Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Ποιός…. τρολλάρει ποιον στην κυβέρνηση;



«Αντέχει τούτος ο παλιότοπος…», ήταν η προσφιλής επωδός ενός  –μακαρίτη πλέον- πολιτικού της δεκαετίας του 80, ο οποίος ήταν γνωστός μεταξύ των συναδέλφων του για την σκωπτικά θυμόσοφη διάθεση με την οποία αντιμετώπιζε πρόσωπα και καταστάσεις.
Ο μπάρμπα – Τάσος (ας αποκαλύψουμε μόνον το μικρό του όνομα και ας αφήσουμε το επώνυμο του για τον ιστορικό του μέλλοντος) κατέφευγε στη συγκεκριμένη επωδό κάθε φορά που γινόταν λόγος για κάποια πολιτική παραδοξότητα ή ένα κοινοβουλευτικό συμβάν που έκανε εντύπωση ή προκαλούσε συζητήσεις οι οποίες τις περισσότερες φορές έμεναν στο επίπεδο του «κουτσομπολιού», καθώς οι παρεκτροπές εκείνης της εποχής μοιάζουν, συγκριτικά με όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας, με… αθώα πταισματάκια.
Το τελευταίο διάστημα, ενθυμούμενος τον μπάρμπα - Τάσο, αναρωτιέμαι συχνά πόσο ακόμη μπορεί να αντέξει τούτος ο (ας το πω κομψά…) τόπος. Διότι εκεί που λες ότι «ως εδώ ήταν, πιάσαμε πάτο, δεν έχει παρακάτω», αίφνης σκάει κάτι άλλο στην επικαιρότητα που σε υποχρεώνει να παραδεχθείς ότι «όχι, δεν τελειώσαμε, έχει κι άλλα σκαλοπάτια στου κακού τη σκάλα…».
Με αυτές τις σκέψεις άκουγα πριν από κάποιες ώρες στο ραδιόφωνο αξιωματούχο του μεγαλύτερου κυβερνώντος κόμματος –για την ακρίβεια τον εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στο Κοινοβούλιο, βουλευτή Μεσσηνίας Θανάση Πετράκο- να εκστομίζει πράγματα από εκείνα που, αν δεν είσαι ο ίδιος αυτήκοος μάρτυς, αδυνατείς να πιστέψεις ότι ειπώθηκαν στα σοβαρά και με γνώση της γήινης πραγματικότητας. 
«Πρέπει να προβληματιστούμε όλοι μας», ήταν η προτροπή που απηύθυνε ο κ. Πετράκος προς τον καθένα εξ ημών όταν ρωτήθηκε για το κύμα των καταλήψεων στο οποίο έχουν επιδοθεί οι αποκαλούμενοι «αντιεξουσιαστές» που διαμαρτύρονται απαιτώντας να προωθηθούν άμεσα ριζικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, καθώς και στη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος.
«Όπως καταλαβαίνετε, αυτό είναι καλό η ΕΥΠ να το κοιτάξει», συμπλήρωσε ο ΣΥΡΙΖΑίος αξιωματούχος. «Τυχαία είναι όλα αυτά; Δεν ξέρω αν είναι ξένος ή εσωτερικός δάκτυλος, γιατί να είναι ξένος;», διερωτήθηκε ακολούθως για να καταλήξει λέγοντας ότι ο ίδιος προβληματίζεται ιδιαιτέρως και «δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα».
Τί ήταν εκείνο που έκανε τον κ. Πετράκο να μην μπορεί, κατά την έκφρασή του, να αποκλείσει τίποτε; Την απάντηση έδωσε αναφέροντας ότι καταλήψεις από τις ίδιες ομάδες –οι οποίες εισέβαλαν σε πανεπιστημιακούς χώρους και στο προαύλιο του Κοινοβουλίου- έγιναν σε γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και στο «Κόκκινο», τον κομματικό του ραδιοσταθμό. 
