέει, «μικρή».
Επειδή, μάλιστα, δεν ήταν, κατά την αντίληψή τους, αρκετά μεγάλη η διαφορά, έσπευσαν να εγκαλέσουν όλους όσοι χαρακτήρισαν σημαντική την ανατροπή που επέφερε ο κ. Μητσοτάκη στην επαναληπτική κούρσα, καθώς προσήλκυσε από το εκλογικό σώμα των Νεοδημοκρατών ακόμη και ψηφοφόρους που στον πρώτο γύρο είχαν, όπως αποδεικνύεται, επιλέξει τον αντίπαλό του με τον οποίο μονομάχησαν στον δεύτερο γύρο.
Θα μπορούσα να περιοριστώ στην παράθεση της παροιμίας «τον ζουρλό τον Αρβανίτη ξένες έννοιες τον γεράσαν» που έλεγε η γιαγιά μου σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν δηλαδή κάποιος καταπιανόταν με γεγονότα που δεν τον αφορούσαν και δεν είχαν καμία σημασία για τον ίδιο και τη ζωή του. Δεν το κάνω, όμως, επειδή θεωρώ ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτελεί ένα απτό δείγμα για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τα πράγματα που συμβαίνουν στη χώρα όσοι κατοικοεδρεύουν στην κορυφή της κυβερνητική πυραμίδας.
Δεν εκπλήσσει, βέβαια, η συγκεκριμένη επιδερμική στάση, η οποία δεν επιτρέπει στους ανθρώπους που διαχειρίζονται τις τύχες του τόπου να εμβαθύνουν στην ουσία των πραγμάτων και να αντιληφθούν τις τάσεις που διαμορφώνονται και τα σήματα που εκπέμπονται. Δέσμιοι της αλαζονείας που τους έχει συνεπάρει, εξαιτίας της ευκολίας με την οποία απέκτησαν την εξουσία, αδυνατούν να αναλύσουν τη σύνθετη πραγματικότητα με την οποία είναι αντιμέτωποι, όχι μόνον στο διεθνές πεδίο αλλά και στην εγχώρια σκηνή.
Έτσι, αντί να σπεύσουν χαιρετίσουν το γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση απέκτησε νέα ηγεσία με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και να επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν αυτή τη νέα θετική συγκυρία σε μια κρίσιμη καμπή που είναι αναγκαίο να υπάρχει αρραγές εσωτερικό μέτωπο που να δώσει από κοινού μάχες με τους δανειστές, οι κύκλοι της κυβέρνησης Τσίπρα κατέφυγαν σε μικρότητες που είναι απολύτως αναντίστοιχες με τις ανάγκες της χώρας και τα νέα εθνικά προτάγματα.
Δυστυχώς, πρέπει να συμφιλιωθούμε απολύτως με την ιδέα ότι οι κυβερνώντες είναι, σε όλα τα επίπεδα, ανίκανοι να δουν τη μεγάλη εικόνα και να αποφύγουν να προσεγγίζουν τα πάντα με όρους φθηνής ίντριγκας, όπως εκείνης που τους έκανε να υπονομεύσουν την υποψηφιότητα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη μέσα το πάθος με το οποίο έδειχναν να επιθυμούν  την εκλογή του στην ηγεσία της ΝΔ. Και χωρίς ούτε στιγμή να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες από τα αστεία κείμενα περί… «συνεργάσιμης αντιπολίτευσης» που φιλοξενούσαν στην «Αυγή» και τα οποία στις συγκεκριμένες προσλαμβάνουσες αποκτούσαν εντελώς διαφορετική διάσταση.
Τον «έκαψαν», εν ολίγοις, τον κ. Μεϊμαράκη με τον τρόπο που τον εμφάνιζαν. Όπως απειλούν να «κάψουν» και τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή με τις –μη διαψευδόμενες- διαδόσεις ότι αποτελεί θιασώτη του κ. Τσίπρα και της διακυβέρνησης του. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο κ. Μητσοτάκης κέρδισε τελικά τη μάχη για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ακριβώς επειδή η πλειονότητα των Νεοδημοκρατών ψηφοφόρων πείστηκε ότι δεν ήταν ο εκλεκτός του Μεγάρου Μαξίμου.
Η κοντόφθαλμη θεώρηση των κυβερνώντων ότι –αν είναι δυνατόν!- μπορούσαν να ελέγξουν την εκλογή της Νέα Δημοκρατίας, για να διαιωνίσουν την εξουσία τους, απεδείχθη φενάκη και γύρισε μπούμερανγκ εναντίον τους. Ένα μπούμερανγκ του οποίου τις συνέπειες θα τις αισθανθούν πιθανότατα πολύ σύντομα και πάντως όταν ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανοίξει τη βεντάλια των πρωτοβουλιών που έχει εξαγγείλει για να μετατρέψει τη Νέα Δημοκρατία σε αξιόπιστη εναλλακτική δύναμη ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Αν στις προτάσεις που δείχνει διατεθειμένος να κάνει ο κ. Μητσοτάκης, η κυβερνητική…. απάντηση είναι του τύπου «είσαι από τζάκι» και «ασπάζεσαι το νεοφιλελεύθερο δόγμα», μάλλον υπηρεσίες θα του προσφέρουν, αφού ,όπως φάνηκε και από την έκβαση που είχε η γαλάζια εσωκομματική αναμέτρηση, οι «ταμπέλες» αυτού του είδους δεν παίζουν, πλέον, κανέναν ιδιαιτέρως σοβαρό ρόλο στην ελληνική κοινωνία.
