Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόεδρος Δημοκρατίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόεδρος Δημοκρατίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Εκλογές, για να τελειώνουν οι αυταπάτες



            Το διπλό –και από την συμπολίτευση και την αντιπολίτευση- χειροκρότημα που, έστω και αν ήταν χλιαρό, συνόδευσε την ανακοίνωση του αποτελέσματος της πρώτης ψηφοφορίας για την προεδρική εκλογή, υπήρξε ένα ακόμη δείγμα της απόλυτης παράνοιας από την οποία διακατέχεται το πολιτικό προσωπικό της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου.
            Ενώ είναι γνωστό, το ομολογούν οι ίδιοι στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις τους, ότι η μεγάλη πλειονότητα των βουλευτών δεν επιθυμεί τις εκλογές, όπως, άλλωστε, το ίδιο συμβαίνει, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, και με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, η χώρα οδηγείται στις κάλπες ακριβώς επειδή οι δυνάμεις της παράνοιας έχουν επικρατήσει κατά κράτος των δυνάμεων της σύνεσης και της λογικής.
            Ανατρέχοντας κανείς στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η σημερινή Βουλή, ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσεται από τις απόλυτα υποκριτικές συμπεριφορές αυτού του είδους, που δεν αποτελούν παρά την κορωνίδα των όσων διαμείβονται τα τελευταία δυόμισι χρόνια στο ελληνικό Κοινοβούλιο, το οποίο, σχεδόν κατά γενική ομολογία, διαθέτει την πλέον υποβαθμισμένη ποιότητα βουλευτών εδώ και πολλές δεκαετίες.
            Χωρίς διάθεση ισοπέδωσης, αφού όλοι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, ούτε, φυσικά, εξιδανίκευσης του παραδοσιακού τύπου βουλευτή, που εκλεγόταν μέσα από τα πελατειακά δίκτυα ή τους κομματικούς «σωλήνες», δεν μπορεί να παραγνωρίσει κάποιος ότι η τωρινή σύνθεση της Βουλής προέκυψε με διαδικασίες που, αντί να βελτιώσουν το «αρχέτυπο» του κακώς εννοούμενου ψηφοθήρα, μάλλον καταβαράθρωσαν τον ίδιο τον θεσμό στα τάρταρα της ανυποληψίας.
            Δεν πάει καιρός που ρώτησα μια μεσήλικη κυρία, η οποία εξελέγη πρώτη φορά στην παρούσα Βουλή με τη σημαία νεόκοπου πολιτικού σχήματος, για την πολιτική της προέλευση και την προηγούμενη σχέση της με τα πολιτικά δρώμενα του τόπου. «Ξέρετε, εγώ βγήκα μέσα από το κίνημα των “αγανακτισμένων” και το facebook…», μου απάντησε αφοπλιστικά. Μερικούς μήνες αργότερα όταν, μαζί με όλο το πανελλήνιο, την άκουσα να καταγγέλλει ότι δέχθηκε «πρόταση εξαγοράς μέσα από το… facebook», δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην.
            Σε κάθε περίπτωση και πέρα από αρκετά παραδείγματα που μπορεί να παρατεθούν για φαινόμενα και συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την ιδιότητα του «αντιπροσώπου του Έθνους», γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι η απότομη διάλυση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος που επήλθε την πρώτη μνημονιακή διετία, έστειλε στο Κοινοβούλιο πρόσωπα που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα περνούσαν το κατώφλι του ούτε ως επισκέπτες.
            Αρκετοί, άλλωστε, που βρίσκονται τώρα στα βουλευτικά έδρανα, είναι προϊόντα όχι μόνον της μνημονιακής διάλυσης αλλά και της… τύχης, καθώς έχουν εκλεγεί με ελάχιστους σταυρούς προτίμησης, επειδή στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, του Ιουνίου του 2012, ενώ έγινε μια σημαντική μετακίνηση του εκλογικού σώματος σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη αναμέτρηση, η λίστα εκλογής που ίσχυσε στις επαναληπτικές εκλογές έδωσε πλεονέκτημα σε όσους ήταν στα ψηφοδέλτια των εκλογών του Μαΐου του ίδιου χρόνου, τα οποία, λόγω της χρονικής πίεσης, δεν άλλαξαν παρά σε οριακές περιπτώσεις.
