Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ενημέρωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ενημέρωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Τα μέσα ενημέρωσης είναι αδηφάγα, κυρίως με όσους τα τροφοδοτούν


Τον Μάρτιο του 2012 είχαμε χαλάσει τις καρδιές μας με ορισμένους γνωστούς μου, οι οποίοι, γοητευμένοι από τον αντιμνημονιακό οίστρο της εποχής, επέχαιραν με τις έντονες διαμαρτυρίες που λάμβαναν χώρα σε συναυλίες του Γιώργου Νταλάρα σε διάφορες γειτονιές της πρωτεύουσας.

Ο λόγος της διαφωνίας μας ήταν ότι οι γνωστοί μου δεν εύρισκαν προβληματικό το γεγονός ότι ομάδες δήθεν «αγανακτισμένων πολιτών» επέδραμαν και διέλυαν τις συναυλίες του γνωστού τραγουδιστή με αποδοκιμασίες, εκτοξεύοντας εναντίον του ίδιου και των μουσικών που τον συνόδευαν στη σκηνή κάδους με σκουπίδια ή νεράντζια και κραδαίνοντας πανό  που έγραφαν το σύνθημα: «Έξω οι Νταλάρες από τις γειτονιές»!

Ο ίδιος ο -κατά λοιπά λαλίστατος- αοιδός έμεινε τότε άφωνος αποφεύγοντας να κάνει αυτό που έκανε τούτες τις μέρες όταν τα έβαλε με τους «μαρκουτσοφόρους» των μεσημεριανών τηλεοπτικών εκπομπών που -διόλου αδικαιολόγητα- τον πολιορκούσαν για να του ζητήσουν… διευκρινίσεις για όσα απαξιωτικά σχόλια είχε εξαπολύει νωρίτερα κατά συναδέλφων του καλλιτεχνών. Τους οποίους ομότεχνους του θεώρησε σωστό να στοχοποιήσει είτε επειδή, κατά την άποψή του, δεν είναι όσο καλλίφωνοι θεωρεί ότι είναι ο ίδιος, είτε διότι υπέπεσαν στο… αμάρτημα να κάνουν διαφημίσεις προϊόντων που δεν ετύγχαναν της αρεσκείας του κ. Νταλάρα.

Προφανώς και δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλοι όσοι επικροτούσαν τότε τις αθλιότητες κατά του τραγουδιστή είναι πάνω κάτω οι ίδιοι που επαινούν τώρα τις προσβλητικές επιθέσεις του κατά των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης προς τους οποίους απηύθυνε το δήθεν καταλυτικό ερώτημα αν είναι περήφανοι οι γονείς και οι συγγενείς τους με τη συμπεριφορά τους. Ο ίδιος, άραγε, αναρωτήθηκε αν οι  δικοί του συγγενείς ήταν πάντα σύμφωνοι με τη δική του συμπεριφορά; Ή προβληματίστηκε ίσως με το πως εξέλαβαν οι πολίτες τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχθηκε την αντίδρασή του ο «αψύς» Παύλος Πολάκης και οι κάθε λογής «πολακιστές»;     

Όπως και να έχει, ο ρόλος των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης -ανεξάρτητα από τον τομέα που υπηρετούν- δεν είναι άλλος από το να κάνουν τις πλέον άβολες ερωτήσεις χωρίς να επηρεάζονται από το ενδεχόμενο να φέρουν σε δύσκολη θέση όλους εκείνους προς τους οποίους απευθύνονται. Έτσι ακριβώς συνέβη τις προηγούμενες ημέρες -και μπράβο στα νέα παιδιά που έκαναν κάτι που οι πρεσβύτεροι δύσκολα κάνουμε…- όταν ο Νταλάρας εκλήθη να δώσει εξηγήσεις για όσα είχε δηλώσει νωρίτερα και αφορούσαν κυρίως ομότεχνους του.

Εφόσον ο διάσημος τραγουδιστής δεν επιθυμούσε να απαντήσει στα… ανεπιθύμητα ερωτήματα που δέχθηκε, ήταν πολύ απλό αυτό που μπορούσε να κάνει: θα απαντούσε με το στερεότυπο «κανένα σχόλιο» και θα προσπερνούσε τα «μαρκούτσια» τα οποία είχαν απλωθεί μπροστά του. Οι νεαροί «μαρκουτσοφόροι» δεν διέθεταν την παραμικρή εξουσία για να τον υποχρεώσουν να απαντήσει στα ερωτήματά τους.

Κακά τα ψέματα, για όποιον δεν καθοδηγείται από τις ιδεοληπτικές εμμονές του, η αυταπόδεικτη αλήθεια είναι ότι -σχεδόν χωρίς εξαίρεση- οι κάθε είδους διάσημοι αρέσκονται στην αναπαραγωγική και δοξαστική διάσταση των μέσων ενημέρωσης και εξεγείρονται κάθε φορά που εκδηλώνεται η κριτική και αποδομητική εκδοχή του ρόλου τον οποίο καλούνται να διαδραματίσουν.

Είτε αφορά πρωταγωνιστές της καλλιτεχνικής ζωής, είτε όσους έχουν ή διεκδικούν κεντρικούς ρόλους σε άλλους τομείς της δημόσιας σφαίρας, ο σχεδόν απαράβατος κανόνας είναι ότι οι πάντες αισθάνονται ικανοποίηση μόνον όταν οι φορείς της ενημέρωσης λειτουργούν ως προπαγανδιστικοί μηχανισμοί προβολής τους. Αν, αντιθέτως, τολμήσουν να κινηθούν διαφορετικά, θέτοντας διευκρινιστικά ερωτήματα, γίνονται αυτομάτως κατακριτέοι, πρωτίστως από όλους εκείνους οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής τους.

Είναι προφανές ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνική ζωή, που εκπροσωπεί ο Γιώργος Νταλάρας. Επεκτείνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς που αποτελούν πεδίο άντλησης ειδησεογραφικής ύλης. Αρέσει ή όχι στους πρωταγωνιστές των εξελίξεων, η βασική δουλειά των μέσων ενημέρωσης στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και λοιπή δημόσια ζωή είναι να θέτουν ερωτήματα και να ζητούν απαντήσεις.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι οι  «μεσημεριανές» τηλεοπτικές εκπομπές αποτελούν το πρότυπο της δημοσιογραφίας. Ας μου επιτραπεί, μάλιστα, να εξομολογηθώ ότι, αν και προσωπικά δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ μια ολοκληρωμένη τέτοια εκπομπή και ό,τι ξέρω για αυτές αποτελεί προϊόν δευτερογενούς ενημέρωσης, αυτό δεν με οδηγεί σε συμφωνία με τις απόψεις όσων σπεύδουν να τις καταδικάσουν μόνον όταν δεν βολεύονται από τη θεματολογία τους.

