Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άδωνις Γεωργιάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άδωνις Γεωργιάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Ο λαϊκισμός του κλειδαρά, δέκα χρόνια μετά την… κατάργηση των Μνημονίων «με ένα νόμο και ένα άρθρο»

Όσοι έχουμε ξεροσταλιάσει -και ο γράφων είναι ένας εξ αυτών- στις ουρές των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ για να παραλάβουμε κάποιο φαρμακευτικό σκεύασμα υψηλού κόστους για λογαριασμό δικό μας ή οικείου προσώπου μας, είμαστε δύσπιστοι ότι θα περιοριστεί έστω και κατ΄ ελάχιστον η ταλαιπωρία που υφίστανται τόσοι άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια κατά τα οποία ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης διάγει την τρίτη κατά σειράν θητεία του στο υπουργείο Υγείας.

Φαντάζομαι ότι την ίδια δυσπιστία αισθάνονται και όλοι όσοι έχουν κατά καιρούς ακούσει τις διαπιστωτικές καταγγελίες αρμοδίων για τις «ουρές της ντροπής» στις οποίες στήνονται καρκινοπαθείς και άλλοι πάσχοντες από σοβαρά νοσήματα για να προμηθευτούν τα σκευάσματα που τους παρατείνουν τη ζωή. Όπως και τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις ότι θα βρεθεί λύση για να περιοριστεί η ταλαιπωρία τους με μέτρα όπως η κατ΄ οίκον διανομή των συγκεκριμένων φαρμάκων.

Είναι μια εύλογη δυσπιστία η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι ο ΕΟΠΥΥ ο μόνος δημόσιος φορέας καταταλαιπώρησης των Ελλήνων πολιτών. Σε πείσμα, άλλωστε, των νέων εργαλείων που αφειδώς παρέχει στις μέρες μας η ψηφιακή τεχνολογία, η εξυπηρέτηση των πολιτών από αρκετούς φορείς, όχι μόνον του Δημοσίου, αντί να διευκολύνεται, γίνεται συχνά ολοένα και πιο δυσχερής.

Δοκιμάστε, για παράδειγμα, να επικοινωνήσετε και να μιλήσετε με κάποιον άνθρωπο στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για να ζητήσετε κάποια διευκρίνιση προκειμένου να ανταποκριθείτε σε υποχρέωσή σας. Χωρίς τη διαμεσολάβηση έμπειρου λογιστή, ο οποίος να γνωρίζει τα διαδικτυακά «κατατόπια», είναι σχεδόν αδύνατον να βρει άκρη ο απλός φορολογούμενος πολίτης. Ο οποίος, αν έχει πιστέψει κιόλας τις εξαγγελίες για την εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) από το ελληνικό Δημόσιο, βιώνει την απόλυτη ψυχρολουσία.

Ίδια και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στις τράπεζες, στις ασφαλιστικές εταιρίες, στις εταιρίες ενέργειας και τηλεφωνίας, που μπορεί να μην ανήκουν πλέον στο Δημόσιο, αλλά διατηρούν πολλές από τις παθογένειες του κρατικού τους παρελθόντος. Πολύ περισσότερο που οι περισσότεροι εξ αυτών, για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, έχουν μειώσει δραματικά το προσωπικό, που τις περισσότερες φορές είναι ανεκπαίδευτο, ενώ έχουν μειώσει τα σημεία εξυπηρέτησης των πελατών τους. Με αποτέλεσμα να χάνουν οι πολίτες άπειρες εργατοώρες σε χρονοβόρες τηλεφωνικές αναμονές και σε μάταιες απόπειρες να «συνεννοηθούν» με κακοσχεδιασμένα συστήματα δήθεν αυτόματης εξυπηρέτησης.

Το σύστημα των ραντεβού που καθιερώθηκε την περίοδο της πανδημίας όχι μόνον δεν άλλαξε με το πέρας της υγειονομικής κρίσης, αλλά πλέον μονιμοποιήθηκε και αποτελεί τη δικαιολογητική βάση για να καθυστερεί σε τυραννικό βαθμό η εξυπηρέτηση πελατών, καταναλωτών και συνδρομητών. Με πρόσχημα ότι «δεν υπάρχουν διαθέσιμα ραντεβού για να εξυπηρετηθείτε γρηγορότερα» φθάσαμε να χρειάζεται να περάσουν εβδομάδες ακόμη και για να ανοίξει κάποιος έναν απλό τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιον για τη σκοπιμότητα που είχαν οι ακτιβιστικές ενέργειες του υπουργού Υγείας να καλέσει κλειδαρά για να ανοίξουν οι πόρτες του φαρμακείου του ΕΟΠΥΥ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που παρέμενε κλειστό εξαιτίας της απουσίας του προσωπικού  και να… παρηγορεί τους ταλαιπωρημένους ασφαλισμένους κερνώντας τους καφέδες. Πιστεύει, άραγε, κάποιος στη. Κυβέρνηση ότι με τέτοιους λαϊκισμούς μπορεί να πειστεί η κοινή γνώμη ότι γίνεται σοβαρή προσπάθεια για να καταπολεμηθούν τα εκτεταμένα κρούσματα διοικητικής αποδιοργάνωσης;

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στα πράγματα το 2019 επειδή υποσχέθηκε να απαλλάξει τους Έλληνες από τους κούφιους μεγαλόστομους λαϊκισμούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οι οποίοι είχαν πάρει την εξουσία -αύριο, 25.1, συμπληρώνεται η δέκατη επέτειο της διαβόητης «πρώτης φοράς Αριστερά»- με την αστεία υπόσχεση ότι θα καταργούσαν τα Μνημόνια «με έναν νόμο και με ένα άρθρο». Απότοκο, άλλωστε, των Μνημονίων, που φυσικά ποτέ δεν καταργήθηκαν, είναι η προμήθεια των φαρμάκων υψηλού κόστους από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ που επιβλήθηκε ως μέτρο που κατέτεινε στην περιστολή της ανεξέλεγκτης εκτίναξης της φαρμακευτικής δαπάνης που είχε προηγηθεί.  

Τα ευρήματα μιας πλειάδας ερευνών, που είναι υπόψιν της σημερινής κυβερνητικής ηγεσίας, δείχνουν ότι η κοινή γνώμη αισθάνεται πλέον μεγάλη αποστροφή κάθε φορά που ακούει εξαγγελίες οι οποίες έχουν επαναληφθεί στο παρελθόν χωρίς να έχουν υλοποιηθεί. Οι Έλληνες πολίτες έχουν κουραστεί από τα «μεγάλα λόγια». Απαιτούν ειλικρίνεια και, προ παντός, αποτελεσματικότητα. Θέλουν απτά έργα και όχι σόου με κλειδαράδες για το τηλεοπτικό θεαθήναι.

Όλοι, εξάλλου, θυμόμαστε που κατέληξαν το 2015 οι καθημερινές προσχεδιασμένες αντιπαραθέσεις που είχε έξω από τα νοσοκομεία με την -και τότε, όπως και σήμερα- υποτιθέμενη «συμμαχία της μιζέριας» ο υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Σαμαρά που δεν ήθελε να του «φάει τη δόξα» ο τροϊκανός Πόουλ Τόμσεν. Με αυτά και με άλλα πολλά, μπορεί η κυβέρνηση που συμμετείχε να καταβαραθρώθηκε, ο ίδιος όμως έχτισε «καριέρα» κατεβαίνοντας για αρχηγός της ΝΔ και αναλαμβάνοντας στη συνέχεια αντιπρόεδρος του κόμματος.

