Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρυσοχοΐδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρυσοχοΐδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Στρεψόδικη αντιπολίτευση στην… πραγματικότητα


Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει ακούγοντας και διαβάζοντας τις αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το κυβερνητικό νομοσχέδιο το οποίο με αρκετή καθυστέρηση κατατέθηκε αυτές τις μέρες στη Βουλή επιχειρώντας να θέσει κάποιους κανόνες στις πορείες και στις διαδηλώσεις που γίνονται στους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων.
Το δίλημμα είναι αν θα πρέπει κάποιος να κλάψει με την… μαχητική υπεράσπιση της δυνατότητας να μπορεί η οποιαδήποτε μικροομάδα ατόμων να παραλύει την κοινωνική και εμπορική ζωή στο κέντρο της πρωτεύουσας ή να γελάσει με τους αστείους και παντελώς αναντίστοιχους με την πραγματικότητα ισχυρισμούς ότι έχουμε να κάνουμε με… χουντικής έμπνευσης νομοσχέδιο που θέτει τάχατες στον… «γύψο» το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Το άρθρο 11 του Συντάγματος το οποίο ισχύει από το 1975 και ουδείς έως τώρα έχει εισηγηθεί την αναθεώρησή του είναι απολύτως σαφές: «Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα», αναφέρει στην πρώτη παράγραφό του. Την οποία διαδέχεται μια δεύτερη παράγραφος που ορίζει ξεκάθαρα ότι: «Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
Με άλλα λόγια, λοιπόν, ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας επιτάσσει, εδώ και 45 χρόνια που βρίσκεται σε ισχύ, την ψήφιση νόμου για τη διοργάνωση των υπαίθριων συναθροίσεων σε τρόπον να προστατεύεται η δημόσια ασφάλεια, αλλά και να μην διαταράσσεται η κοινωνικοοικονομική ζωή στις περιοχές που γίνονται πορείες και διαδηλώσεις. Απλά και αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, όπως ισχύουν σε όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες.
Από την πτώση της χούντας (επί των ημερών της οποίας, σε πείσμα των ανιστόρητων αναλογιών που επιχειρούν ανερμάτιστοι πολιτικάντηδες, ήταν όλες οι συναθροίσεις απαγορευμένες) στο κέντρο της Αθήνας έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες πορείες διαμαρτυρίες, υποβάλλοντας σε αφάνταστη ταλαιπωρία κατοίκους, επισκέπτες και εργαζομένους της πρωτεύουσας. Οι χαμένες εργατοώρες για τους μποτιλιαρισμένους στα αυτοκίνητά τους ανθρώπους πρέπει να αθροίζονται σε πολλά δισεκατομμύρια, ενώ οι απώλειες στον τζίρο που υπέστησαν καταστηματάρχες και λοιποί επαγγελματίες του Κέντρου είναι ανυπολόγιστες.
Οι περισσότερες από αυτές τις πορείες διακρίνονταν για τη μικρή τους συμμετοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε εξ αυτού του λόγου να απαγορευθούν. Θα μπορούσαν, όμως, να διεξαχθούν χωρίς να παραλύσουν την πόλη, κερδίζοντας, έτσι, και τη συμπάθεια και –γιατί όχι- την αλληλεγγύη της κοινής γνώμης, όπως θεωρητικά επιδιώκουν όσοι διαδηλώνουν τις απόψεις ή τα αιτήματά τους. Διότι, κακά τα ψέματα, όσα δίκια και αν έχει μια «χούφτα» ανθρώπων που… κατασκηνώνει στο οδόστρωμα της Πλατείας Συντάγματος ή όπου αλλού εμποδίζοντας την κυκλοφορία, μόνον αντιπάθεια δημιουργεί στην πλειονότητα όσων παραμένουν εγκλωβισμένοι στα οχήματά τους και υφίστανται αναίτια ταλαιπωρία, όπως και οικονομική, αλλά συχνά και ψυχολογική, ζημιά.
Όποιος εχέφρων πολίτης διαβάσει απροκατάληπτα και χωρίς παρωπίδες το νομοσχέδιο το οποίο υπέβαλε στη Βουλή ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης μπορεί να το βρει τολμηρό ή άτολμο. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε εκείνοι που επιχειρηματολογούν ισχυριζόμενοι ότι θα καταστεί ανεφάρμοστο από τη στιγμή που ο ίδιος ο εισηγητής του διαβεβαιώνει ότι δεν αφορά πορείες και διαδηλώσεις που προκηρύσσουν οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αν είναι, έτσι, τότε θα πρόκειται για μια «τρύπα στο νερό», εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψιν ο αριθμός των συμμετεχόντων.