Η αλήθεια είναι ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές είναι αδηφάγες. Όπως, άλλωστε, είναι εν γένει τα μέσα ενημέρωσης, αναλόγως με τον τομέα στον οποίο εξειδικεύονται και στο κοινό στο οποίο απευθύνονται. Η ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια είναι ότι πολύ συχνά η «πρώτη ύλη» τους προέρχεται από εκείνους που τα τροφοδοτούν για τους δικούς τους λόγους. Δείτε, για παράδειγμα, από όσους είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας (είτε πρόκειται για πολιτικούς, επιστήμονες, καλλιτέχνες ή κάθε είδους celebritys), πόσοι είναι εκείνοι που από μόνοι τους έχουν παραχωρήσει το υλικό της αποδόμησής τους.

Η σύγκριση ανάμεσα στη σημερινή και στην προηγούμενη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι άκρως χαρακτηριστική. Ο Αλέξης Τσίπρας κράτησε την προσωπική και οικογενειακή του ζωή μακριά από τα φώτα των κουτσομπολίστικων εκπομπών και έτσι ουδείς ασχολήθηκε με τη σύζυγο, τα παιδιά ή τα σκυλιά του. Ο Στέφανος Κασσελάκης, που τον διαδέχθηκε, θεώρησε ότι είναι καλό για τον ίδιο να βρεθούν απέναντι τον μεγεθυντικό των ενημερωτικών μέσων ο σύζυγός του, ο σκύλος του και εν γένει οι επιλογές του που δεν αφορούσαν αυτές καθεαυτές τις πολιτικές του θέσεις.

Όπως ο Νταλάρας, έτσι και ο Κασσελάκης ανακάλυψε με σχετική καθυστέρηση ότι το παιχνίδι με τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι μονοδιάστατο και δεν παίζεται με τους κανόνες που θέλει να χαράξει όποιος διεκδικεί την αίγλη της προβολής τους. Χωρίς να αποτελεί απόδειξη ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ μαθαίνει όσο γρήγορα ισχυρίσθηκε ότι μπορεί να το κάνει, γεγονός είναι ότι από την απόλυτη υπερέκθεση, στην οποία κατέφυγε όταν εμφανίστηκε στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το τελευταίο διάστημα κινείται στον αντίποδα, επιλέγοντας την «εξαφάνιση» από το προσκήνιο που παρακολουθήσαμε τις προηγούμενες ημέρες με το «κρυφτούλι» των Σπετσών.

Για να μην αδικήσουμε, πάντως, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι και οι νυν κυβερνώντες δεν απέχουν από την ίδια νοοτροπία. Απλώς δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για να αισθανθούν και εκείνοι ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν χειραγωγούνται. Και όσο και αν καταφέρει κάποιος να τα χειραγωγήσει, αυτό δεν ισχύει δια παντός. Διότι, έτσι θα χάσουν την «πρώτη ύλη» και άρα την επιρροή τους στην κοινή γνώμη.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Ας μη μας κουνούν το δάκτυλο…

Την περασμένη Τρίτη έγιναν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροέδρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μεταξύ των (επαν)εκλεγέντων ήταν και δύο Έλληνες ευρωβουλευτές: η Εύα Καϊλή από το Κίνημα Αλλαγής και ο Δημήτρης Παπαδημούλης από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο τρόπος με τον οποίο υποδέχτηκαν τα μέσα ενημέρωσης ήταν εντελώς διαφορετικός. Η πλειονότητα των μέσων -στην Ελλάδα και διεθνώς- στάθηκε στην εκλογή από τον πρώτο γύρο της Εύας Καϊλή και έγραψε ότι ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη δέκατος τρίτος και σχεδόν… καταϊδρωμένος, αφού χρειάστηκε να γίνουν τρεις κατά σειράν ψηφοφορίες μέχρις ότου καταφέρει να λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία.

«Αντιπρόεδρος με το 75% των ψήφων της Ευρωβουλής», πανηγύριζαν το ίδιο βράδυ και την επόμενη μέρα τα προσκείμενα στην αξιωματική αντιπολίτευση μέσα τα οποία κάτω από την φωτογραφία του κ. αντιπροέδρου προσέθεταν: «Μεγάλη προσωπική επιτυχία». Εννοείται του κ. Παπαδημούλη. Μέσα στο κείμενο εύρισκε κανείς πιο κάτω, κάτι ως ειρήσθω εν παρόδω, ότι είχε εκλεγεί και η Καϊλή χωρίς να δίνονται διευκρινίσεις για το σε ποιον γύρο συνέβη αυτό και ούτε αν η σειρά κατάταξης της ήταν ή όχι επιτυχία της. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν διαφορετικά το ίδιο γεγονός. Και εξίσου βέβαιον είναι ότι δεν θα είναι και η τελευταία. Είτε πρόκειται για κάτι τόσο ανούσιο, όπως το προκείμενο με την οριακή εκλογή του κ. Παπαδημούλη, είτε για πολύ σοβαρότερα ζητήματα. Τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, «βλέπουν» με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους πολίτες – αναγνώστες, τηλεθεατές και ακροατές- που τα παρακολουθούν και τα προτιμούν ή δεν τα προτιμούν.

Υπό αυτή την έννοια, το ποιες ειδήσεις μεταδίδει ένα μέσο ενημέρωσης και ο τρόπος με τον οποίο τις αξιολογεί και τις μεταδίδει είναι θέμα που σχετίζεται άμεσα με την αναγνωσιμότητα, την ακροαματικότητα και τη θεαματικότητα που έχει. Αν διαστρεβλώνει τα γεγονότα ή τα παρουσιάζει με τους παραμορφωτικούς της κομματικής ή όποιας άλλης προπαγάνδας, το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα που θα έχει είναι να το εγκαταλείψει το κοινό του. Το έργο το έχουμε δει πάμπολλες φορές στο παρελθόν και θα το δούμε και στο μέλλον.

Οι αυταπόδεικτες αυτές αλήθειες, οι οποίες ισχύουν σε ολόκληρη την υφήλιο από τη ημέρα που η μετάδοση των πληροφοριών έπαψε να γίνεται από στόμα σε στόμα και μετατράπηκε σε επαγγελματική υπόθεση, αμφισβητούνται εντόνως την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας από ένα συγκεκριμένο «σύστημα» το οποίο δεν μπορεί να ανεχθεί τη διαφορετική άποψη ή να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μπορεί κάποιος να σκέπτεται αλλιώς χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί προϊόν διαστρεβλωτικής ιδιοτέλειας. Επειδή ενδεχομένως όσοι σκέπτονται έτσι κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια ή έχουν ως πρότυπο την ομοιομορφία που επιβάλουν αυταρχικά καθεστώτα. 

Στα χρόνια της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ όποιο μέσο ενημέρωσης ή μεμονωμένος δημοσιογράφος διανοούνταν να ασκήσει κριτική, την επόμενη στιγμή καθίστατο στόχος με ανοίκειους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύονταν εναντίον του. Αποκορύφωμα της απόπειρας ποδηγέτησης ήταν ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες, όπως και η Εξεταστική Επιτροπή για τα οικονομικά των μέσων ενημέρωσης στην οποία οι κλήσεις για κατάθεση έγιναν με επιλεκτικά κριτήρια και προφανή στόχο να εκτεθούν όσοι καλούνταν προς εξέταση.

