Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ο Ντελόρ, ο Σόιμπλε και ποιος ζημίωσε περισσότερο τον ελληνικό λαό


Είναι αξιομνημόνευτη η συγκυρία της ταυτόχρονης εκδημίας δύο σημαντικών ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Γάλλος σοσιαλιστής πολιτικός Ζακ Ντελόρ και ο Γερμανός χριστιανοδημοκράτης Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που ο καθένας τους σημάδεψε με διαφορετικό τρόπο την πορεία προς την ενοποίηση της Ευρώπης.

Μπορεί ο ένας να εκπροσώπησε, λόγω της ιδεολογίας του, αλλά κατά βάση χάριν της εποχής που κατείχε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν (1985-1995), τη «γαλαντόμο» Ευρώπη των επιδοτήσεων η οποία πάσχιζε να πετύχει την οικονομική και νομισματική ενοποίησή της (ΟΝΕ), ενώ ο άλλος, για αντίστοιχους -ιδεολογικούς αλλά και συγκυριακούς- λόγους, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας (2009-2017) λειτούργησε ως θεματοφύλακας της διαφύλαξης της ενότητας της ευρωζώνης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αμφότεροι άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμα τους στη δημιουργία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.    

Για όποιον επιθυμεί να κινηθεί πέρα από τα ρηχά στερεότυπα τα οποία οδήγησαν πολλούς συμπατριώτες μας να εξακοντίζουν ακόμη και αυτές τις μέρες ύβρεις και κατάρες, κυρίως κατά του Σόιμπλε, τον οποίο συγκεκριμένοι εγχώριοι πολιτικοί είχαν δαιμονοποιήσει, φορτώνοντάς του την απόλυτη ευθύνη για όλα τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο των Μνημονίων και ισχυριζόμενοι ότι όλα αυτά συνέβησαν επειδή «ο Γερμαναράς μισούσε τους Έλληνες», οι δύο αυτοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια καλή αφορμή για να κοιταχθούμε στον καθρέφτη της εθνικής μας αυτογνωσίας.

Αν το κάνουμε, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουμε να αντικρύσουμε κατάματα την πραγματικότητα η οποία μας περιβάλλει τα τελευταία σαράντα και κάτι χρόνια που κατέχουμε το μοναδικό ιστορικό προνόμιο να μετέχουμε σε ένα πολύ σημαντικό για την ιστορία της ανθρωπότητας συλλογικό επίτευγμα που είναι το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, υπό τη σκέπη του οποίου βρήκαν εθελοντικά καταφύγιο τόσα πολλά και διαφορετικά έθνη τα οποία νωρίτερα πολεμούσαν μεταξύ τους με κάθε αφορμή.

Μερικά μάλλον αντιδημοφιλή και άβολα ερωτήματα ίσως θα μας βοηθούσαν να ξεδιαλύνουμε πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στον φορτισμένο δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε στη χώρα μας. Διάλογο, ο οποίος στην πραγματικότητα επέφερε το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: αντί να μας απαλλάξει από την λιτότητα που υποτίθεται ότι ήταν προϊόν σοϊμπλικής έμπνευσης, οδήγησε σε παράταση της ασφυκτικής μνημονιακής μέγγενης, η οποία ήταν, σε χρονική διάρκεια, αλλά και απώλεια εθνικού εισοδήματος, τέτοια που καμία άλλη χώρα δεν γνώρισε. 

«Θύματα» του λαϊκισμού της Αριστεράς, της Δεξιάς, ου μην αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και του Κέντρου, βολευθήκαμε σε κατασκευασμένα αφηγήματα για… «τους ξένους που μας μισούν», αυτοαναγορηθήκαμε σε… «περιούσιο λαό που όλοι μας ζηλεύουν» και δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να αναζητήσουμε απαντήσεις σε πολύ κρίσιμες ερωτήσεις, μερικές από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:      

-Που κατέληξε ο πακτωλός με τα δισεκατομμύρια ευρώ που εισέρρευσαν στη χώρα την περίοδο των «πακέτων Ντελόρ»; Πόσα εξ αυτών κατευθύνθηκαν σε υποδομές ή έγιναν παραγωγικές επενδύσεις, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας; Και πόσα, αντιθέτως, έπεσαν στον πίθο των Δαναΐδων με τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά που δεν συνεισέφεραν σχεδόν ούτε ίχνος εγχώριας προστιθέμενης αξίας;    