Τώρα που προσέλαβε και… κλειδαράδες μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεκλειδώσει την πόρτα που δεν μπόρεσε να ανοίξει όταν ξεδίπλωσε για πρώτη φορά τις αρχηγικές του βλέψεις. Οπότε, αν δεν του υποδείξει κάποιος -και αυτός είναι μόνον ένας- ότι οι λαϊκισμοί προσελκύουν μόνον τους φανατικούς οπαδούς και απωθούν όλους τους σκεπτόμενους πολίτες, ο λογαριασμός θα πληρωθεί σωρευτικά. Όπως έγινε το 2015 με την κυβέρνηση Σαμαρά και το 2019 με την κυβέρνηση Τσίπρα.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Από πότε η αντιπολίτευση υποχρεούται να υπερψηφίζει τα κυβερνητικά νομοσχέδια;

    Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο ρόλος της συμπολίτευσης, δηλαδή της κυβέρνησης και όσων την στηρίζουν, είναι να εισάγει και να ψηφίζει νομοσχέδια, ενώ ο ρόλος της αντιπολίτευσης, δηλαδή των πολιτικών δυνάμεων που δεν μετέχουν στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, περιορίζεται στην άσκηση ελέγχου για τις πράξεις και τις παραλείψεις των κυβερνώντων και στην ανάδειξη των δικών τους εναλλακτικών προτάσεων.

    Με άλλα λόγια, στις ώριμες δημοκρατίες τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: η κυβέρνηση κυβερνά και η αντιπολίτευση αντιπολιτεύεται. Ως εκ τούτου, όπως δεν νοείται «αντιπολιτευόμενη κυβέρνηση» και γι΄ αυτό δεν μπορεί να παραμένουν στους θώκους τους υπουργοί οι οποίοι καταψηφίζουν νομοσχέδια, έτσι ακριβώς δεν νοείται και «συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση» η οποία να υποχρεούται να υπερψηφίζει τις κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες που φθάνουν στη Βουλή. 

    Ο κανόνας που ισχύει, εδώ και πολλούς αιώνες στο διεθνές πεδίο και σίγουρα από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν στα καθ΄ ημάς, είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση εισάγει στο Κοινοβούλιο τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της αρεσκείας της επιδιώκοντας το μεγαλύτερο δυνατόν όφελος για την κοινωνία προκειμένου να πιστωθεί πολιτικά κέρδη. Στον αντίποδα, τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης επιχειρούν να αναδείξουν τις αρνητικές πτυχές των κυβερνητικών πράξεων και παραλείψεων, προκειμένου να πείσουν ότι, αν βρίσκονταν εκείνοι στις θέσεις εξουσίας, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική.  

    Και στη μια και στην άλλη περίπτωση κριτής είναι η κοινωνία, δηλαδή το εκλογικό σώμα, που πείθεται από την επιχειρηματολογία είτε των κυβερνώντων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι έκαναν το καλύτερο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που ήταν υποχρεωμένοι να δράσουν, είτε των αντιπολιτευόμενων, οι οποίοι αντιτείνουν ότι υπήρχε και άλλος εναλλακτικός δρόμος, τον οποίο καλούνται να υποδείξουν αν θέλουν να γίνουν πειστικοί. 

    Με λίγες εξαιρέσεις, η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες στη δική μας κοινοβουλευτική παράδοση είναι η ευρύτερη συναίνεση στην έγκριση των αμυντικών δαπανών που προβλέπονται στον κρατικό προϋπολογισμό, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψηφίζουν την πλειονότητα των κυβερνητικών εισηγήσεων. Άλλωστε, αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν τα στελέχη της αντιπολίτευσης ψήφιζαν τις κυβερνητικές προτάσεις, τότε θα αναιρούσαν τον λόγο της ύπαρξης τους, αφού θα συμπεριφέρονταν όπως τα στελέχη της συμπολίτευσης που -αμέσως ή εμμέσως- μετέχουν στην εξουσία.

    Οι λόγοι για τους οποίους καταψηφίζουν τα κυβερνητικά νομοσχέδια οι βουλευτές που έχουν εκλεγεί με τη σημαία κομμάτων τα οποία η λαϊκή ετυμηγορία κατέταξε στην αντιπολίτευση, ποικίλλουν. Και δεν περιορίζονται κατ΄ ανάγκην στις ιδεολογικές αποκλίσεις από τις κυβερνητικές εισηγήσεις.

    Αν, για παράδειγμα, μια κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται να διορθώσει προηγούμενη αστοχία της ίδιας πλειοψηφίας, η αντιπολίτευση νομιμοποιείται να μην την υπερψηφίσει για να καταδείξει την παλινωδία του υπουργού που την εισηγείται ή για να αναδείξει την αναποτελεσματικότητα του ίδιου ή του προκατόχου του. 

    Όπως και να έχει, οι κυβερνήσεις και οι υπουργοί που είναι συνεπείς με τον εαυτό τους και πιστεύουν στην ορθότητα των νομοθετικών τους πρωτοβουλιών δεν έχουν ανάγκη τη συνηγορία της αντιπολίτευσης. Εφόσον διαθέτουν την πλειοψηφία ακολουθούν τους κοινοβουλευτικούς κανόνες για την εισαγωγή, την επεξεργασία, τη συζήτηση και την ψήφιση των προτάσεων τους από τα στελέχη της συμπολίτευσης. Χωρίς να εκλιπαρούν τη στήριξη της αντιπολίτευσης ή να «κλαψουρίζουν» επειδή οι αντίπαλοί τους δεν είναι συναινετικοί.

    Οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έχουν την ευχέρεια να ενσωματώνουν στα νομοθετήματά τους τυχόν προτάσεις, παρατηρήσεις και επισημάνσεις που μπορεί να διατυπωθούν από τα αντιπολιτευτικά έδρανα, αλλά αυτό δεν δεσμεύει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να ψηφίσουν «ναι». Η ευθύνη για την υπερψήφιση των κυβερνητικών εισηγήσεων ανήκει αποκλειστικά στην πλειοψηφία. Και γι΄ αυτό, εξάλλου, όταν καταψηφιστεί κάποιο σχέδιο νόμου, δημιουργείται ζήτημα για το κατά πόσο η κυβέρνηση «διαθέτει τη δεδηλωμένη», δηλαδή αν είναι επαρκής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την στηρίζει. 

    Υπό αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον δυσανάλογος με την πραγματικότητα και την κοινοβουλευτική μας παράδοση ο θόρυβος τον οποίο σήκωσε τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης για τη στάση που τήρησε στη Βουλή η αντιπολίτευση έναντι των νεών νομοθετικών ρυθμίσεων για τον -περιβόητο πλέον- προσωπικό γιατρό. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς εναντίον του συγκεκριμένου θεσμού για να αρνηθεί να ψηφίσει τη πρόταση του κ. Γεωργιάδη. Αρκεί ίσως να σταθμίσει το γεγονός ότι ο εισηγητής υπουργός έχει θητεύσει άλλες δύο φορές στον ίδιο θώκο. 

    Και, παρόλο που η καθιέρωση του οικογενειακού γιατρού αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση -ποιος θυμάται το «δεν θα αφήσω τον Τόμσεν να μου πάρει την δόξα»;-, δεν κατέστη δυνατόν να εφαρμοστεί όλα αυτά τα χρόνια.

    Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι προς αρωγή του νυν υπουργού Υγείας προσέτρεξε και ο εκ των προκατόχων του Θάνος Πλεύρης, ο οποίος ξιφούλκησε με το ίδιο πάθος κατά της αντιπολίτευσης χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα (;) ότι νόμος για τον προσωπικό γιατρό ψηφίστηκε και επί υπουργίας του, το 2022. 

    Αντί, όμως, ο νυν και ο τέως υπουργός να αναγνωρίσουν με συστολή τη δικαιολογημένη επιφύλαξη της αντιπολίτευσης για το αν θα επιτύχει ο θεσμός που απέτυχε παταγωδώς πριν από δύο χρόνια, όπως και παλαιότερα που και πάλι είχε ψηφιστεί νόμος ο οποίος δεν εφαρμόστηκε, επέλεξαν να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της «ενοχοποίησης» της αντιπολίτευσης που λέει «όχι σε όλα».

