Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΡΤ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΡΤ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

 

Μια ενδιαφέρουσα έκπληξη επεφύλαξε την περασμένη Τετάρτη στους θεατές της, η εκπομπή της ΕΡΤ 1 «Μουσικό Κουτί» που κοσμεί τη δημόσια τηλεόραση. Ο τραγουδοποιός Νίκος Πορτοκάλογλου, ο οποίος, μαζί με την ταλαντούχα τραγουδίστρια Ρένα Μόρφη, παρουσιάζει την εκπομπή, είχε φιλοξενούμενο τον ομότεχνό του Σταμάτη Κραουνάκη, για τον οποίο όποια άποψη κι αν έχει κανείς, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι είναι ένας χαρισματικός καλλιτέχνης.

Στη διάρκεια της εκπομπής, λοιπόν, όταν ήρθε η ώρα να πει ένα αγαπημένο του τραγούδι, ο Κραουνάκης επέλεξε το φορτισμένο «θα περάσει κι αυτό…», το οποίο όταν το έγραψε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια ο Πορτοκάλογλου είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από μια πλειάδα οπαδών της τότε κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που το είχαν θεωρήσει… αντικαθεστωτικό και υπονομευτικό για τη μακροημέρευση εκείνης της αλλοπρόσαλλης συγκυβέρνησης.

Έχει, νομίζω, σημασία, να θυμηθούμε τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού που είχε προκαλέσει τη μήνη των τότε κυβερνώντων που δεν ήθελαν να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ούτε καν υπαινιγμός ότι, όπως συνήθως συμβαίνει στις δημοκρατικές χώρες, δεν ήταν αιώνια η εξουσία που μόλις είχαν αποκτήσει.

«Δεν κοιμάμαι πια τις νύχτες κι ανεβάζω πυρετό, δηλητήριο στο αίμα τρικυμία στο μυαλό. Κάποιος θέλει να με σώσει μ’ ένα φάρμακο φριχτό, ίσως και να με σκοτώσει αν τολμήσω ν’ αρνηθώ», ανέφερε το πρώτο κουπλέ του άσματος που ακολουθούνταν από το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

«Θέλω να στο τραγουδήσω, θέλω να το μοιραστώ, το ηφαίστειο να σβήσω που μου καίει το λαιμό. Διχασμένη μου πατρίδα, διχασμένη μου καρδιά, μεσ’ τα ερείπια σε είδα να μετράμε τη ζημιά», έλεγε το δεύτερο κουπλέ για να ακολουθήσει και πάλι το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

«Πέφτει γύρω μου σκοτάδι ή εγώ είμαι τυφλός κι όποιος βγαίνει απ’ το κοπάδι εφιάλτης και εχθρός. Είναι η πόλη μου καμένη, ειν’ η χώρα μου μισή, νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί», συνέχιζε το τρίτο κουπλέ και το τραγούδι έκλεινε με το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

Με την απόσταση των χρόνων, είναι λογικό να δυσκολεύεται κάποιος να αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που είχε αφιονίσει τόσους συμπατριώτες μας που εκφράζονταν με τόσο πάθος και μισαλλοδοξία σε βάρος όσων είχαν διαφορετική από τη δική τους άποψη και δεν ενστερνίζονταν τις λαϊκίστικες απλοϊκότητες του τύπου «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο και με ένα άρθρο» και «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι πως, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς με μια σύντομη περιήγηση στο Διαδίκτυο, εκείνο που είχε περισσότερο ενοχλήσει ήταν το μάλλον συμφιλιωτικό σημείωμα με το οποίο ο Πορτοκάλογλου συνόδευε το άσμα του: «Αφιερωμένο από καρδιάς σε όλους μας με την ευχή να θυμόμαστε πιο συχνά ότι και “εμείς” και οι “άλλοι” είμαστε όλοι ταξιδιώτες στο ίδιο καράβι…», έγραφε ο τραγουδοποιός.