Οι εξαιρέσεις που έγιναν ήταν κραυγαλέες, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τον γνωστό εκδότη που, όπως αποκαλύπτεται τώρα, άφησε πίσω του μια αμύθητης αξίας περιουσία που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την εμφανή επαγγελματική του δραστηριότητα. Παρότι υπήρξαν πολλές αφορμές (λίστα Lagarde, Panama Papers, διαφημιστική δαπάνη των προηγούμενων χρόνων κ.ά.) που μπορούσαν να κάνουν τις ελεγκτικές αρχές να ασχοληθούν μαζί του, έμεινε μέχρι τέλους στο απυρόβλητο ίσως γιατί ως κήνσορας της επιστροφής στη δραχμή δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή για την ΣΥΡΙΖΑϊκή εξουσία. 

Η πραγματική επιδίωξη, άλλωστε, ήταν άλλη. Έπρεπε πάση θυσία να ενοχοποιηθούν και να αφανιστούν όλοι όσοι πήγαιναν κόντρα στο κυρίαρχο αφήγημα εκείνης της περιόδου. Και προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, όλα τα μέσα ήταν επιτρεπτά. Με ψευδομάρτυρες, όπως οι δήθεν «προστατευόμενοι» στην υπόθεση Novartis, που οι καταθέσεις τους έβλεπαν το φως της δημοσιότητας σε φίλια μέσα πριν καν δοθούν, και με κάθε είδους απίθανες κατασκευές, όπως οι διαβόητες κρύπτες με τα στοιχεία πίσω από τις γυψοσανίδες του ΚΕΕΛΠΝΟ, δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν μεθόδους που παρέπεμπαν ευθέως σε πολιτικό υπόκοσμο. 

Το αδιαμφισβήτητο φιάσκο στο οποίο οδηγήθηκαν η μια μετά την άλλη οι υποτιθέμενες «καθαρτήριες» απόπειρες της περιόδου 2015-2019, ωστόσο, δεν φαίνεται να συνέτισαν τους εμπνευστές του διαχωρισμού των ΜΜΕ σε αρεστά και μη. 

Αντί μετά τις εκλογές να αλλάξουν ρότα και να δουν πόσο τους κόστισε ο φαντασιακός κόσμος στον οποίο ζούσαν όταν ήταν «στα πράγματα», συνεχίζουν ακάθεκτοι την ίδια κοντόφθαλμη στρατηγική. 

Η εμφανής δημοσκοπική τους κακοδαιμονία εξακολουθεί να αποδίδεται στον (…αργυρώνητο) ρόλο των μέσων ενημέρωσης. Έτσι κάθε φορά που τα τελευταία επισημαίνουν τις άβολες αλήθειες οι οποίες ανακύπτουν από την τρέχουσα επικαιρότητα, επικρίνονται ως «πετσωμένα». Μια τουλάχιστον αστεία επίκριση αν λάβει κανείς υπόψη του τα πραγματικά μεγέθη της περιλάλητης «λίστας Πέτσα» με την οποία υποτίθεται ότι η σημερινή κυβέρνηση καταφέρνει να ελέγξει το τοπίο της ενημέρωσης. 

Το γεγονός ότι τα μέσα που υιοθετούν τις δικές τους προσεγγίσεις βολοδέρνουν, επειδή δεν βρίσκουν ακροατήριο, ούτε που τους απασχολεί. Αμετανόητοι, συνεχίζουν να κουνούν απειλητικά το δάχτυλο, παρόλο που τους παίρνουν όλο και λιγότεροι στα σοβαρά…

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Να καταργηθούν οι αρχισυντάκτες!

 «Είσαστε συμπαθής ως φυσιογνωμία, έχετε και μουστάκι, αλλά εγώ θα σας ζητήσω να παραιτηθείτε. Γιατί λόγω της θέσεως σας δεν διαφυλάξατε την αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών της χώρας».

Με αυτά ακριβώς τα λόγια -μάρτυς μου η γνωστή πλατφόρμα «YouTube», στην οποία μπορεί να αναζητήσει ο καθένας το σχετικό βίντεο- απευθύνθηκε προς τον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) Αθανάσιο Κουτρουμάνο ο βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ Παύλος Πολάκης στην τελευταία συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας που είχε στην ημερήσια διάταξή της τα πεπραγμένα της ανεξάρτητης αρχής η οποία είναι αρμόδια για τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου.

Μετά την περιώνυμη «λίστα Πέτσα», η αξιωματική αντιπολίτευση βρήκε, όπως φαίνεται, έναν ακόμη λόγο για να δικαιολογήσει την επικοινωνιακή κακοδαιμονία που την κατατρέχει. Είναι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης που, κατά τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επεμβαίνει στα μέσα ενημέρωσης για να τα υποχρεώσει να μεταδίδουν τις ειδήσεις με τρόπο που να τυγχάνει της αρεσκείας της Κουμουνδούρου.

Το πώς ακριβώς μπορεί να το επιτύχει αυτό ο κ. Κουτρουμάνος, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, τοποθετήθηκε στη θέση που κατέχει επί της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και ως πρόσωπο κοινής αποδοχής, δεν μας το διευκρινίζουν. Δεν μας λένε, δηλαδή, αν ο πρόεδρος του ΕΣΡ θα πρέπει να απειλεί, ως άλλος Πολάκης, τους δημοσιογράφους ότι θα τους… θάψει τρία μέτρα κάτω από τη γη ή αν θα πρέπει να καταργήσει τους αρχισυντάκτες των ειδήσεων και να αναθέσει στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ την αρμοδιότητα να καθορίζουν τη σειρά, τη διάρκεια και το περιεχόμενο των θεμάτων που θα μεταδίδονται στα δελτία.

Χωρίς, για να είμαστε ειλικρινείς, να είναι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ οι πρώτοι και οι μόνοι διδάξαντες την επίκληση του ΕΣΡ κάθε φορά που πολιτικές δυνάμεις δεν ικανοποιούνται με τον τρόπο μετάδοσης των ειδήσεων, πρέπει να επισημάνουμε ότι το κόμμα που βρίσκεται αυτή την περίοδο στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διακατέχεται εδώ και χρόνια από μια ακόρεστη διάθεση ελέγχου και ποδηγέτησης της ενημέρωσης: ηλεκτρονικής και έντυπης.

