Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέμπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέμπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Γυρίζει το παιχνίδι;

    Δεν είναι η πρώτη φορά που η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται στριμωγμένη «στα σκοινιά» κατά τη διάρκεια των πεντέμισι χρόνων που είναι στην εξουσία. Υπήρξαν και πολλές άλλες αφορμές εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκαν έντονα αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη με αποτέλεσμα οι δημοσκοπικές επιδόσεις της κυβερνητικής παράταξης να υποχωρούν. 
    Μικρότερη ή μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στους πολίτες, όπως και αμφιβολίες για την ικανότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να δίνει αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα και τις χρόνιες παθογένειες της χώρας και να αντιμετωπίζει κρίσεις, προκλήθηκαν και με άλλες αιτίες. Το είδαμε, για παράδειγμα, μετά τις αποκαλύψεις τον Αύγουστο του 2021 για τις υποκλοπές, αλλά και έπειτα από μείζονες αστοχίες του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει φυσικές καταστροφές, όπως το φιάσκο με τους εγκλωβισμούς οδηγών στα χιόνια της Αττικής Οδού, οι ετησίως επαναλαμβανόμενες  καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική που έφθασαν έως και το Χαλάνδρι, οι δίχως προηγούμενο βιβλικές καταστροφές στη Θεσσαλία, κ.λπ.
    Η κάμψη, ωστόσο, των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας στην πρόθεση ψήφου, αλλά και του Κυριάκου Μητσοτάκη στα ηγετικά χαρακτηριστικά του, αποδεικνυόταν ότι ήταν πρόσκαιρο φαινόμενο το οποίο έπειτα από μερικές εβδομάδες αντιστρεφόταν. Η πιο εντυπωσιακή αντιστροφή καταγράφηκε την άνοιξη του 2023 όταν, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, η δημοσκοπική κατρακύλα την οποία υπέστη το κυβερνών κόμμα ήταν, ειδικά το πρώτο διάστημα, πολύ ηχηρή. 
    Δύο εβδομάδες μετά την ανείπωτη τραγωδία που συγκλόνισε την κοινή γνώμη οι τάσεις των περισσότερων μετρήσεων έδειχναν ότι «η ΝΔ έχανε από 2 έως 5 μονάδες» στην πρόθεση ψήφου και «η διαφορά της με τον ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονταν στις 3 με 4 μονάδες». Ως εκ τούτου, σοβαροί -κατά τεκμήριο- αναλυτές προεξοφλούσαν ότι «στις πρώτες εκλογές (σ.σ.: οι οποίες επέκειντο και θα διεξάγονταν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) το ποσοστό της ΝΔ θα είναι κάτω από 30% και ίσως να είναι κοντά στο 25%». 
    Με δεδομένο όμως, ότι ούτως ή άλλως δεν θα προέκυπτε βιώσιμο σχήμα διακυβέρνησης και θα χρειαζόταν μετά βεβαιότητας επαναληπτική εκλογή, οι ίδιοι αναλυτές απέκλειαν την πιθανότητα να καταφέρει το κυβερνών κόμμα να υπερβεί τον πήχη του 37% με 38% που θα του επέτρεπε να κατακτήσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Ενώπιον αυτού του προφανούς κινδύνου, το Μέγαρο Μαξίμου μετέθεσε τις εκλογές, που το πιθανότερο ήταν ότι θα γίνονταν τον Απρίλιο. Ταυτόχρονα επιδόθηκε σε μια εργώδη προσπάθεια να αλλάξει το έντονα δυσμενές κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία η οποία είχε υποστεί συγκλονισμό από τον άδικο χαμό των 57 συνανθρώπων μας που επέβαιναν στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν στα Τέμπη.
    Μέρος, δυστυχώς, αυτής της προσπάθειας για αλλαγή του κλίματος υπήρξε και η άρον άρον απομάκρυνση των συντριμμιών της σύγκρουσης από τον τόπο της τραγωδίας. Απομάκρυνση η οποία έγινε με τέτοια σπουδή που δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι δεν υπέκρυπτε ευρύτερες σκοπιμότητες.     Πολύ περισσότερο που η εισαγγελία της Λάρισας ζήτησε να ασκηθούν διώξεις και έστειλε στη Βουλή τη δικογραφία με βάση την οποία την περασμένη Τρίτη αποφασίστηκε να συγκροτηθεί Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης για να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του τότε υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου.
    Παρά ταύτα, πάντως, στις κάλπες που εν τέλει στήθηκαν στις 23 Μαΐου 2023, η Νέα Δημοκρατία απέσπασε, πέραν πάσης δημοσκοπικής πρόβλεψης ή άλλης προσδοκίας, το εντυπωσιακό ποσοστό της τάξης του 40,79%. Το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο της επίδοσης του ΣΥΡΙΖΑ που περιορίστηκε στο 20,07%. Πέντε εβδομάδες αργότερα, στις 25 Ιουνίου 2023, οπότε έγιναν οι επαναληπτικές με το νέο εκλογικό σύστημα, οι πολίτες επιβεβαίωσαν τη βούλησή τους να κυβερνήσει αυτοδύναμα η ΝΔ. Της έδωσαν ποσοστό 40,56% και την ίδια ώρα έστελναν τον ΣΥΡΙΖΑ στο ταπεινωτικό 17,83% που τον έβγαλε μάλλον οριστικά εκτός του παιχνιδιού διεκδίκησης της εξουσίας. Όπως τουλάχιστον έδειξαν οι εξελίξεις που ακολούθησαν με την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στη θέση του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος, κατά δήλωσή του, «παραμέρισε». 
    Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ακριβώς αυτή η μεγάλη επιτυχία της κυβερνητικής παράταξης ήταν στην πραγματικότητα η απαρχή της πορείας της προς τη φθορά. Υποστηρίζουν ότι το 41% υπήρξε η μεγάλη φενάκη, η παγίδα στην οποία υπέπεσαν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, οι οποίοι πίστεψαν ότι ήταν άτρωτοι. Και από την στιγμή που ουδείς από τους αντιπάλους τους έδειχνε ικανός να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία, την οποία κατείχαν ήδη από το 2016 που έγινε αρχηγός της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έδειξαν να πιστεύουν ότι το σκηνικό αυτό θα παρέμενε εσαεί αμετάβλητο.
    Η αλαζονική ερμηνεία ότι «δεν υπάρχει αντίπαλος που θα μας απειλήσει» κυριάρχησε στα μετεκλογικά έργα και ημέρες της κυβέρνησης η οποία βολεύονταν από τον κατακερματισμό των δυνάμεων ένθεν κακείθεν της ΝΔ. Ούτε η ανώμαλη προσγείωση που σηματοδότησε η υποχώρηση της ΝΔ στο 28,31% των ευρωεκλογών του περασμένου Ιουνίου εξελήφθη ως αφορμή αφύπνισης. 
    Τα προμηνύματα των μετρήσεων που έδειχναν ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο ότι επτά στους δέκα πολίτες είχαν πεποίθηση ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση δεν συγκίνησαν κανέναν από τους κυβερνώντες. Οι περισσότεροι αρκούνταν στις αυτάρεσκα προκλητικές πομφόλυγες του τύπου ότι «η Ελλάδα είναι ζάχαρη». Πομφόλυγες που ακούγονταν από υπουργικά χείλη και απευθύνονταν σε πολίτες για τους οποίους στην πλειοψηφία τους «δεν βγαίνει ο μήνας» με τις απολαβές που έχουν. Το μαρτυρά, άλλωστε, το πρόσφατο δημοσκοπικό εύρημα σύμφωνα με το οποίο το 52% των Ελλήνων πιστεύει ότι το 2019 ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Όπως επίσης και το αντίστοιχο ποσοστό που θεωρεί ότι υπό τις παρούσες συνθήκες είναι προτιμότερη η προσφυγή στις κάλπες.
    Τα συλλαλητήρια της 26ης Ιανουαρίου και της 28ης Φεβρουαρίου κατέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση έχει χάσει την ικανότητα να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων στο πολιτικό σκηνικό. Μόνον και μόνον το γεγονός ότι επί έξι συναπτές εβδομάδες η εγχώρια πολιτική επικαιρότητα μονοπωλείται από την υπόθεση των Τεμπών καταδεικνύει την αδυναμία των σημερινών κυβερνώντων να επηρεάσουν και να καθορίσουν το πολιτικό παιχνίδι όπως έκαναν πολύ πριν από το 2019 που ανέλαβαν τα ηνία της διακυβέρνησης.
    Υπό αυτή τη συνθήκη, το ερώτημα για το κατά πόσο μπορούν ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του να γυρίσουν το παιχνίδι αποτελεί ένα στοίχημα με πολύ υψηλή απόδοση στο οποίο μόνον ριψοκίνδυνοι παίκτες θα μπορούσαν να ποντάρουν. Υπάρχουν, άραγε, τέτοιοι; 


Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Τα συλλαλητήρια δεν ρίχνουν κυβερνήσεις, τους προκαλούν, όμως, (ενίοτε ανήκεστο) βλάβη


Για πέμπτη συναπτή εβδομάδα ο πολιτικός χρόνος στη χώρα μας μοιάζει να έχει παγώσει αφού από την 26η Ιανουαρίου, οπότε οργανώθηκαν τα πρώτα μαζικά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας έως και σήμερα που είναι προγραμματισμένος ένας χωρίς ιστορικό προηγούμενο πάνδημος ξεσηκωμός των Ελλήνων όπου γης, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα γύρω από την τραγωδία των Τεμπών.

Τα δύο χρόνια που συμπληρώθηκαν από την αποφράδα εκείνη 28η Φεβρουαρίου δεν στάθηκαν αρκετά για να απαλύνουν τον συλλογικό πόνο που προκάλεσε στο κοινωνικό σώμα η μοιραία εκείνη σιδηροδρομική σύγκρουση που έφερε στην επιφάνεια όλες τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής Πολιτείας, ανέδειξε τα αιώνια κακώς κείμενα που ταλανίζουν την καθημερινότητά μας και, το σημαντικότερο, εξανέμισε την ούτως ή άλλως πενιχρή εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους.