Το τι ειπώθηκε και γράφηκε τότε εναντίον του είναι ασύλληπτο. Μύδροι επί μύδρων. Και επιθέσεις επί επιθέσεων. Δεν του συγχωρούσαν, λέει, το γεγονός ότι «δεν κινητοποιήθηκε με τέτοιο πείσμα και σπουδή να γράψει πολιτικότροπο τραγούδι ούτε όταν άρχισε η χώρα να καταρρέει, όταν χάσαμε τις δουλειές μας, όταν πύκνωναν οι άνεργοι και μαζί τα ασφυκτικά οικονομικά μέτρα, όταν θερμαίνονταν οι διαδηλώσεις, όταν άρχισαν οι αυτοκτονίες, όταν ισοπεδώνονταν ζωές και άλλαζαν συνθήκες».

Αντιθέτως, όπως διατείνονταν οι επικριτές του, εκείνος «όταν συνέβαιναν όλα αυτά συνιστούσε ψυχραιμία, αυτοκριτική και ομαδική ανάληψη ευθυνών» και «σε συνέντευξή του αποκάλεσε “λαϊκίστικο σύνθημα το ότι οι πολιτικοί μας είναι διεφθαρμένοι που μας καταπιέζουν”». Αυτά τότε. Διότι τώρα, έξι χρόνια μετά, ήταν χάρμα ιδέσθαι να ακούει κανείς τον διαπρύσιο υπερασπιστή εκείνης της συγκυβέρνησης Σταμάτη Κραουνάκη να τραγουδά από τη συχνότητα της δημόσιας τηλεόρασης το πάλαι ποτέ επάρατο «θα περάσει κι αυτό».

Παλαιότερα, κάποιοι είχαν υποστηρίξει ότι ο αιματηρός και αδελφοκτόνος Εμφύλιος Πόλεμος της περιόδου 1945-1949 έληξε ουσιαστικά όταν συναντήθηκαν και έδωσαν τα χέρια οι δύο πρωταγωνιστικές μορφές του: ο επικεφαλής του εθνικού στρατού στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος και ο αρχηγός του αντάρτικου ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης.

Η συνάντηση Τσακαλώτου -Βαφειάδη έγινε το 1984 και τα μέσα ενημέρωσης της εποχής κατέγραψαν τον εξής διάλογο που είχαν οι δύο άνδρες: «Κάναμε λάθος τότε», είπε ο στρατηγός Τσακαλώτος και ο καπετάν Μάρκος απάντησε: «Μάλλον, στρατηγέ μου». Για να συμπληρώσουν και οι δύο για τα θύματα του εμφυλίου: «Ήταν όλοι καλοί Έλληνες».

Εκείνο το ιστορικό τετ α τετ πανηγυρίστηκε από όλες τις πλευρές, παρόλο που, μόλις δύο χρόνια πριν, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είχε αναγνωρίσει και τη συμμετοχή της Αριστεράς στην Εθνική Αντίσταση, η αξιωματική αντιπολίτευση του Ευάγγελου Αβέρωφ είχε αντιδράσει με οξύτητα και είχε αποχωρήσει από τη Βουλή.

Όσο και αν οι αναλογίες δεν είναι ευθείες, η συνύπαρξη του Κραουνάκη με τον Πορτοκάλογλου στη δημόσια τηλεόραση ήταν μια εξίσου καλή στιγμή της ελληνικής ιστορίας όσο και η χειραψία Τσακαλώτου – Βαφειάδη. Και μακάρι να αποτελέσει το έναυσμα για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τις διχαστικές λογικές του χθες με τις εντάσεις και τους «ψόφους»…

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

«Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει….»



