Το παιχνίδι το οποίο, στριμωγμένος από τα αδιέξοδα που ο ίδιος προκάλεσε, επιχειρεί να παίξει ο Βλαντιμίρ Πούτιν, απαιτώντας πληρωμές σε ρούβλια από τους προμηθευτές της ενέργειας και των άλλων προϊόντων που εξακολουθεί να εξάγει στη Δύση, αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη ότι ο οικονομικός πόλεμος μπορεί να αποβεί ως ο πιο καθοριστικός από όλους τους πολέμους της εποχής μας.
Χωρίς τη μεγάλη και δυσαναπλήρωτη εξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές εισαγωγές στους τομείς της ενέργειας, των ορυκτών και των τροφίμων είναι αμφίβολο αν ο δυνάστης του Κρεμλίνου θα έπαιρνε το ρίσκο να εισβάλει την Ουκρανία, αδιαφορώντας για τις προειδοποιήσεις του ΝΑΤΟ και, εν γένει, της Δύσης που υποτίθεται ότι τον περικύκλωναν και εκείνος τάχατες δεν είχε άλλη επιλογή από το στείλει την πολεμική του μηχανή να ισοπεδώσει τη γειτονική χώρα.
Φαίνεται όμως ότι η Μόσχα εκτίμησε ότι όλα εκείνα που δεν κατάφερε να πετύχει με τα τανκς και τους πυραύλους μπορεί να τα επιδιώξει κλείνοντας τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου το οποίο με τόση αμεριμνησία οι ευρωπαϊκές χώρες προμηθευόταν σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα από τη Ρωσία. Η διελκυστίνδα που αναπτύσσεται είναι σκληρή και η κατάληξη που θα έχει ουδείς είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα αν θα αποδειχθεί πιο αποτελεσματική από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς κατά των ουκρανικών πόλεων.
Η διάρκεια που θα έχει αυτός ο παράλογος πόλεμος του Πούτιν είναι ακόμη άγνωστη. Και, ως εκ τούτου, άγνωστο είναι και το κόστος που θα καταβληθεί από τους εμπόλεμους αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη έως ότου συμφωνηθεί εκεχειρία και σιγήσουν τα όπλα. Οι άγνωστες για μας εδώ και σχεδόν δυόμιση δεκαετίες πληθωριστικές πιέσεις και η ακρίβεια που τόσο βίαια εισβάλουν καθημερινά στους προϋπολογισμούς μας, μπορεί να αποδειχθεί, όπως πολλοί επισημαίνουν, ότι δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου.
Με άλλα λόγια, τα χειρότερα ίσως να μην τα έχουμε δει ακόμη, όπως υποστηρίζουν αρκετοί ειδικοί που όλοι ευχόμαστε να διαψευστούν. Όπως και να έχει, όμως, ακόμη και αν συμφωνηθεί το συντομότερο δυνατό η πολυπόθητη κατάπαυση του πυρός και αρχίσουν άμεσα ειλικρινείς διπλωματικές διαβουλεύσεις για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, τίποτε δεν θα είναι ίδιο όπως ήταν πριν από την 24η Φεβρουαρίου 2022.
Δεν χρειάζεται να είναι… μελλοντολόγος κανείς για να διαπιστώσει ότι οι γεωπολιτικές και οικονομικές (αν)ισορροπίες που έφερε στην επιφάνεια ο ουκρανικός πόλεμος θα είναι παρούσες για μεγάλο διάστημα και μοιραία θα επηρεάσουν τις συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές. Γι΄ αυτό και δύσκολα μπορεί να παραγνωρίσει κανείς ότι η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να ξεκαθαρίσει το εγχώριο πολιτικό – εκλογικό παιχνίδι του επόμενου δωδεκάμηνου βρίσκεται σε αρμονία με το λαϊκό αίσθημα.
Δεν είναι μόνον οι μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης που δείχνουν ότι οι πολίτες δεν επιθυμούν άμεση προσφυγή στις κάλπες, όπως ζητούν ορισμένες δυνάμεις της αντιπολίτευσης που ίσως εξ αυτού τα ποσοστά τους παραμένουν καθηλωμένα και δεν καταφέρνουν να κερδίσουν τίποτε από την δικαιολογημένη λαϊκή δυσφορία. Είναι, πολύ περισσότερο, το αίσθημα της κοινής λογικής που υπαγορεύει ότι στις δύσκολες ώρες οι πολίτες απαιτούν σταθερότητα και επιθυμούν ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση.