            Η προφανής αυτή δυσαρμονία, η οποία γίνεται ακόμη πιο εμφανής και από τον χωρίς προηγούμενο υψηλό αριθμό βουλευτών που έχουν εγκαταλείψει τα κόμματά τους –η Βουλή διαθέτει 24 ανεξάρτητους βουλευτές, ενώ άλλοι τρεις ανήκουν σε κοινοβουλευτικές ομάδες διαφορετικές από εκείνες με τις οποίες εξελέγησαν- είναι, νομίζω, ένας επιπλέον λόγος που καθιστά απαραίτητη την κατά το δυνατόν συντομότερη προσφυγή στις κάλπες.
            Εδώ που έφθασαν τα πράγματα, ιδίως μετά την αρχική ψηφοφορία για την εκλογή του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας και τη στάση που αρκετοί τήρησαν, δεν έχει, νομίζω, κανένα απολύτως νόημα η παράταση της πολιτικής φαρσοκωμωδίας που παίζεται. Όταν υπάρχουν βουλευτές που ζητούν να εκλεγεί Πρόεδρος, αλλά δεν ψηφίζουν, επειδή δεν θέλουν, λέει, να τους πουν «αργυρώνητους» ή όταν άλλοι δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους να ξεκαθαρίσουν εξ αρχής τη στάση τους και κρατούν για αργότερα το «ναι» στον προταθέντα υποψήφιο ώστε να σταθμίσουν αν θα βρεθούν οι άλλοι… 179, που θα αποτρέψουν τις πρόωρες κάλπες, δεν νομίζω ότι μπορεί να ελπίζει κανείς σε ο,τιδήποτε καλό από την συντήρηση του νοσηρού κλίματος που αποπνέουν αυτές οι τακτικές, δηλητηριάζοντας έτι περαιτέρω την ήδη τοξική πολιτική ατμόσφαιρα.
            Είναι ώρα να πέσουν οι μάσκες και ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων του, είτε πρόκειται για μεμονωμένα πρόσωπα είτε, πολύ περισσότερο, για κόμματα, τα οποία, ενώ τείνουν προς την πολιτική εξαφάνιση, κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να την επιταχύνουν. Εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει συνεννόηση για τα στοιχειώδη, όπως είναι η, στο τέλος-τέλος, τυπική διαδικασία της εκλογής Προέδρου, η προσφυγή στις κάλπες μοιάζει τούτη την ώρα ως ο απόλυτος μονόδρομος.
Τι θα αλλάξει, άλλωστε, αν οι εκλογές γίνουν σε έξι, σε εννιά ή σε 18 μήνες; Τίποτε απολύτως. Πιστεύει κανείς ότι θα γίνει κάποια ουσιαστική μεταρρύθμιση στη διάρκεια της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που θα έχει μπροστά της η όποια κυβέρνηση, η σημερινή ή άλλη, «ειδικού σκοπού» ή όπως αλλιώς ονομαστεί; Ας μετρήσει όσες έγιναν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου και θα καταλάβει τι θα ακολουθήσει και πόσα από τα προαπαιτούμενα που θα συνοδεύουν την προληπτική πιστωτική γραμμή θα περάσουν από ένα κοινοβούλιο με σύνθεση σαν τη σημερινή.
            Γι΄ αυτό, τώρα που η χώρα βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, είναι η καλύτερη ευκαιρία για να υπάρξει νωπή λαϊκή εντολή προς τις πολιτικές δυνάμεις που θα κληθούν να διαχειριστούν τις τύχες του τόπου το επόμενο διάστημα. Ο λόγος πρέπει να δοθεί στους πολίτες για να αποφασίσουν. Χωρίς, πλέον, τα ψευτοδιλήμματα του παρελθόντος, για το ποιος είναι μνημονιακός και ποιος αντιμνημονιακός. Και, πολύ περισσότερο, δίχως αυταπάτες ότι θα βρεθούν «μάγοι» που θα εξαφανίσουν τα χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, θα καταργήσουν τους φόρους και θα εκτινάξουν τα εισοδήματα όλων μας.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Βαράτε βιολιτζήδες!