-Πόσο βιώσιμη ήταν η πρωτόγνωρη ευημερία της «χρυσής» δεκαετίας 1998-2008; Και ποιος μας επέβαλε να μην αρκεστούμε στις αφειδείς κοινοτικές επιδοτήσεις, αλλά να καταφύγουμε επιπλέον και σε έναν φρενήρη κρατικό και ιδιωτικό δανεισμό, ο οποίος ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί με τους ρυθμούς με τους οποίους κινούνταν;  

-Ποιος ευθύνεται περισσότερο για την κατάρρευση που -μοιραία μάλλον- ακολούθησε; Απετέλεσε, άραγε, ρίζα του κακού η βεβιασμένη είσοδος μας στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη υιοθέτηση του ευρώ μαζί με την πρώτη ομάδα των χωρών που εντάχθηκε στο πρωτοφανές εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική; Ή, μήπως, έφταιξε το γεγονός ότι δεν μπήκε ποτέ φρένο στη «δημιουργική λογιστική», όπως ευσχήμως αποκαλούνταν τότε η απόκρυψη των πραγματικών στατιστικών στοιχείων που αποτύπωναν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας; 

Είναι πολύ εύκολο να ενοχοποιούμε τους… άλλους, με βάση και τη γνωστή ρήση του Ζαν Πολ Σαρτρ σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι άλλοι». Μπορούμε να κατηγορούμε τον Ντελόρ ότι «ευθύνεται που μας… κακόμαθε με τα πακέτα του». Και την ίδια ώρα δεν έχουμε πρόβλημα να ξιφουλκούμε κατά του Σόιμπλε, ο οποίος μας διαμήνυσε από κάποια στιγμή και ύστερα ότι «δανεικά τέλος», κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, μας το είχαν πει νωρίτερα οι αγορές. 

Αν, βεβαίως, θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί των ημερών που «βασίλευε» ο Σόιμπλε στο Eurogroup εμείς και νέα δανεικά πήραμε για να εξυπηρετήσουμε τα παλαιότερα χρέη μας, αλλά είχαμε και το μοναδικό προνόμιο να μας γίνει το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους που έχει γίνει ποτέ σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στην παγκόσμια ιστορία. 

Ξέρω, ξέρω ότι όλα αυτά εξακολουθούν να μην γίνονται αποδεκτά από μια μερίδα του ελληνικού λαού, η οποία -είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα- είχε πειστεί ότι «τα Μνημόνια τελειώνουν με έναν νόμο και ένα άρθρο» και, εν συνεχεία, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν». Το ευχάριστο, όμως, είναι ότι η μερίδα αυτή των συμπολιτών μας, που κάποτε αναμφισβήτητα πλειοψηφούσε, στις μέρες μας δείχνει να περιορίζεται. 

Χρόνο με τον χρόνο μειώνονται σταθερά εκείνοι που αρέσκονται να αποδίδουν όλα τα δεινά που μας ταλανίζουν σε ξένους πολιτικούς, όπως ο Ντελόρ με τα «πακέτα» του ή ο Σόιμπλε με την, κατά τον Μαξ Βέμπερ, «γερμανική προτεσταντική ηθική» η οποία χωρίς αμφιβολία τον χαρακτήριζε, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με το πως έβλεπε τους Έλληνες. Τους ίδιους αυστηρούς κανόνες ήθελε να επιβάλλει προς όλους και σίγουρα και προς τους συμπατριώτες του.  

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, υπαίτιοι για την όποια ζημία έχει υποστεί η χώρα μας δεν είναι οι ξένοι αλλά οι εγχώριοι πολιτικοί. Με άλλα λόγια, και για να μην αποποιούμεθα των ευθυνών μας, για τα καλά και τα κακά που μας συμβαίνουν υπαίτιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι μέσω των επιλογών που κάνουμε με την ψήφο μας κάθε τέσσερα χρόνια και όχι μόνον. 

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Ντελόρ και τον Σόιμπλε να αναπαυθούν εν ειρήνη και να τους κρίνει η Ιστορία η οποία συνήθως είναι ακριβοδίκαιη. Και εμείς ας ασχοληθούμε με τα του οίκου μας.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Μήπως να αρχίσει να… βιάζεται ο Κυριάκος;



