Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ολάντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ολάντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

«Απρόβλεπτος νταλαβεριτζής» ή «προβλέψιμος πολικάντης»;

Στην Ελλάδα, ενδεχομένως κι αλλού, αλλά δεν μπορώ να το πω με την ίδια βεβαιότητα, έχουμε μια τάση να μεγαλοποιούμε κάθε τι που «ακουμπά» εκείνο που εμείς έχουμε ορίσει ως εθνικό συμφέρον. Η τάση αυτή μας οδηγεί στην απώλεια της μεγάλης εικόνας και μας κάνει να βλέπουμε συχνά τα μεγάλα ως μικρά και τα μικρά ως μεγάλα.

Δεκαετίες ολόκληρες, ακόμη και προ της εμφάνισης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της γειτονικής μας Τουρκίας, διαβάζουμε και ακούμε στον εγχώριο δημόσιο διάλογο για την υποτιθέμενη σταθερή εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα.

Παλιότερα εκφραζόταν θαυμασμός για το «βαθύ κράτος» των στρατιωτικών που επέβαλε τη βούλησή του στους πολιτικούς, τους οποίους ανέτρεπε που και που όταν δεν ήταν πολύ «υπάκουοι» στα κελεύσματά του.

Πιο πρόσφατα -και ειδικά αυτές τις μέρες που έγινε η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, από όπου γράφω τούτες τις γραμμές- είναι σύνηθες να εκθειάζεται ο Ερντογάν ο οποίος υποτίθεται ότι ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επειδή συχνά δεν ακολουθεί τις νόρμες της Δύσης. 

Θεωρείται «αξιέπαινος» επειδή κάνει διάφορα παιχνίδια με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Όπως η προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων, η άρνηση της χώρας του να εφαρμόσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας που αποφασίστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία και πιο πρόσφατα η απειλή για χρήση βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Η αλήθεια είναι ότι θα αποτελούσε έκπληξη οποιαδήποτε άλλη στάση από τον αρχηγό ενός κράτους που τα τελευταία χρόνια στέλνει στρατεύματα σε μια πλειάδα -γειτονικών και μη- χωρών. Ο αυταρχικός ηγέτης μιας χώρας που, μόλις βρίσκει πρόσχημα, παραβιάζει τα σύνορα των γειτόνων του, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει και να είναι αλληλέγγυος με έναν όμοιο του που με θρασύτητα εφαρμόζει τον αναθεωρητισμό από τον οποίο διακατέχονται και οι δύο.

Τα ερωτήματα βεβαίως που τίθενται κάθε φορά που ανοίγει μια τέτοια συζήτηση είναι κατά βάση δύο: Πρώτον, αν και κατά πόσο όλη αυτή η στρατηγική που έχει χαράξει ο Τούρκος Πρόεδρος, είναι επωφελής για τη χώρα του. Και, δεύτερον, αν η Ελλάδα μπορεί να βαδίσει στον ίδιο δρόμο και, αγνοώντας τις συμμαχίες που έχει, να παριστάνει τον απρόβλεπτο ταραξία που αναζητά κάθε φορά αλά καρτ εταίρους.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι νομίζω ευκολότερη διότι όλοι θυμούμαστε ότι στα χρόνια του Μνημονίου κάθε φορά που επιδιώξαμε να βρούμε ανταπόκριση και αλληλεγγύη μακριά από το κοινό σπίτι που έχουμε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και είναι οι θεσμοί της ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν μια ψυχρολουσία.

Οι ελπίδες, για παράδειγμα, ότι ο κοντινός στον Πούτιν ολιγάρχης Αλεξέι Μίλερ, που έχει υπό τον έλεγχο του την Gazprom, θα μας δάνειζε ή θα μας έδινε δωρεάν φυσικό αέριο, απεδείχθησαν φρούδες. Ενώ ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος που από την αρχή μας είχε προτρέψει να πάμε στο ΔΝΤ, κατόπιν όχι μόνον δεν δέχτηκε να (μας) τυπώσει δραχμές, αλλά έσπευσε να καρφώσει στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τού υπέβαλαν σχετικό αίτημα. 

Η συνέχεια είναι γνωστή: μετά το οπερετικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, αναζητήσαμε εκεί που ο δανεισμός μας ήταν εξασφαλισμένος, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δηλαδή.

Επιστρέφοντας τώρα στο θέμα μας που είναι ο Ερντογάν και στο πρώτο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω και είναι αν η στάση του «απρόβλεπτου παίκτη», την οποία έχει υιοθετήσει, εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, η απάντηση είναι μάλλον περίπλοκη. 

Πριν προμηθευτεί τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχει στο πρόγραμμα κατασκευής των αεροσκαφών F-35, να αγοράσει επίσης F-16 και να αναβαθμίσει τα αεροσκάφη αυτής της κατηγορίας που διαθέτει ήδη. Ήταν άλλωστε τότε η εποχή Τραμπ και ανοικτοί οι δίαυλοι που είχε η οικογένεια Ερντογάν με τους τότε ενοίκους του Λευκού Οίκου.

Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά μετά τα «νταλαβέρια» που είχε με τον Πούτιν και, κάπως έτσι, ο «πολλά βαρύς» Τούρκος Πρόεδρος έφθασε να εκλιπαρεί δυο και πλέον χρόνια τώρα για μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο και να εκδηλώνει -μερικές φορές και δημοσίως- τον εκνευρισμό του επειδή βρέθηκε εκεί ο Έλληνας πρωθυπουργός. 

Και ενώ τη μια στιγμή ψέγει τους Αμερικανούς, που ενισχύουν τις βάσεις τους στην Ελλάδα, αφού νωρίτερα ο ίδιος απειλούσε να κλείσει όσες ήταν στο έδαφός του (Ιντσιρλίκ), την επομένη παρακαλάει για να αναβαθμίσει την αεροπορική του δύναμη που είναι υποδεέστερη από εκείνη που διαθέτει η –«χρεωκοπημένη», κατ΄ αυτόν- Ελλάδα.

Παρακολουθώντας δημοσιογραφικά την παρουσία του Ερντογάν στην ισπανική πρωτεύουσα δεν μπορώ να πω ότι η στάση και οι κινήσεις του έδιναν την εντύπωση του «κραταιού ηγέτη που όλα τα μάτια ήταν πάνω του». Τουναντίον. Δεν εξέπεμπε κανένα δέος. Και ο λόγος μάλλον ήταν διότι όλοι προεξοφλούσαν εξ αρχής ότι έφθασε στη Μαδρίτη για να κλείσει το «νταλαβέρι» που είχε ξεκινήσει με το υποτιθέμενο βέτο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ επειδή δήθεν οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί υποθάλπουν Κούρδους τρομοκράτες και είχαν εμπάργκο όπλων προς την Άγκυρα.

Ο ίδιος για να δικαιολογήσει τη θέση του είχε επικαλεστεί το ελληνικό βέτο που έμπαινε επί χρόνια στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Μόνον όμως που, με όλες τις αρνητικές πτυχές που μπορεί κανείς να επισημάνει, η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία έπειτα από πολυετή και εξαντλητικό διάλογο συνομολόγησαν η Αθήνα με τα Σκόπια, σε τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το «Μνημόνιο» της περασμένης Τρίτης που υπέγραψαν Τουρκία, Φινλανδία και Σουηδία και στόχο είχε να δοθεί ένα περιτύλιγμα για να το «πουλήσει» ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας τη νέα αναδίπλωσή του.

Θέλετε και το καλύτερο; Οι λεονταρισμοί του κατά της Ελλάδος -και πολύ περισσότερο η γκρίνια για τον εξοπλισμό της με αμερικανικά και γαλλικά όπλα- ήταν πλήρως απόντες από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως και οι ανιστόρητες θεωρίες της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Τα εξέφρασε όλα αυτά φεύγοντας από την Άγκυρα και τα επανέφερε επιστρέφοντας από τη Μαδρίτη, αφού στο ενδιάμεσο είχε φωτογραφηθεί χαμογελαστός – photo opportunity, το λένε στην Αμερική- δίπλα στον Πρόεδρο Μπάιντεν.

Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι υπερβάλλουν όσοι λένε ότι ο Ερντογάν είναι ένας «απρόβλεπτος νταλαβεριτζής». Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «προβλέψιμο πολικάντη». 

Ποιος είναι πιο επικίνδυνος, είναι άλλο θέμα!

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Βαλεριάνα για τις αϋπνίες

Σε μια χαλαρή συζήτηση πριν από κάποια χρόνια στο περιθώριο μιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ρώτησα τον τότε υπουργό Παιδείας γιατί οι διορισμοί των αναπληρωτών εκπαιδευτικών δεν γίνονται μήνες προτού να ξεκινήσει το σχολικό έτος έτσι ώστε να μην έχουν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια κάθε χρόνο «κενά» και ορισμένα μαθήματα να φθάνει Νοέμβριος και Δεκέμβριος για να αρχίσουν να διδάσκονται.

«Ακριβώς αυτό το διάστημα ψάχνω να βρω λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα», μου απάντησε. Και με έμφαση, από την οποία κατάλαβα ότι περίμενε να εντυπωσιαστώ, συμπλήρωσε, λέγοντας μου: «Γι΄ αυτόν τον λόγο, τις τελευταίες μέρες κρατάω του διευθυντές του υπουργείου μέχρι τις 5 το πρωί και συζητάμε πως θα το λύσουμε».

Εν τέλει, μάλλον εκείνος εξεπλάγη από την ανταπάντησή μου, αν κρίνω ότι με κοίταζε ως να έβλεπε μπροστά του εξωγήινο όταν δεν… κρατήθηκα και -παρότι λόγω επαγγελματικής ιδιότητας, δεν συγκαταλέγομαι στους πρωινούς τύπους- του είπα: «Δεν μπορώ να φανταστώ ξενύχτηδες υπηρεσιακούς παράγοντες να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα της ημέρας».

Προσπερνώντας, μάλιστα, την έκπληξή του, προσπάθησα να κάνω σαφή την άποψή μου, διερωτώμενος: «Μήπως, αντί να τους κρατάτε όλη νύχτα στο γραφείο, θα έπρεπε να τους δώσετε άτυπη άδεια δύο τριών ημερών για να πάνε να ρεμβάσουν σε κάποια παραλία και να επιστρέψουν από κει υποχρεωμένοι να σας κάνουν ο καθένας την πρότασή του στην οποία θα έχει καταλήξει με καθαρό και ξεκούραστο μυαλό;».