           Η διεκδίκηση της εξουσίας υπήρξε ανέκαθεν ένας αδυσώπητος αγώνας που συχνά γίνεται χωρίς την τήρηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών κανόνων του παιχνιδιού. Αρκετές φορές, ωστόσο, οι άνθρωποι που τη διεκδικούν χάνουν το μέτρο. Και τυφλωμένοι μάλλον από το πάθος για το αντικείμενο του πόθου τους χρησιμοποιούν τόσο αθέμιτα μέσα για να κατακτήσουν που σε κάποιες περιπτώσεις αντί να τους φέρνουν πιο κοντά στο στόχο που θέτουν, τους απομακρύνουν.
Με τούτες τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς παρακολουθώ τα τεκταινόμενα περί την προεδρική εκλογή, δεν μπορώ, με τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται γύρω μας, να μην αναρωτηθώ αν οι πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής έχουν αίσθηση των πραγμάτων και των καταστάσεων που καλούνται να διαχειριστούν.
Πόσο, για παράδειγμα, ανταποκρίνεται στο πραγματικό διακύβευμα αυτής τη εκλογής το άκρως επικίνδυνο παιχνίδι με την οικονομική σαποσταθεροποίηση της χώρας που παίζεται -αν όχι συντονισμένα, σίγουρα ανεμπόδιστα- τις τελευταίες μέρες από όσους εμφανίζονται να κόπτονται για τη διαφύλαξη της σταθερότητας;
Ποιος, αλήθεια, είναι εκείνος που πιστεύει ότι ακόμη και αν κλείσουν τα ΑΤΜ, όπως διάφοροι ανεύθυνα υπαινίσσονται ή και διαδίδουν, οι πανικόβλητοι καταθέτες, που ενδεχομένως αγνοούν ότι οι καταθέσεις τους τουλάχιστον μέχρι το ύψος των 100 χιλιάδων ευρώ είναι ασφαλισμένες, θα στρέψουν την οργή τους μόνον κατά όσων δεν ψηφίσουν τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι εναντίον όσων άφησαν τα πράγματα να φθάσουν ως εκεί;
Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να συνειδητοποιήσουν ότι αν επέλθει το απευκταίο Grexit, οι πρώτοι που θα την πληρώσουν είναι όσοι ικανοποιούνται να αποτελούν «οικεία πρόσωπα» του κ. Γιούνκερ και αδιαφορούν για την συνεννόηση στο εσωτερικό της χώρας, επιμένοντας στο αλαζονικό «πάρτα όλα»;  
Γιατί, κακά τα ψέματα, με τη φορά που έχουν πάρει τα πράγματα είναι πολύ πιθανό το περιβόητο πλέον bankrun, που υποτίθεται ότι μας απειλεί, επειδή η χώρα, αντί να εκλέξει Πρόεδρο, θα πάει σε εκλογές, να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να επιπέσει επί των κεφαλών των ίδιων των ψευδοπροφητών της επερχόμενης καταστροφής.
Αλλά και από την άλλη, τι νόημα μπορεί να έχουν οι ιδεοληπτικές πομφόλυγες που εξαπολύονται κατά των «αγορών»; Υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που πιστεύει ότι τα διεθνή τραπεζικά ιδρύματα, οι ευρωπαϊκές χώρες, τα επενδυτικά κεφάλαια και όποιοι άλλοι θεσμοί του καπιταλιστικού κόσμου έχουν τοποθετήσει ή σκοπεύουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα, θα τρομοκρατηθούν από μια κυβερνητική αλλαγή και θα χορεύουν πεντοζάλη ή όποιον άλλο σκοπό θα βαράει η λύρα και ο ζουρνάς του κ. Τσίπρα;