«Με μια λιτή αλλά ουσιαστική δήλωση ο υπουργός….». Έτσι ξεκινούσε η ανάρτηση για την παραίτηση του προέδρου της ΕΡΤ Δ. Τσακνή που φιλοξενούνταν σε ένα από τα site–φερέφωνα, τα οποία οι άνθρωποι που τα λειτουργούν, όταν δεν γλύφουν –με το αζημίωτο, ας υποθέσουμε- πατόκορφα τους κυβερνώντες, προσπαθούν να κάνουν καριέρα εγκαλώντας είτε την αντιπολίτευση είτε τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης επειδή ασκούν κριτική στη σημερινή εξουσία.
Η προαναφερόμενη περίπτωση δεν είναι ούτε πρωτοφανής, ούτε μοναδική. Συνιστά, ωστόσο, αξιομνημόνευτο φαινόμενο γιατί τα κρούσματα αυτού του είδους είναι πυκνά και επαναλαμβανόμενα. Η εχθροπάθεια, εξάλλου, με την οποία τα φιλοκυβερνητικά μέσα αντιμετωπίζουν όποιον –πολιτικό ή δημοσιογράφο- δεν επαινεί την κυβέρνηση είναι απαράμιλλη. Όπως απαράμιλλο είναι και το πάθος με το οποίο υπερασπίζονται όλες τις κυβερνητικές προπαγανδιστικές επιδιώξεις. Επανεμφανισθείσα προσφάτως στο προσκήνιο ιστορική εφημερίδα, που πέρασε στη σφαίρα της κυβερνητικής επιρροής, είχε τίτλο στην είδηση για τη μεγαλύτερη θαλάσσια οικολογική καταστροφή στη χώρα μας: «Πνιγήκαμε σε μια κουταλιά πετρέλαιο»…  
Σε αυτό το μοτίβο, θεωρείται φυσικό να αποσιωπάται για παράδειγμα το ασυνήθιστο γεγονός να αποκλείει ο πρωθυπουργός τα μη φίλια μέσα ενημέρωσης από τις δημόσιες εμφανίσεις του. Και δεν κουνιέται φύλλο ακόμη και όταν φθάνει στο σημείο να μη δίνει ερωτήσεις στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ σε όποιον εκπροσωπεί μέσο που δεν είναι της αρεσκείας του. Αντιθέτως, είναι –μπορεί και δικαίως- τεράστιο θέμα και βρίσκει χώρο για δημοσίευση το ότι η Αστυνομία παρεμπόδισε δημοσιογράφους που ήθελαν να πάνε στα ορυχεία στις Σκουριές της Χαλκιδικής.
Θέλετε κι άλλο παράδειγμα; Θεωρείται άσκηση δικαιώματος η προσφυγή στη Δικαιοσύνη υπαρκτών ή ανύπαρκτων οικολογικών οργανώσεων που θέλουν να ματαιώσουν την επένδυση του Ελληνικού, αλλά λοιδορούνται οι καναλάρχες που κάνουν το ίδιο κατά του νόμου για τις αδειοδοτήσεις των τηλεοπτικών σταθμών. «Μέσω του... αγαπημένου τους θεσμού» όπως αυτολεξεί χαρακτηριζόταν το Συμβούλιο της Επικρατείας, «δεν θέλουν πάλι να πληρώσουν», έγραφαν διάφοροι που –αυτόκλητα, άραγε;- έχουν αναλάβει ρόλο κυβερνητικών τρολ .
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχαν, πολύ πριν ανέλθουν στην εξουσία, στήσει έναν πολυπλόκαμο επικοινωνιακό μηχανισμό. Που είχε ερείσματα παντού και ανθρώπους που ακολουθούσαν άκριτα τις κυρίαρχες νόρμες της ενημέρωσης που ήταν οι παντοειδείς λαϊκίστικες προσεγγίσεις, το εμπόριο ευαισθησίας και η καπηλεία κάθε είδους αλληλεγγύης. Και που την ίδια ώρα μετέρχονταν κάθε μέσο για την υπονόμευση όποιου δεν συνέβαλε στη δόξα των επερχόμενων που θα έσκιζαν το Μνημόνιο, θα μας γλύτωναν από τον ΕΝΦΙΑ, θα… καταργούσαν τις αυτοκτονίες και θα μας απάλλασσαν από τόσα άλλα δεινά.
Τα πράγματα, όμως, άρχισαν να αλλάζουν από τον Ιανουάριο του 2015 όταν η μια μετά την άλλη οι αυταπάτες άρχιζαν να διαλύονται. Μαζί άλλαξε και η –εντός ή εκτός εισαγωγικών- ενημέρωση. Περάσαμε πλέον στην εποχή των non paper που έγινε ο αποκλειστικός τρόπος με τον οποίο «βγαίνουν οι κυβερνητικές ειδήσεις». Οι συντάκτες που στο παρελθόν ξημεροβραδιάζονταν έξω από το Μαξίμου εκδιώχθηκαν από εκεί. Έτσι ώστε ό,τι αφορά πλέον τη λειτουργία της κυβέρνησης να το μαθαίνουν μόνον λίγοι και εκλεκτοί που είναι διασυνδεδεμένοι με τον επίσημο προπαγανδιστικό μηχανισμό που εγκαταστάθηκε στα υπόγεια του πρωθυπουργικού γραφείου και δίπλα στα υπουργικά γραφεία.     
