Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσακαλώτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσακαλώτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Η Αβάνα, η γαλοπούλα και ο οβελίας



Αν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ισχύει το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», μάλλον πρέπει να δούμε και τις… θετικές πλευρές από το μακρινό ταξίδι που έκανε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ως την Αβάνα για να αποχαιρετίσει τον Φιντέλ Κάστρο.
Άθελά του προφανώς, ο κ. Τσίπρας απομυθοποίησε την υποτιθέμενη κρισιμότητα των στιγμών, την οποία -εν μέσω άνοστων αστεϊσμών, όπως οι παραλληλισμοί με τους γάμους της Γκρέις Κέλι και της Νταϊάνα- επικαλούνταν ο αλλοπρόσαλλος υπουργός του επί των Οικονομικών που αποδεικνύεται επικίνδυνα ανίκανος ακόμη και να μάθει να μιλάει σωστά ελληνικά. 
Διότι αν «ο Δεκέμβρης είναι ο πιο κρίσιμος μήνας, από το καλοκαίρι του 2015», όπως ισχυρίστηκε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος από το βήμα της Βουλής, με ποιο θράσος ο πρωθυπουργός πήρε το αεροπλάνο και πέταξε ως την Καραϊβική για να εκφωνήσει επικήδειο στον εκλιπόντα Κουβανό ηγέτη; Μπορεί να είναι δικαιολογία ότι άδραξε την ευκαιρία για να επιτεθεί σε εκείνους με τους οποίους υποτίθεται ότι διαπραγματεύεται;
Πολύ περισσότερο που λίγο πριν ξεκινήσει η πτήση του εκλιπαρούσε τον Επίτροπο Π. Μοσκοβισί και τον τραπεζίτη Μ. Κερέ να δείξουν λίγη γενναιοδωρία για το δημόσιο χρέος, ώστε να μην κινδυνεύσει η καρέκλα του, αλλά και να έχει… καύσιμα το πρωθυπουργό αεροπλάνο για να πετάξει πάνω από τον Ατλαντικό. Χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσκολία, όμως, φθάνοντας στον προορισμό του αποκάλεσε «δυνάστες» τους εταίρους – δανειστές της χώρας μόλις βρέθηκε μπροστά σε ένα διαφορετικό κοινό, όπως ήταν οι ηγέτες χωρών του τρίτου κόσμου που τον πλαισίωναν στον αποχαιρετισμό του Κάστρο και άκουγαν μάλλον ευχάριστα τον έμμεσο εξάψαλμο κατά της… άκαρδης Ευρώπης που έβγαινε από τα χείλη του.
Γι΄ αυτό και τόσο το ταξίδι του στην Αβάνα όσο και τα όσα περιείχε ο επικήδειος στον Φιντέλ που εκφώνησε, πέρα από ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να ισχυριστεί ο καθένας που συμπαθούσε ή όχι τον εκλιπόντα Κουβανό, το μόνο βέβαιο είναι ότι λειτούργησαν απομυθοποιητικά για την –υποτιθέμενη- υπερήφανη –δήθεν- διαπραγμάτευση την οποία κάνουν ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του και που η κατάληξή της μοιάζει προδιαγεγραμμένη.
Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος μαντικές ικανότητες για να προδικάσει ότι, με μεγαλύτερη ή μικρότερη καθυστέρηση, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα δεχθεί στο τέλος όλα όσα θα θελήσουν να της επιβάλουν οι αποκληθέντες «δυνάστες», συνεχίζοντας τη γνωστή τακτική των συνεχών υποχωρήσεων που, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, συνοδεύονται από πολεμικές ιαχές με τις οποίες επιχειρείται να καλλιεργηθούν ψευδαισθήσεις περί επικράτησης.