Έχω την ειλικρινή απορία να μάθω ποια επικοινωνιακή στρατηγική υπηρετούν τέτοιοι ανυπόστατοι ισχυρισμοί. Και, πολύ περισσότερο, πως συνδέονται αυτές του είδους οι ανευθυνότητες με την προσπάθεια που κατέβαλε όλο το προηγούμενο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να αποδείξει ότι έχει κάνει στροφή στον ρεαλισμό και στη σοβαρότητα, αφήνοντας να φανεί ότι έχει απομακρυνθεί από την εποχή που ισχυριζόταν ότι θα περιέφερε ανά τας οδούς και τας ρίμας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Είναι δυνατόν ένα κόμμα που υποτίθεται, βασίμως, ότι βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία, να καταφεύγει σε φραστικές ακρότητες αυτού του είδους ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες που εκστομίζουν άλλα στελέχη του τα οποία απειλούν να καθήσουν στο σκαμνί του Ειδικού Δικαστηρίου όλο το πολιτικό προσωπικό της τελευταίας πενταετίας; Τι είναι εκείνο που τους κάνει να παραβλέπουν ότι με κάποιους εξ αυτών ίσως υποχρεωθούν αύριο να συγκυβερνήσουν; Σε ποιο κοινό, αλήθεια, απευθύνονται και ποιους πιστεύουν ότι μπορεί να πείσουν να αλλάξουν την ψήφο τους με τέτοια επιχειρηματολογία;
Εν κατακλείδι, είτε εκλεγεί Πρόεδρος, όπως θέλει η κυβέρνηση (ή έστω ένας μέρος της), είτε πάμε σε εκλογές, όπως επιθυμεί η αντιπολίτευση (ή, επίσης, ένα μέρος της), το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται με το «βαράτε βιολιτζήδες» και ό,τι βγεί…

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Το… πέταγμα της πεταλούδας στον κήπο του Προεδρικού

            «Θα γίνουν εκλογές;». Το μάλλον αγωνιώδες ερώτημα που δέχθηκα, λίγες μόλις ώρες πριν από τις επισκέψεις των πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό Μέγαρο, μου δημιούργησε μια κάποια έκπληξη, καθώς προερχόταν από έναν συνομιλητή που δεν περίμενα να έχει τέτοιο ενδιαφέρον.
            «Ίσως τον Μάρτιο…», απάντησα. Αλλά δεν απέφυγα τον πειρασμό να εκφράσω τη δική μου απορία: «Και τι σε νοιάζει εσένα αν γίνουν ή δεν γίνουν εκλογές;», ρώτησα με τη σειρά μου τον Σπύρο, ιδιοκτήτη οικογενειακής ταβέρνας που τελευταία τα φέρνει δύσκολα βόλτα, αλλά, από ό,τι ήξερα, ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη «πολιτικοποίηση».
            «Για τη δουλειά μου, φυσικά…», μου αντέτεινε για να μου εξηγήσει αμέσως μετά την επίδραση που έχουν οι πολιτικές εξελίξεις σε αυτό που λέμε πραγματική οικονομία με ένα απτό παράδειγμα, που θα μπορούσε να παραπέμπει στο φαινόμενο με το πέταγμα της πεταλούδας του Αμαζονίου που μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα από την περίφημη «θεωρία του χάους».
            Κατά τη διήγησή του, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου, παρότι ήταν ξεκίνημα του μήνα και θεωρητικά ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα, αφού είχαν πληρωθεί μισθοί και συντάξεις, η δουλειά της ταβέρνας ήταν ιδιαιτέρως πεσμένη, γεγονός που, κατά την εξήγηση του, ήταν συνάρτηση της πολιτικής αναστάτωσης που είχε δημιουργηθεί.
Αναφερόταν προφανώς -και χωρίς να έχει πλήρη γνώση των λεπτομερειών, αφού όταν παίζουν τα «δελτία των οκτώ» εκείνος εργάζεται- στη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης που βρισκόταν εκείνο το διάστημα σε εξέλιξη στη Βουλή και στον καβγά που άναψε αμέσως μετά για το αν θα βρεθούν ή όχι οι 180 βουλευτές για την εκλογή του επόμενου Προέδρου.
Το ευτύχημα για εκείνον ήταν ότι προς το τέλος του μήνα, περίοδο που συνήθως ο τζίρος μειώνεται, η κατάσταση στην ταβέρνα του –παραδόξως πως- βελτιώθηκε ελαφρώς, γεγονός που, κατά τη δική του πάντα εξήγηση, οφειλόταν στο ότι, όπως μου είπε με δικά του λόγια, έφυγε από την επικαιρότητα η έντονα αρνητική συζήτηση για τα πολιτικά μελλούμενα.