Αφού, όμως, αποκλείει την ανάμειξη ξένου δάκτυλου, τότε γιατί, αλήθεια, ζητάει την επέμβαση της ΕΥΠ; Τί, άραγε, μπορεί να κάνει η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών; Να προβεί σε παρακολουθήσεις; Και ποιους να παρακολουθήσει; Τη νεολαία, ίσως, του ΣΥΡΙΖΑ που, με ανακοίνωσή της, εξέπεμψε «απαγορευτικό» στην επέμβαση της Αστυνομίας στους κατειλημμένους πανεπιστημιακούς χώρους; Ή μήπως την πρόεδρο της Βουλής η οποία βρήκε απολύτως φυσιολογική τη διαμαρτυρία εντός του περιβόλου του κοινοβουλευτικού Μεγάρου; 
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι θα συνέβαινε αν ο νυν διοικητής της ΕΥΠ (ο οποίος, ευτυχώς, τυγχάνει να είναι σοβαρός άνθρωπος), έπαιρνε τοις μετρητοίς τις ιδεοληπτικά σχιζοφρενικές προτροπές του κ. Πετράκου. Και τούτες τις κρίσιμες, από πολλές απόψεις, ώρες και μέρες, προσανατόλιζε την υπηρεσία του, αντί για την προάσπιση της εξωτερικής ασφάλειας της χώρας, στην αναζήτηση «εσωτερικού εχθρού», αναβιώνοντας καταστάσεις που όλοι θέλουμε να ελπίζουμε ότι έχουν μπει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Το δυστύχημα είναι ότι σε βερμπαλισμούς, όπως αυτοί του κ. Πετράκου, περί δήθεν «εσωτερικής υπονόμευσης», καταφεύγουν και αρκετοί άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Στο στόχαστρο μπαίνουν κυρίως τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Από κοντά, όμως, ακολουθούν και όσοι δεν δηλώνουν απόλυτη πίστη στα λεγόμενα της κυβερνητικής εξουσίας, όπως εκφράζονται από τα απανωτά non paper που έχουν γίνουν του… συρμού, τείνοντας να υποκαταστήσουν τη δημοσιογραφία που ξέραμε.
Επειδή, πάντως, η επικοινωνία δεν μπορεί να καλύπτει συνεχώς και αδιαλείπτως την έλλειψη σχεδίου, στο έργο στο οποίο είμαστε θεατές κυριαρχούν οι σουρεαλιστικές καταστάσεις. Με πρωταγωνιστές κυβερνητικά στελέχη τα οποία, κατά την έκφραση της εποχής, … αλληλοτρολλάρονται ή και… αυτοτρολλάρονται. Τι λέτε; Είχε δίκιο ή άδικο ο μπαρμπα-Τάσος που «επένδυε» στην (ανεξάντλητη) αντοχή του… παλιότοπου;

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Ώρα για αλήθειες



            Ένα πολυνομοσχέδιο με πανσπερμία άσχετων μεταξύ τους διατάξεων, ένα κατεπείγον νομοσχέδιο που ψηφίστηκε άρον – άρον με αποτέλεσμα από την επομένη μέρα να χρειάζεται αλλαγές και μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου – «αχταρμάς» για να διορθωθούν ημαρτημένα και να καλυφθούν «τρύπες», είναι τα μοναδικά στοιχεία που συνθέτουν το μέχρι στιγμής νομοθετικό έργο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ.
            Μοιάζει με απόλυτη ειρωνεία, αλλά αποτελεί απτή πραγματικότητα ότι η συνεισφορά της δίμηνης -«πρώτη φορά Αριστερά» με ολίγη (;) από… Ακροδεξιά- διακυβέρνησης εξαντλείται σε τρία στοιχεία από εκείνα που, τόσο κατά τις προεκλογικές υποσχέσεις όσο και κατά τις μετεκλογικές εξαγγελίες, αποκλειόταν με κάθε κατηγορηματικότητα ότι θα συμβούν μετά τις 25 Ιανουαρίου. Και σα από φάρσα όχι μόνον συνέβησαν, αλλά συνέβησαν μόνον αυτά και τίποτε άλλο.