Το αστείο είναι ότι όλοι αυτοί που κουνούσαν το δάκτυλο σε εμάς που εργαζόμαστε στα αποκαλούμενα «κατεστημένα μέσα ενημέρωσης» και μας κατηγορούσαν ότι «καταστρέφουμε την ενημέρωση», επειδή τάχατες υπερασπιζόμασταν το Μνημόνιο, έχουν μεταβληθεί την τελευταία διετία στους πλέον δουλικούς μνημονιακούς. Και επιπλέον ο ένας μετά τον άλλο εφορμούν στο Κράτος, εγκαταλείποντας τα μέσα που ως τώρα υπηρετούσαν είτε διότι τους αφήνουν επί μήνες απλήρωτους –που είναι άραγε η Επιθεώρηση Εργασίας;- είτε πειδή αντιμετωπίζουν –δυστυχώς- το φάσμα του λουκέτου.
Τελευταίος στη σειρά των ασταμάτητων μετακομίσεων στο Κράτος –«καλώς τον κι ας άργησε…» πρέπει να ήταν η φράση με την οποία τον υποδέχτηκαν οι από καιρό εγκατεστημένοι στα υπόγεια του Μαξίμου προπαγανδιστές- είναι ο θρυλικός κ. Θανάσης Καρτερός. Ο άνθρωπος που… έγραψε ιστορία όταν, ως πρωτοπόρος στην… αποκάλυψη των fake news, καλούσε την εποχή του Τσερνομπίλ τους αναγνώστες της εφημερίδας που τότε διηύθυνε να τρώνε άφοβα μαρούλια επειδή τα περί ραδιενέργειας ήταν κατασκεύασμα της δυτικής προπαγάνδας.
Είναι απορίας άξιο, πάντως, πόσοι από εκείνους τους προ τριακονταετίας αναγνώστες, θα έμειναν πιστοί στον κ. Καρτερό. Όπως αντίστοιχη απορία γεννάται για το πως θα ενημερώνονται πλέον οι -πάνω κάτω- χίλιοι αναγνώστες που διάβαζαν την καθημερινή αρθρογραφία του στην Αυγή. Αρθρογραφία, η οποία, όπως φαίνεται, εκτιμήθηκε τόσο πολύ από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ώστε να λάβει τη βαρυσήμαντη απόφαση να τον ορίσει «νέο σερίφη» στην ενημέρωση. Αυτή, άλλωστε, είναι μια από τις αγαπημένες εκφράσεις του κ. Καρτερού, ο οποίος, κάνοντας επίδειξη –σε ποιον άραγε;- αμερικανομάθειας, όταν αναφερόταν στο τωρινό αφεντικό του, δηλαδή στον κ. Τσίπρα, έγραφε:  «There is a new sheriff in town…».              
Αν, πάντως, μετά τις «δημοσκοπήσεις» από εταιρίες – «μαϊμού», που επιστρατεύτηκαν ως «ενέσεις ηθικού» στους εναπομείναντες ΣΥΡΙΖΑίους, οι επόμενες κινήσεις για να αντιστραφεί το δυσμενές κλίμα κατά της κυβέρνησης ήταν η επανεμφάνιση στο προσκήνιο του Π. Καλφαγιάννη της ΠΡΟΣΠΕΡΤ, που κατάπιε τον άμοιρο Δ. Τσακνή, και η αντικατάσταση του «μάγου» των non paper Θ. Μιχόπουλου από τον… μαρουλοφάγο Καρτερό, η απελπισία του Μαξίμου πρέπει να είναι πολύ μεγάλη.
Απελπισία τόσο μεγάλη και τόσο ευδιάκριτη ώστε κάποιοι στους διαδρόμους της Βουλής να κάνουν λογοπαίγνιο με το όνομα του νέου αρχιπροπαγανδιστή του Μαξίμου και τη στροφή από τον «Ύμνο της Ελευθερίας» του Σολωμού που λέει: «Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει/  φιλελεύθερη λαλιά,/  ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι/ από την απελπισιά». Βάλτε, αντί για τη… μισητή στο Μαξίμου «φιλελεύθερη λαλιά», την έκφραση «δημοσκοπική ανάκαμψη» και θα έχετε το πανόραμα της κυβερνητικής «επένδυσης» στον κ. Καρτερό.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Αν είναι έτσι οι νέοι, μήπως να επιστρέψουν οι… δεινόσαυροι;



