Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ποιος θα πάρει τον…«Μουτζούρη» του λαϊκισμού;


Πέντε ολόκληρα χρόνια πήρε στην ηγετική ομάδα της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για να διανθίσει τον αλαζονικό μικρομεγαλισμό της με κάποια ελάχιστα ψήγματα αυτοκριτικής για τις λαϊκίστικες ψευδαισθήσεις και ιδεοληπτικές αυταπάτες με τις οποίες προσήλθε στην καταστροφική «διαπραγμάτευση» του 2015 που οδήγησε στον διπλασιασμό της παραμονής της χώρας στη μνημονιακή μέγγενη.
Όπως γράφεται στα μέσα ενημέρωσης, στο απολογιστικό κείμενο, το οποίο ετοίμασαν οι «σοφοί γέροντες» Γιάννης Δραγασάκης Αριστείδης Μπαλτάς και Θοδωρής Δρίτσας και συζητήθηκε κατά την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος, αναγνωρίζεται πως υπήρξαν λάθος εκτιμήσεις για τους συσχετισμούς δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και για τις δυνατότητες της Αθήνας να «εκβιάσει» με ένα πιστωτικό γεγονός.
Στο ογδόντα σελίδων κείμενο, το οποίο δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα, υπάρχει παραδοχή για την απουσία προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των κυβερνητικών καθηκόντων που ανέλαβε το 2015, ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι είχαν παραγνωριστεί οι πραγματικές συνθήκες. Ανάμεσα στις παρερμηνείες της τότε ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, όπως αναφέρεται, ότι θεώρησε δεδομένη τη στήριξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο και άλλων χωρών που ήταν χρεωμένες, κάτι που ωστόσο δεν συνέβη.
Όσοι εξ αρχής επισήμαιναν ότι δεν είναι λογικό να υποστηρίζει κάποιος ότι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ήταν «γερμανοτσολιάδες». Και όποιος τολμούσε να προειδοποιήσει ότι «οι αγορές χορεύουν στον δικό τους σκοπό και δεν ακούν τα νταούλια των πολιτικάντηδων» λοιδωρούνταν ως «Νενέκοι». Το να περιμένει κανείς να ζητηθεί συγνώμη από τους συκοφαντηθέντες, είναι μάλλον μια πολύ μεγάλη πολυτέλεια σε μια χώρα που ο λαϊκισμός ζει και βασιλεύει, διαπερνώντας οριζοντίως το πολιτικό σύστημα και κατ΄ επέκταση την ελληνική κοινωνία.
Οι όροι, για παράδειγμα, υπό τους οποίους γίνεται το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για το μείζον πρόβλημα του Μεταναστευτικού είναι απολύτως αποκαλυπτικοί για το πόσο εδραιωμένος είναι ο λαϊκισμός και πόσο έχει υποκαταστήσει τη σοβαρότητα με την οποία απαιτείται να προσεγγίζονται περίπλοκα ζητήματα με πολλαπλές κοινωνικές και πολιτικές πτυχές και διαστάσεις που ξεπερνούν τα στενά όρια της ελληνικής Επικράτειας.
Πως αλήθεια μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την πρόσφατη απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Βορείου Αιγαίου να σταματήσει κάθε διάλογο με την κυβέρνηση; Όσο δίκιο και αν έχουν οι κάτοικοι της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου για το δυσανάλογο βάρος της μεταναστευτικής κρίσης που τους έχει επιμεριστεί, τόσο άστοχες είναι λαϊκίστικες αντιδράσεις αυτού του είδους από τους τοπικούς άρχοντες τους.
Αν πάψει, άραγε, ο περιφερειάρχης κ. Κώστας Μουτζούρης να μιλάει και να συνεργάζεται με τους αρμόδιους κυβερνητικούς αξιωματούχους θα μειωθεί ο αριθμός των μεταναστών που είναι εγκλωβισμένοι στα νησιά ή θα μετριαστούν οι ροές που φθάνουν από την Τουρκία; Είναι αστείο και μόνον που σκέφτηκε κάποιος να καταφύγει σε μια τέτοια «απειλή». Καλώς ή κακώς, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα και όχι καλύτερα στην απολύτως υποθετική περίπτωση κατά την οποία θα διακοπτόταν ο διάλογος Κεντρικού Κράτους – Αυτοδιοίκησης και θα έπαυε πράγματι να εμπλέκεται η κυβέρνηση.