            Πέρα, όμως, από τους ανέξοδους βερμπαλισμούς του πρόσφατου αλλά και του παλαιότερου παρελθόντος, δεν είναι δα και… προς θάνατον αυτές οι -μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας- θεσμικές παρεκτροπές. Όταν μια χώρα βρίσκεται υπό τις έκτακτες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η Ελλάδα, ιδίως τους τελευταίους μήνες και περισσότερο τούτες τις τελευταίες εβδομάδες που το μαρτύριο της σταγόνας με τη ρευστότητα του δημοσίου και των τραπεζών κορυφώνεται, όλα μπορεί να επιτραπούν.
Αν παραβλέψει κανείς ότι φαινόμενα αυτού του είδους μαρτυρούν παντελή έλλειψη ουσιαστικής προγραμματικής προετοιμασίας, κατά τα λοιπά, και τα πολυνομοσχέδια δικαιολογούνται και τα επείγοντα νομοσχέδια μπορεί να συγχωρεθούν. Ακόμη και οι… επάρατες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου μπορεί να γίνουν ανεκτές.
            Αντιθέτως, εκείνο που δεν δικαιολογείται, δεν γίνεται ανεκτό και, πιθανότατα, δεν θα συγχωρεθεί στους σημερινούς κυβερνώντες, είναι η παραπλάνηση που επιχειρείται με τη μεθοδευμένη άρνηση να πάνε προς ψήφιση στη Βουλή την περιβόητη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου την οποία συνομολόγησαν με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για να παραταθεί το προηγούμενο πρόγραμμα και να ανοίξει ο δρόμος ώστε να εκταμιευθούν τα χρήματα που είναι απολύτως απαραίτητα για να συνεχίσει να διατηρείται στη ζωή η ελληνική οικονομία.
            Η προσπάθεια να παρακαμφθεί το Κοινοβούλιο με μια ολιγόλεπτη προσχηματική συζήτηση, δεν ανταποκρίνεται στην κρισιμότητα των στιγμών. Και, επίσης, δεν αντιστοιχεί στην απαίτηση για σεβασμό των θεσμών αλλά και της λαϊκής ετυμηγορίας η οποία καταδίκασε τους προηγούμενους και έδωσε την εξουσία στους σημερινούς κυβερνώντες.
            Αν, όντως, είναι πεπεισμένοι ότι έπραξαν και εξακολουθούν να πράττουν το σωστό, αν θεωρούν ότι διαπραγματεύτηκαν και συνεχίζουν να διαπραγματεύονται επ΄ ωφελεία του δημοσίου συμφέροντος, δεν μπορούν να παίζουν «κρυφτούλι» με την ελληνική Βουλή και συνακόλουθα με τον ελληνικό λαό, του οποίου υποτίθεται ότι επιζητούν τη στήριξη σε ευρύτερη κλίμακα από το ποσοστό εκείνων που τους ψήφισαν στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές.
            Πώς, αλήθεια, περιμένουν να πείσουν τους ψηφοφόρους, τους δικούς τους, αλλά και τους άλλους, αν αποφεύγουν τη Βουλή επειδή εκτιμούν ότι δεν μπορούν να πείσουν τους κυβερνητικούς βουλευτές; Και στο τέλος – τέλος για πόσο θα μπορεί να συμβαίνει αυτό; Αργά ή γρήγορα, όλα μαζί ή χωριστά, τα συμφωνημένα με τους εταίρους και δανειστές της χώρας θα πρέπει με κάποιον τρόπο –πολυνομοσχέδιο, κατεπείγον νομοσχέδιο ή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου- να πάρουν τη μορφή νομοθετικής πρωτοβουλίας και να εγκριθούν από το Κοινοβούλιο.