Κάθε μέρα που περνάει αποδεικνύεται όλο και πιο περίτρανα ότι δεν υπάρχει υπόσχεση την οποία να είχαν δώσει ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ που να μην την έχουν αθετήσει και μάλιστα με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο.
Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Ακόμα και αν βρεθούν δικαιολογίες για τις πολύ μεγάλες υποσχέσεις που μπορεί η τήρησή τους να τους υπερέβαινε, όπως ότι δεν θα ψήφιζαν ποτέ Μνημόνια, θα καταργούσαν τον ΕΝΦΙΑ, θα έδιναν αυξήσεις στις συντάξεις και στον κατώτατο μισθό και δεν θα έκαναν καμία ιδιωτικοποίηση, πώς να δικαιολογηθούν όλα τα άλλα;
Πώς μπορεί, για παράδειγμα, να χωνευτεί ότι ο κανόνας με τον οποίο νομοθετούν είναι οι «επάρατες» (ν)τροπολογίες και οι «τρισκατάρατες» Πράξεις Νομοθετικού Περιεχόμενου, που ο αριθμός τους έχει ξεπεράσει κάθε ανάλογο προηγούμενο του παρελθόντος όταν σε πιο ήπιες εκδοχές οι νυν κυβερνώντες ανέβαιναν στα… κεραμίδια της Βουλής για να καταγγείλουν –που είσαι Λαφαζάνη;- «κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα»;
Αλλά τι να πει κανείς για την κατάσταση στα νοσοκομεία, το καθεστώς αδιαφάνειας στα δημόσια έργα, τα παιχνίδια με τον εκλογικό νόμο στα οποία επιχειρούν να επιδοθούν οι δήθεν αιώνιοι θιασώτες της απλής αναλογικής, τη μανιώδη προσπάθεια ποδηγέτησης των μέσων ενημέρωσης και τόσα και τόσα άλλα μικρά και μεγάλα ζητήματα για τα οποία είχαν δώσει υποσχέσεις που δεν τηρούν.
Αν εξαιρεθούν η επαναλειτουργία της ΕΡΤ, η επαναπρόσληψη των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών και η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, που αποτελούν τρεις πρωτοβουλίες που υπακούουν κυρίως σε επικοινωνιακές ανάγκες, δυσκολεύομαι να βρω άλλο μέτρο που να λήφθηκε τον τελευταίο χρόνο και να είναι συμβατό με τις αμέτρητες υποσχέσεις που σωρηδόν είχαν δοθεί και τις ακόμη περισσότερες προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί.
Για να καταλάβετε πόσο… αθεόφοβοι υπήρξαν, μέχρι και υπόσχεση για κατάργηση των μετακλητών υπαλλήλων είχε φθάσει να δώσει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας από προεκλογικό μπαλκόνι πέρυσι τον Ιανουάριο σε μια προσπάθεια να δελεάσει τους δημοσίους υπαλλήλους ότι τάχατες η κυβέρνησή του θα τους εμπιστευόταν και δεν θα χρειαζόταν να προσλάβει μετακλητούς.
Το πόσο τα εννοούσαν όλα αυτά γίνεται σαφές τούτες τις μέρες με τις συνεχείς αποκαλύψεις που έρχονται στο φως για την επέλαση ολόκληρων οικογενειών στο κράτος με τρόπο τόσο αδιάντροπα προκλητικό που μόνον πολιτικά παχύδερμα μπορεί να αφήνει ανεπηρέαστα.
Διότι, όσο και αν συμφωνήσει κανείς με τους ισχυρισμούς ότι ο νεποτισμός και η οικογενειοκρατία δεν είναι γνώρισμα που συναντάται στον δημόσιο βίο τους τελευταίους δώδεκα μήνες, δύσκολα, την ίδια ώρα, θα διαφωνήσει με την επισήμανση ότι η διαπιστούμενη παντελής έλλειψη τσίπας αποτελεί, αναμφισβήτητα, αυτό που θα λέγαμε «φρούτο νέας εσοδείας».