Για όσους ενδεχομένως δεν το είχαν αντιληφθεί, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης το είπε και ρητά στην τελευταία του συνέντευξη, το βράδυ της περασμένης Τρίτης στον Σκάι, ότι δεν βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός.
Θέλετε επειδή διαθέτει αρκετή αυτοπεποίθηση, τέτοια που τον κάνει να έχει πειστεί ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του, θέλετε επειδή αποτελεί για εκείνον διδακτικό μάθημα το πάθημα του νυν πρωθυπουργού, ο οποίος στην παθιασμένη πρεμούρα του να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα στην εξουσία, είπε και έκανε πράγματα που τώρα δεν τιθασεύονται με καμία δύναμη, η εντύπωση που αποκομίζει όποιος συναντά τον νεοκλεγέντα αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι σπεύδει βραδέως στην πορεία που έχει χαράξει προς την διεκδίκηση της εξουσίας.
Δίχως να δίνει την εντύπωση ότι χάνει χρόνο, οι κινήσεις που κάνει τόσο στην εσωτερική σκακιέρα όσο και ευρύτερα στις σχέσεις του με την κυβέρνηση αλλά και με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, εκπέμπουν έλλειψη άγχους, καθώς και υψηλό βαθμό σιγουριάς που δείχνει εφάμιλλη με εκείνη την οποία εξέφραζε κατά τη μακρά προεκλογική κούρσα για την ηγεσία της ΝΔ όταν, σε πείσμα των προβλέψεων και των εκτιμήσεων, επέμενε ότι θα έκοβε το νήμα αναδεικνυόμενος, όπως και έγινε, νικητής στον δεύτερο γύρο.
Με σαφή πρόθεση να προστατεύσει τη σοβαρότητά του, ο κ. Μητσοτάκης δηλώνει, από τη μια, ότι δεν ζητεί εκλογές και απορρίπτει, από την άλλη, τα σενάρια συγκυβέρνησης που στοίχισαν τόσο πολύ στο κόμμα του στις κάλπες του περασμένου Σεπτεμβρίου όταν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες οι οποίοι λίγους μήνες νωρίτερα είχαν ψηφίσει τη ΝΔ δεν εύρισκαν λόγο να το ξανακάνουν αφού πρόβαλε στον ορίζοντα ως προτιμότερη λύση η συνεργασία με το μέχρι πρότινος «απόλυτο κακό» όπως ήθελε η προηγούμενη ηγεσία της Κεντροδεξιάς παράταξης να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο πρόεδρος της ΝΔ χαράσσει πλέον σαφείς διαχωριστικές γραμμές, υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για συνεργασία ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ», προσθέτοντας, ίσως και για να τον ακούσουν στην Ευρώπη, ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα «δεν είναι ένα συμβατικό κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας». Παρά ταύτα, όμως, αποφεύγει, προφανώς και λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, να κλείσει ερμητικά την πόρτα μια ενδεχόμενης συνεργασίας.
Έτσι, κρατώντας και ορισμένες πισινές, που δεν θα τον κάνουν να αυτοδιαψευστεί στο μέλλον, δηλώνει: «Δεν μπορώ να προβλέψω τι θα γίνει τους επόμενους μήνες, αλλά με τα σημερινά δεδομένα συνεργασία με τον κ. Τσίπρα δεν είναι εφικτή». Δικαιολογεί την απορριπτική προαίρεσή του με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει ο κίνδυνος που υπήρχε πέρυσι τον Ιούλιο», καθώς «τότε δεν ήμασταν σε πρόγραμμα και άρα το Grexit ήταν προ των πυλών». Ταυτοχρόνως, εκφράζει την εκτίμηση ότι «με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει κίνδυνος Grexit», αλλά συμπληρώνει: «Δεν είμαι όμως μάντης για να ξέρω τι θα συμβεί μετά από τέσσερις μήνες».
