Η 26η Ιανουαρίου, η μέρα που εξελίχθηκαν τα μαζικά και ειρηνικά συλλαλητήρια για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αιφνιδιάζοντας τόσο την κυβέρνηση όσο και την αντιπολίτευση, υπήρξε αναμφίβολα ένα απολύτως καθοριστικό σημείο καμπής για τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σχεδόν ένα ολόκληρο μήνα τα «Τέμπη» μονοπωλούν την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή αντιστοιχείται από τις συζητήσεις στη Βουλή, την ιεράρχηση της ειδησεογραφίας στα μέσα ενημέρωσης και τον κατακλυσμό των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που είναι συχνά αυτά που στην εποχή μας δίνουν τον τόνο των κοινωνικών παλμών.
Σε μια εποχή που στο διεθνές στερέωμα εκτυλίσσονται άνευ προηγουμένου ανακατατάξεις και ανατροπές σε γεωπολιτικό, κοινωνικοοικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο, η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί -βουβή και αποσβολωμένη- τους καθημερινούς τοξικούς καβγάδες που λαμβάνουν χώρα στην αίθουσα της Βουλής, στα τηλεοπτικά πλατό και στον άγριο κόσμο του Διαδικτύου.
Ενόψει και των νέων συλλαλητηρίων που είναι προγραμματισμένα για την προσεχή Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο χρόνια από το τραγικό δυστύχημα, γινόμαστε μάρτυρες ενός ανελέητου blame game ανάμεσα σε όσους έχουν εδραία την πεποίθηση ότι εξαρχής στήθηκε ένα παιχνίδι συγκάλυψης των πραγματικών υπαιτίων της τραγωδίας και σε εκείνους που αντεπιτίθενται υποστηρίζοντας ότι επιχειρείται εργαλειοποίηση του πόνου των οικογενειών που έχασαν τους ανθρώπους τους αλλά και του συλλογικού τραύματος στο σώμα της κοινωνίας η οποία αισθάνεται άγχος και ανασφάλεια για τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό κράτος.
Για πολυποίκιλους λόγους, που θέλουν χρόνο για να αναλυθούν διεξοδικά, αλλά είναι βέβαιο ότι σχετίζονται αφενός με τους χειρισμούς της συγκεκριμένης τραγικής υπόθεσης και αφετέρου με τις νοοτροπίες με τις οποίες γαλουχείται δεκαετίες τώρα η ελληνική κοινωνία, στο δίλημμα «συγκάλυψη ή εργαλειοποίηση» η κοινή γνώμη υιοθετεί συντριπτικά το «αφήγημα» της συγκάλυψης.
Σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, επτά έως οκτώ στους δέκα Έλληνες -και ανάμεσά τους φυσικά μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα ψηφοφόρων της κυβερνητικής παράταξης- ενστερνίζονται την άποψη ότι δεν γίνονται όλα όσα απαιτούνται για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι μια εμπεδωμένη αντίληψη η οποία βρίσκει ισχυρό έρεισμα όχι μόνον στην εμπειρία που όλοι λίγο ως πολύ διαθέτουμε για τον τρόπο που απονέμεται η Δικαιοσύνη στη χώρα μας, αλλά και στα όσα διαμείβονται την τελευταία διετία γύρω από την τραγική υπόθεση των Τεμπών.
Η πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία «βομβαρδίζεται» από έναν ένθεν κακείθεν καταιγισμό ουσιωδών ειδήσεων αλλά και ανούσιων πληροφοριών, δυσκολεύεται πολύ συχνά να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο, τον λογικό συνειρμό από τα παρανοϊκά σενάρια, την αλήθεια από τα fake news.
Όσο, όμως, και αν προβληματίζονται για τις θεωρίες συνωμοσίας που ανθούν και τις οποίες ενισχύουν οι καθυστερημένες ανευρέσεις κρίσιμου βιντεοληπτικού υλικού, εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αφορά τους πολίτες είναι το αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην κάθαρση του δράματος. Με τη διαφορά, όμως, πως στην παρούσα φάση τίποτε δεν προοιωνίζεται ότι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό από εκείνο που υπήρξε σε άλλες πολύκροτες υποθέσεις που συγκλόνισαν τους Έλληνες.
Υπό αυτή τη συνθήκη, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι για πρώτη φορά σε αυτή την έκταση τα επικοινωνιακά αναχώματα που ύψωσε τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες η κυβέρνηση αποδείχθηκαν ανίσχυρα για να ανακόψουν τις αρνητικές εντυπώσεις που ρίχνουν βαριά σκιά στο πολιτικό προσκήνιο.
