Συνολικές προβολές σελίδας

75,758
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συλλαλητήρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συλλαλητήρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Τα συλλαλητήρια δεν ρίχνουν κυβερνήσεις, τους προκαλούν, όμως, (ενίοτε ανήκεστο) βλάβη


Για πέμπτη συναπτή εβδομάδα ο πολιτικός χρόνος στη χώρα μας μοιάζει να έχει παγώσει αφού από την 26η Ιανουαρίου, οπότε οργανώθηκαν τα πρώτα μαζικά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας έως και σήμερα που είναι προγραμματισμένος ένας χωρίς ιστορικό προηγούμενο πάνδημος ξεσηκωμός των Ελλήνων όπου γης, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα γύρω από την τραγωδία των Τεμπών.

Τα δύο χρόνια που συμπληρώθηκαν από την αποφράδα εκείνη 28η Φεβρουαρίου δεν στάθηκαν αρκετά για να απαλύνουν τον συλλογικό πόνο που προκάλεσε στο κοινωνικό σώμα η μοιραία εκείνη σιδηροδρομική σύγκρουση που έφερε στην επιφάνεια όλες τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής Πολιτείας, ανέδειξε τα αιώνια κακώς κείμενα που ταλανίζουν την καθημερινότητά μας και, το σημαντικότερο, εξανέμισε την ούτως ή άλλως πενιχρή εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους.

Η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα, η Δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση καταρρακώθηκαν στη συνείδηση της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας  η οποία δυσκολεύεται να αντιληφθεί όχι μόνον τη συγχορδία των εγκληματικών λαθών και παραλείψεων που προκάλεσαν την τραγωδία, αλλά κυρίως το γεγονός ότι όλο αυτό το διάστημα που παρήλθε έχουν γίνει ελάχιστα για να είναι ασφαλείς οι σιδηροδρομικές μεταφορές στη χώρα μας, όπως τόσο παραστατικά καταγράφεται στο πόρισμα του εθνικού οργανισμού για τη διερεύνηση των δυστυχημάτων (ΕΟΔΑΣΑΑΜ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βγαίνουν σήμερα στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν δεν το κάνουν μόνον επειδή αποδείχθηκε σαθρό το κυβερνητικό αφήγημα με το οποίο επιχειρήθηκε να περιοριστεί η σκανδαλώδης αυτή υπόθεση σε ένα απλό ανθρώπινο λάθος ενός αναμφισβήτητα ανεύθυνου σταθμάρχη που έθεσε σε πορεία σύγκρουσης τους δύο συρμούς. Κακά τα ψέματα, οι λόγοι που οδήγησαν τόσο πολύ κόσμο να κινητοποιηθεί είναι πολύ περισσότεροι και σχετίζονται με τη διάψευση των προσδοκιών που είχε η πλειονότητα των πολιτών ότι στη μεταμνημονιακή εποχή θα ζούσαν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους σε ένα ασφαλέστερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία το 2019 επειδή έπεισε τους ψηφοφόρους ότι άξιζαν μια καλύτερη διακυβέρνηση η οποία θα βελτίωνε σταθερά τις συνθήκες της καθημερινότητάς τους. Το περίφημο «επιτελικό κράτος», άλλωστε, που ήταν το πρώτο νομοσχέδιο που ψήφισε, εκεί κατέτεινε. Να κάνει αποτελεσματική τη λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής και κατ΄ επέκταση του κρατικού μηχανισμού.

Η περιγραφή, η οποία γίνεται στο πόρισμα των εμπειρογνωμόνων του ΕΟΔΑΣΑΑΜ για τις απίστευτες συνθήκες που επικράτησαν στον τόπο της τραγωδίας μετά τη μοιραία σύγκρουση των τρένων, είναι αποκαλυπτική. Και παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλουν αρμόδιοι αξιωματούχοι, ισχυριζόμενοι ότι όλα έγιναν χωρίς κεντρική κυβερνητική καθοδήγηση, η συγκεκριμένη παραδοχή δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες για το περιβόητο «μπάζωμα». Επιλήψιμες, εξάλλου, δεν είναι μόνον οι πράξεις, είναι και οι παραλείψεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι λίγους μήνες μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και σε πείσμα του συγκλονισμού που είχε αισθανθεί όλος ο κόσμος από τον άδικο χαμό των 57 επιβαινόντων στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν, οι πολίτες έδωσαν στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αυξημένα ποσοστά. Η πλειονότητα της κοινής γνώμης είχε ακόμη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής μηχανής και, ως εκ τούτου, «αγόρασε» το αφήγημα ότι θα έπεφτε άπλετο φως στα αίτια της τραγωδίας και θα γινόταν ό,τι απαιτούνταν για να γίνουν ασφαλείς οι μετακινήσεις με τα τρένα.