Τις ίδιες, λίγο ως πολύ, καταγγελίες για «μεροληψία» εις βάρος τους που εξαπολύουν τώρα κατά των μέσων ενημέρωσης εκτόξευαν και όταν ήταν ξανά στην αντιπολίτευση και κυρίως την περίοδο 2012-2014 όταν έβαζε στο στόχαστρο ή και σε καραντίνα κανάλια και δημοσιογράφους που τους ασκούσαν κριτική. Η υποτιθέμενη «μεροληψία», βεβαίως, ουδόλως τους εμπόδισε να κερδίσουν τις εκλογές όταν το επέτρεψαν οι πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες στη χώρα. Αλλά αυτό δεν… μετράει, διότι οι ίδιοι πιστεύουν ότι νίκησαν χάρις στο ανυπέρβλητο πολιτικό τους… διαμέτρημα που απεδείκνυαν με τις σκευωρίες περί δήθεν εξαγοράς στελεχών των ΑΝΕΛ που έστηναν σε τηλεοπτικά πρωινάδικα.

Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν βρέθηκαν στη διακυβέρνηση της χώρας. Δεν ήταν μόνον ο διαγωνισμός – «παρωδία» με τον οποίο επεχείρησαν να δώσουν τηλεοπτικές άδειες μόνον σε αρεστούς. Ούτε ο ασφυκτικός θάνατος που προσπάθησαν να επιβάλουν στα έντυπα που τους ασκούσαν κριτική. Ήταν, πολύ περισσότερο, η απροκάλυπτη διακήρυξη (στις 10 Σεπτεμβρίου 2016) από την τότε κυβερνητική εκπρόσωπο Όλγα Γεροβασίλη ότι είναι «δικαίωμα και υποχρέωση της κυβέρνησης στη Δημοκρατία» να επισημαίνει στα κανάλια πώς θα ενημερώνουν τους πολίτες «ειδικά όταν θεωρεί ότι η πρακτική αυτή υποκρύπτει σκοπιμότητα».

Αυτή και μόνον η δήλωση θα έπρεπε να τους κάνει σήμερα να σιωπούν αντί να φωνασκούν. Αλλά ποιος έχασε τη ντροπή να τη βρουν οι πολιτικοί που έστησαν ολόκληρη Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης, χωρίς να βγάλουν απολύτως τίποτε; Αλλά πώς να έβγαζαν ο,τιδήποτε όταν τα πιο επισφαλή χρέη και τα μεγαλύτερα θαλασσοδάνεια τα είχαν οι υποστηρικτές τους που έπρεπε να μείνουν –και έμειναν- στο απυρόβλητο;

Με το ίδιο θράσος που άνοιξαν και έκλεισαν εκείνη την Επιτροπή συνεχίζουν τώρα το ίδιο τροπάρι για τα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ που «δεν μας παίζουν». Μόλις χθες από το βήμα της Βουλής ο Αλέξης Τσίπρας ισχυριζόταν για πολλοστή φορά ότι «προφανώς ξέρω ότι αυτά που λέω δεν θα παίξουν…». Αμέσως μετά, ωστόσο, ο ίδιος πρόσθετε… παραδόξως κάτι λογικό: «Δεν είμαστε στην εποχή της ΥΕΝΕΔ. Ευτυχώς υπάρχουν και τα social media».

Οπότε; Αν όντως έχουν ενδιαφέρον αυτά που λέει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι… φαεινές του προτάσεις, σαν αυτή για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της Επιτροπής των Λοιμοξιολόγων, κανείς δεν μπορεί να θέσει εμπόδιο για να μαθευτούν από την κοινή γνώμη. Άλλωστε, το κόμμα του κ. Τσίπρα είναι από τα λίγα που έχει –εκτός από τα φιλικά και- ιδιόκτητα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, παρόλο που υπερπροβάλουν τις θέσεις του –ή μήπως γι΄ αυτό;- δεν προτιμώνται παρά από ένα πολλοστημόριο όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ.

Με μια αρκούντως αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία τους τα περισσότερα αμερικανικά κανάλια διέκοψαν την επομένη των προεδρικών εκλογών τη μετάδοση ομιλίας του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επειδή θεώρησαν αβάσιμα τα όσα εκείνος έλεγε περί καλπονοθείας. Δεν ξέρω εάν φταίει που δεν έχει… μουστάκι ο Ατζίτ Πάι, ο επικεφαλής της Federal Communications Commission (FCC), που είναι το κρατικό όργανο ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στις ΗΠΑ, αλλά κανείς δεν του ζήτησε να παραιτηθεί.

Πολύ περισσότερο δεν του ζητήθηκε να καταργήσει τους αρχισυντάκτες των ειδησεογραφικών καναλιών και να δώσει τις θέσεις τους στο επικοινωνιακό επιτελείο του… θιγόμενου Ντόναλντ Τραμπ για να φτιάχνει τη σκαλέτα των δελτίων ειδήσεων.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Η αυτοθυματοποίηση και οι μομφές «στον βρόντο»

 Η πρόταση μομφής εναντίον της (όποιας) κυβέρνησης, ή ενός μεμονωμένου στελέχους της, είναι το ισχυρότερο κοινοβουλευτικό όπλο που διαθέτει στη φαρέτρα της η αντιπολίτευση. Και γι΄ αυτό τον λόγο ασκείται πολύ σπάνια και σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Σύνταγμα, άλλωστε, θέτει περιορισμούς και δεν επιτρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνον μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας, όπως λέγεται στην επίσημη κοινοβουλευτική γλώσσα η αποκαλούμενη «μομφή».

Υπό αυτή την έννοια, η εγχώρια, όπως, εξάλλου, και η διεθνής κοινοβουλευτική πρακτική επιβάλει προτάσεις μομφής να υποβάλλονται σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν η αντιπολίτευση έχει βάσιμες ελπίδες να πλήξει πολιτικά την κυβέρνηση επειδή οι βουλευτές που την στηρίζουν είναι απρόθυμοι να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Και, δεύτερον, όταν από την τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης η κυβερνητική παράταξη θα υποστεί πολιτική φθορά επειδή θα αδυνατεί να βρει πειστικά επιχειρήματα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της στην επίθεση που θα της εξαπολύσει η αντιπολίτευση.

Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο σε ποια από τις δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να ενταχθεί η «μομφή» που κατέθεσε την Πέμπτη ο αρχηγός της αξιωματικής Αλέξης Τσίπρας αντιπολίτευσης κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον συζητούμενο στη Βουλή Πτωχευτικό Κώδικα. «Επενδύει», άραγε, σε διαφοροποίηση βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι μπορεί να μην πουν «όχι» στην ψηφοφορία της Κυριακής; Ή, μήπως, ελπίζει ότι τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης δεν θα έχουν επιχειρήματα να υπερασπιστούν τον κ. Σταϊκούρα;

Η πραγματικότητα βοά ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι πιθανό να συμβεί. Για όποιον δεν εθελοτυφλεί, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ δεν βρίσκεται -σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, διότι αργότερα δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να γίνει- σε κατάσταση τέτοια που να πιθανολογεί κάποιος ότι θα εκφραστεί κατά του υπουργού Οικονομικών σε μια ανοιχτή συζήτηση που καταλήγει σε φανερή ονομαστική ψηφοφορία. Δεν θα έκανε ακόμη και δεν ίσχυε η αυτονόητη αλήθεια ότι ο κ. Σταϊκούρας δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να βάλει την υπογραφή του κάτω από ένα νομοσχέδιο το οποίο αποτελεί προϊόν συνολικής κυβερνητικής βούλησης.