Άλλωστε, αν είναι αποτελεσματικό μέσο για τους Αιγαιοπελαγίτες η διακοπή του διαλόγου με την κυβέρνηση, το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους της ενδοχώρας που αντιδρούν στη μετακίνηση προσφύγων στις δικές τους περιοχές. Αν όλοι σταματούσαν να μιλούν με μιλούν όλους, εκείνοι που θα την πληρώσουν περισσότερο είναι όσοι έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Θυμάστε την ολέθρια τακτική που ακολουθούσε ο –επικρινόμενος τώρα και από τον ΣΥΡΙΖΑ- Για(ν)νης Βαρουφάκης στα Eurogroup που είχε ως αποτέλεσμα στο τέλος να απομονωθεί πλήρως και να μην του μιλάει κανείς ομόλογός του; Ε, αυτό κινδυνεύει να πάθει ο κ. Μουτζούρης με τις αλλοπρόσαλλες απειλές του….
Από την άλλη, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για να συνεχιστεί η απραξία το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση υποτίμησε εμφανώς το πρόβλημα και καθυστέρησε χαρακτηριστικά να εμπλακεί αποτελεσματικά στην προσπάθεια αντιμετώπισής του. Είναι προφανές ότι και οι ίδιοι υπήρξαν θύματα του δικού τους λαϊκισμού που βολευόταν στη δογματική θεώρηση ότι για «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ» και ότι η πολιτική αλλαγή θα εξαφάνιζε από τη μια στιγμή στην άλλη ένα τόσο πολυσύνθετο πρόβλημα.
Εξαιτίας αυτού ακριβώς του λόγου, θα έλεγε κανείς ότι επιβάλλεται σε όλους να κινηθούν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, απαιτεί, περισσότερο από ποτέ, να καθίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ίδιο τραπέζι. Και, αντί να καταφεύγουν σε εύκολες λαϊκίστικες μεταθέσεις ευθυνών, να καταρτίσουν συνεκτικό σχέδιο και να αναζητήσουν αποτελεσματικές λύσεις που δεν εκθέτουν συνολικά τη χώρα.
Λύσεις, οι οποίες, από τη μια, θα απαλείψουν φαινόμενα όπως η «Ζούγκλα» της Μόριας, που αποτελούν προσβολή για τον δυτικό πολιτισμό, και, από την άλλη, θα στέλνουν το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν είναι «ξέφραγο αμπέλι» ούτε θα γίνει η ανοικτή φυλακή για κάθε φτωχό, κατατρεγμένο ή τυχοδιώκτη (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) από τις δύο πολυανθρωπότερες ηπείρους που είναι η Ασία και η Αφρική.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι πολύ σοβαρά για να νομίζουν κάποιοι ότι παίζουν το παιχνίδι του «Μουτζούρη» και να περιμένουν ποιος θα μείνει τελευταίος με τον Ρήγα Μπαστούνι (τον Μουτζούρη) στο χέρι του για να θεωρηθεί ο χαμένος και να αποφασίσουν οι υπόλοιποι παίχτες για την ποινή του. Σε όποιον και αν μείνει ο «Μουτζούρης» του λαϊκισμού, χαμένοι θα είμαστε όλοι…

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Γιατί (δεν) φθάνουν ως την Ελλάδα τα «πετροδόλαρα»;

Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα από το φθινόπωρο του 1981 όταν μια επανεκδιδόμενη, τότε, λαϊκή εφημερίδα, που καθιέρωσε το σχήμα ταμπλόιντ στα μέρη μας, κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο της με κεντρικό τίτλο «Έρχονται πετροδόλαρα».
Ήταν ένας τίτλος, ο οποίος βασιζόταν στην προσδοκία ότι με την επερχόμενη πολιτική αλλαγή στη χώρα μας και την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ακολουθούσε σαφώς πιο φιλοαραβική πολιτική από την απερχόμενη κυβέρνηση, θα άνοιγαν οι κρουνοί και ένα μέρος από τα τεράστια κεφαλαιακά πλεονάσματα που συσσώρευαν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Αραβικής Χερσονήσου θα κατευθυνόταν προς την Ελλάδα.
Οι προσδοκίες τις οποίες αποτύπωνε το εν λόγω πρωτοσέλιδο δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Παρά την έντονα φιλοαραβική και φιλοπαλαιστινιακή πολιτική που χάραξε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η Ελλάδα δεν είδε ούτε καν το… χρώμα των «πετροδόλαρων», τα οποία κινήθηκαν προς πολλές άλλες κατευθύνσεις και επενδύθηκαν σχεδόν παντού, αλλά όχι στην Ελλάδα.