Τί θα αλλάξει, άραγε, με την καθυστέρηση που παίζουν ή με τις ασάφειες που συντηρούν; Μέχρι στιγμής το μόνο που αλλάζει -και αλλάζει επί τα χείρω- είναι οι ήδη άσχημες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας η οποία κινδυνεύει ανά πάσα με ξαφνικό θάνατο ως αποτέλεσμα της σχεδόν απόλυτης πιστωτικής ασφυξίας που μας έχουν επιβάλει οι Ευρωπαίοι εταίροι. Και που, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να το κάνουν όσο η ελληνική κυβέρνηση δεν παραδέχεται στο εσωτερικό της χώρας εκείνα που με βούλες και υπογραφές έχει συνομολογήσει στο εξωτερικό. Εκείνα, έστω, που αναγνώρισε δημοσίως ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν βρέθηκε ενώπιος ενωπία με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Η κολοβή, έστω, συζήτηση που με χίλια βάσανα αποφάσισε η κυβέρνηση να γίνει στη Βουλή μπορεί να αποτελέσει την αρχή για να ειπωθούν τα πράγματα όπως πραγματικά έχουν. Και όχι όπως θα θέλαμε να έχουν ο καθένας από μας και προπάντων οι κυβερνώντες. Τώρα είναι η ώρα να ακουστούν οι αλήθειες. Και να διαλυθούν οι πολύχρονες αυταπάτες. Για το που πραγματικά βρισκόμαστε. Και που πάμε.
Γιατί τα ψέματα δεν είναι μόνον ότι έχουν κοντά ποδάρια. Είναι και που πλέον κοστίζουν ακριβά.  

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Η ενημέρωση στην εποχή του Κατρούγκαλου



            Το ανέκδοτο με τον... στριμωγμένο Σοβιετικό πολίτη, ο οποίος, βλέποντας να διαψεύδονται οι προβλέψεις για τη συνέπεια άφιξης των κομμουνιτικών συρμών του μετρό, που τον ντρόπιασε στα μάτια του Αμερικανού ανταγωνιστή του, αντέδρασε προβάλλοντας το... επιχείρημα “κι εσείς γιατί βασανίζετε τους μαύρους;”, είναι, πιστεύω, γνωστό στους περισσότερους.
            Το θυμήθηκα πολλές φορές αυτές τις μέρες διαβάζοντας και ακούγοντας τα στερεότυπα (δήθεν) επιχειρήματα με τα οποία στελέχη αλλά και φίλοι των συγκυβερνώντων κομμάτων προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα στις καταγγελίες για τα... αντιμνημονιακά “εργολαβικά” του αναπληρωτή υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Γιώργου Κατρούγκαλου.
            “Γιατί τώρα;”, ήταν το δήθεν αθώο ερώτημα που με προφανή δαιμονολογική διάσταση υποβαλλόταν ως εισαγωγή στη βαριά καταγγελία περί της σκοτεινής συνωμοσίας που εξυφάνθηκε με στόχο να αποτύχει η συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τη Γερμανίδα Άνγκελα Μέρκελ. Χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζεται αν οι -αντεθνικώς δρώντες- συνωμότες προέρχονταν ή όχι από τις τάξεις των (παλαιότερων ή των νεότερων, άραγε;)... μερκελιστών.
            “Τό ήξεραν από μέρες ο Γεωργιάδης με τον Βορίδη”, είναι ο αμέσως επόμενος  ισχυρισμός που διατύπωναν όσοι ήθελαν να αποφύγουν την ουσία της συζήτησης για το κατά πόσο οι... αγωνιστές κατά του Μνημονίου αμείβονταν με ποσοστά. Και επειδή κι αυτό δεν φαινόταν να κάνει και τόσο μεγάλη εντύπωση, για να εκτραπεί η κουβέντα πετούσαν κι ένα “ναι, αλλά δεν είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα ότι ο Βορίδης ως κυβερνητικός βουλευτής είχε αναλάβει συνήγορος των επιχειρηματιών που πρωταγωνίστησαν στο σκάνδαλο της Energa”.