Πολύ περισσότερο που, καλώς ή κακώς, για τα στελέχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι ένα θετικό νομοσχέδιο το οποίο δίνει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Είναι ένας ισχυρισμός που θα ακουστεί κατά κόρον στην τριήμερη συζήτηση. Και θα προστίθεται στην επιχειρηματολογία ότι οι μαζικοί πλειστηριασμοί άρχισαν (σ.σ.: όποιος αμφιβάλει ας ρωτήσει τον πρώην υπουργό Παναγιώτη Λαφαζάνη που αντιμετωπίζει διώξεις επειδή προσπαθούσε να τους ματαιώσει…) επί των ημερών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης και στο αδιάψευστο γεγονός ότι την ίδια περίοδο ήρθη για πρώτη φορά η προστασία της πρώτης κατοικίας που είχε καθιερωθεί από τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.

Με δεδομένο, πάντως, ότι η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί κατά του υπουργού Οικονομικών εκδηλώθηκε σε μια μέρα που η επικαιρότητα κατακλυζόταν από σημαντικά γεγονότα, όπως το μήνυμα του πρωθυπουργού για την έξαρση της πανδημίας, οι συνεχιζόμενες τουρκικές προσκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και η κορύφωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Είτε στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν χάσει πλέον κάθε αίσθηση της επικοινωνιακής πραγματικότητας, είτε το μόνο που τους απασχολεί είναι να βρουν μια ακόμη ευκαιρία για να εκδηλώσουν το μένος τους κατά των μέσων ενημέρωσης.

Το έναυσμα, άλλωστε, το έδωσε με την ομιλία του στη Βουλή ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, λέγοντας προς τα κυβερνητικά έδρανα: «Αλλά να ξέρετε, αυτή η στρατηγική δε θα σας πάει πολύ μακριά. Και ο κοινωνικός αυτοματισμός αλλά και αυτό το απόλυτο που έχετε πετύχει με τα ΜΜΕ, η ΥΕΝΕΔοποίηση της ενημέρωσης, δε θα σας βγει σε καλό. Μπούμερανγκ θα σας γυρίσει. Γιατί δε καταλαβαίνετε ότι όσο να κρύψετε και να διαστρέψετε τη πραγματικότητα, όσο αυτή όχι μόνο δε βελτιώνεται αλλά επιδεινώνεται, θα σας κυνηγάει».

Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι μέχρι στιγμής η… διαστροφή της πραγματικότητας εκείνον που… κυνηγάει είναι την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βλέπει τις δημοσκοπικές επιδόσεις της να επιδεινώνονται μήνα με τον μήνα. Και εκείνο που ουσιαστικά γίνεται «μπούμερανγκ» είναι η προσπάθεια να αποδοθούν όλα τα δεινά που κατατρύχουν την Κουμουνδούρου στην περιώνυμη «λίστα Πέτσα» και στα «εξαγορασμένα μέσα ενημέρωσης».

Όσο, όμως, παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτό το κατασκευασμένο ιδεολόγημα της «αυτοθυματοποίησης», θα χάνουν το επικοινωνιακό momentum και θα βλέπουν τις προτάσσεις μομφής που καταθέτουν να… πηγαίνουν «στον βρόντο».

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Ας αναλογιστούν, τουλάχιστον, την υστεροφημία τους!



Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2012, οπότε κατέρρευσε το υφιστάμενο ως τότε πολιτικό σύστημα, όταν το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία ψήφισαν μαζί τη δανειακή σύμβαση που συνόδευε το μεγαλύτερο στην ιστορία της ανθρωπότητας κούρεμα δημοσίου χρέους, με το περιώνυμο PSI, ο Αλέξης Τσίπρας ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. Και ό,τι εύχονταν γινόταν πραγματικότητα.
Στους πενήντα και πλέον μήνες που παρήλθαν έκτοτε, ήρθαν τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Πρόσωπα, τα οποία, λόγω παρωχημένων νοοτροπιών, δεν τους έδινε κανείς σημασία και ήταν καταδικασμένα να ζουν μονίμως στο περιθώριο, βρέθηκαν αίφνης στο προσκήνιο. Ατάλαντοι και ξεπεσμένοι πολιτικάντηδες που, για διαφόρους λόγους, είχαν ξεβραστεί από την πολιτική ζωή, επανέκαμψαν και βρέθηκαν να διαδραματίζουν (συμ-)πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Αρκούσε να δηλώνει κάποιος «αντιμνημονιακός» -είτε είχε ψηφίσει Μνημόνια, είτε όχι- και να υμνολογεί τον Τσίπρα για να του συγχωρεθούν όλα τα ανομήματα και να κάνει μια νέα καριέρα. Ανεξάρτητα αν στο παρελθόν είχε υπηρετήσει την «ΠΑΣΟΚοκρατία», το «κράτος της Δεξιάς», ήταν θιασώτης του Στάλιν και του Μάο ή ε΄/ιχε φλερτάρει με τη… χούντα. Όποιος δήλωνε ΣΥΡΙΖΑ, έμπαινε αυτομάτως στη μεγάλη κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Και έβγαινε από αυτήν άσπιλος και αμόλυντος. Έτοιμος να επιβραβευτεί με την απονομή κάθε είδους αξιώματος. Κάπως έτσι είδαμε υπουργούς που, υπό άλλες συνθήκες, δηλαδή, όπως εκείνες που ισχύουν σε κανονικές χώρες, ούτε ως κλητήρες –και ας μας συγχωρήσει τον παραλληλισμό η συμπαθής τάξη των κλητήρων…- δεν θα έμπαιναν σε υπουργικά γραφεία.
Δεν ήταν, όμως, μόνον η άνεση και η απόλυτη ευχέρεια που είχε ο νυν πρωθυπουργός στις επιλογές προσώπων τις οποίες έκανε, με τον τρόπο με τον οποίο τις έκανε. Ήταν και τα όσα έλεγαν και έκαναν ο ίδιος και οι συνεργάτες του όλο αυτό το διάστημα, αποσπώντας το χειροκρότημα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού. Ακόμη και μνημειώδεις σαχλαμάρες του τύπου «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν», κατέπλησσαν τα πλήθη και προκαλούσαν ντελίριο ενθουσιασμού. Ενώ γίνονταν πιστευτές από πολύ κόσμο τερατώδεις προβοκάτσιες για, δήθεν, απόπειρες εξαγοράς βουλευτών ώστε «να μη γίνει πρωθυπουργός ο Αλέξης». Προβοκάτσιες, οι οποίες στήνονταν με τη σκηνοθετική επιμέλεια γνωστών διασκεδαστών.
Από τα μεγαλύτερα, ωστόσο, «επιτεύγματά» τους ήταν ότι οι άνθρωποι οι οποίοι, όπως και οι πλέον ανύποπτοι μπορούν πλέον να διαπιστώσουν, είχαν κάνει ρουτίνα και καθημερινότητα το «νταλαβέρι» με τους επιχειρηματίες, εμφανίζονταν ως πολέμιοι της διαπλοκής. Ποιός, για παράδειγμα, ξεχνάει ότι το υποτιθέμενο σοβαρότερο στέλεχος που διέθεταν, όταν προκλήθηκε στο Κοινοβούλιο να πει ονόματα, αντέτεινε με στεντόρεια φωνή πως «θα αποκαλύψουμε τα ονόματα της διαπλοκής εδώ μέσα όταν θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση…»;   
Ένα μεγάλο τμήμα του Ελλήνων πολιτών «κατάπιε αμάσητο» τόσο το συγκεκριμένο αυταπόδεικτο ψέμα περί του, τάχατες, πολέμου που είχαν κηρύξει στη διαπλοκή, την ώρα που ανενδοίαστα επισκέπτονταν φανερά και κρυφά εκδότες, καναλάρχες και κάθε λογής επιχειρηματίες με ισχύ. Όπως «κατάπιε» και πολλά άλλα μικρότερα και μεγαλύτερα ψέματα. Χαρίστηκε στον Τσίπρα και στην παρέα του ακόμη και για την αθέτηση της μείζονος υπόσχεσης ότι δεν θα υπέγραφαν ποτέ Μνημόνιο. Και του έδωσε απλόχερα μια δεύτερη ευκαιρία, αφήνοντας μάλιστα εκτός Βουλής όλους όσοι από το κόμμα του «τόλμησαν» να απαιτήσουν στοιχειώδη συνέπεια στις εξαγγελίες με τις οποίες αναρριχήθηκαν στην εξουσία.
Όλα αυτά, όμως, ίσχυαν μέχρι πρότινος. Διότι, όπως συμβαίνει συνήθως με τους νεόπλουτους της ζωής, έτσι και οι νεόπλουτοι της πολιτικής αδυνατούν να αντιληφθούν ότι η καλοτυχία δεν είναι αιώνια. Ούτε ότι τα… κέρδη από λαχεία δεν είναι παντοτινά. Κυρίως όταν το συσσωρευμένο κεφάλαιο σπαταλιέται απερίσκεπτα. Σπατάλη που, στη συγκεκριμένη περίσταση ,ισοδυναμεί με τα συνεχιζόμενα μετεκλογικά ψέματα που είναι χειρότερα και από τα προεκλογικά. Αλλά και με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να «παίζει εν ου παικτοίς» και να νομίζει ότι εξακολουθούν όλα τα φύλλα που τραβάει να είναι άσσοι.
Το παιχνίδι, ωστόσο, έχει γυρίσει. Και η τροπή που έχει πάρει είναι απολύτως αντίστροφη από εκείνη που ίσχυε μέχρι την περασμένη άνοιξη, άντε το καλοκαίρι. Έκτοτε, ακόμη και τα χαρτιά που ο περίγυρος του Μαξίμου θεωρεί ότι έχουν θέση «άσσου», όπως καλή ώρα η επιλογή του Βύρωνα Πολύδωρα για την προεδρία του ΕΣΡ, το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι να καίγονται το ένα μετά το άλλο. Δεν βρήκε συμμάχους για την κάλπη της απλής αναλογικής. Πήγε στον κουβά το στοίχημα για τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών. Πέρασε στα αζήτητα η συνταγματική αναθεώρηση.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι, ενώ η οικονομική δυσπραγία χτυπάει κόκκινο και η απογοήτευση των πολιτών παίρνει καθολικό χαρακτήρα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί πλέον ούτε την κυβέρνησή του να ανασχηματίσει. Δεν είναι μόνον ότι «δεν έχει πάγκο», αφού αυτοί που περιμένουν να μπουν δεν δείχνουν καλύτεροι από όσους θα κοπούν. Είναι, πολύ περισσότερο, ότι τον έχουν θέσει υπό κηδεμονία τα στελέχη του κόμματός του και του υπαγορεύουν ποιους θα κρατήσει. Ενώ την ίδια ώρα τον απειλεί ο κυβερνητικός εταίρος του, λέγοντας πως του αρκεί ένα νεύμα από τον Αρχιεπίσκοπο για να τον ανατρέψει. Με αποτέλεσμα να κλωθογυρίζει εδώ και ένα μήνα τις αλλαγές και το μόνο που φαίνεται ότι μπορεί να κάνει είναι να αυξήσει τις θέσεις για να βολέψει περισσότερους
Έτσι, όμως, όσο και αν στο Μαξίμου στηρίζονται στο δόγμα πως «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», για όποιον δεν εθελοτυφλεί είναι πασιφανές ότι στον πρωθυπουργό δεν βγαίνει πλέον καμία από τις κινήσεις που θέλει να κάνει. Και το ίδιο θα γίνεται εφεξής. Ό,τι και αν πιάνει ο Αλέξης Τσίπρας στα χέρια του –ακόμη και χρυσός να είναι, που λέει ο λόγος- κάρβουνο θα γίνεται. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Και όλα δείχνουν ότι οι εξελίξεις του επόμενου διαστήματος θα είναι ραγδαίες. Και, κατά πάσα πιθανότητα, θα τρέξουν ερήμην των «εξευτελισμών» που είναι διατεθειμένοι να υποστούν οι κυβερνητικοί βουλευτές.
Εκτός πια και αν γίνει κάποιο θαύμα ώστε η παρέα του Μαξίμου να αντιληφθεί αυτό που έρχεται. Και να επιχειρήσει να περισώσει ό,τι περισώζεται. Είτε μοιράζοντας τις ευθύνες, είτε διασφαλίζοντας την ομαλότητα στη διαδοχή, η οποία μοιάζει να είναι αναπότρεπτη. Στο τέλος – τέλος, ας αναλογιστούν, τουλάχιστον, την υστεροφημία τους!