Προσωπικά, δεν μπορώ να θυμηθώ προηγούμενο πολιτικού προσώπου το οποίο να εγκαλείται για κάτι πολύ συγκεκριμένο, όπως συνέβη ο γραμματέας της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ για τους διορισμούς  συγγενών του σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων του δημοσίου, και η κατάληξη της απάντησής του –μετά τις υποτιθέμενες αγωνιστικές φιοριτούρες για τους παππούδες και τις γιαγιάδες του- να είναι αυτολεξεί: «σας γράφω στα παλαιά μου τα παπούτσια»!
Αντί, μάλιστα, ως ενδεχομένως θερμόαιμος νεαρός να νουθετηθεί από κάποιους στον –οικογενειακό ή πολιτικό- περίγυρό του για την ξεδιάντροπη θρασύτητα και τον μνησίκακο φανατισμό που απέπνεε το κείμενο με το οποίο επέλεξε να αντιδράσει, οι ανιστόρητα προσβλητικές για την ίδια την παραδοσιακή Αριστερά απόψεις του, δυστυχώς, βρήκαν φιλόξενη στέγη σε φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης και σε κάποιες περιπτώσεις υιοθετήθηκαν.
Αλλά, για να είμαστε προσγειωμένοι, ποιός, αλήθεια, θα μπορούσε να «μαζέψει» τον θρασύτατο νεαρό; Ο κ. Τσίπρας; Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Γιατί; Διότι στην πραγματικότητα εμφορούνται από τις ίδιες ακριβώς ιδέες και διακατέχονται από τις ίδιες ακριβώς νοοτροπίες.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να καταφύγει κανείς στα όσα ισχυρίστηκε στην τελευταία συνέντευξή του ο Γιάνης Βαρουφάκης για το πώς ο κ. Τσίπρας δεν ήθελε να πει την αλήθεια στους πολίτες για την «κωλοτούμπα» -«συνθηκολόγηση», κατά τον παλαιό συνεργάτη του- που ετοιμαζόταν να κάνει. Είναι τόσα άλλα που μαρτυρούν ότι στην περίπτωση του πρωθυπουργού και του αρχηγού της Νεολαίας του κόμματός του ισχύει το αρχαιοελληνικό «όμοιος ομοίω αεί πελάζει».
Ο τρόπος, άλλωστε, που συμπεριφέρθηκε στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη κατά την πρώτη συνάντηση που είχαν στο Μέγαρο Μαξίμου είναι τόσο χαρακτηριστικός. Ο κ. Τσίπρας μίλησε όσο πιο μειλίχια μπορούσε μπροστά στις κάμερες, κάνοντας και παράπονα επειδή εκείνον δεν τον δεχόταν ο προκάτοχός του, Αντώνης Σαμαράς. Μόλις, όμως, έκλεισαν οι πόρτες, οι συνεργάτες του άρχισαν να διαδίδουν ότι επιτέθηκε στον πρόεδρο της ΝΔ, κατηγορώντας τον ότι κάνει «αβάντα στους μηντιάρχες» και «συντάσσεται με το ΔΝΤ στο Ασφαλιστικό».
Από το επιτελείο του προέδρου της ΝΔ έγινε κατηγορηματική διάψευση ότι «δεν ειπώθηκαν αυτά», αλλά, αντί να γίνει χαμός επειδή οι άλλοι τους είπαν «ψεύτες», στο Μαξίμου δεν φάνηκε να ιδρώνει κανένα αυτί. Οπότε, μετά ταύτα, γιατί να ιδρώσει το αυτί του αρχινεολαίου του ΣΥΡΙΖΑ; Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ένας από τους συγγενείς του τελευταίου, ο αδελφός του, ο οποίος διαθέτει… ένσημα από την υπερκόπωση που υπέστη κατά την κατάληψη της σχολής που φοίτησε, στο πρωθυπουργικό γραφείο διορίστηκε.
Αν, πάντως, ο κ. Τσίπρας και το πουλέν του στη Νεολαία εκπροσωπούν το νέο στην πολιτική, μήπως είναι ώρα να ξεκινήσει μια καμπάνια υπέρ της επιστροφής των… δεινόσαυρων; Χωρίς διάθεση εξιδανίκευσης του παρελθόντος, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι με τους προηγούμενους υπήρχε και μια κάποια τσίπα που ενίοτε οδηγούσε και σε παραιτήσεις. Τώρα, μόνον θράσος και αλαζονεία…