Η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα, η Δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση καταρρακώθηκαν στη συνείδηση της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας  η οποία δυσκολεύεται να αντιληφθεί όχι μόνον τη συγχορδία των εγκληματικών λαθών και παραλείψεων που προκάλεσαν την τραγωδία, αλλά κυρίως το γεγονός ότι όλο αυτό το διάστημα που παρήλθε έχουν γίνει ελάχιστα για να είναι ασφαλείς οι σιδηροδρομικές μεταφορές στη χώρα μας, όπως τόσο παραστατικά καταγράφεται στο πόρισμα του εθνικού οργανισμού για τη διερεύνηση των δυστυχημάτων (ΕΟΔΑΣΑΑΜ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βγαίνουν σήμερα στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν δεν το κάνουν μόνον επειδή αποδείχθηκε σαθρό το κυβερνητικό αφήγημα με το οποίο επιχειρήθηκε να περιοριστεί η σκανδαλώδης αυτή υπόθεση σε ένα απλό ανθρώπινο λάθος ενός αναμφισβήτητα ανεύθυνου σταθμάρχη που έθεσε σε πορεία σύγκρουσης τους δύο συρμούς. Κακά τα ψέματα, οι λόγοι που οδήγησαν τόσο πολύ κόσμο να κινητοποιηθεί είναι πολύ περισσότεροι και σχετίζονται με τη διάψευση των προσδοκιών που είχε η πλειονότητα των πολιτών ότι στη μεταμνημονιακή εποχή θα ζούσαν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους σε ένα ασφαλέστερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία το 2019 επειδή έπεισε τους ψηφοφόρους ότι άξιζαν μια καλύτερη διακυβέρνηση η οποία θα βελτίωνε σταθερά τις συνθήκες της καθημερινότητάς τους. Το περίφημο «επιτελικό κράτος», άλλωστε, που ήταν το πρώτο νομοσχέδιο που ψήφισε, εκεί κατέτεινε. Να κάνει αποτελεσματική τη λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής και κατ΄ επέκταση του κρατικού μηχανισμού.

Η περιγραφή, η οποία γίνεται στο πόρισμα των εμπειρογνωμόνων του ΕΟΔΑΣΑΑΜ για τις απίστευτες συνθήκες που επικράτησαν στον τόπο της τραγωδίας μετά τη μοιραία σύγκρουση των τρένων, είναι αποκαλυπτική. Και παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλουν αρμόδιοι αξιωματούχοι, ισχυριζόμενοι ότι όλα έγιναν χωρίς κεντρική κυβερνητική καθοδήγηση, η συγκεκριμένη παραδοχή δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες για το περιβόητο «μπάζωμα». Επιλήψιμες, εξάλλου, δεν είναι μόνον οι πράξεις, είναι και οι παραλείψεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι λίγους μήνες μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και σε πείσμα του συγκλονισμού που είχε αισθανθεί όλος ο κόσμος από τον άδικο χαμό των 57 επιβαινόντων στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν, οι πολίτες έδωσαν στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αυξημένα ποσοστά. Η πλειονότητα της κοινής γνώμης είχε ακόμη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής μηχανής και, ως εκ τούτου, «αγόρασε» το αφήγημα ότι θα έπεφτε άπλετο φως στα αίτια της τραγωδίας και θα γινόταν ό,τι απαιτούνταν για να γίνουν ασφαλείς οι μετακινήσεις με τα τρένα.

Μετά τις εκλογές του 2023 οι όροι άρχισαν να αλλάζουν. Η κυβέρνηση επαναπαύτηκε στο αναπάντεχο 41% που έλαβε στις κάλπες και αισθάνθηκε άτρωτη εξαιτίας του μοναδικού στα χρονικά κατακερματισμού που επικράτησε στην ένθεν κακείθεν της ΝΔ αντιπολίτευσης. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την επανάπαυση ότι δεν υπάρχει αξιόμαχος αντίπαλος και εκφράστηκε δια της αποχής στις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου, υπήρξε ένας κώδωνας κινδύνου, ο οποίος ήχησε μεν, πλην, όμως, δεν έφθασε στα αυτιά εκείνων που επιβαλλόταν να τον ακούσουν.

Κάπως, έτσι, φθάσαμε στην ψυχρολουσία της 26ης Ιανουαρίου που μπορεί να πανικόβαλε την κυβέρνηση, αλλά, την ίδια ώρα, αιφνιδίασε την αντιπολίτευση στο σύνολό της. Και μόνο το γεγονός ότι ενόψει των σημερινών συλλαλητηρίων σπεύδουν η μια μετά την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις να λάβουν θέσεις, ενώ οι μαζικές συγκεντρώσεις του περασμένου μήνα εξελίχθηκαν σχεδόν ερήμην όλων τους, καταδεικνύει τη δυσκολία να εναρμονίσουν τα προτάγματά τους με τη βούληση της κοινωνίας.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα άλλοι φοβούνται και άλλοι ελπίζουν ότι τα σημερινά συλλαλητήρια θα «ρίξουν την κυβέρνηση». Και οι μεν και οι δε παραβλέπουν ότι στις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπως αναμφίβολα είναι η ελληνική Δημοκρατία, οι κυβερνήσεις ανατρέπονται με έναν και μόνον τρόπο: όταν χάνουν τη δεδηλωμένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Από την άλλη, ωστόσο, όταν εκατοντάδες χιλιάδες και ίσως εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν για πράξεις και παραλείψεις των θεσμών της Πολιτείας, είναι προφανές ότι αν δεν υπάρξουν άμεσες και ριζοσπαστικές διορθωτικές κινήσεις, η βλάβη την οποία θα υποστεί το κύρος και η υπόσταση της υφιστάμενης κυβερνητικής εξουσίας θα είναι ανήκεστος.

Τα παραδείγματα που το μαρτυρούν είναι αναρίθμητα, καθώς οι περισσότερες κυβερνήσεις επαναπαύονται στην «αγορά χρόνου» που βολεύει τα στελέχη τους, ακόμη όταν η κοινωνία είναι… αλλού.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Μια ιδέα «έξω από το κουτί»: Κι αν καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού;

    Η 26η Ιανουαρίου, η μέρα που εξελίχθηκαν τα μαζικά και ειρηνικά συλλαλητήρια για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αιφνιδιάζοντας τόσο την κυβέρνηση όσο και την αντιπολίτευση, υπήρξε αναμφίβολα ένα απολύτως καθοριστικό σημείο καμπής για τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις.

    Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σχεδόν ένα ολόκληρο μήνα τα «Τέμπη» μονοπωλούν την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή αντιστοιχείται από τις συζητήσεις στη Βουλή, την ιεράρχηση της ειδησεογραφίας στα μέσα ενημέρωσης και τον κατακλυσμό των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που είναι συχνά αυτά που στην εποχή μας δίνουν τον τόνο των κοινωνικών παλμών.

    Σε μια εποχή που στο διεθνές στερέωμα εκτυλίσσονται άνευ προηγουμένου ανακατατάξεις και ανατροπές σε γεωπολιτικό, κοινωνικοοικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο, η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί -βουβή και αποσβολωμένη- τους καθημερινούς τοξικούς καβγάδες που λαμβάνουν χώρα στην αίθουσα της Βουλής, στα τηλεοπτικά πλατό και στον άγριο κόσμο του Διαδικτύου.

    Ενόψει και των νέων συλλαλητηρίων που είναι προγραμματισμένα για την προσεχή Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο χρόνια από το τραγικό δυστύχημα, γινόμαστε μάρτυρες ενός ανελέητου blame game ανάμεσα σε όσους έχουν εδραία την πεποίθηση ότι εξαρχής στήθηκε ένα παιχνίδι συγκάλυψης των πραγματικών υπαιτίων της τραγωδίας και σε εκείνους που αντεπιτίθενται υποστηρίζοντας ότι επιχειρείται εργαλειοποίηση του πόνου των οικογενειών που έχασαν τους ανθρώπους τους αλλά και του συλλογικού τραύματος στο σώμα της κοινωνίας η οποία αισθάνεται άγχος και ανασφάλεια για τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό κράτος.

    Για πολυποίκιλους λόγους, που θέλουν χρόνο για να αναλυθούν διεξοδικά, αλλά είναι βέβαιο ότι σχετίζονται αφενός με τους χειρισμούς της συγκεκριμένης τραγικής υπόθεσης και αφετέρου με τις νοοτροπίες με τις οποίες γαλουχείται δεκαετίες τώρα η ελληνική κοινωνία, στο δίλημμα «συγκάλυψη ή εργαλειοποίηση» η κοινή γνώμη υιοθετεί συντριπτικά το «αφήγημα» της συγκάλυψης.

    Σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, επτά έως οκτώ στους δέκα Έλληνες -και ανάμεσά τους φυσικά μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα ψηφοφόρων της κυβερνητικής παράταξης- ενστερνίζονται την άποψη ότι δεν γίνονται όλα όσα απαιτούνται για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι μια εμπεδωμένη αντίληψη η οποία βρίσκει ισχυρό έρεισμα όχι μόνον στην εμπειρία που όλοι λίγο ως πολύ διαθέτουμε για τον τρόπο που απονέμεται η Δικαιοσύνη στη χώρα μας, αλλά και στα όσα διαμείβονται την τελευταία διετία γύρω από την τραγική υπόθεση των Τεμπών.

    Η πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία «βομβαρδίζεται» από έναν ένθεν κακείθεν καταιγισμό ουσιωδών ειδήσεων αλλά και ανούσιων πληροφοριών, δυσκολεύεται πολύ συχνά να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο, τον λογικό συνειρμό από τα παρανοϊκά σενάρια, την αλήθεια από τα fake news. 

    Όσο, όμως, και αν προβληματίζονται για τις θεωρίες συνωμοσίας που ανθούν και τις οποίες ενισχύουν οι καθυστερημένες ανευρέσεις κρίσιμου βιντεοληπτικού υλικού, εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αφορά τους πολίτες είναι το αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην κάθαρση του δράματος. Με τη διαφορά, όμως, πως στην παρούσα φάση τίποτε δεν προοιωνίζεται ότι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό από εκείνο που υπήρξε σε άλλες πολύκροτες υποθέσεις που συγκλόνισαν τους Έλληνες.

    Υπό αυτή τη συνθήκη, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι για πρώτη φορά σε αυτή την έκταση τα επικοινωνιακά αναχώματα που ύψωσε τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες η κυβέρνηση αποδείχθηκαν ανίσχυρα για να ανακόψουν τις αρνητικές εντυπώσεις που ρίχνουν βαριά σκιά στο πολιτικό προσκήνιο. 

    Η μια μετά την άλλη οι γραμμές άμυνας καταρρέουν, ενώ η οξύτητα της αντιπαράθεσης με τις πολιτικές δυνάμεις που προβάλλουν ως πιθανά εναλλακτικά σχήματα για τη διακυβέρνηση της χώρας τροφοδοτεί τον λεγόμενο «αντισυστημισμό» που γιγαντώνεται πλησιάζοντας τις επιδόσεις που είχε την περίοδο της μνημονιακής επέλασης.

    Την ίδια ώρα, η αχρείαστη «αντιδικία» κυβερνητικών ιθυνόντων με τους συγγενείς των θυμάτων μπορεί να πέρασε σε φάση ύφεσης μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι «μπροστά στην κυρία Καρυστιανού σκύβω το κεφάλι και αυτό πρέπει να κάνουν όλοι», πλην, όμως, δεν έπαψε να επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία. 

    Όσοι επώνυμα ή ανώνυμα πρωταγωνιστούν σε αυτές τις επιθέσεις αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα αυξάνουν, αντί να μειώνουν τον θυμό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ταυτίζεται με τα πρόσωπα των πενθούντων γονέων. Κι αυτό επειδή, ανάμεσα στα άλλα, ξορκίζουν έτσι τον φόβο και την αγωνία ότι θα μπορούσαν κι εκείνοι να έχουν χάσει προσφιλή τους άτομα.

    Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι σε καιρούς ριζικού αναθεωρητισμού, όπως είναι αυτοί που ζούμε, οι συμβατικές λύσεις αποδεικνύονται συνήθως αναποτελεσματικές. Η ελληνική, αλλά και η παγκόσμια ιστορία, διδάσκουν ότι σε τέτοιες εποχές μόνον κινήσεις και πρωτοβουλίες που υλοποιούν ιδέες «έξω από το κουτί» μπορεί να ανατρέψουν την προδιαγεγραμμένη πορεία προς τη φθορά.

    Την τελευταία φορά που εξετάστηκαν τέτοιες εκδοχές ήταν την κρίσιμη μνημονιακή διετία 2010-2011 που, όπως θύμισε στον γράφοντα πολιτικός που έζησε εκείνα τα γεγονότα, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου εξέτασε σοβαρά εισηγήσεις να απαντήσει στην αμφισβήτηση της πολιτικής του με προσφυγή στις κάλπες όταν ακόμη είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. 

    Την πρώτη φορά έκανε πίσω και δεν προκήρυξε εκλογές μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Και τη δεύτερη υπαναχώρησε στην «προσφορά» του προς τον Αντώνη Σαμαρά να μοιραστούν τις κυβερνητικές ευθύνες τον Ιούνιο του 2011 όταν οι πλατείες σε όλη τη χώρα είχαν καταληφθεί από τους «αγανακτισμένους».

    Το αποτέλεσμα ήταν να υποχρεωθεί ο κ. Παπανδρέου να εγκαταλείψει λίγους μήνες αργότερα την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματός του επωμιζόμενος ο ίδιος βάρη που δεν του αναλογούσαν, όπως και οι πολίτες και η χώρα δυσμενείς επιπτώσεις που πιθανότατα θα αποφεύγονταν αν σε εκείνες τις οριακές στιγμές είχαν επιλεγεί λύσεις πέραν της πεπατημένης.

    Με δεδομένο τον πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, στην προκειμένη περίπτωση η προσφυγή στις κάλπες δεν δείχνει να αποτελεί προοπτική διεξόδου από το αδιέξοδο που συνιστά η παγίδευση της πολιτικής ζωής στη μονοθεματική ενασχόληση με την τραγωδία των Τεμπών. 

    Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η αντιπολίτευση διστάζει να θέσει με ένταση ζήτημα εκλογών. Ίσως διότι έχει επίγνωση ότι θα χρειαστεί να πάμε στα εκλογικά τμήματα περισσότερες φορές για να προκύψει -αν προκύψει…- κυβερνητική πλειοψηφία.

    Στην παρούσα φάση και εφόσον η κυβέρνηση εννοεί ότι δεν έχει όντως να φοβηθεί απολύτως τίποτε από τη διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος και θα κάνει τα πάντα για να διαλευκανθούν όλες οι πτυχές του, μια (τρελή;) ιδέα «έξω από το κουτί» θα ήταν να καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού και ορισμένους ακόμη συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας για να τους διαβεβαιώσουν ότι η κυβέρνηση -και κατ΄ επέκταση η ελληνική Πολιτεία- είναι και θα είναι δίπλα τους, με κάθε τίμημα.

    Στο εύλογο ερώτημα για το αν γίνονται αυτά, που είμαι βέβαιος ότι έρχεται στα χείλη όλων, η απάντηση είναι μία: Γιατί όχι;

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Η πολιτική δεν είναι παίγνιο που παίζεται εν ου παικτοίς

 

Το πρωί της περασμένης Κυριακής «ανέβηκε», όπως σχεδόν κάθε Κυριακή,  στον λογαριασμό του πρωθυπουργού στο fakebook ο -κατά το Μέγαρο Μαξίμου- εβδομαδιαίος απολογισμός της κυβερνητικής δράσης.

«Καλημέρα! Άλλη μία εβδομάδα γεμάτη με πολλές κυβερνητικές δράσεις, αλλά και με σημαντικές επενδυτικές κινήσεις, ολοκληρώθηκε και είμαι εδώ για να τα μοιραστώ μαζί σας. Πρωτοβουλίες μεγάλες, αλλά και μικρές, που αλλάζουν την καθημερινότητα των πολιτών και δίνουν μια νέα δυναμική στη χώρα μας», εμφανιζόταν να γράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον πρόλογο ενός μακροσκελέστατου κειμένου που αριθμούσε ούτε λίγο ούτε πολύ 2.491 λέξεις.

Είναι απορίας άξιον ποιος έπεισε τον πρωθυπουργό ότι υπάρχει κοινό στο Διαδίκτυο έτοιμο να αφιερώσει χρόνο για να διαβάσει ένα τέτοιο «μακρυνάρι», το οποίο αντιστοιχεί σε ένα πυκνογραμμένο τετρασέλιδο μιας κλασσικής εφημερίδας. Κι ακόμη μεγαλύτερη είναι η απορία για το αν βρέθηκε κάποιος να του μεταφέρει τα καταιγιστικά επικριτικά σχόλια χρηστών που σωρηδόν προστίθεντο κάτω από την ανάρτηση αμέσως μόλις αυτή δημοσιεύθηκε. Σχόλια τα οποία δεν είχαν σχέση με το περιεχόμενο του αναρτημένου κειμένου, αλλά στην συντριπτική τους πλειονότητα αναφερόταν στις προγραμματισμένες για τις επόμενες ώρες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Αν το κυβερνητικό επιτελείο διέθετε τους απαραίτητους κοινωνικούς αισθητήρες θα είχε αντιληφθεί ότι το κλίμα που έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα δεν είναι κατάλληλο για να καλλιεργηθούν φλύαρες προπαγανδιστικές αναρτήσεις. Πολύ περισσότερο, θα είχε διαγνώσει την κυοφορία ενός πολυσήμαντου πολιτικού γεγονότος, όπως ήταν τα μαζικά λαϊκά συλλαλητήρια τα οποία πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα με απόλυτη τάξη και ηρεμία και, το σημαντικότερο, χωρίς κομματικά λάβαρα και τοξικές ύβρεις και κραυγές.

Μέσα σε λίγες ώρες η αυτάρεσκη βεβαιότητα ότι η κυβέρνηση είναι άτρωτη και πολιτικά κυρίαρχη, την οποία απέπνεε η κυριακάτικη πρωθυπουργική ανάρτηση, είχε εξαερωθεί και είχε δώσει τη θέση της στη διάχυτη ανησυχία για κοινωνική και πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης που αίφνης κατέλαβε το πρωθυπουργικό επιτελείο. Το απόγευμα της Κυριακής δεν είχε καμία σχέση με το πρωί της ίδιας μέρας.

Διότι, μπορεί να μην αποτελεί σύνηθες γεγονός να προκαλούνται τόσο έντονες πολιτικές εντυπώσεις από μια ειρηνική κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, όπως αυτή της περασμένης της Κυριακής, που υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να ανακρούσει πρύμναν, ομολογώντας δημόσια λάθη και αστοχίες στη διαχείριση μιας σημαντικής κρίσης, πλην, όμως, τα όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας τις τελευταίες ημέρες επιβεβαιώνουν όσους πιστεύουν ότι η πολιτική δεν είναι ένα παίγνιο που παίζεται εν ου παικτοίς.

Στην πολιτική, όπως και εν γένει στην ανθρώπινη ζωή, οι εξελίξεις τις περισσότερες φορές δεν είναι ευθύγραμμες. Οι ίδιοι ακριβώς χειρισμοί, που γίνονται σε διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, μπορεί να φέρουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Και όποιος δεν αντιλαμβάνεται αυτό τον άτυπο, πλην διαχρονικό, κανόνα βρίσκεται συνήθως προ εκπλήξεως. Όπως συνέβη με την κυβέρνηση, η οποία εξέλαβε ως γενικευμένη άφεση αμαρτιών το γεγονός ότι οι πολίτες μόλις λίγους μήνες μετά το φρικιαστικό δυστύχημα των Τεμπών έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία αυξημένα ποσοστά. Ενδεχομένως και επειδή, μεταξύ πολλών άλλων, πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις ότι θα χυνόταν άπλετο φως και θα τιμωρούνταν όσοι ενέχονταν στο έγκλημα που στοίχισε τη ζωή σε 57 νέους ανθρώπους και βύθισε στο πένθος τις οικογένειες τους.

Δύο χρόνια αργότερα, όμως, όχι μόνον δεν προχώρησε η διερεύνηση και ο καταλογισμός των ευθυνών, αλλά κάθε μέρα που περνούσε η κοινή γνώμη βομβαρδιζόταν με καταγγελίες για συγκάλυψη του εγκλήματος από τις επίσημες αρχές της Πολιτείας. Με όχημα την αλαζονεία, με την οποία τούς όπλισε το 41% των βουλευτικών εκλογών του 2023, στελέχη της κυβέρνησης προκαταλάμβαναν τα αποτελέσματα των συνεχιζόμενων ερευνών, αντιδικούσαν αδιάντροπα με τους χαροκαμένους γονείς των αδικοχαμένων θυμάτων και δεν έκαναν τίποτε ουσιαστικό για να πείσουν ότι κάτι άλλαξε μετά το δυστύχημα και δεν θα επαναληφθεί άλλη τέτοια τραγωδία.

Παρά το γεγονός ότι εδώ και καιρό -και σίγουρα από τις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου και εντεύθεν- υπήρχαν ηχηρά μηνύματα ότι είχε μειωθεί το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης, τα στελέχη της τελευταίας αγνοούσαν την πραγματικότητα, παρηγορούμενοι από τον ένθεν κακείθεν πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε την εξουσία το 2019 έχοντας εξασφαλίσει τη θετική προαίρεση ή και την ανοχή μιας αξιοσημείωτης μερίδας ψηφοφόρων που δεν ψήφιζαν ΝΔ. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργικής του θητείας κατά την οποία τόσο τα ποσοτικά όσο και τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων έδειχναν σταθερά ότι η απήχηση που απολάμβανε εξακολουθούσε να είναι ευρύτερη.

Αντιθέτως, σχεδόν σε όλες τις πρόσφατες έρευνες φαίνεται ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν τη συμπάθεια και τη στήριξη από περίπου το 1/3 των πολιτών, ενώ την ίδια ώρα έχουν απέναντι τους τα 2/3 της κοινωνίας. Ενδεικτικά και μόνον να αναφέρουμε ότι σε δημοσκόπηση της περασμένης εβδομάδας οι πολίτες σε ποσοστό 61% εξέφρασαν την πεποίθηση ότι τα πράγματα στη χώρα πηγαίνουν στη λάθος κατεύθυνση, έναντι μόνο του 31% που απάντησε ότι πηγαίνουν προς τη σωστή. Αντίστοιχα συμπεράσματα εξάγονται και από τα υπόλοιπα ευρήματα των μετρήσεων, οι οποίες, αν δεν εμφάνιζαν το δεύτερο κόμμα να απέχει αρκετά από την διεκδίκηση της πρωτιάς, είναι βέβαιο ότι θα έδιναν σήμα για επερχόμενη ανατροπή των συσχετισμών.