Αντιθέτως, εκείνο που φάνηκε ότι μέτρησε και οδήγησε τον κ. Μητσοτάκη στη νίκη ήταν ότι ήξερε τι ήθελε. Ήξερε τι έλεγε. Και δεν παρέκλινε από την πορεία του ακόμη και όταν απέναντι του ορθώνονταν… Θεοί και δαίμονες. Γι΄ αυτό και, αν πράγματι ενδιαφέρονται στην ηγεσία κυβέρνηση να αντιμετωπίσουν τον κ. Μητσοτάκη, δεν έχουν παρά να αρχίσουν και εκείνοι να ξέρουν τι θέλουν. Να ξέρουν τι λένε. Και να πάψουν να ασχολούνται σαν τον «Αρβανίτη» της παροιμίας με… ξένες έννοιες για το αν ο αρχηγός της ΝΔ βγήκε με μικρή ή μεγάλη διαφορά. Αλλιώς…    
Υ.Γ.: Δικαιούνται, αλήθεια, ακόμη οι άνθρωποι που είναι στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ να εγκαλούν τους αντιπάλους τους για νεποτισμό και υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού; Δεν φοβούνται μήπως πέσει κανένα ταβάνι του Μαξίμου ή στην Κουμουνδούρου και τους πλακώσει;

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Να μην… καταρρεύσουν πριν αραδιάσουν όλα τα ψέματα τους



Το έντυπο μέσο ενημέρωσης που φιλοξένησε την τελευταία συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα είδε την κυκλοφορία του να κατρακυλάει σε επίπεδα limit down. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί με την τηλεθέαση της δημόσιας τηλεόρασης που «πάτωσε» όταν προ μηνός είχε προσκεκλημένο στo studio των ειδήσεων της τον πρωθυπουργό.
Η απήχηση που έχουν τα –«φιλικά» του, κατά βάση, αφού επιλέγονται από τον ίδιο- μέσα ενημέρωσης, στα οποία μιλάει ο κ. Τσίπρας, αποτελεί σίγουρα ένα αντικειμενικό, έστω κι αν θεωρηθεί ενδεικτικό, μέτρο για το ενδιαφέρον που προκαλούν στην κοινή γνώμη τα όσα λέει.
Μέχρι πριν από λίγους μήνες και μόνον ο ψίθυρος ότι το «δείνα» μέσο –έντυπο ή ηλεκτρονικό- θα κυκλοφορούσε με πρωθυπουργική συνέντευξη στη δημοσιογραφική «πιάτσα» προκαλούσε συναγερμό. Όλοι οι ασχολούμενοι με το πολιτικό ρεπορτάζ βρισκόμαστε σε εγρήγορση, πασχίζοντας να πληροφορηθούμε την πιθανολογούμενη σπουδαία «είδηση» που μπορούσε να εκμαιεύσει ο «τυχερός» συνάδελφός μας ο οποίος θα είχε την ευκαιρία να θέτει τα ερωτήματα.
Όλα αυτά, όμως, πλέον φαίνεται να είναι παρελθόν. Στον επαγγελματικό μας περίγυρο μια συνέντευξη με πολιτικούς όπως ο κ. Τσίπρας, η οποία γίνεται με συγκεκριμένους όρους και κανόνες –να έχει, π.χ., ορισμένα ερωτήματα και να φιλοξενείται ως βασικό θέμα, ακόμη και όταν δεν λέει «τίποτα»-, έχει πάψει να θεωρείται επιτυχία, στο βαθμό, βεβαίως που κάποιος συνδέει την επιτυχία με την ανταπόκριση της κοινής γνώμης.
Όσο λοιπόν και αν με επικοινωνιακά προπετάσματα καπνού που υψώνουν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί απροκάλυπτης προπαγάνδας και οι «συμμαχικές» τους δυνάμεις, είναι σαφές ότι οι επιπτώσεις από τις πελώριες διαψεύδεις στις οποίες οδηγούνται τα τερατώδη ψέματα, με τα οποία φλόμωσαν τον ελληνικό λαό, αρχίζουν να γίνονται ηχηρά αισθητές.