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

«Η μεν φωνή, φωνή Τσίπρα, αι δε χείρες, χείρες Σόιμπλε»



            Ο Αλέξης Τσίπρας και όλοι εκείνοι τους οποίους επέλεξε ο ίδιος ως συνεργάτες του δεν είναι οι πρώτοι αμοραλιστές που κάθονται στα κυβερνητικά έδρανα. Αναμφίβολα, όμως, τέτοια αμοραλιστική συμπύκνωση δεν έχει γνωρίσει η εγχώρια –και ενδεχομένως ούτε η διεθνής- πολιτική σκηνή.
            Τι να… πρωτοθαυμάσει κανείς; Το θράσος με το οποίο κοτζάμ πρωθυπουργός ανακοινώνει τη διάψευση όσων προέβλεπαν ύφεση, μόλις λίγες ώρες πριν από τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιωθεί ότι η καταβύθιση της οικονομικής δραστηριότητας τον τελευταίο χρόνο ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχε προϋπολογιστεί; Ή την ευκολία με την οποία προκαλεί τη νοημοσύνη των πάντων με ισχυρισμούς περί μείωσης της ανεργίας;
            Είναι, σε κάθε περίπτωση, εντυπωσιακό το γεγονός ότι χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό επιτίθεται με σταλινικού τύπου επιχειρηματολογία σε όποιον διανοείται να του ασκήσει κριτική, φθάνοντας μέχρι του σημείου να δαιμονοποιεί, εκ των προτέρων, ως «ύποπτες» τυχόν διαφωνίες στελεχών του απέναντι στην πλήρη μνημονιακή μετάλλαξη στην οποία κατέφυγε για να διατηρήσει την καρέκλα του πρωθυπουργού.
            Δεν δόθηκε μάλλον η δέουσα προσοχή στη φράση «κάτι άλλο κρύβεται από πίσω» την οποία τόλμησε να εκστομίσει στη συνέντευξη του στην ΕΡΤ για να πλήξει ηθικά τις τυχόν μελλοντικές διαφοροποιήσεις κυβερνητικών βουλευτών στις επερχόμενες δύσκολες ψηφοφορίες για τις νέες περικοπές των συντάξεων και τις αυξήσεις στη φορολογία που ακολουθούν ως αποτέλεσμα της ανερμάτιστης δήθεν διαπραγμάτευσης που έκανε το περασμένο καλοκαίρι.
Είναι απορίας άξιον ποιους θεωρούν ότι μπορεί να πείσουν οι επικοινωνιακοί ινστρούχτορες του Μαξίμου με ισχυρισμούς αυτού του είδους, που παραπέμπουν σε μέρες… σταλινικής δόξας. Πολύ περισσότερο που στα βουλευτικά έδρανα της συμπολίτευσης, αλλά στις υπουργικές καρέκλες κάθονται δεκάδες στελέχη που… διέλαμψαν νωρίτερα σε άλλους πολιτικούς χώρους από τους οποίους αποχώρησαν –για να χρησιμοποιήσω το ηπιότερο δυνατό ρήμα που άλλοι αντ΄ αυτού θα χρησιμοποιούσαν το βαρύτερο «αποστάτησαν»-, επειδή διαφώνησαν με τα προηγούμενα Μνημόνια.    
            Το πιο απίθανο όλων, όμως, είναι ότι ο κ. Τσίπρας με απύθμενη θρασύτητα εγκαλεί τόσο τους βουλευτές του όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι, αφού έδωσαν ψήφο στο Μνημόνιο του, τώρα δεν δικαιούνται… δια να διαφωνούν, την ίδια ώρα που εκείνος υποτίθεται ότι προσπαθεί δήθεν να μετριάσει τις επιπτώσεις, καλώντας τους να δώσουν, δήθεν, μάχη από κοινού για να μην κοπούν οι συντάξεις.