Για παράδειγμα, παρά την πανδημία, από την αρχή της φετινής χρονιάς στην Αθήνα οργανώθηκαν πάνω από πέντε (αποκαλούμενα) «πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια», σύμφωνα με τη συνδικαλιστική, ου μην αλλά και τη δημοσιογραφική, αργκό. Μόνον, όμως, που ο πληθυσμός της εκπαιδευτικής κοινότητας στη χώρα μας –μαθητές και διδάσκοντες όλων των βαθμίδων- ξεπερνά το ενάμισι εκατομμύριο, αλλά οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδηλώσεις είναι αμφίβολο αν ξεπέρασαν τα 500 ή το πολύ τα 1.000 άτομα.
Στον αντίποδα, οι άνθρωποι οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν ήταν πολλαπλώς περισσότεροι από τους λιγοστούς διαδηλωτές. Και το σημαντικότερο είναι ότι ταλαιπωρήθηκαν επειδή οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να περιοριστούν είτε στο πεζοδρόμιο είτε μόνον σε ορισμένες από τις λωρίδες του δρόμου που είναι προορισμένες για την κυκλοφορία των οχημάτων. Το πώς θα πετύχει κάτι τέτοιο ο νόμος του κ. Χρυσοχοΐδη είναι αμφίβολο, από τη στιγμή που ο ίδιος ο υπουργός που τον εισηγείται δηλώνει, ίσως για λόγους τακτικής, ότι δεν θα τύχει γενικής εφαρμογής.
Από εκεί, όμως, μέχρι που να υποστηρίζει κάποιος ότι πρόκειται για αντιδημοκρατικό ή… χουντικό νομοσχέδιο υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Είναι το χάσμα που χωρίζει τις αυταπάτες και τις φαντασιώσεις από την πραγματικότητα. Το χάσμα που χωρίζει τη στρεψοδικία από την υπεύθυνη κριτική που είναι επιβεβλημένο να ασκεί η εκάστοτε αντιπολίτευση. Στις δημοκρατίες όλες οι απόψεις είναι σεβαστές και σε καμία περίπτωση τα κόμματα δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν μεταξύ τους.
Από την άλλη, όμως, είναι υποχρεωμένα να αφουγκράζονται και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, είναι πασιφανές ότι η κοινωνία θέλει κανόνες και αποδοκιμάζει το νόμο της ζούγκλας που επιβάλουν χρόνια τώρα οι δυναμικές συνδικαλιστικές μειοψηφίες που «χαλούν τον κόσμο» κάθε τρεις και λίγο και για… ψύλλου πήδημα.
Όπως και να έχει, το 2020 δεν είναι ούτε 1980, ούτε 1990. Πολύ περισσότερο δεν είναι 2012 ή 2015. Α, και όντως η… «χούντα δεν τελείωσε το 1973», όπως έλεγε το ανιστόρητο σύνθημα της Πλατείας των «αγανακτισμένων». Τελείωσε, όμως, το 1974. Και καλό είναι να το πει κάποιος στον νεοΣΥΡΙΖΑίο Γιάννη Ραγκούση, ο οποίος –τι κρίμα!- προεξάρχει της στρεψόδικης αντιπολίτευσης στην… πραγματικότητα.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Αν το Μεταναστευτικό ήθελε τον στρατηγό του, τον βρήκε!


Δύο φορές, στη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, στην οποία πλαισίωσε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα για να παρουσιάσουν από κοινού το σχέδιο για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής- προσφυγικής κρίσης, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Αλκιβιάδης Στεφανής δεν κατάφερε να κρύψει την προηγούμενη ιδιότητά του, εκείνη του στρατιωτικού.
Την πρώτη φορά, περιγράφοντας τις δομές διαμονής των μεταναστών και προσφύγων, χρησιμοποίησε, μάλλον εν τη ρύμη του λόγου, τον όρο «στρατωνίζονται». Kαι όταν αντελήφθη τον καγχασμό που δικαιολογημένα προκάλεσε στους δημοσιογράφους, το απέδωσε στη 42χρονη προϋπηρεσία του στις Ένοπλες Δυνάμεις, κάνοντας μάλιστα χρήση της ρήσης «το αίμα νερό δεν γίνεται».