Οι βασιλικές οικογένειες των χωρών του Κόλπου και οι κάθε λογής σεΐχηδες και μονάρχες που νέμονταν την εξουσία στις χώρες τους, όσο εύκολα και αν έβγαζαν τα δολάρια από τις πωλήσεις του πετρελαίου –εξ ου και ο όρος «πετροδόλαρα»- δεν τα τοποθετούσαν όπου - όπου, παρά μόνο εκεί που αυτά είχαν περισσότερη σιγουριά και μεγαλύτερες πιθανότητες για να αποκομίσουν κέρδη.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα οι Άραβες «πετρελαιάδες» είναι από τους μεγαλύτερους κατόχους του υπέρογκου δημοσίου χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Με τα έσοδα, δηλαδή, από το πετρέλαιο οι «σεΐχηδες» αγόραζαν χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου και, όπως έλεγε μια παλαιά ελληνική διαφήμιση για επενδύσεις στους τίτλους τράπεζας που δεν υπάρχει σήμερα, «είχαν σίγουρα λεφτά και εισόδημα μεγάλο».
Κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία ακούστηκαν και άλλες φορές πολλά και ελπιδοφόρα για τις αραβικές επενδύσεις που θα έρχονταν στην Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν έφθασαν. Επανειλημμένα πήγαν και ήρθαν υπουργικές αντιπροσωπείες επιδιώκοντας, από τη μια, να πείσουν τους Άραβες κεφαλαιούχους να επενδύσουν στην Ελλάδα και, από την άλλη, ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν δουλειές στον Κόλπο, όπου παρουσιαζόταν μια τεράστια (αν)οικοδομική δραστηριότητα, παράλληλα με την αλλαγή και τη σημαντική αύξηση των καταναλωτικών συνηθειών εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν δει τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατακόρυφα.
Τα αποτελέσματα των επισκέψεων Ελλήνων αξιωματούχων, αλλά και επιχειρηματιών, υπήρξαν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αρκετές ελληνικές τεχνικές εταιρίες είχαν πάρει συμβόλαια στη Σαουδική Αραβία όπου είχαν δουλέψει κάποιες χιλιάδες μηχανικοί και άλλοι εργαζόμενοι στον κατασκευαστικό κλάδο. Συν τω χρόνω, όμως, η ελληνική επιχειρηματική παρουσία στην Αραβική Χερσόνησο αντί να αυξάνεται, μειωνόταν.
Ξένοι ανταγωνιστές, αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια των Βεδουίνων που είχαν σπουδάσει και είχαν ενστερνισθεί τον ρόλο της επιχειρηματικότητας, εξοβέλισαν τους Έλληνες επιχειρηματίες που είχαν βρεθεί πρώτοι εκεί, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν έκαναν όλα όσα χρειάζονταν για να εδραιώσουν τη θέση την οποία είχαν κατακτήσει.
Ακόμη και τα χρόνια της κρίσης που η Ελλάδα «φθήνυνε», οι Άραβες, όπως και πολλοί άλλοι κεφαλαιούχοι, έμειναν μακριά της. Η πιο σημαντική… οικονομική είδηση όλων αυτών των χρόνων από το μέτωπο των ελληνοαραβικών σχέσεων ήταν ότι το πολυτελές κέντρο διασκέδασης της Μυκόνου «Nammos» άνοιξε παράρτημα στο Ντουμπάι.
Αντιθέτως, όλα τα άλλα deals, τα οποία κατά καιρούς ακουγόταν ότι «ψήνονται», ναυάγησαν. Για παράδειγμα όταν ένας μεγαλόσχημος εγχώριος επιχειρηματίας πήγε να ιδρύσει μεγάλο ιατρικό κέντρο στα Εμιράτα, το σχέδιο του «κόπηκε» στην αξιολόγηση επειδή μαθεύτηκε ότι είχε μπλεξίματα με την Ελληνική Δικαιοσύνη για ζητήματα διαφθοράς.
Ο Σαουδάραβας υπουργός Εμπορίου και Επενδύσεων, που ήταν ο πρώτος επίσημος τον οποίο συνάντησε τη Δευτέρα στο Ριάντ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, προσπάθησε να δικαιολογήσει την επενδυτική αποχή της χώρας του με το επιχείρημα ότι «η οικονομική κρίση (σ.σ.: της Ελλάδας) και μια σειρά άλλων παραγόντων είχαν δημιουργήσει ένα σύννεφο αβεβαιότητας με αρνητικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις».