    Σε κάθε πρίπτωση, το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ επέλεξε το «παρών», ενώ άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψήφισαν τα άρθρα για τον προσωπικό γιατρό και τα χρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Ανάκαμψης απογευματινά χειρουργεία δεν έχει κάποια ουσιώδη σημασία για την εφαρμογή τους. Και το ένα και άλλο ψηφίστηκαν, κατά τα κοινοβουλευτικά θέσμια, από τους βουλευτές της συμπολίτευσης και το ζητούμενο είναι πλέον αν, πως και πότε θα εφαρμοστούν.

    Εφόσον, η εφαρμογή των δύο αυτών σημαντικών μέτρων αποδειχθεί, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχει κάποιος, επιτυχής στην πράξη, η… δόξα θα ανήκει ακέραια στον Άδωνι Γεωργιάδη και την κυβέρνηση που είναι καιρός να αντιληφθούν ότι από πουθενά δεν προκύπτει υποχρέωση της αντιπολίτευσης να υπερψηφίζει τα νομοσχέδια τους. 

    Έχει παρέλθει, άλλωστε, η εποχή που ο τρόπος με τον οποίο πολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, αποτελούσε το σταθερό άλλοθι για κάθε κυβερνητική αστοχία. 

    Η σημερινή κυβέρνηση διανύει τον έκτο χρόνο της θητείας της και διαθέτει επαρκές -θετικό και αρνητικό- παρελθόν για το οποίο αξιολογείται καθημερινά. 

    Οπότε όταν έρθει η ώρα της κάλπης θα κριθεί για τα δικά της πεπραγμένα και όχι για τη (δικαιολογημένη ή μη) άρνηση της αντιπολίτευσης να συναινεί στις πρωτοβουλίες της και να ψηφίζει τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εκείνη εισηγείται.


Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Μαθήματα από τη «Novartis»: Οι κυβερνήσεις κυβερνούν και οι εισαγγελείς και οι δικαστές δικάζουν


                Η εξέλιξη την οποία προσέλαβε η διαβόητη «υπόθεση Novartis» μετά την ηχηρή δικαστική απόφαση για την αποκάλυψη των ονομάτων των κουκουλοφόρων μαρτύρων είναι μια καλή αφορμή για να αποφασίσει το πολιτικό μας σύστημα να αποκαταστήσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών για την οποία μίλησε πρώτος ο Αριστοτέλης και την συνόψισε ο Μοντεσκιέ την περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Το υποτιθέμενο μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους κατέληξε να είναι μάλλον η μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία όλων των εποχών. Και ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν διότι μια συνήθης υπόθεση μικροδιαφθοράς γιατρών, από εκείνες στις οποίες καταφεύγουν φαρμακευτικές εταιρίες όταν θέλουν να προωθήσουν τα σκευάσματα που παράγουν, εργαλειοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας κομματικής εκμετάλλευσης.

 Με στόχο να εξοντώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστράτευσε σκανδαλοθήρες της συμφοράς οι οποίοι έστησαν μια παράσταση η οποία από μακριά φώναζε ότι δεν βασίζονταν σε στοιχεία ή έστω ενδείξεις ενοχής και δεν ήταν περισσότερο από προϊόν μια κακοστημένης ενορχήστρωσης από ευφάνταστους και μισαλλόδοξους σεναριογράφους που ήθελαν να εκδικηθούν όποιον πολιτικό αντίπαλο αντιστρατευόταν το «σχέδιο» της τότε κυβέρνησης για παράταση της παραμονής της στην εξουσία.

Άλλωστε, πολύ πριν καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος η «υπόθεση Novartis» είχαν διαφανεί οι αθέμιτες σκοπιμότητες που είχαν επενδυθεί σε αυτήν. Απροκάλυπτα και ως μη όφειλε, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επισκεπτόταν τον Άρειο Πάγο για να πιέσει τις δικαστικές αρχές να στείλουν το γρηγορότερο τον φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή ώστε να κρεμαστούν στα μανταλάκια οι πλέον επιφανείς αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Ενώ στο ενδιάμεσο είχε στηθεί έξω από το Μέγαρο Μαξίμου παράσταση με κεντρικό πρωταγωνιστή τον γνωστό και μη εξαιρετέο «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος από αρχηγός της ΕΥΠ επί κυβέρνησης Καραμανλή προβιβάστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης και… Διαφάνειας επί των… ένδοξων ημερών της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.  

Το γεγονός ότι, όπως επισημάναμε από αυτή τη στήλη την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να διαψεύσει ότι εξέφρασε τη συγγνώμη του προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ουδείς από τους ενορχηστρωτές της σκευωρίας δεν μεταμελήθηκε για τις αθλιότητες με τις οποίες δηλητηρίασαν την κοινή γνώμη, συνιστά ίσως την καλύτερη εξήγηση για την πορεία προς την κατάρρευση στην οποία κινείται έκτοτε ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Η επένδυση στη σκανδαλοθηρία, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, απεδείχθη απολύτως ανεπαρκής για να καλύψει τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσαν στους άμοιρους Έλληνες πολίτες οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε ως πούρα αντιμνημονιακή προτού να εφαρμόσει το πιο σκληρό -και μάλλον αχρείαστο- τρίτο Μνημόνιο, μετατρέποντας σε «ναι» το «όχι» που έβαλαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα.

Παρατηρώντας, ωστόσο, την μεγάλη εικόνα, διαπιστώνει κανείς ότι μία από τις μεγάλες και χρόνιες παθογένειες της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ότι το πολιτικό δυναμικό της χώρας δεν περιορίζεται στα καθήκοντα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας που ανήκουν στη δικαιοδοσία του. Επιμένει, αντιθέτως, να διεκδικεί για τον εαυτό του αρμοδιότητες που στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου ανήκουν στη δικαστική εξουσία.

Πρωτίστως η νομοθεσία για την ποινική ευθύνη των υπουργών που σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος εμπλέκει τους απαρτίζοντες τη νομοθετική εξουσία στα χωράφια της δικαστικής εξουσίας, αλλά και το συναφές ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας, η οποία, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ζητείται, αίρεται μόνον με απόφαση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, συνιστούν δύο σοβαρούς λόγους αλλοίωσης της αρχής διάκρισης των εξουσιών.  

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια -κατά τα φαινόμενα- βολική κατάσταση την οποία εκμεταλλεύονται όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, αγνοώντας φυσικά ότι αυτές δεν είναι αιώνιες. Από τον συγκεκριμένο «πειρασμό», κακά τα ψέματα, δεν απέχουν ούτε οι σημερινοί υπουργοί, όπως μαρτυρούν δύο πολύ πρόσφατα κρούσματα θεσμικού αλαλούμ τα οποία, μπορεί να μην είναι εφάμιλλα των έργων και των ημερών του «Ρασπούτιν», καταδεικνύουν, όμως, την σύγχυση που μαστίζει την πολιτική ζωή της χώρας.

Τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε αυτοπροσώπως τον Άρειο Πάγο για να καταθέσει την τρίτη (!) κατά σειράν μήνυση που σχετίζονταν με περιστατικά τα οποία αφορούν την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Ο ίδιος προέβη σε δηλώσεις αλλά απέφυγε να διευκρινίσει ποιος είναι ο ρόλος που ζητεί να διαδραματίσει η εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κυρία Γεωργία Αδειλίνη και πως μπορεί μια ανώτατη δικαστικός λειτουργός να διασφαλίσει την ασφαλή κυκλοφορία των τρένων.

«Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι σε κάθε κατεύθυνση, εργαζόμαστε μεθοδικά και επίμονα, προκειμένου να βελτιώσουμε και να ενισχύσουμε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών και να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτήν την προσπάθεια παίγνια με οποιαδήποτε στόχευση δεν γίνονται αποδεκτά. Οφείλουμε όλοι μας να μην είμαστε υπεράνω αξιολόγησης, ελέγχου και εφαρμογής του νόμου», ισχυρίστηκε ο κ. Σταϊκούρας αποχωρώντας από το κτήριο του Αρείου Πάγου. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...

Τις ίδιες μέρες πληροφορηθήκαμε, από τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ίδιου, ότι ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επικοινώνησε προσωπικά με μια γιατρό από τη Λέσβο η οποία προέβαινε σε μαζικές μεταμεσονύκτιες συνταγογραφήσεις φαρμάκων προς συγγενικά της πρόσωπα ζημιώνοντας το ελληνικό δημόσιο με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Είναι απορίας άξιον γιατί ένας υπουργός, ο οποίος διαπιστώνει ακραία κατασπατάληση δημόσιων πόρων, επιλέγει να επικοινωνήσει με τον παραβάτη και δεν περιορίζεται στην άσκηση των θεσμικών αρμοδιοτήτων του που είναι, αφενός, να λάβει αυθωρεί και παραχρήμα τα προβλεπόμενα διοικητικά μέτρα για να σταματήσει η παρανομία, όπως η άμεση παύση της δυνατότητας για συνταγογράφηση, αν όχι και η αποβολή από το δημόσιο σύστημα, και, αφετέρου, να απευθυνθεί στις εισαγγελικές αρχές, καλώντας τες να κινητοποιηθούν άμεσα για τα περαιτέρω.

Η επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία για να ξεκαθαριστεί άπαξ δια παντός ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων και των υπουργών τους είναι να κυβερνούν. Ενώ το καθήκον της απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστική υποχρέωση των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Επτά εβδομάδες για σκανδαλοθηρία ή προγραμματικές αντιπαραθέσεις

Ελάχιστοι υποθέτω ότι είναι εκείνοι που μπορεί να εξεπλάγησαν από την τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση με την οποία εγκαινιάστηκε η προεκλογική περίοδος μόλις ανακοινώθηκε η ημερομηνία κατά την οποία θα στηθεί η πρώτη βουλευτική κάλπη.

Σαν έτοιμα από καιρό τα κομματικά επιτελεία ξεκίνησαν να ξύνουν τον πάτο των βαρελιών με τα κρυμμένα μυστικά και τα ντοκουμέντα για τα «άπλυτα» των αντιπάλων τους, επιχειρώντας να κατακλύσουν την πολιτική ατμόσφαιρα με (εντός ή εκτός εισαγωγικών) αποκαλύψεις.

Το σκηνικό, άλλωστε, δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε πρωτόγνωρο. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι είναι αφόρητα επαναλαμβανόμενο. Σε βαθμό τέτοιο που να δημιουργείται η αίσθηση ότι έχουν χαρακτήρα... εθίμου.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξάλλου, στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις των πολλών τελευταίων ετών, στο βασικό μενού της προεκλογικής αντιπαράθεσης είχαν σταθερή θέση η σκανδαλοθηρία και η ένθεν κακείθεν απόπειρα δαιμονοποίησης του στελεχιακού δυναμικού της αντίπαλης παράταξης με χαρακτηρισμούς όπως «κλέφτες», «ανεπρόκοποι», «φοροφυγάδες», «μπαταξήδες», κ.ο.κ. 

Η πρακτική είναι γνωστή και δοκιμασμένη. Υποθέσεις οι οποίες φυλάσσονταν στα αρχεία των κομματικών επιτελείων για να χρησιμοποιηθούν στον... κατάλληλο χρόνο, άρχισαν να ανασύρονται από τα συρτάρια. 

Και όταν αυτές δεν επαρκούν για να δημιουργηθούν ισχυρές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη, οι επιτετραμμένοι με την σκανδαλοθηρία δεν δυσκολεύονται να ξεφουρνίσουν ξαναζεσταμένες -υπαρκτές ή ανύπαρκτες- καταγγελίες με σκοπό να σερβιριστούν προς άγραν του ενδιαφέροντος του ανυποψίαστου φιλοθεάμονος κοινού.

Παρόλο όμως που είναι πολύ αμφίβολος ο βαθμός επιρροής που έχει αυτή η ατμόσφαιρα στην πλειονότητα των πολιτών και κυρίως σε εκείνους που δεν είναι φανατικά ταυτισμένοι με ένα κόμμα, το μοτίβο δεν αλλάζει. 

Ίσως επειδή η ευκολία που συνεπάγεται η εκτόξευση κατηγοριών είναι λιγότερο κοπιώδης από την προσπάθεια που χρειάζεται για να καταβάλει μια παράταξη προκειμένου να καταδείξει την υπεροχή της σε προγραμματικές προτάσεις.

Είναι, για παράδειγμα, πολύ πιο εύκολο να εξακοντίζει κάποιος μια επίκριση κατά των αντιπάλων του παρά να καταναλώνει φαιά ουσία για να παρουσιάσει μια επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη πρόταση για έναν ή περισσότερους τομείς πολιτικής. Για το πρώτο αρκούν η ημιμάθεια, το θράσος και η αμετροέπεια. Το δεύτερο απαιτεί γνώση, προσπάθεια και πνευματική κόπωση.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι η προεκλογική σκανδαλοθηρία σπανίως έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Μπορεί να οπλίζει με «επιχειρήματα» τους ταγμένους της κάθε πλευράς, πλην όμως συνήθως αφήνει παγερά αδιάφορους τους μετακινούμενους ψηφοφόρους οι οποίοι αποτελούν το κρίσιμο υποσύνολο του εκλογικού σώματος που καθορίζει την ετυμηγορία της κάλπης.

Όπως και να έχει, οι εχέφρονες πολίτες δεν καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα για την υποτιθέμενη αποκλειστικότητα του ηθικού πλεονεκτήματος. Είναι σε θέση να αναγνωρίζουν ότι ούτε οι «καλοί» είναι από τη μια όχθη ούτε οι «κακοί» από την άλλη. 

Η ζωή έχει διδάξει ότι οι απλοϊκότητες με βάση τις οποίες κάποιοι διατείνονται ότι τα πράγματα είναι μόνον «άσπρα» ή μόνον «μαύρα» δεν αποτυπώνουν την πολύπλοκη πραγματικότητα η οποία μας περιβάλει.

Είναι αλήθεια ότι οι ταγμένοι της μιας ή της άλλης πλευράς είναι εκείνοι που δίνουν τον τόνο. Εν προκειμένω, δεν λίγοι εκείνοι που αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα το χαριστικό δάνειο που έλαβε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας πριν από αρκετά χρόνια ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Ραγκούσης για να οικοδομήσει ακίνητο το οποίο εκμεταλλεύεται εμπορικά. 

Ούτε φυσικά αποτελούν αμελητέα ποσότητα όσοι είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι τα ουκ ολίγα αρνητικά που βιώνουμε σχετίζονται με το γεγονός ότι ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Παπαθανάσης απηλλάγη από την εγγύηση που είχε παράσχει για να δανειοδοτηθεί επιχείρηση με την οποία σχετιζόταν.

Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες στο σύνολό τους θα είχαν να κερδίσουν πολύ περισσότερα αν η δημόσια συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων προσώπων. 

Με άλλα λόγια, θα ήταν καλύτερο να συζητούμε για όσα υποστήριζε ο κ. Ραγκούσης προτού προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ για τους πολιτικούς που αλλάζουν κόμματα για να εξασφαλίσουν τα επτά χιλιάρικα της βουλευτικής αποζημίωσης. 