Αν κρίνω από το γεγονός ότι διαιωνίστηκε το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στους διορισμούς αναπληρωτών εκπαιδευτικών, όπως και πολλές άλλες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ο περί ού ο λόγος υπουργός όχι μόνον δεν ενστερνίστηκε τη… φαεινή ιδέα μου, ίσως και επειδή του αμφισβητούσε την εξουσία, αλλά δεν πρέπει καν να την άκουσε.

Άλλωστε το «πέρασμα» του από το υπουργείο Παιδείας ελάχιστοι το θυμούνται πλέον. Και ούτε εγώ θα το θυμόμουν αν δεν είχε διαμειφθεί το περιστατικό που μόλις περιέγραψα.

Ανέσυρα, ωστόσο, στη μνήμη μου την μικρή πικρή αυτή ιστορία, ακούγοντας όσα είπε για τα δικά του… ξενύχτια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας την Πέμπτη στη διαδικτυακή εκπομπή «Meeting Point» του newsbomb.gr, με τη δημοσιογράφο Όλγα Τρέμη. 

«Δεν έχω καμία, μα καμία, αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα νικήσει», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Αυτό που με απασχολεί, αυτό που με κάνει τα βράδια να μην κοιμάμαι, είναι γι' αυτό που θα παραλάβουμε την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε.

Μάλλον άθελά του, ωστόσο, αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας αποκάλυψε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τον ύπνο πρέπει να είναι… χρόνιο. Δεν εξηγούνται, αλλιώς, αυτά που συμπλήρωσε στην ίδια συνέντευξη: «Όταν ήμουν στο Μαξίμου, δεν ήμουν happy traveler, καθόμουν μέχρι τις 3 και 4 το πρωί για να βρω λύσεις σε ασφυκτικές συνθήκες. Και βρήκαμε λύσεις, ρυθμίσαμε το χρέος, βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, φέραμε την ανάπτυξη…», είπε.

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ως λαός, αρεσκόμαστε στο ξενύχτι, ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί έπρεπε ο κ. Τσίπρας να μας πει ότι έμενε ως τις 4 το πρωί στο Μαξίμου για να λύσει προβλήματα, όπως π.χ. για να επιδιώξει τη ρύθμιση του χρέους. Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος μάς έλεγε τότε ότι, αν αντιδρούσαμε σε όσα μας επέβαλλαν εταίροι και σύμμαχοι, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Είναι, πολύ περισσότερο, η απορία με ποιον θα μπορούσε να συνομιλεί αυτές τις μεταμεσονύχτιες ώρες ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ξενυχτούσαν, άραγε, η Μέρκελ, ο Ολάντ ή ο Πούτιν από τον οποίο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περίμεναν να τους δανείσει; Από όσο ξέρουμε, πάντως, ο Ρώσος Πρόεδρος τους το είχε ξεκόψει, λέγοντας ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μιλήσει για λογαριασμό μας στη Γερμανίδα καγκελάριο. 

Άλλο που την ίδια ώρα έπαιρνε στο τηλέφωνο τον Γάλλο Πρόεδρο για να τον πληροφορήσει για τις ανοησίες των δικών μας περί εκτύπωσης νέου νομίσματος.

Κακά τα ψέματα, αυτή η χώρα δεν πάσχει ούτε από την έλλειψη υπερωριακής εργασίας, ούτε από τα μειωμένα ξενύχτια των ανθρώπων που μας κυβερνούν διαχρονικά. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πάσχει, κυρίως, επειδή εντός του κανονικού ωραρίου δεν λαμβάνονται οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, με βάση τα δεδομένα της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ξενύχτι συμβάλει στην αναψυχή. Μόνον, όμως, που, αν γίνεται κατά σύστημα, μειώνει και δεν αυξάνει την αποδοτικότητα της εργασίας και την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας.

Όποιος το αμφισβητεί, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον ειδικό. Και η πιθανότερη συμβουλή που θα λάβει είναι να αποφεύγει τις σκέψεις που προκαλούν άγχος και να καταφεύγει σε ένα αφέψημα βαλεριάνας.

Δεν υπάρχει καλύτερη λύση για να έχει, τουλάχιστον όποιος αποφασίζει για τις ζωές ενός λαού και ενός Έθνους, την άλλη μέρα ξεκούραστο και καθαρό μυαλό που βοηθά στην ανάλυση της πραγματικότητας, όπως αυτή είναι και όχι όπως μπορεί να την φαντασιώνεται όποιος ξενυχτά κουτσοπίνοντας και χαζολογώντας με τους κολλητούς του.

Βαλεριάνα, λοιπόν. Ιδού η λύση!