Μετά τις εκλογές του 2023 οι όροι άρχισαν να αλλάζουν. Η κυβέρνηση επαναπαύτηκε στο αναπάντεχο 41% που έλαβε στις κάλπες και αισθάνθηκε άτρωτη εξαιτίας του μοναδικού στα χρονικά κατακερματισμού που επικράτησε στην ένθεν κακείθεν της ΝΔ αντιπολίτευσης. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την επανάπαυση ότι δεν υπάρχει αξιόμαχος αντίπαλος και εκφράστηκε δια της αποχής στις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου, υπήρξε ένας κώδωνας κινδύνου, ο οποίος ήχησε μεν, πλην, όμως, δεν έφθασε στα αυτιά εκείνων που επιβαλλόταν να τον ακούσουν.

Κάπως, έτσι, φθάσαμε στην ψυχρολουσία της 26ης Ιανουαρίου που μπορεί να πανικόβαλε την κυβέρνηση, αλλά, την ίδια ώρα, αιφνιδίασε την αντιπολίτευση στο σύνολό της. Και μόνο το γεγονός ότι ενόψει των σημερινών συλλαλητηρίων σπεύδουν η μια μετά την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις να λάβουν θέσεις, ενώ οι μαζικές συγκεντρώσεις του περασμένου μήνα εξελίχθηκαν σχεδόν ερήμην όλων τους, καταδεικνύει τη δυσκολία να εναρμονίσουν τα προτάγματά τους με τη βούληση της κοινωνίας.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα άλλοι φοβούνται και άλλοι ελπίζουν ότι τα σημερινά συλλαλητήρια θα «ρίξουν την κυβέρνηση». Και οι μεν και οι δε παραβλέπουν ότι στις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπως αναμφίβολα είναι η ελληνική Δημοκρατία, οι κυβερνήσεις ανατρέπονται με έναν και μόνον τρόπο: όταν χάνουν τη δεδηλωμένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Από την άλλη, ωστόσο, όταν εκατοντάδες χιλιάδες και ίσως εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν για πράξεις και παραλείψεις των θεσμών της Πολιτείας, είναι προφανές ότι αν δεν υπάρξουν άμεσες και ριζοσπαστικές διορθωτικές κινήσεις, η βλάβη την οποία θα υποστεί το κύρος και η υπόσταση της υφιστάμενης κυβερνητικής εξουσίας θα είναι ανήκεστος.

Τα παραδείγματα που το μαρτυρούν είναι αναρίθμητα, καθώς οι περισσότερες κυβερνήσεις επαναπαύονται στην «αγορά χρόνου» που βολεύει τα στελέχη τους, ακόμη όταν η κοινωνία είναι… αλλού.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Μια ιδέα «έξω από το κουτί»: Κι αν καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού;

    Η 26η Ιανουαρίου, η μέρα που εξελίχθηκαν τα μαζικά και ειρηνικά συλλαλητήρια για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αιφνιδιάζοντας τόσο την κυβέρνηση όσο και την αντιπολίτευση, υπήρξε αναμφίβολα ένα απολύτως καθοριστικό σημείο καμπής για τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις.

    Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σχεδόν ένα ολόκληρο μήνα τα «Τέμπη» μονοπωλούν την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή αντιστοιχείται από τις συζητήσεις στη Βουλή, την ιεράρχηση της ειδησεογραφίας στα μέσα ενημέρωσης και τον κατακλυσμό των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που είναι συχνά αυτά που στην εποχή μας δίνουν τον τόνο των κοινωνικών παλμών.