Η μια μετά την άλλη οι γραμμές άμυνας καταρρέουν, ενώ η οξύτητα της αντιπαράθεσης με τις πολιτικές δυνάμεις που προβάλλουν ως πιθανά εναλλακτικά σχήματα για τη διακυβέρνηση της χώρας τροφοδοτεί τον λεγόμενο «αντισυστημισμό» που γιγαντώνεται πλησιάζοντας τις επιδόσεις που είχε την περίοδο της μνημονιακής επέλασης.
Την ίδια ώρα, η αχρείαστη «αντιδικία» κυβερνητικών ιθυνόντων με τους συγγενείς των θυμάτων μπορεί να πέρασε σε φάση ύφεσης μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι «μπροστά στην κυρία Καρυστιανού σκύβω το κεφάλι και αυτό πρέπει να κάνουν όλοι», πλην, όμως, δεν έπαψε να επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία.
Όσοι επώνυμα ή ανώνυμα πρωταγωνιστούν σε αυτές τις επιθέσεις αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα αυξάνουν, αντί να μειώνουν τον θυμό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ταυτίζεται με τα πρόσωπα των πενθούντων γονέων. Κι αυτό επειδή, ανάμεσα στα άλλα, ξορκίζουν έτσι τον φόβο και την αγωνία ότι θα μπορούσαν κι εκείνοι να έχουν χάσει προσφιλή τους άτομα.
Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι σε καιρούς ριζικού αναθεωρητισμού, όπως είναι αυτοί που ζούμε, οι συμβατικές λύσεις αποδεικνύονται συνήθως αναποτελεσματικές. Η ελληνική, αλλά και η παγκόσμια ιστορία, διδάσκουν ότι σε τέτοιες εποχές μόνον κινήσεις και πρωτοβουλίες που υλοποιούν ιδέες «έξω από το κουτί» μπορεί να ανατρέψουν την προδιαγεγραμμένη πορεία προς τη φθορά.
Την τελευταία φορά που εξετάστηκαν τέτοιες εκδοχές ήταν την κρίσιμη μνημονιακή διετία 2010-2011 που, όπως θύμισε στον γράφοντα πολιτικός που έζησε εκείνα τα γεγονότα, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου εξέτασε σοβαρά εισηγήσεις να απαντήσει στην αμφισβήτηση της πολιτικής του με προσφυγή στις κάλπες όταν ακόμη είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Την πρώτη φορά έκανε πίσω και δεν προκήρυξε εκλογές μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Και τη δεύτερη υπαναχώρησε στην «προσφορά» του προς τον Αντώνη Σαμαρά να μοιραστούν τις κυβερνητικές ευθύνες τον Ιούνιο του 2011 όταν οι πλατείες σε όλη τη χώρα είχαν καταληφθεί από τους «αγανακτισμένους».
Το αποτέλεσμα ήταν να υποχρεωθεί ο κ. Παπανδρέου να εγκαταλείψει λίγους μήνες αργότερα την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματός του επωμιζόμενος ο ίδιος βάρη που δεν του αναλογούσαν, όπως και οι πολίτες και η χώρα δυσμενείς επιπτώσεις που πιθανότατα θα αποφεύγονταν αν σε εκείνες τις οριακές στιγμές είχαν επιλεγεί λύσεις πέραν της πεπατημένης.
Με δεδομένο τον πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, στην προκειμένη περίπτωση η προσφυγή στις κάλπες δεν δείχνει να αποτελεί προοπτική διεξόδου από το αδιέξοδο που συνιστά η παγίδευση της πολιτικής ζωής στη μονοθεματική ενασχόληση με την τραγωδία των Τεμπών.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η αντιπολίτευση διστάζει να θέσει με ένταση ζήτημα εκλογών. Ίσως διότι έχει επίγνωση ότι θα χρειαστεί να πάμε στα εκλογικά τμήματα περισσότερες φορές για να προκύψει -αν προκύψει…- κυβερνητική πλειοψηφία.
Στην παρούσα φάση και εφόσον η κυβέρνηση εννοεί ότι δεν έχει όντως να φοβηθεί απολύτως τίποτε από τη διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος και θα κάνει τα πάντα για να διαλευκανθούν όλες οι πτυχές του, μια (τρελή;) ιδέα «έξω από το κουτί» θα ήταν να καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού και ορισμένους ακόμη συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας για να τους διαβεβαιώσουν ότι η κυβέρνηση -και κατ΄ επέκταση η ελληνική Πολιτεία- είναι και θα είναι δίπλα τους, με κάθε τίμημα.
Στο εύλογο ερώτημα για το αν γίνονται αυτά, που είμαι βέβαιος ότι έρχεται στα χείλη όλων, η απάντηση είναι μία: Γιατί όχι;