Άλλωστε, η ενεργειακή κρίση που βρίσκεται σε πλήρη έξαρση, όπως και η επαπειλούμενη επισιτιστική κρίση, εκείνο που πρωτίστως επιβάλουν είναι να κοιταχθούμε ξανά στον οικονομικό μας καθρέφτη για να διαπιστώσουμε δια γυμνού οφθαλμού τα χρόνια λάθη του παραγωγικού μοντέλου της χώρας που αφέθηκε επί πολλά χρόνια στον προσανατολισμό προς τις υπηρεσίες, αγνοώντας τη σημασία του πρωτογενούς τομέα, όπως και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από τον ήλιο και τον αέρα που δεν μας λείπουν παρά μόνον ελάχιστες μέρες του χρόνου.
Πριν από δέκα χρόνια στην κορύφωση της μνημονιακής κρίσης ο τότε πρόεδρος του Ισραήλ Σιμόν Πέρες, επισκεπτόμενος την Αθήνα, είχε εκφράσει την έκπληξή του για το γεγονός ότι η Ελλάδα με τις τόσες λίμνες και τα τόσα ποτάμια είναι ελλειμματική σε αγροτικά προϊόντα, ενώ η δική του χώρα με ελάχιστους υδάτινους πόρους καταφέρνει και κάνει εξαγωγές. Αλλά τι χρεία έχουμε να ακούσουμε τις αδυναμίες να εκφράζονται από τα χείλη ξένων;
Η περίφημη έκθεση για την ελληνική οικονομία, η οποία με παραγγελία της σημερινής κυβέρνησης συνέταξε ομάδα ειδικών υπό τον νομπελίστα καθηγητή των Οικονομικών Χριστόφορο Πισσαρίδη, περιγράφει τα πράγματα όπως είναι: «Ο πρωτογενής τομέας και ο παραγωγικός τομέας της αγροδιατροφής έχουν στρατηγική σημασία για μια χώρα, καθώς πέρα από την οικονομική δραστηριότητά τους, συμβάλλουν στην επισιτιστική ασφάλεια του πληθυσμού, ενισχύουν την περιφερειακή ανάπτυξη και έχουν σημαντικό ρόλο για τη διατήρηση της ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος», αναφέρει.
«Σε πολλές περιοχές αποτελούν την κύρια οικονομική δραστηριότητα για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού», συμπληρώνει επισημαίνοντας ότι «η διατροφική παράδοση αποτελεί βασικό συστατικό της πολιτιστικής ταυτότητας και κληρονομιάς μιας περιοχής, με σημαντικές προεκτάσεις για τη δυνατότητα προώθησης τοπικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές». Στο εξωτερικό εμπόριο, ο τομέας της αγροδιατροφής στην Ελλάδα είναι ελλειμματικός, αναφέρει η έκθεση, καθώς οι εισαγωγές μας έφθασαν κοντά στα 6,7 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές μετά βίας ανέβηκαν στα 5,3 δισ.
Και όλα αυτά, την ώρα που «η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα στον τομέα της αγροδιατροφής, τα οποία στηρίζονται στην ποικιλομορφία της χώρας και την συνεπακόλουθη ποικιλία γεωργικών ειδών, τις ευνοϊκές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος στις πεδινές περιοχές της χώρας, στην ποιότητα και τη θρεπτική αξία ενός σχετικά ευρέως φάσματος αγροτικών προϊόντων (ελιές, σταφύλι, όσπρια, εσπεριδοειδή και άλλα) και σε διατροφικές παραδόσεις που αναγνωρίζονται διεθνώς». Αυτά τα πλεονεκτήματα, σύμφωνε με την έκθεση, «δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς λόγω σημαντικών και χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών».
Ποιες είναι οι κυριότερες από αυτές τις αδυναμίες; Γνωστές και μη εξαιρετέες: μικρές και κατακερματισμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, χαμηλή παραγωγικότητα, αναποτελεσματική οργάνωση, χαμηλή ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και εξοπλισμού, ανεπαρκής επαγγελματική εκπαίδευση, χαμηλό επίπεδο Έρευνας και Ανάπτυξης, μεγάλη εξάρτηση από επιδοτήσεις, και ελλιπής προώθηση και branding των ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής.
Γι΄ αυτό και σε όσους σπεύσουν να πουν «εσύ που προτείνεις επιστροφή στον πρωτογενή τομέα, πάρε πρώτος μια τσάπα και ξεκίνα να σκάβεις», η απάντηση είναι απλή: η γεωργία τον 21ο αιώνα δεν χρειάζεται χειρώνακτες εργάτες, χρειάζεται έξυπνους επιχειρηματίες που να ξέρουν το αντικείμενο και να χρησιμοποιούν τις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων της γης.