Μεταφέρω τη μικρή αυτή -απολύτως διδακτική, κατά την προαίρεσή μου- ιστορία ως ένα, αν θέλετε, υστερόγραφο στην, κατά πολλούς, ασύμμετρη αντίδραση που είχαν οι περιβόητες «αγορές» μετά τα όσα απασχόλησαν το προηγούμενο διάστημα τη χώρα μας και περιστρέφονταν γύρω από… γαμήλιους «κουμπαράδες» για την ικανοποίηση των υπόπτων ως «αργυρώνητων» βουλευτών, αλλά και το πρόωρο σάλπισμα εξόδου από την επιτήρηση των δανειστών με το οποίο θεώρησαν καλό να απαντήσουν οι κυβερνητικοί εταίροι.
Αν οι πελάτες των ελληνικών ταβερνών που ξέρουν ή, τέλος πάντων, οφείλουν να ξέρουν, με ποιο πολιτικό σύστημα έχουν να κάνουν, αφού οι ίδιοι το επιλέγουν, αντιδρούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο στις ένθεν κακείθεν συμπεριφορές που διακυβεύουν την σταθερότητα της χώρας, γιατί, αλήθεια, να μας εμπιστευθούν οι διαβόητες «αγορές»;
Και ποια δύναμη είναι εκείνη που θα μπορούσε να κάνει ακόμη και τον πιο… φιλεύσπλαχνο (αν υπάρχει τέτοιος…) ξένο επενδυτή να επιλέξει να τοποθετήσει τα χρήματά του σε μια χώρα που η προεκλογική περίοδος ξεκινάει την επομένη των εκλογών; Δεν τα δίνει καλύτερα –ας χρησιμοποιήσει κι η στήλη μια υπερβολή- συνεισφορά σε… φιλανθρωπική οργάνωση;
Είναι, άλλωστε, αρκούντως αποτρεπτικά τα όσα διαμείβονται αυτές τις μέρες με τους πολιτικούς αρχηγούς που επισκέπτονται το Προεδρικό Μέγαρο για να χρησιμοποιήσουν τον θεσμό που –συνταγματικά, τουλάχιστον- συμβολίζει την ενότητα του Έθνους ως ντεκόρ για να δώσουν υποκριτικούς όρκους πίστης σε μια ψευδεπίγραφη συναίνεση που προβάλουν για να καλύψουν την εκατέρωθεν δίψα για εξουσία: των μεν να την κρατήσουν, των δε για να την κατακτήσουν.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αν όντως ενδιαφέρονταν για τη χώρα και για το αν έχει δουλειά ώστε να μην απειλείται με λουκέτο ο φίλος μου ο ταβερνιάρης, με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το σημείωμα, όπως και ο κάθε άλλος επαγγελματίας ή εργαζόμενος, δεν θα έπαιζαν αυτό το κακόγουστο θέατρο με το «πηγαινέλα» στον Πρόεδρο για επικοινωνιακούς και μόνον λόγους.
Αντιθέτως, αν εννοούσαν τη συναίνεση την οποία επικαλούνται θα κάθονταν, λόγω της κρίσιμης συγκυρίας που όλοι αναγνωρίζουν ότι διέρχεται ο τόπος, στο ίδιο τραπέζι και χωρίς τελεσίγραφα και απειλές, αλλά με υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές, θα συμφωνούσαν σε τρία καθοριστικά για όλους μας ζητήματα: στη συγκρότηση κοινής διαπραγματευτικής ομάδας για τη συνομολόγηση συμφωνίας εξόδου από το Μνημόνιο που να περιλαμβάνει αναδιάρθρωση του χρέους, στη συναινετική εκλογή Προέδρου και, τέλος, στην προσφυγή αμέσως μετά στις κάλπες ώστε να αποφασίσει ο ελληνικός λαός ποιοι και πως μπορεί να διαχειριστούν καλύτερα τις τύχες της μεταμνημονιακής Ελλάδας.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η… χαρά για την «τιμωρία» της κυβέρνησης

            Σκέτη θλίψη προκαλούσε στον κάθε καλοπροαίρετο περιηγητή του διαδικτύου η χαιρέκακη διάθεση με την οποία πάμπολλοι συνέλληνες –και προεξάρχοντες… μέλλοντες κυβερνήτες- αντιμετώπιζαν τη βίαιη αντίδραση που επεφύλαξαν τις τελευταίες ημέρες οι αδυσώπητες αγορές, αφενός, στη σπουδή της κυβέρνησης να σαλπίσει έξοδο από το Μνημόνιο, πριν οι εταίροι και δανειστές ανάψουν το απαιτούμενο «πράσινο φως» και, αφετέρου,  στα σενάρια πολιτικής αβεβαιότητας που κατέκλυσαν την εγχώρια σκηνή.