Αλλά και στην περιγραφή του Σχεδίου την οποία έκανε εν συνεχεία δεν φάνηκε έτοιμος να αποβάλει, τουλάχιστον από τον λόγο του, τη στρατιωτική ορολογία. «Ξέρετε έχουμε -θα χρησιμοποιήσω έναν όρο από το background μου- μια επιχείρηση σε εξέλιξη», είπε σε μια αποστροφή της τοποθέτησής του. «Σε μία επιχείρηση καθημερινά αξιολογείς την κατάσταση και καθημερινά αναδιαμορφώνεις τις επιλογές σου», συμπλήρωσε.
Το Μεταναστευτικό έχει, εκ των πραγμάτων, αναδειχθεί ως το υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα που δοκιμάζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι προφανείς δυσκολίες χειρισμού του, εξάλλου, αποτυπώνονται ανάγλυφα και στις παλινωδίες αναφορικά με το κυβερνητικό στέλεχος που θα έχει την ευθύνη της «καυτής πατάτας», δηλαδή της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής με τρόπο που να φαίνεται διαφορετική από όσα γινόταν τα προηγούμενα χρόνια.
Η επιλογή της κατάργησης του αυτόνομου υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν αποδείχθηκε πολύ καλή ιδέα. Όπως και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ενώ και ο ορισμός του Γιώργου Κουμουτσάκου ως αναπληρωτή υπουργού υπό τον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη μάλλον ενέτεινε τη σύγχυση, ιδίως μετά την πρωτοβουλία του τελευταίου να πάει στη Μόρια και να τα βρει όλα εν τάξει.
Στην πορεία ενεπλάκη στην υπόθεση και ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, μέχρι που δόθηκε η πρωτοκαθεδρία στον υφυπουργό Στεφανή, ο οποίος ορίστηκε συντονιστής και με αυτή την ιδιότητα παρουσίασε χθες την κυβερνητική πολιτική απόντος του αναπληρωτή υπουργού που είναι αρμόδιος για τη Μεταναστευτική Πολιτική.
Το μείζον, ωστόσο, ζήτημα με το κυβερνητικό σχέδιο για το Μεταναστευτικό δεν είναι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που θα το χειριστούν. Αν ήταν έτσι, με μια δύο ή και τρεις… δοκιμές ακόμη μπορεί να βρισκόταν ο καταλληλότερος. Πολύ περισσότερο που ο στρατηγός Στεφανής δείχνει να είναι ικανός και εργατικός.
Οι φιλόδοξοι στόχοι του κυβερνητικού σχεδίου είναι το πρόβλημα. Διότι η επίτευξή τους δεν εξαρτάται ούτε από την… επιχειρησιακή ικανότητα του στρατηγού Στεφανή. Ούτε, βεβαίως, από τη διπλωματική δεινότητα του Γιώργου Κουμουτσάκου. Εξαρτάται απολύτως από τη ροή των μετακινήσεων προς –και από- τη χώρα μας που ορίζει το καθεστώς Ερντογάν. «Εάν δεν σταματήσουν οι ροές να έρχονται με την ταχύτητα που έρχονται, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι», παραδέχθηκε ο υφυπουργός – συντονιστής.
Δυστυχώς, η πεποίθηση για βελτίωση της κατάστασης η οποία δημιουργήθηκε σε κάποιους κυβερνητικούς ιθύνοντες κατά τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη, απεδείχθη ότι δεν ήταν παρά μια αφελής εκτίμηση.
Από την επομένη του τετ α τετ Μητσοτάκη – Ερντογάν, βοηθούσης και της φθινοπωρινής καλοκαιρίας, οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά δραματικό τρόπο τόσο στα ελληνικά νησιά όσο και στον Έβρο. Χωρίς την ίδια ώρα να δεχθούν οι Τούρκοι την παραμικρή επιστροφή, όπως προβλέπει η κοινή δήλωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση που γι΄ αυτό το σκοπό έχει δώσει ουκ ολίγα κονδύλια στην Άγκυρα.
Παρά ταύτα, ο στρατηγός Στεφανής εμφανίστηκε χθες αισιόδοξος ότι «το Ενιαίο Πρόγραμμα Επιτήρησης Θαλασσίων Συνόρων και τα μέσα που αγοράζουμε τώρα», θα «μας δώσουν τη δυνατότητα να έχουμε παρατήρηση από την ώρα που ξεκινά μια δράση από την απέναντι πλευρά». Ο ίδιος, όμως, παραδέχθηκε ότι «αυτή τη στιγμή, δεν γίνεται αυτό». Αλλά δεν εξήγησε γιατί θα γίνεται από εδώ και πέρα.