Τα συλλαλητήρια της περασμένης Κυριακής έδειξαν ότι η ελληνική κοινωνία δεν βολεύεται με το σημερινό status που παραπέμπει στο «δόγμα» σύμφωνα με το οποίο «ο τυφλός άρχει στους μονόφθαλμους». Οπότε, ή η κυβέρνηση θα ανοίξει το πεδίο της και θα ενσωματώσει στο πολιτικό της σχέδιο ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις ή θα υποστεί τις συνέπειες της κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης με την οποία την έφεραν αντιμέτωπη οι ολέθριοι χειρισμοί των στελεχών της στην υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών.

Κακά τα ψέματα, πολιτική ερήμην της (πλειοψηφίας της) κοινωνίας δεν νοείται!

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

«Ταμείο» στις 9 Ιουνίου

Πριν από τέσσερις εβδομάδες το -ανά Παρασκευή- κείμενο του υπογράφοντος σε αυτήν εδώ τη στήλη είχε τον τίτλο «Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς».

Αφορμή για τις συγκεκριμένες επισημάνσεις υπήρξε το κλίμα το οποίο επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην ελληνική κοινωνία -να είναι καλά ο μικρός μου φίλος, ο 15χρονος Κωνσταντίνος, που μου έδωσε το έναυσμα- καθώς συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στο οποίο έχασαν τόσο άδικα τις ζωές τους 57 συνάνθρωποί μας.

Μόνον όποιος ήταν κλεισμένος στον δικό του κόσμο ή φορούσε παρωπίδες είχε δυσκολία να αντιληφθεί ότι η κοινή γνώμη τελούσε σε κατάσταση «βρασμού» και, εξαιτίας των όσων είχαν μεσολαβήσει, φαινόταν να είναι ακόμη πιο εξοργισμένη από όσο ήταν τις πρώτες ώρες και μέρες της τραγωδίας. Κυβερνητικά στελέχη, εθελοτυφλώντας, μιλούσαν για «μπαγιάτικο θέμα». 

Ενώ τα γνωστά τρολ του Διαδικτύου ξιφουλκούσαν με φανατισμό εναντίον όσων υποστήριζαν ότι υπάρχουν ερωτήματα τα οποία, καλώς ή κακώς, χρήζουν πειστικών απαντήσεων, οι οποίες δεν δόθηκαν, κυρίως επειδή η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής δεν εκπλήρωσε τον ρόλο της, κατά βάση λόγω της αχαρακτήριστης στάσης που τήρησε η πλειοψηφία των μελών της.

Παρόλο που ήταν περισσότερο από φανερό ότι η συλλογική πληγή της τραγωδίας, όπως την βίωνε η ελληνική κοινωνία, παρέμενε ανοιχτή, οι εργασίες της κοινοβουλευτικής Επιτροπής έκλειναν άρον άρον, ενισχύοντας την εντύπωση για μεθοδευμένη απόπειρα συγκάλυψης και δίνοντας τροφή και επιχειρήματα σε κάθε λογής συνομωσιολόγους.

Εμφορούμενοι προφανώς και από την αλαζονεία του εκλογικού αποτελέσματος της περασμένης χρονιάς, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απαξίωσαν ακόμη και να παραστούν στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής στην οποία τέθηκε προς συζήτηση το «πόρισμα» της Εξεταστικής.

Οι δημοσκοπήσεις των αμέσως επόμενων ημερών δεν μπορούσαν παρά να καταγράψουν την σχεδόν πάνδημη δυσφορία με την οποία «εισέπραττε» η ελληνική κοινωνία τη συμπεριφορά των κυβερνώντων, οι οποίοι, ανεξαρτήτως προθέσεων, έστελναν προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι βασικό μέλημά τους ήταν να επιβληθεί σιωπητήριο στην υπόθεση. 

Οι συγγενείς των θυμάτων, όμως, αλλά και όσοι τους συνέδραμαν -για «συμφεροντολογικούς» και όχι μόνον λόγους-, δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστούν με αυτή τη στόχευση. 

Σε κάθε δημόσια παρουσία της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού, της χαροκαμένης μητέρας που με τόσο γενναία αξιοπρέπεια εκπροσώπησε και τους υπολοίπους συγγενείς, οι άλλοτε απόρθητες γραμμές της επικοινωνιακής άμυνας, που χάρασσε το κυβερνητικό επιτελείο, κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι.

Έτσι, πολύ πριν βρουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αφορμή από το -διόλου «αποκαλυπτικό»- δημοσίευμα του κυριακάτικου Βήματος περί «μονταζιέρας» για να υποβάλλουν την πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, είχε προηγηθεί η έντονη κοινωνική δυσπιστία για το που οδηγούσαν οι χειρισμοί της κυβέρνησης. Δυσπιστία η οποία, ας μην αυταπατώμεθα, ήρθε να προστεθεί σε ένα αρνητικό υπόβαθρο που συνθέτουν και άλλοι παράγοντες. 

Όπως, για παράδειγμα, οι δυσμενείς εξελίξεις στον οικονομικό τομέα με τις οξείες πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες που έλαβε τελευταία η κυβέρνηση χωρίς να επιδιώξει ή να πετύχει την ευρύτερη συναίνεση (καθιέρωση επιστολικής ψήφου, νόμος για τα μη κρατικά ΑΕΙ, κ.ά.).

Αλλά και μετά την υποβολή της αντιπολιτευτικής πρότασης, η αντίκρουση που επιχειρήθηκε με επιστράτευση της επιχειρηματολογίας για «οργανωμένα συμφέροντα που συνασπίζονται με την αντιπολίτευση για να πολεμήσουν την κυβέρνηση», δεν απεδείχθη επιτυχής, παρότι κάποιοι… βιαστικοί προέβλεπαν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα κατέληγε σε «μπούμερανγκ» για την αντιπολίτευση. 

Δεν είναι μόνον ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί κάνουν όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη να αναφωνούν ότι γινόμαστε «στο ίδιο έργο θεατές», ενθυμούμενοι τα αλήστου μνήμης «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και τους αξέχαστους «νταβατζήδες».

Είναι, πολύ περισσότερο, που εξαιτίας αυτού του «ιδεολογήματος», η κυβέρνηση απώλεσε δύο στελέχη της και στενότατους συνεργάτες του πρωθυπουργού, τον Σταύρο Παπασταύρου και τον Γιάννη Μπρατάκο, οι οποίοι παραιτήθηκαν επειδή υπέπεσαν στο ατόπημα (;) να παραστούν σε μια «κοινωνική εκδήλωση», κάτι που, ούτε σε ότι αφορά τους ίδιους, ούτε την πλειονότητα των συναδέλφων τους, είναι κάτι που δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. 

Ας μη γελιόμαστε, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί αυτής αλλά και κάθε άλλης κυβέρνησης δεν είναι κακό να πίνουν ποτά και να καπνίζουν πούρα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Αν αυτό δεν επηρεάζει την πολιτική την οποία ασκούν, οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι επιλήψιμο γεγονός.

Όπως και να έχει και επειδή η πολιτική πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αμέσως μετά την καρατόμηση των δύο συνεργατών του άδραξε την ευκαιρία για να διακηρύξει από το βήμα της Βουλής ότι «δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο». Πρόσθεσε ότι «στο τιμόνι του τόπου θα είναι αυτοί που τους ψηφίζουν οι πολλοί και όχι οι λίγοι ισχυροί». Και κατέληξε λέγοντας ότι «αν κάποιος εκδότης μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά στην πολιτική αρένα ο ίδιος». 

Η αλήθεια είναι ότι σε θεωρητικό επίπεδο δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος με αυτές τις επισημάνσεις. Στην πράξη, όμως;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου οι πολίτες με την ψήφο τους θα δώσουν απαντήσεις και θα γίνει «ταμείο» για όλα: για τα Τέμπη, για την ακρίβεια, για το Κράτος Δικαίου, για την ποιότητα διακυβέρνησης και την αξιοπιστία όλων όσοι διεκδικούν την ψήφο τους. 

Κοντός ψαλμός, λοιπόν!

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Θα απαντήσουν και στον οίκο Moody’s οι δικαστές;

 

Από την εποχή που ηγείτο της Δικαιοσύνης, αρχικά ως αρχισυνδικαλίστρια και κατόπιν ως πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ex officio υπηρεσιακή πρωθυπουργός, η… αξέχαστη Βασιλική Θάνου είχαμε να δούμε τους Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς να ξιφουλκούν κατά των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Για όσους ενδεχομένως δεν θυμούνται εκείνες τις «επικές» καταστάσεις, υπενθυμίζουμε ότι η αξιότιμη κυρία Θάνου αλληλογραφώντας με τον τότε πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον καλούσε (στις 13.2. 2015) να παρέμβει προς τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης (Τσίπρα-Καμμένου) «για να εξευρεθεί λύση, η οποία θα εξασφαλίσει την ανάπτυξη, χωρίς μέτρα λιτότητας…».

Λίγους μήνες μετά και ούσα πλέον στην κορυφή του Ανώτατου Δικαστηρίου έστελνε την επαύριο του ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιστολή προς τους Ευρωπαίους ομολόγους της ζητώντας τη συμβολή τους, «προκειμένου να βρεθεί λύση στο ελληνικό ζήτημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα και ευρωπαϊκό ζήτημα». Η Νέα Δημοκρατία, ως αξιωματική αντιπολίτευση που ήταν τότε, είχε ψέξει την κ. Θάνου για την πρωτοβουλία της χαρακτηρίζοντας την επιστολή της «πολιτική παρέμβαση, ανεπίτρεπτη για πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου».

Μετά βασάνων και κόπων, η ελληνική Δικαιοσύνη απηλλάγη από την παρουσία της κ. Θάνου, παρότι η ίδια έδωσε σκληρό αγώνα για να παρακαμφθεί το συνταγματικά οριζόμενο ηλικιακό όριο για την παραμονή της στο δικαστικό σώμα, συνεχίζοντας τη δημόσια παρουσία της ως πρωθυπουργική σύμβουλος και κατόπιν ως επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Φαίνεται, όμως, ότι η «παρακαταθήκη» της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου παραμένει ενεργή στα ανώτατα κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας.

Δεν εξηγούνται αλλιώς οι επανειλημμένες αντιδράσεις κορυφαίων θεσμικών και συνδικαλιστικών παραγόντων του δικαστικού κόσμου που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα. Το έναυσμα έδωσε τον περασμένο μήνα η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία συνεκλήθη με πρωτοβουλία της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Δικαστηρίου για να απαντήσει στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο οποίο γινόταν μια σειρά αρνητικές επισημάνσεις για το κράτος δικαίου στη χώρα μας. Με ισχυρή πλειοψηφία 49 μελών της Ολομέλειας του Δικαστηρίου που ψήφισαν υπέρ, έναντι 13 που διαφώνησαν, οι αρεοπαγίτες κατέληξαν ότι «τα αναφερόμενα στο Ψήφισμα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης».