Συμπλήρωσε ότι «τώρα υπάρχει ένα σημάδι ελπίδας ότι επιστρέφουν», αλλά με έμμεσο τρόπο ξεκαθάρισε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αυτόματα. Γι΄ αυτό και ζήτησε από τους συνομιλητές του να του υποδείξουν τις πιθανές επενδυτικές ευκαιρίες. «Και εμείς», πρόσθεσε, «θα δημιουργήσουμε μια επιχειρηματική αποστολή για να επισκεφθεί την Ελλάδα και να διερευνήσει αυτές τις ευκαιρίες, να συναντήσει τους κατάλληλους ανθρώπους και να αντιληφθούν ποιο είναι το νέο πλαίσιο που ευνοεί τις επενδύσεις…».
Με άλλα λόγια, ο Σαουδάραβας αξιωματούχος είπε χωρίς περιστροφές το αυτονόητο που είναι ότι κανείς δεν επενδύει για την… καλή καρδιά του άλλου, παρά μόνον αν εκείνος που τον καλεί να επενδύσει, τον πείσει ότι υπάρχει ευκαιρία για να βγάλει χρήματα. Τα ίδια, πάνω – κάτω, άκουσαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του και την επόμενη μέρα που είχαν επαφές με την ηγεσία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο Αμπού Ντάμπι.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι μπίζνες και εν γένει οι οικονομικές σχέσεις δεν αναπτύσσονται με ψευδαισθήσεις ότι κάποιοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ή με αυταπάτες ότι θα μας έστελνε η Ρωσία… σωτήρια προκαταβολή έξι δισεκατομμυρίων ευρώ για έναν αγωγό αερίου ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν θα γινόταν ποτέ.
Οι ιθύνοντες της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι ταξίδεψαν στην Αραβική Χερσόνησο έτοιμοι και έδωσαν τη λίστα με τις «επενδυτικές ευκαιρίες» που ζήτησε η άλλη πλευρά. Το αν είναι έτσι, θα το μάθουμε τους προσεχείς μήνες. Και τότε ίσως θα δούμε το… χρώμα του «πετροδόλαρου». Και, ενδεχομένως, έτσι να υποχρεωθούμε να βγάλουμε και το παρενθετικό «δεν» από τον τίτλο τούτου του κειμένου.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Αυτογκόλ από ένα ψοφοδεές πολιτικό προσωπικό


Η ταραχή και ο πανικός που επικράτησαν στην πολιτική σκηνή από την πρώτη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η εισήγηση της επιτροπής επαγγελματικού αθλητισμού για τον υποβιβασμό των ποδοσφαιρικών ομάδων του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης είναι άκρως ενδεικτικά στοιχεία για την πολιτική ανωριμότητα η οποία, πλειοψηφικά τουλάχιστον, χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που επιλέγει ο ελληνικός λαός για να τον εκπροσωπήσουν.
Το Σύνταγμα ορίζει ρητά (στο άρθρο 51) ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος». Και αμέσως μετά (στο άρθρο 60) συμπληρώνει ότι «έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Καμία από τις δύο βασικές πρόνοιες του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Δημοκρατίας δεν τηρήθηκε στους χειρισμούς του ζητήματος το οποίο ανέκυψε αιφνιδίως και όλως παραδόξως έλαβε πολιτικές διαστάσεις που δεν του αναλογούσαν.
Με μια πρωτόγνωρη σπουδή, την οποία επέδειξε πρωτίστως η κυβέρνηση, κονιορτοποιήθηκαν εν μια νυκτί παραδεδεγμένες αξίες, υφιστάμενοι κανόνες και καθιερωμένοι θεσμοί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες σκοπιμότητες και να μη δυσαρεστηθούν οι… στρατιές των ένθεν κακείθεν φανατισμένων που το ύψιστο ενδιαφέρον της ζωής τους είναι να στεφθεί πρωταθλήτρια η ομάδα τους είτε αξίζει είτε όχι τον τίτλο που διεκδικεί.
Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «στρατιές» υπακούουν τυφλά στα κελεύσματα συγκεκριμένων επιχειρηματιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν τους οπαδούς των ομάδων που χρηματοδοτούν για να αυξήσουν την ισχύ τους, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Τα κάνει μάλλον χειρότερα. Διότι οι συμπεριφορές του πολιτικού προσωπικού προσβάλουν τη νοημοσύνη των μετριοπαθών πολιτικών που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι ψηφίζουν με βασικό κριτήριο την βούλησή τους να υπάρχει σαφής διάκριση των εξουσιών και να εφαρμόζονται οι ισχύοντες κάθε φορά κανόνες που εμπεδώνουν τη νομιμότητα.