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Ποιος ήταν τελικά ο «κλέφτης»;



Εάν παραβλέψουμε τον επικοινωνιακό κουρνιαχτό που σκόπιμα ξεσηκώθηκε και πάρουμε τοις μετρητοίς την κυβερνητική προπαγάνδα που ακολούθησε την αποκάλυψη για το συγχωροχάρτι που επιχειρήθηκε να δοθεί -και κατά τα φαινόμενα δόθηκε!- από την κυβέρνηση του… ηθικού πλεονεκτήματος στους πολιτικούς που έχουν off shore, στην άκρως σκανδαλώδη αυτή υπόθεση υπήρχε κάποιος… «κλέφτης»!
Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι και οι δύο ανακοινώσεις που εκδόθηκαν από το Μέγαρο Μαξίμου, η μία με τη μορφή του ενημερωτικού σημειώματος, όπως αποκαλούνται πλέον τα πάλαι ποτέ ένδοξα «non paper», και η άλλη με την υπογραφή της κυβερνητικής εκπροσώπου, κατέληγαν με την ίδια ακριβώς παροιμία: «φωνάζει ο κλέφτης…».
Η πρώτη από τις ανακοινώσεις εκδόθηκε το μεσημέρι της Κυριακής σε μια απέλπιδα, όπως αποδείχθηκε, προσπάθεια να υποστηριχθούν τα ανυποστήρικτα που περιείχε η αρχική ανακοίνωση της γενικής γραμματείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, ότι τάχατες η θέσπιση ακαταδίωκτου για τους πολιτικούς που είχαν εξωχώριες εταιρείες με έδρα σε χώρες που χαρακτηρίζονται φορολογικά συνεργάσιμες είχε επιβληθεί από κοινοτική οδηγία ή ότι όλα έγιναν επειδή δήθεν ήταν ανεφάρμοστη η προϊσχύουσα νομοθεσία, με βάση την οποία, όμως, είχε μείνει πριν από τρία χρόνια εκτός Υπουργικού Συμβουλίου ο υφυπουργός Γιώργος Βερνίκος.
Με τη γνωστή θρασύτητα που χαρακτηρίζει όλους όσοι ψεύδονται ασυστόλως, το προπαγανδιστικό κυβερνητικό  σημείωμα που έφερε τον τίτλο «φωνάζει ο κλέφτης», έγραφε τα εξής απίθανα: «Είναι αξιοθρήνητη η προσπάθεια της ΝΔ, πάντα σε συντονισμό με τις φυλλάδες που εξευτελίζουν συστηματικά τη δημοσιογραφία, να ξεσηκώσει παραπλανητικό θόρυβο γύρω από τον εκσυγχρονισμό και την αυστηροποίηση της νομοθεσίας του Πόθεν Έσχες». Και κατέληγε με το ακόμη πιο απίθανο: «Τους χαιρετισμούς μας στη μονταζιέρα».
Ήταν, όμως, τόσο έωλοι οι ισχυρισμοί των προπαγανδιστών του πρωθυπουργικού Μεγάρου, που με εξαίρεση κάποια παντελώς ανόητα τρολ του διαδικτύου, δεν κατάφεραν να πείσουν ούτε καν το δημοσιογραφικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, την «Αυγή», η οποία προφανώς κατά τους συντάκτες της ανακοίνωσης δεν πρέπει να ανήκει στις… «φυλλάδες που εξευτελίζουν συστηματικά τη δημοσιογραφία». Ακόμη και αυτοί οι υπεύθυνοι για την έκδοση του κομματικού εντύπου που τόσα και τόσα έχουν καταπιεί τους τελευταίους μήνες, όταν από αιώνια αντιπολιτευόμενοι έγιναν κυβερνητικοί, δεν άντεξαν τον εξευτελισμό της κοινής λογικής και εξεγέρθηκαν κατά της επίμαχης (ν)τροπολογίας που κρύφτηκε μέσα στις χιλιάδες σελίδες του πολυνομοσχεδίου. «Οφσάιντ με τις off shore», ήταν ο βασικός τίτλος στην πρώτη σελίδα του φύλλου της Τρίτης.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς κατόπιν τούτου ότι η θεαματική κωλοτούμπα, που μοιραία ακολούθησε με τη νέα κυβερνητική ανακοίνωση για την εκ νέου τροποποίηση της ψηφισμένης ρύθμισης, να συνοδεύεται, αν όχι από την έκφραση συγγνώμης για την ύπουλη μεθόδευση και τα απανωτά ψέματα που είχαν ειπωθεί το προηγούμενο διήμερο, τουλάχιστον από μια ταπεινότητα. Μια, έστω, σεμνότητα που ακόμη και αν δεν αναγνώριζε ευθέως την εξαπάτηση της Βουλής, τουλάχιστον να παραδέχονταν το – ας το έλεγαν και έτσι - «λάθος» που είχε γίνει ή τη «σύγχυση» που μπορούσε να δώσει αφορμή για να ξεφύγει κάποιος από την τσιμπίδα του νόμου κάνοντας χρήση του τροποποιούμενου νόμου που αποποινικοποιούσε τη συμμετοχή πολιτικού σε εξωχώριες εταιρείες με έδρα περιώνυμους φορολογικούς παραδείσους.
Ποιος έχασε, όμως, την ειλικρίνεια ή και τη γενναιότητα για να τη βρουν στο Μαξίμου; Είναι… αυταπάτη, κατά πως θα έλεγε και ο Αλέξης Τσίπρας, να πιστέψει κανείς ότι θα άλλαζαν τακτική οι αλαζονικοί ένοικοι του πρωθυπουργικού Μεγάρου που έχουν αναγάγει την κατασυκοφάντηση όσων θεωρούν οι ίδιοι αντιπάλων τους; Θυμηθείτε μόνον τη μεταχείριση που έτυχαν ο πρώην υπουργός Γκίκας Χαρδούβελης και ο νυν Δημήτρης Μάρδας για το ίδιο ζήτημα, τη μεταφορά, δηλαδή, μέρους των καταθέσεών τους στο εξωτερικό. Ο πρώτος κρεμάστηκε στα… μανταλάκια με κυβερνητικές ανακοινώσεις και διατάχθηκαν έρευνες, ενώ για τον δεύτερο επικράτησε… άκρα του τάφου σιωπή.
Με τούτα και με πολλά άλλα, ίσως και να μην προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη η περίσσεια θράσους που χαρακτήριζε τη δήλωση της Όλγας Γεροβασίλη με την οποία γνωστοποιήθηκε η αναδίπλωση της κυβέρνησης. Αφού ξεκινούσε ισχυριζόμενη ότι με την επίμαχη διάταξη η κυβέρνηση – αν είναι δυνατόν!- «έπραξε το σωστό», ανακοίνωνε τη νέα τροπολογία με την οποία «η απαγόρευση δεν θα αφορά γενικώς και αορίστως τη συμμετοχή σε εξωχώριες εταιρείες οι οποίες  ήταν και εξακολουθεί να είναι αδύνατον να οριστούν νομικά», αλλά «η απαγόρευση πλέον θα είναι γενική και καθολική».
Και γιατί όλα αυτά; Διότι, «παρά τις σαφείς διευκρινίσεις που έχουν ήδη δοθεί, όσοι κατά καιρούς έχουν βρεθεί σε λίστες και έχουν εμπλακεί αποδεδειγμένα (sic!)σε διακίνηση μαύρου χρήματος –πολιτικοί και εκδότες-  κουνάνε το δάχτυλο στην Αριστερά για δήθεν προσπάθεια συγκαλύψεων και παροχής προνομίων στο πολιτικό προσωπικό».
Και όσο για την κατάληξη της μνημειώδους ανακοίνωσης; Ίδια και απαράλλακτη με εκείνη που είχε εκδοθεί δύο μέρες νωρίτερα και τα έβρισκε όλα ωραία και καλά: «Σε αυτό τον τόπο, δεν μπορεί να γίνει άλλο ανεκτό να φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης», φώναζε όσο δυνατότερα μπορούσε η Όλγα Γεροβασίλη. Να ήθελε άραγε να… υποδείξει, έτσι, τον πραγματικό «κλέφτη»; Μάλλον, όμως, μόνον τον «φωτογράφισε». Και τη συνέχεια πρέπει πιθανότατα να την αναμένουμε από εκεί που η κυβερνητική εκπρόσωπος και οι εντολείς της βλέπουν «φυλλάδες»...