    Σε μια εποχή που στο διεθνές στερέωμα εκτυλίσσονται άνευ προηγουμένου ανακατατάξεις και ανατροπές σε γεωπολιτικό, κοινωνικοοικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο, η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί -βουβή και αποσβολωμένη- τους καθημερινούς τοξικούς καβγάδες που λαμβάνουν χώρα στην αίθουσα της Βουλής, στα τηλεοπτικά πλατό και στον άγριο κόσμο του Διαδικτύου.

    Ενόψει και των νέων συλλαλητηρίων που είναι προγραμματισμένα για την προσεχή Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο χρόνια από το τραγικό δυστύχημα, γινόμαστε μάρτυρες ενός ανελέητου blame game ανάμεσα σε όσους έχουν εδραία την πεποίθηση ότι εξαρχής στήθηκε ένα παιχνίδι συγκάλυψης των πραγματικών υπαιτίων της τραγωδίας και σε εκείνους που αντεπιτίθενται υποστηρίζοντας ότι επιχειρείται εργαλειοποίηση του πόνου των οικογενειών που έχασαν τους ανθρώπους τους αλλά και του συλλογικού τραύματος στο σώμα της κοινωνίας η οποία αισθάνεται άγχος και ανασφάλεια για τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό κράτος.

    Για πολυποίκιλους λόγους, που θέλουν χρόνο για να αναλυθούν διεξοδικά, αλλά είναι βέβαιο ότι σχετίζονται αφενός με τους χειρισμούς της συγκεκριμένης τραγικής υπόθεσης και αφετέρου με τις νοοτροπίες με τις οποίες γαλουχείται δεκαετίες τώρα η ελληνική κοινωνία, στο δίλημμα «συγκάλυψη ή εργαλειοποίηση» η κοινή γνώμη υιοθετεί συντριπτικά το «αφήγημα» της συγκάλυψης.

    Σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, επτά έως οκτώ στους δέκα Έλληνες -και ανάμεσά τους φυσικά μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα ψηφοφόρων της κυβερνητικής παράταξης- ενστερνίζονται την άποψη ότι δεν γίνονται όλα όσα απαιτούνται για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι μια εμπεδωμένη αντίληψη η οποία βρίσκει ισχυρό έρεισμα όχι μόνον στην εμπειρία που όλοι λίγο ως πολύ διαθέτουμε για τον τρόπο που απονέμεται η Δικαιοσύνη στη χώρα μας, αλλά και στα όσα διαμείβονται την τελευταία διετία γύρω από την τραγική υπόθεση των Τεμπών.

    Η πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία «βομβαρδίζεται» από έναν ένθεν κακείθεν καταιγισμό ουσιωδών ειδήσεων αλλά και ανούσιων πληροφοριών, δυσκολεύεται πολύ συχνά να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο, τον λογικό συνειρμό από τα παρανοϊκά σενάρια, την αλήθεια από τα fake news. 

    Όσο, όμως, και αν προβληματίζονται για τις θεωρίες συνωμοσίας που ανθούν και τις οποίες ενισχύουν οι καθυστερημένες ανευρέσεις κρίσιμου βιντεοληπτικού υλικού, εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αφορά τους πολίτες είναι το αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην κάθαρση του δράματος. Με τη διαφορά, όμως, πως στην παρούσα φάση τίποτε δεν προοιωνίζεται ότι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό από εκείνο που υπήρξε σε άλλες πολύκροτες υποθέσεις που συγκλόνισαν τους Έλληνες.

    Υπό αυτή τη συνθήκη, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι για πρώτη φορά σε αυτή την έκταση τα επικοινωνιακά αναχώματα που ύψωσε τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες η κυβέρνηση αποδείχθηκαν ανίσχυρα για να ανακόψουν τις αρνητικές εντυπώσεις που ρίχνουν βαριά σκιά στο πολιτικό προσκήνιο. 

    Η μια μετά την άλλη οι γραμμές άμυνας καταρρέουν, ενώ η οξύτητα της αντιπαράθεσης με τις πολιτικές δυνάμεις που προβάλλουν ως πιθανά εναλλακτικά σχήματα για τη διακυβέρνηση της χώρας τροφοδοτεί τον λεγόμενο «αντισυστημισμό» που γιγαντώνεται πλησιάζοντας τις επιδόσεις που είχε την περίοδο της μνημονιακής επέλασης.