Όσο αλήθεια είναι ότι μόνον μάντεις μπορούν να ξέρουν τι μας περιμένει το επόμενο τετράμηνο, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να αντιληφθεί κανείς τα μαύρα σύννεφα που προβάλλουν στον ορίζοντα της χώρας. Σύννεφα, τα οποία οι χειρισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αντί να τα απομακρύνουν, τα φέρνουν όλο και πιο κοντά.
Δεν είναι μόνον οι δυναμικές κινητοποιήσεις για το Ασφαλιστικό, που από τη μια έχουν τη… συμπαράταξη του ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη δέχονται τις υπονομευτικούς υπαινιγμούς της κυβέρνησης περί… συσχετισμού τους με τις άδειες των καναλιών (!). Είναι, πολύ περισσότερο, τα εφιαλτικά σενάρια της ευρωπαϊκής απομόνωσής μας εξαιτίας του Προσφυγικού που δύσκολα θα την αποφύγουμε μετά την άφρονα απόφαση να γίνουν τα περιβόητα κέντρα καταγραφής (hot spots) σε ελληνικό έδαφος, επειδή ορισμένοι ήθελαν  να «εμπορευτούν» -πολιτικά, αλλά και… οικονομικά!- την αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Το «φλερτ με τις πολιτικές αυταπάτες», για το οποίο τόσο παραστατικά και συνάμα απολύτως αφοπλιστικά μίλησε πρόσφατα ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, είναι, δυστυχώς, ενεργά παρόν και σηματοδοτεί μία προς μία όλες τις κυβερνητικές αποφάσεις.
Την ώρα, άλλωστε, που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επαναφέρει στο προσκήνιο την πρόταση για προσωρινή έξοδο από την ευρωζώνη, την οποία ήδη από το 2011 είχε διατυπώσει προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, οι εγχώριοι κυβερνώντες βαυκαλίζονται ότι θα πετύχουν ταχεία ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος και ελάφρυνση του χρέους, με την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσουν να συνεχίσουν το έργο των διορισμών συγγενών και φίλων στο Δημόσιο που είναι το μόνο στο οποίο επιδίδονται με τόση προσήλωση αφότου ήρθαν στην εξουσία.
Επειδή, όμως, οι αυταπάτες δεν διαρκούν αιώνια και οι ψευδαισθήσεις είναι αποδοτικές όταν είσαι στην αντιπολίτευση, άντε και τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης, που είναι «μήνες του μέλιτος», ο ισχυρισμός του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας ότι «η διαφύλαξη της κυβερνητικής σταθερότητας αφορά τον κ. Τσίπρα και τον κ. Καμμένο» θα αποδειχθεί πολύ σύντομα ότι δεν ισχύει.
Γιατί μπορεί να ελπίζει και να εύχεται ο κ. Μητσοτάκης να καταφέρει ο κ. Τσίπρας –με τον κ. Καμμένο ή και με άλλους κυβερνητικούς εταίρους- να περάσει όλους τους εφαρμοστικούς νόμους του τρίτου Μνημονίου για να έρθει εκείνος αργότερα στην εξουσία και να βρει ελεύθερο το πεδίο, δύσκολα θα εκπληρωθούν οι ελπίδες του και ακόμη δυσκολότερα θα εισακουστούν οι ευχές του.
Γι΄ αυτό, καλού-κακού, ας αρχίσει να βιάζεται ο πρόεδρος της ΝΔ. Η ώρα που θα κληθεί να επωμιστεί μέρος ή ίσως και το σύνολο της ευθύνης –αυτό θα εξαρτηθεί από την υπευθυνότητα του νυν πρωθυπουργού- για τη σωτηρία της χώρας δεν φαίνεται ότι θα βραδύνει πολύ.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Οι εκπλήξεις του ΔΝΤ