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

«Go forward madam Merkel et monsieur… Ηοllandreou»



            Πέρασε μάλλον απαρατήρητη, σε σχέση τουλάχιστον με το βάρος της, η βαρύτατη καταγγελία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ευάγγελου Μεϊμαράκη για τις –«αιτήσει της ελληνικής κυβέρνησης»!- πιέσεις που ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά προς τη Νέα Δημοκρατία για να συνεχίσει να βάζει πλάτη στην κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου προκειμένου να περάσουν οι εφαρμοστικοί νόμοι του τρίτου και βαρύτερου κατά τα φαινόμενα Μνημονίου.  
«Μαθαίνω ότι χθες στη συζήτηση με την κ. Μέρκελ τής είπε ότι η αντιπολίτευση δε θα ψηφίσει το πολυνομοσχέδιο, το αδερφό κόμμα δε θα το ψηφίσει», είπε από το βήμα της Βουλής ο αρχηγός της ΝΔ και χωρίς περιστροφές απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό με διατυπώσεις και ισχυρισμούς που, υπό άλλες συνθήκες, θα προκαλούσαν πολιτική σύρραξη και συζητήσεις που θα κρατούσαν μέρες και εβδομάδες, αν όχι μήνες και χρόνια.
«Φτάσατε στο σημείο να κάνετε σαν το παιδάκι που φωνάζει τη μαμά για να μας κάνει “ντα”, να μας πει η κυρία Μέρκελ να το ψηφίσουμε…», κατήγγειλε ο πρόεδρος της ΝΔ. «Εσείς ο αντι-Μερκελιστής, εσείς εκείνος ο οποίος υβρίζατε όλη την Ευρώπη, όλους τους ξένους, να τους βάλετε τώρα να μας μαλώσουνε; Ε, λοιπόν, πάει πολύ», συμπλήρωσε.
Πολύ, ξε-πολύ, στην πραγματικότητα δεν κουνήθηκε φύλλο. Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας που φωνασκούσε προεκλογικά το περίφημο πλέον «Go back, κυρία Μέρκελ, κύριε Σόιμπλε, κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας της Ευρώπης», δεν ένοιωσε καν την ανάγκη να σχολιάσει τους ισχυρισμούς του κ. Μεϊμαράκη και, έστω για τα μάτια του κόσμου, βρε αδελφέ, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τις βαριές καταγγελίες ότι «καρφώνει» τους πολιτικούς του αντιπάλους του στο εξωτερικό.
Δεν πάει, εξάλλου, πολύς καιρός από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ χαλούσε τον κόσμο κάθε φορά που έρχονταν στη δημοσιότητα φράσεις αξιωματούχων της προηγούμενης συγκυβέρνησης του τύπου «μην μας πιέζετε άλλο για επιπλέον μέτρα, γιατί θα έχετε να διαπραγματευτείτε με τον Τσίπρα…». Οι χαρακτηρισμοί «εθελόδουλοι», «Γερμανοτσολιάδες» και «προδότες»  δονούσαν την πολιτική ατμόσφαιρα.
Τα έφερε, όμως, έτσι η ζωή που η προφητεία της… σαμαροβενιζελικής διακυβέρνησης λειτούργησε σχεδόν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, που υποτίθεται ότι ήθελαν «οικεία πρόσωπα» στη διακυβέρνηση των Αθηνών, πίεσαν μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο την προηγούμενη κυβέρνηση («μας μετακινούν συνεχώς τα γκολπόστ», διαπίστωνε, όντας ακόμη στο Μαξίμου, ο Αντώνης Σαμαράς), επιταχύνοντας την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία για να του επιβάλλουν στη συνέχεια ένα Μνημόνιο που οι προηγούμενοι –ακόμη και αν το δεχόταν- ούτε στον αιώνα τον άπαντα δεν επρόκειτο να περάσουν.