    Την ίδια ώρα, η αχρείαστη «αντιδικία» κυβερνητικών ιθυνόντων με τους συγγενείς των θυμάτων μπορεί να πέρασε σε φάση ύφεσης μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι «μπροστά στην κυρία Καρυστιανού σκύβω το κεφάλι και αυτό πρέπει να κάνουν όλοι», πλην, όμως, δεν έπαψε να επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία. 

    Όσοι επώνυμα ή ανώνυμα πρωταγωνιστούν σε αυτές τις επιθέσεις αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα αυξάνουν, αντί να μειώνουν τον θυμό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ταυτίζεται με τα πρόσωπα των πενθούντων γονέων. Κι αυτό επειδή, ανάμεσα στα άλλα, ξορκίζουν έτσι τον φόβο και την αγωνία ότι θα μπορούσαν κι εκείνοι να έχουν χάσει προσφιλή τους άτομα.

    Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι σε καιρούς ριζικού αναθεωρητισμού, όπως είναι αυτοί που ζούμε, οι συμβατικές λύσεις αποδεικνύονται συνήθως αναποτελεσματικές. Η ελληνική, αλλά και η παγκόσμια ιστορία, διδάσκουν ότι σε τέτοιες εποχές μόνον κινήσεις και πρωτοβουλίες που υλοποιούν ιδέες «έξω από το κουτί» μπορεί να ανατρέψουν την προδιαγεγραμμένη πορεία προς τη φθορά.

    Την τελευταία φορά που εξετάστηκαν τέτοιες εκδοχές ήταν την κρίσιμη μνημονιακή διετία 2010-2011 που, όπως θύμισε στον γράφοντα πολιτικός που έζησε εκείνα τα γεγονότα, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου εξέτασε σοβαρά εισηγήσεις να απαντήσει στην αμφισβήτηση της πολιτικής του με προσφυγή στις κάλπες όταν ακόμη είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. 

    Την πρώτη φορά έκανε πίσω και δεν προκήρυξε εκλογές μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Και τη δεύτερη υπαναχώρησε στην «προσφορά» του προς τον Αντώνη Σαμαρά να μοιραστούν τις κυβερνητικές ευθύνες τον Ιούνιο του 2011 όταν οι πλατείες σε όλη τη χώρα είχαν καταληφθεί από τους «αγανακτισμένους».

    Το αποτέλεσμα ήταν να υποχρεωθεί ο κ. Παπανδρέου να εγκαταλείψει λίγους μήνες αργότερα την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματός του επωμιζόμενος ο ίδιος βάρη που δεν του αναλογούσαν, όπως και οι πολίτες και η χώρα δυσμενείς επιπτώσεις που πιθανότατα θα αποφεύγονταν αν σε εκείνες τις οριακές στιγμές είχαν επιλεγεί λύσεις πέραν της πεπατημένης.

    Με δεδομένο τον πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, στην προκειμένη περίπτωση η προσφυγή στις κάλπες δεν δείχνει να αποτελεί προοπτική διεξόδου από το αδιέξοδο που συνιστά η παγίδευση της πολιτικής ζωής στη μονοθεματική ενασχόληση με την τραγωδία των Τεμπών. 

    Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η αντιπολίτευση διστάζει να θέσει με ένταση ζήτημα εκλογών. Ίσως διότι έχει επίγνωση ότι θα χρειαστεί να πάμε στα εκλογικά τμήματα περισσότερες φορές για να προκύψει -αν προκύψει…- κυβερνητική πλειοψηφία.

    Στην παρούσα φάση και εφόσον η κυβέρνηση εννοεί ότι δεν έχει όντως να φοβηθεί απολύτως τίποτε από τη διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος και θα κάνει τα πάντα για να διαλευκανθούν όλες οι πτυχές του, μια (τρελή;) ιδέα «έξω από το κουτί» θα ήταν να καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού και ορισμένους ακόμη συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας για να τους διαβεβαιώσουν ότι η κυβέρνηση -και κατ΄ επέκταση η ελληνική Πολιτεία- είναι και θα είναι δίπλα τους, με κάθε τίμημα.

    Στο εύλογο ερώτημα για το αν γίνονται αυτά, που είμαι βέβαιος ότι έρχεται στα χείλη όλων, η απάντηση είναι μία: Γιατί όχι;