            Είναι ειλικρινά απορίας άξιον το απροσμέτρητο εύρος της μικρόνοιας που μπορεί να χαρακτηρίζει τόσο πολλούς που με περισσή ευκολία επέχαιραν για το γεγονός ότι κατακρημνιζόταν επί τριήμερο το ελληνικό Χρηματιστήριο και ταυτόχρονα εκτινάσσονταν στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, λες και αυτά –και ιδιαίτερα το δεύτερο- ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν κάποιους άλλους και όχι τους χειμαζόμενους από την παρατεταμένη έλληνες πολίτες.
            Μπορώ να αντιληφθώ τη χαρά από την οποία θα μπορούσε να καταληφθεί ο οποιοσδήποτε φαντασιώνεται το επερχόμενο τέλος του καπιταλισμού ή ονειρεύεται την επικείμενη έναρξη της παγκόσμιας επανάστασης για την εφαρμογή της… αταξικής κοινωνίας. Δυσκολεύομαι, ωστόσο, να καταλάβω πως το σκληρό, σκληρότατο μάθημα των αγορών που πήραν αυτές τις μέρες οι κυβερνώντες μπορεί να προκαλεί ικανοποίηση σε όσους ετοιμάζονται να τους διαδεχθούν στους υπουργικούς και άλλους θώκους εξουσίας μέσα από τις εκλογές, τις οποίες επιθυμούν να γίνουν άμεσα.
            Δεν χρειάζεται, θαρρώ, πολλή σοφία για να αναγνωρίσει κανείς ότι από τα δύο αυτά βίαια φαινόμενα που εκτυλίχθηκαν μπροστά μας, δηλαδή την κατακόρυφη πτώση του Χρηματιστηρίου και την εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού, ζημιωμένοι δεν βγαίνουν μόνον οι ισχυροί του χρήματος, αλλά ο κάθε έλληνας πολίτης –ναι, ακόμη και ο σημερινός άνεργος!- που εν τέλει θα πληρώσει, αργά ή γρήγορα, τα αυξημένα τοκοχρεολύσια που θα βρει η Ελλάδα όταν αποφασίσει να βγει και να δανειστεί για να καλύψει τις ανάγκες της. 
            Μόνον όσοι ηθελημένα εθελοτυφλούν, παραγνωρίζουν ότι μας χωρίζουν αρκετοί αιώνες από τις εποχές της αυτάρκειας και του οικονομικού αντιπραγματισμού και χωρίς συνδιαλλαγή με τις αγορές σύγχρονες οικονομίες και μάλιστα ευρωπαϊκού τύπου, όπως, τουλάχιστον, διακηρύσσουν τα κόμματα εξουσίας στη χώρα μας, δεν μπορεί να υπάρξουν.    
            Αν, λοιπόν, οι περιώνυμες αγορές επεφύλαξαν αυτή τη στάση έναντι της συγκεκριμένης ελληνικής κυβέρνησης, δημιουργώντας έναν όλο και πιο ασφυκτικό κλοιό που –κακά τα ψέματα- ξεκίνησε την επομένη της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο που δειλά τέθηκε ζήτημα διαζυγίου με το ΔΝΤ και κορυφώθηκε τις τελευταίες ημέρες που πήγε να διαφανεί ότι η κυβέρνηση δύσκολα θα προσεγγίσει το στόχο των 180 βουλευτών για την προεδρική εκλογή, εύκολα, νομίζω, μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τι θα συμβεί στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον που μια άλλη κυβέρνηση όχι μόνον θα βιάζεται – πολύ περισσότερο από τη σημερινή- να βγει από το Μνημόνιο, αλλά επιπλέον θα απαιτεί και διαγραφή –μικρότερου ή μεγαλύτερου μέρους- του χρέους.
Ξέρω ότι είναι διόλου δημοφιλείς επισημάνσεις όπως οι παραπάνω, επειδή διαφόρων ειδών πολιτικάντηδες –ορισμένοι από τους οποίους κάθονται και τώρα στα κυβερνητικά έδρανα- καλλιέργησαν και εξακολουθούν να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι τάχατες είναι ζήτημα «τσαμπουκά» και μόνο η τιθάσευση των αγορών, ούτως ώστε να εξακολουθήσουν να μας δανείζουν χωρίς εμείς να καλύπτουμε τις προηγούμενες υποχρεώσεις μας.