Όπως δεν εξήγησε με ποιον μαγικό τρόπο θα καταφέρει, όπως δεσμεύτηκε, να κλείσει μέσα σε έξι μήνες τις «Μόριες» του Ανατολικού Αιγαίου και στη θέση τους να δημιουργήσει εξ υπαρχής κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα με δυναμικότητα φιλοξενίας για το καθένα περισσότερων από 5000 ατόμων. Τα οποία θα διαβούν εκεί υπό ανθρώπινες συνθήκες, αλλά το γεγονός ότι δεν θα κυκλοφορούν ελεύθεροι θα στέλνει αποτρεπτικό μήνυμα σε νέους απρόσκλητους επισκέπτες.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, το Μεταναστευτικό είναι ένα πολύπτυχο και πολυσύνθετο πρόβλημα που ταλανίζει πολλές χώρες και πολλές κοινωνίες. Και, ως εκ τούτου, δεν αντιμετωπίζεται όπως μια στρατιωτική επιχείρηση. Είναι καλό για την κυβέρνηση που βρήκε έναν… φιλότιμο στρατηγό, ο οποίος, ενδεχομένως από αίσθηση καθήκοντος, ανέλαβε την ευθύνη του χειρισμού του. Πλην, όμως, αν τον αφήσουν να το φέρει εις πέρας μόνος του, όπως είχαν κάνει οι προηγούμενοι κυβερνώντες με τον Γιάννη Μουζάλα, το αδιέξοδο μάλλον θα μεγαλώνει.
Όπως απεδείχθη τα προηγούμενα χρόνια ότι δεν αρκούσε η ανάθεση της ευθύνης στον έμπειρο γιατρό Μουζάλα, με προϋπηρεσία σε ανθρωπιστικές αποστολές και γνώστη της λειτουργίας των ΜΚΟ, έτσι, είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί και τώρα, ότι η μεταναστευτική κρίση υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνάμεις που μπορεί να καταβάλει ο στρατηγός Στεφανής.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Ψυχραιμία, παιδιά, η πόλωση δεν κόβει πλέον εισιτήρια

Όσοι έχουμε αναμνήσεις από την εποχή της χούντας ξέρουμε ότι η κατάσταση που επικρατούσε τότε δεν έχει την παραμικρή σχέση με το σήμερα. Και αντιλαμβανόμαστε ότι είναι τουλάχιστον ανιστόρητοι οι περί αντιθέτου ισχυρισμοί που διατυπώνονται αυτές τις μέρες με αφορμή την κινηματογραφική ταινία «Τζόκερ».
Ακόμη, όμως, και όσοι δεν έχουν προσωπικές εμπειρίες από τη σκοτεινή εκείνη περίοδο, πολύ δύσκολα μπορεί να πιστέψουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάποια σχέση με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης με τον Παύλο Τοτόμη ή η Λίνα Μενδώνη με τον Δημήτριο Τσάκωνα, που στη διάρκεια της δικτατορίας κατείχαν τα ίδια αξιώματα δια της βίας και ερήμην της λαϊκής βούλησης.
Από την άλλη, ωστόσο, και όχι μόνον για λόγους ίσων αποστάσεων, δεν μπορεί κανείς να καταπιεί αμάσητη την χοντροκομμένη προπαγάνδα κάποιων στελεχών της κυβερνητικής παράταξης τα οποία κατέφυγαν στη ευκολία των συνωμοσιολογικών θεωριών περί πολιτικής ίντριγκας πίσω από την άστοχη εξέλιξη που είχαν οι αστυνομικοί έλεγχοι για την παρουσία ανηλίκων στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τόσο οι ανιστόρητοι παραλληλισμοί των αντιπολιτευόμενων όσο και οι θερμοκέφαλες φαντασιώσεις των κυβερνώντων συνιστούν στην πράξη τις δύο όψεις του ίδιου αποκρουστικού φαινόμενου. Του φαινομένου που δεν είναι άλλο από την απόπειρα ερμηνείας όσων συμβαίνουν γύρω μας μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της κομματικής πόλωσης, αν όχι και τύφλωσης.