Το έργο, άλλωστε, είναι γνωστό και πολυπαιγμένο: μπαίνουν γονυπετείς στο Χίλτον και αφού αποθέσουν τα πάντα στα πόδια της Ντέλιας Βελκουλέσκου, με πρώτη και καλύτερη την προσωπική τους αξιοπρέπεια, βγαίνουν έξω επιδιδόμενοι πότε σε αστείους λεονταρισμούς και πότε σε γελοίους πανηγυρισμούς. Ποιός, για παράδειγμα, ξεχνά τον περιλάλητο Κατρούγκαλο που τρόλαρε αδίστακτα τους συνταξιούχους υποσχόμενος επερχόμενες αυξήσεις τις μέρες που οι απόμαχοι της δουλειάς έρχονταν αντιμέτωποι με την κατακρεούργηση του εισοδήματός τους; 
Επειδή, πάντως, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες βρίσκουν παραλληλισμούς με το καλοκαίρι του 2015, θα είχε ενδιαφέρον να προχωρούσαν και σε ανάλογες κινήσεις με τις οποίες θα ενέπλεκαν τους πολίτες στο ζήτημα της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης, όπως έγινε αρχικά με το διαβόητο δημοψήφισμα του περυσινού Ιουλίου και κατόπιν με τις κάλπες «εξπρές» του Σεπτεμβρίου.
Τώρα, βεβαίως, το… τροπάρι με τις εκλογές φαίνεται να έχει αλλάξει, αφού, για την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, «το σενάριο των εκλογών είναι επικίνδυνο για την χώρα», όπως υποστήριξε ο εκπρόσωπος της Δ. Τζανακόπουλος. Διότι, λέει, «διακόπτει την 2η αξιολόγηση, διακόπτει τη συζήτηση και το momentum για τη ρύθμιση του χρέους, διακόπτει και τη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται έτσι ώστε να ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης».
Αν, όμως, έχουν έτσι τα πράγματα και πλέον οι άνθρωποι, οι οποίοι αποθέωναν σε κάθε ευκαιρία την προσφυγή στις κάλπες, πιστεύουν ότι «οι εκλογές είναι επικίνδυνες», γιατί δεν δοκιμάζουν την εναλλακτική ενός δημοψηφίσματος; Θα είχε ενδιαφέρον, επιστρέφοντας από την Αβάνα, ο Αλέξης Τσίπρας να έμπαινε στον… πειρασμό να ρωτούσε πόσοι από τους Έλληνες επιθυμούν να κλείσει εκείνος την αξιολόγηση, υπογράφοντας στην πραγματικότητα ένα ακόμη Μνημόνιο και πόσοι θέλουν να τον δουν να αφήνει το Μαξίμου. Και ας έκανε μετά το αντίθετο, όπως εκείνος ξέρει…
Ας μην τρέφονται, ωστόσο, αυταπάτες. Το πιθανότερο είναι ότι ο Τσίπρας δεν θα κάνει ούτε εκλογές ούτε δημοψήφισμα. Και δεν θα κάνει τίποτε από τα δυο, διότι όλο και κάποιος θα του έχει θέσει υπόψη του τη ρήση του Αμερικανού Προέδρου Αβραάμ Λίνκολν σύμφωνα με την οποία «μπορείς να κοροϊδεύεις πολλούς για λίγο καιρό ή λίγους για πολύ καιρό, αλλά δεν μπορείς να τους κοροϊδεύεις όλους για πάντα». Αλλά και αν δεν του είπαν για τον Λίνκολν, μπορεί ευρισκόμενος στην Κούβα να αναρωτήθηκε ο ίδιος τους λόγους για τους οποίους οι Κάστρο αποφεύγουν επί τόσες δεκαετίες να προκηρύξουν εκλογές στη χώρα τους.
Συμπέρασμα; Οι πολυπληθείς εν Ελλάδι μετακλητοί υπάλληλοι που «τρούπωσαν» τους τελευταίους 22 μήνες σε θέσεις του Δημοσίου, ας μην αγωνιούν. Χριστουγεννιάτικη «γαλοπούλα» θα φάνε στις καρέκλες τους. Για τον πασχαλινό «οβελία» βλέπουμε...