Επειδή, όμως, προσωπικά με θλίβει -περισσότερο και από την τυφλή χαιρεκακία για την «τιμωρία» της κυβέρνησης, που βλέπω γύρω μου- το πάθημα της χώρας μου που ξαναβρέθηκε μέσα σε λίγες μέρες με επιτόκια χρεοκοπίας, ευελπιστώ ότι η δυσμενής αυτή εξέλιξη θα το μετατρέψει σε μάθημα και για τους νυν αλλά και για τους επόμενους κυβερνώντες.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Ποιος καίει τα σπαρτά και γκρεμίζει τις γέφυρες;

Να μην καίει τα σπαρτά και να μην γκρεμίζει τις γέφυρες, προειδοποίησε την συγκυβέρνηση ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας σε ένα κρεσέντο επιθετικού λόγου με το οποίο επέλεξε να κλείσει την ομιλία του την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή.
Δεν αποκλείεται η φραστική αυτή έξαρση του κ. Τσίπρανα ήταν αποτέλεσμα μιας πρόωρης προσπάθειας να δικαιολογήσει, οψέποτε αναλάβει την εξουσία που με τόσο πάθος διεκδικεί, την πιθανολογούμενη αδυναμία του να ικανοποιήσει τις προσδοκίες τις οποίες καλλιεργεί, επικαλούμενος, εκ των προτέρων, το γνωστό από το παρελθόν άλλοθι για την παραλαβή «καμένης γης» που και άλλοι πριν από τον ίδιο έχουν χρησιμοποιήσει.
Εξίσου πιθανό, όμως,είναι να ήταν μια προληπτική ενέργεια για να αποφύγει το δίλημμα που θα μπορούσε να του δημιουργήσει το ενδεχόμενο, σύμφωνα και με τη διακινούμενη φημολογία των προηγούμενων ημερών που είδε το φως μέσα από ορισμένες αναρτήσεις σε ιστοσελίδες, να τον καλούσε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς σε συνάντηση για να συζητήσουν για τις επερχόμενες κρίσιμες εξελίξεις.
Και στη μια και στην άλλη υπόθεση, δεν αίρεται και φυσικά δεν δικαιολογείταιτο ακραία διχαστικό περιεχόμενο που είχε ο λόγος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ,ο οποίος χρησιμοποίησε λεκτικά σχήματα που εξομοιώνουν τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας με τις… κατοχικές δυνάμεις που υποχωρώντας καταστρέφουν τις υποδομές.
Το ευτύχημα, ίσως, είναι ότι δεν υπάρχουν πολλοί, ακόμη και ανάμεσα σε εκείνους που τον ψηφίζουν, που να παίρνουν τοις μετρητοίς τέτοιες πομφόλυγες. Γιατί, αλλιώς, δεν θα γλυτώναμε έναν νέο… εμφύλιο που, αν όντως ίσχυαν τα λεγόμενα του κ. Τσίπρα, θα ξεσπούσε στη χώρα από τη δικαιολογημένη αντίδραση όσων θα ήθελαν να υπερασπιστούν τα σπαρτά και τις γέφυρες.
Λεκτικά σχήματα αυτού του είδους, εξάλλου, μπορεί να ικανοποιούν το θυμικό ορισμένων φανατικών ή τα ένστικτα των κάθε λογής… ψεκασμένων, αλλά μάλλον δύσκολα πείθουν τους εχέφρονες πολίτες που δυσανασχετούν με την ανικανότητα των κυβερνώντων χωρίς να είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν την οποιαδήποτε ακρότητα που εκτοξεύεται προς εντυπωσιασμό και μόνον.
Όταν, άλλωστε, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η ηγετική ομάδα που τον περιστοιχίζει έχει ενστερνιστεί δύο κεντρικά στοιχεία της πολιτικής που ακολουθείται, όπως είναι η παραμονή στο ευρώ και η αποτροπή των ελλειμματικών προϋπολογισμών, εύκολα αναρωτιέται κανείς τι νόημα έχουν αυτές οι βαρύγδουπες μεγαλοστομίες.