Κακά τα ψέματα, οι κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις στη χώρα μας έχουν βεβαρημένο παρελθόν στην οξύτητα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Για όσους δεν εθελοτυφλούν ο επιμερισμός των ευθυνών είναι δύσκολος. Και σίγουρα δεν μπορεί να είναι μονομερής. Άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, η πλειονότητα των πολιτικών μας έχουν υποπέσει στον πειρασμό της ενοχοποίησης των αντιπάλων τους ακόμη και για πράγματα για τα οποία και οι ίδιοι δεν έχουν να επιδείξουν πολύ διαφορετικά δείγματα γραφής.
Πόση διαφορά έχει, για παράδειγμα, αν ο νόμος που ενεργοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο για την κατάταξη της καταλληλόλητας των ταινιών είναι «νόμος Γερουλάνου» και δεν είναι «νόμος Ραγκούση»; Και γιατί είναι επιλήψιμο στοιχείο η συγγένεια με στελέχη της αντιπολίτευσης των υπαλλήλων που ζήτησαν την ενεργοποίηση ενός νόμου για τον οποίο ουδείς ως τώρα είχε αμφισβητήσει την ισχύ του και οι ίδιες αμείβονταν για την εφαρμογή του;
Όπως και να έχει, πάντως, είναι απορίας άξιο η διάσταση που έλαβε η υπόθεση «Τζόκερ» στον εικονικό μικρόκοσμο των μέσων ενημέρωσης και κυρίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τα οποία λειτουργούν όλο και περισσότερο ως περίκλειστα στρατόπεδα για την εξόντωση των αντιπάλων με… δολοφονικού τύπου φραστικά πυρά. Διότι αν εξαιρέσει κανείς την τεράστια δωρεάν διαφήμιση που έγινε στη χολιγουντιανή ταινία, η οποία είναι βέβαιο ότι θα κόψει πολύ περισσότερα εισιτήρια από τα πολλά που έτσι κι αλλιώς θα έκοβε, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς κάποια ουσιαστική συνέπεια, η οποία να προέκυψε από τη σκληρή κομματική διαμάχη που –μάλλον στα καλά καθούμενα- ξέσπασε.
Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι η οξεία αντιπαράθεση για ένα τόσο ήσσονος σημασίας ζήτημα μπορεί και να αποτελεί ένα μέτρο για την «επιστροφή στην κανονικότητα». Επιστροφή την «παλαιά κανονικότητα» της εποχής της αμέριμνης ευημερίας όταν, ελλείψει μεγάλων διακυβευμάτων, οι πολιτικοί μας και από κοντά όσοι εξ ημών τους ακολουθούσαμε κονταροχτυπιόμασταν για δευτερεύοντα ζητήματα.
Ακόμη κι έτσι, όμως, αν είναι, πρόκειται μάλλον για άδικο χαμένο κόπο. Η έκβαση που είχαν οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξε ότι οι πολίτες στην «τσιμπούν» πλέον στην πόλωση. Τουλάχιστον όσο «τσιμπούσαν» στο παρελθόν. Όλα δείχνουν ότι το φανατικό ακροατήριο, που είχε παθιαστεί σε έντονο βαθμό την περίοδο της κρίσης, έχει πλέον περιοριστεί. Με αποκορύφωμα την εξαφάνιση πολλών από τις πολιτικές τερατογενήσεις που γονιμοποίησε ο λεγόμενος «αντιμνημονιακός αγώνας»
Τόσο στις ευρωεκλογές του Μαΐου όσο και στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου, οι Έλληνες πήγαν αποφασισμένοι στις κάλπες και εκφράστηκαν χωρίς τους φόβους και τα πάθη του παρελθόντος. Και το ίδιο κλίμα δείχνει να παγιώνεται στην κοινωνία στους τριάμισι μόλις μήνες που πέρασαν από την λαϊκή ετυμηγορία.
Ψυχραιμία, λοιπόν, παιδιά. Μπορεί ο «Τζόκερ» να σπάσει ταμεία μετά την πρόσφατη κόντρα μεταξύ των στελεχών της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, η πόλωση που -μάλλον ατέχνως- επιχειρείται να προκληθεί, δεν πρόκειται να κόψει εισιτήρια.
Γι΄ αυτό και όσο γρηγορότερα κατέβει το κακό αυτό «έργο» που πάει να παιχθεί, τόσο καλύτερο θα είναι. Και για όλους εμάς, αλλά και για τους ίδιους τους εμπνευστές του….