            Αν πιστέψουμε –και γιατί να μην την πιστέψουμε;- τη Bank of America/Merill Lynch, που οργάνωσε μια από τις συναντήσεις τις οποίες είχαν στο Σίτυ του Λονδίνου τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να παρουσιάσουν το πρόγραμμά τους, ο καθηγητής και βουλευτής Γιώργος Σταθάκης δήλωσε «έκπληκτος από την σκληρή στάση της τρόικας στις τελευταίες διαπραγματεύσεις».
            Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν αυτή η διαπίστωση δεν γινόταν μόνο σε κλειστές συσκέψεις στο εξωτερικό, αλλά ακουγόταν και στο εσωτερικό της χώρας μας για να αντιληφθούν όλοι όσοι εξακολουθούν να αρνούνται να παραδεχθούν την πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τις πιέσεις τις οποίες δέχονται εκείνοι που σηκώσουν το βάρος της διαπραγμάτευσης.
            Συνδυάζοντας, μάλιστα, τη διαπίστωση του κ. Σταθάκη με τις ακριτομυθίες του υπουργού Οικονομικών -και επίσης καθηγητή- Γκίκα Χαρδούβελη που ήρθαν άθελά του στο φως της δημοσιότητας και αφορούσαν την αδιαφορία για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα με την οποία ήρθε αντιμέτωπη στο Παρίσι η ελληνική διαπραγματευτική αντιπροσωπεία, μπορεί κανείς να σχηματίσει γνώμη για όσα πραγματικά διακυβεύονται σε αυτές τις διαπραγματεύσεις.
            Είναι περισσότερο από προφανές ότι για τους δανειστές της Ελλάδας, εταίρους και μη, είναι αδιάφορο ποιος είναι ή δεν είναι στην εξουσία και οι επιδιώξεις τους δεν έχουν να κάνουν με τίποτε λιγότερο από το πώς θα εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα και μόνον αυτά. Μας δάνεισαν χρήματα μόνον και μόνον επειδή προσδοκούσαν ότι θα τα πάρουν πίσω και φυσικά προσδοκούν και επιμένουν να τα πάρουν εντόκως.
            Υπό αυτή την έννοια είναι τουλάχιστον αστείο να πιστεύει κανείς ότι θα κάνουν χάρη στη σημερινή κυβέρνηση ή θα τρομάξουν από την όποια αυριανή, επειδή εμείς εδώ για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης βαυκαλιζόμαστε να πιστεύουμε το αντίθετο και να ανταλλάσσουμε αλληλοκατηγορίες για «μερκελιστές» ή τριτοκοσμικούς».
            Δεν είναι μόνον η ιστορία που διδάσκει ότι σχεδόν ποτέ οι δανειστές –από την εποχή ακόμη των δανείων της ελληνικής Ανεξαρτησίας που πληρώθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα- δεν παραιτούνται από τις απαιτήσεις τους, ανεξάρτητα από το καθεστώς που ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι, αν θέλετε, και η πρόσφατη διδακτική εμπειρία που δείχνει ότι οι εταίροι της Ελλάδας απαιτούν ικανοποίηση των συμφωνιών που έχει συναφθεί.
            Ποιος ξεχνά, αλήθεια, την αντιμετώπιση που είχε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς από την Άνγκελα Μέρκελ όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο πήγε στο Βερολίνο για να της ανακοινώσει ότι σκοπεύει να διώξει πρόωρα το ΔΝΤ;  Η Γερμανίδα καγκελάριος απέφυγε –δημοσίως τουλάχιστον- να σχολιάσει το… μεγαλοφυές ελληνικό σχέδιο. Αλλά για όσους δυσκολεύθηκαν να ερμηνεύσουν τη στάση της ήρθε 48 ώρες αργότερα να μας την εξηγήσει επαρκώς μια έκθεση γερμανικής τράπεζας που έλεγε ότι η Ελλάδα αδυνατεί να βγει μόνη της στις αγορές.
            Η επίμαχη έκθεση, που πέρασε σχετικά απαρατήρητη όταν εκδόθηκε, ήταν εκείνη που ουσιαστικά έδωσε το έναυσμα για όσα ακολούθησαν τις αμέσως επόμενες ημέρες στις λεγόμενες «αγορές» με την εκτίναξη της διαφοράς επιτοκίων των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου τα οποία έκτοτε διατηρούνται στα ύψη.
Έχει ενδιαφέρον, μάλιστα, να επισημάνει κανείς ότι η εκτίναξη των επιτοκίων ξεκίνησε τις μέρες που η κυβέρνηση έπαιρνε με άνεση ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, γεγονός που διαψεύδει όσους έσπευσαν να αποδώσουν την αντίδραση των αγορών αποκλειστικά και μόνον στην πολιτική αβεβαιότητα και στην ασάφεια σχετικά με την προεδρική εκλογή και το ενδεχόμενο να στηθούν πρόωρες βουλευτικές κάλπες.
           Όπως απέδειξε η συνέχεια και αργά μάλλον αντιλήφθηκαν στην κυβέρνηση, αν δεν είχε υπάρξει το κυβερνητικό σάλπισμα περί της πρόωρης έξωσης του ΔΝΤ ίσως οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα να είχαν κλείσει νωρίτερα και ενδεχομένως οι πιέσεις που βρήκαν απέναντι τους οι Έλληνες διαπραγματευτές στο Παρίσι να μην ήταν τόσο σκληρές.
           Κακά τα ψέματα, η άλλη πλευρά, η πλευρά δηλαδή των δανειστών και εταίρων της Ελλάδας, ανεξάρτητα από τις δικές τους ευθύνες, αμφισβητεί την ικανότητα της κυβέρνησης να προωθήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Γι΄ αυτό και, προεξάρχοντος του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που κάνει όλο το «παιχνίδι», είναι αποφασισμένοι να επιβάλουν τη συνέχιση της εποπτικής παρουσίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
            Ενδεχομένως, μάλιστα αν το είχαν αντιληφθεί νωρίτερα οι κυβερνώντες μπορεί και να γλιτώναμε και ορισμένα επιπλέον μέτρα που εν είδει «παράπλευρων απωλειών» θα χρειαστεί να πάρουμε για να τερματιστούν οι παρατεταμένες σκληρές διαπραγματεύσεις με την τρόικα, που εκπλήσσουν ακόμη και τον κ. Σταθάκη.