Η άποψη της μειοψηφίας των 13 αρεοπαγιτών ότι το θέμα είναι που ήγειρε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι «πολιτικής φύσεως» και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, απερρίφθη άνευ επαίνων. Και κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στη συνέχεια η οποία δίνεται αυτές τις μέρες με τους εκπροσώπους του εγχώριου δικαστικού συστήματος να στηλιτεύουν τα λεγόμενα της Λάουρα Κοβέσι, η οποία είναι από το 2020 η πρώτη Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας και αποτελεί ένα εμβληματικό πρόσωπο που απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση εξαιτίας του πολύχρονου αγώνα κατά της διαφθοράς που έδωσε νωρίτερα στην πατρίδα της, τη Ρουμανία.

Έχοντας στις αρμοδιότητες της τη διερεύνηση οικονομικών εγκλημάτων στην Ε.Ε., όπως για παράδειγμα απάτες στο ΦΠΑ, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη διαφθορά, η κ. Κοβέσι μιλώντας σε ελληνικά μέσα ενημέρωσης για την τραγωδία των Τεμπών, έπειτα από επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Ελλάδα, εξέφρασε την άποψη ότι θα είχε αποφευχθεί το μοιραίο δυστύχημα εάν είχε υλοποιηθεί εγκαίρως το έργο της τηλεδιοίκησης με τη περίφημη σύμβαση 717, που χρηματοδοτήθηκε με ευρωπαϊκούς πόρους.

Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, η ευρωπαϊκή εισαγγελία άσκησε ήδη ποινική δίωξη σε 23 δημόσιους λειτουργούς, αλλά, όπως είπε η Ρουμάνα εισαγγελέας, με βάση αυτά που ορίζει το ελληνικό σύνταγμα, «δεν καταφέραμε να διεξάγουμε την έρευνα σε βάρος πρώην υπουργών που ήταν ενδεχομένως ύποπτοι για την υπόθεση».

Η ίδια, μεταφέροντας εμπειρία από τη δική της χώρα, ανέφερε: «Είχαμε και μια αντίστοιχη περίπτωση στη Ρουμανία, μια παρόμοια τραγωδία και γνωρίζω καλά ότι πρόκειται για τραύμα και αυτού του είδους το τραύμα δεν μπορεί να επουλωθεί χωρίς την απονομή δικαιοσύνης».

Για να καταλήξει: «Αυτή η ασυλία δεν θα έπρεπε να υπάρχει και θα έπρεπε να μας επιτραπεί να ολοκληρώσουμε την έρευνα μας. Γιατί τώρα με τον τρόπο που εξελίσσεται η έρευνα, είναι σαν να προσπαθείς να πνίξεις ένα ψάρι, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι ένα ψάρι δεν πνίγεται».

Δεν προκάλεσε εντύπωση που ο -διόλου εγκρατής όταν πρόκειται να υπερασπιστεί την κυβερνητική γραμμή- υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης υποστήριξε ότι πρέπει να κινηθούν διαδικασίες… αποπομπής της Ευρωπαίας εισαγγελέως. Είναι άλλωστε ίδιον των Ελλήνων πολιτικών -γνωστή ήδη από τις καταγγελίες των υπουργών της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή για τους… «χαμηλόβαθμους υπαλλήλους» των Βρυξελλών που τους κατέρριψαν τον νόμο για τον λεγόμενο «βασικό μέτοχο»- να επικαλούνται κατά το δοκούν το λεγόμενο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Τις ίδιες μέρες, άλλωστε, που με επίκληση του ενωσιακού δικαίου περνούσε από τη Βουλή ο νόμος για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, τα οποία το Σύνταγμά μας ρητά απαγορεύει, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες θέλουν να απαγορεύσουν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς την έρευνα για το που κατέληξαν τα χρήματα του κοινοτικού προϋπολογισμού που δόθηκαν για τους ελληνικούς σιδηροδρόμους.

Εντύπωση, όμως, προκάλεσε ότι, εκτός από την κυβέρνηση,… παρεξηγήθηκαν και οι Έλληνες δικαστές με όσα είπε η Ευρωπαία συνάδελφός τους και έτσι αισθάνθηκαν την ανάγκη να της απαντήσουν δικαστικές ενώσεις αλλά και η ηγεσία του Αρείου Πάγου. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κατελόγισε στην κ. Κοβέσι «υπέρβαση κατά πολύ των αρμοδιοτήτων» και έκανε λόγο για προσβολή της «θεσμικής αυτονομίας των κρατών-μελών της Ε.Ε.».

Ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι επί της ουσίας δίκιο οι θεσμικοί και συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι του δικαστικού κόσμου να ξιφουλκούν κατά του Ευρωκοινοβουλίου ή της Ευρωπαίας εισαγγελέως, το παράδοξο είναι ότι δεν επέδειξαν αντίστοιχη ευαισθησία για το γεγονός ότι λοιδορείται η χώρα, εξαιτίας του απαρχαιωμένου συστήματος απονομής δικαιοσύνης στο οποίο πρωταγωνιστούν οι ίδιοι και έχει ως αποτέλεσμα τις τεράστιες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων και φθάνει στα όρια της αρνησιδικίας.

Με αποφάσεις τόσο των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, όσο συνηθέστερα και δικών τους, αφού έχουν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι αυθεντικοί ερμηνευτές του Συντάγματος, οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς είναι οι πιο καλοπληρωμένοι λειτουργοί του ελληνικού Δημοσίου. Παρά ταύτα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ο «μεγάλος ασθενής» στην εγχώρια δημόσια διοίκηση.

Όποιος το αμφισβητεί δεν έχει παρά να διατρέξει την πρόσφατη έκθεση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος προβάλει ως έναν από τους λόγους για τους οποίους δεν αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας την υστέρηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Έχουν, άραγε, γι΄ αυτή την έκθεση κάποιο σχόλιο οι δικαστές μας;

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς


Ο 15χρονος Κωνσταντίνος είναι ένας πολύ επιμελής μαθητής που φοιτά σε δημόσιο Γυμνάσιο μιας μεσοαστικής περιοχής της πρωτεύουσας και όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν σταθερά και με άποψη απέναντι στους συμμαθητές του που ήθελαν να κάνουν κατάληψη για να… χάσουν μάθημα.

Την περασμένη Τετάρτη, όμως, που συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την τραγωδία των Τεμπών, ο Κωνσταντίνος πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια να αποφασίσουν οι συμμαθητές του αποχή από τα μαθήματα ώστε να διαμαρτυρηθούν επειδή καθυστερεί η απονομή δικαιοσύνης για τον άδικο χαμό των 57 συνανθρώπων μας που θυσιάστηκαν στο συγκλονιστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα της αποφράδας 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Ο νεαρός πρωταγωνιστής της ιστορίας μας δεν πτοήθηκε από τις απειλές της διευθύντριας του σχολείου του ότι θα τιμωρηθεί με αποβολή. Ως επιμελής που, όπως προείπαμε, είναι, επικαλέστηκε τον υφιστάμενο κανονισμό με τα δικαιώματα των μαθητών και η διευθύντρια υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας του μαθητή της και να αποσύρει τις απειλές.

Το συγκεκριμένο περιστατικό είναι απολύτως αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως των νεότερων γενιών το τραύμα τόσο από αυτή καθεαυτή την τραγωδία των Τεμπών, όσο, ενδεχομένως και πολύ περισσότερο, από τους μετέπειτα χειρισμούς της επίσημης Πολιτείας, είτε αυτή εκφράζεται από την καθ΄ έξιν βραδυπορούσα ελληνική Δικαιοσύνη, είτε από τη χρόνια παθογένεια του εγχώριου πολιτικού συστήματος το οποίο για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων και υποτάσσει τα πάντα στον βωμό των μικροκομματικών υπολογισμών.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς από εκείνους που θεωρούν ότι η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να αποδίδεται εν θερμώ και χωρίς ενδελεχή μελέτη των στοιχείων που συνθέτουν κάθε υπόθεση, για να μη θυμώνει με το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό μιας άλλης υπόθεσης που συγκλόνισε την κοινωνία μας, όπως ήταν η τραγωδία με την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, από την οποία μας χωρίζουν σχεδόν έξι ολόκληρα χρόνια.

Ούτε απαιτείται να είναι κάποιος προκατειλημμένος για την «ποιότητα» του πολιτικού συστήματος μας για να αναγνωρίσει ότι τα πρόσωπα που επελέγησαν για να διευθύνουν τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής που συγκρότησε η Βουλή για να διερευνήσει το δυστύχημα των Τεμπών ήταν παντελώς ακατάλληλα για να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο. Όσο και αν ισχύει ο αποκαρδιωτικός ισχυρισμός ότι «σπανίως οι Εξεταστικές της Βουλής συνέβαλαν ουσιωδώς στη διαλεύκανση των υποθέσεων τις οποίες κλήθηκαν να διερευνήσουν», στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα υπήρξαν χειρότερα από κάθε άλλη φορά.

Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει έστω και για λίγο τις εργασίες της Επιτροπής διαπίστωνε εύκολα την προκατάληψη από την οποία διακατέχονταν το προεδρείο και η πλειοψηφία των μελών της. Χρησιμοποιώντας συχνά ακόμη και αγοραίες εκφράσεις, οι οποίες μόνον κοινοβουλευτικό ύφος δεν απέπνεαν, συμπεριφέρονταν με τρόπο που μαρτυρούσε κραυγαλέα πρόθεση για συγκάλυψη των ευθυνών που βαρύνουν τους πραγματικούς υπαίτιους.

Το γεγονός ότι μπορεί να υπήρξαν προκλήσεις και εκ μέρους κάποιων από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, επ΄ ουδενί δεν δικαιολογεί την απροκάλυπτη διάθεση για άρον άρον ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής χωρίς να περιγραφούν και να αποτυπωθούν στα πρακτικά οι αναμφισβήτητες πολιτικές ευθύνες που οδήγησαν στην ανείπωτη τραγωδία.

Προς τι, άραγε, η σπουδή των κυβερνητικών βουλευτών να τελειώσουν όλα το συντομότερο; Και που, αλήθεια, κατέτεινε ο αποκλεισμός μαρτύρων τους οποίους, καλώς ή κακώς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θεωρούσαν κρίσιμους; Και αν ήταν τόσο δύσκολο να το αντιληφθούν οι ίδιοι θερμοκέφαλοι (αν)εγκέφαλοι της Επιτροπής, γιατί δεν βρέθηκε κάποιος από την κυβέρνηση να τους το πει;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, βοηθούντων και των προσεγγίσεων που έκαναν οι βασικοί αντίπαλοί τους, οι οποίοι, κακά τα ψέματα, απεδείχθησαν υπέρ του δέοντος «ερασιτέχνες», οι ιθύνοντες του επικοινωνιακού μηχανισμού της κυβέρνησης κατέγραψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια αναρίθμητες επιτυχίες. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, σε όλες τις πολιτικές συγκρούσεις της τελευταίας πενταετίας, κέρδιζαν κατά κράτος στο πεδίο των εντυπώσεων.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι το επικοινωνιακό επιτελείο, το οποίο επέλεξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να τον πλαισιώσει, υπήρξε ο αναμφισβήτητος νικητής σε όλες τις κρίσεις και τις μοιραίες πολιτικές συγκρούσεις με τις οποίες αυτές συνοδεύτηκαν από το 2019: από τη διαχείριση της πανδημίας και των ελληνοτουρκικών κρίσεων έως τους αμφιλεγόμενους χειρισμούς στην Παιδεία, στην Υγεία και στο μεγάλο πρόβλημα της ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων, το πρόσημο για την κυβέρνηση ήταν θετικό, ακόμη και όταν ήταν εμφανείς οι παλινωδίες και τα πισωγυρίσματα.