            Το σουρεαλιστικό της υπόθεσης είναι ότι οι ίδιοι που -σωστά, ίσως- θεωρούν έγκλημα καθοσιώσεως την ανάληψη της υπεράσπισης από κυβερνητικό βουλευτή κατηγορουμένων που είναι σε αντιδικία με το δημόσιο (υπόθεση Βορίδη – Energa), δεν βρίσκουν τίποτε το επιλήψιμο στη δράση ευρωβουλευτή, ο οποίος, ενώ διεκδίκησε την ψήφο των πολιτών για να αγωνιστεί κατά του... επονείδιστου μνημονίου, συνήπτε εργολαβικά με εργαζομένους στο δημόσιο για ποσοστιαία αμοιβή από τις διεκδικήσεις τους.
            Το χειρότερο όλων, όμως, δεν είναι ούτε η ακραία συνωμοσιολογία, με την οποία,άλλωστε, έχτισαν καριέρα πολλοί από τους σημερινούς κυβερνώντες. Ούτε η σουρεαλιστική μονομέρεια που κάνει αρκετούς εξ αυτών να δυιλίζουν των κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλο, καταφεύγοντας σε επιχειρήματα του τύπου “κι εσείς βασανίζετε τους μαυρους”.
            Εκείνο που περισσότερο από όλα εντυπωσιάζει στην προκειμένη περίπτωση είναι οι ευθείες, όσο και γενικευμένες, απειλές κατά των μέσων εμημέρωσης που εκτοξεύονται από όσους κυβερνητικούς, αυτόκλητοι ή όχι, αισθάνονται την ανάγκη να τοποθετηθούν αν η επαγγελματική δραστηριότητα του κ. Κατρούγκαλου, πριν αλλά και μετά την υπουργοποίησή του, εκτός από νόμιμη, είναι και ηθική.
            Τι σχέση, άραγε, έχει η -δίκαιη ή άδικη- κριτική για τα εργα και τις ημέρες ενός κυβερνητικού στελέχους με τις άδειες των καναλιών που 25 χρόνια τώρα δεν χορηγούνται; Και πως, άραγε, σχετίζεται το δημοσίευμα μιας εφημερίδας με τα συσσωρευμένα χρέη με τα οποία βαρύνονται τα περισσότερα -πλην “ΘΕΜΑτος”- εγχώρια μέσα ενημέρωσης; 
            Η ώρα της εξυγίανσης στον χώρο της ενημέρωσης έχει σημάνει από πολύ καιρό. Το τεράστιο αυτό ζήτημα, όμως, που αφορά τις άδειες, τα χρέη, τα πνευματικά δικαιώματα και τόσα άλλα, δεν μπορεί να συγχέεται με το αν τα μέσα καταπίνουν αμάσητη την κυβερνητική προπαγάνδα ή αν ασκούν κριτική για πράξεις και παραλείψεις της εξουσίας και των ανθρώπων της. 
            Ας μην ξεχνούν, άλλωστε, οι σημερινοί κυβερνώντες τα παθήματα των προακατόχων τους. Και, αν έχουν αμφιβολίες, ας αποτανθούν στα τόσο φιλικά προς εκείνους στελέχη της καραμανλικής διακυβέρνησης για να τους πληροφορηθούν την κατάληξη που είχαν τα κουτοπόνηρα σχέδια για τον περιβόητο “βασικό μέτοχο”.
            Στην εποχή του διαδικτύου, ειδικά, ας μην τρέφουν αυταπάτες ότι, συντηρώντας το άθλιο καθεστώς της ομηρίας που δημιούργησαν οι προηγούμενοι, θα καταφέρουν να καθυποτάξουν ολοκληρωτικά την ενημέρωση και θα επιβάλουν την ομοιόμορφη δημοσιογραφία των non paper η οποία καταχρηστικά ασκείται το τελευταίο δίμηνο.           
            Αν είναι στις προθέσεις τους να βάλουν τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και αν αισθάνονται σίγουροι ότι όντως αυτό θέλουν να κάνουν, ας νομοθετήσουν τώρα που διαθέτουν το απαραίτητο πολιτικό κεφάλαιο, θεσπίζοντας κανόνες με γνώμονα τη διαφάνεια και αφήνοντας κατά μέρος τις απειλές οι οποίες, εν είδει δαμόκλειας σπάθης, επισείονται.
            Το ότι το έκαναν και οι άλλοι, όπως προοιωνίζονται οι αντιδράσεις στην υπόθεση με το “Κατρούγκαλος gate”, που θυμίζουν εκείνη του Σοβιετικού από το γνωστό ανέκδοτο με το οποίο ξεκινήσαμε, δεν είναι λόγος για να συνεχιστεί το φαινόμενο. Είναι λόγος για να τερματιστούν και να μην επαναληφθούν.
            Γι΄ αυτό και οι πιέσεις στο παρασκήνιο, για να μην αναδειχθούν αστοχίες, ή οι συνεννοήσεις κάτω από τα τραπέζι, για να διαστραφούν πραγματικότητες, αργά ή γρήγορα, θα έρθουν στο φως. Και θα γίνουν μπούμερανγκ. Που θα πλήξουν, όπως και στο παρελθόν, θανάσιμα όλους όσοι αλλαζονικά νομίζουν ότι έχουν τον έλεγχο των πάντων.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Πανάκριβα δίδακτρα για αμφίβολη μάθηση



            Πάνω που ετοιμάζεται κανείς να πάρει βαθιά ανάσα, εκφράζοντας ανακούφιση για τη διαφαινόμενη συνάντηση της νεοφώτιστης κυβέρνησης με την πραγματικότητα, συμβαίνει κάτι και η διάχυτη εντύπωση του αποκαρδιωτικού “δεν μας σώζει τίποτε...” επανέρχεται για να διαλύσει κάθε προσδοκία ότι πλησιάζει το τέλος της ατέρμονης δοκιμασίας που βιώνουμε.
            Εκεί που, εξαντλώντας όλη την καλή προαίρεση, την οποία μπορεί να έχει κάποιος που δεν αρέσκεται στο χοντρό δούλεμα, λες “καινούργιοι είναι, που θα πάει, θα μάθουν...”, διαπιστώνεις αίφνης ότι τα... δίδακτρα που απαιτείται να καταβληθούν είναι πανάκριβα και το αποτέλεσμα της μάθησης προδιαγράφεται ως απολύτως αμφίβολο.  
            Χρειάστηκε, για παράδειγμα, να παρέλθει ένας ολόκληρος μήνας από την περιώνυμη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και να μεσολαβήσουν δεκάδες ερ(εθ)ιστικές  συνεντεύξεις του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη σε διεθνή μέσα ενημέρωσης για να αποφασίσει η ελληνική κυβέρνηση να αντιδράσει στον αργό θάνατο στον οποίο με βεβαιότητα οδηγείται η ελληνική οικονομία, εξαιτίας, από τη μια, της δικαιολογημένης φυγής κεφαλαίων από τις εγχώριες τράπεζες και, από την άλλη, της πιστωτικής ασφυξίας που ομοθυμαδόν μας επεφύλαξαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
            Γιατί, άραγε, έπρεπε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να αφήσει όλον αυτόν τον χρόνο να περάσει για να αναλάβει να συντάξει τη λίστα των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, όπως του υπέδειξε το περίφημο ευρωπαϊκό “διευθυντήριο”, στο οποίο, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, κατέφυγε τις προηγούμενες μέρες; Που πήγαν αλήθεια οι... όρκοι πίστης στην ισοτιμία των ευρωπαϊκών χωρών και στην “Ευρώπη των λαών”; Και με ποιο ηθικό ανάστημα θα διαμαρτυρηθούμε για την μονοκρατορία των Γερμανών όταν στις επόμενες συνεδριάσεις του Eurogroup ή όποιου άλλου ευρωπαϊκού οργάνου οι Έλληνες αντιπρόσωποι θα βρεθούν απομονωμένοι;
            Από τα πολύ μεγάλα, λοιπόν, όπως είναι οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για την παραμονή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή τροχιά, ως τα σχετικά μικρότερα καθημερινά ζητήματα, η εικόνα του απαράσκευου και αλαζονικού μικρομεγαλισμού που αποπνέει το κυβερνητικό σχήμα είναι, λίγο ως πολύ, ίδια. Το εμβληματικό moto του “πρώτη φορά...” το οποίο με κάθε ευκαιρία προβάλλεται κινδυνεύει να μεταβληθεί στο πιο σύντομο ανέκδοτο της εποχής μας. 