 Για να αναγνωρίσουμε, πάντως, και του… «στραβού το δίκιο», δεν ήταν διχαστικός μόνον ο λόγος του κ. Τσίπρα στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την ανανέωση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, αφού ούτε η ηγεσία της συγκυβέρνησης πήγε πίσω σε… αντιπολιτευτικές κορώνες προς την αξιωματική αντιπολίτευση.
Μάλιστα, τόσο ο κ. Σαμαράς όσο και ο Ευάγγελος Βενιζέλος εξάσκησαν τη ρητορική τους δεινότητα εξακοντίζοντας πυρά προς μια, μάλλον, «καρικατούρα», που είναι οι «συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ» και τα αντιευρωπαϊκά τους ανακλαστικά, τα οποία, αν δεν έχουν μπει στο περιθώριο, βρίσκονται σίγουρα «εν υπνώσει». Και αυτό είναι μια ουσιώδης ποιοτική διαφορά, σε σχέση με το 2012, και τον φόβο που τότε περιόρισε τη δυναμική προς την εξουσία που τώρα έχει αποκτήσει το κόμμα του κ. Τσίπρα.
Γι΄ αυτό και αν, πραγματικά, οι ηγεσίες των συγκυβερνώντων κομμάτων δεν ενδιαφέρονταν για την εξουσία και μόνον, όπως και ο κ. Τσίπρας,θα αξιοποιούσαν τη στροφή του τελευταίου και θα τον καλούσαν να αποδείξει έμπρακτα ότι αποδέχεται την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και αποδοκιμάζει, όπως έκανε στο Κόμο, την Ευρώπη των ελλειμμάτων, αποδεχόμενος έναν οδικό χάρτη που θα περιείχε τρεις πολύ απλούς σταθμούς: κοινή διαπραγματευτική ομάδα για την έξοδο από το Μνημόνιο και την αναδιάρθρωση του χρέους, συμφωνία για συναινετική εκλογή Προέδρου και Αναθεώρηση του Συντάγματος, προκήρυξη, αμέσως μετά, εκλογών ώστε να αποφασίσει ο ελληνικός λαός ποιος ή ποιοί θα διαχειριστούν τις μεταμνημονιακές τύχες της χώρας.
Θα τα δεχόταν όλα αυτά ο κ. Τσίπρας που επιμένει να μετατεθούντόσο η αναδιάρθρωση του χρέους όσοκαι η προεδρική εκλογή για μετά τις εκλογές; Το πλέον πιθανό είναι πως όχι. Αλλά,με μια τέτοια πρωτοβουλία,οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος –και πολύ περισσότερο ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ που προσπαθεί να πείσει ότι η παραμονή του στην κυβέρνηση αποτελεί κάτι σαν προσωπική «θυσία»- θα αποδείκνυαν ότι δεν είναι γαντζωμένοι στις καρέκλες, όπως τους κατηγορούν οι αντίπαλοί τους.
Δεν το έκαναν, όμως, ούτε ο κ. Σαμαράς, ούτε και ο κ. Βενιζέλος, την περασμένη Παρασκευή, επιμένοντας να σκιαμαχούν με τις (περιθωριακές) συνιστώσες και να μην αξιοποιούν την εμφανή στροφή προς τον ρεαλισμό της… κυβερνησιμότητας που έχει κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.Και μάλλον δεν θα το κάνουν ούτε το επόμενο διάστημα.
Γι΄ αυτό, με ευθύνη –μικρότερη ή μεγαλύτερη, δεν έχει σημασία- και των δύο πλευρών, που δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί τίποτε από το πρόσφατο ή το απώτερο παρελθόν, θα εξακολουθήσουμε να πορευόμαστε μέσα στο το ίδιο διχαστικό και εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Ένα κλίμα, το οποίομόνον τυφλωμένοι από τα κομματικά πάθη δεν βλέπουν ότι αποτελεί την πλέον εύφλεκτη ύλη για το κάψιμο των λιγοστών σπαρτών από την πενιχρή και επίπονη συγκομιδή των τελευταίων χρόνων και την πιο επικίνδυνη πυριτιδαποθήκη από την οποία βγαίνουν οι εκρηκτικοί μηχανισμοί που απειλούν τις γέφυρες προς το μέλλον.