Για τους τυχόν… άπιστους, δεν έχει παρά να τους παραπέμψει κάποιος στις πρόσφατες συνεντεύξεις του φοβερού και τρομερού υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου και να τις συγκρίνει με εκείνες του ομολόγου του στην προηγούμενη διακυβέρνηση Γιάννη Βρούτση για να ψάξει να βρει ποιος είναι ο πούρος νεοφιλελεύθερος, ποιος ο κοινωνικά ανάλγητος, ή ποιος αντιστέκεται στους ξένους και στα Μνημόνια.
Δεν είναι, εξάλλου, μόνον η Μέρκελ που πιέζει τους νεοδημοκράτες να είναι υποστηρικτικοί προς τον Τσίπρα. Είναι, πολύ περισσότερο, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία η οποία, χωρίς υπερβολή, τα «δίνει όλα» για να φέρει στα νερά της τον Έλληνα πρωθυπουργό και το κόμμα του, όπως, μάλλον με έκπληξη διαπίστωσαν και όσοι άκουσαν τον Ιταλό πρώην πρωθυπουργό Μάσσιμο Ντ’  Αλέμα σε πρόσφατη εκδήλωση που οργάνωσε η Άννα Διαμαντοπούλου στην Αθήνα.   
Καλώς ή κακώς, στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες βλέπουν πόσο «υπάκουα παιδιά» είναι ο Κατρούγκαλος, ο Ευκλείδης που έχει πειστεί ότι είναι και χιουμορίστας, ο large Φίλης που δεν δίνει σημασία στις πενταροδεκάρες και όλοι οι άλλοι συνάδελφοί τους στην «πρωτοδεύτερη φορά Αριστερά». Βλέπουν επίσης και πόσο αποτελεσματικά… θολώνουν τα νερά με παραμύθια για δήθεν «ισοδύναμα» (που όλο τα ψάχνουν αλλά ποτέ δεν τα βρίσκουν…).
Και γι΄ αυτό, ας μην εκπλήσσεται κανείς, επενδύουν όλα τα λεφτά τους στον μεταμορφωμένο Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο δεν αποκλείεται να δούμε και να ακούσουμε στην υποδοχή του Γάλλου Προέδρου, συγκινημένος καθώς θα είναι από τις τιμές και τις φιλοφρονήσεις να θυμηθεί, αίφνης, τον ακτιβιστή εαυτό του και να αρχίσει να φωνάζει: «Go forward madam Merkel et monsieur… Ηοllandreou».
Αλλά και αν (από… συστολή;) αποφύγει ο κ. Τσίπρας να πει ρητά το «Go forward…», οι εταίροι και δανειστές μας μάλλον δεν θα… παρεξηγηθούν. Ξέρουν πια πόσο συνεργάσιμος είναι. Και πόσο αποτελεσματικός. Το έχει, άλλωστε, σηματοδοτήσει με τον τρόπο που πέρασε το Μνημόνιο του παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, αλλά και μόλις πρόσφατα τα πρώτα προαπαιτούμενα. Και με τον τρόπο που ετοιμάζεται να περάσει τα επόμενα. Τα πάντα όλα. Εδώ και τώρα.
Ποιος να το περίμενε άραγε; Ίσως μόνον εκείνοι που υπονόμευαν τους προηγούμενους, βλέποντας τους να… σέρνουν τα πόδια τους και να μην επιδεικνύουν τη μνημονιακή αποφασιστικότητα που διέβλεπαν στον κ. Τσίπρα και στον περίγυρό του. Κάτι παραπάνω θα ήξεραν. Go forward, λοιπόν, go…Και όποιος αντέξει!