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Τα διάτρητα οχυρά του βερμπαλισμού



Ακούγοντας τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να κλείνει την ομιλία του στη Βουλή υποστηρίζοντας ότι «η διακυβέρνηση της χώρας, η προοπτική της, η συζήτηση και οι ιδεολογικές μας αντιπαραθέσεις για το μέλλον δεν μπορεί να εξαντλούνται στη διαπραγμάτευση», σού έδινε την αίσθηση ότι ετοιμαζόταν να προβεί σε κάποιες σημαντικές ανακοινώσεις που θα άλλαζαν την εικόνα της κυβερνητικής ανυπαρξίας που με περισσή ευκολία μπορεί να διαπιστώσει κανείς είτε κατοικεί σε αυτή τη χώρα είτε είναι απλός επισκέπτης της.
Η συνέχεια, υπήρξε, δυστυχώς, άκρως απογοητευτική, παρόλο που ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε αποκρούοντας την πεποίθηση που, όπως είπε, έχουν κάποιοι -μάλλον στο ίδιο του το κόμμα -ότι «ο ρόλος μιας κυβέρνησης της Αριστεράς περιορίζεται στη διαπραγμάτευση και στη σύγκρουση με τους έξω». Και αμέσως μετά πρόσθεσε ότι ο ίδιος δεν πιστεύει πως «για όλα τα δεινά της χώρας μας ευθύνονται οι έξω» και ότι «υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα και σημαντικές διαχωριστικές γραμμές για τις οποίες θα άξιζε να συγκρουστούμε».
Οι γενικόλογες, μάλιστα, αναφορές που ακολούθησαν δεν άφηναν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού η προαναγγελθείσα σύγκρουση συρρικνώθηκε σε χιλιοειπωμένες γενικότητες. Πολύ περισσότερο δε που αίφνης ξέχασε τα περί «κυβέρνησης της Αριστεράς» για να υποστηρίξει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ αναλάβαμε τη διακυβέρνηση του τόπου, υποσχόμενοι να αλλάξουμε τη χώρα». Και, όπως με μεγάλη δόση βερμπαλισμού, πρόσθεσε, «για να αντιπαρατεθούμε και να αποτελειώσουμε τη διαφθορά και τη διαπλοκή εντός της χώρας».
«Από αύριο και παράλληλα με τη διαπραγμάτευση ρίχνουμε το βάρος της κυβερνητικής πολιτικής σε τέσσερις μεγάλους άξονες με στόχο την προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας», συμπλήρωσε ο κ. Τσίπρας. Μόνον, όμως, που φαίνεται ότι κάπου εκεί τα έμπλεξε -πιθανότατα όχι μόνον με την αρίθμηση- και έμεινε ουσιαστικά μόνον σε έναν άξονα που ήταν το ξεκίνημα της δημόσιας διαβούλευσης για το νομοσχέδιο «που βάζει τέλος, επιτέλους, στην ασυδοσία της διαπλοκής και θεσπίζει καθεστώς διαφάνειας στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο».
Αν η αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, έστω και χωρίς τον προβληματικό τρόπο που περιγράφεται στο κυβερνητικό νομοσχέδιο, είναι στοιχείο της «προοδευτικής ανασυγκρότησης της χώρας», είναι σαφές ότι στο κυβερνητικό επιτελείο πρέπει να έχει χαθεί η αίσθηση πολλών εννοιών. Γιατί μπορεί όντως να αποτελεί «ευρωπαϊκή πρωτοτυπία» η επί εικοσιπενταετία χορήγηση προσωρινών αδειών στους καναλάρχες, αλλά ποιός, αλήθεια, θα θεωρήσει, οψέποτε δοθούν οριστικές άδειες, ότι λύθηκαν τα μεγάλα προβλήματα υπανάπτυξης -όχι μόνον οικονομικής, αλλά και κοινωνικής, πολιτικής και θεσμικής- με τα οποία είναι αντιμέτωπη η χώρα;
Πιστεύει κανείς ότι εφόσον δοθεί, κατά την πρωθυπουργική εξαγγελία, η δυνατότητα στην ΕΡΤ να γίνει πάροχος ψηφιακού σήματος απέναντι στο σημερινό μονοπώλιο της DIGEA, θα γεμίσουν τα δημόσια ταμεία με χρήμα, όπως άφησε να διαφανεί ο κ. Τσίπρας; Όχι, τίποτε άλλο, αλλά αυτές τις «μπαρούφες» έβαζαν και στα σημειώματα που έδιναν στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών κατά την υποτιθέμενη σκληρή διαπραγμάτευση που έκαναν τους τελευταίους μήνες και όταν οι τροϊκανοί τούς τα γυρνούσαν πίσω υποστήριζαν ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον παρατεινόταν η εκκρεμότητα με τη διαπραγμάτευση μέχρι που φθάσαμε στο απονενοημένο διάβημα του δημοψηφίσματος.