Όπως και για το αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τα όσα ισχυρίζεται ο κ. Παπαθανάσης και ο πολιτικός του προϊστάμενος Άδωνις Γεωργιάδης τόσο για τη συγκράτηση των τιμών που υποτίθεται ότι επέφερε το λεγόμενο «καλάθι του νοικοκυριού» όσο και για τις ξένες επενδύσεις που προσελκύει η χώρα και οι οποίες άλλοι υποστηρίζουν ότι αποτελούν κατά βάση συναλλαγές στον τομέα του real estate.

Δεν έχω αμφιβολία ότι πηχυαίοι τίτλοι για τη «βίλα με πισίνα στην Πάρο που κτίστηκε με δάνειο της Εργατικής Κατοικίας» ή για το «βαθύ κούρεμα στο υπουργικό δάνειο» είναι πιο εύληπτοι για τη μάζα των πολιτών που είναι αποφασισμένοι να ψηφίσουν τη μια ή την άλλη παράταξη.

Διατηρώ, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι τη διαφορά στις κάλπες που θα στηθούν στις 21 Μαΐου θα την κάνει η μειοψηφία εκείνων που θα ψηφίσουν με κριτήριο τις προτάσεις που θα έχουν ενώπιον τους όταν μπουν στο παραβάν.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Ποιον συμφέρει η προεκλογική πόλωση;


Το «ποδαρικό» στην ακραία κομματική πόλωση που έκαναν τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης και ο μέχρι πρότινος εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Ηλιόπουλος θα αμέμενε κανείς ότι θα ακολουθείτο από ένα τσουνάμι αντιδράσεων από το πολιτικό δυναμικό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους λεγόμενους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Δύο από τα υπερπροβεβλημένα στελέχη των κομμάτων εξουσίας αντάλλαξαν ύβρεις –«είσαι κλόουν», «είστε άθλια υποκείμενα»- και αν οι οικοδεσπότες του τηλεοπτικού πρωινάδικου που τους «φιλοξενούσε» τους άφηναν αχαλιναγώγητους ουδείς γνωρίζει που θα κατέληγαν. Φεύ, όμως!

Ο άγριος καβγάς που είχαν μπροστά στις κάμερες αντιμετωπίστηκε ως κάτι σύνηθες. Ούτε οι ηγεσίες των κομμάτων τους τούς κάλεσαν να δώσουν εξηγήσεις. Ούτε φυσικά οι ίδιοι ένοιωσαν την ανάγκη να απολογηθούν για τη συμπεριφορά την οποία είχαν και την εικόνα που παρουσίασαν.

Με κυνικότητα, μάλιστα, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν αποκλείεται και ο ένας και ο άλλος να έφυγαν από τα τηλεοπτικά στούντιο ικανοποιημένοι για τη στάση τους. Είναι, άλλωστε, σαφές για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ της εγχώριας πολιτικής ζωής, ότι οι τηλεοπτικοί καβγάδες είναι σχεδόν πάντοτε άκρως αποδοτικοί για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους.

Οι οποίοι συχνά μόλις κλείνουν οι κάμερες φεύγουν… αγκαλιασμένοι από τα τηλεοπτικά πλατό.

Κακά τα ψέματα, οι φανατικοί οπαδοί, ανεξαρτήτως παρατάξεως, αρέσκονται στις επιθετικές συμπεριφορές που επιδεικνύονται τα στελέχη των κομμάτων που υποστηρίζουν. Έτσι όσο πιο εριστικός προς τους αντιπάλους του είναι κάποιος πολιτικός, τόσο πιο δημοφιλής γίνεται στους απαρτίζοντες τον κομματικό πυρήνα.

Μπορεί την ίδια ώρα να γίνεται απεχθής σε όλους τους υπολοίπους, που είτε είναι μετριοπαθείς και νουνεχείς πολίτες, είτε ανήκουν στους φανατικούς της άλλης πλευράς, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την εκτίναξη των προσωπικών του μετοχών στο εσωτερικό του κομματικού χρηματιστήριου.

Θα μπορούσε, μάλιστα, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής να υποστηρίξει κανείς ότι όσο απεχθέστερος γίνεται κάποιος στα μάτια του αντίπαλου οπαδικού ακροατηρίου τόσο μετατρέπεται σε ολοένα και μεγαλύτερο αντικείμενο λατρείας για τους οπαδούς του δικού του χώρου. Τα παραδείγματα είναι πολλά τόσο από παλαιότερες πολιτικές περιόδους όσο και από την τρέχουσα που τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα.

Τυχάρπαστα πρόσωπα που δημιουργούν θόρυβο γύρω από το όνομα τους, ξεχωρίζουν χωρίς να διαθέτουν κανένα απολύτως χάρισμα πέραν ίσως του θράσους και της συγκρουσιακής ορμής που επιδεικνύουν.

Στον αντίποδα, σοβαροί άνθρωποι με επαγγελματικές περγαμηνές και διακρίσεις που έχουν προτάσεις να καταθέσουν και αρθρώνουν ουσιαστικό πολιτικό λόγο δυσκολεύονται να σπάσουν το φράγμα της αποσιώπησης με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι επειδή δεν θορυβούν και, ως εκ τούτου, «δεν κάνουν νούμερα», ικανά να τους εξασφαλίσουν περισσότερες προσκλήσεις για τηλεοπτικές εμφανίσεις.

Δεν είναι τυχαίος, εξάλλου, ο πολύ περιορισμένος αριθμός των πολιτικών στελεχών που καλούνται στις ουκ ολίγες τηλεοπτικές εκπομπές.

Με υπαιτιότητα άλλοτε των υπευθύνων των εκπομπών που απευθύνουν τις προσκλήσεις και άλλοτε των επικοινωνιακών επιτελείων των κομμάτων που επιλέγουν τους εκπροσώπους που στέλνουν στα τηλεοπτικά πάνελ, το βασικό κριτήριο επιλογής είναι τις περισσότερες φορές η κακώς εννοούμενη μαχητικότητα.

Τα προηγούμενα χρόνια που ήταν χρόνια μεγάλης πολιτικής έντασης, αρχικά εξαιτίας της πίεσης που ασκήθηκε από τις μνημονιακές πολιτικές σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και εν συνεχεία λόγω της οξύτητας που πυροδότησε η διχαστική στρατηγική της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τα έξαλλα και… ζοχαδιακά πολιτικά στελέχη κέρδιζαν κατά κράτος εξοβελίζοντας από το πεδίο όσους επιχειρούσαν να πάρουν αποστάσεις από τα εύπεπτα λαϊκίστικα αφηγήματα για τους «καλούς» της μιας πλευράς και το «απόλυτο καλό» της άλλης όχθης.

Εκείνα που έθρεψαν τη «Χρυσή Αυγή» και καλλιέργησαν τον «χρυσαυγητισμό».

Παρά ταύτα, πάντως, και καθώς βαθμιαία η Ελλάδα επιστρέφει -με αργούς ρυθμούς είναι η αλήθεια- στην κανονικότητα είναι απορίας άξιον αν η μακρά προεκλογική περίοδος που διανύουμε -και η οποία έχει ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά της- αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για να συνεχίζεται αενάως η τοξική αντιπαράθεση. Διότι μπορεί οι φιλέριδες πολιτικοί, οι οποίοι είτε είναι έτσι από τη φύση τους είτε παίζουν αυτό τον ρόλο, να αφιονίζουν το φανατικό κοινό της μιας ή της άλλης παράταξης, την ίδια στιγμή, όμως, απωθούν όλους όσοι δεν υποστηρίζουν τυφλά και άκριτα μια παράταξη.

Αν, μάλιστα, επιβεβαιωθεί η υπόθεση ότι στις επερχόμενες εκλογές, περισσότερο ίσως από όλες τις προηγούμενες, οι πολίτες χωρίς ιδιαίτερη κομματική ταύτιση θα είναι εκείνοι που με την επιλογή την οποία θα κάνουν στις κάλπες θα κρίνουν την έκβαση του αποτελέσματος, τότε η χρησιμότητα των στελεχών που ποντάρουν στον φανατισμό γίνεται όλο πιο περιορισμένη.