Στις ευνομούμενες χώρες, η πολιτική τάξη, που απαρτίζεται από το στελεχιακό δυναμικό της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, δεν ασχολείται με την εφαρμογή των κανονισμών του ποδοσφαίρου και δεν έχει λόγο ούτε για το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα ούτε για το ποια θα υποβιβαστεί. Για τα ζητήματα αυτά, πολύ περισσότερο όταν αφορούν τον απολύτως επαγγελματικό αθλητισμό και τη λειτουργία ανωνύμων εταιριών, ο πρώτος και ο τελευταίος λόγο ανήκει στις συλλογικότητες που συγκροτούν οι ίδιες οι ομάδες.
Λίγο ως πολύ, μάλιστα, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι παντού, αφού τους προκαθορίζουν οι διεθνείς Ομοσπονδίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αποτελεί εξαίρεση σε όλα αυτά. Εδώ τα αθλητικά γεγονότα κομματικοποιούνται απροκάλυπτα, οι βουλευτές εισβάλουν στα γήπεδα για να… συνετίσουν τους διαιτητές, έχουν τη συνήθεια να συμμετέχουν σε «τηλεοπτικές δίκες» και δεν διστάζουν να διατυπώνουν «προφητείες» για τα αποτελέσματα των αγώνων.
Αν η ανάμειξη των πολιτικών ταγών με το ποδόσφαιρο ήταν προϊόν του ενδιαφέροντός τους γι΄ αυτό καθεαυτό το άθλημα ή έστω για να τηρηθούν οι κανόνες, θα μπορούσε κανείς να δείξει κατανόηση. Με το σκεπτικό ότι η ενασχόληση με το σπορ που συγκινεί τόσο μεγάλα πλήθη σχεδόν σε όλη την υφήλιο είναι μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέπει κάποιος που μετέχει στα κοινά.
Δεν είναι, όμως, έτσι. Διότι στην πράξη τα πράγματα αποδεικνύονται εντελώς διαφορετικά. Η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου –ή, κατ΄ άλλους, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής- έχει ξεκάθαρα ψηφοθηρικά ελατήρια. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων πολιτικών στελεχών γίνονται με… οπαδικά κριτήρια. Και κάπως έτσι οι υποτιθέμενοι ταγοί της κοινωνίας που εκλέγονται για να καθοδηγούν τους πολίτες μετατρέπονται σε ενεργούμενα των ολίγων φανατικών των οποίων ολόκληρος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τις γηπεδικές θύρες.
Η αδυναμία της πολιτικής τάξης να πάρει θέση υπέρ της νομιμότητας και να τηρήσει στάση ουδετερότητας απέναντι σε ζητήματα που δεν έχουν πολιτική χροιά αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο ψοφοδεές είναι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί. Ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο μπορεί να ψηφίζει Μνημόνια, να κόβει μισθούς και συντάξεις, επειδή έτσι επιβάλει η κομματική πειθαρχία ή η διατήρηση της βουλευτικής έδρας που θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης και προσφυγής σε εκλογές, πλην όμως, δεν μπορεί να αντισταθεί στις απειλές των παραγόντων που κινητοποιούν τους οπαδικούς στρατούς.
Φαίνεται ότι τα λόμπι των χούλιγκανς είναι ισχυρότερα από όλες τις άλλες «ομάδες πίεσης» που λειτουργούν στη χώρα. Το ζήσαμε παλαιότερα όταν η Ελλάδα κόπηκε στα δύο για να μην… ανιχνευθούν παράνομες ουσίες στα ούρα ενός Βούλγαρου ποδοσφαιριστή. Το είδαμε πιο πρόσφατα με την πολιτική υποστήριξη που έτυχε ο παράγων που εισέβαλε ένοπλος στον αγωνιστικό χώρο. Το βλέπουμε και τώρα με την (ν)τροπολογία που η ψήφισή της ισοπέδωσε όλες τους κανόνες και όλες τις πρακτικές της καλής νομοθέτησης που είχε υποσχεθεί η σημερινή κυβέρνηση, δεσμευόμενη να μην κάνει όσα έκαναν οι «άλλοι»…
Γι΄ αυτό και το αυτογκόλ το οποίο δέχθηκε η κυβέρνηση είναι αμφίβολο αν θα ισοφαριστεί πολύ σύντομα. Πριν καν ακουστεί η πρώτη ιαχή από την εξέδρα κλείστηκε φοβισμένη στα καρέ της και μοιραία βρέθηκε πίσω στο σκορ καθώς κατελήφθη από, μάλλον αδικαιολόγητο, πανικό.