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Κατώτεροι των περιστάσεων!



Μαζί με την υπομονή όλων μας, μου φαίνεται ότι έχει εξαντληθεί και το απόθεμα των δημοσιογραφικών στερεοτύπων στα οποία εδώ και μήνες καταφεύγουμε για να αποτυπώσουμε τα όσα διαμείβονται στις –υποτιθέμενες- διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών της χώρας.
Από Eurogroup σε Eurogroup, το ένα μετά το άλλο τα χρονικά ορόσημα ξεπερνιούνται χωρίς να βρίσκεται λύση σε μια εκκρεμότητα, η παράταση της οποίας είναι πασιφανές ότι επιδεινώνει –μονομερώς, κατά τα φαινόμενα- τις συνθήκες, καθιστώντας ολοένα και πιο επώδυνο το αποτέλεσμα, όποιο τελικά και αν είναι αυτό.
Ποιος, αλήθεια, αμφιβάλει ότι οι όροι υπό τους οποίους διεξάγονται πλέον οι διαβουλεύσεις θα ήταν πολύ διαφορετικοί αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του, που δέχθηκαν όσα δέχθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου, είχαν από τότε παρουσιάσει τις κοστολογημένες προτάσεις που μόλις την τελευταία εβδομάδα έβαλαν «στο χαρτί»;
Από την άλλη, υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί πως, ακόμη και αν υιοθετηθεί από την κυβερνητική ηγεσία η ακραία και συνάμα αποτρόπαια εκδοχή της ρήξης, την οποία, όπως ορισμένοι διατείνονται, είχαν εξαρχής κατά νου πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ, το επικίνδυνο παιχνίδι της ανεξέλεγκτης σύγκρουσης κρίθηκε ήδη πριν καν παιχθεί.
Και κρίθηκε μέσα από την ασταμάτητη διαρροή των καταθέσεων που εκτοξεύτηκε σε ασύλληπτα ύψη, όπως και από την αχαρακτήριστη απραξία που επιδεικνύουν κυβερνητικά στελέχη και κυρίως όσοι είναι επιφορτισμένοι με τα έσοδα του δημοσίου που καταρρέουν.
Όταν είσαι ανίκανος, ίσως και λόγω προτέρου βίου και συμμετοχής στα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», να προασπίσεις το δημόσιο συμφέρον –γιατί αυτό είναι πρωτίστως η συλλογή των φόρων και η είσπραξη των εισφορών-, αναρωτιέμαι πως μπορείς να είσαι έτοιμος για τη μεγάλη ρήξη.
Η οργάνωση διαδηλώσεων και καταλήψεων, που στη φαντασίωση της συντριπτικής πλειονότητας των σημερινών κυβερνώντων αποτελούσε την «πανάκεια» για την επίλυση των κάθε είδους κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων, αποδεικνύεται, εν τοις πράγμασι, ότι δεν συνιστά αποτελεσματική μέθοδο διακυβέρνησης, όπως αφελώς πίστευαν πολλοί από όσους βρέθηκαν τελευταία σε θέσεις εξουσίας.
Σκεφθείτε πόσο περισσότερο ισχύει αυτό όταν τα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη μια νεοπαγής κυβέρνηση έχουν διεθνή διάσταση. Και, όπως είναι φυσικό, η επίλυσή τους δεν επηρεάζεται επειδή κάποιες μικρές ομάδες της άκρας Αριστεράς βγαίνουν στους δρόμους του Βερολίνου και του Παρισιού.
Είναι άχαρο να υπενθυμίζει κάποιος αυτονόητες αλήθειες όπως τα πιο πάνω ή, ακόμη χειρότερα, το γεγονός ότι από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία αποταθήκαμε για «διάσωση», το 2010, όταν οι αγορές μας έκλεισαν τις στρόφιγγες του δανεισμού, δεν μπορούμε παρά να παίζουμε με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει όλοι όσοι συμμετέχουν στον συγκεκριμένο υπερεθνικό οργανισμό.
Για να το πω κι αλλιώς: Ούτε ο Βαρουφάκης με τον Τσακαλώτο, ούτε ο Τσίπρας με τον Δραγασάκη βρέθηκαν τόσες φορές το τελευταίο διάστημα στις Βρυξέλλες ή σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επειδή τους… απήγαγαν ο Μέρκελ με τον Σόιμπλε ή ο Γιούνκερ με τον Ολάντ και ζητούν… λύτρα για να τους αφήσουν να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Και, όμως, αυτό θα μπορούσε να εικάσει κάποιος αδαής ακούγοντας τις -μάλλον δραματοποιημένες- διαστάσεις που δίνονται στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, οι οποίες, αν πιστέψουμε τον πρωθυπουργό, που τον επιβεβαιώνουν και πολλοί άλλοι από το εξωτερικό, μόλις την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησαν. 
Δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω το δίκιο που διεκδικούν όσοι ισχυρίζονται ότι μεγάλη συμβολή σε όσα (μας) συμβαίνουν έχει και η έλλειψη αποτελεσματικής ευρωπαϊκής ηγεσίας, με τρανή ίσως απόδειξη την καταφυγή στο ΔΝΤ για να βρεθεί η υποτιθέμενη «τεχνογνωσία» αντιμετώπισης της κρίσης.
Ακόμη, όμως, και έτσι αν είναι, ακόμη και αν όλοι ανεξαιρέτως βγούμε στους δρόμους για να βροντοφωνάξουμε με στεντόρεια φωνή ότι «η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία είναι κατώτερη των περιστάσεων», έχω την αίσθηση ότι τίποτε δεν θα αλλάξει.
Όσο δεν φέρνουμε τους εταίρους και δανειστές αντιμέτωπους με το δικό μας σχέδιο, πολλοί φοβούμαι ότι θα εξακολουθήσουμε να βιώνουμε με τον ίδιο μαρτυρικό τρόπο την παραλυτική αβεβαιότητα η οποία γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο δυσβάσταχτη, όσο ενισχύεται η αίσθηση ότι οδηγούμαστε στον όλεθρο χωρίς να κάνουμε σχεδόν τίποτε για να αποτρέψουμε το επερχόμενο μοιραίο.
Στο τέλος-τέλος, ίσως να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία αν και πως θα καταγράψει η Ιστορία τον προεδρεύοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Πολωνό πολιτικό Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος, με την ευκολία ενός ανθρώπου που ανδρώθηκε σε ένα (κομμουνιστικό) καθεστώς που ο ίδιος ήθελε να καταρρεύσει, προφητεύει το «game over» για τη δική μας χώρα.
Αντιθέτως, για όλους εμάς είναι σημαντικό να μην αποδειχθούν κατώτεροι των ξεχωριστών περιστάσεων που βιώνουμε οι δικοί μας κυβερνώντες. Και ειδικά ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έμελλε να βρίσκεται στην κορυφή της εξουσίας σε αυτή τη σημαντική συγκυρία για την Ελλάδα. Και γι΄ αυτό, το όνομά του είναι απολύτως βέβαιο ότι θα περάσει στην Ιστορία. Το ερώτημα, όμως, είναι πως: Δίπλα στους πολλούς μοιραίους και άβουλους πολιτικούς; Ή πλάι στους λίγους Ηγέτες; Κυριακή, κοντή γιορτή…

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Μπέτυ ή «Λυσιστράτη»; Συμφιλίωση ή Διχόνοια;