Το πιο μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι, παρά τις τραγικές συνέπειες που είχε για τη χώρα ο τρόπος που διαπραγματεύτηκε ο κ. Τσίπρας και την υποχρέωση που ένοιωσε να αναγνωρίσει γενικώς και αορίστως ότι «κάναμε κι εμείς λάθη»,  η ομιλία του στη Βουλή πιστοποίησε ότι τα «παθήματα» που αντιμετώπισε δεν φαίνεται να του έχουν γίνει «μαθήματα».
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ενώ παραδέχθηκε ότι στο πλαίσιο του δύσκολου συμβιβασμού που επεχείρησε «αγγίξαμε τα όρια της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος», εκείνος εμφανίστηκε να είναι ικανοποιημένος; Γιατί; Επειδή, λέει, «αναδείξαμε ταυτόχρονα και τα όρια της σημερινής Ευρώπης, τα όριά της και τις ανοχές της απέναντι στη δημοκρατική επιλογή των λαών της, τα όρια της σημερινής Ευρώπης, όπου ηγεμονεύουν δυνάμεις συντηρητικές και που είναι αποφασισμένες να θυσιάσουν κάθε αναφορά στις ιδρυτικές της αξίες, προκειμένου να την κρατήσουν πιστά προσηλωμένη στο σκληρό δόγμα της λιτότητας».
Κάποιου είδους παρανόηση θα έχει γίνει, προφανώς από τον κ. Τσίπρα και τους λογογράφους του, γιατί δεν ξέρω κανέναν Έλληνα που να τον εξουσιοδότησε να πάει στην Ευρώπη για να αποδείξει ότι έχουν το πάνω χέρι οι συντηρητικές δυνάμεις. Αυτό το ξέραμε και από τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις και όφειλε να το ξέρει και ο κ. Τσίπρας όταν προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά εμφανιζόταν βέβαιος ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να μη συμφωνήσουν μαζί μας».
Να, όμως, που δεν συμφώνησαν και το αποτέλεσμα, πλέον, που καλείται να διαχειριστεί ο κ. Τσίπρας είναι τα όσα συμφώνησε τις πρώτες ώρες της 13ης Ιουλίου στις Βρυξέλλες και, παρότι ισχυρίζεται ότι δεν αναγνωρίζει την «ιδιοκτησία» του προγράμματα, για την οποία υπέγραψε ρητώς και κατηγορηματικώς, καλείται τώρα και για όσο κρατά την πρωθυπουργική καρέκλα να εφαρμόσει.
Οι υπεκφυγές του τύπου «οι συντηρητικές δυνάμεις πέτυχαν μια πύρρειο νίκη απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση, απέναντι στον ελληνικό λαό, απέναντι στην Ελλάδα» και πως τάχατες σε αντιστάθμισμα «έχασαν κάτι εξαιρετικά πολύτιμο που είναι η αίσθηση της ηγεμονίας τους στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια κοινή γνώμη», με συγχωρείτε, αλλά αισθάνομαι ότι απευθύνονται σε αφελείς.
Όπως, προφανώς μόνον αφελείς πρέπει να έχουν ως αποδέκτες ισχυρισμοί πως τάχατες «η παρουσία της Αριστεράς στην κυβέρνηση δεν είναι επιδίωξη αξιώματος», αλλά «οχυρό μάχης για τα συμφέροντα του λαού μας, για την προστασία των αδικημένων, για τις μεγάλες ταξικές συγκρούσεις εντός της χώρας με τα οργανωμένα συμφέροντα».