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Από τo «δόξα τω Τσίπρα» στο «βοήθα Λαφαζάνη»

              Την τελευταία πενταετία, αναμφισβήτητα, ζήσαμε πολλά πρωτόγνωρα πράγματα και βιώσαμε αναρίθμητες παράδοξες καταστάσεις που με τα παλαιά μέτρα ήταν απολύτως αδιανόητες. Χωρίς ίσως μεγάλη δόση υπερβολής θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί κάποιος ότι βιώσαμε μια γενικευμένη κατάρρευση αξιών που επεκτάθηκε πολύ πέρα από την οικονομία. 
              Κουτσά – στραβά, ωστόσο, αυτά τα πέντε χρόνια η χώρα πορεύτηκε. Με μεγάλα προβλήματα, σίγουρα. Με τρομακτικές δυσκολίες για την πλειονότητα των πολιτών, δίχως άλλο. Ήταν, άλλωστε, ακριβώς τα προβλήματα και οι δυσκολίες που έκαναν τόσο πολύ κόσμο να καταψηφίσει όσους είχαν την ατυχία να κυβερνούν την περίοδο της κατάρρευσης και να αναζητήσει τη σωτηρία σε δυνάμεις που ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο θα μπορούσαν, υπό κανονικές συνθήκες, να βρεθούν σε κυβερνητικά αξιώματα.  
               Καθώς, όμως, περνούν οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες, η αίσθηση που κυριαρχεί είναι ότι η χώρα σα να έπαψε να πορεύεται. Τα περισσότερα από όσα συμβαίνουν γύρω μας μοιάζουν σα να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια φάρσα. Μια ανερμάτιστη καρικατούρα διακυβέρνησης που αν της αφαιρέσει κάποιος το βόλεμα «ημετέρων» είναι να αναρωτιέται τι άλλο μπορεί να θυμίζει οργανωμένο κράτος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
               Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Την προχειρότητα με την οποία ένας υπουργός Παιδείας χαρακτηρίζει «ρετσινιά» την αριστεία. Την παραδοχή της αρμόδιας υπουργού ότι δεν μπορεί να συντάξει τη φορολογική της δήλωση; Την ευκολία με την οποία παραχωρούνται σε ξένες δυνάμεις οι υδρογονάνθρακες του Αιγαίου; Τις ανοησίες για την εξασφάλιση δωρεάν οικονομικών πόρων από χώρες που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους; Και τόσα άλλα που είναι ταυτόχρονα για γέλια και για κλάματα.
               Το χειρότερο, πάντως, από όλα όσα μας συμβαίνουν αυτές τις πρώτες 110 μέρες της αριστεροδεξιάς κυβέρνησης είναι το πνεύμα της άρνηση της πραγματικότητας που αναδύεται από τις ακατάσχετες δηλώσεις στις οποίες επιδίδονται τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη. Είναι η αίσθηση ότι έχεις απέναντι σου πρόσωπα που κινούνται σε άλλα σύμπαντα, πολιτικούς που δεν έχουν σχέση με την υπαρκτή πραγματικότητα ή που, τέλος πάντων, δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάτι που να αφορά τα γήινα και τα κοινώς παραδεκτά για μια -όσο άπειρη και αν είναι...- ομάδα διακυβέρνησης.
               Η άγνοια και η αδαημοσύνη ακόμη και για τα στοιχειώδη που χαρακτηρίζουν πολλούς από όσους βρέθηκαν σε υπεύθυνες θέσεις είναι μάλλον το μικρότερο κακό μπροστά στις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες από τις οποίες διακατέχονται οι περισσότεροι, αλλά και τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούν με ένα μείγμα κινήτρων που συνδυάζει ιδεοληπτικές εμμονές με ιδιοτελή προδιάθεση.
                Οι αντιφάσεις είναι τόσο κραυγαλέες που δεν προλαβαίνεις, διαβάζοντας ένα από τα non paper με τα οποία βομβαρδίζει η κυβέρνηση τα μέσα ενημέρωσης, να πεις «δόξα τω Θεώ» και έρχεται το επόμενο χτύπημα ενός κυβερνητικού αξιωματούχου που σε κάνει να αναφωνείς «βοήθα Παναγιά».
                Αφήνοντας, ίσως, κατά μέρος τις εντυπώσεις που δημιουργούνται στο εσωτερικό, θα είχε, νομίζω, μεγαλύτερη αξία να έκανε κάποιος από τους ιθύνοντες της κυβέρνησης έναν μίνι συγκριτικό απολογισμό για το πως υποδέχθηκαν διεθνώς στο τέλος του περασμένου Ιανουαρίου τον νέο πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του και ποια είναι τρεις μήνες μετά η εικόνα που αναδύεται από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
                 Πόσους, άραγε, φίλους κερδίσαμε αυτό το διάστημα; Οι «εχθροί» μας, οι «αντίπαλοί» μας και γενικά όσοι δεν μας συμπαθούν στον υπόλοιπο κόσμο είναι περισσότεροι ή λιγότεροι από όσοι ήταν μέχρι τον προηγούμενο χρόνο; Αλήθεια, θα κλάψει κανείς, αν από... ατύχημα οδηγηθούμε στην απόλυτη χρεωκοπία ή εκτός ευρώ; Υπάρχει, τέλος, κάποιος -στην υπόλοιπη, εκτός Ε.Ε., ήπειρο μας ή οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη- που να αντιλαμβάνεται τι πραγματικά διαπραγματευόμαστε και να μας συνιστά να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο;
                Είμαι εξ εκείνων που ήδη από την προεκλογική περίοδο ισχυρίζονταν ότι η ισχυρή βούληση του κ. Τσίπρα και ενός στενού πυρήνα γύρω του μπορούσε να τιθασεύσει τις άτακτες δυνάμεις που τους περιέβαλαν. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το δύσκολο εγχείρημα της προσαρμογής στη λογική ήθελε το χρόνο του για να μπορέσουν να απαλυνθούν οι εντυπώσεις από τις υπερβολικές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. 
                Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι ο χρόνος αυτός εξαντλείται πλέον επικίνδυνα. Η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στo... «δόξα τω Τσίπρα» και στο.... «βοήθα Λαφαζάνη» φαίνεται να έχει εκμετρήσει το ζην. Σε βαθμό που οσονούπω δεν θα μας σώζει ούτε η... θαυματουργός Αγία Βαρβάρα.