Η «Κανάρ Ανσενέ» είναι η μεγαλύτερη γαλλική σατιρική εφημερίδα που έχει καθιερωθεί και αποκτήσει διεθνές κύρος όχι μόνον για το χιούμορ που εκπέμπουν τα δημοσιεύματά της, αλλά και για την αποκαλυπτική διάστασή τους.
Σε ένα πρόσφατο δημοσίευμα της, το οποίο αναπαρήχθη από τους -διόλου σατιρικούς- βρετανικούς «Τάιμς», η «Αλυσοδεμένη Πάπια», όπως μεταφράζεται στα ελληνικά το όνομα του εμβληματικού παρισινού εντύπου, υποστηρίζει ότι ο Αλέξης Τσίπρας φοβάται ότι, αν υποκύψει στις πιέσεις των δανειστών, θα τον εγκαταλείψει η σύντροφος και μητέρα των παιδιών του, Μπέτυ Μπαζιάνα.
Πηγή της είδησης (;) φέρεται να είναι εκμυστηρεύσεις του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ που έφερε στο φως η «Κανάρ Ανσενέ» και σύμφωνα με τις οποίες ο Έλληνας πρωθυπουργός του είπε σε μια από τις συναντήσεις που είχαν ότι «αν υποχωρήσει σε πολλές από τις απαιτήσεις της τρόικας, ρισκάρει όχι μόνο να χάσει το κόμμα του αλλά και τη σύντροφό του, που είναι σφόδρα πολέμια των δανειστών και πολύ πιο αριστερή από αυτόν».
Αν στα γραφόμενα της «Αλυσοδεμένης Πάπιας» προέχει η σάτιρα, έστω και υπό την μορφή του αυτοσαρκασμού από μεριάς του κ. Τσίπρα, έχει καλώς... Αν, αντιθέτως, κυριαρχεί η αποκαλυπτική διάσταση των δημοσιευμάτων της γαλλικής εφημερίδας, έχω την αίσθηση ότι δεν μπορούμε να προσδοκούμε πολλά από τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και δανειστές της χώρας που φθάνουν αυτές τις μέρες στην κορύφωσή τους.
Άλλωστε, από την εποχή του Αριστοφάνη, του παγκόσμιου «Πατριάρχη» του σατιρικού λόγου, είναι γνωστή η τεράστια επιρροή που μπορεί να ασκήσουν οι γυναίκες στη λήψη των αποφάσεων από τους άνδρες, οι οποίοι, κατά τα άλλα, βαυκαλίζονται ότι αποτελούν το «ισχυρό φύλο».
Στην εμβληματική «Λυσιστράτη», που αποτελεί έναν ανυπέρβλητο ύμνο στην ειρήνη, στη συμφιλίωση και στον συμβιβασμό, η ομώνυμη πρωταγωνίστρια της εκπληκτικής αριστοφανικής κωμωδίας, τέθηκε επικεφαλής των Αθηναίων γυναικών οι οποίες αποφάσισαν , μεσούντος του Πελοποννησιακού Πολέμου, να δράσουν για να σταματήσουν τις πολεμικές συρράξεις και να επαναφέρουν την ειρήνη στον τόπο τους.
Η Λυσιστράτη συγκάλεσε κρυφά τις Αθηναίες, αλλά και αντιπροσώπους από άλλες πόλεις, προτείνοντάς τους την κήρυξη ερωτικής αποχής μέχρις ότου οι άντρες αποφασίσουν να τερματίσουν τον πόλεμο. Οι άντρες, εξοργισμένοι από την ανταρσία των γυναικών, συγκρούονται μαζί τους, πλην, όμως, ο στόχος τους να επιστρέφουν οι συμβίες της στις συζυγικές κλίνες δεν επιτυγχάνεται.
Οι γυναίκες, ακολουθώντας οδηγίες της Λυσιστράτης, τους προκαλούν όσο γίνεται περισσότερο, χωρίς, όμως, να υποκύπτουν στις επιθυμίες τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Αθηναίοι άνδρες αλλά και απεσταλμένοι των Σπαρτιατών, υποχρεώθηκαν να απευθύνουν έκκληση στη Λυσιστράτη να συμβάλει στον συμβιβασμό που, εν τέλει, επέρχεται με τη βοήθεια μιας καλλονής, της προσωποποιημένης Συμφιλίωσης, η οποία γοητεύει με τα κάλλη της τις δύο αντιμαχόμενες, ως τότε, πόλεις που με αμοιβαίες παραχωρήσεις καταλήγουν στη σύναψη ειρήνης.
Μπορεί, άραγε, η σύντροφος του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να γίνει η σύγχρονη Λυσιστράτη η οποία, με τη συνδρομή της Συμφιλίωσης, θα συμβάλει στην επικράτηση της ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και στους Ευρωπαίους εταίρους;
Αν δεν τον κάνει, το πιθανότερο είναι ότι θα επικρατήσουν εκείνοι που θέλουν να ρίξουν στη σκηνή αντί για τη Συμφιλίωση, τη «Διχόνοια», η οποία ελλοχεύει και, κατά τα φαινόμενα, θα πρωταγωνιστήσει το επόμενο διάστημα εφόσον αποτύχει ο συμβιβασμός και συνεχιστεί ο πόλεμος.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Αλλάζουν οι κάλπες την κοινή λογική;