Όλα αυτά μπορεί -έστω και ως συλλογική φαντασίωση- να ίσχυαν πριν από έξι μήνες. Δεν ισχύουν, όμως, πλέον. Γιατί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ έχει πια παρελθόν. Ένα παρελθόν που βοά τόσο πολύ και σε τόσο πολλά επίπεδα που ίσως να μην αργήσει η ώρα που να... εξαγνιστούν πλήρως οι προηγούμενοι. Δεν ήταν, άλλωστε, μόνον ο Αλέξης Τσίπρας που έδειχνε να αντιδρά σαν πληγωμένο θηρίο στη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση της Τετάρτης.
Ήταν και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που νόμιζες ότι μαζί με το υπουργείο παρέλαβε και ένα μέρος από την ανεξάντλητη αλαζονεία του Γιάνη Βαρουφάκη. Παρά ταύτα και οι δύο έμοιαζαν τόσο ανοχύρωτα εκτεθειμένοι στα διάτρητα οχυρά του βερμπαλισμού τους.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Κατώτεροι των περιστάσεων!



Μαζί με την υπομονή όλων μας, μου φαίνεται ότι έχει εξαντληθεί και το απόθεμα των δημοσιογραφικών στερεοτύπων στα οποία εδώ και μήνες καταφεύγουμε για να αποτυπώσουμε τα όσα διαμείβονται στις –υποτιθέμενες- διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών της χώρας.
Από Eurogroup σε Eurogroup, το ένα μετά το άλλο τα χρονικά ορόσημα ξεπερνιούνται χωρίς να βρίσκεται λύση σε μια εκκρεμότητα, η παράταση της οποίας είναι πασιφανές ότι επιδεινώνει –μονομερώς, κατά τα φαινόμενα- τις συνθήκες, καθιστώντας ολοένα και πιο επώδυνο το αποτέλεσμα, όποιο τελικά και αν είναι αυτό.
Ποιος, αλήθεια, αμφιβάλει ότι οι όροι υπό τους οποίους διεξάγονται πλέον οι διαβουλεύσεις θα ήταν πολύ διαφορετικοί αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του, που δέχθηκαν όσα δέχθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου, είχαν από τότε παρουσιάσει τις κοστολογημένες προτάσεις που μόλις την τελευταία εβδομάδα έβαλαν «στο χαρτί»;
Από την άλλη, υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί πως, ακόμη και αν υιοθετηθεί από την κυβερνητική ηγεσία η ακραία και συνάμα αποτρόπαια εκδοχή της ρήξης, την οποία, όπως ορισμένοι διατείνονται, είχαν εξαρχής κατά νου πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ, το επικίνδυνο παιχνίδι της ανεξέλεγκτης σύγκρουσης κρίθηκε ήδη πριν καν παιχθεί.
Και κρίθηκε μέσα από την ασταμάτητη διαρροή των καταθέσεων που εκτοξεύτηκε σε ασύλληπτα ύψη, όπως και από την αχαρακτήριστη απραξία που επιδεικνύουν κυβερνητικά στελέχη και κυρίως όσοι είναι επιφορτισμένοι με τα έσοδα του δημοσίου που καταρρέουν.
Όταν είσαι ανίκανος, ίσως και λόγω προτέρου βίου και συμμετοχής στα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», να προασπίσεις το δημόσιο συμφέρον –γιατί αυτό είναι πρωτίστως η συλλογή των φόρων και η είσπραξη των εισφορών-, αναρωτιέμαι πως μπορείς να είσαι έτοιμος για τη μεγάλη ρήξη.
Η οργάνωση διαδηλώσεων και καταλήψεων, που στη φαντασίωση της συντριπτικής πλειονότητας των σημερινών κυβερνώντων αποτελούσε την «πανάκεια» για την επίλυση των κάθε είδους κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων, αποδεικνύεται, εν τοις πράγμασι, ότι δεν συνιστά αποτελεσματική μέθοδο διακυβέρνησης, όπως αφελώς πίστευαν πολλοί από όσους βρέθηκαν τελευταία σε θέσεις εξουσίας.