Διότι μπορεί η πόλωση, η οξύτητα και η τοξικότητα που προκαλούν να βοηθούν τους ίδιους, που «τρώνε από τα έτοιμα», σαρώνοντας τους σταυρούς των φανατικών, είναι, όμως, αμφίβολη η συνεισφορά τους στην προσέλκυση άλλων ψηφοφόρων.

Όποια ηγεσία το συνειδητοποιήσει γρηγορότερα και το εφαρμόσει αποτελεσματικότερα θα είναι πιθανότατα εκείνη που θα βγει κερδισμένη.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Κάποιος πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες



Όσες ανακοινώσεις και αν κάνει η κυβέρνηση για την πολυθρύλητη επανεκκίνηση της οικονομίας, τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν κάποιος αρμόδιος αξιωματούχος δεν καλέσει τους ιθύνοντες των τραπεζών για να τους υποχρεώσεις να ανοίξουν τη ροή των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις.
Είναι αδύνατο να πάρει μπροστά η χειμαζόμενη λόγω κορωνοϊού οικονομία με μόνες τις κρατικές επιχορηγήσεις. Τα «οκτακοσάρια» που δόθηκαν ή εξακολουθούν να δίνονται από το δημόσιο ταμείο δεν αρκούν ούτε για τα στοιχειώδη. Και δεν θα αρκέσουν ακόμη και αν ριχθούν στην αγορά όλα τα αποθεματικά του Κράτους, όπως κάποιοι –μάλλον ανεύθυνα- ζητούν.
Αλλά και ο «πακτωλός» των ευρωπαϊκών κονδυλίων –περί τα 60 δισ. ευρώ για την επόμενη επταετία- που έχει εξαγγελθεί ότι θα διατεθούν για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να αποδεχθούν ανεπαρκή εφόσον δεν συνοδευτούν από την αναγκαία μόχλευση, τη δυνατότητα δηλαδή να επενδυθούν μεγαλύτερα κεφάλαια από αυτά τα οποία πραγματικά έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις.
Με άλλα λόγια, επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει όσο το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αρκείται στη σιγουριά των υψηλών προμηθειών που καρπώνεται από τη ραγδαία επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και δεν ασκεί το βασικό καθήκον που έχουν από τη φύση τους τα πιστωτικά ιδρύματα και το οποίο δεν είναι άλλο από το να χορηγούν δάνεια και πιστώσεις με προσιτά επιτόκια.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που πήγαν τις τελευταίες ημέρες στις τράπεζες ακούγοντας τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μια σειρά χρηματοδοτικά εργαλεία που υποτίθεται ότι έχουν τεθεί στη διάθεσή τους προκειμένου να σταθούν όρθιοι και να μη γονατίσουν από τις συνέπειες που είχε στον οικονομικό πεδίο η υγειονομική κρίση, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ψυχρολουσία.
Δυστυχώς, οι όροι και οι προϋποθέσεις που τους τίθενται προκειμένου να χρηματοδοτηθούν είναι μάλλον αποτρεπτικοί. Ακόμη και συνεπείς δανειολήπτες έρχονται αντιμέτωποι με τόσα εμπόδια που φεύγουν απογοητευμένοι από τα τραπεζικά καταστήματα καθώς αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει «μπαταχτσήδες» όπως μαρτυρούν οι εγγυήσεις που τους ζητούνται και που είναι αδύνατον να καλυφθούν.
Η στάση που τηρούν τα τραπεζικά στελέχη «καίει πάρα πολύ κόσμο» στον χώρο των επιχειρήσεων, λένε άνθρωποι που έχουν (επί)γνωση της κατάστασης που δημιουργείται τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά. Για παράδειγμα, εκτιμήσεις που είναι εν γνώσει κυβερνητικών αξιωματούχων αναφέρουν ότι από τις περίπου 30.000 επιχειρήσεις που έχουν ζητήσει να ενταχθούν στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, είναι ζήτημα αν έχουν μέχρι στιγμής ικανοποιηθεί 300 με 400 εταιρίες σε όλη τη χώρα.
Παρόλο που το ΤΕΠΙΧ ΙΙ είναι πρόγραμμα χορηγήσεων δανείων για Κεφάλαιο Κίνησης με διετή επιδότηση σε ποσοστό 100% των επιτοκίων, οι τράπεζες αρνούνται προκλητικά να ακολουθήσουν τις «παραινέσεις» του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη να μην ζητούν εγγυήσεις για τις χορηγήσεις.
Οι καταγγελίες που φθάνουν στην κυβέρνηση είναι πολλές και κάνουν λόγο για απειλές λουκέτου από επιχειρήσεις που στη διάρκεια της καραντίνας στέγνωσαν από ρευστότητα και δυσκολεύονται να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους. Υγιείς εταιρίες που δεν χρωστούν πουθενά και επιζητούν χρηματοδότηση για να επεκτείνουν το δίκτυο πωλήσεων τους βρίσκουν απέναντί τους ένα ψηλό και ανυπέρβλητο τείχος άρνησης που υψώνουν οι τραπεζίτες με τις παράλογες εγγυήσεις που απαιτούν.
Επισείοντας, μάλλον προσχηματικά, τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια «νέα γενιά κόκκινων δανείων», αλλά στην πραγματικότητα εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ορίζονται στις θέσεις τους από τους δανειστές, οι διοικούντες τις συστημικές τράπεζες αγνοούν προκλητικά τόσο τις νουθεσίες της κυβέρνησης όσο και τις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται στη χώρα.
Πριν από μερικούς μήνες χρειάστηκε να κληθούν στο Μέγαρο Μαξίμου για να πειστούν να βάλλουν κάποιο φρένο στο κρεσέντο της αύξησης των προμηθειών στις τραπεζικές συναλλαγές που -κατά παράβαση κάθε έννοιας ανταγωνισμού- είχαν όλες μαζί αποφασίσει να εφαρμόσουν. Λέγεται ότι τότε χρειάστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να τους προειδοποιήσει με κυρώσεις για να δείξουν ότι συμμορφώνονται, χωρίς, ωστόσο, να πάρουν πίσω όλες τις χρεώσεις που στο μεταξύ είχαν επιβάλει.
Κάποιος, λοιπόν, πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες, οι οποίες αν υφίστανται σήμερα το οφείλουν στους Έλληνες φορολογουμένους που πλήρωσαν αδρά για τη διάσωσή τους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αφεθούν να συνεχίσουν την έως τώρα κοντόθωρη τακτική τους να μη δίνουν δάνεια και να βολεύονται με τα έσοδα από τις προμήθειες, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα αποδειχθεί άπιαστος στόχος.
Ζητείται τόλμη!