Σε ολόκληρο τον πλανήτη δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος –με την έννοια του έχοντος την ευθύνη για αυτά που λέει ή πράττει- ηγέτης ο οποίος να έχει πάρει θέση στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους πιστωτές της χώρας και να μην έχει ταχθεί υπέρ του συμβιβασμού και της ανάληψης από τη δική μας πλευρά της υποχρέωσης να φέρουμε εις πέρας μεταρρυθμίσεις που να –επιχειρούν, έστω, να- αλλάξουν το λανθασμένο παραγωγικό πρότυπο που δεκαετίες τώρα ακολουθούμε.
Δεν είναι μόνον η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που επιμένουν στερεότυπα, ήδη από των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι η Ελλάδα πρέπει «να κάνει τα μαθήματα της» και μόνον έτσι θα μπορεί να απαιτεί την έκφραση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Είναι και ο Μάρτιν Σουλτς με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, όπως και ο Φρανσουά Ολάντ με τον Ματέο Ρέντσι, αλλά και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και τόσοι άλλοι από τον δυτικό –για να μιλήσουμε με παραδοσιακούς όρους- κόσμο που, λίγο ως πολύ, κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή.
Από τους –πέστε τους και «γκρινιάρηδες»- Σλοβάκους ή τους –ας τους θεωρήσουμε, λόγω «Ποδέμος», «φοβητσιάρηδες»- Ισπανούς, έως τους Αυστριακούς, τους Βέλγους, τους Λουξεμβούργιους, ακόμη και τους ομοεθνείς Κυπρίους, δεν υπάρχει ούτε μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που να στέκεται στο πλευρό μας και να συμμαχεί μαζί μας στο Eurogoup ή σε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο forum.
Για όλους όσοι έχουν επίγνωση της πραγματικότητας των διαπραγματεύσεων, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι έχουν μικρή σχέση με την πραγματικότητα οι «διαρροές» περί δήθεν διαφωνιών είτε ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε ή μεταξύ των  εκπροσώπων των τριών «θεσμών», που παλαιότερα λέγαμε «τρόικα». Σε κάθε περίπτωση, οι υποτιθέμενες αυτές διαφωνίες, οι οποίες και επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης προβαλλόταν ως άλλοθι για τα συνεχή «ναυάγια», δεν είναι αρκετές για να δικαιολογηθούν τη διάσταση που επιχειρείται να τους δοθούν.
 Αν σε όλους αυτούς προσθέσουμε Ρώσους και Κινέζους, οι οποίοι όχι μόνον δεν ανοίγουν πιστωτικές γραμμές, όπως φαντασιώνονται διάφοροι από αριστερά και δεξιά, αλλά μας προτρέπουν να βρούμε λύση στα προβλήματά μας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας στην οποία ανήκουμε, δεν είναι να απορεί κανείς για την τύχη που θα μας επιφυλαχθεί αν, παρ΄ ελπίδα, συμβεί το αδιανόητο της εξόδου από την ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα ενός πτωχευτικού «ατυχήματος», και χρειαστούμε βοήθεια για να σταθούμε στα πόδια μας.
 Όπως και να έχει, όμως, τεσσεράμισι μήνες μετά τις εκλογές, η προεκλογική «προφητεία» του Αλέξη Τσίπρα για «τα νταούλια και τις αγορές» μοιάζει να… εκπληρώνεται. Μόνον που μάλλον εκπληρώνεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε προφητέψει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνες που χορεύουν δεν είναι οι αγορές, οι οποίες μια… χαρά την βγάζουν. Είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ο οποίος επί 130 μέρες τώρα βολοδέρνει αδύναμος να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει».
Γιατί τι άλλο από αδυναμία και αναποφασιστικότητα εκπέμπει η στάση που τηρεί η ελληνική κυβέρνηση, η οποία την ίδια ακριβώς ώρα που προετοιμάζει τον συμβιβασμό, με συναντήσεις και τηλεφωνήματα προς εκείνους που κρατούν τα κλειδιά της λύσης στο εξωτερικό, για λόγους εσωτερικών ισορροπιών διστάζει να ολοκληρώσει την προσαρμογή στην πραγματικότητα, όπως σε όλους τους τόνους και σε όλες τις γλώσσες της ζητείται με επίκληση της κοινής λογικής που ενστερνίζονται οι πάντες στον υπόλοιπο πλανήτη;
 Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση, αντί να προσπαθεί να αίρει την διάχυτη αβεβαιότητα που προκαλεί η αναποφασιστικότητά της επιδεινώνοντας την αδηφάγο ύφεση, που υποτίθεται ότι θέλει να αποφύγει, πυροδοτεί την παραλυτική ανασφάλεια με την μάλλον παιδαριώδη αντίδραση της καλλιέργειας εκλογικών σεναρίων.
Αλήθεια, ποιο ακριβώς πρόβλημα της κυβέρνησης -και πολύ περισσότερο της χώρας- θα μπορούσε να επιλυθεί με το πρόωρο στήσιμο κάλπης για βουλευτικές εκλογές; Μάλλον κανένα, αφού και μετά τις εκλογές οι συσχετισμοί είναι μάλλον απίθανο να αλλάξουν. Και διότι, αν ήταν να αλλάζουν έτσι εύκολα τα πράγματα δεν είχαμε παρά να κάνουμε κάθε τρεις και λίγο εκλογές. Και εννοείται με όλο και πιο… φιλολαϊκά προεκλογικά προγράμματα… 
Δεν νομίζω να αμφιβάλει κανείς ότι μόνον ασυγχώρητα αφελείς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι ξένοι –εταίροι και δανειστές μας- θα μας έδιναν μια καλύτερη συμφωνία επειδή θα εκφραζόταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός λαός. Έχουμε, νομίζω, υποστεί πολλές διαψεύσεις τα τελευταία χρόνια και από πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις για να πιστέψουμε ότι με τις κάλπες μπορεί να ανατραπεί αυτό που για όλους τους άλλους συνιστά κοινή λογική. Ή μήπως όχι;