Χωρίς να είναι συγκρίσιμα μεγέθη, ακόμη και η πρόσφατη διελκυστίνδα γύρω από τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, που προκάλεσε τη μήνη του συντηρητικού εκλογικού κοινού της κυβερνητικής παράταξης, μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί λιγότερο επώδυνη για την κυβέρνηση όσο από τις αρχές δεν δίνονται ξεκάθαρες και πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με την τραγωδία των Τεμπών. Όπως, ενδεικτικά:

1. Ποιος, για παράδειγμα, και γιατί αποφάσισε να μπαζωθεί ο τόπος μαρτυρίου των 57 συνανθρώπων μας που έχασαν τόσο άδικα τη ζωή τους; Όσο και αν ο πολίτης Κώστας Αγοραστός έχει νόμιμο δικαίωμα να σιωπά, επειδή είναι κατηγορούμενος, ο τέως περιφερειάρχης που είναι πολιτικός, ο οποίος τόσο απλόχερα στηρίχθηκε από την κυβέρνηση, έχει υποχρέωση να πει όλη την αλήθεια.

2. Ποιο πραγματικά ήταν το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας που συγκρούστηκε με το μοιραίο επιβατηγό τρένο το οποίο βρέθηκε στην λάθος γραμμή και προκάλεσε την έκρηξη; Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ερώτημα έθεσαν από την πρώτη ώρα εγνωσμένοι συνωμοσιολόγοι, οι επίσημες αρχές είχαν και έχουν υποχρέωση να απαντήσουν αναλυτικά.

Το 41% που έλαβε η ΝΔ στις τελευταίες εκλογές δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι ούτε για τη σιωπή του τέως περιφερειάρχη κ. Αγοραστού ούτε για την αμετροέπεια του προέδρου της Εξεταστικής Επιτροπής, «γαλάζιου» βουλευτή Δημήτρη Μαρκόπουλου.

Διότι ο δικαιολογημένος θρήνος όχι μόνον των συγγενών των θυμάτων, αλλά και της μεγάλης πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας, που ταυτίζεται μαζί τους, δεν τιθασεύεται και ούτε χειραγωγείται από επικοινωνιακούς χειρισμούς. Όσο «επαγγελματικοί» και αν είναι. Και όσο αποτελεσματικοί και αν έχουν αποδειχθεί σε άλλες περιπτώσεις.

Όποιος το αμφισβητεί, μπορώ να τον παραπέμψω στον νεαρό φίλο μου, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος υπερασπίστηκε το δικαίωμα του να απέχει για πρώτη φορά από τα μαθήματά του επειδή πιστεύει ότι κάποιοι δεν θέλουν να αποδοθεί Δικαιοσύνη στην τραγωδία των Τεμπών.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

«Η κόλαση είναι οι… άλλοι» ή «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»

Όταν το 2014 ο Σταύρος Θεοδωράκης πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το «Ποτάμι», έναν μετριοπαθή πολιτικό σχηματισμό που έστελνε μηνύματα καταλλαγής απέναντι στην αφόρητη οξύτητα που είχε δημιουργήσει η μνημονιακή επέλαση, οι ένθεν κακείθεν φανατικοί ξιφουλκούσαν εναντίον του, καταμαρτυρώντας του τα μύρια όσα, κυρίως μέσα από την ανωνυμία του Διαδικτύου.

Σφοδρότεροι επικριτές του ήταν οι τότε επελαύνοντες προς την εξουσία φίλοι και οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που δεν εννοούσαν να χωνέψουν τον πιθανολογούμενο κίνδυνο ότι ίσως έχαναν τα λάφυρα που προσδοκούσαν να τους επιφέρει η επερχόμενη εκλογική νίκη. 

Παρά ταύτα, μάλλον αφελώς σκεπτόμενος, ο Θεοδωράκης έτρεφε την αυταπάτη ότι μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν είχε αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα τον προτιμούσε ως κυβερνητικό εταίρο.

Φυσικά, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Με τους οποίους, άλλωστε, μοιράζονταν πολύ περισσότερα από όσα κοινά θα μπορούσε να βρει ο Τσίπρας στους «ποταμίσιους».

Με τον Καμένο μοιράζονταν πρωτίστως τις λαϊκίστικες διακηρύξεις περί κατάργησης του Μνημονίου «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Αλλά και την ασύμμετρη μισαλλοδοξία εναντίον των μνημονιακών «εχθρών», χωρίς τους οποίους δεν θα είχαν έρεισμα ύπαρξης ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι ΑΝΕΛ.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε και μετά την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2015 που ακολούθησε την μεγάλη κωλοτούμπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι χωρίς αιδώ μετέτρεψαν σε «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος, υπογράφοντας το τρίτο και δυσμενέστερο Μνημόνιο.

Ο Θεοδωράκης ανέμενε και πάλι ματαίως πρόσκληση από την Κουμουνδούρου. Η οποία δεν ήρθε ποτέ αφού ο συνεταιρισμός Τσίπρα - Καμμένου είχε ακόμη πολύ μέλλον μπροστά του.

Έπρεπε να έρθει η ώρα να περάσει από τη Βουλή η διαβόητη Συμφωνία των Πρεσπών και να κορυφωθούν τα τσαλίμια του αρχηγού των ΑΝΕΛ για να αναγνωρίσει ο Τσίπρας τη χρησιμότητα του «Ποταμιού». 

Επιφυλάσσοντας στο κόμμα του ρόλο ανταλλακτικού δεκανικιού στην καταρρέουσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο επικεφαλής του «Ποταμιού» επιτάχυνε την προϊούσα φθορά στην οποία είχε μπει ο φέρελπις σχηματισμός που είχε ιδρύσει πέντε χρόνια νωρίτερα.

Η συνέχεια ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη. Ο Τσίπρας εξαργύρωσε πολιτικά τα όποια οφέλη θα μπορούσαν να υπάρξουν από μια Συμφωνία, όπως υπογράφηκε στις Πρέσπες με τις ευλογίες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Ενώ ο Θεοδωράκης επιφορτίστηκε μόνον με ζημία, η οποία μάλιστα απεδείχθη τόσο μεγάλη ώστε να τερματιστεί πολύ άδοξα η πολιτική διαδρομή την οποία διέγραψε το «Ποτάμι».

Η όψιμη αναγνώριση της καλής του διάθεσης από τους παλαιούς σφοδρούς επικριτές του δεν διέσωσε τον πολιτικό Σταύρο Θεοδωράκη. Οπότε, η επιστροφή του εκεί που το ταλέντο του ήταν αδιαμφισβήτητο, δηλαδή στη δημοσιογραφία και στις πετυχημένες τηλεοπτικές εκπομπές μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε, ήταν μοιραία εξέλιξη για εκείνον.

Εξίσου μοιραία, όμως, είναι, όπως φάνηκε, και η επανάληψη των χυδαίων επιθέσεων εναντίον του την οποία εξαπέλυσε ένας ολόκληρος στρατός διαδικτυακών χουλιγκάνων μόλις έγινε γνωστό ότι πήρε συνέντευξη από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την τραγωδία των Τεμπών. 

Μπορεί τα λάφυρα της εξουσίας να μην είναι τόσο ορατά όσο ήταν πριν από οκτώ χρόνια, δεν παύουν όμως να ανεβάζουν την αδρεναλίνη όσων τα ορέγονται.

Πριν καν μεταδοθεί η εκπομπή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν κατακλυσθεί από ρυπαρές αναρτήσεις ανώνυμων και επώνυμων τρολ για υποτιθέμενο «ξέπλυμα του Μητσοτάκη». Λες και ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να βασανίζει τον συνομιλητή του για να ομολογήσει και δεν περιορίζεται στην υποβολή ερωτήσεων και ο συνεντευξιαζόμενος κρίνεται από τις απαντήσεις που δίνει. 

Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την μετάδοση της εκπομπής, αλλά τα περισσότερα από όσα γράφηκαν μαρτυρούσαν ότι η πλειονότητα των επικριτών δεν την είχαν δει.

Το πιο εξοργιστικά ενδιαφέρον, ωστόσο, ήταν ότι όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης διευκρίνισε πως ανάλογη εκπομπή είχε συμφωνήσει να κάνει και με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, οι φίλοι του τελευταίου -και ανάμεσα τους και δημοσιογράφοι που παριστάνουν τους επαγγελματίες!- εξεμάνησαν, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν τον πρώην πρωθυπουργό να μην ανταποκριθεί στο αίτημα του δημοσιογράφου.

Τέτοια είναι η… δημοκρατικότητα και η… δεοντολογική προσήλωση που χαρακτηρίζει μια πλειάδα συμπολιτών μας οι οποίοι, κατά τα άλλα, κήδονται δήθεν του κύρους της χώρας και τάχατες εξεγείρονται επειδή μια οργάνωση, η οποία εμφορείται από τις ίδιες με εκείνους ιδέες, έχει κατατάξει την Ελλάδα στην 108η θέση από την άποψη της ελευθερίας της ενημέρωσης.

Δεν μπορώ να προβλέψω αν τελικώς ο κ. Τσίπρας θα δώσει συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη. Αν κρίνω από την κατάληξη που είχε η «σύγκρουση» του με τον Παύλο Πολάκη, εκτιμώ ότι θα ενδώσει στις απαιτήσεις του οπαδικού στρατού του και πιο συγκεκριμένα όλων εκείνων που επέβαλαν την επιστροφή στο ψηφοδέλτιο των Χανίων του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας. Χωρίς φυσικά ο αποκληθείς και «αψύς Σφακιανός» να μεταμεληθεί ή να αναιρέσει στο παραμικρό τη στοχοποίηση όσων ο ίδιος θεωρεί ότι αντιστρατεύονται τον ισοπεδωτικό λαϊκισμό και την ολοκληρωτική αντίληψη που χαρακτηρίζουν τον ίδιο και -δυστυχώς- το πολυπληθές ακροατήριό του.

Το γεγονός ότι αμέσως μετά το συγχωροχάρτι το οποίο εξασφάλισε ο Πολάκης, τη σκυτάλη της στοχοποίησης όσων δεν συμφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε -αδαπάνως, μέχρι στιγμής- ο «πολύς» Απόστολος Γκλέτσος, συνιστά τρανή απόδειξη ότι το εγχείρημα της υποτιθέμενης στροφής Τσίπρα προς το Κέντρο μπήκε στη ναφθαλίνη. 

Το τζίνι της τοξικής εχθροπάθειας έχει βγει από το μπουκάλι και κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο και ασύδοτο.

Ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος είχε πολύ παραστατικά περιγράψει τέτοιες καταστάσεις με τη μνημειώδη ρήση σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι… άλλοι». 

Ενδεχομένως, αν ζούσε στην Ελλάδα του 2023 και καλείτο να περιγράψει τον κυκεώνα μέσα στον οποίο θα διανύσουμε τη δίμηνη προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας κατά πάσα πιθανότατα θα αναφωνούσε ότι «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»…

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Μήπως οι μετρήσεις μάς δείχνουν μεγάλο συνασπισμό;

Όταν ο έμπειρος και καταξιωμένος αναλυτής Θωμάς Γεράκης της γνωστής εταιρίας ερευνών Marc ανέλαβε το επαγγελματικό ρίσκο να δημοσιοποιήσει την πρώτη μέτρηση με τις διαθέσεις των Ελλήνων, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ήταν αρκετοί οι δημοσιολογούντες που έσπευσαν να του επιτεθούν με ανοίκεια μέσα και χαρακτηρισμούς που δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αγγελιαφόρος γίνεται στόχος, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που η «είδηση» που μετέφερε επιβεβαιώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο πανηγυρικά. Αμέσως μετά την έρευνα της Marc, η μια μετά την άλλη, οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως δίνουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τα ίδια ευρήματα. 

Σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις έρευνες καταγράφεται ο θυμός των πολιτών που προκαλεί υποχώρηση της δύναμης της κυβερνητικής παράταξης η οποία φθάνει μεν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας επταετίας, πλην, όμως, δεν στερείται την πρωτιά.

Όπως, επίσης, κατέδειξαν και οι επόμενες έρευνες που διενήργησαν η GPO, η ΜRΒ, η Prorata, η Pulse και η Metron Analysis, τις απώλειες της ΝΔ δεν τις καρπώνονται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει «ακίνητος», ούτε το ΠΑΣΟΚ το οποίο βολοδέρνει στο φάσμα μεταξύ του μονοψήφιου και του διψήφιου ποσοστού. 

Καλώς ή κακώς, οι πολίτες φαίνεται να χρεώνουν τις ευθύνες για το δυστύχημα σε όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες δεν θεωρούνται άμοιρες ευθυνών.

Έτσι, άλλωστε, εξηγείται γιατί οι διαρροές ψήφων από τη Νέα Δημοκρατία κατευθύνονται είτε προς τη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο», στην οποία αθροίζονται άκυρα, λευκά και αναποφάσιστοι, είτε προς τους μικρότερους σχηματισμούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ενισχύονται, αλλά ουδείς εξ αυτών σε βαθμό που να προοιωνίζεται συνθήκες ανατροπής του διαμορφωμένου εδώ και χρόνια σκηνικού.

Με άλλα λόγια και σε πείσμα των κάθε λογής συνωμοσιολόγων, που τα βρίσκουν όλα στημένα και προσυνεννοημένα, οι μετρήσεις εν γένει αποτυπώνουν λίγο ως πολύ τις ίδιες τάσεις. 

Οι εταιρίες, οι οποίες στην αρχή της πανδημίας έδειχναν την κυβερνητική παράταξη να προηγείται με σχεδόν είκοσι μονάδες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτυπώνουν τώρα προβάδισμα ψαλιδισμένο στις τρεις με τέσσερις μονάδες, που με τις αναγωγές μπορεί να φθάνει το πολύ έως τις επτά.

Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξάγεται από το πρόσφατο δημοσκοπικό κύμα είναι ότι έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα ανούσιων αμφισβητήσεων και άγονων αντιπαραθέσεων, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αρχίζουν να συμφιλιώνονται με την αυτονόητη παραδοχή ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής» και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν «εντολές γραμμένες στις πλάκες του Μωυσή». 

Όταν αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι δημοσκοπήσεις.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από τα αριθμητικά δεδομένα των μετρήσεων τα οποία, σε τούτη τουλάχιστον τη φάση, καταγράφουν την αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης τόσο κατ΄ εφαρμογήν του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στην επερχόμενη κάλπη, όσο και με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση και η ισχύς του οποίου θα ξεκινήσει από την μεθεπόμενη κάλπη.

Οι επιδόσεις των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) είναι τέτοιες που, αν δεν αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα, στη φάση της απλής αναλογικής, δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον πήχη της κυβερνητικής αυτοδυναμίας (151 βουλευτές) ούτε το άθροισμα των εδρών που αναμένεται να λάβουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ούτε η πρόσθεση των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25, ακόμη και αν το τελευταίο περάσει, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μετρήσεις, καταφέρει να περάσει το κατώφλι του 3% που δίνει εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση.

Παρόλο που στην παρούσα φάση, οι φανατικοί -και όχι μόνον- όλων των πλευρών το ξορκίζουν, είναι βέβαιο ότι το βράδυ της ημέρας κατά την οποία θα εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία, το σενάριο της συνεργασίας θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο εφόσον τα αποτελέσματα της κάλπης προσομοιάζουν με αυτά που δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις. 

Άλλωστε, ακόμη και αν προκύψει αυτοδυναμία, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οριακή, τόσο μετά την πρώτη όσο και μετά την δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Με την ενισχυμένη αναλογική, για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα για να διαθέτει 151 βουλευτές θα πρέπει να ξεπεράσει το 37,5% των ψήφων. Πόσο σταθερή, όμως, θα είναι μια τέτοια κυβέρνηση; Ας το αναλογιστούν τα στελέχη και οι οπαδοί της ΝΔ που ενδεχομένως δυσκολεύονται να δουν το κόμμα τους να μοιράζεται τα «λάφυρα» της εξουσίας. Και ας το σκεφθούν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως όσοι εξ αυτών δεν επιθυμούν απλώς να πάρουν τη ρεβάνς.

Μετά και τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα, η εμπιστοσύνη των πολιτών στις μονοκομματικές κυβερνήσεις φαίνεται να μειώνεται.

Ταυτόχρονα, η στροφή προς το Κέντρο και την ήπια προεκλογική αντιπαράθεση που δείχνει να κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τις τελευταίες εβδομάδες παίρνει αποστάσεις από τον «πολακισμό», διευκολύνει τον διάλογο για την εξεύρεση ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος ικανού να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον.

Άλλωστε, οι περιπτώσεις του Ισραήλ και της Βουλγαρίας που την τελευταία διετία οδηγούνται σε ατέρμονες εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς να επιτυγχάνουν κυβερνητική σταθερότητα, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγή. 

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, τόσο από τις διεθνείς όσο και από τις εγχώριες εξελίξεις, το αίτημα για συνεννόηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων γίνεται επιτακτικότερο από ποτέ.

Γι΄ αυτό και ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, δηλαδή η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποκλείεται a priori. Καθώς πλέον οι διαφορές που χωρίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι -εξαιρουμένων των φιλοδοξιών για την ανάληψη θώκων- τόσο μεγάλες, μοιραία η προοπτική της συνεργασίας τους θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων.

Αν οι συζητήσεις αυτές ευοδωθούν, πολλά πράγματα είναι δυνατόν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μπορεί τα ένθεν κακείθεν άκρα να φρυάξουν, πλην όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα θα αποτελέσει πολύ σύντομα μια υπαρκτή πραγματικότητα που θα απογειώσει την ελληνική οικονομία και θα ανακουφίσει την ελληνική κοινωνία η οποία βιώνει ακόμη δυσκολίες που ορθώθηκαν στον δρόμο της εξαιτίας της μνημονιακής επέλασης.

Αν ρωτάτε πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, προσωπικά δεν τρέφω μεγάλες αυταπάτες. Γι΄ αυτό και η απάντηση που δίνω είναι απλή: από λίγο έως ελάχιστα. Αλλά ποιος μας εμποδίζει να ελπίζουμε και να προσδοκούμε το καλύτερο;

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Πόσες φορές ακόμη θα αποδειχθούμε Επιμηθείς;

Δεν νομίζω ότι απαιτούνταν ιδιαίτερες γνώσεις κοινωνικής ψυχολογίας, επικοινωνίας και πολιτικού μάρκετινγκ για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του σοκ από το οποίο κατελήφθη η μέση ελληνική οικογένεια από την πρώτη στιγμή που έγιναν γνωστές οι συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στο φρικιαστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Χωρίς να υποτιμώ τη χρησιμότητα των ειδικών, θεωρώ ότι μόνον όποιος προσεγγίσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο σκέπτεται, δρα και συμπεριφέρεται η ελληνική κοινωνία μπορούσε να διαγνώσει την συλλογική οδύνη, το βαθύ πένθος και την εκτεταμένη οργή που προκάλεσε στην πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών ο άδικος χαμός τόσων νέων ανθρώπων.

Σε μια περίοδο κατά την οποία στο συλλογικό υποσυνείδητο είχε αρχίσει να δημιουργείται η εντύπωση ότι αφήνουμε σιγά σιγά πίσω μας τις μεγάλες δοκιμασίες της μνημονιακής εποχής, η απροσδόκητη (;) σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών ήρθε να γκρεμίσει τον μύθο ότι αλλάξαμε σελίδα και αρχίσαμε να γράφουμε τις πρώτες σελίδες της νέας ευρωπαϊκής κανονικότητας που (οι περισσότεροι τουλάχιστον) νοιώθουμε την ανάγκη ότι μας αξίζει να ζήσουμε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημαντικότερη επίπτωση που επέφερε στο συλλογικό γίγνεσθαι το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών ήταν η ανασφάλεια την οποία σκόρπισε σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, σε συνδυασμό με την ταύτιση την οποία ένοιωσαν πολλοί συμπολίτες μας με την απερίγραπτη θλίψη όσων έχασαν τους ανθρώπους τους και είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Άλλωστε, το τρένο θεωρούνταν, καλώς ή κακώς, μέχρι την αποφράδα 28η Φεβρουαρίου το πιο ασφαλές μεταφορικό μέσο, ακόμη και από όσους δεν το χρησιμοποιούσαν. Πολύ περισσότερο για τους γονείς πολλών νέων παιδιών που έχασαν τη ζωή τους στο αδιανόητο δυστύχημα οι οποίοι τους παρότρυναν να το πάρουν επειδή προεξοφλούσαν ότι θα τους τηλεφωνούσαν να τους πουν ότι έφθασαν ασφαλείς στον προορισμό τους.

Γι΄ αυτό και η απόπειρα να δικαιολογηθούν εκ των υστέρων οι πολύ πρόσφατες διαβεβαιώσεις του αρμόδιου υπουργού περί της ασφάλειας του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, που τόσο τραγικά διαψεύστηκαν, όχι μόνον δεν γίνεται ανεκτή, αλλά -δικαιολογημένα μάλλον- εξοργίζει ακόμη περισσότερο την ήδη θυμωμένη κοινή γνώμη.

Έτσι που ήρθαν τα πράγματα και ανεξάρτητα από το μερίδιο ευθύνης που επιμερίζει ο καθένας ανάμεσα στο μοιραίο ανθρώπινο λάθος και στα χρόνια συστημικά προβλήματα, τα οποία αναδείχθηκαν από τη πολυαίμακτη σύγκρουση των συρμών, οι πολίτες απαιτούν ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση. Δεν θέλουν μισόλογα και απεχθάνονται την κυνικότητα για την ανομολόγητη παραδοχή περί του μοιραίου και αναπότρεπτου.

