Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Η πραγματικότητα σε… ρόλο αντιπολίτευσης

            Αιφνιδιάστηκα ευχάριστα όταν, πριν από λίγες μέρες, διασχίζοντας νωρίς το πρωί το κέντρο Αθήνας με το αυτοκίνητο, συνάντησα τροχονόμους που διευκόλυναν την κίνηση των οχημάτων η οποία είχε αρχίσει να πυκνώνει καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν επιστρέψει από τις διακοπές και η πολύβουη μεγαλούπολη, στην οποία έχουμε συγκεντρωθεί ο μισός πληθυσμός της Ελλάδος, έπαιρνε τους γνωστούς ρυθμούς της.

Ο αιφνιδιασμός μου οφειλόταν στο γεγονός ότι είχα πολλούς μήνες -ίσως και… χρόνια- να συναντήσω σε ώρες κυκλοφοριακής αιχμής επαρκή αριθμό ανδρών και γυναικών της Τροχαίας που να ρυθμίζουν την κίνηση των οχημάτων και να αποτρέπουν την προσφιλή τακτική πολλών συμπατριωτών μας που, όντας βιαστικοί, σταθμεύουν όπου βρουν ή -ακόμη χειρότερα- κλείνουν τις διασταυρώσεις σε κεντρικές οδικές αρτηρίες κάνοντας κόλαση τη ζωή των υπολοίπων οδηγών και μαζί, φυσικά, και τη δική τους.

Έχοντας, ωστόσο, ανοιχτό το ραδιόφωνο για την πρωινή μου ενημέρωση βρήκα την εξήγηση γι΄ αυτή τη σπάνια -και μάλλον ειδυλλιακή- εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Ο αρμόδιος υπουργός Προστασίας του Πολίτη φιλοξενούνταν εκείνη ακριβώς την ώρα στο στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού και μιλούσε για τα προβλήματα που παρέλαβε στον τομέα ευθύνης μου. Για να μην τον… αδικήσω αναζήτησα την επίσημη απομαγνητοφώνηση της συνέντευξής του στο site του υπουργείου και παραθέτω αυτούσια τα λεγόμενα του κ. Γιάννη Οικονόμου.

«Η αποδυνάμωση της Τροχαίας πρέπει να σταματήσει. Τελεία παύλα», είπε ο υπουργός και με σχετικά δραματικούς τόνους συμπλήρωσε: «Μόνο μέσα στο 2023 υπήρξαν κάπου 250 με 256 -αυτή είναι η τάξη μεγέθους, πάνω κάτω- αποσπάσεις ανθρώπων από την Τροχαία ή άλλες υπηρεσίες». Με την ίδια -περισσότερο διαπιστωτική διάθεση- συνέχισε: «Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να γυρίσουνε πίσω. Κυρίως σε ό,τι αφορά τα μεγάλα αστικά κέντρα και την Αθήνα. Χωρίς να έχεις δυναμικό, χωρίς να έχεις ανθρώπους, η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις θαύματα. Άρα πρώτον πρέπει να σταματήσει η αποδυνάμωση της Τροχαίας, είναι προτεραιότητα μας, είναι στον σχεδιασμό μας…».

Ο ίδιος αμέσως μετά εξηγούσε ότι «ήδη αύριο (σ.σ.: 4 Σεπτεμβρίου) έχουμε μία πολύ μεγάλη σύσκεψη στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας για θέματα οδικής ασφάλειας και τροχαίας. Η αντιμετώπιση του διπλοπαρκαρίσματος είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε συνθήκες για όσο το δυνατόν λιγότερη κυκλοφοριακή συμφόρηση».

Δεν ξέρω τι έγινε σε αυτή τη σύσκεψη που προανήγγειλε ραδιοφωνικά ο κ. Οικονόμου. Εκείνο, ωστόσο, που ξέρω μετά βεβαιότητος είναι ότι στα οργανωμένα κράτη -πολύ περισσότερο όταν φιλοδοξούν να λέγονται «επιτελικά»- δεν χρειάζεται να γίνονται ειδικές συσκέψεις για τα αυτονόητα. Σε όλο τον (πολιτισμένο) κόσμο οι τροχονόμοι είναι στους δρόμους στις ώρες της κυκλοφοριακής συμφόρησης και κανείς δεν μπορεί να τους αποσπά από αυτό το καθήκον.

Τα ερωτήματα που ευλόγως προκύπτουν από τις παραδοχές του υπουργού είναι πολλά: Πως είναι δυνατόν μέσα σε οκτώ μήνες να έχουν αποσπαστεί σε αλλότρια καθήκοντα 256 τροχονόμοι; Ποιος ή ποιοι ζήτησαν αυτές τις μετακινήσεις. Και ποιος ή ποιοι υπέγραψαν για να γίνουν; Που είναι… κρυμμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι και πιθανόν πολλοί ακόμη που αποσπώνται από άλλες υπηρεσίες της Αστυνομίας αλλά και γενικότερα του δημόσιου τομέα; Και, τέλος, γιατί πρέπει να γίνει ειδική σύσκεψη για να επιστρέψουν στη δουλειά για την οποία προσλήφθηκαν;

Όσο και αν οι προφανείς απαντήσεις είναι ότι έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα τα οποία είναι διαχρονικά και λίγο ως πολύ όλες οι πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια έχουν «λερώσει τα χέρια τους» με τέτοιες μεθόδους, το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση, που έχει πλέον μια προϊστορία πενήντα μηνών, σε πάρα πολλούς τομείς δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από την πεπατημένη. Παρά, βεβαίως, τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις.

Από τον τρόπο που διαχειρίστηκε στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας μια αλληλουχία κρίσεων με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη, όπως η πανδημία, το μεταναστευτικό και η υβριδική επίθεση στον Έβρο, οι πληθωριστικές πιέσεις και η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, ειδικά μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, δημιουργήθηκε η εντύπωση τόσο στο εσωτερικό, όπως έδειξαν οι πρόσφατες βουλευτικές κάλπες, όσο και στο εξωτερικό, με την ολοένα και πιο αναβαθμισμένη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα της πιο αποτελεσματικής ομάδας διακυβέρνησης που γνώρισε η χώρα. Τουλάχιστον από την εποχή που ενέσκηψε η μνημονιακή κρίση και εντεύθεν.

Από την επομένη, ωστόσο, των τελευταίων εκλογών η εικόνα άλλαξε και με αποκορύφωμα τους χειρισμούς στις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία, η κυβέρνηση δείχνει να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών για βελτίωση της καθημερινής τους ζωής. Παρόλο που τα ίδια πρόσωπα πάνω κάτω συνθέτουν το κυβερνητικό σχήμα, με βάση το rotation που αποφάσισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται μοιάζει πολύ διαφορετική.

Τι άλλαξε, άραγε, έτσι ώστε σε αυτό το τόσο μικρό διάστημα που μεσολάβησε από την εκκίνηση της νέας τετραετίας και ήδη οδήγησε στην καρατόμηση δύο υπουργών αλλά και στη φημολογία ότι αρκετά ακόμη κυβερνητικά στελέχη δεν… πατούν καλά στα πόδια τους και το αργότερο ως τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα πάρουν την… άγουσα για τα αποδυτήρια;

Κακά τα ψέματα, η μόνη ουσιαστική αλλαγή, η οποία έγινε τους τελευταίους μήνες είναι ότι από τις 25 Ιουνίου, οπότε έγιναν οι δεύτερες κατά σειράν εκλογές, η πολιτική ζωή της χώρας απαλλάχθηκε από την ακραία τοξική αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούσαν η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 που έχασαν την εξουσία. Η σύγκριση της περιόδου 2015-2019 με εκείνη της περιόδου 2019-2023 ήταν συντριπτικά υπέρ της δεύτερης.

Για παράδειγμα, μπροστά στον Παύλο Χαϊκάλη που είχε διορίσει αρμόδιο για το Ασφαλιστικό ο Αλέξης Τσίπρας, οποιονδήποτε κι αν διόριζε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έμοιαζε τιτάνας της πολιτικής ακόμη και αν δεν ήταν ο αποδεδειγμένα αποτελεσματικός Κωστής Χατζηδάκης. Το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς σχεδόν σε όλους τους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Όταν στο εμβολιαστικό πρόγραμμα που εφάρμοζαν όλες οι προηγμένες χώρες, η αξιωματική αντιπολίτευση αντιπαρέβαλε την… ιβερμεκτίνη του Πολάκη, οι πολίτες δεν είχαν δίλλημα ούτε τι να επιλέξουν, ούτε τι να ψηφίσουν.

Τώρα, όμως, που ο ΣΥΡΙΖΑ, βυθισμένος στην εσωστρέφεια που έφερε η βαριά εκλογική ήττα την οποία υπέστη, άφησε το έδαφος της αντιπολίτευσης να το χειρίζεται η… πραγματικότητα, τα πράγματα δυσκόλεψαν για την κυβέρνηση. Γιατί στην Κουμουνδούρου δεν έδιναν δεκάρα για την Τροχαία –«μπάτσοι είναι κι αυτοί, άλλωστε», θα σου έλεγε ένας… δικαιωματιστής. Οι πολίτες, όμως, δεν ανέχονται την κρατική αβελτηρία και ανικανότητα. Είτε αυτή αφορά το συγκριτικά έλασσον ζήτημα της ταλαιπωρίας στους μποτιλιαρισμένους δρόμους. Είτε, πολύ περισσότερο, σχετίζεται με τις αστοχίες και τις εγκληματικές ευθύνες που έπνιξαν στα λασπόνερα του θεσσαλικού κάμπου ανθρώπους, ζώα και καλλιέργειες.

Η πραγματικότητα είναι, εν τέλει, η πιο σκληρή αντιπολίτευση.

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Στους φοιτητές της, αν τη ρωτήσουν, τι θα πει;

 

Οι μετακινήσεις από ένα κόμμα σε άλλο γνωστών -ή και λιγότερο γνωστών- πολιτικών στελεχών δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός. Το συναντάμε δεκαετίες τώρα, τόσο, κατά κόρον, στην εγχώρια όσο και στη διεθνή σκηνή. 

Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια ο Ζακ Λανγκ, εμβληματικός υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις του Γάλλου σοσιαλιστή Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, δεν δυσκολεύτηκε να αναλάβει κρατικό αξίωμα που του ανατέθηκε από τη δεξιά διακυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί. Στις αντιδράσεις, που ευλόγως ξεσηκώθηκαν, ο ίδιος υπερασπίστηκε το δικαίωμα και το καθήκον που είχε να… προσφέρει στην πατρίδα.

Η επωδός της «προσφοράς» είναι η μόνιμη δικαιολογία που προβάλλεται και στα καθ΄ ημάς κάθε φορά που κάποιος -και είναι πολλοί τα τελευταία χρόνια- μεταπηδά από μια κομματική παράταξη σε άλλη. Την περίοδο, μάλιστα, που κορυφώθηκε η μνημονιακή κατάρρευση ίσως να έφθαναν και στο ήμισυ του συνόλου οι απαρτίζοντες το πολιτικό προσωπικό που είχαν «δει το φως το αληθινό» και έσπευσαν να αλλάξουν κομματική στέγη για να αναβαπτιστούν σε κάθε είδους «κολυμβήθρες του Σιλωάμ».

Κάποιες φορές αυτό έγινε με τήρηση των στοιχειωδών προσχημάτων. Προηγούνταν υπόγειες συνεννοήσεις που διαρκούσαν κάποιο διάστημα ώστε να προλειανθεί το επικοινωνιακό έδαφος για τη «μεταγραφή». Συχνά, όμως, όλα κυλούσαν με απροκάλυπτα αμοραλιστική σπουδή. Ουδείς, ούτε ο μεταγραφόμενος, ούτε οι ιθύνοντες του χώρου υποδοχής του, υπολόγιζαν το δικαιολογημένο σοκ που προκαλείται στην κοινή γνώμη από την απότομη μεταμόρφωση ενός πολιτικού στελέχους το οποίο υποστηρίζει σήμερα τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που στεντορείως διατυμπάνιζε την προηγούμενη ημέρα.

Η κυρία Ζέφη Δημαδάμα, η οποία διορίστηκε Γενική Γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο νεοσύστατο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ήταν μέχρι την ώρα που ανακοινώθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου η τοποθέτησή της στην κυβερνητική αυτή θέση δραστήριο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του. Στις τελευταίες εκλογές δεν έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής επειδή, όπως δήλωσε, στερείτο των οικονομικών πόρων που απαιτούνταν να ξοδευτούν στον προεκλογικό αγώνα.

Στρατεύθηκε, παρά ταύτα, στον αγώνα της παράταξής της και με συνεχείς παρουσίες στα μέσα ενημέρωσης δεν περιορίστηκε στην υποστήριξη του κόμματός της. Ξιφουλκούσε με πάθος κατά της κυβερνητικής παράταξης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Επέμενε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να συνεργαστεί με τη Δεξιά που παρακολουθούσε τον αρχηγό της. Και, ενόψει των δεύτερων εκλογών, ζητούσε από τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τη ΝΔ για να μην είναι παντοδύναμη κυβέρνηση.

Οι πολίτες δεν εισάκουσαν την προτροπή της κυρίας Δημαδάμα, πλην, όμως, η τελευταία φαίνεται ότι δεν δίστασε να κάνει αυτό που δεν ήθελε να κάνει το κόμμα της. Όχι μόνον ανέλαβε ασμένως το κυβερνητικό πόστο που προφανώς της προσφέρθηκε, αλλά δεν είχε καν την πρόνοια να απεκδυθεί νωρίτερα τα κομματικά αξιώματα που κατείχε στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, καθώς με το «διαβατήριο» του ΠΑΣΟΚ μετείχε ως αντιπρόεδρος στο PES WOMΕN, τη γυναικεία οργάνωση του κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών.

Προηγήθηκε η διαγραφή της από τη Χαριλάου Τρικούπη και κατόπιν η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να πληροφορήσει το διαδικτυακό κοινό της ότι θεωρεί «αυτονόητη την υποβολή παραίτησης από κάθε ιδιότητα με κομματικό πρόσημο για λόγους δεοντολογίας και με την πεποίθηση ότι αναλαμβάνει μια αποστολή εθνικού ενδιαφέροντος, η ευόδωση της οποίας προϋποθέτει τη συνεννόηση όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων». 

Καταλαβαίνει κανείς πόσο παράταιρα φάνταζαν όλα αυτά όταν άρχισαν να παρατίθενται οι πολύ πρόσφατες φαρμακερές ατάκες κατά της κυβέρνησης που περιείχαν οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις και οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της κυρίας Δημαδάμα. Η οποία την παραμονή των τελευταίων εκλογών μάς διαβεβαίωνε ότι «στις 25 Ιουνίου ψηφίζουμε για το καλό της χώρας, όχι για να βολευτούμε σε κομματικές ή κυβερνητικές θέσεις».

Δεν γνωρίζω προσωπικά τη νέα Γενική Γραμματέα Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και, ως εκ τούτου, δεν έχω άποψη για τις ικανότητές της και ειδικώς αν είναι τέτοιες που να καθιστούν την επιλογή της ως την καλύτερη για το συγκεκριμένο αξίωμα. Θυμάμαι ότι πριν από μερικούς μήνες, στο πλαίσιο του #metoo, προκάλεσε μεγάλο θόρυβο γύρω από το όνομά της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάποιο στέλεχος που είχε φύγει πλέον από το ΠΑΣΟΚ την είχε παρενοχλήσει παλαιότερα. Δεν είπε, όμως, ποτέ το όνομά του. Και ούτε ξεδιαλύθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών της. 

Αρκετοί από τους ανθρώπους που τη γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «πολύ φιλόδοξο, πλην, όμως, σοβαρό πρόσωπο». Κάτι που μένει να αποδειχθεί τώρα που -στο μέτρο του αξιώματός της- θα ασκεί εξουσία. Επειδή, ωστόσο, πληροφορούμαι ότι είναι και διδάσκουσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσωπικά θα έχω πάντα την απορία για τον τρόπο με τον οποίο θα απαντήσει στους φοιτητές της όταν τη ρωτήσουν στο αμφιθέατρο αν είναι περήφανη για όσα έλεγε πριν διοριστεί.

Ξέρω, ξέρω, δεν είναι η πρώτη. Και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Αλλά η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι. Και ούτε οι κωλοτούμπες μπορεί να πολιτογραφηθούν ως κανονικότητα!

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Η Δημοκρατία αντέχει και στη… «Βαβυλωνία»

Δεν ξέρω πόσοι Έλληνες είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα της νέας Βουλής που ως είθισται άνοιξε με τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων. Αλλά είναι βέβαιο ότι όσοι το έκαναν, επειδή ανέμεναν ότι ο κατακερματισμός της κοινοβουλευτικής σύνθεσης που προέκυψε από την κάλπη της 25ης Ιουνίου θα αύξανε το ενδιαφέρον της πολιτικής αντιπαράθεσης, θα πρέπει μάλλον να απογοητεύθηκαν.

Ο πλουραλισμός των απόψεων αποτελεί αναμφίβολα πλούτο για τη δημοκρατική λειτουργία, υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι η πολυφωνία δεν μετατρέπεται σε κακοφωνία που θυμίζει τη «Βαβυλωνία» του συγγραφέα Δημητρίου Βυζάντιου, στην οποία πολύ εύστοχα παρέπεμψε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας για να ξορκίσει την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και είχε τα γνωστά αποτελέσματα.

Με την επιφύλαξη ότι θα επιβεβαιωθεί το προσεχές διάστημα η πρώτη εικόνα, η οποία σχηματίστηκε στο ξεκίνημα της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν απείχε πολύ από την απόλυτη ασυνεννοησία, τις λεκτικές παρεξηγήσεις και τους αναίτιους διαπληκτισμούς ανάμεσα στους προερχόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδος οι οποίοι στις απαρχές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους και αδυνατούσαν να βρουν κοινή γλώσσα.

Αν όμως οι πρωταγωνιστές της «Βαβυλωνίας» του Βυζάντιου έβγαζαν γέλιο, έχω την αίσθηση ότι η οκτακομματική σύνθεση της νέας Βουλής εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο βγάζει δεν είναι παρά μια αφόρητη βαρεμάρα. Πώς αλλιώς μπορεί να αισθανθεί κάποιος παρακολουθώντας τον χαμηλής αισθητικής φραστικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε υποτιθέμενους αντισυστημικούς σχηματισμούς που στην πραγματικότητα δεν κομίζουν τίποτε νέο και τίποτε διαφορετικό στην πολιτική ζωή του τόπου;

Πολύ φοβάμαι ότι οι αυτάρεσκες βεβαιότητες, οι ναρκισιστικού χαρακτήρα μικρομεγαλισμοί και οι κοινότυπα λαϊκίστικοι βερμπαλισμοί, που ακούστηκαν κατά κόρον στην πρεμιέρα της Εθνικής Αντιπροσωπείας, θα αποτελέσουν τον κανόνα που θα χαρακτηρίζει τη νέα Βουλή. Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις θα είναι -και μακάρι να διαψευστώ- μια πολύ δύσκολη άσκηση υπομονής που για να τις παρακολουθήσει κανείς θα χρειάζεται «ιώβειες» ιδιότητες. Πόσες φορές άλλωστε μπορεί να ακούσει κανείς από τα ίδια ή και διαφορετικά χείλη να υπερηφανεύονται ότι αποτελούν την… «αυθεντική» υπερασπιστική δύναμη των ιδεωδών της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας;

Για την ιστορία και μόνον να σημειωθεί ότι ο αρχικός κύκλος των ομιλιών των οκτώ πολιτικών αρχηγών στις προγραμματικές δηλώσεις διήρκησε επτά ολόκληρες ώρες. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί πόσος ακόμη χρόνος θα χρειαζόταν αν έπρεπε να ακολουθήσουν και δευτερολογίες. Και, πολύ περισσότερο, να σκεφθεί πόσοι διαθέτουν τις αντοχές να μείνουν καθηλωμένοι στον καναπέ τους για να ακούσουν τέτοιες συζητήσεις από την αρχή τους έως το τέλος προκειμένου να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα.

Θα ήταν, πάντως, ευχής έργον αν οι πολίτες -και ιδίως όσοι έχουν την έφεση να δελεάζονται από τις «Σειρήνες» του λαϊκισμού- να άκουγαν όλα όσα λέγονται σε αυτές τις συζητήσεις ώστε να μπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν λόγια και πράξεις. Θεωρώ ότι αν το έκαναν, δεν θα είχαν αυταπάτες ότι τα παραδοσιακά κόμματα είναι εκείνα που κατέστρεψαν τη χώρα και έρχονται στη θέση τους οι… τιμωροί ακτιβιστές να μας απαλλάξουν από όλα τα κακά της μοίρας μας.

Καλώς ή κακώς, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, απεδείχθη ότι οι παθογένειες δεν αποτελούν αποκλειστικό «προνόμιο» των παλαιών κομμάτων. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις ο αρχηγοκεντρισμός και η παρεοκρατία είναι περισσότερο κραυγαλέα φαινόμενα στις δυνάμεις που επαγγέλλονται ότι τάχατες διαθέτουν τη «χρυσή συνταγή».

Θυμηθείτε, άλλωστε, πόσα σχήματα της μιας ή, άντε, των δύο κοινοβουλευτικών θητειών γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Από την Πολιτική Άνοιξη έως το ΔΗΚΚΙ και τον ΛΑΟΣ, από τους ΑΝΕΛ έως τη ΔΗΜΑΡ και από το Ποτάμι έως τη Χρυσή Αυγή ή το ΜέΡΑ 25, απεδείχθη ότι η πλειονότητα των νεοπαγών σχηματισμών υπήρξαν θνησιγενείς οργανισμοί που δεν άντεξαν στον χρόνο. Προφανώς επειδή δεν είχαν επί της ουσίας τίποτε σημαντικό να εισφέρουν, πέραν του γεγονότος ότι σε κάποιες περιπτώσεις -και πρέπει να το παραδεχθούμε- λειτούργησαν ως φυτώρια ανάδειξης νέων στελεχών που έκαναν καριέρα σε άλλα κόμματα.

Υπό αυτή την έννοια, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχουν καλύτερη τύχη η Ελληνική Λύση, οι Σπαρτιάτες, η Νίκη ή η Πλεύση Ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιοριστούν τα δικαιώματα τους που προβλέπονται από τη συνταγματική και κοινοβουλευτική τάξη. Κάθε άλλο. Η Δημοκρατία μας και οι θεσμοί της είναι πλέον τόσο δοκιμασμένοι που είναι βέβαιο ότι θα αντέξουν το καθεστώς της «Βαβυλωνίας». Όπως και τις υπαινικτικές αλληλοκατηγορίες για… «πατριδεμπορία».

Ο καιροί θα δείξουν!

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

Μήπως είναι ώρα να οριστεί η ημερομηνία της κάλπης;

Με ένα κείμενο 2.220 λέξεων, το οποίο εκφωνούσε επί είκοσι και πλέον λεπτά της ώρας κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, επεχείρησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου να εκθέσει τις απόψεις της κυβέρνησης για το επίμαχο θέμα του Προεδρικού Διατάγματος 85/2022 που αφορά το προσοντολόγιο για τις προσλήψεις στο Δημόσιο και έχει ξεσηκώσει τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας.

Αν και ο ίδιος προλογικά και με έμφαση επεσήμανε ότι «τα όσα αφορούσαν τους καλλιτέχνες σε αυτό το Προεδρικό Διάταγμα έχουν ήδη αποσυρθεί, έχουν ήδη καταργηθεί», από τα λεγόμενά του ήταν προφανής η δυσκολία την οποία εδώ και εβδομάδες αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στην προσπάθεια που καταβάλει να βρει ευήκοα ώτα στα όσα υποστηρίζουν τα στελέχη της αναφορικά με το status των πτυχίων που χορηγούν οι κάθε λογής εγχώριες σχολές των παραστατικών τεχνών (θέατρο, χορός, κλπ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άτυπη προεκλογική περίοδος στην οποία βρισκόμαστε τους τελευταίους πολλούς μήνες συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός νηφάλιου και ουσιαστικού διαλόγου για την πραγματική διάσταση των ζητημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία. Με ευθύνη κατά βάση των δύο μεγάλων παρατάξεων που διεκδικούν την εξουσία, διαπιστώνει κανείς την απόλυτη αδυναμία συνεννόησης ακόμη και στα πιο στοιχειώδη. «Μέρα», λέει ο ένας. «Νύχτα», απαντά ο άλλος.

Μπορεί, για παράδειγμα, η κυβέρνηση να υπαναχώρησε πλήρως σε ό,τι αφορά το προσοντολόγιο των ηθοποιών και λοιπών καλλιτεχνών που προσλαμβάνονται στο Δημόσιο, αφήνοντας ανεπηρέαστο το καθεστώς που ίσχυε ως τώρα, η αντιπολίτευση, όμως, κάνει τα πάντα για να συντηρήσει τις αντιδράσεις τις οποίες καλώς ή κακώς προκάλεσε η αρχική διατύπωση του Διατάγματος ανάμεσα στους καλλιτέχνες.

Οι τελευταίοι, αν και ουδείς αντιλαμβάνεται πλέον ποιο ακριβώς είναι το αίτημά τους, συνεχίζουν ακάθεκτοι τις κινητοποιήσεις τους, αφού η κυβέρνηση, παρά τις φλύαρες δηλώσεις των στελεχών της, έχει χάσει την έξωθεν μαρτυρία, ενώ η αντιπολίτευση σιγοντάρει τις αποχές από τις παραστάσεις και τις καταλήψεις των κτηρίων που στεγάζουν τα κρατικά θέατρα. Ως πότε; Το πιθανότερο είναι έως τις εκλογές.

Κακά τα ψέματα, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε σπάνιο. Σε όλες τις προεκλογικές περιόδους οι μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις και οι υπερβολικές προσδοκίες είναι στην ημερήσια διάταξη. Η αδυναμία της εκάστοτε κυβέρνησης να πει κατηγορηματικά «όχι» στα πλέον μαξιμαλιστικά αιτήματα, σε συνδυασμό με την υπερβολική προθυμία της εκάστοτε αντιπολίτευσης να υιοθετεί όλες ανεξαιρέτως τις απαιτήσεις που προβάλλονται από τις κάθε λογής κοινωνικές ομάδες, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κλίμα, οι συνέπειες του οποίου συνήθως γίνονται αντιληπτές μετά τις εκλογές.

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι στη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο η οποία προηγήθηκε των βουλευτικών εκλογών της άνοιξης του 2004, οι τότε διεκδικητές του πρωθυπουργικού θώκου διαγκωνίστηκαν σκληρά για το ποιος θα μονιμοποιούσε μετεκλογικά στο Δημόσιο περισσότερους συμβασιούχους υπαλλήλους, αδιαφορώντας για το πόσο θα κόστιζε κάτι τέτοιο στον κρατικό προϋπολογισμό. Πέντε χρόνια αργότερα οι δυο τους -ο καθένας με τον τρόπο του- έγιναν αρνητικοί πρωταγωνιστές της χρεωκοπίας της χώρας που ακολούθησε ως μοιραίο απότοκο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της.

Αν και δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει βάσιμα κάποιος ότι στην τρέχουσα συγκυρία βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας νέας δημοσιονομικής κατάρρευσης, όπως εκείνη του 2009, από την άλλη κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει ελαφρά τη καρδία τους προφανείς κινδύνους οι οποίοι ελλοχεύουν εξαιτίας της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που διανύουμε. Ενδεχομένως, δε, και της ασάφειας που επικρατεί σε σχέση με τον ακριβή χρόνο που θα στηθούν οι προσεχείς κάλπες.

Η αλήθεια είναι ότι, σε αντίθεση με ορισμένες άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ σταθερή και εκ των προτέρων γνωστή η ημερομηνία των εκλογών. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουν ότι αιώνες τώρα οι εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια την Τρίτη, μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου. Στη χώρα μας, αντιθέτως, οι κάλπες στήνονται όποτε βολεύει την εκάστοτε κυβέρνηση.

Είναι πολύ σπάνιες οι φορές που έχει ολοκληρωθεί η τετραετής βουλευτική θητεία, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα μας. Ο κανόνας που ακολουθείται θέλει την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία να γίνεται με γνώμονα τον αιφνιδιασμό της αντιπολίτευσης και σε χρόνο που ευνοεί τους εκλογικούς σχεδιασμούς της κυβερνητικής παράταξης. Συνηθέστατα, αντί της προσήλωσης στους θεσμούς, επικρατεί η υποταγή στους κομματικούς υπολογισμούς.

Ο σημερινός πρωθυπουργός έχει ως τώρα αποφύγει τον πειρασμό να προκηρύξει πρόωρες εκλογές σε περιόδους που οι δημοσκοπήσεις τού έδιναν τη δυνατότητα για άνετη επικράτηση. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης αιτιολόγησε τη στάση του με το επιχείρημα ότι δεν ενέδωσε στον… πειρασμό επειδή «σέβεται τους θεσμούς». Παρά ταύτα, αποφεύγει έως τώρα να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία των επόμενων εκλογών.

Η πρωθυπουργική δήλωση σύμφωνα με την οποία οι κάλπες θα στηθούν «από το Απρίλιο και μετά…» δεν ξεκαθαρίζει το τοπίο και δεν συμβάλει στην πολιτική σταθερότητα που αναμφίβολα έχει ανάγκη ο τόπος. Η συνεχιζόμενη ασάφεια γύρω από το εκλογικό χρονοδιάγραμμα θολώνει την πολιτική ατμόσφαιρα και προκαλεί παρενέργειες που οι συνέπειες τους ίσως φανούν αργότερα.

Υπό αυτό το πνεύμα, ίσως είναι η ώρα για να οριστεί από τώρα με σαφήνεια η ημερομηνία των εκλογών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Η πρόκληση για τον πρωθυπουργό είναι μεγάλη. Και το κέρδος για την Πολιτική, αλλά και για την ελληνική κοινωνία, ακόμη μεγαλύτερο.

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Έχουν, τελικά, μεγάλη δύναμη οι «ψεκασμένοι»

 Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του. Το ποσοστό των εμβολιασμένων στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι τόσο χαμηλό, που τα όρια για την επίτευξη του πολυαναμενόμενου τείχους ανοσίας δεν πρόκειται να τα προσεγγίσουμε προτού στις περισσότερες σοβαρές χώρες του πλανήτη κηρυχθεί το τέλος της πανδημίας.

Δυστυχώς, όμως, με τους ρυθμούς που πάμε, αφού μόλις και μετά βίας φθάνει τις 20 χιλιάδες ο μέσος ημερήσιος όρος όσων από τα εκατομμύρια των ανεμβολίαστων προσέρχονται για να εμβολιαστούν, η μακάβρια λίστα με τους ανθρώπους που καθημερινά χάνουν τη ζωή τους από τον κορωνοϊό θα συνεχίσει να μακραίνει.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην πρώτη φάση της εξάπλωσης της πανδημίας, κατά την οποία η κυβέρνηση υπερηφανευόταν για την αποτελεσματική άμυνα που είχε κάνει, μήνα με τον μήνα οι επιδόσεις της χώρας μας κατρακυλούν σε όλο και χαμηλότερες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης.

Μια κατρακύλα για την οποία η μόνη εξήγηση είναι η χαμηλή προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα. Καθημερινά καταγράφονται απώλειες ζωών δεκάδων ανθρώπων, οι συντριπτικά περισσότεροι από τους οποίους αφορούν συνανθρώπους που αρνούνταν ή δίσταζαν να εμβολιαστούν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παντού στον κόσμο υπάρχουν αρνητές των εμβολίων ή άνθρωποι που φοβούνται ή δεν πείθονται για την αποτελεσματικότητά τους. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι η χώρα μας αν δεν κατέχει τα παγκόσμια πρωτεία, είναι σίγουρα στην κορυφή της λίστας των θεωρούμενων προηγμένων χωρών που έχουν μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αμφισβητούν την επιστημονική γνώση και συμπεριφέρονται ανορθολογικά.

Από έρευνες που έγιναν κατά το παρελθόν είχε διαπιστωθεί ότι περίπου το 30% των συμπατριωτών μας ενστερνίζονταν (ή απλώς «φλέρταραν» με) τις απίθανες θεωρίες συνωμοσίας που ήθελαν κάποιες αόρατες δυνάμεις να ψεκάζουν τη χώρα μας προκειμένου ο… ανυπότακτος λαός της να αποδεχθεί τα Μνημόνια και να χάσει την εθνική του ταυτότητα.

Είναι αλήθεια ότι πάνω σε αυτές τις γελοίες δοξασίες χτίστηκαν καριέρες πολιτικές -και όχι μόνον…- καθώς ακόμη και πολιτικά στελέχη που ήταν προφανές ότι δεν πίστευαν σε τέτοιες αηδίες, έκλειναν το μάτι σε όλους εκείνους που έκτοτε συνηθίσαμε να λέμε «ψεκασμένους» με σκοπό να τους έχουν αφιονισμένους ώστε όχι μόνον να τους αποσπούν την ψήφο τους αλλά να τους ποδηγετούν γενικότερα.

Ας μην αυταπατώμεθα, λοιπόν, αυτά τα δύο με τρία εκατομμύρια των Ελλήνων «ψεκασμένων» δεν εξαφανίστηκαν. Είναι δίπλα μας και είναι παντού. Πρέπει, λοιπόν, να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι ζουν ανάμεσά μας και αποτελούν τη βασική «δεξαμενή» από την οποία προέρχεται το ισχυρό κύμα των αρνητών των εμβολίων με το οποίο, περισσότερο από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έρχεται αντιμέτωπη η χώρα μας.

Από τη στιγμή, μάλιστα, που οι κάθε λογής ταγοί τούτου του τόπου (πολιτικοί, πνευματικοί, συνδικαλιστικοί, θρησκευτικοί και πάει λέγοντας) σιωπούν, το φαινόμενο της άρνησης της πραγματικότητας θα παραμένει αναλλοίωτο. Συνάνθρωποί μας θα συνεχίσουν να χάνουν αδίκως τις ζωές τους. Και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία θα εξακολουθήσει να δοκιμάζεται αφού η συμπεριφορά των «ψεκασμένων» θα εμποδίζει την επιστροφή στην κανονικότητα, την οποία χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, όπως η Δανία και η Πορτογαλία, έχουν αρχίσει να απολαμβάνουν.

Η πρώτη και κύρια ευθύνη για να αναλάβει δράση, ώστε να αλλάξει η δυσμενής πραγματικότητα, ανήκει αναμφίβολα στην κυβέρνηση, η οποία, δυστυχώς, δεν φαίνεται να δείχνει την αποφασιστικότητα που εμφάνισε στις πρώτες φάσεις της πανδημίας. Για παράδειγμα, οι έλεγχοι για την τήρηση των εναπομεινάντων περιοριστικών μέτρων έχουν ατονήσει σε βαθμό εξαφανίσεως.

Την ίδια ώρα, η επέκταση της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών στους εργαζόμενους στο Δημόσιο αναβάλλεται από εβδομάδα σε εβδομάδα. Οι ένστολοι και οι ιερωμένοι παραμένουν στο απυρόβλητο και ειδικά οι δεύτεροι έχουν αφεθεί ασύδοτοι να προπαγανδίζουν τις πιο ακραίες και επικίνδυνες θεωρίες  των «ψεκασμένων» αντιεμβολιαστών.

Είναι προφανές ότι επικράτησε ο φόβος για το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» και οι κυβερνώντες διστάζουν να κάνουν όλα όσα επιτάσσει το καθήκον τους. Τη στάση αδράνειας που τηρούν τη διευκολύνει σίγουρα και το γεγονός ότι δεν εκδηλώνεται πίεση από καμία άλλη πλευρά.

Ούτε κάποια από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ούτε άλλος συλλογικός φορέας της κοινωνίας αισθάνθηκε μέχρι στιγμής την ανάγκη να πάψει να είναι ουδέτερος θεατής μιας κατάστασης που έχει βαρύ κόστος πρωτίστως σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε συνολική κοινωνική ευημερία.

Κάποια στιγμή φάνηκε ότι το Κίνημα Αλλαγής, οι οπαδοί του οποίου καταγράφονται στις περισσότερες μετρήσεις ως οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές του ορθού λόγου, είχε τάση να κινηθεί προς την κατεύθυνση που επιτάσσει η λογική, αλλά η διάθεση που έδειξε να ηγηθεί της καμπάνιας υπέρ των εμβολιασμών δεν είχε την ανάλογη συνέχεια, ίσως και λόγω της εσωτερικής μάχης για την ηγεσία.

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι, εν τέλει, οι «ψεκασμένοι» έχουν μεγάλη δύναμη. Και εξ αυτού ουδείς θέλει να τους κακοκαρδίσει. Πόσω μάλλον να συγκρουστεί μαζί τους. Βλέπεις αυτοί ψηφίζουν, ενώ οι νεκροί… στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων!

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Η υπεροψία είναι ο χειρότερος σύμβουλος

 

            Δύο εβδομάδες πριν ανακοινωθεί, με τον τρόπο που ανακοινώθηκε, ο τελευταίος ανασχηματισμός της κυβέρνησης, οι πολιτικοί αρχηγοί, σύμφωνα με το δημοσιογραφικό στερεότυπο, διασταύρωναν τα ξίφη τους στη Βουλή για τις συνέπειες και τις ευθύνες από τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου.

Οι τόνοι ανέβηκαν συχνά σε εκείνη τη συνεδρίαση της 25ης Αυγούστου και ακούστηκαν βαριές εκατέρωθεν εκφράσεις κυρίως ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δευτερευόντως ανάμεσα στη Φώφη Γεννηματά και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Παρακολουθώντας την οξεία αντιπαράθεση, προσωπικά μου κέντρισε το ενδιαφέρον μια αποστροφή της ομιλίας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος απευθυνόμενος προς το πρωθυπουργικό έδρανο είπε επί λέξει τα εξής: «…Δεν είστε ικανός την ώρα της κρίσης να δείξετε ότι καταλαβαίνετε τι δεν πήγε καλά και αναζητείτε -μαθαίνω- διέξοδο σε ανασχηματισμούς και σε πρόσωπα από τον δημοκρατικό χώρο για να αποτελέσουν τις σωσίβιες λέμβους σας…».

Το βράδυ της ίδια μέρας, αλλά και τις επόμενες ημέρες, έθεσα υπόψιν συνεργατών του πρωθυπουργού την εν λόγω επισήμανση του κ. Τσίπρα, καλώντας τους να μου επιβεβαιώσουν ή να μου διαψεύσουν ότι η κυβέρνηση βολιδοσκοπούσε πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους ενόψει του ανασχηματισμού. Με λύπη μου διαπίστωσα ότι σχεδόν κανείς άλλος πλην εμού δεν είχε προσέξει την -εν είδει προειδοποιητικής βολής- καταγγελία του πρώην πρωθυπουργού ότι η κυβέρνηση έψαχνε –κατά την έκφρασή του- «σωσίβιες λέμβους» στον «δημοκρατικό χώρο».

Η λύπη μου έγινε έκπληξη την περασμένη Τρίτη όταν στο άκουσμα των μεταβολών που αποφάσισε ο πρωθυπουργός να κάνει στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου διαπίστωσα ότι η μόνη εντυπωσιακή αλλαγή του ανασχηματισμού ήταν η είσοδος στην κυβέρνηση του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ Ευάγγελου Αποστολάκη σε θέση επικεφαλής στο υπό σύσταση υπουργείο Πολιτικής Προστασίας. Με λίγα λόγια είχε γίνει ακριβώς εκείνο που είχε… προφητέψει ο κ. Τσίπρας, χωρίς, μάλιστα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, να λάβει κάποιος από την κυβέρνηση υπόψιν του την… προφητεία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συνέχεια του επεισοδίου είναι πλέον παγκοίνως γνωστή: ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε εντόνως, αποδίδοντας χαρακτηρισμούς περί «αποστασίας» και «εξαγοράς» στον ναύαρχο Αποστολάκη, ο τελευταίος υπαναχωρώντας δεν απεδέχθη το αξίωμα και το κυβερνητικό σχήμα ορκίστηκε εν τέλει «κολοβό» αφού η θέση του υπουργού Πολιτικής Προστασίας έμεινε κενή μέχρι να βρεθεί άλλο πρόσωπο που θα την καλύψει. Κι όλα αυτά διότι ο κ. Τσίπρας ήξερε τι προετοιμάζει ο πρωθυπουργός, καθώς είναι σαφές πλέον ότι τον είχε προϊδεάσει ο βολιδοσκοπηθείς από το Μέγαρο Μαξίμου κ. Αποστολάκης, αλλά η κυβέρνηση νόμιζε ότι ετοίμαζε τον απόλυτο επικοινωνιακό αιφνιδιασμό που θα κατέπλησσε φίλους και αντιπάλους.

Ανεξαρτήτως του κατά πόσο ήταν «ηρωική» ή «ατιμωτική» η πράξη του ναυάρχου Αποστολάκη, αλλά και του γεγονότος ότι ο κ. Τσίπρας «δεν δικαιούται δια να… ομιλεί», κατά την περιώνυμη έκφραση του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα, για «αποστασίες» καθώς όταν ήταν πρωθυπουργός διόρισε στην κυβέρνησή του ακόμη και βουλευτές που είχαν εκλεγεί στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο με την αντίπαλη παράταξη, το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται από την περιγραφείσα υπόθεση είναι ότι οι συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή είναι… διάλογοι κωφών.

Στις περισσότερες κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις οι αγορεύσεις μοιάζουν με παράλληλους μονόλογους που εκφωνούνται χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι ομιλίες των άλλων. Ούτε η αντιπολίτευση ακούει την κυβέρνηση. Αλλά ούτε και η κυβέρνηση δίνει βάση στα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης. Με λίγες εξαιρέσεις και οι μεν και οι δε καταλαμβάνονται από έναν αυτάρεσκο ναρκισσισμό που συχνά καταλήγει σε αλαζονική υπεροψία. Όπως αυτή που έκανε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην λάβει διόλου υπόψιν της την προειδοποίηση Τσίπρα που, με την ύστερη γνώση, εύκολα αναγνωρίζει κανείς (σ.σ.: οι λέξεις «σωσίβιες λέμβοι» είναι χαρακτηριστικές) ότι ήταν φωτογραφία του κ. Αποστολάκη.     

Στην επίμαχη συζήτηση της 25ης Αυγούστου, ο πρωθυπουργός αντέδρασε έντονα στην επίθεση που δέχθηκε και με αυτή την αφορμή είπε προς τον κ. Τσίπρα: «Μην περιμένετε μετά να συζητάμε για αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου και μην εκπλήσσεστε μετά που όλα αυτά τα οποία λέτε, ουσιαστικά, δεν τα ακούει κανείς». Δεν έμεινε, όμως, μόνον σε αυτό: «Ειλικρινά σας το λέω, δεν μετριέμαι με εσάς, δεν είστε το μέτρο σύγκρισής μου εσείς. Θα είχα βάλει τον πήχη πάρα πολύ χαμηλά εάν απλά ήθελα να είμαι καλύτερος από εσάς», συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης.

Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που ένας πρωθυπουργός απευθύνθηκε κατ΄ αυτόν τον -μάλλον υποτιμητικό- τρόπο προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ίδιος όταν ήταν στη αντίστοιχη θέση είχε ακούσει πολύ πιο βάναυσες προσβολές από τον πρωθυπουργό Τσίπρα. Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, το ίδιο έργο το έχουμε δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός και ο κύκλος του νομίζουν ότι είναι άτρωτοι και δεν πρόκειται να χάσουν από τον αντίπαλό τους, κάτι που τις πιο πολλές φορές διαψεύδεται στην πράξη.  

Η υπεροψία, βλέπετε, είναι ο χειρότερος σύμβουλος των ισχυρών. Πλην, όμως, ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορεί να την ελέγξουν. Και ακόμη λιγότεροι όσοι έχουν τη δύναμη να την καθυποτάξουν, έτσι ώστε να κρατήσουν αυτιά και μάτια ανοιχτά στην πραγματικότητα.

 

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Η παραδοχή των αστοχιών είναι μόνον η αρχή

 

«Στο ίδιο έργο θεατές», θα ήταν ίσως ο καταλληλότερος τίτλος για να περιγραφούν τα όσα ακολούθησαν την πρόσφατη επέλαση του χιονιά στην Αττική. Οι αντιδράσεις, άλλωστε, για τις επιπτώσεις που έχουν οι φυσικές καταστροφές (πλημμύρες, φωτιές, έντονες βροχοπτώσεις, κλπ) είναι τόσο προβλέψιμες που δεν εντυπωσιάζουν για τίποτε άλλο παρά μόνο για την εναλλαγή των ρόλων της οποίας γινόμαστε μάρτυρες.