Σκεφθείτε πόσο περισσότερο ισχύει αυτό όταν τα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη μια νεοπαγής κυβέρνηση έχουν διεθνή διάσταση. Και, όπως είναι φυσικό, η επίλυσή τους δεν επηρεάζεται επειδή κάποιες μικρές ομάδες της άκρας Αριστεράς βγαίνουν στους δρόμους του Βερολίνου και του Παρισιού.
Είναι άχαρο να υπενθυμίζει κάποιος αυτονόητες αλήθειες όπως τα πιο πάνω ή, ακόμη χειρότερα, το γεγονός ότι από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία αποταθήκαμε για «διάσωση», το 2010, όταν οι αγορές μας έκλεισαν τις στρόφιγγες του δανεισμού, δεν μπορούμε παρά να παίζουμε με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει όλοι όσοι συμμετέχουν στον συγκεκριμένο υπερεθνικό οργανισμό.
Για να το πω κι αλλιώς: Ούτε ο Βαρουφάκης με τον Τσακαλώτο, ούτε ο Τσίπρας με τον Δραγασάκη βρέθηκαν τόσες φορές το τελευταίο διάστημα στις Βρυξέλλες ή σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επειδή τους… απήγαγαν ο Μέρκελ με τον Σόιμπλε ή ο Γιούνκερ με τον Ολάντ και ζητούν… λύτρα για να τους αφήσουν να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Και, όμως, αυτό θα μπορούσε να εικάσει κάποιος αδαής ακούγοντας τις -μάλλον δραματοποιημένες- διαστάσεις που δίνονται στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, οι οποίες, αν πιστέψουμε τον πρωθυπουργό, που τον επιβεβαιώνουν και πολλοί άλλοι από το εξωτερικό, μόλις την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησαν. 
Δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω το δίκιο που διεκδικούν όσοι ισχυρίζονται ότι μεγάλη συμβολή σε όσα (μας) συμβαίνουν έχει και η έλλειψη αποτελεσματικής ευρωπαϊκής ηγεσίας, με τρανή ίσως απόδειξη την καταφυγή στο ΔΝΤ για να βρεθεί η υποτιθέμενη «τεχνογνωσία» αντιμετώπισης της κρίσης.
Ακόμη, όμως, και έτσι αν είναι, ακόμη και αν όλοι ανεξαιρέτως βγούμε στους δρόμους για να βροντοφωνάξουμε με στεντόρεια φωνή ότι «η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία είναι κατώτερη των περιστάσεων», έχω την αίσθηση ότι τίποτε δεν θα αλλάξει.
Όσο δεν φέρνουμε τους εταίρους και δανειστές αντιμέτωπους με το δικό μας σχέδιο, πολλοί φοβούμαι ότι θα εξακολουθήσουμε να βιώνουμε με τον ίδιο μαρτυρικό τρόπο την παραλυτική αβεβαιότητα η οποία γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο δυσβάσταχτη, όσο ενισχύεται η αίσθηση ότι οδηγούμαστε στον όλεθρο χωρίς να κάνουμε σχεδόν τίποτε για να αποτρέψουμε το επερχόμενο μοιραίο.
Στο τέλος-τέλος, ίσως να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία αν και πως θα καταγράψει η Ιστορία τον προεδρεύοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Πολωνό πολιτικό Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος, με την ευκολία ενός ανθρώπου που ανδρώθηκε σε ένα (κομμουνιστικό) καθεστώς που ο ίδιος ήθελε να καταρρεύσει, προφητεύει το «game over» για τη δική μας χώρα.
Αντιθέτως, για όλους εμάς είναι σημαντικό να μην αποδειχθούν κατώτεροι των ξεχωριστών περιστάσεων που βιώνουμε οι δικοί μας κυβερνώντες. Και ειδικά ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έμελλε να βρίσκεται στην κορυφή της εξουσίας σε αυτή τη σημαντική συγκυρία για την Ελλάδα. Και γι΄ αυτό, το όνομά του είναι απολύτως βέβαιο ότι θα περάσει στην Ιστορία. Το ερώτημα, όμως, είναι πως: Δίπλα στους πολλούς μοιραίους και άβουλους πολιτικούς; Ή πλάι στους λίγους Ηγέτες; Κυριακή, κοντή γιορτή…