Οι κυνικοί ισχυρισμοί, εξάλλου, του τύπου ότι «ξέραμε την αλήθεια, αλλά δεν την λέγαμε, διότι ο κόσμος δεν θα έμπαινε στα τρένα», όχι μόνον δεν καταλαγιάζουν τον φόβο και την αβεβαιότητα για το τι μπορεί να μας επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά εκτοξεύει στα ύψη την ανασφάλεια των πολιτών καθώς ο καθένας ευλόγως αναρωτιέται σε πόσους άλλους τομείς ισχύει το ίδιο, οι αρμόδιοι το κρύβουν και απλώς λόγω συγκυριών και καλής… τύχης δεν είχαμε αντίστοιχα αποτελέσματα.

Μπορεί η κυβέρνηση να τρέχει πλέον και να μη… φθάνει στην προσπάθεια να διορθώσει τις πάμπολλες παθογένειες στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών (συμβάσεις που δεν υλοποιούνταν, κόντρες εργολάβων, προσωπικό που δεν αξιολογούνταν, υλικά που λεηλατούνταν, κ.ά.), η εύλογη απορία που εκφράζεται από μια μεγάλη μερίδα των πολιτών είναι σε πόσους άλλους τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής τα πράγματα δουλεύουν κατά τον ίδιο τρόπο.

Για να το διατυπώσω πιο παραστατικά με ένα ερώτημα: Πόσες φορές ακόμη θα αποδειχτούμε «Επιμηθείς» και θα χρειαστεί να τρέχουμε εκ των υστέρων για να διορθώσουμε πράγματα και καταστάσεις που όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να αλλάξουν αλλά δεν προχωράμε στην αλλαγή τους επειδή είτε δεν μπορούμε είτε δεν θέλουμε να θίξουμε τα διαπιστωμένα και αρρήτως συνομολογούμενα κακώς κείμενα;

Κάθε φορά που σχετικοποιούνται οι κανόνες και δεν τηρούνται τα πρωτόκολλα ασφαλείας οποιοσδήποτε νοήμων αντιλαμβάνεται ότι αυξάνονται οι πιθανότητες να συμβεί κάτι απρόοπτο, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες θα είχε αποφευχθεί. 

Χωρίς διάθεση για κινδυνολογία, θέλω να αναφερθώ σε ένα και μόνο πρόσφατο παράδειγμα, θυμίζοντας τον συναγερμό που ήχησε τον περασμένο μήνα για την ανάγκη να γίνουν έλεγχοι στατικότητας στα δημόσια κτίρια της χώρας μας εξ αφορμής της καταστροφικής σεισμικής δόνησης που έπληξε την Τουρκία και τη Συρία.

Ένα μήνα μετά, υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν για να μη θρηνήσουμε θύματα εφόσον συμβεί και στη χώρα μας μια αντίστοιχη δόνηση; Δεν νομίζω. Και γι΄ αυτό το πιθανότερο είναι ότι την επόμενη φορά που θα έχουμε ένα ισχυρό χτύπημα του «Εγκέλαδου» στα δικά μας χώματα θα τρέχουμε ως άλλοι «Επιμηθείς» και οι αρμόδιοι θα επιχειρούν να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα. 

Φυσικά, επί των ερειπίων…

Υ.Γ.: Ο Επιμηθέας ήταν μυθολογικό πρόσωπο, που το όνομά του ταυτίστηκε με εκείνον που βγάζει τα συμπεράσματα μετά το γεγονός (ετυμολογία: επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά).

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Στις πόσες παραιτήσεις γινόμαστε κανονική χώρα;

Δικαιολογημένα μάλλον, προκαλεί πολλές συζητήσεις η παραίτηση του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή λίγες ώρες μετά το φρικτό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Παρόλο, όμως, που ήταν -κατ΄ εμέ, τουλάχιστον- μια κίνηση απολύτως επιβεβλημένη, με λύπη διαπιστώνει κανείς ότι οι ερμηνείες που της δίνονται ποικίλουν ανάλογα με τα κομματικά «γυαλιά» τα οποία φορούν οι περισσότεροι από όσους τη σχολιάζουν.

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι όλοι όσοι τις πρώτες ώρες ζητούσαν μετ΄ επιτάσεως να «πέσουν κεφάλια» και να υποβληθούν άμεσα παραιτήσεις, μόλις το «αίτημά» τους εκπληρώθηκε, άλλαξαν τροπάρι. 

Επειδή μάλλον είχαν προεξοφλήσει ότι θα ίσχυε η γνωστή πεπατημένη, σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα ουδείς παραιτείται, καθώς σχεδόν πάντα… «η κόλαση είναι οι άλλοι», οι πύρινες καταγγελίες κατά των «ανάλγητων» οι οποίοι «παραμένουν στις καρέκλες τους», έδωσαν τη θέση τους σε σχόλια για την υποκριτική στάση που υποκρύπτουν οι παραιτήσεις.

Στην αντίπερα όχθη, ωστόσο, εξίσου παράδοξη ήταν και η συμπεριφορά όλων εκείνων οι οποίοι εξαρχής ήθελαν να περιορίσουν το εύρος των ευθυνών για την πολύνεκρη τραγωδία στο ανθρώπινο λάθος ενός και μόνου ανθρώπου, του σταθμάρχη που δεν γύρισε κατά τον σωστό τρόπο το κλειδί το οποίο θα έβαζε στις κατάλληλες ράγες τους συρμούς των μοιραίων τρένων. 

Οι ίδιοι, λίγο ως πολύ, όταν ο Κώστας Καραμανλής είχε την πρόνοια να λάβει την αυτονόητη απόφαση να ζητήσει από τον πρωθυπουργό να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του, προτού, υπό το βάρος της κατακραυγής της κοινής γνώμης, οδηγηθεί στην υποχρεωτική καρατόμηση που με βεβαιότητα θα ακολουθούσε, άρχισαν να τον επαινούν ως να είχε πράξει κάτι το ηρωικό.

Κακά τα ψέματα, η στάση τόσο της μιας μερίδας των συμπολιτών μας όσο και της άλλης αποτελούν αδιάψευστα κριτήρια για τη μεροληψία και τον φανατισμό που ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας μας προσεγγίζει μεγάλα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις λειτουργίες των θεσμών της ελληνικής Πολιτείας αλλά και με τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον να τους υπηρετούν. 

Αν ο πολιτικός που παρεκτρέπεται είναι «δικός μας» είμαστε απολύτως ανεκτικοί μαζί του. Αν είναι της αντίπαλης παράταξης και υποπέσει στο ίδιο «αμάρτημα», δεν δυσκολευόμαστε να τον κατακεραυνώσουμε. Αντίστοιχα, αν ένας δικαστής βγάζει μια απόφαση, η οποία ευνοεί τις απόψεις και θέσεις μας, σπεύδουμε να τον αποθεώσουμε (σ.σ.: θυμηθείτε το περιλάλητο, πλέον, «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας»). 

Ενώ, όποιος έχει αντίθετη κρίση με όσα εμείς θεωρούμε «καλά και συμφέροντα», δεν έχουμε ιδιαίτερη δυσκολία να υπαινιχθούμε ότι ο λειτουργός της Θέμιδος που εξέδωσε την μη αρεστή απόφαση ήταν υποκινούμενος. 

Είναι, θεωρώ, βέβαιο ότι δεν έχουμε το αξιότερο πολιτικό δυναμικό ανάμεσα στις χώρες που επιλέγουν τους ταγούς με την ανοιχτή δημοκρατική λειτουργία της καθολικής και ισότιμης ψήφου.

Εξίσου βέβαιο πιστεύω πως είναι ότι δεν διαθέτουμε το πιο αξιόπιστο δικαστικό σύστημα στον δυτικό κόσμο που η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. 

Αν το διαθέταμε, άλλωστε, δεν θα ήταν τόσο εκτεταμένη η ατιμωρησία -και των πολιτικών, γιατί όχι;- που η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών συνομολογεί ότι επικρατεί στη χώρα. 

Παρόλο που πολλοί συμπολίτες μας καλύπτονται πίσω από το βολικό στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», προσωπικά συντάσσομαι με την άποψη που λέει «κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει». 

Από τη στιγμή που οι ηγεσίες προκύπτουν από την ψήφο των πολιτών, οι πολίτες δεν μπορεί να είναι ανεύθυνοι για τις επιλογές τους. Και όσο επιβραβεύουν πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν ευόρκως το καθήκον τους ή το ασκούν πλημμελώς, τόσο θα βλέπουν να διαιωνίζονται χρόνιες παθογένειες οι οποίες μπαίνουν κάτω από το χαλί που στρώνεται με προσχηματικές δικαιολογίες για «στραβές που έτυχαν στις βάρδιες τους».

Όπως και να έχει, η παραίτηση Καραμανλή ήταν το ελάχιστο που απαιτείτο να γίνει μετά τη φρικιαστική τραγωδία των Τεμπών. Όχι απλώς και μόνον για να εκτονωθεί η δικαιολογημένη οργή των πολιτών που δεν φορούν κομματικές παρωπίδες. Αλλά κυρίως για να εκπεμφθεί προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι όποιος δεν κάνει σωστά τη δουλειά του θα υφίσταται συνέπειες. 

Μπορεί ο παραιτηθείς υπουργός να μην ήταν ο μόνος υπαίτιος για το απερίγραπτο χάλι στο οποίο δεκαετίες έχουν καταδικαστεί οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, αλλά ήταν σίγουρα ένας από τους υπαιτίους. Και γι΄ αυτό δεν μπορούσε να παραμείνει ούτε στιγμή παραπάνω στον θώκο του.

Αρκεί, άραγε, η παραίτησή του για να πούμε ότι η Ελλάδα μετετράπη αίφνης σε μια κανονική χώρα; Μια χώρα στην οποία όλοι όσοι έχουν ταχθεί να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (πολιτικοί ταγοί, δικαστικοί λειτουργοί, στελέχη και υπάλληλοι της Δημόσιας Διοίκησης) λογοδοτούν, αξιολογούνται και ενίοτε παραιτούνται; Προφανώς όχι. Η αρχή όμως έγινε και ο επόμενος, που δεν θα κάνει καλά τη δουλειά του, θα ξέρει ότι ο πήχης της ευθύνης έχει μπει κάπως ψηλότερα.

Με άλλα λόγια, θα χρειαστούν πολλές ακόμη παραιτήσεις για να αλλάξουν κατεστημένες νοοτροπίες δεκαετιών. Ας ελπίσουμε ότι οι αλλαγές αυτές θα επέλθουν με λιγότερο επώδυνο τρόπο για την κοινωνία μας από αυτόν που οδήγησε στην παραίτηση του υπουργού Μεταφορών. 

Οι επόμενοι ας παραιτηθούν χωρίς να μεσολαβήσει -ποτέ ξανά!- μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία.