Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Η Δικαιοσύνη και της τερατολογίας το ανάγνωσμα



            Από την πρώτη στιγμή που «έσκασε», ήμουν πολύ διστακτικός απέναντι στην περιβόητη «υπόθεση Χαϊκάλη» και στον τρόπο που ήρθε στη δημοσιότητα. Μπορεί, δεν το κρύβω, να ήταν και αποτέλεσμα μιας κάποιας προκατάληψης, αφού τα πρόσωπα που είχαν εμπλακεί στη βορβορώδη αυτή ιστορία δεν μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη.
            Δεν είχαν, άλλωστε, περάσει πολλές μέρες, αφότου ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας ισχυριζόταν, από τηλεοράσεως, ότι ο πρωθυπουργός είχε τηλεφωνήσει εννιά φορές μέσα σε μια μέρα σε έναν από τους βουλευτές του, πιέζοντάς τον να ψηφίσει Πρόεδρο, μέχρι που, πάντα κατά τον καταγγέλλοντα πολιτικό αρχηγό, ο βουλευτής απηύδησε και του το έκλεισε στα μούτρα (του πρωθυπουργού…).
            Ήταν, για όσους δεν έχουν χάσει τη μνήμη τους, ο ίδιος που πριν από δυόμισι χρόνια ως αρχηγός του τέταρτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος είχε βγάλει ψεύτη και πλαστογράφο (!) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν, αφού του είχε παραδώσει πολυσέλιδο έγγραφο με τους όρους που έθετε για να συμμετάσχει σε συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, εν συνέχεια το αναίρεσε υποστηρίζοντας ότι «το κατασκεύασε η Προεδρία». Και πολλά ακόμη, από τις απίθανες ιστορίες τρομοκρατίας, την υπόθεση Οτσαλάν ή τα περίφημα CDS, ως τόσα και τόσα άλλα του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος που αν συγκεντρωθούν κάποια στιγμή μπορεί να γεμίσουν έναν ολόκληρο τόμο συνωμοσιολογικής τερατολογίας…
            Όσο, λοιπόν, εκτυλισσόταν η εμφανώς κακοσκηνοθετημένη τηλεϊστορία και ερχόταν στο φως η μια μετά την άλλη οι απανωτές αντιφάσεις των πρωταγωνιστών της, όπως και οι σχέσεις που τους συνέδεαν, η αρχική μου προαίρεση από δισταγμός και επιφύλαξη μετατράπηκε σε πεποίθηση για τα ταπεινά κίνητρα που κρύβονταν πίσω από τους κοριούς και τις παγιδεύσεις, το επαγγελματικό μοντάζ από τον μετρ του είδους Λάκη Λαζόπουλο, τις… χρυσοφόρες επενδύσεις στο εξωτερικό, τα λεφτά της απαγωγής Παναγόπουλου, τις ράβδους χρυσού και άλλα ηχηρά παρόμοια που συνέθεταν έναν απίθανο σεναριακό καμβά, από εκείνους που σε κάνουν να λες «αυτά, ρε φίλε, ούτε στον σινεμά δεν γίνονται…».
            Παρά ταύτα, ακούγοντας ότι οι εισαγγελικές αρχές αποφάσισαν να θέσουν στο αρχείο την υπόθεση της υποτιθέμενης δωροδοκίας, δεν σας κρύβω ότι ένοιωσα απορία για τη σπουδή που έγινε κάτι τέτοιο, επηρεασμένος, από τη μια, από τη γενικότερη άποψη που έχουμε όλοι μας για τον «αραμπά» με τον οποίο κινείται η ελληνική δικαιοσύνη και προβλέποντας, από την άλλη, την ένταση του θορύβου προς δημιουργία εντυπώσεων περί δήθεν «κουκουλώματος» που ήδη είχε ξεκινήσει μόλις διεφάνη η εισαγγελική πρόθεση για ταχύτατη εκκαθάριση του αντικοινοβουλευτικού οχετού που είχε ανοίξει.
            Ήταν, γι΄ αυτό, μεγάλο ευτύχημα που δημοσιοποιήθηκαν, αφενός, οι καταθέσεις των πρωταγωνιστών της απίθανης ιστορίας και αφετέρου η πορισματική αναφορά του αντεισαγγελέως Εφετών Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου, ο οποίος, όπως εναργέστατα αποκαλύπτεται μέσα από το κείμενο που συνέταξε, φαίνεται ότι κινήθηκε με απαράμιλλο επαγγελματισμό, φωτίζοντας όλες τις πτυχές της βορβορώδους αυτής υπόθεσης πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «δεν προέκυψε κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόθεσης του εγκλήματος», ούτε «η βασιμότητα της καταγγελίας» περί δήθεν απόπειρας χρηματισμού.
            Θα αδικούσα το ίδιο το κείμενο αν επιχειρούσα να συντμήσω τα επιχειρήματα που παραθέτει, αλλά δεν μπορώ να μην σταθώ, περιγράφοντάς τα με δικές μου λέξεις, σε δύο εξ αυτών που καταρρίπτουν τη σκευωρία που επιχειρήθηκε να στηθεί: Το πρώτο είναι η περιγραφή της εμφάνισης του βουλευτή των ΑΝ.ΕΛ. στην εισαγγελία αρκετές ώρες μετά την αλληλοπαγίδευση της συνομιλίας του με τον Αποστολόπουλο και οι φόβοι του Π. Χαϊκάλη μήπως διαρρεύσει από αλλού το περιεχόμενο των όσων έλεγε στις επαφές που από μήνες είχε ξεκινήσει. Και το δεύτερο η επισήμανση του γεγονότος ότι οι αρχές έμαθαν το όνομα του υποτιθέμενου δράστη της δωροδοκίας αρκετή ώρα μετά το οριστικό «ναυάγιο» της προκαθορισμένης συνάντησης στο σπίτι του βουλευτή, όπου υποτίθεται ότι θα προσερχόταν για να παραδώσει τα χρήματα και θα συλλαμβανόταν από την Αστυνομία για την οποία ήταν ακόμη άγνωστος.
            Αξίζει πραγματικά κάθε καλοπροαίρετος πολίτης να μπει στον κόπο να αναζητήσει και να διαβάσει ολόκληρο το πόρισμα του εισαγγελέα Παναγιωτόπουλου, που, πιστέψτε με, δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να αναγνωρίσει ότι είναι ένα από τα κείμενα που πρέπει να διδάσκονται στις Νομικές Σχολές και τις Σχολές Δικαστών ως υπόδειγμα δικανικής παρρησίας από έναν λειτουργό της Δικαιοσύνης που δεν επηρεάζεται από κομματικές ή άλλες σκοπιμότητες.
            Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τις πρόσκαιρες εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν από την προφανή προσπάθεια να δηλητηριαστεί το πολιτικό κλίμα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για το μέλλον της χώρας μας, η κατάληξη της υπόθεσης ίσως αποφέρει και κάτι θετικό για τη Δημοκρατία μας και τους θεσμούς της, αφού κατεδείχθη ότι η Δικαιοσύνη έχει τη δύναμη και μπορεί να λειτουργεί.
Κέρδος, εξάλλου, για τη Δημοκρατία μπορεί να αποδειχθεί και από το γεγονός ότι όλα αυτά τα απίθανα για προηγμένα κοινοβουλευτικά συστήματα (που, αλήθεια, αλλού ακούστηκε αρχηγός κόμματος να στήνει ο ίδιος μηχανισμούς παγίδευσης;) έγιναν τόσο κοντά με τις επερχόμενες εκλογές. Γιατί, ενδεχομένως, δεν θα αμβλυνθούν οι μνήμες έως ότου στηθούν οι κάλπες και οι πολίτες που θα κληθούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα θα ξέρουν (όσοι τουλάχιστον ενδιαφέρονται να μάθουν…) με ποιους έχουν να κάνουν.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Εκλογές, για να τελειώνουν οι αυταπάτες



            Το διπλό –και από την συμπολίτευση και την αντιπολίτευση- χειροκρότημα που, έστω και αν ήταν χλιαρό, συνόδευσε την ανακοίνωση του αποτελέσματος της πρώτης ψηφοφορίας για την προεδρική εκλογή, υπήρξε ένα ακόμη δείγμα της απόλυτης παράνοιας από την οποία διακατέχεται το πολιτικό προσωπικό της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου.
            Ενώ είναι γνωστό, το ομολογούν οι ίδιοι στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις τους, ότι η μεγάλη πλειονότητα των βουλευτών δεν επιθυμεί τις εκλογές, όπως, άλλωστε, το ίδιο συμβαίνει, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, και με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, η χώρα οδηγείται στις κάλπες ακριβώς επειδή οι δυνάμεις της παράνοιας έχουν επικρατήσει κατά κράτος των δυνάμεων της σύνεσης και της λογικής.
            Ανατρέχοντας κανείς στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η σημερινή Βουλή, ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσεται από τις απόλυτα υποκριτικές συμπεριφορές αυτού του είδους, που δεν αποτελούν παρά την κορωνίδα των όσων διαμείβονται τα τελευταία δυόμισι χρόνια στο ελληνικό Κοινοβούλιο, το οποίο, σχεδόν κατά γενική ομολογία, διαθέτει την πλέον υποβαθμισμένη ποιότητα βουλευτών εδώ και πολλές δεκαετίες.
            Χωρίς διάθεση ισοπέδωσης, αφού όλοι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, ούτε, φυσικά, εξιδανίκευσης του παραδοσιακού τύπου βουλευτή, που εκλεγόταν μέσα από τα πελατειακά δίκτυα ή τους κομματικούς «σωλήνες», δεν μπορεί να παραγνωρίσει κάποιος ότι η τωρινή σύνθεση της Βουλής προέκυψε με διαδικασίες που, αντί να βελτιώσουν το «αρχέτυπο» του κακώς εννοούμενου ψηφοθήρα, μάλλον καταβαράθρωσαν τον ίδιο τον θεσμό στα τάρταρα της ανυποληψίας.
            Δεν πάει καιρός που ρώτησα μια μεσήλικη κυρία, η οποία εξελέγη πρώτη φορά στην παρούσα Βουλή με τη σημαία νεόκοπου πολιτικού σχήματος, για την πολιτική της προέλευση και την προηγούμενη σχέση της με τα πολιτικά δρώμενα του τόπου. «Ξέρετε, εγώ βγήκα μέσα από το κίνημα των “αγανακτισμένων” και το facebook…», μου απάντησε αφοπλιστικά. Μερικούς μήνες αργότερα όταν, μαζί με όλο το πανελλήνιο, την άκουσα να καταγγέλλει ότι δέχθηκε «πρόταση εξαγοράς μέσα από το… facebook», δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην.
            Σε κάθε περίπτωση και πέρα από αρκετά παραδείγματα που μπορεί να παρατεθούν για φαινόμενα και συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την ιδιότητα του «αντιπροσώπου του Έθνους», γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι η απότομη διάλυση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος που επήλθε την πρώτη μνημονιακή διετία, έστειλε στο Κοινοβούλιο πρόσωπα που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα περνούσαν το κατώφλι του ούτε ως επισκέπτες.
            Αρκετοί, άλλωστε, που βρίσκονται τώρα στα βουλευτικά έδρανα, είναι προϊόντα όχι μόνον της μνημονιακής διάλυσης αλλά και της… τύχης, καθώς έχουν εκλεγεί με ελάχιστους σταυρούς προτίμησης, επειδή στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, του Ιουνίου του 2012, ενώ έγινε μια σημαντική μετακίνηση του εκλογικού σώματος σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη αναμέτρηση, η λίστα εκλογής που ίσχυσε στις επαναληπτικές εκλογές έδωσε πλεονέκτημα σε όσους ήταν στα ψηφοδέλτια των εκλογών του Μαΐου του ίδιου χρόνου, τα οποία, λόγω της χρονικής πίεσης, δεν άλλαξαν παρά σε οριακές περιπτώσεις.
            Η προφανής αυτή δυσαρμονία, η οποία γίνεται ακόμη πιο εμφανής και από τον χωρίς προηγούμενο υψηλό αριθμό βουλευτών που έχουν εγκαταλείψει τα κόμματά τους –η Βουλή διαθέτει 24 ανεξάρτητους βουλευτές, ενώ άλλοι τρεις ανήκουν σε κοινοβουλευτικές ομάδες διαφορετικές από εκείνες με τις οποίες εξελέγησαν- είναι, νομίζω, ένας επιπλέον λόγος που καθιστά απαραίτητη την κατά το δυνατόν συντομότερη προσφυγή στις κάλπες.
            Εδώ που έφθασαν τα πράγματα, ιδίως μετά την αρχική ψηφοφορία για την εκλογή του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας και τη στάση που αρκετοί τήρησαν, δεν έχει, νομίζω, κανένα απολύτως νόημα η παράταση της πολιτικής φαρσοκωμωδίας που παίζεται. Όταν υπάρχουν βουλευτές που ζητούν να εκλεγεί Πρόεδρος, αλλά δεν ψηφίζουν, επειδή δεν θέλουν, λέει, να τους πουν «αργυρώνητους» ή όταν άλλοι δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους να ξεκαθαρίσουν εξ αρχής τη στάση τους και κρατούν για αργότερα το «ναι» στον προταθέντα υποψήφιο ώστε να σταθμίσουν αν θα βρεθούν οι άλλοι… 179, που θα αποτρέψουν τις πρόωρες κάλπες, δεν νομίζω ότι μπορεί να ελπίζει κανείς σε ο,τιδήποτε καλό από την συντήρηση του νοσηρού κλίματος που αποπνέουν αυτές οι τακτικές, δηλητηριάζοντας έτι περαιτέρω την ήδη τοξική πολιτική ατμόσφαιρα.
            Είναι ώρα να πέσουν οι μάσκες και ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων του, είτε πρόκειται για μεμονωμένα πρόσωπα είτε, πολύ περισσότερο, για κόμματα, τα οποία, ενώ τείνουν προς την πολιτική εξαφάνιση, κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να την επιταχύνουν. Εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει συνεννόηση για τα στοιχειώδη, όπως είναι η, στο τέλος-τέλος, τυπική διαδικασία της εκλογής Προέδρου, η προσφυγή στις κάλπες μοιάζει τούτη την ώρα ως ο απόλυτος μονόδρομος.
Τι θα αλλάξει, άλλωστε, αν οι εκλογές γίνουν σε έξι, σε εννιά ή σε 18 μήνες; Τίποτε απολύτως. Πιστεύει κανείς ότι θα γίνει κάποια ουσιαστική μεταρρύθμιση στη διάρκεια της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που θα έχει μπροστά της η όποια κυβέρνηση, η σημερινή ή άλλη, «ειδικού σκοπού» ή όπως αλλιώς ονομαστεί; Ας μετρήσει όσες έγιναν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου και θα καταλάβει τι θα ακολουθήσει και πόσα από τα προαπαιτούμενα που θα συνοδεύουν την προληπτική πιστωτική γραμμή θα περάσουν από ένα κοινοβούλιο με σύνθεση σαν τη σημερινή.
            Γι΄ αυτό, τώρα που η χώρα βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, είναι η καλύτερη ευκαιρία για να υπάρξει νωπή λαϊκή εντολή προς τις πολιτικές δυνάμεις που θα κληθούν να διαχειριστούν τις τύχες του τόπου το επόμενο διάστημα. Ο λόγος πρέπει να δοθεί στους πολίτες για να αποφασίσουν. Χωρίς, πλέον, τα ψευτοδιλήμματα του παρελθόντος, για το ποιος είναι μνημονιακός και ποιος αντιμνημονιακός. Και, πολύ περισσότερο, δίχως αυταπάτες ότι θα βρεθούν «μάγοι» που θα εξαφανίσουν τα χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, θα καταργήσουν τους φόρους και θα εκτινάξουν τα εισοδήματα όλων μας.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Βαράτε βιολιτζήδες!



           Η διεκδίκηση της εξουσίας υπήρξε ανέκαθεν ένας αδυσώπητος αγώνας που συχνά γίνεται χωρίς την τήρηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών κανόνων του παιχνιδιού. Αρκετές φορές, ωστόσο, οι άνθρωποι που τη διεκδικούν χάνουν το μέτρο. Και τυφλωμένοι μάλλον από το πάθος για το αντικείμενο του πόθου τους χρησιμοποιούν τόσο αθέμιτα μέσα για να κατακτήσουν που σε κάποιες περιπτώσεις αντί να τους φέρνουν πιο κοντά στο στόχο που θέτουν, τους απομακρύνουν.
Με τούτες τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς παρακολουθώ τα τεκταινόμενα περί την προεδρική εκλογή, δεν μπορώ, με τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται γύρω μας, να μην αναρωτηθώ αν οι πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής έχουν αίσθηση των πραγμάτων και των καταστάσεων που καλούνται να διαχειριστούν.
Πόσο, για παράδειγμα, ανταποκρίνεται στο πραγματικό διακύβευμα αυτής τη εκλογής το άκρως επικίνδυνο παιχνίδι με την οικονομική σαποσταθεροποίηση της χώρας που παίζεται -αν όχι συντονισμένα, σίγουρα ανεμπόδιστα- τις τελευταίες μέρες από όσους εμφανίζονται να κόπτονται για τη διαφύλαξη της σταθερότητας;
Ποιος, αλήθεια, είναι εκείνος που πιστεύει ότι ακόμη και αν κλείσουν τα ΑΤΜ, όπως διάφοροι ανεύθυνα υπαινίσσονται ή και διαδίδουν, οι πανικόβλητοι καταθέτες, που ενδεχομένως αγνοούν ότι οι καταθέσεις τους τουλάχιστον μέχρι το ύψος των 100 χιλιάδων ευρώ είναι ασφαλισμένες, θα στρέψουν την οργή τους μόνον κατά όσων δεν ψηφίσουν τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι εναντίον όσων άφησαν τα πράγματα να φθάσουν ως εκεί;
Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να συνειδητοποιήσουν ότι αν επέλθει το απευκταίο Grexit, οι πρώτοι που θα την πληρώσουν είναι όσοι ικανοποιούνται να αποτελούν «οικεία πρόσωπα» του κ. Γιούνκερ και αδιαφορούν για την συνεννόηση στο εσωτερικό της χώρας, επιμένοντας στο αλαζονικό «πάρτα όλα»;  
Γιατί, κακά τα ψέματα, με τη φορά που έχουν πάρει τα πράγματα είναι πολύ πιθανό το περιβόητο πλέον bankrun, που υποτίθεται ότι μας απειλεί, επειδή η χώρα, αντί να εκλέξει Πρόεδρο, θα πάει σε εκλογές, να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να επιπέσει επί των κεφαλών των ίδιων των ψευδοπροφητών της επερχόμενης καταστροφής.
Αλλά και από την άλλη, τι νόημα μπορεί να έχουν οι ιδεοληπτικές πομφόλυγες που εξαπολύονται κατά των «αγορών»; Υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που πιστεύει ότι τα διεθνή τραπεζικά ιδρύματα, οι ευρωπαϊκές χώρες, τα επενδυτικά κεφάλαια και όποιοι άλλοι θεσμοί του καπιταλιστικού κόσμου έχουν τοποθετήσει ή σκοπεύουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα, θα τρομοκρατηθούν από μια κυβερνητική αλλαγή και θα χορεύουν πεντοζάλη ή όποιον άλλο σκοπό θα βαράει η λύρα και ο ζουρνάς του κ. Τσίπρα;
Έχω την ειλικρινή απορία να μάθω ποια επικοινωνιακή στρατηγική υπηρετούν τέτοιοι ανυπόστατοι ισχυρισμοί. Και, πολύ περισσότερο, πως συνδέονται αυτές του είδους οι ανευθυνότητες με την προσπάθεια που κατέβαλε όλο το προηγούμενο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να αποδείξει ότι έχει κάνει στροφή στον ρεαλισμό και στη σοβαρότητα, αφήνοντας να φανεί ότι έχει απομακρυνθεί από την εποχή που ισχυριζόταν ότι θα περιέφερε ανά τας οδούς και τας ρίμας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Είναι δυνατόν ένα κόμμα που υποτίθεται, βασίμως, ότι βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία, να καταφεύγει σε φραστικές ακρότητες αυτού του είδους ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες που εκστομίζουν άλλα στελέχη του τα οποία απειλούν να καθήσουν στο σκαμνί του Ειδικού Δικαστηρίου όλο το πολιτικό προσωπικό της τελευταίας πενταετίας; Τι είναι εκείνο που τους κάνει να παραβλέπουν ότι με κάποιους εξ αυτών ίσως υποχρεωθούν αύριο να συγκυβερνήσουν; Σε ποιο κοινό, αλήθεια, απευθύνονται και ποιους πιστεύουν ότι μπορεί να πείσουν να αλλάξουν την ψήφο τους με τέτοια επιχειρηματολογία;
Εν κατακλείδι, είτε εκλεγεί Πρόεδρος, όπως θέλει η κυβέρνηση (ή έστω ένας μέρος της), είτε πάμε σε εκλογές, όπως επιθυμεί η αντιπολίτευση (ή, επίσης, ένα μέρος της), το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται με το «βαράτε βιολιτζήδες» και ό,τι βγεί…