            Επιδερμικά χοντροκομμένοι επικοινωνιακοί χειρισμοί που μαρτυρούν αδιαφορία για την ουσία των πραγμάτων και τις επιπτώσεις από πράξεις, όπως οι απειλές για... κατακλυσμό της Ευρώπης από τζιχαντιστές, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας, ή και παραλείψεις, όπως η εξαγγελθείσα πολιτική έναντι των κάθε είδους ταραξιών που χρειάστηκε να φθάσουν ως την πόρτα του γραφείου και τον περίβολο της οικίας του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για να επιτραπεί στην Αστυνομία να πράξει το αυτονόητο.
            Επικίνδυνοι πειραματισμοί, αδιανόητες προχειρότητες και ασυγχώρητη έλλειψη επεξεργασμένων θέσεων σε καίρια ζητήματα, όπως είναι η Παιδεία, που ως πρώτο μέλημα επελέγη η... πάταξη της αριστείας, ή το Μεταναστευτικό, όπου κατά απολύτως εξωθεσμικό τρόπο υπαγόρευε πολιτική ένα πρόσωπο, η κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου, που μόλις το περασμένο Σάββατο... κατάφερε να ορκιστεί και ας ελπίσουμε να μην ανατρέψει την ήδη ανατραπείσα πολιτική της, αρχίζοντας να αφήνει και πάλι ασύδοτους τους παράνομους μετανάστες που έχουν αρχίσει ξανά να συλλαμβάνουν οι αστυνομικές αρχές...
            Ας είναι, όμως. Αν επρόκειτο πραγματικά να μάθουν από τις δοκιμές που κάνουν, έστω “στου κασίδη το κεφάλι”, χαλάλι τους, που λέει ο λόγος. Μικρό το κακό, αν έστω και τώρα αντιληφθούν, π.χ., ότι η άρνηση πληρωμής φόρων από έχοντες είναι αντικοινωνική πράξη και το κράτος, αν θέλει να υφίσταται, θα πρέπει να τους στείλει την εφορία, όπως απείλησε η -άκουσον, άκουσον!- κυρία Νάντια Βαλαβάνη του κινήματος “δεν πληρώνω”.
            Ίσως και να μη χάλασε ο κόσμος που τους πήρε δύο μήνες για να ψηφίσουν δύο νομοσχέδια και παρ΄ όλα αυτά το ένα εκ των δύο ψηφίστηκε με κατεπείγουσα διαδικασία, ενώ το περιεχόμενο αμφοτέρων σε τίποτε δεν διέφερε από τις γνωστές “κουρελούδες” του παρελθόντος με τις δεκάδες άσχετες τροπολογίες για τις οποίες τόσος θόρυβος γινόταν τα προηγούμενα χρόνια.
            Θα μπορούσε να δείξει κανείς ανοχή ακόμη και στην... ανυπότακτη αψήφιση των πρωθυπουργικών οδηγιών για τα βουλευτικά αυτοκίνητα, αν ήταν όλα αυτά για να μάθουν οι κυβερνώντες ότι έχουν παρέλθει οι εποχές που εκτόξευαν αντιμνημονιακές φλυαρίες και ορισμένοι έκλειναν -με το αζημίωτο...- μέσα από τα τηλεοπτικά πρωινάδικα εργολαβικά δικαστικής συμπαράστασης στα θύματα του Μνημονίου.   
            Είναι, όμως, έτσι; Μαθαίνουν, όντως, από τα πειράματα στα οποία επιδίδονται; Δεν είμαι βέβαιος. Τα περιβόητα, άλλωστε, non paper, με τα οποία βομβαρδίζεται καθημερινά η κοινή γνώμη, δεν δείχνουν τέτοια πρόθεση. Αντιθέτως, εκπέμπουν μια αυτάρεσκη βεβαιότητα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να ελπίσει κανείς ότι δεν έχουμε να κάνουμε με... ανεπίδεκτους μαθήσεως.