Ακόμη και αν σε αυτή τη φάση, η οποία -μην ξεχνάμε- απέχει μόλις εκατό και κάτι μέρες από την εκλογική αναμέτρηση του περασμένου Σεπτεμβρίου, εκδηλώνονται με την αποστροφή του κόσμου προς τα όσα λέει ο πρωθυπουργός, τα μηνύματα ότι η διάθεση της ελληνικής κοινωνίας έχει αρχίσει να αλλάζει είναι πολύ περισσότερα.
Είναι μηνύματα κατάρρευσης της εικόνας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ που δεν περιορίζονται φυσικά μόνον στις δημοσκοπήσεις, τις οποίες, αίφνης, έπαψαν να τις επικαλούνται εκείνοι που τις είχαν θεοποιήσει στο παρελθόν, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να γίνονται πρωτοσέλιδες επισημάνσεις για το… άθροισμα της δύναμης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων –του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή και της ακέφαλης ΝΔ- με στόχο να αποκρυβεί ότι πάνω από τους μισούς ψηφοφόρους του περασμένου Σεπτεμβρίου έχουν άρει την εμπιστοσύνη τους από τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Ισχυρά επίσης είναι τα μηνύματα που εκπέμπονται με τις προληπτικές επιθέσεις που εξαπολύουν φιλοκυβερνητικά έντυπα στους βουλευτές της συμπολίτευσης με το φοβερό και τρομερό επιχείρημα, που χρησιμοποίησε αρθρογράφος της «Αυγής», ότι «από την ώρα που η Αριστερά ανέλαβε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, όφειλαν όλοι να ξέρουν ότι έρχονται και εγκαύματα»...
Είναι περισσότερο από προφανές ότι τα ψέματα δεν αντέχουν πια. Όσα non paper και αν εκδοθούν από το Μαξίμου με παραπλανητικά παραδείγματα για τις συντάξεις που θα… αυξηθούν ενώ η συνταξιοδοτική δαπάνη θα μειώνεται κατά 1,8 δισ. ευρώ, η κοροϊδία δεν μπορεί να διαρκέσει εσαεί. Ήδη ακούγονται οι τριγμοί από την  κατάρρευση η οποία έχει ξεκινήσει. Και χωρίς καν να έχει διαμορφωθεί –εξαιτίας και της εκκρεμότητας με την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας που ευτυχώς τελειώνει την Κυριακή- στοιχειωδώς αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Εδώ, ωστόσο, που έφθασαν τα πράγματα, είναι πολύ κρίσιμος ο ρόλος της αντιπολίτευσης. Από τη μια, τα στελέχη της έχουν υποχρέωση και καθήκον να αποκαλύπτουν κάθε μέρα τη συνεχιζόμενη παραπλάνηση πως τάχα όλα αυτά που κάνουν οι κυβερνώντες είναι τα ελάχιστα δυνατά για τα οποία «πονάει», δήθεν, «η ψυχή τους», ενώ στην πραγματικότητα είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να μείνουν στις καρέκλες του.
Από την άλλη, όμως, θα πρέπει οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης να… ελπίζουν και να… εύχονται να μην καταρρεύσουν δια μιας και προτού προλάβουν να διανύσουν ολόκληρο τον μνημονιακό τους κύκλο. Το επικείμενο Ασφαλιστικό του Κατρούγκαλου, ο οποίος ανενδοίαστα δηλώνει ότι τάχατες δεν είναι πολιτικός –εκτός και αν αισθάνεται μόνον… «πολιτικάντης»-, όπως και τα επερχόμενα μέτρα για τους αγρότες και εν γένει για την αυξημένη φορολογία που αναγκαστικά θα επιβληθεί προκειμένου να καλυφθούν οι αστοχίες και η διεύρυνση του Δημοσίου, πρέπει να περάσουν με τη σφραγίδα των σημερινών κυβερνώντων.
Θα είναι, σε κάθε περίπτωση, μεγάλο δυστύχημα αν δεν αντέξουν και καταρρεύσουν προτού λάβουν (με ΠΝΠ ή πολυνομοσχέδιο – «σκούπα, αδιάφορο…) όλα εκείνα τα μέτρα τα οποία έχουν συμφωνήσει με τους δανειστές. Έτσι κι αλλιώς, η ζημιά την οποία προκάλεσαν τον τελευταίο χρόνο που είναι στα πράγματα, είναι τόσο μεγάλη που μερικοί ακόμη υφεσιακοί μήνες δεν πρόκειται να αλλάξουν δραματικά τον ρου της κακής… μοίρας που μας επιφυλάσσει η πενταετής μνημονιακή μέγγενη.
Γι΄ αυτό οι προσεχείς εβδομάδες και οι επόμενοι μήνες μπορεί να αποδειχθούν καθοριστικοί για την ολοσχερή διάλυση της συνεχιζόμενης εξαπάτησης που υφίσταται ο ελληνικός λαός. Και το «κέρδος» από αυτή τη διαδικασία, δεν θα είναι μικρό. Ας μην το υποτιμάμε.