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

«Η λογική των πραγμάτων…» της κουκούλας

Δεν κομίζει «γλαύκα στην Αθήνα» όποιος πει ότι συνήθης πρακτική για τις φαρμακευτικές εταιρίες είναι να επιδίδονται σε κάθε είδους «προωθητικές» ενέργειες για να αυξήσουν την κατανάλωση των σκευασμάτων τους. Και σίγουρα δεν θα πέσει κανείς από τα σύννεφα ακούγοντας ότι ένας από τους βασικούς λόγους που κατέληξε το ελληνικό δημόσιο σε πτώχευση ήταν η εκτίναξη της φαρμακευτικής δαπάνης που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες και κυρίως τα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης.
Σε καμία των περιπτώσεων, όμως, οι αυτονόητες αυτές αλήθειες που αφορούν τις -θεμιτές και αθέμιτες- πρακτικές των φαρμακευτικών επιχειρήσεων δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για ένα απροσχημάτιστο παιχνίδι εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης με στόχο την εξόντωση όλων όσοι δεν εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς των κυβερνώντων για διαιώνιση της παραμονής τους στις καρέκλες με ταυτόχρονη κατάκτηση όλων των εξουσιών.
Ο λόγος, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, αφορά την περιβόητη πλέον υπόθεση Novartis, την οποία οι κυβερνώντες θέλουν να αποτελεί «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως ελληνικού κράτους» την ίδια ώρα που οι αντίπαλοί τους αντιτείνουν ότι πρόκειται για «τη μεγαλύτερη σκευωρία όλων των εποχών». Είτε ισχύει το ένα, είτε ισχύει το άλλο, το μόνο σίγουρο ότι θα σηματοδοτήσει τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις. Και οι επιπτώσεις από «τον ασκό του Αιόλου» που άνοιξε θα είναι ανεξίτηλες και θα επηρεάσουν την πολιτική ζωή της χώρας για πολλά – πολλά χρόνια.
Ακόμη, πάντως, και όποιος έχει εδραία πεποίθηση ότι πολλές από τις μικρές ή μεγάλες δουλειές που γίνονται στην Ελλάδα προωθούνται μόνον όταν «λαδώνονται οι κατάλληλοι μηχανισμοί», δεν μπορεί να μην αντιμετωπίσει με θυμηδία και καγχασμό τα όσα έρχονται στο φως της δημοσιότητας από τις καταθέσεις των «προστατευμένων μαρτύρων» που δόθηκαν το τελευταίο διάστημα με σαφή κατεύθυνση να ενοχοποιηθούν πολιτικά πρόσωπα και να επιβεβαιωθούν οι εδώ και πάνω από ένα χρόνο σχετικές φήμες και διαδόσεις που είχαν κυβερνητική προέλευση.
Είχαν προηγηθεί άλλωστε οι προαναγγελτικές διαρροές που προετοίμαζαν το κλίμα καθώς και η σπουδή να βγει στη δημοσιότητα το «σκάνδαλο» σε μια φάση που η κυβέρνηση έμοιαζε να χάνει την πρωτοβουλία των επικοινωνιακών κινήσεων μετά τα μεγάλα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Γι΄ αυτό και πρέπει να είναι κανείς πολύ αφελής για να πιστέψει ότι έχουμε να κάνουμε με μια δικαστική έρευνα που γίνεται για να παταχθεί η διαφθορά και να επέλθει η κάθαρση.
Η επιλεκτική, εξάλλου, στοχοποίηση συγκεκριμένων προσώπων και η κραυγαλέα εξαίρεση άλλων αποτελεί την πλέον αψευδή μαρτυρία για τα ελατήρια με βάση τα οποία κινούνται όσοι ενορχηστρώνουν τη συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, για μια παρελθούσα χρονική περίοδο να διώκονται οι υπουργοί και όχι ο πρωθυπουργός και σε άλλες να διώκονται οι πρωθυπουργοί και όχι οι αρμόδιοι υπουργοί. Πρόκειται για «δύο μέτρα και δύο σταθμά» τα οποία σχετίζονται με τις χοντροκομμένες εκτιμήσεις και τις απίστευτες εικασίες που κάνουν οι «προστατευμένοι μάρτυρες».
Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να κατατίθεται από μάρτυρα το αμίμητο «Θεωρώ αντίθετο στη λογική των πραγμάτων και στα μεγέθη τόσο της εταιρείας όσο και της συγκεκριμένης παραγγελίας, ο Υπουργός Υγείας Αβραμόπουλος να έλαβε ως δώρο ποσό κάτω των 200.000 ευρώ» και αυτό να διαβιβάζεται στη Βουλή για να ασκηθεί δίωξη κατά του Έλληνα Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και δεν είναι το μόνο. Με αντίστοιχες υποθέσεις των που κάνουν οι ανώνυμοι μάρτυρες «με την κουκούλα» για τα ποσά με τα οποία μπορεί να δωροδοκήθηκαν «τυλίχθηκαν σε μια κόλλα χαρτί» εμβληματικές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής που τις συνδέει ένα κοινό στοιχείο: κανείς τους δεν έχει υποταχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι ασύλληπτες αστειότητες, πάντως, με τις οποίες επιχειρείται μέχρι στιγμής να «δεθεί» η υπόθεση, προκαλεί πολλές απορίες και κάνει αρκετούς να προβληματίζονται αν μπορεί να είναι μόνον αυτά τα στοιχεία με τα οποία αναμένουν οι παρασκηνιακοί ενορχηστρωτές να πετύχουν να διωχθούν δύο πρώην πρωθυπουργοί, ο κεντρικός τραπεζίτης, ο Επίτροπος και σημαίνοντα στελέχη του Κοινοβουλίου όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Ανδρέας Λοβέρδος ή ο Άδωνις Γεωργιάδης. «Είναι αδύνατον», λένε, «να εστάλησαν τσάπρα – πάτρα στη Βουλή καταθέσεις, που δόθηκαν ακόμη και την Κυριακή του συλλαλητηρίου, χωρίς να έχουν ανοίξει λογαριασμοί που να αποδεικνύουν τη ροή του μαύρου χρήματος και δίχως να έχουν κληθεί για εξέταση εκείνοι που καταγγέλλεται ότι μοίραζαν τα λεφτά με τις βαλίτσες».
Οι προβληματισμοί είναι εύλογοι, η απάντηση, ωστόσο, είναι μάλλον εύκολη: αν υπήρχε κάτι άλλο θα το είχαμε διαβάσει στον Τύπο ή στο Διαδίκτυο, όπως διαβάσαμε μήνες πριν τα περισσότερα από όσα βλέπουμε τώρα στις καταθέσεις των προστατευμένων μαρτύρων που δόθηκαν… μεταγενέστερα. Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, με ποιους έχουμε να κάνουμε. Μιλάμε για τους ανθρώπους που χάλασαν τον κόσμο με τις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς και άλλες, αλλά στο τέλος εισέπραξαν κάτι πενταροδεκάρες αντί για τα δισεκατομμύρια που έλεγαν ότι περίμεναν.
Είναι οι ίδιοι που έβλεπαν παντού σκάνδαλα και δωροδοκίες, από τον υποτιθέμενο χρηματισμό των βουλευτών των ΑΝΕΛ για να ψηφίσουν Σταύρο Δήμα έως το ΚΕΕΛΠΝΟ και τρία χρόνια τώρα δεν έχει γίνει απολύτως που να επιβεβαιώνει τις διαστάσεις που έδιναν σε ανύπαρκτες και συχνά κατασκευασμένες ή χαμηλής σημασίας υποθέσεις. Είναι στο τέλος – τέλος οι τύποι που αυταπατώνταν ότι, σκίζοντας το Μνημόνιο, οι ξένοι «θα μας παρακαλούν  να μας δανείσουν».

Με αυτά και με άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια κέρδισαν τις καρέκλες που έχουν. Γιατί, λοιπόν, να μην θέλουν τώρα να τις κρατήσουν με την «υπόθεση Novartis» που μοιάζει και με σκάνδαλο; Η απάντηση βρίσκεται στο πόσοι τους πιστεύουν πια. Ή, καλύτερα, στο πόσοι βαρέθηκαν την κοροϊδία και τον καθεστωτισμό και θα πάνε στις κάλπες των επόμενων εκλογών να τους μαυρίσουν. «Η λογική των πραγμάτων…», όπως θα έλεγε και ο προστατευμένος μάρτυρας με την κουκούλα.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Με τη φόρα που πήραν, θα ξεπεράσουν και τον… Άδωνι!