Οι φίλοι της (εκάστοτε) κυβέρνησης σπεύδουν να μεγιστοποιήσουν την ένταση των φυσικών φαινομένων με προφανή στόχο να ελαχιστοποιήσουν το μερίδιο της ευθύνης που αναλογεί στους κυβερνώντες. Ενώ οι οπαδοί της (εκάστοτε) αντιπολίτευσης υποβαθμίζουν τις απρόβλεπτες συνθήκες και τους αστάθμητους παράγοντες που προκαλούν τα προβλήματα και την ταλαιπωρία των πολιτών με σκοπό να υπερτονίσουν την ανικανότητα των κυβερνώντων.

Το ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι που απαρτίζουν τον λεγόμενο «κρατικό μηχανισμό» και οι οποίοι καλούνται να μπουν στη μάχη για να αποτρέψουν τις καταστροφές είναι κατά βάση οι ίδιοι. Διότι μπορεί με την αλλαγή της κυβέρνησης να αλλάζουν οι ηγεσίες πολλών υπηρεσιών, όπως είναι, π.χ., η Πυροσβεστική ή η Πολιτική Προστασία, ο στελεχιακός κορμός τους παραμένει ίδιος και απαράλλακτος. Και αν είναι ανεκπαίδευτος και αναποτελεσματικός τη μια περίοδο, αποκλείεται να μεταμορφωθεί από τη μια στιγμή στην άλλη σε… καλοκουρδισμένη μηχανή.

Ένα ευχερές παράδειγμα που καταδεικνύει ότι τα προβλήματα είναι… ξεροκέφαλα και δεν εννοούν να υπακούσουν στις εναλλαγές των κυβερνήσεων αποτελεί το φαινόμενο που ζήσαμε τις προηγούμενες ημέρες με τα χιλιάδες κλαδιά δένδρων τα οποία υπό το βάρος του χιονιού έσπασαν κάνοντας σε αρκετές περιοχές της Αττικής τους δρόμους απροσπέλαστους και προκαλώντας πολύωρες διακοπές στην ηλεκτροδότηση εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών.

Κακά τα ψέματα, τα ακλάδευτα δένδρα και τα απροστάτευτα δίκτυα ηλεκτροδότησης δεν είναι αποτέλεσμα μιας πρόσκαιρης αμέλειας. Αποτελούν, αντιθέτως, προϊόν διαχρονικής έλλειψης μέριμνας για προληπτική δράση και συντήρηση του περιορισμένου δασικού πλούτου της χώρας μας ο οποίος δεκαετίες τώρα έχει αφεθεί στην τύχη του. Και, υπό αυτή την έννοια, δύσκολα μπορεί κάποιος από τους ασκούντες την εξουσία -χθες ή σήμερα- να παραστήσει τον αναμάρτητο ή να ισχυριστεί ότι επί των ημερών του ήταν ή είναι όλα καλώς καμωμένα.

Οι διαπιστώσεις, ωστόσο, της διαχρονίας των ευθυνών μπορεί να μη δίνουν έρεισμα στην τωρινή αντιπολίτευση να ασκεί την κριτική που άσκησε τούτες τις μέρες, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθούν άλλοθι για τη σημερινή κυβέρνηση. Άλλωστε, αν οι πολίτες ήταν συμβιβασμένοι με την υπάρχουσα κατάσταση δεν θα είχαν ψηφίσει υπέρ της κυβερνητικής αλλαγής πριν από δεκαεννέα μήνες.

Και πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι το ίδιο θα κάνουν –θα ψηφίσουν δηλαδή ξανά υπέρ της κυβερνητικής αλλαγής- αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν, αφού το μόνο αποτελεσματικό όπλο που διαθέτουν είναι να… μαυρίζουν όσους αθετούν τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν όταν είναι στην αντιπολίτευση.

Η σημερινή κυβέρνηση, έχοντας διαδεχθεί την πιο ανίκανη και ερασιτεχνική κυβερνητική ομάδα που γνώρισε ο τόπος τις τελευταίες δεκαετίες, δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες ακόμη και σε ψηφοφόρους οι οποίοι δεν της έδωσαν την ψήφο τους στην τελευταία βουλευτική κάλπη.

Η ελληνική κοινωνία εξέφρασε με έντονο τρόπο την απαξία της για το γεγονός ότι κατά τα τεσσεράμισι χρόνια της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης ο πήχης είχε πέσει τόσο πολύ χαμηλά σε βαθμό ώστε υπουργοί οι οποίοι προΐσταντο υπηρεσιών που είχαν την ευθύνη για εκατόμβη νεκρών να δηλώνουν ξεδιάντροπα ότι… έψαχναν να βρουν που έκαναν λάθος και δεν το εύρισκαν.

Χωρίς να λείπουν οι ουκ ολίγες εξαιρέσεις, με πιο χαρακτηριστική την κοροϊδία για την δήθεν έγκαιρη απονομή των συντάξεων, επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης δεν αποτελεί γενικό κανόνα η καταδικασμένη στη συνείδηση των πολιτών νοοτροπία της συνεχούς απόπειρας να συγκαλυφθούν οι ευθύνες για λάθη και παραλείψεις.

Σε αυτό, άλλωστε, οφείλεται πιθανότατα και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, παρά τη σωρεία των προβλημάτων με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι, προσώρας διατηρούν αλώβητο –αν δεν το έχουν αυξήσει κιόλας!- το πολιτικό κεφάλαιο που τους έφερε στην εξουσία.

Είναι χαρακτηριστικό και πρέπει να επισημανθεί ότι ο πρωθυπουργός δεν αρνήθηκε το αλαλούμ που προκλήθηκε στη διάρκεια της πρόσφατης χιονόπτωσης, εκφράζοντας και τη δυσφορία του για την αλληλομετάθεση ευθυνών ανάμεσα στις υπηρεσίες που είχαν την ευθύνη να προλάβουν την ταλαιπωρία των πολιτών που έμειναν εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους χωρίς ηλεκτρικό και νερό.

Ακόμη και αν θεωρηθεί επικοινωνιακός ελιγμός, η παραδοχή των αστοχιών συνιστά μια καλή αρχή. Μια αρχή, όμως, που για να πείσει τους πολίτες για την ειλικρίνεια των προθέσεων της είναι επιτακτική ανάγκη να συνοδεύεται από τις απαραίτητες απτές πράξεις που να αλλάζουν την δυσμενή πραγματικότητα.

Αν, για παράδειγμα, η επόμενη έντονη χιονόπτωση βρει και πάλι ακλάδευτα τα δένδρα που μπερδεύονται με τα καλώδια της ηλεκτροδότησης, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κάποιος ότι καμία παραδοχή λάθους ή αστοχίας δεν θα καταφέρει να αποτρέψει την σπατάλη του συσσωρευμένου πολιτικού κεφαλαίου και την αναπόδραστη πορεία προς τη φθορά.