            Στον ίδιο, εξάλλου, αστερισμό κινείται και ο ψευτοκαβγάς που υποτίθεται ότι επιχειρεί να στήσει το επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Μόνον μειωμένης αντίληψης άνθρωποι μπορεί να εκλάβουν ως… εκδήλωση ιερής οργής τις μεγαλόστομες κυβερνητικές πομφόλυγες τόσο για τα περί «ακυβέρνητης χώρας» που ως άποψη της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα έφερε στο φως η εφημερίδα «Die Welt» όσο και για την απειλητική παροιμία με τη στάμνα που χρησιμοποίησε ο Σόιμπλε για να θυμίσει στον κ. Τσίπρα τις δεσμεύσεις του για το ΔΝΤ.
            Δεν είναι μόνον ότι λίγες ώρες αργότερα τα πήραν όλα πίσω, είναι, κυρίως, που ο γερμανός υπουργός στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε τα ίδια τα επιχειρήματα που –αλά καρτ και κατά το δοκούν- χρησιμοποιούν στην κορυφή της κυβερνητικής πυραμίδας για να παρατείνουν την παραμονή τους στους κυβερνητικούς θώκους.
Γι΄ αυτό, ας μην αυταπατώμεθα, στην πραγματικότητα ο Β. Σόιμπλε δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να επαναλάβει τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας με την οποία ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ εκβιάζουν τη συμφωνία των δικών τους αλλά και των αντιπολιτευόμενων βουλευτών, όπως και τη συναίνεση του ελληνικού λαού που τους ψήφισε.
Ο γερμανός υπουργός κινήθηκε απολύτως μέσα στον καμβά της πρωθυπουργικής επιχειρηματολογίας, σύμφωνα με την οποία «τα ξέρατε, μας ψηφίσατε, τι θέλετε τώρα;», κάτι, άλλωστε, που καθημερινά το βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας με τις κυβερνητικές υποχωρήσεις που η μια διαδέχεται την άλλη: από το ξεπούλημα των τραπεζών, που για να πάρει το δημόσιο πίσω τα λεφτά που έβαλε θα πρέπει η μετοχή της Εθνικής, που ο πρωθυπουργός προέβλεψε ότι θα να ανέβει, να… χιλιαπλασιαστεί, ως τον ΑΔΜΗΕ και τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια που περνούν οσονούπω σε ξένα χέρια.
Εν κατακλείδι, μη δίνετε σημασία στις… αντιστασιακές ιαχές που, όλο ξεψυχισμένα είναι η αλήθεια, αναδύονται από το… πανικόβλητο Μέγαρο Μαξίμου. Εκείνο που στην πραγματικότητα γίνεται είναι μια παραλλαγή της γνωστής βιβλικής παραβολής με τον Ιακώβ και τον Ησαύ, που για τις ανάγκες της στιγμής θα ήταν: «Η μεν φωνή, φωνή Τσίπρα, αι δε χείρες, χείρες Σόιμπλε».