            Ακούγοντας τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να μιλάει την περασμένη Τρίτη στη Βουλή βεβαιώθηκα ότι, αν δεν συμβεί κανένα μείζον πολιτικό ατύχημα και βρεθεί συντομότερα από όσο υπολογίζουν ορισμένοι μακριά από τον προσφιλή του εξουσία, δεν θα βραδύνει ο χρόνος που θα τον απολαύσουμε να μας περιγράφει το success story της διακυβέρνησης του.
            Ήδη από το Νταβός, στο οποίο κάνοντας πέτρα την ταξική ψυχή του υποχρεώθηκε να ταξιδέψει, μας κάλεσε, ως άλλος… Αντώνης Σαμαράς, «να μην χάσουμε τη μεγάλη ευκαιρία για Grecovery», καταφεύγοντας, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό στην επίκληση του ίδιου όρου που χρησιμοποιούσε η προηγούμενη κυβέρνηση για να περιγράψει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που κάθε τόσο έρχεται και ολοένα χάνεται στον δρόμο.
            Αλλά και στη συζήτηση στη Βουλή ήταν απολαυστικό να ακούς τον μέχρι πρότινος απόλυτο αρνητή των πάντων κ. Τσίπρα να εμφανίζεται ως πούρος μεταρρυθμιστής και να υπογραμμίζει την επιτακτική αναγκαιότητα να γίνουν επώδυνες αλλαγές στο Ασφαλιστικό για να μην καταρρεύσει το σύστημα.
Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να πείσει το ελληνικό Κοινοβούλιο και δι΄ αυτού τον ελληνικό λαό ότι «η συζήτηση για το ασφαλιστικό δεν γίνεται επειδή οι δανειστές μας ζητάνε μία μείωση της ετήσιας δαπάνης στο 1% του ΑΕΠ», αλλά διότι οι κυβερνώντες κατελήφθησαν αίφνης από μεταρρυθμιστικό οίστρο.
«Σήμερα συζητάμε για το ασφαλιστικό, γιατί πολύ απλά, αν δεν πάρουμε μέτρα, το σύστημα θα καταρρεύσει», είπε ο ίδιος αμέσως μετά. «Αν δεν πάρουμε μέτρα, θα χρειάζονται συνεχώς τεράστια επιπλέον ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό για την καταβολή των συντάξεων, που υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες είναι αδύνατον να βρεθούν», υποστήριξε ο άνθρωπος που δώδεκα μήνες πριν υποσχόταν, ανάμεσα σε τόσα πολλά άλλα, ότι θα χορηγούσε 13η σύνταξη.
Μπροστά στον «μεταμφιεσμένο» κ. Τσίπρα, ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Άδωνις Γεωργιάδης θα έπρεπε να ένοιωθε πολύ μειονεκτικά, βλέποντας πλέον να τον ξεπερνούν εκείνοι που του είχαν ασκήσει τέτοια πολεμική όταν πριν από δύο και πλέον χρόνια, ως υπουργός Υγείας είχε εκστομίσει τη φοβερή και τρομερή έκφραση «έχω βαρεθεί να κάνω το αυτονόητο και να καρπώνεται τη δόξα ο Πολ Τόμσεν».
Τί και αν ο κ. Γεωργιάδης διευκρίνιζε τότε ότι η συγκεκριμένη αποστροφή του για τη «δόξα», η οποία αφορούσε το ενδεχόμενο να απολυθούν οι γιατροί θα κρινόταν ακατάλληλοι στην αξιολόγηση, «είχε την έννοια της ευθύνης και όχι της φήμης»; Ο σάλος που είχε ξεσηκωθεί ήταν τόσος ισχυρός που δεν άφηνε περιθώρια στις διευκρινίσεις.
Στη σκληρή εκείνη εποχή της αντιμνημονιακής υστερίας το μόνο που μετρούσε ήταν οι εντυπώσεις και η εκμετάλλευσή τους ώστε να αποκτήσουν αντιμνημονιακά εύσημα οι παθιασμένοι διεκδικητές της εξουσίας που με αστείους ισχυρισμούς του τύπου «υπάρχει ένας άλλος κόσμος εφικτός» και μεγαλόστομες πομφόλυγες του στυλ «οι άνθρωποι πάνω από τους αριθμούς», δεν επέτρεπαν σε κανέναν να μιλάει για στοιχεία και αριθμούς.
Κάνοντας ακριβώς το αντίθετο, ο κ. Τσίπρας προσπάθησε την Τρίτη στη Βουλή να παρουσιάσει μια ωραιοποιημένη εικόνα. «Η χώρα, παρά τις αδυναμίες και τις δυσκολίες, κατάφερε σε μια χρονιά με capital controls και με μια σκληρή διαπραγμάτευση να υπερβεί τον στόχο του προϋπολογισμού που εσείς ψηφίσατε για το 2015, δηλαδή τα έσοδα, κατά 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ», είπε απευθυνόμενος στην αντιπολίτευση.
«Και έτσι η εκτίμηση ότι θα είχαμε πρωτογενές έλλειμμα το 2015 κατά 0,25%, τώρα αναθεωρείται και κλείνουμε με πρωτογενές πλεόνασμα 0,4%», συμπλήρωσε… καταχεριάζοντας τους αντιπάλους της κυβέρνησης του που αμφισβητούσαν την επιτυχία του. «Αυτή είναι η καταστροφή η μεγάλη στην οικονομία, όταν εσείς διώξατε πλούτο 50 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα σε πέντε χρόνια;», αναρωτήθηκε μάλλον με θράσος, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι επαιρόταν για επιτεύγματα πολύ κατώτερα εκείνων που είχαν πετύχει εκείνοι τους οποίους εγκαλούσε.
Έφθασε, μάλιστα, στο σημείο να χρησιμοποιήσει την έκφραση ότι «τα νούμερα αποτυπώνουν μια πραγματικότητα» για να αποδείξει ότι, με κάποιον… μαγικό τρόπο και παρά τη μηδενική ανάπτυξη που υπήρξε τον τελευταίο χρόνο, «η ανεργία που τον Ιανουάριο του 2015 ήταν 25,9%, σήμερα είναι 24,4%» και «η μείωση αυτή κατά 1,5% είναι 170 (περισσότερες) χιλιάδες θέσεις εργασίας», οι οποίες είναι άγνωστο πως και σε ποιους κλάδους της οικονομίας δημιουργήθηκαν.
Το πιο ωραίο από τα ωραία, όμως, ο κ. Τσίπρας το φύλαγε για το τέλος της δευτερολογίας του, την οποία έκλεισε εγκαλώντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ονομαστικά τον αρχηγό της ΝΔ επειδή δεν δέχονται το περιβόητο σχέδιο Κατρούγκαλου για το Ασφαλιστικό, εκ των προτέρων και χωρίς καν να είναι σε γνώση τους οι οικονομικές επιπτώσεις στο ύψος των μελλοντικών εισφορών και στις τελικές περικοπές των συντάξεων.
«Θα την ψηφίσετε αυτήν τη μεγάλη τομή; Θα έρθετε μαζί μας;», ήταν τα -εν είδει διλήμματος- ερωτήματα που έθεσε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προς τους αντιπάλους του. Και χωρίς να περιμένει απάντηση –ίσως γιατί την πιθανολογούσε- την… έπεσε σε αυτόν που υποτίθεται ότι ήθελε μαζί του: «Αλλά δεν είστε ούτε μεταρρυθμιστής. Γιαλαντζί μεταρρυθμιστής είστε, κύριε Μητσοτάκη», του είπε σε επιθετικό τόνο.
Έπειτα από όλα αυτά, μην απορήσετε αν τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες ακούσουμε τον κ. Τσίπρα και τους συνεργάτες του να κραυγάζουν: «Έχουμε βαρεθεί να κάνουμε το αυτονόητο και να καρπώνεται τη δόξα ο Πολ Τόμσεν». Και μην εκπλαγείτε αν οσονούπω ο Άδωνις Γεωργιάδης εγκληθεί ότι, παρότι ψήφισε όλα τα Μνημόνια, δεν υπήρξε παρά ένας «γιαλαντζί φιλοτροϊκανός». Αχ, πλανεύτρα εξουσία!